"Όπου και να πας ο κόσμος σήμερα είναι άσχημος κι ως το μεδούλι αμβλύνους
διεφθαρμένος από όπου και να τον πιάσεις παρατημένος στην τύχη του
είναι προτιμότερο να μη σηκώνεσαι από το κρεβάτι σου"
Η νοσηρή σχέση της αστικής τάξης και του ναζισμού, με φόντο ένα
οικογενειακό δράμα στη Βιέννη.
διεφθαρμένος από όπου και να τον πιάσεις παρατημένος στην τύχη του
είναι προτιμότερο να μη σηκώνεσαι από το κρεβάτι σου"
Η νοσηρή σχέση της αστικής τάξης και του ναζισμού, με φόντο ένα
οικογενειακό δράμα στη Βιέννη.
«Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι ανέκαθεν ήταν επικίνδυνοι»
"Η Πλατεία Ηρώων", το κύκνειο άσμα του Τόμας Μπέρνχαρντ, δίχασε κοινό και κριτικούς όσο κανένα άλλο έργο της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής στον γερμανόφωνο χώρο. O Claus Peymann, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπούργκτεατερ, προσέγγισε τον Μπέρνχαρντ και του ζήτησε να γράψει το έργο, το οποίο θα ανέβαινε στη σκηνή του το φθινόπωρο του 1988, με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων του ιστορικού θεάτρου. Ο Μπέρνχαρντ στην αρχή αρνήθηκε, με τη δικαιολογία ότι δεν γράφει ποτέ έργα κατά παραγγελία, τελικά όμως υπέκυψε στη φορτική πίεση του Πάιμαν και έγραψε το έργο Heldenplatz (Πλατεία Ηρώων). Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1988, όπου 200 αστυνομικοί κύκλωναν τις εισόδους του θεάτρου για να προστατεύσουν τους Μπέρνχαρντ και Πάιμαν, τους ηθοποιούς και τους θεατές. Όταν έπεσε η αυλαία ο Πάιμαν και ο Μπέρνχαρντ ανέβηκαν στη σκηνή πιασμένοι χέρι χέρι σε μία ατμόσφαιρα ολοκληρωτικού χάους. Από τη μία οι οργισμένες αποδοκιμασίες, από την άλλη οι επευφημίες του κοινού συνέθεσαν τον τελικό εικοσάλεπτο επίλογο του έργου. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία δημόσια εμφάνιση του Μπέρνχαρντ, αφού τρεις μήνες μετά την επίσημη πρεμιέρα, αυτός πεθαίνει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στο αγρόκτημά του στο Γκμούντεν της Άνω Αυστρίας.
Ο χρόνος του έργου είναι η μέρα της κηδείας του καθηγητή μαθηματικών Γιόζεφ Σούστερ και ο τόπος είναι το διαμέρισμα της οικογένειας Σούστερ στην Πλατεία Ηρώων. Πιο επίκαιρο από ποτέ, το έργο προφητεύει, με τη γνωστή γοητεία της γραφής του Μπέρνχαρντ, τη σημερινή άνοδο εξτρεμιστικών οργανώσεων, τις πρακτικές φυλετικού διαχωρισμού και εθνικιστικών προκαταλήψεων. Είναι ένα σκληρό, περίπλοκο, πρωτόγονο και αποκαλυπτικά διαυγές κείμενο. Η αριστουργηματική πρώτη σκηνή παίζει με τις απουσίες και τις παρουσίες, με τους ζωντανούς και τους νεκρούς. Αγγίζει το θέμα, αναδεικνύει πτυχές του, τις οριοθετεί, όχι μόνο για να τις καταστήσει σαφείς, αλλά για να ανοίξει τον επόμενο, ευρύτερο κύκλο γεγονότων και πράξεων. Η ματιά ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στον μικρόκοσμο της καθημερινής ζωής των πρωταγωνιστών και τον μακρόκοσμο της ανθρώπινης κατάστασης. Τα πρόσωπα του δράματος δεν έχουν ούτε δίκιο ούτε άδικο, οι ζώντες δεν απαντούν για λογαριασμό των νεκρών. Ο λεκτικός καταιγισμός υπερβαίνει ακόμη και αυτούς τους χαρακτήρες, οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση σοκ. Τα πρόσωπα αυτά, όργανα της φωνής του συγγραφέα, είναι η έκφραση της δυσφορίας του, ο προσωπικός του πόλεμος, η οργή του εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού, του καθολικισμού, του "ψευδοσοσιαλισμού", εναντίον των υπερφίαλων, αγράμματων πολιτικών και των διεφθαρμένων συνδικαλιστών.
Ο Thomas Bernhard γράφει στοιχειωμένος από το φιλοναζιστικό παρόν και παρελθόν των αυστριακών συμπατριωτών του, οι ήρωές του στοιχειώνονται από την παρουσία του πατριάρχη καθηγητή Γιόζεφ Σούστερ −απόντα, αλλά κυρίαρχα παρόντα− και η σύζυγός του, Χέντβιχ από την ανάμνηση των ιαχών ενθουσιασμού που συνόδευσαν την είσοδο του Χίτλερ, στην πλατεία Ηρώων της αυστριακής πρωτεύουσας. Η πίκρα, η χολή και η απαξίωση του συγγραφέα για τους συμπατριώτες του αποτελούν την πρώτη ύλη ενός λόγου παραληρηματικού, που μέσα από την αφόρητη επαναληπτικότητα και υπο τη μορφή παράλληλων μονολόγων βρίθει από αφορισμούς, καθώς ο Μπέρνχαρντ δε χαρίζεται σε κανέναν: κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, Εκκλησία, βιομηχανία, επιστήμονες και πνευματικοί άνθρωποι, όλοι έχουν τη δική τους βαρύτατη ευθύνη. Το φινάλε μετατίθεται στο πρόσωπο της συζύγου του καθηγητή,όπου με τη δική της κατάρρευση- πνευματική και ψυχική- οριοθετείται η λήξη του έργου. Το ψυχολογικό νόσημα της κυρίας καθηγητού είναι το πολιτικό νόσημα ενός ολόκληρου λαού. Το αμείλικτο κείμενο του συγγραφέα είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου το θέατρο λειτούργησε πράγματι ως μέσο αφύπνισης από τον λήθαργο της καθωσπρέπει αναισθησίας.
Η Υπόθεση
Τη δεκάτη πέμπτη Μαρτίου του 1938, στην Πλατεία Ηρώων (Heldenplatz) της Βιέννης, ο Χίτλερ διακήρυξε την προσάρτηση της Αυστρίας στο Ράιχ, μπροστά σ' ένα πλήθος 200.000 Αυστριακών, οι οποίοι ζητωκραύγαζαν ξέφρενα. Η υπόθεση του δράματος συνδέεται στενά μ' αυτό το γεγονός: Τον Μάρτιο του 1988, ακριβώς πενήντα χρόνια μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Αυστρία, ο Εβραίος καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ αυτοκτονεί πέφτοντας απ' το παράθυρο του διαμερίσματός του στην Πλατεία Ηρώων. Ο αυτόχειρας καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ, δεσποτικός ίσως από μία υπερτροφία του πνεύματος, αλλά και καλλιεργημένος μεγαλοαστός, δεν αντέχει την πίεση και οδηγείται στην έξοδο της ζωής. Ο αδελφός του Ρόμπερτ Σούστερ, φρόντισε ν’ αποτραβηχτεί από το νοσηρό πολιτικό κλίμα της Βιέννης, στο Νοιχάουζ ή στην αφάνεια όπως λέει ο ίδιος, που κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι νεκρός εδώ και χρόνια· «ο αδελφός μου αυτοκτόνησε, εγώ πήγα στο Νόιχαουζ που ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα», λέει υποβάλλοντας εαυτόν σε μία θελημένη απουσία, σε μία αποσύνθεση. Η κύρια καθηγητού τέλος, η πιο διορατική απ’ όλους, αυτή που μισούσε τη Βιέννη και που έβλεπε την απολύτως καταστροφική πολιτική και κοινωνική κατάσταση, πλήρωσε ακριβά την αστάθεια του συζύγου της στο δύσκολο δρόμο της αναζήτησης της ισορροπίας. Ενώ αυτός επιθυμούσε την επιστροφή για να ξαναβρεί τα παιδικά του χρόνια, «εξαιτίας της μουσικής», εκείνη ήταν που του θύμιζε ότι οι Βιεννέζοι είναι όλοι διώκτες των Εβραίων. Αποφασίζει τελικά να επιστρέψει στην Οξφόρδη, ελπίζοντας ότι τα συμπτώματα νευρασθένειας της συζύγου του θα υποχωρήσουν. Έχει προετοιμαστεί λοιπόν γι’ αυτό· πούλησε το σπίτι, ετοίμασαν τις αποσκευές με προορισμό την Οξφόρδη. Πριν το ταξίδι ο καθηγητής αυτοκτονεί πέφτοντας από το παράθυρο του διαμερίσματός του, στην Πλατεία Ηρώων. Γιατί αυτοκτόνησε ο Γιόζεφ Σούστερ; Η Πλατεία Ηρώων οικοδομείται αριστοτεχνικά πάνω σε αυτό το μυστήριο.Ο καθηγητής αυτοκτονεί επειδή αρνείται πεισματικά να λησμονήσει και ίσως υπό το βάρος της συνειδητοποίησης πως η Ιστορία τείνει να επαναληφθεί. «Δεν καταλαβαίνω τα σημεία των καιρών». Αυτός είναι και ο τίτλος του βιβλίου που έγραφε και φυσικά μένει στη μέση. Ο αδελφός του μεταφέρει τα λόγια του: «Περπατώ στην οδό Mariahilfer Straße, ψάχνω την Mariahilfer Straße, είμαι στη Mariahilfer Straße και δεν τη βρίσκω». Ήταν τα τελευταία του λόγια, σαν να είχε φτάσει στο μη περαιτέρω. Αλλά ο Μπέρνχαρντ δεν ενδιαφέρεται να φωτίσει έναν ή περισσότερους λόγους αυτοκτονίας. Ενδιαφέρεται να φωτίσει την ύπαρξη που έχει ως περιεχόμενο την αυτοκτονία. Μία ύπαρξη (Μπέρνχαρντ/Γιόζεφ Σούστερ) που συγκλονίζεται καιγόμενη, εκτοξεύοντας καταγγελίες και κατηγορητήρια για την πολιτική και κοινωνική σύνθεση της χώρας του, της Αυστρίας. Δεν χαρίζεται πουθενά, ούτε ένας κόκκος οίκτου, μία έστω ρανίδα ελέους.
Η παράσταση
Ένα ζευγάρι Εβραίων μεγαλοαστών που βλέπει καθημερινά τη ναζιστική φρίκη να αναβιώνει και να επεκτείνεται ως τυραννίδα του παρόντος, με τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση στην Αυστρία να κυοφορεί άλλο ένα αυγό φιδιού. Μια πλατεία με βαρύ παρελθόν και ένα αστικό σπίτι. Ένα σίδερο που ατμίζει. Ένας μπόγος ρούχα. Αντρικά παπούτσια. Ένας μεγάλος καθρέφτης. Στο κέντρο μια τρύπα. Είναι το χνάρι που άφησε, όταν έπεσε στο κενό από το διαμέρισμά του στην Πλατεία Ηρώων της Βιένης, ένας Εβραίος μεγαλοαστός Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς, πιστώνεται για την καθαρότητα και την σαφήνεια του λόγου, αφού κατάφερε να ακουστεί κάθε λέξη του κειμένου -φαίνεται η λεπτομερής και σχολαστική δουλειά που έχει γίνει - ενώ κάνει ξεκάθαρη την πρόθεση του να μας εντάξει μέσα σε αυτό το τολμηρό έργο θέσης, σαν πολίτες και μέλη της κοινωνίας, που έχουν την ευθύνη των επιλογών και των πράξεων τους.
Η υπονόμευση του απόντα-παρόντα αυτόχειρα,δίνεται με αριστοτεχνικό τρόπο μέσα απο τις πυρετώδεις αφηγήσεις της οικονόμου και των συγγενών του.Η σύνθεση της ψυχολογικής υπόστασης των ηρώων παρουσιάζεται με ζηλευτή ενάργεια, αποτέλεσμα της οποίας είναι τα πρόσωπα πάνω στη σκηνή να μην λειτουργούν μόνο ως δορυφόροι του καθηγητή-συγγραφέα, αλλα να αποτελούν αυτάρκεις υπάρξεις με θέση και λόγο. Η στατική προσέγγιση και η αισθητική δυναμική που επιχειρείται,αποτελούν ,παντως, μια δύσκολη άσκηση τόσο για τους ηθοποιούς, όσο και για τους θεατές.
Το έργο ξεκινάει με την εμμονική οικονόμο του σπιτιού, το πιο κοντινό πρόσωπο του καθηγητή, το δημιούργημά του, την πλατωνική ερωμένη του. Την έχει εκπαιδεύσει σε όλα σχεδόν, από το σιδέρωμα, που γι' αυτόν είναι από τις υψηλότερες τέχνες, μέχρι τον Σπινόζα και τον Ντεκάρτ – είναι η μόνη με την οποία μιλάει για φιλοσοφία. Οι αρχές του και όλα όσα τη δίδαξε την έχουν διαμορφώσει. Η γυναίκα αναπαράγει τη βία που έχει υποστεί από αυτόν και την -επίσης- αυταρχική υπερήλικη μητέρα της, πάνω στη νεότερη υπηρέτρια. Αυτό το ενδιαφέρον σύμπλεγμα, αποδίδεται εξαιρετικά απο την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και την Σύρμω Κεκέ, αντίστοιχα. Η Καραμπέτη ερμηνεύει την οικονόμο Τσίτελ, με σώμα αποχυμωμένο και δύσκαμπτο, λόγο παραληρηματικό, νευρωτικές εξάρσεις, παραδίδοντας μας μια καλοδουλεμένη ερμηνεία, χτίζοντας έναν χαρακτήρα οριακό, αν και η αφήγηση της οικονόμου, ειδικά στις παροξυσμικές της στιγμές, μας καλεί να εστιάσουμε περισσότερο στην θαυμαστή τεχνική της ηθοποιού και λιγότερο στην ουσία των λεγομένων της. Η σκηνική ωριμότητα και το υποκριτικό ταλέντο της Καραμπέτη προσθέτουν έναν ακόμη δύσκολο ρόλο στο ρεπερτόριο της. Δίπλα της η Σύρμω Κεκέ πλάθει με μαεστρία ένα σχεδόν βουβό ρόλο, με το βλέμμα και τη σωματικότητα να υποκαθιστούν επιτυχώς το λόγο.
Ο Χρήστος Στέργιογλου υποδύεται με εξαιρετικό χειρισμό του θεατρικού λόγου, τον αδερφό του καθηγητή που παρόλη την εκ πρώτης όψεως αδιάφορη στάση του, διαθέτει μια εξονυχιστική και αφοριστική ματιά και είναι αυτός που αναλαμβάνει να κατακεραυνώσει το κοινό εκ μέρους του συγγραφέα. Λόγος πυρετικός και πικρός, διασνθισμένος με ιδότυπο χιούμορ, μας εισάγει το μεγαλύτερο μερίδιο της ειρωνικής ματιάς του συγγραφέα. Με μια απαράμιλλη παιγνιώδη τακτική, ο ηθοποιός, αλαφραίνει τις μελαγχολικές κι αβάσταχτες αλήθειες του. Εξαιρετικές στους ρόλους τους, λειτουργώντας αντιστικτικά και οι δυο κόρες Μαρία Σκουλά και Άννα Καλαϊτζίδου. Στην ίδια ερμηνευτική πορεία κινούνται ο Γιώργος Μπινιάρης , συνάδερφός-καθηγητής , ο Παναγιώτης Εξαρχέας, γιος και η Υβόννη Μαλτέζου, η τραγική σύζυγος.
Η σκηνική παρέμβαση που δημιούργησε η Κλειώ Μπομπότη, στήνεται μέσα σε ζεύγη ανδρικών παπουτσιών, άσπρα ανδρικά πουκάμισα, ένα σίδερο που ατμίζει, βαλίτσες, έναν μεγάλο καθρέφτη και μια τρύπα στο κέντρο του πατώματος, το αποτύπωμα που άφησε το σώμα του καθηγητή στο έδαφος, μεταφερμένη μέσα στο σπίτι, σκηνοθετική αδεία, για να υπενθυμίζει το συμβάν, σαν μια λευκή απειλητική ρωγμή που απειλεί να ρουφήξει τους ήρωες και εμάς,αν συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε για τα τεκταινόμενα που συμβαίνουν γύρω μας, για εμάς, αλλά χωρίς εμάς. Το κείμενο του Μπέρνχαρντ, επίκαιρο και δυνατό,ακόμη και όταν βρίσκεται μακριά απο την βιεννέζικη φωλιά του, αφορά, όλους τους λαούς και ιδιάιτερα τους σκεπτόμενους ανθρώπους,των οποίων η μνήμη δεν καταλαγιάζει, αφού σύμφωνα με τον Φρόυντ, είναι άχρονη. Μπορεί εμείς, ως λαός, να μην επευφημήσαμε τον Χίτλερ, τα θέματα όμως της ιστορικής μνήμης, της ενοχής και της ευθύνης μας ως μελών μιας κοινωνίας, που εκλέγει διεφθαρμένους εκπροσώπους, μάς αφορούν σήμερα εξίσου, αν θέλουμε να μην είμαστε «ένας μίζερος θίασος ανόητων κομπάρσων που εμπαίζονται καθημερινά από μια χούφτα πρωταγωνιστές», όπως λέει χαρακτηριστικά στο κείμενο του ο συγγραφέας.
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Ερμηνεύουν οι: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χρήστος Στέργιογλου,
Μαρία Σκουλά, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Μπινιάρης, Άννα Καλαϊτζίδου,
Σύρμω Κεκέ, Παναγιώτης Εξαρχέας
Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»
Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη, τηλ 2108217877
Παραστάσεις: Τετάρτη 8 μ.μ., Πέμπτη & Παρασκευή 8.30 μ.μ.
Σάββατο 9 μ.μ., Κυριακή στις 7 μ.μ.
Τιμές εισητηρίων: 16€ Κανονικό (Τετάρτη-Παρασκευή)
18€ Κανονικό (Σάββατο-Κυριακή), 12€ Φοιτητικό, Ανέργων, ΑΜΕΑ
12€ άνω των 65 ετών (Τε-Παρασκευή)
"Η Πλατεία Ηρώων", το κύκνειο άσμα του Τόμας Μπέρνχαρντ, δίχασε κοινό και κριτικούς όσο κανένα άλλο έργο της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής στον γερμανόφωνο χώρο. O Claus Peymann, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπούργκτεατερ, προσέγγισε τον Μπέρνχαρντ και του ζήτησε να γράψει το έργο, το οποίο θα ανέβαινε στη σκηνή του το φθινόπωρο του 1988, με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων του ιστορικού θεάτρου. Ο Μπέρνχαρντ στην αρχή αρνήθηκε, με τη δικαιολογία ότι δεν γράφει ποτέ έργα κατά παραγγελία, τελικά όμως υπέκυψε στη φορτική πίεση του Πάιμαν και έγραψε το έργο Heldenplatz (Πλατεία Ηρώων). Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1988, όπου 200 αστυνομικοί κύκλωναν τις εισόδους του θεάτρου για να προστατεύσουν τους Μπέρνχαρντ και Πάιμαν, τους ηθοποιούς και τους θεατές. Όταν έπεσε η αυλαία ο Πάιμαν και ο Μπέρνχαρντ ανέβηκαν στη σκηνή πιασμένοι χέρι χέρι σε μία ατμόσφαιρα ολοκληρωτικού χάους. Από τη μία οι οργισμένες αποδοκιμασίες, από την άλλη οι επευφημίες του κοινού συνέθεσαν τον τελικό εικοσάλεπτο επίλογο του έργου. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία δημόσια εμφάνιση του Μπέρνχαρντ, αφού τρεις μήνες μετά την επίσημη πρεμιέρα, αυτός πεθαίνει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στο αγρόκτημά του στο Γκμούντεν της Άνω Αυστρίας.
Ο χρόνος του έργου είναι η μέρα της κηδείας του καθηγητή μαθηματικών Γιόζεφ Σούστερ και ο τόπος είναι το διαμέρισμα της οικογένειας Σούστερ στην Πλατεία Ηρώων. Πιο επίκαιρο από ποτέ, το έργο προφητεύει, με τη γνωστή γοητεία της γραφής του Μπέρνχαρντ, τη σημερινή άνοδο εξτρεμιστικών οργανώσεων, τις πρακτικές φυλετικού διαχωρισμού και εθνικιστικών προκαταλήψεων. Είναι ένα σκληρό, περίπλοκο, πρωτόγονο και αποκαλυπτικά διαυγές κείμενο. Η αριστουργηματική πρώτη σκηνή παίζει με τις απουσίες και τις παρουσίες, με τους ζωντανούς και τους νεκρούς. Αγγίζει το θέμα, αναδεικνύει πτυχές του, τις οριοθετεί, όχι μόνο για να τις καταστήσει σαφείς, αλλά για να ανοίξει τον επόμενο, ευρύτερο κύκλο γεγονότων και πράξεων. Η ματιά ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στον μικρόκοσμο της καθημερινής ζωής των πρωταγωνιστών και τον μακρόκοσμο της ανθρώπινης κατάστασης. Τα πρόσωπα του δράματος δεν έχουν ούτε δίκιο ούτε άδικο, οι ζώντες δεν απαντούν για λογαριασμό των νεκρών. Ο λεκτικός καταιγισμός υπερβαίνει ακόμη και αυτούς τους χαρακτήρες, οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση σοκ. Τα πρόσωπα αυτά, όργανα της φωνής του συγγραφέα, είναι η έκφραση της δυσφορίας του, ο προσωπικός του πόλεμος, η οργή του εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού, του καθολικισμού, του "ψευδοσοσιαλισμού", εναντίον των υπερφίαλων, αγράμματων πολιτικών και των διεφθαρμένων συνδικαλιστών.
Ο Thomas Bernhard γράφει στοιχειωμένος από το φιλοναζιστικό παρόν και παρελθόν των αυστριακών συμπατριωτών του, οι ήρωές του στοιχειώνονται από την παρουσία του πατριάρχη καθηγητή Γιόζεφ Σούστερ −απόντα, αλλά κυρίαρχα παρόντα− και η σύζυγός του, Χέντβιχ από την ανάμνηση των ιαχών ενθουσιασμού που συνόδευσαν την είσοδο του Χίτλερ, στην πλατεία Ηρώων της αυστριακής πρωτεύουσας. Η πίκρα, η χολή και η απαξίωση του συγγραφέα για τους συμπατριώτες του αποτελούν την πρώτη ύλη ενός λόγου παραληρηματικού, που μέσα από την αφόρητη επαναληπτικότητα και υπο τη μορφή παράλληλων μονολόγων βρίθει από αφορισμούς, καθώς ο Μπέρνχαρντ δε χαρίζεται σε κανέναν: κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, Εκκλησία, βιομηχανία, επιστήμονες και πνευματικοί άνθρωποι, όλοι έχουν τη δική τους βαρύτατη ευθύνη. Το φινάλε μετατίθεται στο πρόσωπο της συζύγου του καθηγητή,όπου με τη δική της κατάρρευση- πνευματική και ψυχική- οριοθετείται η λήξη του έργου. Το ψυχολογικό νόσημα της κυρίας καθηγητού είναι το πολιτικό νόσημα ενός ολόκληρου λαού. Το αμείλικτο κείμενο του συγγραφέα είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου το θέατρο λειτούργησε πράγματι ως μέσο αφύπνισης από τον λήθαργο της καθωσπρέπει αναισθησίας.
Η Υπόθεση
Τη δεκάτη πέμπτη Μαρτίου του 1938, στην Πλατεία Ηρώων (Heldenplatz) της Βιέννης, ο Χίτλερ διακήρυξε την προσάρτηση της Αυστρίας στο Ράιχ, μπροστά σ' ένα πλήθος 200.000 Αυστριακών, οι οποίοι ζητωκραύγαζαν ξέφρενα. Η υπόθεση του δράματος συνδέεται στενά μ' αυτό το γεγονός: Τον Μάρτιο του 1988, ακριβώς πενήντα χρόνια μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Αυστρία, ο Εβραίος καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ αυτοκτονεί πέφτοντας απ' το παράθυρο του διαμερίσματός του στην Πλατεία Ηρώων. Ο αυτόχειρας καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ, δεσποτικός ίσως από μία υπερτροφία του πνεύματος, αλλά και καλλιεργημένος μεγαλοαστός, δεν αντέχει την πίεση και οδηγείται στην έξοδο της ζωής. Ο αδελφός του Ρόμπερτ Σούστερ, φρόντισε ν’ αποτραβηχτεί από το νοσηρό πολιτικό κλίμα της Βιέννης, στο Νοιχάουζ ή στην αφάνεια όπως λέει ο ίδιος, που κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι νεκρός εδώ και χρόνια· «ο αδελφός μου αυτοκτόνησε, εγώ πήγα στο Νόιχαουζ που ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα», λέει υποβάλλοντας εαυτόν σε μία θελημένη απουσία, σε μία αποσύνθεση. Η κύρια καθηγητού τέλος, η πιο διορατική απ’ όλους, αυτή που μισούσε τη Βιέννη και που έβλεπε την απολύτως καταστροφική πολιτική και κοινωνική κατάσταση, πλήρωσε ακριβά την αστάθεια του συζύγου της στο δύσκολο δρόμο της αναζήτησης της ισορροπίας. Ενώ αυτός επιθυμούσε την επιστροφή για να ξαναβρεί τα παιδικά του χρόνια, «εξαιτίας της μουσικής», εκείνη ήταν που του θύμιζε ότι οι Βιεννέζοι είναι όλοι διώκτες των Εβραίων. Αποφασίζει τελικά να επιστρέψει στην Οξφόρδη, ελπίζοντας ότι τα συμπτώματα νευρασθένειας της συζύγου του θα υποχωρήσουν. Έχει προετοιμαστεί λοιπόν γι’ αυτό· πούλησε το σπίτι, ετοίμασαν τις αποσκευές με προορισμό την Οξφόρδη. Πριν το ταξίδι ο καθηγητής αυτοκτονεί πέφτοντας από το παράθυρο του διαμερίσματός του, στην Πλατεία Ηρώων. Γιατί αυτοκτόνησε ο Γιόζεφ Σούστερ; Η Πλατεία Ηρώων οικοδομείται αριστοτεχνικά πάνω σε αυτό το μυστήριο.Ο καθηγητής αυτοκτονεί επειδή αρνείται πεισματικά να λησμονήσει και ίσως υπό το βάρος της συνειδητοποίησης πως η Ιστορία τείνει να επαναληφθεί. «Δεν καταλαβαίνω τα σημεία των καιρών». Αυτός είναι και ο τίτλος του βιβλίου που έγραφε και φυσικά μένει στη μέση. Ο αδελφός του μεταφέρει τα λόγια του: «Περπατώ στην οδό Mariahilfer Straße, ψάχνω την Mariahilfer Straße, είμαι στη Mariahilfer Straße και δεν τη βρίσκω». Ήταν τα τελευταία του λόγια, σαν να είχε φτάσει στο μη περαιτέρω. Αλλά ο Μπέρνχαρντ δεν ενδιαφέρεται να φωτίσει έναν ή περισσότερους λόγους αυτοκτονίας. Ενδιαφέρεται να φωτίσει την ύπαρξη που έχει ως περιεχόμενο την αυτοκτονία. Μία ύπαρξη (Μπέρνχαρντ/Γιόζεφ Σούστερ) που συγκλονίζεται καιγόμενη, εκτοξεύοντας καταγγελίες και κατηγορητήρια για την πολιτική και κοινωνική σύνθεση της χώρας του, της Αυστρίας. Δεν χαρίζεται πουθενά, ούτε ένας κόκκος οίκτου, μία έστω ρανίδα ελέους.
Η παράσταση
Ένα ζευγάρι Εβραίων μεγαλοαστών που βλέπει καθημερινά τη ναζιστική φρίκη να αναβιώνει και να επεκτείνεται ως τυραννίδα του παρόντος, με τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση στην Αυστρία να κυοφορεί άλλο ένα αυγό φιδιού. Μια πλατεία με βαρύ παρελθόν και ένα αστικό σπίτι. Ένα σίδερο που ατμίζει. Ένας μπόγος ρούχα. Αντρικά παπούτσια. Ένας μεγάλος καθρέφτης. Στο κέντρο μια τρύπα. Είναι το χνάρι που άφησε, όταν έπεσε στο κενό από το διαμέρισμά του στην Πλατεία Ηρώων της Βιένης, ένας Εβραίος μεγαλοαστός Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς, πιστώνεται για την καθαρότητα και την σαφήνεια του λόγου, αφού κατάφερε να ακουστεί κάθε λέξη του κειμένου -φαίνεται η λεπτομερής και σχολαστική δουλειά που έχει γίνει - ενώ κάνει ξεκάθαρη την πρόθεση του να μας εντάξει μέσα σε αυτό το τολμηρό έργο θέσης, σαν πολίτες και μέλη της κοινωνίας, που έχουν την ευθύνη των επιλογών και των πράξεων τους.
Η υπονόμευση του απόντα-παρόντα αυτόχειρα,δίνεται με αριστοτεχνικό τρόπο μέσα απο τις πυρετώδεις αφηγήσεις της οικονόμου και των συγγενών του.Η σύνθεση της ψυχολογικής υπόστασης των ηρώων παρουσιάζεται με ζηλευτή ενάργεια, αποτέλεσμα της οποίας είναι τα πρόσωπα πάνω στη σκηνή να μην λειτουργούν μόνο ως δορυφόροι του καθηγητή-συγγραφέα, αλλα να αποτελούν αυτάρκεις υπάρξεις με θέση και λόγο. Η στατική προσέγγιση και η αισθητική δυναμική που επιχειρείται,αποτελούν ,παντως, μια δύσκολη άσκηση τόσο για τους ηθοποιούς, όσο και για τους θεατές.
Το έργο ξεκινάει με την εμμονική οικονόμο του σπιτιού, το πιο κοντινό πρόσωπο του καθηγητή, το δημιούργημά του, την πλατωνική ερωμένη του. Την έχει εκπαιδεύσει σε όλα σχεδόν, από το σιδέρωμα, που γι' αυτόν είναι από τις υψηλότερες τέχνες, μέχρι τον Σπινόζα και τον Ντεκάρτ – είναι η μόνη με την οποία μιλάει για φιλοσοφία. Οι αρχές του και όλα όσα τη δίδαξε την έχουν διαμορφώσει. Η γυναίκα αναπαράγει τη βία που έχει υποστεί από αυτόν και την -επίσης- αυταρχική υπερήλικη μητέρα της, πάνω στη νεότερη υπηρέτρια. Αυτό το ενδιαφέρον σύμπλεγμα, αποδίδεται εξαιρετικά απο την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και την Σύρμω Κεκέ, αντίστοιχα. Η Καραμπέτη ερμηνεύει την οικονόμο Τσίτελ, με σώμα αποχυμωμένο και δύσκαμπτο, λόγο παραληρηματικό, νευρωτικές εξάρσεις, παραδίδοντας μας μια καλοδουλεμένη ερμηνεία, χτίζοντας έναν χαρακτήρα οριακό, αν και η αφήγηση της οικονόμου, ειδικά στις παροξυσμικές της στιγμές, μας καλεί να εστιάσουμε περισσότερο στην θαυμαστή τεχνική της ηθοποιού και λιγότερο στην ουσία των λεγομένων της. Η σκηνική ωριμότητα και το υποκριτικό ταλέντο της Καραμπέτη προσθέτουν έναν ακόμη δύσκολο ρόλο στο ρεπερτόριο της. Δίπλα της η Σύρμω Κεκέ πλάθει με μαεστρία ένα σχεδόν βουβό ρόλο, με το βλέμμα και τη σωματικότητα να υποκαθιστούν επιτυχώς το λόγο.
Ο Χρήστος Στέργιογλου υποδύεται με εξαιρετικό χειρισμό του θεατρικού λόγου, τον αδερφό του καθηγητή που παρόλη την εκ πρώτης όψεως αδιάφορη στάση του, διαθέτει μια εξονυχιστική και αφοριστική ματιά και είναι αυτός που αναλαμβάνει να κατακεραυνώσει το κοινό εκ μέρους του συγγραφέα. Λόγος πυρετικός και πικρός, διασνθισμένος με ιδότυπο χιούμορ, μας εισάγει το μεγαλύτερο μερίδιο της ειρωνικής ματιάς του συγγραφέα. Με μια απαράμιλλη παιγνιώδη τακτική, ο ηθοποιός, αλαφραίνει τις μελαγχολικές κι αβάσταχτες αλήθειες του. Εξαιρετικές στους ρόλους τους, λειτουργώντας αντιστικτικά και οι δυο κόρες Μαρία Σκουλά και Άννα Καλαϊτζίδου. Στην ίδια ερμηνευτική πορεία κινούνται ο Γιώργος Μπινιάρης , συνάδερφός-καθηγητής , ο Παναγιώτης Εξαρχέας, γιος και η Υβόννη Μαλτέζου, η τραγική σύζυγος.
Η σκηνική παρέμβαση που δημιούργησε η Κλειώ Μπομπότη, στήνεται μέσα σε ζεύγη ανδρικών παπουτσιών, άσπρα ανδρικά πουκάμισα, ένα σίδερο που ατμίζει, βαλίτσες, έναν μεγάλο καθρέφτη και μια τρύπα στο κέντρο του πατώματος, το αποτύπωμα που άφησε το σώμα του καθηγητή στο έδαφος, μεταφερμένη μέσα στο σπίτι, σκηνοθετική αδεία, για να υπενθυμίζει το συμβάν, σαν μια λευκή απειλητική ρωγμή που απειλεί να ρουφήξει τους ήρωες και εμάς,αν συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε για τα τεκταινόμενα που συμβαίνουν γύρω μας, για εμάς, αλλά χωρίς εμάς. Το κείμενο του Μπέρνχαρντ, επίκαιρο και δυνατό,ακόμη και όταν βρίσκεται μακριά απο την βιεννέζικη φωλιά του, αφορά, όλους τους λαούς και ιδιάιτερα τους σκεπτόμενους ανθρώπους,των οποίων η μνήμη δεν καταλαγιάζει, αφού σύμφωνα με τον Φρόυντ, είναι άχρονη. Μπορεί εμείς, ως λαός, να μην επευφημήσαμε τον Χίτλερ, τα θέματα όμως της ιστορικής μνήμης, της ενοχής και της ευθύνης μας ως μελών μιας κοινωνίας, που εκλέγει διεφθαρμένους εκπροσώπους, μάς αφορούν σήμερα εξίσου, αν θέλουμε να μην είμαστε «ένας μίζερος θίασος ανόητων κομπάρσων που εμπαίζονται καθημερινά από μια χούφτα πρωταγωνιστές», όπως λέει χαρακτηριστικά στο κείμενο του ο συγγραφέας.
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Ερμηνεύουν οι: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χρήστος Στέργιογλου,
Μαρία Σκουλά, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Μπινιάρης, Άννα Καλαϊτζίδου,
Σύρμω Κεκέ, Παναγιώτης Εξαρχέας
Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»
Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη, τηλ 2108217877
Παραστάσεις: Τετάρτη 8 μ.μ., Πέμπτη & Παρασκευή 8.30 μ.μ.
Σάββατο 9 μ.μ., Κυριακή στις 7 μ.μ.
Τιμές εισητηρίων: 16€ Κανονικό (Τετάρτη-Παρασκευή)
18€ Κανονικό (Σάββατο-Κυριακή), 12€ Φοιτητικό, Ανέργων, ΑΜΕΑ
12€ άνω των 65 ετών (Τε-Παρασκευή)