Κι έτσι εγώ, μόνος, παίζω πολλά πρόσωπα και ούτ’ ένα απ’ τα πολλά ευχαριστημένο. Καμιά φορά είμαι βασιλιάς, και τότε ή προδοσία με κάνει να ποθώ τη ζωή του ζητιάνου. Γίνομαι ζητιάνος, κι η ανυπόφορη στέρηση με πείθει πως πιο καλά ήμουν βασιλιάς. Και να: ξαναφορώ το στέμμα. Μα σε λίγο, θυμάμαι πώς μου το ‘χει πάρει ο Μπόλιμπροκ, κι ευθύς δεν είμαι τίποτα. Όμως ό,τι κι αν είμαι, μήτε εγώ, μήτε κανένας άνθρωπος ποτέ, θα ‘ναι ευχαριστημένος από τίποτα, ώσπου να βρει την ησυχία του, βλέποντας πως τίποτα δεν είναι. -Ριχάρδος ο Β' Σαίξπηρ.
Το Rēs Ratio Network παρουσιάζει στο Θέατρο Ροές την τέταρτη σκηνοθετική δουλειά της Έφης Μπίρμπα, Ριχάρδος Β’, βασισμένη στο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Έργο γραμμένο το 1595 που πρωτοπαίχτηκε το 1596, ο Ριχάρδος ο Β' περιέχει όλα τα στοιχεία των άρτιων ιστορικών δραμάτων του Σαίξπηρ:καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες, εις βάθος ανάλυση ψυχικών καταστάσεων, αφθονία ποιητικών στοιχείων. Το δράμα πραγματεύεται το γνωστό θέμα της αρπαγής της εξουσίας και στη συνέχεια της προσπάθειας του ηγεμόνα να κρατηθεί στο ύπατο αξίωμα. Ο Ριχάρδος ο Β' είναι βασισμένος σε στοιχεία που ο Σαίξπηρ βρήκε σε χρονικογράφους και παλαιότερα θεατρικά έργα. Ο ήρωάς του, ο βασιλιάς Ριχάρδος, είναι ο μεσαιωνικός μονάρχης που ξυπνάει από το λήθαργό του όταν συνειδητοποιεί ότι του αφαιρείται η κοσμική εξουσία που είχε στηρίξει στη δήθεν «θεία βούληση». Την αντίληψη αυτή στηλιτεύει ο Σαίξπηρ που ευαγγελίζεται και προσδοκά την Αναγέννηση όχι μόνο στις ιδέες αλλά και στις ανθρώπινες αξίες.
Η ιστορία
Ο Ριχάρδος Β' ήταν γιος του Εδουάρδου του μαύρου πρίγκηπα και της Ιωάννας του Κεντ, διάδοχος του παππού του, βασιλιά Εδουάρδου Γ΄ σε ηλικία 10 ετών. Κατά την διάρκεια που ήταν ανήλικος, την αντιβασιλεία ασκούσε ο θείος του, Ιωάννης της Γάνδης. Σταδιακά άρχισε να γίνεται αντιπαθητικός στον Αγγλικό λαό και την αριστοκρατία. Δεν είχε διπλωματικές ικανότητες συνδιαλλαγής, κάτι που τον οδήγησε στην πτώση του, το 1399. Όταν ο Ριχάρδος πήρε την ολοκληρωτική διακυβέρνηση στα χέρια του, διόρισε σε κυβερνητικές θέσεις ευγενείς, οι οποίοι αργότερα θα συνωμοτήσουν προκαλώντας την ανατροπή του. Είχε μια ιδέα για θεία προέλευση της βασιλείας, κάτι που τον έκανε να δίνει κολακευτικά υπερβολικούς τίτλους για το πρόσωπο του, να ντύνεται μεγαλοπρεπώς και να φοράει όλη μέρα το στέμμα. Σε αντίθεση με την δειλή εξωτερική του πολιτική, στο εσωτερικό φάνηκε σκληρός απέναντι σε όσους τολμούσαν να αμφισβητήσουν την ανωτερότητα του. Μετά τον θάνατο του θείου του, Ιωάννη της Γάνδης, ο γιος του, Ερρίκος, προέβαλε σαν ένας από τους ισχυρότερους διεκδικητές του θρόνου μετά τον θάνατο του άτεκνου Ριχάρδου, κάτι που έκανε τον Ριχάρδο να δημεύσει την τεράστια περιουσία του. Δικαιολογημένα εξοργισμένος ο Ερρίκος συγκέντρωσε στρατό με την βοήθεια του Γάλλου βασιλιά και εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Ριχάρδου σε μια εκστρατεία του στην Ιρλανδία. Αρχικά απαίτησε τους τίτλους και την περιουσία που δικαιωματικά του ανήκαν, αλλά όταν επέστρεψε ο Ριχάρδος στην Αγγλία τεράστιο κύμα λαϊκής οργής ξεσηκώθηκε εναντίον του. Συνελήφθη εύκολα στο κάστρο του Φλιντ στην Ουαλία και μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, όπου το εξοργισμένο εναντίον του πλήθος προσπάθησε να τον δολοφονήσει πετώντας του απορρίμματα. Τελικά φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή.
Η ιστορία του βασιλιά που «πρέπει»..
«Η λέξη "πρέπει" δεν αρμόζει σε βασιλείς». Υπάρχει ένα περίφημο ιστορικό ανέκδοτο που θέλει τη βασίλισσα Ελισάβετ (της δυναστείας των Τυδώρ) ξαπλωμένη στη νεκρική της κλίνη να εκστομίζει αυτόν τον τελευταίο αφορισμό έναν αφορισμό που κατανοούμε ακόμη καλύτερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι την εποχή εκείνη ο ανώτατος άρχοντας της χώρας είχε το θεϊκό χρίσμα. Η ιστορία του Ριχάρδου Β', όπως την προσέγγισε ο Σαίξπηρ, είναι η ιστορία του βασιλιά που «πρέπει». Ο Ριχάρδος πρέπει να εγκαταλείψει το αξίωμά του. Πρέπει να παραδώσει το στέμμα του στον σφετεριστή Μπόλινμπροουκ (και μετέπειτα βασιλιά Ερρίκο Δ'). Δεν έχει άλλη επιλογή: ο αντίπαλος υπερτερεί στρατιωτικά και πολιτικά. Ο Ριχάρδος πρέπει να πάψει να είναι βασιλιάς. Πρέπει να πάψει να είναι αυτό που ήταν ολόκληρη τη ζωή του: να αποποιηθεί τον τίτλο που του έδινε λόγο ύπαρξης, που ήταν η ίδια του η ύπαρξη. «Είσαι πρόθυμος να παραδώσεις το στέμμα;» τον ρωτάει ο Μπόλινμπροουκ. «Ναι, όχι· όχι, ναι· γιατί πρέπει να γίνω τίποτα».
Ο Ριχάρδος ξέρει ότι πρέπει να υποχωρήσει, ότι η ήττα του είναι αναπόφευκτη και ότι τη θέση του που του ανήκε κληρονομικά από τη στιγμή της γέννησής του πρέπει να πάρει κάποιος άλλος. Η γνώση αυτή όμως δεν τον απελευθερώνει. Αντιθέτως τον οδηγεί στην οδυνηρή αμφισβήτηση της ταυτότητάς του: «Δεν έχω όνομα, δεν έχω τίτλο»: αν δεν είναι βασιλιάς, πώς μπορεί να είναι ο Ριχάρδος; Και όταν αργότερα, έχοντας παραδώσει το στέμμα, κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέφτη, αναρωτιέται: «Αυτό το πρόσωπο ήταν άραγε το πρόσωπο / Που κάθε μέρα κάτω από τη στέγη του / Κρατούσε δέκα χιλιάδες άνδρες; Αυτό ήταν το πρόσωπο / Που σαν τον ήλιο έκανε όσους τον κοιτούσαν να κλείνουν τα μάτια;». Ο Ριχάρδος δίνει ποιητική διάσταση στο μαρτύριό του μέσα από τις περίτεχνες μεταφορές που κατασκευάζει ασταμάτητα επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Νίτσε ότι η ανάγκη της μεταφοράς είναι η ανάγκη να βρεθείς κάπου αλλού. Η ομορφιά των λεκτικών εικόνων του μετέωρου βασιλιά διαλύει κάθε υπόνοια μίζερου ή άσκοπου αυτομαστιγώματος προς χάριν εκμαίευσης της συμπάθειάς μας. Ο Ριχάρδος κερδίζει τελικά τον θαυμασμό μας: αν προκαλεί τη συγκίνησή μας δεν είναι τόσο επειδή βρέθηκε ξαφνικά απογυμνωμένος από το αξίωμά του, αλλά επειδή νιώθουμε ολοένα και πιο έντονα πόσο άδικο είναι μια φύση τόσο προικισμένη να αναγκάζεται να υποκύψει στην πολιτική αναγκαιότητα.
Η Παράσταση
Η Έφη Μπίρμπα, μετά τον Σωσία και τα Ωραία χέρια μας, σκηνοθετεί τον Ριχάρδο Β’ στο θέατρο Ροές. Με τον Άρη Σερβετάλη στον κεντρικό ρόλο διερευνεί σκηνικά τον μέγα μηχανισμό της Ιστορίας, που με μοχλό τον πόθο της εξουσίας αποδεικνύεται μοιραίος για τους ανθρώπους που έχουν ή θέλουν την εξουσία. Το σκηνικό κείμενο βασίζεται στο έργο του Σαίξπηρ και επιτυχάνει εύστοχα να μας παρουσιάσει την τραγικότητα της απογύμνωσης του βασιλιά από κάθε αυταπάτη, την εκθρόνιση του προσώπου από τον τίτλο του και στον συνειδησιακό σεισμό που έπεται. Ο βασιλιάς ως ιερό πρόσωπο, που φωτίζει τους δορυφόρους του –τους υπηκόους, τους κόλακες, τους σφετεριστές του θρόνου– τα γρανάζια του Μεγάλου Μηχανισμού της Ιστορίας, διαγράφοντας την πορεία του προς το Πάθος. Ο βασιλιάς Ριχάρδος κρημνίζεται από τις παραδοχές που συγκροτούν την εικόνα του, την ταύτιση με το ιερό και την αναμφισβήτητη αίγλη του προσώπου. Η εικαστική πρόταση της δημιουργού, αποτελεί μια καλαίσθητη και κυρίως μια ψυχαναλυτική ματιά πάνω στη μεθυστική δύναμη της εξουσίας, στην διαβρωτική και ύπουλη επιρροή της κολακείας, στην εσωτερική κατάρρευση, όταν η ιδιότητα γίνεται αυτοκοπός ζωής και τέλος στο ανθρώπινο μεγαλείο που ωθεί τον άνθρωπο να επαναπροσδιοριστεί, να συναντηθεί ξανά με τον εαυτό του, την αλήθεια του. Η βασιλεία ως κατασκευή, ως πηλός που πλάθεται με τα χέρια και σχηματοποιείται ως σφαίρα, μια ευπαθής Globus Crusinger, κατακλύζει τη θεατρική σκηνή, όπου όλα είναι ρευστά, εύπλαστα, απο χέρια δυνατά η μη, φωτίζοντας την συνθήκη της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της επώδυνης και μοιραίας κενοδοξίας, που κυριεύει τα ανθρώπινα όντα. Ένας πράσινος λόφος χωρίζει τον βασιλιά απο τους κοινούς θνητούς, οριοθετεί την εξουσία του, ύψωμα επίπλαστο, που αποδεικνύεται ότι εύκολα μπορεί να καταπατηθεί, όπως έχει γίνει πολλάκις, ανά τους αιώνες. Τα όμορφα χαλιά, που εκπροσωπούν την βασιλική εξουσία, γρήγορα δίνουν τη θέση τους στο απογυμνωμένο δάπεδο, που στερείται ευγενικό πλούτο, οι κόλακες δένουν με δεσμά δυνατά και άκαμπτα, κινώντας αόρατα τα νήματα, ματατρέποντας τους ανθρώπους της εξουσίας, σε αχυράνθρώπους της. Ωραία και καίρια, σε όλη της την έκφανση σκηνογραφία και κίνηση, που βοηθά να αντιληφθούμε τις ψυχολογικές προεκτάσεις των διαδραματιζόμενων πράξεων. Τα κοστούμια δένουν με τα πρόσωπα, αναδεικνύοντας το ρόλο και την ιδιότητα του καθε χαρακτήρα.
Ο Άρης Σερβετάλης υποδύεται τον φιλήδονο, φιλάρεσκο βασιλιά. Η φωνή και η άρθρωση του καθαρή, η χάρη της μανιέρας περισσή. Ο Ριχάρδος του λατρεύει την εικόνα του, μας γοητεύει ακόμη και όταν συμπεριφέρεται απωθητικά, εφόσον ξέρει να τακτοποιεί τα πάντα με ένα νεύμα. Ο ηθοποιός ξέρει όμως πότε να παραμερίσει τον ηθοποιό Ριχάρδο, πότε πρέπει να ρίξει τη μάσκα η καλύτερα, πότε να την αφήσει να πέσει, φυσικά. Στην τελευταία σκηνή, ταπεινωμένος παραδίδει τον τελευταίο μονόλογό του: και εκεί αναδύεται για μια στιγμή μονάχα, λίγα λεπτά πριν από τη δολοφονία του ο ανθρώπινος σπαραγμός ενός συντετριμμένου βασιλιά. Ο Σερβετάλης είναι απόλυτα δοσμένος στο ρόλο του συμπονεί, κατανοεί τον τραγικό βασιλιά, τον οδηγεί στην τελική κατάρρευση, μέσα απο την λάμψη του τίτλου και της εξουσίας, που όταν αυτά αρχίζουν σταδιακά να θαμπώνουν, διακρίνεις τον πραγματικό εαυτό του και την λάμψη του που είναι πιο δυνατή, απ' ό,τι όταν ήταν βασιλιάς.
Σε αυτή την παράσταση πέντε ηθοποιοί καλούνται να μας μεταγγίσουν το πνεύμα του συγγραφέα. Με χειρουργικές παρεμβάσεις στο κείμενο, οι ρόλοι αποδομούνται απεκδυόμενοι το σχήμα, τον λόγο αλλά και το φύλο τους και λειτουργούν ως αντανάκλαση του θεατή. Ο βασιλιάς, ο διεκδικητής, ο κόλακας, ο λαός, μια εναλλασσόμενη πάλη που μαίνεται διαχρονικά και καθορίζει το ρου της ιστορίας, σε διαφορετικές- ανά εποχή- απεικονίσεις. Ο λόγος εκφέρεται με χαμηλόφωνο τονισμό, όπως ακριβώς και οι μηχανισμοί της εξουσίας κινούνται υπόγεια και ύπουλα, χωρις σχεδόν κανείς να αντιλαμβάνεται το παραμικρό, εως ότου είναι πολύ αργά. Αυτό δημιούργησε κάποιο θέμα στη ροή της παράστασης, αφού η άρθρωση στους δευτερεύοντες ρόλους (Νίκος Καμόντος, Αχιλλέας Χαρίσκος) κατέστη προβληματική, σε κάποιες σκηνές δεν ακούγονταν τα λόγια καθαρά. Καλοί: στο ρόλο του Μόλιμπρουκ, ο Ερμής Μαλκότσης και η Ιωάννα Τουμπακάρη, τόσο με τον λόγο, όσο και την κίνηση της. Εν κατακλείδι, μια παράσταση καλοδουλεμένη, που φώτισε καίρια και μετέφερε ατόφια το νόημα του κειμένου, προσφέροντας μας συνάμα μια άκρως ατμοσφαιρική και καλαίσθητη σκηνική πρόταση, που δεν ξέφυγε λεπτό απο το αρχικό ζητούμενο: το νόημα που κρύβει ο κάθε μεγάλος συγγραφέας, πίσω απο τις γραμμές του κειμένου του.
Σύλληψη, σκηνοθεσία, σκηνογραφία, κοστούμια: Έφη Μπίρμπα
Καλλιτεχνικός συνεργάτης-επιμέλεια κειμένων: Μιχαήλα Πλιαπλιά
Καλλιτεχνικός συνεργάτης-επιμέλεια σκηνικών και κοστουμιών: Αλέγια Παπαγεωργίου
Καλλιτεχνικός συνεργάτης-Ειδικές κατασκευές σκηνογραφίας: Σωκράτης Παπαδόπουλος
Φωνητική διδασκαλία: Αθηνά Τρέβλια
Φωτισμοί: Θύμιος Μπακατάκης
Ηχητικός σχεδιασμός: Coti K.
Ερμηνευτές: Άρης Σερβετάλης, Νίκος Καμόντος, Ερμής Μαλκότσης,
Ιωάννα Τουμπακάρη, Αχιλλέας Χαρίσκος
Θέατρο Ροές, Ιάκχου 16, Γκάζι
Διάρκεια: έως 29 Ιανουαρίου 2017
Τετάρτη έως Κυριακή στις 21:00
Εισιτήρια: Πέμπτη ως Κυριακή Τιμή γενικού εισιτηρίου 17€, Φοιτητικό 12€,
Άνεργοι-Ατέλεια 10€. Κάθε Τετάρτη Ενιαίο προνομιακό εισιτήριο 10€
Η ιστορία
Ο Ριχάρδος Β' ήταν γιος του Εδουάρδου του μαύρου πρίγκηπα και της Ιωάννας του Κεντ, διάδοχος του παππού του, βασιλιά Εδουάρδου Γ΄ σε ηλικία 10 ετών. Κατά την διάρκεια που ήταν ανήλικος, την αντιβασιλεία ασκούσε ο θείος του, Ιωάννης της Γάνδης. Σταδιακά άρχισε να γίνεται αντιπαθητικός στον Αγγλικό λαό και την αριστοκρατία. Δεν είχε διπλωματικές ικανότητες συνδιαλλαγής, κάτι που τον οδήγησε στην πτώση του, το 1399. Όταν ο Ριχάρδος πήρε την ολοκληρωτική διακυβέρνηση στα χέρια του, διόρισε σε κυβερνητικές θέσεις ευγενείς, οι οποίοι αργότερα θα συνωμοτήσουν προκαλώντας την ανατροπή του. Είχε μια ιδέα για θεία προέλευση της βασιλείας, κάτι που τον έκανε να δίνει κολακευτικά υπερβολικούς τίτλους για το πρόσωπο του, να ντύνεται μεγαλοπρεπώς και να φοράει όλη μέρα το στέμμα. Σε αντίθεση με την δειλή εξωτερική του πολιτική, στο εσωτερικό φάνηκε σκληρός απέναντι σε όσους τολμούσαν να αμφισβητήσουν την ανωτερότητα του. Μετά τον θάνατο του θείου του, Ιωάννη της Γάνδης, ο γιος του, Ερρίκος, προέβαλε σαν ένας από τους ισχυρότερους διεκδικητές του θρόνου μετά τον θάνατο του άτεκνου Ριχάρδου, κάτι που έκανε τον Ριχάρδο να δημεύσει την τεράστια περιουσία του. Δικαιολογημένα εξοργισμένος ο Ερρίκος συγκέντρωσε στρατό με την βοήθεια του Γάλλου βασιλιά και εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Ριχάρδου σε μια εκστρατεία του στην Ιρλανδία. Αρχικά απαίτησε τους τίτλους και την περιουσία που δικαιωματικά του ανήκαν, αλλά όταν επέστρεψε ο Ριχάρδος στην Αγγλία τεράστιο κύμα λαϊκής οργής ξεσηκώθηκε εναντίον του. Συνελήφθη εύκολα στο κάστρο του Φλιντ στην Ουαλία και μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, όπου το εξοργισμένο εναντίον του πλήθος προσπάθησε να τον δολοφονήσει πετώντας του απορρίμματα. Τελικά φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή.
Η ιστορία του βασιλιά που «πρέπει»..
«Η λέξη "πρέπει" δεν αρμόζει σε βασιλείς». Υπάρχει ένα περίφημο ιστορικό ανέκδοτο που θέλει τη βασίλισσα Ελισάβετ (της δυναστείας των Τυδώρ) ξαπλωμένη στη νεκρική της κλίνη να εκστομίζει αυτόν τον τελευταίο αφορισμό έναν αφορισμό που κατανοούμε ακόμη καλύτερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι την εποχή εκείνη ο ανώτατος άρχοντας της χώρας είχε το θεϊκό χρίσμα. Η ιστορία του Ριχάρδου Β', όπως την προσέγγισε ο Σαίξπηρ, είναι η ιστορία του βασιλιά που «πρέπει». Ο Ριχάρδος πρέπει να εγκαταλείψει το αξίωμά του. Πρέπει να παραδώσει το στέμμα του στον σφετεριστή Μπόλινμπροουκ (και μετέπειτα βασιλιά Ερρίκο Δ'). Δεν έχει άλλη επιλογή: ο αντίπαλος υπερτερεί στρατιωτικά και πολιτικά. Ο Ριχάρδος πρέπει να πάψει να είναι βασιλιάς. Πρέπει να πάψει να είναι αυτό που ήταν ολόκληρη τη ζωή του: να αποποιηθεί τον τίτλο που του έδινε λόγο ύπαρξης, που ήταν η ίδια του η ύπαρξη. «Είσαι πρόθυμος να παραδώσεις το στέμμα;» τον ρωτάει ο Μπόλινμπροουκ. «Ναι, όχι· όχι, ναι· γιατί πρέπει να γίνω τίποτα».
Ο Ριχάρδος ξέρει ότι πρέπει να υποχωρήσει, ότι η ήττα του είναι αναπόφευκτη και ότι τη θέση του που του ανήκε κληρονομικά από τη στιγμή της γέννησής του πρέπει να πάρει κάποιος άλλος. Η γνώση αυτή όμως δεν τον απελευθερώνει. Αντιθέτως τον οδηγεί στην οδυνηρή αμφισβήτηση της ταυτότητάς του: «Δεν έχω όνομα, δεν έχω τίτλο»: αν δεν είναι βασιλιάς, πώς μπορεί να είναι ο Ριχάρδος; Και όταν αργότερα, έχοντας παραδώσει το στέμμα, κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέφτη, αναρωτιέται: «Αυτό το πρόσωπο ήταν άραγε το πρόσωπο / Που κάθε μέρα κάτω από τη στέγη του / Κρατούσε δέκα χιλιάδες άνδρες; Αυτό ήταν το πρόσωπο / Που σαν τον ήλιο έκανε όσους τον κοιτούσαν να κλείνουν τα μάτια;». Ο Ριχάρδος δίνει ποιητική διάσταση στο μαρτύριό του μέσα από τις περίτεχνες μεταφορές που κατασκευάζει ασταμάτητα επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Νίτσε ότι η ανάγκη της μεταφοράς είναι η ανάγκη να βρεθείς κάπου αλλού. Η ομορφιά των λεκτικών εικόνων του μετέωρου βασιλιά διαλύει κάθε υπόνοια μίζερου ή άσκοπου αυτομαστιγώματος προς χάριν εκμαίευσης της συμπάθειάς μας. Ο Ριχάρδος κερδίζει τελικά τον θαυμασμό μας: αν προκαλεί τη συγκίνησή μας δεν είναι τόσο επειδή βρέθηκε ξαφνικά απογυμνωμένος από το αξίωμά του, αλλά επειδή νιώθουμε ολοένα και πιο έντονα πόσο άδικο είναι μια φύση τόσο προικισμένη να αναγκάζεται να υποκύψει στην πολιτική αναγκαιότητα.
Η Παράσταση
Η Έφη Μπίρμπα, μετά τον Σωσία και τα Ωραία χέρια μας, σκηνοθετεί τον Ριχάρδο Β’ στο θέατρο Ροές. Με τον Άρη Σερβετάλη στον κεντρικό ρόλο διερευνεί σκηνικά τον μέγα μηχανισμό της Ιστορίας, που με μοχλό τον πόθο της εξουσίας αποδεικνύεται μοιραίος για τους ανθρώπους που έχουν ή θέλουν την εξουσία. Το σκηνικό κείμενο βασίζεται στο έργο του Σαίξπηρ και επιτυχάνει εύστοχα να μας παρουσιάσει την τραγικότητα της απογύμνωσης του βασιλιά από κάθε αυταπάτη, την εκθρόνιση του προσώπου από τον τίτλο του και στον συνειδησιακό σεισμό που έπεται. Ο βασιλιάς ως ιερό πρόσωπο, που φωτίζει τους δορυφόρους του –τους υπηκόους, τους κόλακες, τους σφετεριστές του θρόνου– τα γρανάζια του Μεγάλου Μηχανισμού της Ιστορίας, διαγράφοντας την πορεία του προς το Πάθος. Ο βασιλιάς Ριχάρδος κρημνίζεται από τις παραδοχές που συγκροτούν την εικόνα του, την ταύτιση με το ιερό και την αναμφισβήτητη αίγλη του προσώπου. Η εικαστική πρόταση της δημιουργού, αποτελεί μια καλαίσθητη και κυρίως μια ψυχαναλυτική ματιά πάνω στη μεθυστική δύναμη της εξουσίας, στην διαβρωτική και ύπουλη επιρροή της κολακείας, στην εσωτερική κατάρρευση, όταν η ιδιότητα γίνεται αυτοκοπός ζωής και τέλος στο ανθρώπινο μεγαλείο που ωθεί τον άνθρωπο να επαναπροσδιοριστεί, να συναντηθεί ξανά με τον εαυτό του, την αλήθεια του. Η βασιλεία ως κατασκευή, ως πηλός που πλάθεται με τα χέρια και σχηματοποιείται ως σφαίρα, μια ευπαθής Globus Crusinger, κατακλύζει τη θεατρική σκηνή, όπου όλα είναι ρευστά, εύπλαστα, απο χέρια δυνατά η μη, φωτίζοντας την συνθήκη της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της επώδυνης και μοιραίας κενοδοξίας, που κυριεύει τα ανθρώπινα όντα. Ένας πράσινος λόφος χωρίζει τον βασιλιά απο τους κοινούς θνητούς, οριοθετεί την εξουσία του, ύψωμα επίπλαστο, που αποδεικνύεται ότι εύκολα μπορεί να καταπατηθεί, όπως έχει γίνει πολλάκις, ανά τους αιώνες. Τα όμορφα χαλιά, που εκπροσωπούν την βασιλική εξουσία, γρήγορα δίνουν τη θέση τους στο απογυμνωμένο δάπεδο, που στερείται ευγενικό πλούτο, οι κόλακες δένουν με δεσμά δυνατά και άκαμπτα, κινώντας αόρατα τα νήματα, ματατρέποντας τους ανθρώπους της εξουσίας, σε αχυράνθρώπους της. Ωραία και καίρια, σε όλη της την έκφανση σκηνογραφία και κίνηση, που βοηθά να αντιληφθούμε τις ψυχολογικές προεκτάσεις των διαδραματιζόμενων πράξεων. Τα κοστούμια δένουν με τα πρόσωπα, αναδεικνύοντας το ρόλο και την ιδιότητα του καθε χαρακτήρα.
Ο Άρης Σερβετάλης υποδύεται τον φιλήδονο, φιλάρεσκο βασιλιά. Η φωνή και η άρθρωση του καθαρή, η χάρη της μανιέρας περισσή. Ο Ριχάρδος του λατρεύει την εικόνα του, μας γοητεύει ακόμη και όταν συμπεριφέρεται απωθητικά, εφόσον ξέρει να τακτοποιεί τα πάντα με ένα νεύμα. Ο ηθοποιός ξέρει όμως πότε να παραμερίσει τον ηθοποιό Ριχάρδο, πότε πρέπει να ρίξει τη μάσκα η καλύτερα, πότε να την αφήσει να πέσει, φυσικά. Στην τελευταία σκηνή, ταπεινωμένος παραδίδει τον τελευταίο μονόλογό του: και εκεί αναδύεται για μια στιγμή μονάχα, λίγα λεπτά πριν από τη δολοφονία του ο ανθρώπινος σπαραγμός ενός συντετριμμένου βασιλιά. Ο Σερβετάλης είναι απόλυτα δοσμένος στο ρόλο του συμπονεί, κατανοεί τον τραγικό βασιλιά, τον οδηγεί στην τελική κατάρρευση, μέσα απο την λάμψη του τίτλου και της εξουσίας, που όταν αυτά αρχίζουν σταδιακά να θαμπώνουν, διακρίνεις τον πραγματικό εαυτό του και την λάμψη του που είναι πιο δυνατή, απ' ό,τι όταν ήταν βασιλιάς.
Σε αυτή την παράσταση πέντε ηθοποιοί καλούνται να μας μεταγγίσουν το πνεύμα του συγγραφέα. Με χειρουργικές παρεμβάσεις στο κείμενο, οι ρόλοι αποδομούνται απεκδυόμενοι το σχήμα, τον λόγο αλλά και το φύλο τους και λειτουργούν ως αντανάκλαση του θεατή. Ο βασιλιάς, ο διεκδικητής, ο κόλακας, ο λαός, μια εναλλασσόμενη πάλη που μαίνεται διαχρονικά και καθορίζει το ρου της ιστορίας, σε διαφορετικές- ανά εποχή- απεικονίσεις. Ο λόγος εκφέρεται με χαμηλόφωνο τονισμό, όπως ακριβώς και οι μηχανισμοί της εξουσίας κινούνται υπόγεια και ύπουλα, χωρις σχεδόν κανείς να αντιλαμβάνεται το παραμικρό, εως ότου είναι πολύ αργά. Αυτό δημιούργησε κάποιο θέμα στη ροή της παράστασης, αφού η άρθρωση στους δευτερεύοντες ρόλους (Νίκος Καμόντος, Αχιλλέας Χαρίσκος) κατέστη προβληματική, σε κάποιες σκηνές δεν ακούγονταν τα λόγια καθαρά. Καλοί: στο ρόλο του Μόλιμπρουκ, ο Ερμής Μαλκότσης και η Ιωάννα Τουμπακάρη, τόσο με τον λόγο, όσο και την κίνηση της. Εν κατακλείδι, μια παράσταση καλοδουλεμένη, που φώτισε καίρια και μετέφερε ατόφια το νόημα του κειμένου, προσφέροντας μας συνάμα μια άκρως ατμοσφαιρική και καλαίσθητη σκηνική πρόταση, που δεν ξέφυγε λεπτό απο το αρχικό ζητούμενο: το νόημα που κρύβει ο κάθε μεγάλος συγγραφέας, πίσω απο τις γραμμές του κειμένου του.
Σύλληψη, σκηνοθεσία, σκηνογραφία, κοστούμια: Έφη Μπίρμπα
Καλλιτεχνικός συνεργάτης-επιμέλεια κειμένων: Μιχαήλα Πλιαπλιά
Καλλιτεχνικός συνεργάτης-επιμέλεια σκηνικών και κοστουμιών: Αλέγια Παπαγεωργίου
Καλλιτεχνικός συνεργάτης-Ειδικές κατασκευές σκηνογραφίας: Σωκράτης Παπαδόπουλος
Φωνητική διδασκαλία: Αθηνά Τρέβλια
Φωτισμοί: Θύμιος Μπακατάκης
Ηχητικός σχεδιασμός: Coti K.
Ερμηνευτές: Άρης Σερβετάλης, Νίκος Καμόντος, Ερμής Μαλκότσης,
Ιωάννα Τουμπακάρη, Αχιλλέας Χαρίσκος
Θέατρο Ροές, Ιάκχου 16, Γκάζι
Διάρκεια: έως 29 Ιανουαρίου 2017
Τετάρτη έως Κυριακή στις 21:00
Εισιτήρια: Πέμπτη ως Κυριακή Τιμή γενικού εισιτηρίου 17€, Φοιτητικό 12€,
Άνεργοι-Ατέλεια 10€. Κάθε Τετάρτη Ενιαίο προνομιακό εισιτήριο 10€