Η ζωή και ο θάνατος του Ανθρώπου που έχασε την πίστη του στον Άνθρωπο
Η Υπόθεση
Ο Σαίξπηρ έγραψε αυτό το έργο το 1604-1605, με τη συνδρομή του Μίντλτον, πριν από τον Βασιλιά Ληρ. Αναφέρεται σε έναν ζάπλουτο Αθηναίο του 5ου αιώνα, που μνημονεύουν ο Πλούταρχος στο έργο του «Αντώνιος» και ο Λουκιανός στο φιλοσοφικό δοκίμιό του «Τίμων ή Μισάνθρωπος». Στη θεατρική ιστορία το όνομα Τίμων πρωτοακούγεται σε ένα στάσιμο της «Λυσιστράτης» του Αριστοφάνη, όπου ο Τίμων αναφέρεται ως φίλος των γυναικών και εχθρός των ανδρών. Πολλοί φιλόλογοι υποστηρίζουν ότι αποτέλεσε το πρότυπο για τον «Δύσκολο» του Μενάνδρου. Πηγή του Σαίξπηρ υπήρξε ο «Τίμων ή Μισάνθρωπος» του Λουκιανού (125-180 μ.Χ.) – στο έργο του αποδίδονται στην αγγλική, σχεδόν αυτούσιες, προτάσεις του αρχαίου διαλόγου. Ο ήρωας είναι ένας εύπορος Αθηναίος του 5ου αι., που σπατάλησε την περιουσία του σε συμπόσια και ευεργεσίες προς την πόλη και τους φίλους του. Oταν πτώχευσε και χρειάστηκε τη βοήθειά τους όλοι του γύρισαν την πλάτη. Ο κλονισμός από την προδοσία ήταν τέτοιος, που ο Τίμων κατακλύστηκε από μίσος όχι μόνο για τους «φίλους» και τη διεφθαρμένη πόλη του (οι γερουσιαστές που την κυβερνούν παρουσιάζονται καιροσκόποι, τοκογλύφοι, ανίκανοι να αποδώσουν δικαιοσύνη).
Ο Τίμων,ο Αλκιβιάδης και ο Απήμαντος
O αθηναίος στρατηγός Αλκιβιάδης, την ίδια εποχή, εκλιπαρεί τους άρχοντες της Αθήνας να δείξουν έλεος σε ένα στρατιώτη του που διέπραξε ένα έγκλημα, αλλά αυτοί του αρνούνται τη χάρη, τον σκοτώνουν και εξορίζουν το στρατηγό από την πόλη, δείχνοντας αχαριστία για τις παλαιότερες ανδραγαθίες του. Στη συνάντηση των δυο αντρών,Τίμωνα και Αλκιβιάδη, η μισανθρωπία του ενός συναντά την εκδικητικότητα του άλλου και στρέφονται κατά της πόλης και των ανθρώπων της που τους φέρθηκαν με τόση αχαριστία. Σ’ έναν από τους πιο απεγνωσμένους μονολόγους του, ο Τίμων αναφέρεται στο φυσικό «δίκαιο» του ζωικού βασιλείου, που ο πιο δυνατός επιβιώνει. Αλλά ποιος θέλει μια ζωή επιβίωσης; «Oποιο ζώο, όποιο θηρίο και να ήσουνα, πάντα θα εξαρτιόσουν από την εξουσία κάποιου άλλου. Μόνη σιγουριά θα ήταν η φυγή και μόνη προστασία η απουσία!», λέει στον άλλο μισάνθρωπο της ιστορίας, τον φιλόσοφο Απήμαντο. Η επικρατέστερη ερμηνεία για το ήθος του Τίμωνος επιμένει στην αγαθότητα, στην αδιαπραγμάτευτη πίστη του στη φιλία και στη γενναιοδωρία του. Αν, ωστόσο, ο Τίμων δεν είναι ιδεαλιστής και ρομαντικός; Αν εξαγοράζει τη συντροφιά των άλλων με πλούσια δώρα; Αν πίσω από τη γενναιοδωρία του (που, ως γνωστόν, είναι «από μόνη της μία μορφή εξουσίας») κρύβεται μια «ναρκισσιστική» ανάγκη επιβολής; Τι σόι άνθρωπος είναι, τέλος πάντων, αν δεν έχει εικόνα της κατάστασής του, αν έχει αποκοιμίσει την κριτική του ικανότητα και δεν διακρίνει στη συμπεριφορά των άλλων την κολακεία και την ιδιοτέλεια; Υπήρξε απλώς εύπιστος, καλοκάγαθος και αφελής η αποτελεί ενα αναπόσπαστο κομμάτι ενός στρεβλού κόσμου, που απαρτίζεται απο κόλακες και αχάριστους σφουγγοκωλάριους;
Η Παράσταση
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Λιβαθινού -ένας σκηνοθέτης με ωραία αισθητική ματιά, μόχθο και όραμα- με πολύτιμο αρωγό την σκηνική προέκταση του υπάρχοντα χώρου, όπου δεσπόζει ένα τεράστιο Τ (Τίμωνας-Σταυρός Μαρτυρίου) και ο οποίος καταργεί την απόστασή μεταξύ πλατείας και σκηνής, διαθέτει μια γοητευτική, σπαρακτικά ανθρώπινη ποιότητα, με όμορφες ατμόσφαιρες, εύρυθμες αλλά ετεροβαρείς, αναδεικνύοντας με σαφήνεια τις διαχρονικές αλήθειες σε θέματα φιλίας-γεναιοψυχίας, κολακείας-αχαριστίας, χωρίς να θυσιάζει την ποιητική ισχύ,το οντολογικό βάθος ή την ευρωστία του κειμένου.
Ο σκηνοθέτης διαβάζει τον Τίμωνα σαν θύμα της εθελοτυφλίας του, σαν έρμαιο μιας ζωτικής αυταπάτης, με έμφαση στην υπαρξιακή διάσταση του προσωπικού δράματος ενός ανθρώπου που "χάνεται" μέσα στις ναρκισσιστικές πτυχώσεις του χαρακτήρα του, που τον οδηγούν στο αντίθετο άκρο. Αν και τα δυο μέρη του δράματος παρουσιάζουν δραματουργικές ανισότητες, με το δεύτερο να υπερτερεί του πρώτου σε δυναμισμό και ευρυθμία, η αξιόλογη μουσική διδασκαλία, οι εξαιρετικές φωνές στα χορωδιακά μέρη και ο καλοδουλεμένος θίασος που έχτισε μια θεατρική ομάδα υψηλής ερμηνευτικής ποιότητας, προσφέρουν μια παράσταση καλών προδιαγραφών. Αδιαπραγμάτευτη η απόδοση των πρωταγωνιστών, μια ακούραστη ομάδα που διατηρεί το υψηλό επίπεδο ενέργειας από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό και εμφανίζει μια πρωτόγνωρη σκηνική θέρμη. Με προεξέχοντα τον Βασίλη Ανδρέου, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά το ερμηνευτικό του κύρος, καταφέρνοντας να συλλέξει μια ακόμα υποκριτική νίκη, χάρη στην ωριμότητα και την ψυχοσυναισθηματική του προσήλωση. Ένας ηθοποιός, με ψυχή, μυαλό και σώμα, που κερδίζει ακαριαία το θαυμασμό και το σεβασμό μας. Ο Δημήτρης Παπανικολάου ερμηνεύει τον Απήμαντο, έναν κυνικό φιλόσοφο, με εμφανή σκηνική άνεση και καλά αντανακλαστικά. Ο Χρήστος Σουγάρης, ο οποίος υποδύεται τον Αλκιβιάδη, θαμπός στην αρχή αποκτά δυναμική στο δεύτερο μέρος. Στέρεες και μελετημένες ερμηνείες απο τους: Μαρία Σαββίδου, Ιερώνυμο Καλετσάνο, Γιώργο Δάμπαση. Ξεχωρίζουν ο Νίκος Καρδώνης και ο Άρης Τρουπακης, των οποίων η υποβλητική ώριμη ερμηνεία περνάει στην πλατεία και μετασχηματίζεται σε θεατρική δύναμη.
Η σκηνογραφική πρόταση στερείται έμπνευσης, γεγονός που καθιστά την ροή δυσλειτουργική στο δεύτερο μέρος, αφού αδυνατεί να δημιουργήσει την μοναχική,ερημική και γκροτέκα ατμόσφαιρα, που διακατέχει τη ζωή του ήρωα. Τα κοστούμια της Ε.Μανωλοπούλου, που παραπέμπουν στο Μεσαίωνα και η μουσική του Λ.Φαληρέα (βασισμένη σε έργα των Μπαχ και Πουλένκ) , δημιουργούν ενδιαφέρουσες προτάσεις που συμβάλλουν τα μέγιστα στην ροή της παράστασης. Η ρέουσα μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου είναι άμεση, μεστή και αφουγκράζεται τους βασικούς θεματικούς πυλώνες και το πνεύμα της εποχής, χωρίς να υστερεί σε εκφραστικότητα και πυκνότητα.Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου απέδωσαν σωστά, παιχνιδίζοντας δημιουργικά στις ατμοσφαιρικά σκηνοθετημένες φωτοσκιάσεις .Μια παράσταση σκηνοθετικής ακρίβειας και σπουδαίων ερμηνειών η οποία επιβάλλεται παρά τις κατά τόπου αστοχίες της, η δε, τελική της επίγευση ήταν ιδιαίτερα θετική.
Μετάφραση: Nίκος Χατζόπουλος
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Λύσσανδρος Φαληρέας
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Βασίλης Ανδρέου: Τίμων ο Αθηναίος
Αργυρώ Ανανιάδου, Θωμάς Βελισσάρης, Γιώργος Δαμπάσης,
Νίκος Καρδώνης, Στάθης Κόικας, Αναστάσης Λαουλάκος,
Φοίβος Μαρκιανός, Διονύσης Μπουλάς, Στρατής Πανούριος,
Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Σαββίδου, Χρήστος Σουγάρης,
Άρης Τρουπάκης, Αμαλία Τσεκούρα.
Θέατρο REX - «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ»,
Πανεπιστημίου 48, τηλ. 210 3305074, 210 3305074
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 20:30, Κυριακή στις 19:00
Ο Σαίξπηρ έγραψε αυτό το έργο το 1604-1605, με τη συνδρομή του Μίντλτον, πριν από τον Βασιλιά Ληρ. Αναφέρεται σε έναν ζάπλουτο Αθηναίο του 5ου αιώνα, που μνημονεύουν ο Πλούταρχος στο έργο του «Αντώνιος» και ο Λουκιανός στο φιλοσοφικό δοκίμιό του «Τίμων ή Μισάνθρωπος». Στη θεατρική ιστορία το όνομα Τίμων πρωτοακούγεται σε ένα στάσιμο της «Λυσιστράτης» του Αριστοφάνη, όπου ο Τίμων αναφέρεται ως φίλος των γυναικών και εχθρός των ανδρών. Πολλοί φιλόλογοι υποστηρίζουν ότι αποτέλεσε το πρότυπο για τον «Δύσκολο» του Μενάνδρου. Πηγή του Σαίξπηρ υπήρξε ο «Τίμων ή Μισάνθρωπος» του Λουκιανού (125-180 μ.Χ.) – στο έργο του αποδίδονται στην αγγλική, σχεδόν αυτούσιες, προτάσεις του αρχαίου διαλόγου. Ο ήρωας είναι ένας εύπορος Αθηναίος του 5ου αι., που σπατάλησε την περιουσία του σε συμπόσια και ευεργεσίες προς την πόλη και τους φίλους του. Oταν πτώχευσε και χρειάστηκε τη βοήθειά τους όλοι του γύρισαν την πλάτη. Ο κλονισμός από την προδοσία ήταν τέτοιος, που ο Τίμων κατακλύστηκε από μίσος όχι μόνο για τους «φίλους» και τη διεφθαρμένη πόλη του (οι γερουσιαστές που την κυβερνούν παρουσιάζονται καιροσκόποι, τοκογλύφοι, ανίκανοι να αποδώσουν δικαιοσύνη).
Ο Τίμων,ο Αλκιβιάδης και ο Απήμαντος
O αθηναίος στρατηγός Αλκιβιάδης, την ίδια εποχή, εκλιπαρεί τους άρχοντες της Αθήνας να δείξουν έλεος σε ένα στρατιώτη του που διέπραξε ένα έγκλημα, αλλά αυτοί του αρνούνται τη χάρη, τον σκοτώνουν και εξορίζουν το στρατηγό από την πόλη, δείχνοντας αχαριστία για τις παλαιότερες ανδραγαθίες του. Στη συνάντηση των δυο αντρών,Τίμωνα και Αλκιβιάδη, η μισανθρωπία του ενός συναντά την εκδικητικότητα του άλλου και στρέφονται κατά της πόλης και των ανθρώπων της που τους φέρθηκαν με τόση αχαριστία. Σ’ έναν από τους πιο απεγνωσμένους μονολόγους του, ο Τίμων αναφέρεται στο φυσικό «δίκαιο» του ζωικού βασιλείου, που ο πιο δυνατός επιβιώνει. Αλλά ποιος θέλει μια ζωή επιβίωσης; «Oποιο ζώο, όποιο θηρίο και να ήσουνα, πάντα θα εξαρτιόσουν από την εξουσία κάποιου άλλου. Μόνη σιγουριά θα ήταν η φυγή και μόνη προστασία η απουσία!», λέει στον άλλο μισάνθρωπο της ιστορίας, τον φιλόσοφο Απήμαντο. Η επικρατέστερη ερμηνεία για το ήθος του Τίμωνος επιμένει στην αγαθότητα, στην αδιαπραγμάτευτη πίστη του στη φιλία και στη γενναιοδωρία του. Αν, ωστόσο, ο Τίμων δεν είναι ιδεαλιστής και ρομαντικός; Αν εξαγοράζει τη συντροφιά των άλλων με πλούσια δώρα; Αν πίσω από τη γενναιοδωρία του (που, ως γνωστόν, είναι «από μόνη της μία μορφή εξουσίας») κρύβεται μια «ναρκισσιστική» ανάγκη επιβολής; Τι σόι άνθρωπος είναι, τέλος πάντων, αν δεν έχει εικόνα της κατάστασής του, αν έχει αποκοιμίσει την κριτική του ικανότητα και δεν διακρίνει στη συμπεριφορά των άλλων την κολακεία και την ιδιοτέλεια; Υπήρξε απλώς εύπιστος, καλοκάγαθος και αφελής η αποτελεί ενα αναπόσπαστο κομμάτι ενός στρεβλού κόσμου, που απαρτίζεται απο κόλακες και αχάριστους σφουγγοκωλάριους;
Η Παράσταση
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Λιβαθινού -ένας σκηνοθέτης με ωραία αισθητική ματιά, μόχθο και όραμα- με πολύτιμο αρωγό την σκηνική προέκταση του υπάρχοντα χώρου, όπου δεσπόζει ένα τεράστιο Τ (Τίμωνας-Σταυρός Μαρτυρίου) και ο οποίος καταργεί την απόστασή μεταξύ πλατείας και σκηνής, διαθέτει μια γοητευτική, σπαρακτικά ανθρώπινη ποιότητα, με όμορφες ατμόσφαιρες, εύρυθμες αλλά ετεροβαρείς, αναδεικνύοντας με σαφήνεια τις διαχρονικές αλήθειες σε θέματα φιλίας-γεναιοψυχίας, κολακείας-αχαριστίας, χωρίς να θυσιάζει την ποιητική ισχύ,το οντολογικό βάθος ή την ευρωστία του κειμένου.
Ο σκηνοθέτης διαβάζει τον Τίμωνα σαν θύμα της εθελοτυφλίας του, σαν έρμαιο μιας ζωτικής αυταπάτης, με έμφαση στην υπαρξιακή διάσταση του προσωπικού δράματος ενός ανθρώπου που "χάνεται" μέσα στις ναρκισσιστικές πτυχώσεις του χαρακτήρα του, που τον οδηγούν στο αντίθετο άκρο. Αν και τα δυο μέρη του δράματος παρουσιάζουν δραματουργικές ανισότητες, με το δεύτερο να υπερτερεί του πρώτου σε δυναμισμό και ευρυθμία, η αξιόλογη μουσική διδασκαλία, οι εξαιρετικές φωνές στα χορωδιακά μέρη και ο καλοδουλεμένος θίασος που έχτισε μια θεατρική ομάδα υψηλής ερμηνευτικής ποιότητας, προσφέρουν μια παράσταση καλών προδιαγραφών. Αδιαπραγμάτευτη η απόδοση των πρωταγωνιστών, μια ακούραστη ομάδα που διατηρεί το υψηλό επίπεδο ενέργειας από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό και εμφανίζει μια πρωτόγνωρη σκηνική θέρμη. Με προεξέχοντα τον Βασίλη Ανδρέου, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά το ερμηνευτικό του κύρος, καταφέρνοντας να συλλέξει μια ακόμα υποκριτική νίκη, χάρη στην ωριμότητα και την ψυχοσυναισθηματική του προσήλωση. Ένας ηθοποιός, με ψυχή, μυαλό και σώμα, που κερδίζει ακαριαία το θαυμασμό και το σεβασμό μας. Ο Δημήτρης Παπανικολάου ερμηνεύει τον Απήμαντο, έναν κυνικό φιλόσοφο, με εμφανή σκηνική άνεση και καλά αντανακλαστικά. Ο Χρήστος Σουγάρης, ο οποίος υποδύεται τον Αλκιβιάδη, θαμπός στην αρχή αποκτά δυναμική στο δεύτερο μέρος. Στέρεες και μελετημένες ερμηνείες απο τους: Μαρία Σαββίδου, Ιερώνυμο Καλετσάνο, Γιώργο Δάμπαση. Ξεχωρίζουν ο Νίκος Καρδώνης και ο Άρης Τρουπακης, των οποίων η υποβλητική ώριμη ερμηνεία περνάει στην πλατεία και μετασχηματίζεται σε θεατρική δύναμη.
Η σκηνογραφική πρόταση στερείται έμπνευσης, γεγονός που καθιστά την ροή δυσλειτουργική στο δεύτερο μέρος, αφού αδυνατεί να δημιουργήσει την μοναχική,ερημική και γκροτέκα ατμόσφαιρα, που διακατέχει τη ζωή του ήρωα. Τα κοστούμια της Ε.Μανωλοπούλου, που παραπέμπουν στο Μεσαίωνα και η μουσική του Λ.Φαληρέα (βασισμένη σε έργα των Μπαχ και Πουλένκ) , δημιουργούν ενδιαφέρουσες προτάσεις που συμβάλλουν τα μέγιστα στην ροή της παράστασης. Η ρέουσα μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου είναι άμεση, μεστή και αφουγκράζεται τους βασικούς θεματικούς πυλώνες και το πνεύμα της εποχής, χωρίς να υστερεί σε εκφραστικότητα και πυκνότητα.Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου απέδωσαν σωστά, παιχνιδίζοντας δημιουργικά στις ατμοσφαιρικά σκηνοθετημένες φωτοσκιάσεις .Μια παράσταση σκηνοθετικής ακρίβειας και σπουδαίων ερμηνειών η οποία επιβάλλεται παρά τις κατά τόπου αστοχίες της, η δε, τελική της επίγευση ήταν ιδιαίτερα θετική.
Μετάφραση: Nίκος Χατζόπουλος
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Λύσσανδρος Φαληρέας
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Βασίλης Ανδρέου: Τίμων ο Αθηναίος
Αργυρώ Ανανιάδου, Θωμάς Βελισσάρης, Γιώργος Δαμπάσης,
Νίκος Καρδώνης, Στάθης Κόικας, Αναστάσης Λαουλάκος,
Φοίβος Μαρκιανός, Διονύσης Μπουλάς, Στρατής Πανούριος,
Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Σαββίδου, Χρήστος Σουγάρης,
Άρης Τρουπάκης, Αμαλία Τσεκούρα.
Θέατρο REX - «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ»,
Πανεπιστημίου 48, τηλ. 210 3305074, 210 3305074
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 20:30, Κυριακή στις 19:00