Ο Ίβο βαν Χόβε ξανασυναντά τον θίασο της Κομεντί Φρανσαίζ με μια μεγάλη τοιχογραφία που μας εισάγει στο Ευριπίδειο σύμπαν των παθών της οικογένειας των Ατρειδών, χτίζοντας ένα ψυχολογικό θρίλερ με αρχαίο υλικό.
Η Comedie Francaise
Ιδρυμένη το 1680 από τους ηθοποιούς του Μολιέρου, η Κομεντί Φρανσέζ είναι από τα παλαιότερα και διασημότερα θέατρα στον κόσμο. Με το πλούσιο αυτό φορτίο τριών αιώνων ιστορίας, ο μόνιμος θίασός της δίνει ζωή σ’ ένα ρεπερτόριο κλασικό και σύγχρονο, γαλλικό και ξένο (που μετρά σήμερα γύρω στα 3.000 έργα, 800 περίπου συγγραφέων). Περισσότερα από 400 άτομα εργάζονται ώστε να σηκώνεται κάθε βράδυ η αυλαία στην κεντρική σκηνή της στην καρδιά του Παρισιού (το Palais Royal). Το ρητό στο οικόσημο του θιάσου, Simul et singulis (Όλοι μαζί και ο καθένας μοναδικός), ερμηνεύει τη δύναμη και τη διάρκειά της: το σύνολο τρέφει το άτομο, που με τη σειρά του εμπλουτίζει το σύνολο. Το μελίσσι, ως σύμβολο του οικοσήμου, υποδηλώνει μια πληθωρική δημιουργικότητα που ολοένα ανανεώνεται, καθιστώντας ταυτόχρονα το «Σπίτι του Μολιέρου» σχολείο των τεχνών του λόγου, χώρο ωρίμανσης και εστία δημιουργίας.
Ηλέκτρα -Ορέστης του Βαν Χόβε
Ο σπουδαίος Βέλγος σκηνοθέτης Ίβο βαν Χόβε προσεγγίζει τον Ευριπίδη, καταθέτοντας μαζί με τους Γάλλους ηθοποιούς μία ρηξικέλευθη και προκλητική ματιά πάνω σε δύο έργα του, την «Ηλέκτρα»(413 πΧ) και τον «Ορέστη» (408 πΧ), τις δύο τραγωδίες του Ευριπίδη σε ένα ενιαίο έργο. Η παράσταση Ηλέκτρα/Ορέστης έκανε πρεμιέρα στα τέλη Απριλίου στο θέατρο Ρισελιέ στο Παρίσι, αποσπώντας ενθουσιώδεις κριτικές. «Ξεχάστε το Game of Thrones. Κανένας δεν ξέρει τη βία καλύτερα από τον Ευριπίδη», γράφουν οι New York Times για την παράσταση.
Η σκοτεινή ιστορία του Οίκου των Ατρειδών
Στην «Ηλέκτρα», ο Ευριπίδης, παρουσιάζει την ηρωίδα να την έχει παντρέψει ο Αίγισθος με Μυκηναίο ταπεινής καταγωγής με πρόθεση και σκοπό να απαξιώσει την ίδια και τους απογόνους της, ωστόσο ο σύζυγός της δεν την έχει αγγίξει σεβόμενος την ευγενική καταγωγή της. Εκεί καταφθάνει ο Ορέστης με τον Πυλάδη, οπού μετά την αναγνώριση των δύο αδελφών, καταστρώνουν το σχέδιο της εκδίκησης τους για τη δολοφονία του πατέρα τους: ο Αίγισθος θα σκοτωθεί από τον Ορέστη, ενώ η Κλυταιμνήστρα θα ακολουθήσει την ίδια μοίρα, αμέσως μετά τη συνάντηση και συζήτηση της με την Ηλέκτρα όταν ανταποκρινόμενη στο ψεύτικο κάλεσμα της, να της παρασταθεί μιας και μόλις γέννησε το εγγόνι της.
Ο «Ορέστης» ξεκινά από εκεί ακριβώς που τελείωσε η «Ηλέκτρα»: οι φόνοι Αιγίσθου-Κλυταιμνήστρας έχουν πραγματοποιηθεί και τα δύο αδέλφια αρχίζουν να βασανίζονται από τις ενοχές με τον Ορέστη να έχει καταρρακωθεί και να διώκεται ήδη από τις Ερινύες. Στον χώρο φτάνουν διαδοχικά η Ελένη, η αιτία όλων των δεινών, ο Μενέλαος, ο οποίος κρατάει αποστάσεις, ο Τυνδάρεως, ο οποίος κατακεραυνώνει τον εγγονό του. Πλέον τα αδέλφια αντιμετωπίζουν την καταδίκη τους σε θάνατο από τη συνέλευση των Μυκηναίων και μαζί με τον Πυλάδη καταστρώνουν σχέδιο για τη σωτηρία τους: εισβάλουν στο παλάτι, επιχειρούν τη δολοφονία της Ελένης (η οποία με παράξενο τρόπο εξαφανίζεται), και συλλαμβάνουν όμηρο την Ερμιόνη για να εκβιάσουν τον Μενέλαο για τη σωτηρία τους. Η επέμβαση του από μηχανής Απόλλωνα, θα δώσει τη λύση, προφητεύοντας τη δίκη και την αθώωση του Ορέστη, ο οποίος θα παντρευτεί την Ερμιόνη, και το γάμο Ηλέκτρας-Πυλάδη.
Η Παράσταση
Ο Βέλγος σκηνοθέτης καταθέτει μια σύγχρονη ανάγνωση της αρχαίας τραγωδίας, βουτώντας βαθιά στο ευριπίδειο σύμπαν, φέρνοντας στην επιφάνεια τη διαχρονικοτητα και το παναθρώπινο στίγμα του τραγικού ποιητή. Ενώνοντας δύο τραγωδίες έφτιαξε ένα τρίτο κείμενο, για να αφηγηθεί πώς αυτοί οι ήρωες ριζοσπαστικοποιούνται στην πορεία. Να αφηγηθεί πώς η Ηλέκτρα εξαρχής είχε μια εκδικητικότητα νόμιμη, η οποία όμως κλιμακώνεται από τη μια βαρβαρότητα στην επόμενη. Ο απρόσμενος συνδιασμός των υλικών του και η ικανότητά του να εισβάλλει στον πυρήνα των κειμένων και να απελευθερώνει τη ζωτική ενέργειά τους στο σήμερα, με στόχο, θέση και στάση ζωής, βοηθούν τους θεατές των παραστάσεών του να βιώσουν την πορεία του κλασικού έως τη σύγχρονη εποχή. Η παράσταση του Βαν Χόβε,με τις γεμάτες ενέργεια, χειρουργικά σχεδιασμένες ερμηνείες, τις τελετουργικές, χορογραφίες, τις χρωματικές ενδυματολογικές αντιθέσεις, την Βακχική μανία του χορού,το υποβλητικό ηχόχρωμα, ζωντανεύουν σε μια δυνατή παράσταση βουτηγμένη στο αίμα, τη λάσπη, την υγρασία και το σκοτάδι, τον τρόμο και την αδυσώπητη μανία για εκδίκηση. Η πρόθεσή του είναι να υπογραμμίσει τη βία και τον ρεαλισμό των κειμένων του Ευριπίδη, σε μια ιστορία εκδίκησης και όχι μόνο (στο πρόγραμμα της παράστασης δίνεται κι ένα θεωρητικό κείμενο με τίτλο «Το παζλ της ριζοσπαστικοποίησης» μαζί με την πυραμίδα των ψυχολογικών επιπέδων που οδηγούν στην τρομοκρατία).Η κλιμακούμενη ένταση, το πνεύμα πειραματισμού, η τόλμη, η ακρότητα, η βία, η έμφαση στην ψυχοπαθολογία των ηρώων,, η γόνιμη «ασέβεια» προς την παράδοση- γνωρίσματα του Ευριπίδη- δημιουργούν σκηνές ανατριχιαστικές (splatter), που όμως δεν ξεθωριάζουν, ούτε στο ελάχιστο, τη δύναμη του ποιητικού λόγου.
Η Ηλέκτρα της Suliane Brahim, υιοθετεί το αρσενικό πρότυπο του πολεμιστή ήρωα πατέρα της. Εξορισμένη από το παλάτι και νυμφευμένη με έναν αγρότη, έχει πλέον μετατραπεί σε αγρίμι, η λάσπη έχει γίνει το δεύτερο δέρμα της, η αρματωσιά του εξευτελισμού της. Με τα κοντοκουρεμένα, απεριποίητα μαλλιά της και τα βρόμικα, αγορίστικα ρούχα της, η Brahim είναι μια πριγκίπισσα που έχει απολέσει καθετί πριγκιπικό ή γυναικείο, που χειρονομεί έντονα και μιλάει με πάθος, εξαγριωμένη και εξαθλιωμένη από τη στέρηση. Η ύπαρξή της φλέγεται από έναν σκοπό, την άσβεστη λαχτάρα για εκδίκηση. Γενικότερα, η Ηλέκτρα ετούτη δεν έχει καμία θηλυκότητα, καμία κοκεταρία και αυτός ήταν ένας τρόπος του Βαν Χόβε για ν' αφηγηθεί τον πολύ ριζοσπαστικό πυρήνα της. Στον Σοφοκλή η ηρωίδα είναι βυθισμένη στον θρήνο, αλλά στον Ευριπίδη, είναι σκληρή, άγρια, ωμή. Η Suliane Brahim ισορροπεί ανάμεσα στη μανία και την οργή, χωρίς να καταφεύγει στην παράνοια και τη τρέλα (με εξαίρεση την κανιβαλιστική σκηνή με τη σορό του Αιγίσθου, που λειτουργεί συμβολικά, με τον ακρωτηριασμό του φαλλού). Ο εξόριστος Ορέστης λάμπει απο αριστοκρατικότητα και ευγένεια,λες και έρχεται απο άλλο κόσμο.Το μπλέ βασιλικό κοστούμι του γρήγορα θα κυλιστεί στη λάσπη,θα λερωθεί απο το αίμα,θα απωλέσει κάθε συναισθηματισμό. Ο σκοπός του θα γίνει είναι η εκδίκηση, η δολοφονική τρέλα.Η βία ξεφεύγει από κάθε λογική και γίνεται «η βαρβαρότητα για τη βαρβαρότητα».
Βλέπουμε τρεις νέους ανθρώπους -στη πρόταση του Βαν Χόβε,ο Πυλάδης είναι συνοδοιπόρος στη άλογη βία- που ριζοσπαστικοποιούνται σταδιακά. Βήμα-βήμα, σκηνή-σκηνή. Φτάνουν στα άκρα, στην ακραία βία. Γίνονται δολοφόνοι. Μοιάζουν σαν τα ζώα. Δεν έχουν πλέον κανέναν ορθολογισμό στις πράξεις τους. Φέρονται εντελώς παράλογα, ακολουθώντας τα ένστικτά τους. Είναι θυμωμένοι, εξαγριωμένοι. Δείχνουν ποια είναι η δική τους θέση, σκοτώνοντας. Στο μπροστινό μέρος μια «λίμνη» από λάσπη. όπου επάνω της θα κυλιστούν σταδιακά οι ήρωες, εφόσον αυτό είναι το πεπρωμένο τους, η επιστροφή στο σημείο μηδέν, η καταβύθιση στο σκότος του ασυνειδήτου.
Η σκηνοθετική προσέγγιση παίρνει απο το χέρι τον Ευριπίδη και τον ταξιδεύει στη σύγχρονη εποχή της αβεβαιότητας, της βίας, της τρομοκρατίας. Οι νέοι εξεγείρονται γιατί αμφισβητούν την έννοια που δίνουν οι πιο ηλικιωμένοι στην σοφία και τη δικαιοσύνη. Υπάρχει πάντα η σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτό που ζητά η κοινωνία και σ’ αυτό που θέλουν τα άτομα, η νεολαία. Ο Ορέστης, η Ηλέκτρα και ο Πυλάδης δεν αποδέχονται αυτούς τους κανόνες, τους νόμους που έχουν καθορίσει κάποιοι άλλοι γι’ αυτούς. Αυτό είναι ένα θέμα που αφορά και το σήμερα.
Η Κλυταιμνήστρα και Ελένη παίζονται από την ίδια ηθοποιό (Elsa Lepoivre), συμβολισμός της οικογενειακής και ταξικής τους καταγωγής), ο Μενέλαος (Denis Podalydès) χτίζει την καρικατούρα του άβουλου και ανέμπνευστου ηγεμόνα, ενώ ο Τυνδάρεως (Didier Sandre), επιχειρηματολογεί καταιγιστικά εναντίον της αυτοδικίας σε μια κοινωνία.Ο Απόλλωνας (Gaël Kamilindi), ως από Μηχανής θεός, δεν εμφανίζεται από κάποιο ύψος, αλλά καταφτάνει στη σκηνή μέσα από τις κερκίδες, γιατί και ο Θεός είναι κατασκεύασμα του ανθρώπου και οι άνθρωποι για να ελευθερωθούν από τα δεινά τους, οφείλουν να παλέψουν μόνοι.
Οι αρχέγονοι ήχοι των κρουστών και μαζί οι ηλεκτρονικοί ήχοι σε συνθέσεις του Eric Sleichim, υποβάλλουν το ρυθμό, πότε έντονα και δυνατά συμβάλλοντας στην αξιοποίηση του συναισθηματικού κόσμου των ηρώων και του χορού που οδύρεται με τρόπο μυστηριακό, σαν βακχικές μαινάδες. ‘Ένας Χορός, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του δραματουργικά εκπροσωπείται από την ώριμη κορυφαία(Claude Mathieu – Cécile Brune) ενώ η δράση του ουσιαστικά περιορίζεται στα χορογραφημένα μέρη της παράστασης. Ο συγχρονισμός, η δυναμική, ο ρυθμός κι η τεχνική τους χάρισαν στην παράσταση μια από τις καλύτερες στιγμές της. Μπορεί πολλά από τα χορικά μέρη του κειμένου να έχουν αφαιρεθεί, ωστόσο ο χορός εντυπωσιάζει με την τελετουργική χορογραφία του Wim Vandekeybus, που θυμίζει την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» της Πίνα Μπάους.
Οι ηθοποιοί της Κομεντί αποδίδουν την πρωτόγονη σχεδόν κινησιολογία υπό τους ήχους του Trio Xenakis, χτυπώντας τα στήθη τους, πέφτοντας στη λάσπη, με δυναμικές και σπασμωδικές κινήσεις. Η σκηνογραφική δουλειά ( ένα αρχετυπικό τετράγωνο σπιτάκι χωρίς καμινάδα, σαν παιδική ζωγραφιά, που στέκει αινιγματικό στο κέντρο της σκηνής,πόρτα, παλάτι, τάφος ή «μια μαύρη τρύπα. Πίσω του, οκτώ χρυσαφιά τύμπανα, με ισάριθμους μουσικούς έτοιμους να απελευθερώσουν ένστικτα βίαια, με ήχους δυσοίωνους, απειλητικούς.Στο μπροστινό μέρος μια «λίμνη» από λάσπη), έχει ανατεθεί στον μόνιμο συνεργάτη του Βαν Χόβε, Jan Versweyveld.
Τα κοστούμια της ενδυματολόγου An D’ Huys, επηρεασμένα από τη «Μήδεια» του Παζολίνι και το «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι, διαχωρίζουν μέσω των χρωματικών αντιθέσεων τους αντίθετους κόσμους της Ηλέκτρας και του Ορέστη, των πληβείων και των αριστοκρατών. Μαύρο για την Ηλέκτρα, βασιλικό μπλεγια τον Ορέστη, τον Πυλάδη και την Κλυταιμνήστρα. Στην πορεία της παράστασης, τα πεντακάθαρα μπλε κοστούμια τους γεμίζουν αίμα και λάσπη: έρπουν, βουλιάζουν και αναδύονται, ισορροπούν και βαδίζουν, πανηγυρίζουν και οδύρονται.
Εν κατακλείδι,μια παράσταση-σταθμός στο χώρο της Επιδαύρου, με το τέλος να μένει ανοιχτό, όπως το προστάζει ο ίδιος ο συγγραφέας. Το ταξίδι απο το τότε στο σήμερα, με τον ποιητικό λόγο ισχυρά παρόντα,να κερδίζει το στοίχημα και να τοποθετεί την πρόταση του Βαν Χόβε σε μια ξεχωριστική θέση με δυνατό, ουσιαστικό στίγμα.Μια παράσταση,που παίρνεις μαζί σου, μετά το πέρας.
Σκηνοθεσία: Ivo van Hove
Σκηνική εκδοχή: Bart Van den Eynde και Ivo van Hove
Μετάφραση στα γαλλικά: Marie Delcourt-Curvers
Σκηνογραφία και σχεδιασμός φωτισμού: Jan Versweyveld
Κοστούμια: An D’Huys
Πρωτότυπη μουσική - Ηχητική σύλληψη: Eric Sleichim
Χορογραφία: Wim Vandekeybus
Δραματουργία: Bart Van den Eynde
Βοηθός σκηνοθέτη: Laurent Delvert
Βοηθός σκηνογράφου: Roel Van Berckelaer
Βοηθός ενδυματολόγου: Sylvie Lombart
Βοηθός φωτιστή: François Thouret
Βοηθός ήχου: Pierre Routin
Βοηθός χορογράφου: Laura Aris
Μακιγιάζ: Claire Cohen
Με τον θίασο της Κομεντί Φρανσαίζ:
Claude Mathieu (Κορυφαία),
Cécile Brune (Χορός), Sylvia Bergé (Χορός),
Éric Génovèse (Φρύγας υπηρέτης) ,
Bruno Raffaelli (Γέρος Μυκηναίος), Denis Podalydès (Μενέλαος) ,
Elsa Lepoivre (Κλυταιμνήστρα / Ελένη), Loïc Corbery (Πυλάδης),
Julie Sicard (Χορός), Suliane Brahim (Ηλέκτρα),
Benjamin Lavernhe (Μυκηναίος),
Didier Sandre (Τυνδάρεως), Christophe Montenez (Ορέστης),
Rebecca Marder (Ερμιόνη), Gaël Kamilindi (Απόλλων).
Και τους ηθοποιούς της Ακαδημίας της Κομεντί Φρανσαίζ:
Peio Berterretche (Αίγισθος), Pauline Chabrol (Χορός),
Olivier Lugo (Χορός), Noémie Pasteger (Χορός), Léa Schweitzer (Χορός)
και οι Adélaïde Ferrière, Emmanuel Jacquet, Othman Louati, Rodolphe Théry (κρουστά)
Ιδρυμένη το 1680 από τους ηθοποιούς του Μολιέρου, η Κομεντί Φρανσέζ είναι από τα παλαιότερα και διασημότερα θέατρα στον κόσμο. Με το πλούσιο αυτό φορτίο τριών αιώνων ιστορίας, ο μόνιμος θίασός της δίνει ζωή σ’ ένα ρεπερτόριο κλασικό και σύγχρονο, γαλλικό και ξένο (που μετρά σήμερα γύρω στα 3.000 έργα, 800 περίπου συγγραφέων). Περισσότερα από 400 άτομα εργάζονται ώστε να σηκώνεται κάθε βράδυ η αυλαία στην κεντρική σκηνή της στην καρδιά του Παρισιού (το Palais Royal). Το ρητό στο οικόσημο του θιάσου, Simul et singulis (Όλοι μαζί και ο καθένας μοναδικός), ερμηνεύει τη δύναμη και τη διάρκειά της: το σύνολο τρέφει το άτομο, που με τη σειρά του εμπλουτίζει το σύνολο. Το μελίσσι, ως σύμβολο του οικοσήμου, υποδηλώνει μια πληθωρική δημιουργικότητα που ολοένα ανανεώνεται, καθιστώντας ταυτόχρονα το «Σπίτι του Μολιέρου» σχολείο των τεχνών του λόγου, χώρο ωρίμανσης και εστία δημιουργίας.
Ηλέκτρα -Ορέστης του Βαν Χόβε
Ο σπουδαίος Βέλγος σκηνοθέτης Ίβο βαν Χόβε προσεγγίζει τον Ευριπίδη, καταθέτοντας μαζί με τους Γάλλους ηθοποιούς μία ρηξικέλευθη και προκλητική ματιά πάνω σε δύο έργα του, την «Ηλέκτρα»(413 πΧ) και τον «Ορέστη» (408 πΧ), τις δύο τραγωδίες του Ευριπίδη σε ένα ενιαίο έργο. Η παράσταση Ηλέκτρα/Ορέστης έκανε πρεμιέρα στα τέλη Απριλίου στο θέατρο Ρισελιέ στο Παρίσι, αποσπώντας ενθουσιώδεις κριτικές. «Ξεχάστε το Game of Thrones. Κανένας δεν ξέρει τη βία καλύτερα από τον Ευριπίδη», γράφουν οι New York Times για την παράσταση.
Η σκοτεινή ιστορία του Οίκου των Ατρειδών
Στην «Ηλέκτρα», ο Ευριπίδης, παρουσιάζει την ηρωίδα να την έχει παντρέψει ο Αίγισθος με Μυκηναίο ταπεινής καταγωγής με πρόθεση και σκοπό να απαξιώσει την ίδια και τους απογόνους της, ωστόσο ο σύζυγός της δεν την έχει αγγίξει σεβόμενος την ευγενική καταγωγή της. Εκεί καταφθάνει ο Ορέστης με τον Πυλάδη, οπού μετά την αναγνώριση των δύο αδελφών, καταστρώνουν το σχέδιο της εκδίκησης τους για τη δολοφονία του πατέρα τους: ο Αίγισθος θα σκοτωθεί από τον Ορέστη, ενώ η Κλυταιμνήστρα θα ακολουθήσει την ίδια μοίρα, αμέσως μετά τη συνάντηση και συζήτηση της με την Ηλέκτρα όταν ανταποκρινόμενη στο ψεύτικο κάλεσμα της, να της παρασταθεί μιας και μόλις γέννησε το εγγόνι της.
Ο «Ορέστης» ξεκινά από εκεί ακριβώς που τελείωσε η «Ηλέκτρα»: οι φόνοι Αιγίσθου-Κλυταιμνήστρας έχουν πραγματοποιηθεί και τα δύο αδέλφια αρχίζουν να βασανίζονται από τις ενοχές με τον Ορέστη να έχει καταρρακωθεί και να διώκεται ήδη από τις Ερινύες. Στον χώρο φτάνουν διαδοχικά η Ελένη, η αιτία όλων των δεινών, ο Μενέλαος, ο οποίος κρατάει αποστάσεις, ο Τυνδάρεως, ο οποίος κατακεραυνώνει τον εγγονό του. Πλέον τα αδέλφια αντιμετωπίζουν την καταδίκη τους σε θάνατο από τη συνέλευση των Μυκηναίων και μαζί με τον Πυλάδη καταστρώνουν σχέδιο για τη σωτηρία τους: εισβάλουν στο παλάτι, επιχειρούν τη δολοφονία της Ελένης (η οποία με παράξενο τρόπο εξαφανίζεται), και συλλαμβάνουν όμηρο την Ερμιόνη για να εκβιάσουν τον Μενέλαο για τη σωτηρία τους. Η επέμβαση του από μηχανής Απόλλωνα, θα δώσει τη λύση, προφητεύοντας τη δίκη και την αθώωση του Ορέστη, ο οποίος θα παντρευτεί την Ερμιόνη, και το γάμο Ηλέκτρας-Πυλάδη.
Η Παράσταση
Ο Βέλγος σκηνοθέτης καταθέτει μια σύγχρονη ανάγνωση της αρχαίας τραγωδίας, βουτώντας βαθιά στο ευριπίδειο σύμπαν, φέρνοντας στην επιφάνεια τη διαχρονικοτητα και το παναθρώπινο στίγμα του τραγικού ποιητή. Ενώνοντας δύο τραγωδίες έφτιαξε ένα τρίτο κείμενο, για να αφηγηθεί πώς αυτοί οι ήρωες ριζοσπαστικοποιούνται στην πορεία. Να αφηγηθεί πώς η Ηλέκτρα εξαρχής είχε μια εκδικητικότητα νόμιμη, η οποία όμως κλιμακώνεται από τη μια βαρβαρότητα στην επόμενη. Ο απρόσμενος συνδιασμός των υλικών του και η ικανότητά του να εισβάλλει στον πυρήνα των κειμένων και να απελευθερώνει τη ζωτική ενέργειά τους στο σήμερα, με στόχο, θέση και στάση ζωής, βοηθούν τους θεατές των παραστάσεών του να βιώσουν την πορεία του κλασικού έως τη σύγχρονη εποχή. Η παράσταση του Βαν Χόβε,με τις γεμάτες ενέργεια, χειρουργικά σχεδιασμένες ερμηνείες, τις τελετουργικές, χορογραφίες, τις χρωματικές ενδυματολογικές αντιθέσεις, την Βακχική μανία του χορού,το υποβλητικό ηχόχρωμα, ζωντανεύουν σε μια δυνατή παράσταση βουτηγμένη στο αίμα, τη λάσπη, την υγρασία και το σκοτάδι, τον τρόμο και την αδυσώπητη μανία για εκδίκηση. Η πρόθεσή του είναι να υπογραμμίσει τη βία και τον ρεαλισμό των κειμένων του Ευριπίδη, σε μια ιστορία εκδίκησης και όχι μόνο (στο πρόγραμμα της παράστασης δίνεται κι ένα θεωρητικό κείμενο με τίτλο «Το παζλ της ριζοσπαστικοποίησης» μαζί με την πυραμίδα των ψυχολογικών επιπέδων που οδηγούν στην τρομοκρατία).Η κλιμακούμενη ένταση, το πνεύμα πειραματισμού, η τόλμη, η ακρότητα, η βία, η έμφαση στην ψυχοπαθολογία των ηρώων,, η γόνιμη «ασέβεια» προς την παράδοση- γνωρίσματα του Ευριπίδη- δημιουργούν σκηνές ανατριχιαστικές (splatter), που όμως δεν ξεθωριάζουν, ούτε στο ελάχιστο, τη δύναμη του ποιητικού λόγου.
Η Ηλέκτρα της Suliane Brahim, υιοθετεί το αρσενικό πρότυπο του πολεμιστή ήρωα πατέρα της. Εξορισμένη από το παλάτι και νυμφευμένη με έναν αγρότη, έχει πλέον μετατραπεί σε αγρίμι, η λάσπη έχει γίνει το δεύτερο δέρμα της, η αρματωσιά του εξευτελισμού της. Με τα κοντοκουρεμένα, απεριποίητα μαλλιά της και τα βρόμικα, αγορίστικα ρούχα της, η Brahim είναι μια πριγκίπισσα που έχει απολέσει καθετί πριγκιπικό ή γυναικείο, που χειρονομεί έντονα και μιλάει με πάθος, εξαγριωμένη και εξαθλιωμένη από τη στέρηση. Η ύπαρξή της φλέγεται από έναν σκοπό, την άσβεστη λαχτάρα για εκδίκηση. Γενικότερα, η Ηλέκτρα ετούτη δεν έχει καμία θηλυκότητα, καμία κοκεταρία και αυτός ήταν ένας τρόπος του Βαν Χόβε για ν' αφηγηθεί τον πολύ ριζοσπαστικό πυρήνα της. Στον Σοφοκλή η ηρωίδα είναι βυθισμένη στον θρήνο, αλλά στον Ευριπίδη, είναι σκληρή, άγρια, ωμή. Η Suliane Brahim ισορροπεί ανάμεσα στη μανία και την οργή, χωρίς να καταφεύγει στην παράνοια και τη τρέλα (με εξαίρεση την κανιβαλιστική σκηνή με τη σορό του Αιγίσθου, που λειτουργεί συμβολικά, με τον ακρωτηριασμό του φαλλού). Ο εξόριστος Ορέστης λάμπει απο αριστοκρατικότητα και ευγένεια,λες και έρχεται απο άλλο κόσμο.Το μπλέ βασιλικό κοστούμι του γρήγορα θα κυλιστεί στη λάσπη,θα λερωθεί απο το αίμα,θα απωλέσει κάθε συναισθηματισμό. Ο σκοπός του θα γίνει είναι η εκδίκηση, η δολοφονική τρέλα.Η βία ξεφεύγει από κάθε λογική και γίνεται «η βαρβαρότητα για τη βαρβαρότητα».
Βλέπουμε τρεις νέους ανθρώπους -στη πρόταση του Βαν Χόβε,ο Πυλάδης είναι συνοδοιπόρος στη άλογη βία- που ριζοσπαστικοποιούνται σταδιακά. Βήμα-βήμα, σκηνή-σκηνή. Φτάνουν στα άκρα, στην ακραία βία. Γίνονται δολοφόνοι. Μοιάζουν σαν τα ζώα. Δεν έχουν πλέον κανέναν ορθολογισμό στις πράξεις τους. Φέρονται εντελώς παράλογα, ακολουθώντας τα ένστικτά τους. Είναι θυμωμένοι, εξαγριωμένοι. Δείχνουν ποια είναι η δική τους θέση, σκοτώνοντας. Στο μπροστινό μέρος μια «λίμνη» από λάσπη. όπου επάνω της θα κυλιστούν σταδιακά οι ήρωες, εφόσον αυτό είναι το πεπρωμένο τους, η επιστροφή στο σημείο μηδέν, η καταβύθιση στο σκότος του ασυνειδήτου.
Η σκηνοθετική προσέγγιση παίρνει απο το χέρι τον Ευριπίδη και τον ταξιδεύει στη σύγχρονη εποχή της αβεβαιότητας, της βίας, της τρομοκρατίας. Οι νέοι εξεγείρονται γιατί αμφισβητούν την έννοια που δίνουν οι πιο ηλικιωμένοι στην σοφία και τη δικαιοσύνη. Υπάρχει πάντα η σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτό που ζητά η κοινωνία και σ’ αυτό που θέλουν τα άτομα, η νεολαία. Ο Ορέστης, η Ηλέκτρα και ο Πυλάδης δεν αποδέχονται αυτούς τους κανόνες, τους νόμους που έχουν καθορίσει κάποιοι άλλοι γι’ αυτούς. Αυτό είναι ένα θέμα που αφορά και το σήμερα.
Η Κλυταιμνήστρα και Ελένη παίζονται από την ίδια ηθοποιό (Elsa Lepoivre), συμβολισμός της οικογενειακής και ταξικής τους καταγωγής), ο Μενέλαος (Denis Podalydès) χτίζει την καρικατούρα του άβουλου και ανέμπνευστου ηγεμόνα, ενώ ο Τυνδάρεως (Didier Sandre), επιχειρηματολογεί καταιγιστικά εναντίον της αυτοδικίας σε μια κοινωνία.Ο Απόλλωνας (Gaël Kamilindi), ως από Μηχανής θεός, δεν εμφανίζεται από κάποιο ύψος, αλλά καταφτάνει στη σκηνή μέσα από τις κερκίδες, γιατί και ο Θεός είναι κατασκεύασμα του ανθρώπου και οι άνθρωποι για να ελευθερωθούν από τα δεινά τους, οφείλουν να παλέψουν μόνοι.
Οι αρχέγονοι ήχοι των κρουστών και μαζί οι ηλεκτρονικοί ήχοι σε συνθέσεις του Eric Sleichim, υποβάλλουν το ρυθμό, πότε έντονα και δυνατά συμβάλλοντας στην αξιοποίηση του συναισθηματικού κόσμου των ηρώων και του χορού που οδύρεται με τρόπο μυστηριακό, σαν βακχικές μαινάδες. ‘Ένας Χορός, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του δραματουργικά εκπροσωπείται από την ώριμη κορυφαία(Claude Mathieu – Cécile Brune) ενώ η δράση του ουσιαστικά περιορίζεται στα χορογραφημένα μέρη της παράστασης. Ο συγχρονισμός, η δυναμική, ο ρυθμός κι η τεχνική τους χάρισαν στην παράσταση μια από τις καλύτερες στιγμές της. Μπορεί πολλά από τα χορικά μέρη του κειμένου να έχουν αφαιρεθεί, ωστόσο ο χορός εντυπωσιάζει με την τελετουργική χορογραφία του Wim Vandekeybus, που θυμίζει την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» της Πίνα Μπάους.
Οι ηθοποιοί της Κομεντί αποδίδουν την πρωτόγονη σχεδόν κινησιολογία υπό τους ήχους του Trio Xenakis, χτυπώντας τα στήθη τους, πέφτοντας στη λάσπη, με δυναμικές και σπασμωδικές κινήσεις. Η σκηνογραφική δουλειά ( ένα αρχετυπικό τετράγωνο σπιτάκι χωρίς καμινάδα, σαν παιδική ζωγραφιά, που στέκει αινιγματικό στο κέντρο της σκηνής,πόρτα, παλάτι, τάφος ή «μια μαύρη τρύπα. Πίσω του, οκτώ χρυσαφιά τύμπανα, με ισάριθμους μουσικούς έτοιμους να απελευθερώσουν ένστικτα βίαια, με ήχους δυσοίωνους, απειλητικούς.Στο μπροστινό μέρος μια «λίμνη» από λάσπη), έχει ανατεθεί στον μόνιμο συνεργάτη του Βαν Χόβε, Jan Versweyveld.
Τα κοστούμια της ενδυματολόγου An D’ Huys, επηρεασμένα από τη «Μήδεια» του Παζολίνι και το «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι, διαχωρίζουν μέσω των χρωματικών αντιθέσεων τους αντίθετους κόσμους της Ηλέκτρας και του Ορέστη, των πληβείων και των αριστοκρατών. Μαύρο για την Ηλέκτρα, βασιλικό μπλεγια τον Ορέστη, τον Πυλάδη και την Κλυταιμνήστρα. Στην πορεία της παράστασης, τα πεντακάθαρα μπλε κοστούμια τους γεμίζουν αίμα και λάσπη: έρπουν, βουλιάζουν και αναδύονται, ισορροπούν και βαδίζουν, πανηγυρίζουν και οδύρονται.
Εν κατακλείδι,μια παράσταση-σταθμός στο χώρο της Επιδαύρου, με το τέλος να μένει ανοιχτό, όπως το προστάζει ο ίδιος ο συγγραφέας. Το ταξίδι απο το τότε στο σήμερα, με τον ποιητικό λόγο ισχυρά παρόντα,να κερδίζει το στοίχημα και να τοποθετεί την πρόταση του Βαν Χόβε σε μια ξεχωριστική θέση με δυνατό, ουσιαστικό στίγμα.Μια παράσταση,που παίρνεις μαζί σου, μετά το πέρας.
Σκηνοθεσία: Ivo van Hove
Σκηνική εκδοχή: Bart Van den Eynde και Ivo van Hove
Μετάφραση στα γαλλικά: Marie Delcourt-Curvers
Σκηνογραφία και σχεδιασμός φωτισμού: Jan Versweyveld
Κοστούμια: An D’Huys
Πρωτότυπη μουσική - Ηχητική σύλληψη: Eric Sleichim
Χορογραφία: Wim Vandekeybus
Δραματουργία: Bart Van den Eynde
Βοηθός σκηνοθέτη: Laurent Delvert
Βοηθός σκηνογράφου: Roel Van Berckelaer
Βοηθός ενδυματολόγου: Sylvie Lombart
Βοηθός φωτιστή: François Thouret
Βοηθός ήχου: Pierre Routin
Βοηθός χορογράφου: Laura Aris
Μακιγιάζ: Claire Cohen
Με τον θίασο της Κομεντί Φρανσαίζ:
Claude Mathieu (Κορυφαία),
Cécile Brune (Χορός), Sylvia Bergé (Χορός),
Éric Génovèse (Φρύγας υπηρέτης) ,
Bruno Raffaelli (Γέρος Μυκηναίος), Denis Podalydès (Μενέλαος) ,
Elsa Lepoivre (Κλυταιμνήστρα / Ελένη), Loïc Corbery (Πυλάδης),
Julie Sicard (Χορός), Suliane Brahim (Ηλέκτρα),
Benjamin Lavernhe (Μυκηναίος),
Didier Sandre (Τυνδάρεως), Christophe Montenez (Ορέστης),
Rebecca Marder (Ερμιόνη), Gaël Kamilindi (Απόλλων).
Και τους ηθοποιούς της Ακαδημίας της Κομεντί Φρανσαίζ:
Peio Berterretche (Αίγισθος), Pauline Chabrol (Χορός),
Olivier Lugo (Χορός), Noémie Pasteger (Χορός), Léa Schweitzer (Χορός)
και οι Adélaïde Ferrière, Emmanuel Jacquet, Othman Louati, Rodolphe Théry (κρουστά)