Οι Βάκχες του Ευριπίδη γράφτηκε το 407 π.Χ., όταν ο ποιητής βρισκόταν στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, και σκηνοθετήθηκε από το γιο του το 405 π.Χ. στην Αθήνα. Η τραγωδία αυτή διδάχθηκε (παίχτηκε) μετά τον θάνατο του δημιουργού της, του Ευριπίδη(406πΧ).Στις Βάκχες συνυπάρχουν και συνδυάζονται ο μύθος και η ιστορική πραγματικότητα. Το έργο παρουσιάζει τη λατρεία του Διονύσου, απ’ όπου γεννήθηκε το αρχαίο Ελληνικό δράμα. Συναντιόνται το τραγικό, το δραματικό και το θεατρικό στοιχείο. Αποτελούν το μοναδικό έργο της αρχαίας δραματουργίας, όπου ο Διόνυσος πρωταγωνιστεί ως ανθρωποποιημένος θεός και εισχωρώντας ως μια νέα δύναμη σκοπεύει να επιβάλει τη δική του λατρεία.
Η υπόθεση
Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της κόρης του Κάδμου Σεμέλης, φτάνει στη Θήβα με ανθρώπινη μορφή για να επιβάλει εκεί τη λατρεία του. Αρσενικός θεός της γονιμότητας, μετενσάρκωση της αρχής της ζωτικότητας και της ανάπτυξης στη φύση, που περιέχει στη λατρεία του όλους τους ζωικούς χυμούς και τα υγρά συστατικά της ζωής, όπως το νερό, το κρασί, το γάλα, το αίμα και το σπέρμα, εξυβρίζεται από τον Πενθέα, πως δήθεν είναι «ένας ψευτοθεός, ένας φτηνός γόητας γυναικών, που όλες τον ερωτεύονται και παρασύρονται σε ακολασίες μαζί του. Ο ίδιος ο Διόνυσος, που εμφανίζεται ως θηλυκόμορφος νέος, φέρνει μαζί του τη λατρεία του, που συμπεριλαμβάνει τον σπαραγμό (τον διαμελισμό σωμάτων ζώων, ενίοτε και ανθρώπων) και την ωμοφαγία, αναγκαίες διαδικασίες για να εξασφαλιστεί η γονιμότητα της γης καθώς και για να διατηρηθεί το φαινόμενο της ζωής. Οι κόρες του Κάδμου αμφισβητούν τη θεϊκή καταγωγή του και γι' αυτόν τον λόγο τρελαίνονται από τον θεό και ως Μαινάδες παραμένουν στον Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας, γιος τής Αγαύης, επίσης αρνείται να δεχτεί τη λατρεία του νέου θεού και στρέφεται ενάντια στις Μαινάδες. Συλλαμβάνει τον Διόνυσο, ο οποίος, με τη σειρά του, ελευθερώνεται και με σεισμό καταστρέφει το παλάτι. Ο Διόνυσος εκδικείται τον Πενθέα για την ασέβειά του. Τον πείθει να μεταμφιεσθεί σε Μαινάδα για να κατασκοπεύσει τις Θηβαίες στον Κιθαιρώνα και όταν φτάνει στο βουνό, οι Μαινάδες και πρώτη η μητέρα του η Αγαύη τον διαμελίζουν. Οταν ο Κάδμος πληροφορείται το συμβάν πηγαίνει στον Κιθαιρώνα και συλλέγει τα κομμάτια του κορμιού του. Η Αγαύη επιστρέφει θριαμβευτικά στην πόλη μεταφέροντας το κεφάλι του Πενθέα, θεωρώντας το κεφάλι λιονταριού. Στη συνέχεια, ο Κάδμος την κάνει να συνειδητοποιήσει τι έχει πράγματι διαπράξει και το έργο τελειώνει με την εμφάνιση του Διόνυσου ως θεού πλέον, από το θεολογείο, που ανακοινώνει τη δυσοίωνη τύχη των ηρώων και εδραιώνει τη θρησκεία του.
Ο Πενθέας, όπως και κάθε άνδρας έχει κι αυτός το θηλυκό του κομμάτι, το οποίο όμως του προκαλεί αποστροφή, τρόμο, μα και ηδονή ταυτόχρονα. Το μοτίβο της θηλυκότητας στις Βάκχες έρχεται να συναντήσει τούτο της τρέλας - τα δύο δώρα του Διόνυσου προς τον Πενθέα-, αποσφραγίζοντας καίρια την προβληματική της ανθρώπινης ψυχής, η οποία σε τούτο το δράμα του Ευριπίδη εμφανίζεται να κατασπαράσσει τον εαυτό της. Η σύγκρουση λογικότητας κι ενστίκτου στις Βάκχες, πρωταρχικός διχασμός της ανθρώπινης ψυχής, δεν θα ειρηνεύσει, παρά θα «εκδραματίσει» όλη τη ρηξιγενή της φύση με μια συγκλονιστική διονυσιακή τελετή. Οι πανάρχαιες διονυσιακές τελετές έχουν έναν χαρακτήρα εξαιρετικά πολυσήμαντο, καθώς συνδέονται θεματικά με πλήθος άλλες θρησκευτικές τελετουργίες αρχαίων λαών (όπως π.χ. των Αζτέκων) και στοχεύουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, στη διατήρηση λεπτών ισορροπιών στην ανθρώπινη ψυχική πραγματικότητα, κυρίως με τη μορφή που αυτή κοινωνικοποιήθηκε σε πρωτόγονα κοινοτικά σχήματα.
Η παράσταση
Η παράσταση είναι η δεύτερη σκηνοθετική-ερμηνευτική προσέγγιση του Έκτορα Λυγίζου, μετά την παράσταση του, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου το 2013, με τρεις ηθοποιούς (Λυγίζος, Μοθωναίος, Μπαλής). Στη νέα του προσέγγιση, έχουμε οκτώ αφηγητές που φαντασιώνονται την βακχεία. Σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, εξερευνά τη σύγκρουση ανάμεσα στην ατομικότητα του ήρωα και την πολυφωνικότητα του χορού: οκτώ αφηγητές, εντάσσοντας τα χορικά στη βασική πλοκή, παρακολουθούν τη διαδικασία της σταδιακής σύνθεσης και αποσύνθεσης ενός μικτού συνόλου, την αντίσταση των μελών του, αλλά και τη λαχτάρα τους να ανέβουν φαντασιακά στο ιερό βουνό ως μαινάδες και να μετατραπούν σε βάκχες. Μια τελετή μύησης στη λατρεία του «άλλου», της οποίας πρώτο στάδιο είναι να σταθούν δύο άτομα αντιμέτωπα υπό το βλέμμα ενός θεατή- μάρτυρα.
Ένα μοβ ύφασμα τυλιγμένο σε ρολό στο έδαφος οριοθετεί τον σκηνικό χώρο, μετετρέποντας το κοίλο σχήμα της σκηνής σε τετράγωνο. Η αφηγηματική δομή που επέλεξε ο σκηνοθέτης -«βασισμένη στις ‘‘Βάκχες’’ του Ευριπίδη», αφού απουσίαζαν πολλά μέρη της τραγωδίας αλλοιώνοντας σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητά της- δεν κατάφερε να μας μεταδώσει την τραγικότητα και το διονυσιακό παθος, παρόλο που έγινε αισθητή, η ενδελέχεια, η ωραία ενέργεια και η υποκριτική δεινότητα του θιάσου. Μας έλλειψαν οι Μαινάδες και η Βακχεία τους, το παραλήρημα της Αγαύης, κρατώντας το κεφάλι του τραγικού γιού της. Περισσότερο απο όλα, όμως, δεν κατάφερε να μας μεταγγίσει το θάνατο και την ανάσταση του Διονύσου. Η καθαρή ροή του λόγου, οι σωστά δουλεμένες κινήσεις του συνόλου, η επικοινωνιακή δύναμη, οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί και η στέρεα μετάφραση αποτέλεσαν τα συν αυτής της παράστασης.
Ο Διόνυσος του Αργύρη Πανταζάρα ήταν ανθρώπινος και γήινος, με καθαρό λόγο και ελεγχόμενες κινήσεις, η Ανέζα Παπαδοπούλου και ο Χρήστος Στέργιογλου, ηθοποιοί με σκηνική εμπειρία αποτέλεσαν ένα εκπληκτικό δίδυμο ως Κάδμος και Τειρεσίας, η Μαρία Πρωτόπαππα, εντυπωσίασε σαν Πενθέας, γεμίζοντας τη σκηνή, με την δυναμική της παρουσία. Οι οκτώ πρωταγωνιστές ( Ανθή Ευστρατιάδου, Έκτορας Λυγίζος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Άρης Μπαλής, Αργύρης Πανταζάρας, Ανέζα Παπαδοπούλου, Μαρία Πρωτόπαππα και Χρήστος Στέργιογλου) ενώθηκαν αρμονικά υψώνοντας τις φωνές τους σε ένα και σε όλον, εναλλάξ, χωρίς να μπορέσουν να φτάσουν σε θαυμαστές κορυφώσεις, γεγονός που επιτρέπει η θεατρικότητα και η θεματολογία του κειμένου. Το εύρημα της παράστασης να δηλώνεται η ταυτότητα του κάθε προσώπου, εξ αρχής με την φράση "Αν ήμουν ο Πενθέας θα σας έλεγα", έτσι ώστε ο θεατής να ξέρει ποιος χαρακτήρας μιλάει, βοήθησε πολύ στη κατανόηση των διαδραματιζόμενων Εν κατακλείδι, μια φροντισμένη παράσταση, που δούλεψε καλά την σύνθεση και την αποσύνθεση των ρόλων, βασιζόμενη στην προσεκτική έρευνα και την ομοιογένεια του ταλαντούχου θιάσου, που ενώ προερχόταν απο διαφορετικές γενιές και σχολές, λειτούργησε με αξιοθαύμαστη ενότητα και αρμονία. Θα θέλαμε να δούμε την δραματική κορύφωση που δεν ήρθε και μαζί με αυτήν την απογείωση της διονυσιακής τρέλας, που επιβάλλει ένας θεός, που εξισώνει τους πάντες, δεν πεθαίνει, δεν νικιέται οριστικά, δεν μπορεί να υποφέρει όσα η ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά μπορεί να παρουσιάζεται με ανθρώπινες ιδιότητες και ελαττώματα.
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος
Σκηνικό – Κοστούμια: Κλειώ Μπομπότη
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Μακιγιάζ: Ιωάννα Λυγίζου
Αγγλικοί υπέρτιτλοι: Λύο Καλοβυρνάς
Δραματολογική συνεργασία: Κατερίνα Κωνσταντινάκου
Σωματική προετοιμασία-Τεχνική Alexander: Βίκυ Παναγιωτάκη
Φωνητική προετοιμασία: Ρηνιώ Κυριαζή
Παίζουν: Ανθή Ευστρατιάδου, Έκτορας Λυγίζος, Βασίλης Μαγουλιώτης,Άρης Μπαλής,
Αργύρης Πανταζάρας, Ανέζα Παπαδοπούλου, Μαρία Πρωτόπαππα, Χρήστος Στέργιογλου
Συμπαραγωγή: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου και ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας
Η υπόθεση
Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της κόρης του Κάδμου Σεμέλης, φτάνει στη Θήβα με ανθρώπινη μορφή για να επιβάλει εκεί τη λατρεία του. Αρσενικός θεός της γονιμότητας, μετενσάρκωση της αρχής της ζωτικότητας και της ανάπτυξης στη φύση, που περιέχει στη λατρεία του όλους τους ζωικούς χυμούς και τα υγρά συστατικά της ζωής, όπως το νερό, το κρασί, το γάλα, το αίμα και το σπέρμα, εξυβρίζεται από τον Πενθέα, πως δήθεν είναι «ένας ψευτοθεός, ένας φτηνός γόητας γυναικών, που όλες τον ερωτεύονται και παρασύρονται σε ακολασίες μαζί του. Ο ίδιος ο Διόνυσος, που εμφανίζεται ως θηλυκόμορφος νέος, φέρνει μαζί του τη λατρεία του, που συμπεριλαμβάνει τον σπαραγμό (τον διαμελισμό σωμάτων ζώων, ενίοτε και ανθρώπων) και την ωμοφαγία, αναγκαίες διαδικασίες για να εξασφαλιστεί η γονιμότητα της γης καθώς και για να διατηρηθεί το φαινόμενο της ζωής. Οι κόρες του Κάδμου αμφισβητούν τη θεϊκή καταγωγή του και γι' αυτόν τον λόγο τρελαίνονται από τον θεό και ως Μαινάδες παραμένουν στον Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας, γιος τής Αγαύης, επίσης αρνείται να δεχτεί τη λατρεία του νέου θεού και στρέφεται ενάντια στις Μαινάδες. Συλλαμβάνει τον Διόνυσο, ο οποίος, με τη σειρά του, ελευθερώνεται και με σεισμό καταστρέφει το παλάτι. Ο Διόνυσος εκδικείται τον Πενθέα για την ασέβειά του. Τον πείθει να μεταμφιεσθεί σε Μαινάδα για να κατασκοπεύσει τις Θηβαίες στον Κιθαιρώνα και όταν φτάνει στο βουνό, οι Μαινάδες και πρώτη η μητέρα του η Αγαύη τον διαμελίζουν. Οταν ο Κάδμος πληροφορείται το συμβάν πηγαίνει στον Κιθαιρώνα και συλλέγει τα κομμάτια του κορμιού του. Η Αγαύη επιστρέφει θριαμβευτικά στην πόλη μεταφέροντας το κεφάλι του Πενθέα, θεωρώντας το κεφάλι λιονταριού. Στη συνέχεια, ο Κάδμος την κάνει να συνειδητοποιήσει τι έχει πράγματι διαπράξει και το έργο τελειώνει με την εμφάνιση του Διόνυσου ως θεού πλέον, από το θεολογείο, που ανακοινώνει τη δυσοίωνη τύχη των ηρώων και εδραιώνει τη θρησκεία του.
Ο Πενθέας, όπως και κάθε άνδρας έχει κι αυτός το θηλυκό του κομμάτι, το οποίο όμως του προκαλεί αποστροφή, τρόμο, μα και ηδονή ταυτόχρονα. Το μοτίβο της θηλυκότητας στις Βάκχες έρχεται να συναντήσει τούτο της τρέλας - τα δύο δώρα του Διόνυσου προς τον Πενθέα-, αποσφραγίζοντας καίρια την προβληματική της ανθρώπινης ψυχής, η οποία σε τούτο το δράμα του Ευριπίδη εμφανίζεται να κατασπαράσσει τον εαυτό της. Η σύγκρουση λογικότητας κι ενστίκτου στις Βάκχες, πρωταρχικός διχασμός της ανθρώπινης ψυχής, δεν θα ειρηνεύσει, παρά θα «εκδραματίσει» όλη τη ρηξιγενή της φύση με μια συγκλονιστική διονυσιακή τελετή. Οι πανάρχαιες διονυσιακές τελετές έχουν έναν χαρακτήρα εξαιρετικά πολυσήμαντο, καθώς συνδέονται θεματικά με πλήθος άλλες θρησκευτικές τελετουργίες αρχαίων λαών (όπως π.χ. των Αζτέκων) και στοχεύουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, στη διατήρηση λεπτών ισορροπιών στην ανθρώπινη ψυχική πραγματικότητα, κυρίως με τη μορφή που αυτή κοινωνικοποιήθηκε σε πρωτόγονα κοινοτικά σχήματα.
Η παράσταση
Η παράσταση είναι η δεύτερη σκηνοθετική-ερμηνευτική προσέγγιση του Έκτορα Λυγίζου, μετά την παράσταση του, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου το 2013, με τρεις ηθοποιούς (Λυγίζος, Μοθωναίος, Μπαλής). Στη νέα του προσέγγιση, έχουμε οκτώ αφηγητές που φαντασιώνονται την βακχεία. Σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, εξερευνά τη σύγκρουση ανάμεσα στην ατομικότητα του ήρωα και την πολυφωνικότητα του χορού: οκτώ αφηγητές, εντάσσοντας τα χορικά στη βασική πλοκή, παρακολουθούν τη διαδικασία της σταδιακής σύνθεσης και αποσύνθεσης ενός μικτού συνόλου, την αντίσταση των μελών του, αλλά και τη λαχτάρα τους να ανέβουν φαντασιακά στο ιερό βουνό ως μαινάδες και να μετατραπούν σε βάκχες. Μια τελετή μύησης στη λατρεία του «άλλου», της οποίας πρώτο στάδιο είναι να σταθούν δύο άτομα αντιμέτωπα υπό το βλέμμα ενός θεατή- μάρτυρα.
Ένα μοβ ύφασμα τυλιγμένο σε ρολό στο έδαφος οριοθετεί τον σκηνικό χώρο, μετετρέποντας το κοίλο σχήμα της σκηνής σε τετράγωνο. Η αφηγηματική δομή που επέλεξε ο σκηνοθέτης -«βασισμένη στις ‘‘Βάκχες’’ του Ευριπίδη», αφού απουσίαζαν πολλά μέρη της τραγωδίας αλλοιώνοντας σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητά της- δεν κατάφερε να μας μεταδώσει την τραγικότητα και το διονυσιακό παθος, παρόλο που έγινε αισθητή, η ενδελέχεια, η ωραία ενέργεια και η υποκριτική δεινότητα του θιάσου. Μας έλλειψαν οι Μαινάδες και η Βακχεία τους, το παραλήρημα της Αγαύης, κρατώντας το κεφάλι του τραγικού γιού της. Περισσότερο απο όλα, όμως, δεν κατάφερε να μας μεταγγίσει το θάνατο και την ανάσταση του Διονύσου. Η καθαρή ροή του λόγου, οι σωστά δουλεμένες κινήσεις του συνόλου, η επικοινωνιακή δύναμη, οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί και η στέρεα μετάφραση αποτέλεσαν τα συν αυτής της παράστασης.
Ο Διόνυσος του Αργύρη Πανταζάρα ήταν ανθρώπινος και γήινος, με καθαρό λόγο και ελεγχόμενες κινήσεις, η Ανέζα Παπαδοπούλου και ο Χρήστος Στέργιογλου, ηθοποιοί με σκηνική εμπειρία αποτέλεσαν ένα εκπληκτικό δίδυμο ως Κάδμος και Τειρεσίας, η Μαρία Πρωτόπαππα, εντυπωσίασε σαν Πενθέας, γεμίζοντας τη σκηνή, με την δυναμική της παρουσία. Οι οκτώ πρωταγωνιστές ( Ανθή Ευστρατιάδου, Έκτορας Λυγίζος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Άρης Μπαλής, Αργύρης Πανταζάρας, Ανέζα Παπαδοπούλου, Μαρία Πρωτόπαππα και Χρήστος Στέργιογλου) ενώθηκαν αρμονικά υψώνοντας τις φωνές τους σε ένα και σε όλον, εναλλάξ, χωρίς να μπορέσουν να φτάσουν σε θαυμαστές κορυφώσεις, γεγονός που επιτρέπει η θεατρικότητα και η θεματολογία του κειμένου. Το εύρημα της παράστασης να δηλώνεται η ταυτότητα του κάθε προσώπου, εξ αρχής με την φράση "Αν ήμουν ο Πενθέας θα σας έλεγα", έτσι ώστε ο θεατής να ξέρει ποιος χαρακτήρας μιλάει, βοήθησε πολύ στη κατανόηση των διαδραματιζόμενων Εν κατακλείδι, μια φροντισμένη παράσταση, που δούλεψε καλά την σύνθεση και την αποσύνθεση των ρόλων, βασιζόμενη στην προσεκτική έρευνα και την ομοιογένεια του ταλαντούχου θιάσου, που ενώ προερχόταν απο διαφορετικές γενιές και σχολές, λειτούργησε με αξιοθαύμαστη ενότητα και αρμονία. Θα θέλαμε να δούμε την δραματική κορύφωση που δεν ήρθε και μαζί με αυτήν την απογείωση της διονυσιακής τρέλας, που επιβάλλει ένας θεός, που εξισώνει τους πάντες, δεν πεθαίνει, δεν νικιέται οριστικά, δεν μπορεί να υποφέρει όσα η ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά μπορεί να παρουσιάζεται με ανθρώπινες ιδιότητες και ελαττώματα.
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος
Σκηνικό – Κοστούμια: Κλειώ Μπομπότη
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Μακιγιάζ: Ιωάννα Λυγίζου
Αγγλικοί υπέρτιτλοι: Λύο Καλοβυρνάς
Δραματολογική συνεργασία: Κατερίνα Κωνσταντινάκου
Σωματική προετοιμασία-Τεχνική Alexander: Βίκυ Παναγιωτάκη
Φωνητική προετοιμασία: Ρηνιώ Κυριαζή
Παίζουν: Ανθή Ευστρατιάδου, Έκτορας Λυγίζος, Βασίλης Μαγουλιώτης,Άρης Μπαλής,
Αργύρης Πανταζάρας, Ανέζα Παπαδοπούλου, Μαρία Πρωτόπαππα, Χρήστος Στέργιογλου
Συμπαραγωγή: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου και ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας