Με το κλασικό «μούτρωμά» της, τα μπλιτσαρισμένα μαλλιά της και την επιλογή ρούχων,την οποία στη συνέχεια μιμούνταν πολλοί, η βασίλισσα του στιλ της δεκαετίας του ’70 ήταν κάτι παραπάνω από απλά η τραγουδίστρια των Blondie. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως κουνελάκι του Playboy και κατέληξε ως μία από τις πιο ατρόμητες τραγουδίστριες του πανκ ροκ, η Χάρι όρισε την αβίαστη μόδα της Νέας Υόρκης: ένα στιλ που βγήκε από τα υπόγεια στέκια όπως το CBGB, το Studio 54 και το Max’s Kansas City και καταγράφηκε στις πολαρόιντ του Έντο Μπεντόγκλιο και αμέτρητα κλιπς επί σκηνής.
Η Ντέμπορα Ανν Χάρι γεννήθηκε την 1η Ιουλίου του 1945, στο Μαϊάμι. Τρεις μήνες μετά, υιοθετήθηκε από μία οικογένεια στο Χόθορν του Νιου Τζέρσι. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, πήγε εκεί που πήγαιναν όλοι, στη Νέα Υόρκη, για να κατακτήσει την πόλη αρχικά και όλο τον κόσμο μετέπειτα. Πέρασε διά πυρός και σιδήρου, αλλάζοντας επιτηδεύματα, εργαζόμενη πότε ως γραμματέας, πότε ως κουνελάκι του Playboy, πότε ως σερβιτόρα. Θα γνωρίσει τον λίαν εκκεντρικό κιθαρίστα Κρις Στάιν, με τον οποίο θα δεθεί, φιλικά, ερωτικά, και μετά πάλι φιλικά, για όλη τη ζωή της. Θα αρχίσει να εμφανίζεται με το εφήμερο φολκ σχήμα Wind in the Willows και κατόπιν με το κοριτσίστικο τρίο The Stilettos, θαμπώνοντας αντρικό και γυναικείο πληθυσμό με μια περσόνα και ένα παρουσιαστικό που σε κάνει να παραμιλάς σαν τον Φίλιπ Μάρλοου του Τσάντλερ: λιώνει το μολύβι, σε καθηλώνει με ένα της βλέμμα, κάτω από τις μακριές της βλεφαρίδες κατοικούν μικροσκοπικά αγγελούδια, τα χείλη της στέλνουν ηλιαχτίδες στα μπλουτζίν.
Παρέα με τον Στάιν ιδρύουν τους Blondie, με τον εκρηκτικό Κλεμ Μπερκ στα ντραμς, τον Γκάρι Βάλενταϊν, έναν ευειδή ποιητή και λάτρη του Χένρι Μίλερ, στο μπάσο, και τον άρτι Τζίμι Ντρέστι στα πλήκτρα. Κάνουν πρόβες όπου βρουν, κυρίως πήζουν και αποκρυσταλλώνουν τον κοφτό, ρυθμικό, μα και δροσερό τους ήχο, στο διαμέρισμα της Ντέμπι και του Στάιν, ένα άθλιο αχούρι στην Τόμσον Στριτ, τίγκα στην ακαταστασία και κοσμημένο με μισοσκισμένες αφίσες, νεκροκεφαλές, εικόνες του Άντι Γουόρχολ και των Velvet Underground, κονκάρδες των Rolling Stones και έργα τέχνης που έφτιαχναν από διάφορα αντικείμενα αλιευμένα από τα σκουπίδια. Οι Blondie θα αρχίσουν να παίζουν σε καταγώγια, λησμονημένα πια, όπως το Monty Python’s, το Broadway Charlie’s και το Brandy’s, με πρώτιστο σκοπό να εξασφαλίσουν τον… άρτον τον επιούσιον! Όπως λέει ο Γκάρι Βάλενταϊν: «Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η ζωή των μουσικών περιστρέφεται γύρω από το σεξ, τα ναρκωτικά και το ροκ εντ ρολ, στην πραγματικότητα όμως περιστρέφεται γύρω από το φαγητό». για να καταβυθιστούν με φόρα στον ορυμαγδό του πανκ και να παίξουν στο CBGB παρέα με άλλους θρύλους πλέον του ροκ, όπως τους Ramones και τους Talking Heads.
| |
Δεν θ’ αργήσουν να γίνουν υψηλές φυσιογνωμίες της νεοϋορκέζικης σκηνής, κάτι σαν ανίψια του Γουόρχολ και του Λου Ριντ, ιδίως με την Ντέμπι να γίνεται ένα ολοένα και πιο συγκλονιστικό κοκτέιλ αποτελούμενο από δυο μεζούρες Μέριλιν Μονρόε, μία μεζούρα Φέι Ντάναγουεϊ, και κάτι από τη Ζαν Μορώ στα χείλη και στη φωνή. Θα αναλάβουν τη μουσική επένδυση στο θεατρικό έργο της Τζάκι Κέρτις «Vain Victory», θα ακούνε με τις ώρες τα επιτεύγματα των Dr Feelgood λιώνοντας τα βινύλια του μακαρίτη πια Λη Μπριγιό και τρώγοντας τις ομελέτες που ετοίμαζε, ανάμεσα στις ακροάσεις και τις αλλεπάλληλες πρόβες, η Ντέμπι. Θα παίζουν διαρκώς στο CBGB και στο άλλο θρυλικό στέκι, το Max’s Kansas City, εκτοξεύοντας απανωτά σουξέ, ηχογραφώντας για την Chrysalis τον ένα δίσκο μετά τον άλλο, και αρχίζοντας να παίζουν δημιουργικά με τα στυλ και τις μορφές. Αλήστου μνήμης τα άλμπουμ Blondie (1976), Plastic Letters (1977), Parallel Lines (1978), Eat to the Beat (1979) και Autoamerican (1980). Η Carola Dibbell συνοψίζει αριστοτεχνικά τα προσόντα της Ντέμπι, ως πρώτης ξανθιάς leader στην ιστορία της ροκ λέγοντας ότι το έπαιζε, με τρομερή επιτυχία, τσούλα, αυθάδης, σίγουρη, τσαχπίνικα ανυπόληπτη, ενώ παρίστανε το πρόστυχο κορίτσι που δεν διέθετε ταλέντο αλλά δεν την ένοιαζε αυτό και μάλιστα αδιαφορούσε σκανδαλωδώς για την ίδια της την αξιοπρέπεια. Ωστόσο, «προς έκπληξη πολλών, το πρόσωπο εκτός αυτών των εισαγωγικών διέθετε τεράστιο ταλέντο, εξαιρετικό συγχρονισμό, ευχάριστα χαρίσματα, μια μεταδοτική αίσθηση κατεργαριάς, μια δυνατή φωνή που προερχόταν οπωσδήποτε από τις ρίζες της, και συν τοις άλλοις παρακολουθούσε με κοφτερή ματιά τις πολιτιστικές εξελίξεις, ήταν εκ φύσεως εκκεντρική και μια φανατική μποέμ που θα παρέμενε είδωλο για πολλά κορίτσια που μόλις είχαν ανακαλύψει το πανκ».
Η Ντέμπι Χάρι θα τα αναδείξει όλα αυτά στη νιοστή ακολουθώντας σόλο καριέρα μετά τη διάλυση των Blondie. Θα λάμψει στην ωραιότερη εκπομπή όλων των εποχών, το εξαίσιο «Muppet Show» και θα είναι χάρμα ιδέσθαι τραγουδώντας τυλιγμένη σε μια πορτοκαλί φόρμα εργασίας, με φόντο μια μπετονιέρα κι ένα γιαπί, και με μια σπαρταριστή μπάντα, το «One Way» ή, ακόμα πιο απογειωτικά, ερμηνεύοντας ντουέτο με τον θεσπέσιο Κέρμιτ, στο… μπάντζο, το «Rainbows». Θα κάνει μια τέλεια ντρίπλα που θα ζήλευαν ο Μαραντόνα και ο Ζιντάν μαζί, συνεργαζόμενη αίφνης με τους απίθανους μουσικαράδες The Jazz Passengers και βάζοντας έτσι το λιθαράκι της στο μεγαλειώδες οικοδόμημα του Μάιλς Ντέιβις, του Τζον Κολτρέιν και του Τσετ Μπέικερ. Αλλά θα ερωτοτροπήσει, πάντα πετυχημένα, και με το ραπ, συγκλονίζοντας τους πάντες με το «Rapture», θα ψάλλει βραχνά με τον ατίθασο Ίγκι Ποπ το «Well Did You Evah», θα παίξει με την αγέρωχη μελαγχολία της ρέγκε, με την ηλεκτροπόπ, αναμειγνύοντας τα στυλ, δίχως όμως να χάσει ίχνος από την προσωπικότητά της, σε αντίθεση με την άλλη περιλάλητη ξανθιά, την Μαντόνα, που έχει τόσο πολύ μεταμφιεστεί ώστε σχεδόν να πάψει να υπάρχει. Γιατί η Ντέμπι Χάρι ξεπήδησε, και κατά πολλές έννοιες παρέμεινε εκεί, ναι, ξεπήδησε από τα σωθικά της Νέας Υόρκης, ξεπήδησε από το ένα υπερβολικά και γενναία ζωντανό ρεύμα που θέλησε να αναστατώσει και να ανανεώσει τη μουσική, και τα κατάφερε. Κι ακόμα, βαθιά ανθρώπινη και όχι εμπορευματικό προϊόν, η Ντέμπι, στην αυγή της σόλο διαδρομής της, θα αφήσει στην άκρη τις επαγγελματικές της βλέψεις και θα σταθεί για τρία ολόκληρα και πολύτιμα χρόνια στο πλευρό του Κρις Στάιν όταν αυτός προσβληθεί από την σπάνια γενετική νόσο pemphigus. Χάρη στη συμπαράστασή της, και μάλιστα δίχως πια να είναι ερωτευμένο ζεύγος αλλά φίλοι καλοί και ωραίοι, ο Κρις θα αναλάβει και θα μείνει, με τη σειρά του, στο πλευρό της Ντέμπι ως σύμβουλος στις μουσικές της περιπέτειες, κιθαρίστας της, και συνένοχός της στην δυναμική ανασύσταση και επανεμφάνιση των Blondie.
Πράγματι, στα τέλη του 1996, η Ντέμπι και ο Κρις καλούν τον Τζίμι Ντέστρι, τον Γκάρι Βάλενταϊν και τον Κλεμ Μπερκ να επανακάμψουν ως Blondie. Και θα είναι μια από τις πιο άδολες, γερές, δυναμικές και πετυχημένες αναβιώσεις, πέρα από τα εμπορευματικά τερτίπια και τις τεχνητές εκκρίσεις ψευδονοσταλγίας. Σέξι και δροσερή, μια Λολίτα από την ανάποδη, ή μια Ζαζί στο Μετρό που διατηρεί τα θέλγητρά της όχι ανακαινίζοντάς τα με χειρουργικές αλλά επιτρέποντάς τους να ωριμάσουν ωραία, να γίνουν ένα βαρύτιμο βελούδο, η Ντέμπι, παρέα με τους Blondie, θα σκίσει ερμηνεύοντας θαυμάσια το «Maria», περιοδεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, ξεσηκώνοντας το κοινό, παίζοντας καθαρόαιμη μουσική, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι μικροί.
| |
Η Ντέμπι περιγράφει πώς γνωρίστηκε με τον Άντι Γουόρχολ
Το 1980, ο Άντι Γουόρχολ απαθανατίζει στον καμβά του σε μεταξοτυπία με ακρυλικό και μελάνι την Ντέμπι Χάρι, τη διάσημη τραγουδίστρια του πανκ ροκ συγκροτήματος Blondie. 31 χρόνια αργότερα, στις 29 Ιουνίου 2011, ο καμβάς διατέθηκε προς πώληση έναντι του αστρονομικού ποσού των 5,5 εκατομμυρίων λιρών. Συμπτωματικά συνέπεσε με την κυκλοφορία του δίσκου της «Panic Of Girls». Η Μπλόντι, μια εντυπωσιακή ξανθιά από το Νιού Τζέρσι με εξίσου ζωηρή προσωπικότητα, είχε μόλις μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να ξεκινήσει τη μουσική της καριέρα. Από σερβιτόρα στο «Μαξ» στην πόλη του Κάνσας, βρέθηκε στο συγκρότημα Blondie. Έβγαλε το πρώτο άλμπουμ το 1976, έκανε την πρώτη Ευρωπαϊκή περιοδεία το 1977, ενώ το 1978 ήταν ήδη σούπερ σταρ παγκοσμίως. Ήταν η επιτομή της ιλιγγιώδους ανόδου προς τη δόξα, κάτι που ξετρέλανε τον Γουόρχολ και σε συνδυασμό με την ομορφιά της, τη φήμη της και τη φιλία τους, έγινε μούσα του!. «Οι δρόμοι μας συναντήθηκαν. Η Νέα Υόρκη είχε μια ενεργή ζωή στους δρόμους της καθώς τότε ήταν μια μικρή κοινωνία. Πέφταμε συχνά ο ένας πάνω στον άλλον. Είτε γνωριζόμασταν ήδη, είτε συστηνόμασταν. Έπεσα πάνω στον Άντι στη συμβολή των οδών Μπρόντγουεϊ και 13ης, είπαμε ένα «γεια» και αρχίσαμε να μιλάμε για τα πάντα. Κάπως έτσι γνωριστήκαμε και αναπτύχθηκε η φιλία.Ήταν ο μετρ της ερμηνείας. Συνήθιζε να λέει με απαλή φωνή: «Προσπάθησε να κοιτάζεις εδώ», δείχνοντας τον φακό της αστείας του Πολαρόιντ. Ήταν ένα άνετο περιβάλλον γιατί το έκανε εκείνος πολύ εύκολο. Ο Άντι ήταν μέρος της κληρονομιάς μας και του μέλλοντός μας.» (συνέντευξη στην Τσεγιέν Γουέστφαλ, πρόεδρο Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Τέχνης του οίκου Sotheby’s). Η Μπλόντι, μια εντυπωσιακή ξανθιά από το Νιού Τζέρσι με εξίσου ζωηρή προσωπικότητα, είχε μόλις μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να ξεκινήσει τη μουσική της καριέρα. Από σερβιτόρα στο «Μαξ» στην πόλη του Κάνσας, βρέθηκε στο συγκρότημα Blondie. Έβγαλε το πρώτο άλμπουμ το 1976, έκανε την πρώτη Ευρωπαϊκή περιοδεία το 1977, ενώ το 1978 ήταν ήδη σούπερ σταρ παγκοσμίως. Ήταν η επιτομή της ιλιγγιώδους ανόδου προς τη δόξα, κάτι που ξετρέλανε τον Γουόρχολ και σε συνδυασμό με την ομορφιά της, τη φήμη της και τη φιλία τους, έγινε μούσα του!...
Το 1980, ο Άντι Γουόρχολ απαθανατίζει στον καμβά του σε μεταξοτυπία με ακρυλικό και μελάνι την Ντέμπι Χάρι, τη διάσημη τραγουδίστρια του πανκ ροκ συγκροτήματος Blondie. 31 χρόνια αργότερα, στις 29 Ιουνίου 2011, ο καμβάς διατέθηκε προς πώληση έναντι του αστρονομικού ποσού των 5,5 εκατομμυρίων λιρών. Συμπτωματικά συνέπεσε με την κυκλοφορία του δίσκου της «Panic Of Girls». Η Μπλόντι, μια εντυπωσιακή ξανθιά από το Νιού Τζέρσι με εξίσου ζωηρή προσωπικότητα, είχε μόλις μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να ξεκινήσει τη μουσική της καριέρα. Από σερβιτόρα στο «Μαξ» στην πόλη του Κάνσας, βρέθηκε στο συγκρότημα Blondie. Έβγαλε το πρώτο άλμπουμ το 1976, έκανε την πρώτη Ευρωπαϊκή περιοδεία το 1977, ενώ το 1978 ήταν ήδη σούπερ σταρ παγκοσμίως. Ήταν η επιτομή της ιλιγγιώδους ανόδου προς τη δόξα, κάτι που ξετρέλανε τον Γουόρχολ και σε συνδυασμό με την ομορφιά της, τη φήμη της και τη φιλία τους, έγινε μούσα του!. «Οι δρόμοι μας συναντήθηκαν. Η Νέα Υόρκη είχε μια ενεργή ζωή στους δρόμους της καθώς τότε ήταν μια μικρή κοινωνία. Πέφταμε συχνά ο ένας πάνω στον άλλον. Είτε γνωριζόμασταν ήδη, είτε συστηνόμασταν. Έπεσα πάνω στον Άντι στη συμβολή των οδών Μπρόντγουεϊ και 13ης, είπαμε ένα «γεια» και αρχίσαμε να μιλάμε για τα πάντα. Κάπως έτσι γνωριστήκαμε και αναπτύχθηκε η φιλία.Ήταν ο μετρ της ερμηνείας. Συνήθιζε να λέει με απαλή φωνή: «Προσπάθησε να κοιτάζεις εδώ», δείχνοντας τον φακό της αστείας του Πολαρόιντ. Ήταν ένα άνετο περιβάλλον γιατί το έκανε εκείνος πολύ εύκολο. Ο Άντι ήταν μέρος της κληρονομιάς μας και του μέλλοντός μας.» (συνέντευξη στην Τσεγιέν Γουέστφαλ, πρόεδρο Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Τέχνης του οίκου Sotheby’s). Η Μπλόντι, μια εντυπωσιακή ξανθιά από το Νιού Τζέρσι με εξίσου ζωηρή προσωπικότητα, είχε μόλις μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να ξεκινήσει τη μουσική της καριέρα. Από σερβιτόρα στο «Μαξ» στην πόλη του Κάνσας, βρέθηκε στο συγκρότημα Blondie. Έβγαλε το πρώτο άλμπουμ το 1976, έκανε την πρώτη Ευρωπαϊκή περιοδεία το 1977, ενώ το 1978 ήταν ήδη σούπερ σταρ παγκοσμίως. Ήταν η επιτομή της ιλιγγιώδους ανόδου προς τη δόξα, κάτι που ξετρέλανε τον Γουόρχολ και σε συνδυασμό με την ομορφιά της, τη φήμη της και τη φιλία τους, έγινε μούσα του!...