Ο Τζο Ντι Μάτζιο Τζούνιορ γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1914, στο Μαρτίνες, μια κοινότητα ψαράδων 25 μίλια νοτιοανατολικά της Golden Gate. Οι πρώτες θολές εικόνες του είναι όμως από το Fisherman's Wharf του Σαν Φρανσίσκο, εκεί όπου μετακόμισαν οι γονείς του, ιταλοί μετανάστες από το Ιζολα Ντέλε Φέμινε, ένα νησάκι της σικελικής ακτής, ένα χρόνο μετά τη γέννησή του. Γιατί εκεί τα νερά ήταν πιο γλυκά, τα ψάρια και τα καβούρια πιο ευκολόπιστα. Το όγδοο από τα εννέα παιδιά μιας από τις τόσες ιταλιάνικες φαμίλιες που είχαν έρθει να βρουν την τύχη τους στον Νέο Κόσμο ούτε είχε ακούσει ποτέ τη λέξη «μπέιζμπολ». Ο πατέρας του Τζιουζέπε Πάολο, ψαράς από κούνια, και η μητέρα Ροζαλία, με τα αμυγδαλωτά μάτια και τη νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα, δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου αγγλικά. Ο Τζιουζέπε πάντως δεν είχε σκοπό να «παίξει» με το μέλλον των γιων του και ας τους είχε «βάλει» από νωρίς στο ψαροκάικο. Μόνο οι δύο, ο Τομ και ο Μάικ, έπρεπε να ακολουθήσουν τα χνάρια του (ο Μάικ θα χάσει τη ζωή του το 1953, σε ηλικία 44 ετών, μια νύχτα στη θάλασσα). Για τους υπόλοιπους, ήθελε ο ένας να γίνει μεγάλο αστέρι της όπερας (ο Βίνσεντ, που είχε το ταλέντο αλλά δεν υπήρχαν αρκετά δολάρια να τον στείλουν για σπουδές στην Ιταλία), ο άλλος, ο Ντομινίκ, να γίνει δικηγόρος γιατί φορούσε γυαλιά και ο πέμπτος, ο Τζο, καθ' ότι ήταν επαγγελματίας «lagnuso» («τεμπελόσκυλο») και λάτρευε το καθισιό, να γίνει τι άλλο; λογιστής! Κάπως έτσι εισέβαλε ο όρος «μπέιζμπολ» στο σπιτικό των Ντι Μάτζιο. Ηταν ο μοναδικός τρόπος για να γλιτώσουν ο Βίνσεντ, ο διοπτροφόρος Ντομινίκ και φυσικά ο Τζο από τις ψαράδικες αγγαρείες.
Με τον γιό του Τζόζεφ Πωλ, ο οποίος γεννήθηκε το 1941, απο τον πρώτο του γάμο.
Ο πρώτος επαγγελματίας παίκτης της φαμίλιας ήταν ο Βίνσεντ, που δεν άργησε να βρεθεί στην ομάδα των Σαν Φρανσίσκο Σιλς. «Πιτσιρικάς ήμουν πολύ φαντασμένος» θα εξομολογηθεί ο μικρότερος Τζο πολλά χρόνια αργότερα. «Είπα λοιπόν στον εαυτό μου: "Αφού μπορεί ο Βινς να βγάζει φράγκα παίζοντας μπάλα, γιατί όχι κι εγώ;"». Δεν πίστευε στ' αφτιά του όταν οι Σαν Φρανσίσκο Σιλς τον κάλεσαν να προπονηθεί μαζί τους για τη σεζόν του 1933. Οι αθλητικογράφοι τον περιέγραφαν ως «έναν ψηλολέλεκα, όλο χέρια και πόδια» (δεν ήταν και τόσο σύνηθες στα γήπεδα του μπέιζμπολ το ύψος 1.90). Τρία χρόνια αργότερα, και όταν οι επιδόσεις του ως centerfielder είχαν αρχίσει να ακούγονται, οι περιώνυμοι Yankees της Νέας Υόρκης του προσέφεραν επαγγελματικό συμβόλαιο. Ο Μπέιμπι Ρουθ είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση και το άθλημα είχε ανάγκη από ένα σταρ. Θα μείνει μαζί τους ως το 1951. Μόνο μια τρίχρονη διακοπή για να υπηρετήσει την πατρίδα στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια λαμπρή καριέρα με μπόλικα χρυσά γάντια, 2.214 χτυπήματα, το περιβόητο εκείνο ρεκόρ του '41, και κάμποσες φωτογραφίες του κάτω από το μαξιλάρι ονειροπαρμένων αμερικανών πιτσιρικάδων. Ο Τζο Ντι Μάτζιο δεν ακτινοβολούσε μόνο όταν κατάφερνε να χτυπήσει την μπάλα και να πατήσει τη βάση. Ηταν περιζήτητος στους κοσμικούς κύκλους της Νέας Υόρκης με τα ατσάκιστα κοστούμια και τους άψογους τρόπους. Το 1939 παντρεύεται την εντελώς άγνωστη στάρλετ Ντόροθι Αρνολντ αλλά ο γάμος θα λήξει πέντε χρόνια αργότερα.
Όταν η Μέριλιν προσκλήθηκε να διασκεδάσει με το μπρίο της τα αμερικανικά στρατεύματα στην Κορέα. χαμογελούσε ολόκληρη. «Τζο, Τζο, ήταν υπέροχα, οι στρατιώτες με λάτρεψαν. Δεν έχεις ακούσει τέτοιες επευφημίες». Ο Ντιμάτζιο απάντησε ήρεμα: «Και όμως, αγάπη μου, τις έχω ακούσει...».
Στο μεταξύ οι Yankees τον προσκαλούσαν να εγκαινιάζει τη σεζόν ρίχνοντας την πρώτη μπαλιά. Γράφτηκαν τραγούδια για τον Ντι Μάτζιο, ο Νίκολας Ρεγκ τον συμπεριέλαβε το 1985 στην ταινία του «Μια νύχτα με τη Μέριλιν» (μαζί με την πρώην σύζυγό του, τον Αϊνστάιν και τον γερουσιαστή Τζο Μακάρθι). Εκείνος αποσύρθηκε διακριτικά στο σπίτι του και περνούσε τον χρόνο του μαγειρεύοντας «τσιοπίνο» για τους φίλους του μπεϊζμπολίστες στο εστιατόριό του «Joe DiMaggio's Grotto», ενώ το 'ριξε σιγά σιγά στις αγαθοεργίες και στη νοσταλγία. Ακόμη και όταν χτυπήθηκε από την επάρατο νόσο, ακόμη και όταν τα «κοράκια» του NBC ανακοίνωσαν τον... ψευτοθάνατό του, το Ιστιοφόρο δεν σταμάτησε να αρμενίζει. Ισως γι' αυτό για αρκετούς Αμερικανούς το αμερικανικό όνειρο έσβησε μαζί του. Ισως γι' αυτό οι περισσότεροι θα ήθελαν να τον έχουν παρέα δίπλα τους. Οπως ο Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ στο «Ο γέρος και η θάλασσα»: «"Θα ήθελα να πάρω μαζί μου για ψάρεμα τον μεγάλο Ντι Μάτζιο" είπε ο γέρος. "Λένε ότι ο πατέρας του ήταν ψαράς. Μπορεί να ήταν τόσο φτωχός όσο εμείς και θα καταλάβαινε"».
Η Γνωριμία με την Μέριλιν και οι ξυλοδαρμοί
Στις 14 Ιανουαρίου του 1954, η Μέριλιν Μονρόε παντρεύτηκε τον παίχτη του μπέιζμπολ, Τζο Ντι Μάτζιο. Ήταν ο πιο σύντομος γάμος και για τους δύο, αφού έμειναν μαζί μόνο για 9 μήνες. Η Μέριλιν παίζει μπέιζμπολ, πριν γνωρίσει τον Ντι Μάτζιο Ο Ντι Μάτζιο όμως, αποδείχτηκε ο πιο πιστός φίλος της ηθοποιού κι ήταν ο μόνος που τη στήριξε, όταν άρχισε η ψυχολογική «κατρακύλα», που κατέληξε στην αυτοκτονία της. Τον Μάρτιο του 1952, ο ΝτιΜάτζιο είχε μόλις αποσυρθεί απ’ τον αθλητισμό, μετά από μία υπέρλαμπρη καριέρα. Η Μονρόε δεν είχε γίνει ακόμα «σταρ», αλλά η καθηλωτική ομορφιά και η γοητεία της ήταν εμφανείς. Ο κορυφαίος παίχτης του αμερικανικού μπέιζμπολ ζήτησε απ’ την ηθοποιό να βγουν ραντεβού, το οποίο κανονίστηκε για τις 8 Μαρτίου. Η Μέριλιν δίστασε να πει το «ναι», γιατί φοβόταν ότι ο Ντι Μάτζιο θα ήταν ένας ακόμα αλαζονικός και ακαλλιέργητος αθλητής. Τον «έστησε» για δύο ώρες στο πρώτο τους ραντεβού. Όταν όμως έφτασε στο εστιατόριο που την περίμενε, η Μέριλιν άλλαξε γνώμη για τον αθλητή. Ο Ντι Μάτζιο δεν ήταν πολύ όμορφος, ούτε ιδιαίτερα αβρός στους τρόπους του, αλλά εξέπεμπε μία αυτοπεποίθηση, που την καθήλωσε. Πέρασαν το καλοκαίρι του ’52 μαζί και τον Ιούλιο, ο Ντι Μάτζιο πήγε τη Μέριλιν στην οικογένειά του, στο Σαν Φρανσίσκο για να τη γνωρίσουν. Οι Ντι Μάτζιο ήταν οικογένεια μεταναστών και κατάγονταν από τη Σικελία, πιστοί καθολικοί και με πολύ αυστηρές αρχές. Για τον Ντι Μάτζιο ο ρόλος της γυναίκας ήταν πολύ ξεκάθαρος: μητέρα και νοικοκυρά. Αυτός δεν ήταν ο ρόλος που είχε επιλέξει η Μέριλιν για τον εαυτό της. Εκείνη είχε μεγάλα όνειρα για την καριέρα της, που δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις του Ντι Μάτζιο. Αυτή η βασική διαφορά στη νοοτροπία τους οδήγησε και στην άσχημη κατάληξη του γάμου τους.
Στις 14 Ιανουαρίου του 1954, η Μέριλιν Μονρόε παντρεύτηκε τον παίχτη του μπέιζμπολ, Τζο Ντι Μάτζιο. Ήταν ο πιο σύντομος γάμος και για τους δύο, αφού έμειναν μαζί μόνο για 9 μήνες. Η Μέριλιν παίζει μπέιζμπολ, πριν γνωρίσει τον Ντι Μάτζιο Ο Ντι Μάτζιο όμως, αποδείχτηκε ο πιο πιστός φίλος της ηθοποιού κι ήταν ο μόνος που τη στήριξε, όταν άρχισε η ψυχολογική «κατρακύλα», που κατέληξε στην αυτοκτονία της. Τον Μάρτιο του 1952, ο ΝτιΜάτζιο είχε μόλις αποσυρθεί απ’ τον αθλητισμό, μετά από μία υπέρλαμπρη καριέρα. Η Μονρόε δεν είχε γίνει ακόμα «σταρ», αλλά η καθηλωτική ομορφιά και η γοητεία της ήταν εμφανείς. Ο κορυφαίος παίχτης του αμερικανικού μπέιζμπολ ζήτησε απ’ την ηθοποιό να βγουν ραντεβού, το οποίο κανονίστηκε για τις 8 Μαρτίου. Η Μέριλιν δίστασε να πει το «ναι», γιατί φοβόταν ότι ο Ντι Μάτζιο θα ήταν ένας ακόμα αλαζονικός και ακαλλιέργητος αθλητής. Τον «έστησε» για δύο ώρες στο πρώτο τους ραντεβού. Όταν όμως έφτασε στο εστιατόριο που την περίμενε, η Μέριλιν άλλαξε γνώμη για τον αθλητή. Ο Ντι Μάτζιο δεν ήταν πολύ όμορφος, ούτε ιδιαίτερα αβρός στους τρόπους του, αλλά εξέπεμπε μία αυτοπεποίθηση, που την καθήλωσε. Πέρασαν το καλοκαίρι του ’52 μαζί και τον Ιούλιο, ο Ντι Μάτζιο πήγε τη Μέριλιν στην οικογένειά του, στο Σαν Φρανσίσκο για να τη γνωρίσουν. Οι Ντι Μάτζιο ήταν οικογένεια μεταναστών και κατάγονταν από τη Σικελία, πιστοί καθολικοί και με πολύ αυστηρές αρχές. Για τον Ντι Μάτζιο ο ρόλος της γυναίκας ήταν πολύ ξεκάθαρος: μητέρα και νοικοκυρά. Αυτός δεν ήταν ο ρόλος που είχε επιλέξει η Μέριλιν για τον εαυτό της. Εκείνη είχε μεγάλα όνειρα για την καριέρα της, που δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις του Ντι Μάτζιο. Αυτή η βασική διαφορά στη νοοτροπία τους οδήγησε και στην άσχημη κατάληξη του γάμου τους.
Αλλά το καλοκαίρι του ’52 ήταν κι οι δυο τυφλωμένοι απ’ τον έρωτα και δεν μπορούσαν να δουν καθαρά. Της έκανε πρόταση γάμου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1953. Δυο βδομάδες μετά παντρεύτηκαν. Τα προβλήματα άρχισαν από τον μήνα του μέλιτος. Το νιόπαντρο ζευγάρι είχε κανονίσει 10ημερες διακοπές στην Ιαπωνία. Μόλις λίγες μέρες είχαν περάσει απ’ τον γάμο τους, όταν ο ατζέντης της Μέριλιν της ζήτησε να ταξιδέψει στην αμερικανική στρατιωτική βάση στην Κορέα για να «εμψυχώσει» τους στρατιώτες. Ο Ντι Μάτζιο, παραδοσιακός στα ήθη του, δεν χάρηκε καθόλου που η σύζυγός του θα ταξίδευε μόνη της μέχρι την Κορέα για να χορέψει και να τραγουδήσει μπροστά σε χιλιάδες άντρες. Της ζήτησε να παρατήσει την καριέρα της και να μετακομίσουν στο Σαν Φρανσίσκο, όπου θα ζούσαν σαν ένα φυσιολογικό αντρόγυνο. Η Μέριλιν, φυσικά, αρνήθηκε. Ο Ντι Μάτζιο προσπάθησε να κάνει υπομονή, αλλά δεν ήταν απ’ τη φύση του υπομονετικός άνθρωπος. Πολλοί λένε ότι όταν πήγε στην Κορέα, η Μέριλιν είχε ένα σπασμένο αντίχειρα κι ότι ήταν μάλλον αποτέλεσμα της οργής του συζύγου της. Τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν καθόλου με τους επόμενους ρόλους της Μέριλιν. Όταν το ζευγάρι γύρισε στη Νέα Υόρκη, η Μέριλιν συνέχισε ακάθεκτη να παίζει σε ταινίες που μπορεί να την έκαναν ένα διεθνές σύμβολο του σεξ, αλλά εξόργιζαν τον σύζυγό της. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν τα γυρίσματα της ταινίας «7 Χρόνια Φαγούρα». Είχε έρθει η ώρα να γυρίσουν την πιο διάσημη σκηνή της καριέρας της Μέριλιν. Η ξανθιά «σεξοβόμβα» φορούσε ένα άσπρο φόρεμα και στεκόταν πάνω από έναν αεραγωγό. Με ένα φύσημα του αέρα, το φόρεμά της σηκωνόταν, αποκαλύπτοντας τα καλλίγραμμα πόδια της. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1954, την ημέρα το γυρισμάτων είχε συγκεντρωθεί τεράστιο πλήθος κόσμου για να δει την αγαπημένη του σταρ. Ανάμεσα σε αυτούς, ήταν κι ο σύζυγος της Μέριλιν, Τζο Ντι Μάτζιο. Η Μέριλιν χρειάστηκε να επαναλάβει τη σκηνή πολλές φορές και κάθε φορά που το φόρεμά της σηκωνόταν, ο Ντι Μάτζιο γινόταν όλο και πιο σκυθρωπός. Ο σκηνοθέτης, Μπίλι Γουάιλντερ, περιέγραψε την έκφραση του ΝτιΜάτζιο ως «το βλέμμα του θανάτου». Την επόμενη μέρα, η στυλίστρια της Μέριλιν στην ταινία, παρατήρησε ότι το κορμί της ηθοποιού ήταν μελανιασμένο, αν και είχε προσπαθήσει να καλύψει τους μώλωπες με μέικ απ. Η δημοσιογράφος και φίλη του Ντι Μάτζιο, Στέισι Έντουαρντς, αποκάλυψε τα σχόλια του αθλητή μετά από εκείνη τη νύχτα: «Τα πράγματα βγήκαν εκτός ελέγχου, το παραδέχομαι. Αλλά με θύμωσε τόσο πολύ. Δεν την ένοιαζε τι πίστευα. Θα έκανε αυτό που ήθελε».
Στις 17 Οκτωβρίου η Μέριλιν υπέβαλε αίτηση για διαζύγιο, γιατί ο Ντι Μάτζιο ασκούσε πάνω της «ψυχολογική βία». Εκείνος δεν εμφανίστηκε καν στο δικαστήριο.Το 1961, όταν η Μέριλιν είχε μόλις χωρίσει απ’ τον τρίτο σύζυγό της, τον Άρθουρ Μίλερ, ήταν ένα ψυχολογικό ράκος. Είχε μπει σε ψυχιατρική κλινική και ήταν ο Ντι Μάτζιο αυτός που υπέγραψε, όταν ήρθε η ώρα να πάρει εξιτήριο. Πήγε μαζί του στη Φλόριντα, όπου ο Ντι Μάτζιο δούλευε ως προπονητής μπέιζμπολ. Εκεί έζησαν την ήσυχη ζωή που ονειρευόταν ο Ντι Μάτζιο πιο παλιά. Κυκλοφόρησαν φήμες ότι κανόνιζαν να ξαναπαντρευτούν, αλλά οι ίδιοι έλεγαν ότι ήταν μόνο φίλοι. Παρά τις προσπάθειες του ΝτιΜάτζιο, η ψυχική υγεία της Μέριλιν δεν ανέκαμψε. Βρέθηκε νεκρή στο κρεβάτι της στης 5 Αυγούστου του 1962, έχοντας καταναλώσει μεγάλη ποσότητα από υπνωτικά χάπια. Την κηδεία της οργάνωσε ο Ντι Μάτζιο. Όταν πρωτογνωρίστηκαν, η Μέριλιν είχε ζητήσει μία περίεργη χάρη απ’ τον Ντι Μάτζιο: Αν πέθαινε πριν από εκείνον, ήθελε να πηγαίνει κάθε βδομάδα καινούρια λουλούδια στον τάφο της. Πιστός μέχρι το τέλος, ο μεγάλος σταρ του αθλητισμού, κράτησε την υπόσχεσή του. Μέχρι τον θάνατό του, το 1999, κάθε βδομάδα έστελνε φρέσκα τριαντάφυλλα στον τάφο της Μέριλιν....