Η ριζική μείωση του χρέους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) και η ταχεία ανοικοδόμηση της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν δυνατόν, χάρη στην πολιτική βούληση των πιστωτών της, ήτοι των Ηνωμένων Πολιτειών και των βασικών δυτικών συμμάχων τους (Βρετανία, Γαλλία).
Τον Οκτώβριο του 1950, οι τρεις σύμμαχοι διατύπωσαν ένα σχέδιο στο οποίο η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναγνωρίζει την ύπαρξη των χρεών στις περιόδους πριν και μετά τον πόλεμο. Οι σύμμαχοι σε κοινή δήλωση που επισύναψαν, ανέφεραν ότι «οι τρεις χώρες συμφώνησαν σε έναν κατάλληλο διακανονισμό των απαιτήσεων προς τη Γερμανία, ούτως ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί η χρηματοοικονομική κατάσταση της οικονομίας της μέσω ανεπιθύμητων συνεπειών ούτε να επηρεαστούν υπερβολικά τα πιθανά αποθέματα συναλλάγματος. Οι τρεις χώρες ήταν πεπεισμένες ότι η γερμανική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση συμμερίζεται τη θέση τους και η αποκατάσταση της γερμανικής πίστωσης υπόκειται σε κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους που εξασφάλιζε σε όλους τους συμμετέχοντες μια δίκαιη διαπραγμάτευση, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας» Το διεκδικούμενο χρέος της Γερμανίας πριν από τον πόλεμο ανερχόταν σε 22,6 δισεκατομμύρια μάρκα με εκτοκισμό. Το χρέος μετά τον πόλεμο εκτιμήθηκε σε 16,2 δισ. μάρκα.Στη διάρκεια της συμφωνίας του Λονδίνου στις 27 Φεβρουαρίου 1953 τα ποσά μειώθηκαν σε 7,500 δισ. μάρκα για την πρώτη περίοδο και σε 7 δισ. μάρκα για τη δεύτερη . Σε ποσοστό, αυτό αντιπροσωπεύει μείωση κατά 62,6%. Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής των πληρωμών για να επαναδιαπραγματευθούν οι όροι, αν συνέβαινε μια ουσιαστική αλλαγή που περιόριζε τη διαθεσιμότητα των πόρων .Για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας έμπαινε πραγματικά σε επανεκκίνηση ώστε να αποτελεί ένα κεντρικό και σταθερό στοιχείο στο ατλαντικό μπλοκ ενώπιο του ανατολικού μπλοκ, οι Σύμμαχοι πιστωτές έκαναν πολύ σημαντικές παραχωρήσεις προς τις χρεωκοπημένες γερμανικές αρχές και εταιρείες που υπερβαίνουν κατά πολύ μια απλή μείωση του χρέους. Ξεκίνησαν με την αρχή ότι η Γερμανία θα έπρεπε να ήταν σε θέση να αποπληρώσει, διατηρώντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού. Αποπληρωμή χωρίς να φτωχαίνει.
Για το σκοπό αυτό, οι πιστωτές δέχτηκαν:
1. ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες...).
2. ενώ στις αρχές του 1950, η χώρα εξακολουθούσε να έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των εξαγωγών), οι πιστώτριες δυνάμεις δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει. Συνεπώς, επιτρέποντας στη Γερμανία να αντικαταστήσει τις εισαγωγές αγαθών με δική της παραγωγή, οι πιστωτές συμφωνούσαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς αυτή. Με το 41% των γερμανικών εισαγωγών από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 1950-51 και με το μερίδιο των άλλων πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη (Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία και Ελβετία), το σύνολο ανήλθε στο 66%.
3. Τρίτον, οι πιστωτές επέτρεψαν στη Γερμανία να πωλεί τα προϊόντα της στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Αυτά τα στοιχεία συγκεντρώνονται στην δήλωση που αναφέρθηκε παραπάνω:
«Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το παρόν ισοζυγίου πληρωμών της.
Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως:
1. η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών,
2. η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό,
3. οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες,
4. τα δημοσιονομικά και εσωτερικά οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος (superavit) από τις εξαγωγές». Περαιτέρω, σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, «τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση [...] απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή Αρχής διαιτησίας». Τέτοια περίπτωση είναι όταν «η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς τη δημόσια τάξη» (σελ. 12 της Συμφωνίας του Λονδίνου).
1. ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες...).
2. ενώ στις αρχές του 1950, η χώρα εξακολουθούσε να έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των εξαγωγών), οι πιστώτριες δυνάμεις δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει. Συνεπώς, επιτρέποντας στη Γερμανία να αντικαταστήσει τις εισαγωγές αγαθών με δική της παραγωγή, οι πιστωτές συμφωνούσαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς αυτή. Με το 41% των γερμανικών εισαγωγών από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 1950-51 και με το μερίδιο των άλλων πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη (Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία και Ελβετία), το σύνολο ανήλθε στο 66%.
3. Τρίτον, οι πιστωτές επέτρεψαν στη Γερμανία να πωλεί τα προϊόντα της στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Αυτά τα στοιχεία συγκεντρώνονται στην δήλωση που αναφέρθηκε παραπάνω:
«Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το παρόν ισοζυγίου πληρωμών της.
Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως:
1. η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών,
2. η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό,
3. οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες,
4. τα δημοσιονομικά και εσωτερικά οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος (superavit) από τις εξαγωγές». Περαιτέρω, σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, «τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση [...] απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή Αρχής διαιτησίας». Τέτοια περίπτωση είναι όταν «η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς τη δημόσια τάξη» (σελ. 12 της Συμφωνίας του Λονδίνου).
Άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο, η εξυπηρέτηση του χρέους προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την ικανότητα της γερμανικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της ανοικοδόμησης της χώρας και τα έσοδα από τις εξαγωγές. Η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των εσόδων από τις εξαγωγές δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5%. Αυτό σημαίνει ότι η Δυτική Γερμανία δεν θα έπρεπε να ξοδεύει περισσότερο από το ένα εικοστό των εσόδων από τις εξαγωγές της για να εξυπηρετεί το χρέος της. Στην πράξη, μόλις το 4.2% των εσόδων της από τις εξαγωγές θα πάνε στην εξυπηρέτηση του χρέους της (αυτό το ποσοστό ανήλθε το 1959). Έτσι και αλλιώς, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού χρέους εξοφλήθηκε σε γερμανικά μάρκα, πράγμα που σημαίνει ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα μπορούσε και εκδώσει νέο χρήμα, με άλλα λόγια, μπορούσε και έβαζε σε λειτουργία το τυπογραφείο νομίσματος (ή ρευστοποιούσε το χρέος). Επιπροσθέτως, εφαρμόστηκε ένα εξαιρετικό μέτρο: έγινε μια δραστική μείωση των επιτοκίων, τα οποία κυμάνθηκαν μεταξύ 0 και 5%. Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις δωρεές σε δολάρια των ΗΠΑ προς τη Δυτική Γερμανία: 1,17 δισ. δολάρια με το σχέδιο Μάρσαλ μεταξύ 3 Απρ. 1948 και 30 Ιουνίου 1952 (ήτοι περίπου 10 δισ. σημερινά δολάρια) συν τουλάχιστον 200 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 2 δις σημερινά) μεταξύ 1954 και 1961, κυρίως μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID). Λόγω αυτών των εξαιρετικών συνθηκών, η Δυτική Γερμανία ανάκαμψε οικονομικά πολύ γρήγορα και τελικά απορρόφησε την Ανατολική Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Σήμερα είναι μακράν η ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη.
«Οι Έλληνες αξίζουν αρκετής κριτικής για το πως διαχειρίζονται τα πράγματα, αλλά εσείς τους δανείζετε τα λεφτά.»
Για όσους Αμερικανούς έχουν μπερδευτεί με το τι ακριβώς συμβαίνει στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, ο Seth Meyers ανέλαβε μέσω της εκπομπής του να κάνει μία …περίληψη.«Υπάρχουν δύο κεντρικοί παίκτες σε αυτό το παιχνίδι: Η Γερμανία, γνωστή για το πόσο ακριβής είναι, την τάξη της και πόσο προσηλωμένη στους κανόνες και η Ελλάδα, μία χώρα γνωστή για το γιαούρτι, τη φοροδιαφυγή, και τους γάμους μέσα στην υπερβολή. Το να μοιράζονται αυτοί οι δύο ένα νόμισμα είναι σαν η Martha Stewart και ο Guy Fierι να μοιράζονται μια κουζίνα – δεν πρόκειται ποτέ να λειτουργήσει.» λέει ο Meyers και χρησιμοποιώντας ως μέσο το χιούμορ.Στη συνέχεια ο κωμικός κάνει λόγο για το πως ενώ το 1999 η Ελλάδα δεν μπήκε στο ευρώ, μπήκε το 2001, λέγοντας πως εκείνο που άλλαξε ήταν πως η Ελλάδα συμπλήρωνε τα οικονομικά έγγραφα στην τύχη… Όσον αφορά στην οικονομική ενίσχυση που έλαβε η χώρα ο Meyers εξηγεί πως οι περικοπές που έγιναν κράτησαν πίσω την ελληνική οικονομία η οποία παρά την εξωτερική βοήθεια δεν μπόρεσε να ανακάμψει μιας και παίρνοντας λιγότερα χρήματα, υπήρχαν και λιγότερα χρήματα την αγορά.Από το απόσπασμα της εκπομπής δεν λείπει ούτε ο Αλέξης Τσίπρας, ούτε ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο Έλληνας Βόλντερμορτ όπως τον χαρακτηρίζει ο κωμικός ο οποίος στη συνέχει αναφέρεται στο «ΟΧΙ» του ελληνικού λαού.«Οι Έλληνες ψήφισαν «όχι», αλλά δυστυχώς απλά επειδή μια χώρα ψηφίζει να μην πληρώσει τα χρέη της, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να πληρώσει τα χρέη της. Αν πάρεις ένα δάνειο και στη συνέχεια πεις στην τράπεζα ψήφισα να μην σε πληρώσω η τράπεζα πιθανότατα θα απαντήσει ένα «Άντε γαμ…». Το οποίο είναι κατά βάση αυτό που απάντησε η Γερμανία» «Αυτός ο κύκλος πρέπει να σταματήσει. Οι Έλληνες αξίζουν αρκετής κριτικής για το πως διαχειρίζονται τα πράγματα, αλλά εσείς τους δανείζετε τα λεφτά. Δείξτε λίγη συμπόνοια για τους ηλικιωμένους που δεν μπορούν να αγοράσουν τα φάρμακα τους ή τους νέους ανθρώπους που υποφέρουν από την ανεργεία σε ποσοστό πάνω από 60%. Καταλαβαίνω ότι οι περισσότεροι Γερμανοί είναι ενάντια στο να συγχωρήσουν το χρέος των Ελλήνων γιατί πιστεύουν ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, αλλά θυμηθείτε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Σύμμαχοι διέγραψαν το χρέος της Γερμανίας, και χρειάζεται να σας θυμίσω, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί ήταν πολύ χειρότεροι από απλά τεμπέληδες.» «Η Ελλάδα χρωστάει 400 δισεκατομμύρια« καταλήγει ο Meyers ο οποίος προτείνει στη Γερμανία να το μειώσει σε 200 δισεκατομύρια και την πρώη δόση σε 30 χρόνια. «Είναι απλά λεφτά και χωρίς την Ελλάδα δε θα είχαμε την δημοκρατία, τον Δία ή τον …Yanni!»
Για όσους Αμερικανούς έχουν μπερδευτεί με το τι ακριβώς συμβαίνει στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, ο Seth Meyers ανέλαβε μέσω της εκπομπής του να κάνει μία …περίληψη.«Υπάρχουν δύο κεντρικοί παίκτες σε αυτό το παιχνίδι: Η Γερμανία, γνωστή για το πόσο ακριβής είναι, την τάξη της και πόσο προσηλωμένη στους κανόνες και η Ελλάδα, μία χώρα γνωστή για το γιαούρτι, τη φοροδιαφυγή, και τους γάμους μέσα στην υπερβολή. Το να μοιράζονται αυτοί οι δύο ένα νόμισμα είναι σαν η Martha Stewart και ο Guy Fierι να μοιράζονται μια κουζίνα – δεν πρόκειται ποτέ να λειτουργήσει.» λέει ο Meyers και χρησιμοποιώντας ως μέσο το χιούμορ.Στη συνέχεια ο κωμικός κάνει λόγο για το πως ενώ το 1999 η Ελλάδα δεν μπήκε στο ευρώ, μπήκε το 2001, λέγοντας πως εκείνο που άλλαξε ήταν πως η Ελλάδα συμπλήρωνε τα οικονομικά έγγραφα στην τύχη… Όσον αφορά στην οικονομική ενίσχυση που έλαβε η χώρα ο Meyers εξηγεί πως οι περικοπές που έγιναν κράτησαν πίσω την ελληνική οικονομία η οποία παρά την εξωτερική βοήθεια δεν μπόρεσε να ανακάμψει μιας και παίρνοντας λιγότερα χρήματα, υπήρχαν και λιγότερα χρήματα την αγορά.Από το απόσπασμα της εκπομπής δεν λείπει ούτε ο Αλέξης Τσίπρας, ούτε ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο Έλληνας Βόλντερμορτ όπως τον χαρακτηρίζει ο κωμικός ο οποίος στη συνέχει αναφέρεται στο «ΟΧΙ» του ελληνικού λαού.«Οι Έλληνες ψήφισαν «όχι», αλλά δυστυχώς απλά επειδή μια χώρα ψηφίζει να μην πληρώσει τα χρέη της, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να πληρώσει τα χρέη της. Αν πάρεις ένα δάνειο και στη συνέχεια πεις στην τράπεζα ψήφισα να μην σε πληρώσω η τράπεζα πιθανότατα θα απαντήσει ένα «Άντε γαμ…». Το οποίο είναι κατά βάση αυτό που απάντησε η Γερμανία» «Αυτός ο κύκλος πρέπει να σταματήσει. Οι Έλληνες αξίζουν αρκετής κριτικής για το πως διαχειρίζονται τα πράγματα, αλλά εσείς τους δανείζετε τα λεφτά. Δείξτε λίγη συμπόνοια για τους ηλικιωμένους που δεν μπορούν να αγοράσουν τα φάρμακα τους ή τους νέους ανθρώπους που υποφέρουν από την ανεργεία σε ποσοστό πάνω από 60%. Καταλαβαίνω ότι οι περισσότεροι Γερμανοί είναι ενάντια στο να συγχωρήσουν το χρέος των Ελλήνων γιατί πιστεύουν ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, αλλά θυμηθείτε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Σύμμαχοι διέγραψαν το χρέος της Γερμανίας, και χρειάζεται να σας θυμίσω, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί ήταν πολύ χειρότεροι από απλά τεμπέληδες.» «Η Ελλάδα χρωστάει 400 δισεκατομμύρια« καταλήγει ο Meyers ο οποίος προτείνει στη Γερμανία να το μειώσει σε 200 δισεκατομύρια και την πρώη δόση σε 30 χρόνια. «Είναι απλά λεφτά και χωρίς την Ελλάδα δε θα είχαμε την δημοκρατία, τον Δία ή τον …Yanni!»