Φτιάχνοντας ένα πολύ ιδιαίτερο σύμπαν, σχεδόν απόκοσμο, που αιωρούνταν μεταξύ τους ονείρου και της πραγματικότητας, ο Αντρέι Ταρκόφσκι πρόλαβε πριν «φύγει» να παραδώσει 7 μεγάλου μήκους ταινίες, που για πολλούς αποτελούν την πιο ζηλευτή και συνεπή φιλμογραφία. Ισορροπούσε ανάμεσα στην ποίηση, την λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και λάτρευε τα ταξίδια. Δεν πρόλαβε να χαρτογραφήσει πολλά από αυτά, καθώς έφυγε σε ηλικία 54 ετών στο Παρίσι. Αυτό που πρόλαβε να αφήσει πίσω του είναι ένα αμάλγαμα ονειρικών και ρεαλιστικών εικόνων, στριμωγμένο σε μια εκλεκτική κινηματογραφική πορεία, κατάφερε να τον τοποθετήσει στην αξιοπρόσεκτη λίστα των μεγάλων δημιουργών. Στο βιβλίο του «Σμιλεύοντας το Χρόνο» που ο Ταρκόφσκι εξιστορεί τις εμπειρίες του από τα γυρίσματα των ταινιών του, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά φωτογραφίες που ο ίδιος τράβηξε από στιγμές της καθημερινής του ζωής.
Το έργο του έχει έντονη πνευματικότητα, τονίζει την ηθική διάσταση της τέχνης και έχει ως αναφορά του την παλιά ρώσικη, προεπαναστατική κουλτούρα. Διακρίνεται για το λυρισμό, το μυστικισμό και τον ανθρωπισμό του. Διαφοροποιείται ριζικά από τη σκληροπυρηνική και δογματική ιδεολογία του σοβιετικού καθεστώτος, τον οποίο του δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα.
. Ο σπουδαίος Ρώσος δημιουργός ήρθε στη ζωή στις 4 Απριλίου του 1932, στην Ζαβράγιε της Ρωσίας για να «φύγει» στις 29 Δεκεμβρίου του 1986. Γόνος καλλιτεχνικής οικογένειας, ο πατέρας του Αρσένι Ταρκόφσκι ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ρωσίας, στράφηκε από νωρίς στις τέχνες. Σπούδασε μουσική, ζωγραφική και γλυπτική. Στο «βιογραφικό» του περιλαμβάνεται και η γνώση αραβικών. Το 1956, ο 24χρονος Αντρέι αποφασίζει να εισέλθει στο κόσμο του κινηματογράφου και εγγράφεται στη κινηματογραφική σχολή της Μόσχας VGIK. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Αντρέι Ταρκόφσκι, θα αποφοιτήσει έχοντας γυρίσει και την πρώτη του ταινία, την 46λεπτη «Ο βιολιστής και ο οδοστρωτήρας», η οποία αποτελεί ουσιαστικά και την πρώτη του ταινία. Η αναγνώριση έρχεται πολύ γρήγορα. Συγκεκριμένα, το 1962 ο Αντρέι Ταρκόφσκι ολοκληρώνει το αριστουργηματικό «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» και βραβεύεται με τον «Χρυσό Λέοντα» στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Ακολουθεί το «Αντρέι Ρουμπλιόφ» (το θρησκευτικό περιεχόμενο της ταινίας προκάλεσε την αντίδραση του Σοβιετικού καθεστώτος), τα επιστημονικής φαντασίας «Σολάρις» και «Στάλκερ», «Ο Καθρέπτης», «Ταξίδι στο χρόνο», «Νοσταλγία» και το κύκνειο άσμα «Θυσία», το οποίο κέρδισε δύο βραβεία στο Φεστιβάλ των Καννών. Τα έργα του ισορροπούσαν ανάμεσα στο μεταφυσικό και το ρεαλιστικό. Μνήμες και όνειρα πηγάζουν μέσα από το έργο του, το οποίο βασίζεται σε αυτό που ο ίδιος βάπτισε «γλυπτική του χρόνου». Αυτή η κινηματογραφική θεωρία αναγνωρίζει ως βασικό γνώρισμα της 7ης τέχνης, την καταγραφή της αληθινής ανθρώπινης εμπειρίας του χρόνου. Τα μεγάλης διάρκειας και μακρινά πλάνα καθώς και ο αργός ρυθμός εξυπηρετούν ακριβώς αυτό τον σκοπό. Ο ίδιος απαρνήθηκε τον «συμβολισμό» και τον χαρακτηρισμό «ποιητικός κινηματογράφος».
Το έργο του αντιμετωπίστηκε από τις Σοβιετικές αρχές, τηρουμένων των αναλογιών της εποχής, με επιείκεια. Ο ίδιος μέσα στις σελίδες του ημερολογίου του (* «Μαρτυρολόγιο»), το οποίο διατηρούσε από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε σε Ιταλία και Γαλλία, αναφέρει:«Είμαι χαμένος. Δεν μπορώ να ζήσω στη Ρωσία, αλλά ούτε μακριά από αυτήν» και εκφράζει το παράπονό του ότι δεν του επέτρεψαν να υλοποιήσει όλες του τις ιδέες. Αν και επιθυμία του ήταν να γυρίζει «δύο ταινίες κάθε χρόνο», όπως εξομολογείται στα κείμενα του, ο Αντρέι Ταρκόφσκι μέσα σε 23 χρόνια ολοκλήρωσε μόλις 7 ταινίες. Επτά ταινίες που σημάδεψαν για πάντα τον παγκόσμιο κινηματογράφο και αδιαμφισβήτητα κατατάσσουν τον δημιουργό τους στους κορυφαίους κινηματογραφιστές όλων των εποχών. Στις 29 Δεκεμβρίου 1986, ο «ποιητής» του κινηματογράφου – ο ίδιος δεν αποδέχτηκε ποτέ τον χαρακτηρισμό «ποιητικός κινηματογράφος» - Αντρέι Ταρκόφσκι, αφήνει την τελευταία του πνοή χτυπημένος από την επάρατη νόσο και το όνομα του γράφεται με χρυσά γράμματα στην παγκόσμια ιστορία της 7ης τέχνης. Το προσωπικό ημερολόγιο του Andrei Tarkovsky, το οποίο διατηρούσε από το 1970 έως το 1986 και το οποίο έχει εκδοθεί με τον τίτλο «Μαρτυρολόγιο».
Το έργο του αντιμετωπίστηκε από τις Σοβιετικές αρχές, τηρουμένων των αναλογιών της εποχής, με επιείκεια. Ο ίδιος μέσα στις σελίδες του ημερολογίου του (* «Μαρτυρολόγιο»), το οποίο διατηρούσε από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε σε Ιταλία και Γαλλία, αναφέρει:«Είμαι χαμένος. Δεν μπορώ να ζήσω στη Ρωσία, αλλά ούτε μακριά από αυτήν» και εκφράζει το παράπονό του ότι δεν του επέτρεψαν να υλοποιήσει όλες του τις ιδέες. Αν και επιθυμία του ήταν να γυρίζει «δύο ταινίες κάθε χρόνο», όπως εξομολογείται στα κείμενα του, ο Αντρέι Ταρκόφσκι μέσα σε 23 χρόνια ολοκλήρωσε μόλις 7 ταινίες. Επτά ταινίες που σημάδεψαν για πάντα τον παγκόσμιο κινηματογράφο και αδιαμφισβήτητα κατατάσσουν τον δημιουργό τους στους κορυφαίους κινηματογραφιστές όλων των εποχών. Στις 29 Δεκεμβρίου 1986, ο «ποιητής» του κινηματογράφου – ο ίδιος δεν αποδέχτηκε ποτέ τον χαρακτηρισμό «ποιητικός κινηματογράφος» - Αντρέι Ταρκόφσκι, αφήνει την τελευταία του πνοή χτυπημένος από την επάρατη νόσο και το όνομα του γράφεται με χρυσά γράμματα στην παγκόσμια ιστορία της 7ης τέχνης. Το προσωπικό ημερολόγιο του Andrei Tarkovsky, το οποίο διατηρούσε από το 1970 έως το 1986 και το οποίο έχει εκδοθεί με τον τίτλο «Μαρτυρολόγιο».
Ήταν ο μεγάλος φιλόσοφος του ποιητικού σινεμά, ο σκηνοθέτης των βασανιστικά υγρών τοπίων, ο ανατόμος των αναμνήσεων και των ονείρων. Ακολούθησε την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος στην ευημερία του τίποτα κι αναζήτησε μια νέα επαφή με το Αγνωστο. Μίλησε για το Θαύμα που υπάρχει (ή που οφείλει να υπάρχει) στην καθημερινότητά μας και νοστάλγησε την εποχή της παγανιστικής αθωότητας.
Παρατηρώντας Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (1962), τον Αντρέι Ρουμπλιόφ (1969), το Σολάρις (1972), τον Καθρέφτη (1974) και το Στάλκερ (1978) αντιλαμβανόμαστε ότι στα φιλμ του Ρώσου μεταφυσικού πραγματοποιείται μια μεγαλειώδης και συνάμα ταπεινή, στοχαστική, περιπετειώδης και κάπως μελαγχολική πορεία αναζήτησης. Η διαδρομή αυτή παίρνει σάρκα και οστά και διαγράφεται με διαφορετικό τρόπο από φιλμ σε φιλμ. Το σαγηνευτικό μα και οδυνηρό, επικίνδυνο ταξίδι εξερεύνησης, η ταρκοφσκική έρευνα με σκοπό την αλήθεια, τη δημιουργία και την αρετή, ξεκινούν συνήθως -στις ταινίες του- από το στατικό κι ενδεχομένως αλλοτριωμένο σήμερα. Το σήμερα είναι συχνά επώδυνο, βαλτωμένο σε μια άθλια πραγματικότητα, βλέπε την αρχική εικόνα του κόσμου στα Παιδικά χρόνια του Ιβάν (ο φριχτός πόλεμος ενάντια στους ναζί κατακτητές) και στο Σολάρις. Η πορεία αναζήτησης προχωρά επίπονα, μέσα από δοκιμασίες, είναι κυρίως πνευματική πορεία, παρόλο που έχει μια μαγευτική και πλούσια, εξωτερικά, εικόνα. Οδεύει προς το αλλού, το επέκεινα και το διαφορετικό, προς έναν ιδιαίτερο τόπο και χρόνο. Αυτό γίνεται φανερό στον καινούργιο κόσμο που μας αποκαλύπτεται στο Σολάρις και το Στάλκερ. Και πρόκειται για μια αληθινή αποκάλυψη, ακόμη και με τη θρησκευτική έννοια. Ο σκοπός του ταξιδιού, ο άλλος τόπος, είναι συνυφασμένος με έναν μελλοντικό, απώτερο χρόνο. Έναν διευρυμένο, διεσταλμένο χρόνο ο οποίος βρίσκεται υπό διερεύνηση. Αυτό είναι, επίσης, αισθητό στον Αντρέι Ρουμπλιόφ ως πέρασμα του χρόνου που καταλήγει στην ωρίμανση του αγιογράφου Ρουμπλιόφ, ο οποίος αποφασίζει να εξέλθει από την απραξία του και να ξαναζωγραφίσει. Το κινηματογραφικό σύνολο φωτίζεται μέσα από την ιδιόμορφη και ευφάνταστη ποιητική του Ταρκόφσκι. Η αισθητική της ποίησής του είναι ελεγειακή και ιερατική. Το επέκεινα, ο διαφορετικός τόπος, βρίσκεται στον μελλοντικό, υπό αναζήτηση, απώτερο χρόνο. Λούζονται μαζί από μια μεταφυσική αύρα, από ένα μυστικιστικό κλίμα, φορτισμένοι και φορτωμένοι με μεταφυσικές σημασίες.
Είχε πει: «Είμαι εχθρός των συμβόλων. Είναι μια πολύ στενή έννοια από την άποψη οτι ένα σύμβολο υπάρχει με σκοπό την αποκρυπτογράφηση του. Απο την άλλη πλευρά, μια καλλιτεχνική εικόνα δε χρειάζεται αποκρυπτογράφηση,είναι ένα ισοδύναμο του κόσμου που μας περιβάλλει. Η βροχή στο Σολάρις δεν είναι σύμβολο, είναι απλά μια βροχή που στη συγκεκριμένη στιγμή έχει μια ιδιαίτερη σημασία για τον ήρωα. Δεν συμβολίζει τίποτε, απλά εκφράζει.Είναι μια καλλιτεχνική αλληλουχία εικόνων. Το σύμβολο κατ’ εμέ,είναι κάτι πολύ περίπλοκο»
Η μεταφυσική σύλληψη, από τον Ταρκόφσκι, αυτού του εξαιρετικού, διαφορετικού σύμπαντος που αποτελεί τον ουτοπικό σκοπό του αλησμόνητου ταξιδιού, έχει σχέση με το άλογον, το ανορθολογικό και το μυστικισμό· με τις ταρκοφσκικές αξίες της αγάπης, της χάρης, της πίστης και της πνευματικής φώτισης· τις ηθικές, θρησκευτικές και μεταφυσικές αξίες του. Το μεταφυσικό επέκεινα, οι αξίες, αναζητήσεις και στόχοι του σκηνοθέτη, που σχετίζονται με την ποιητική σύλληψη των πραγμάτων εκ μέρους του, συναντώνται σε όλα τα φιλμ του. Απ’ την άλλη μεριά, ένας απ’ τους επιστήμονες του Σολάρις μας λέει ότι δεν χρειαζόμαστε άλλους κόσμους, χρειαζόμαστε έναν καθρέφτη (βλέπε την ομώνυμη ταινία του Ταρκόφσκι). Αγωνιζόμαστε για επαφή, αλλά δεν τη βρίσκουμε. Χρειαζόμαστε τον άνθρωπο και την αγάπη. Πρόκειται για την άλλη, την ανθρωπιστική πλευρά της προβληματικης και ηθικής του Ταρκόφσκι. Η δύσβατη διαδρομή στα Παιδικά χρόνια του Ιβάν διαγράφεται για τον αγωνιστή, μικρό έφηβο, μέσα από τους επικίνδυνους σκοπέλους της πολεμικής σύρραξης και του πατριωτικού αντάρτικου. Αλλά, ας μη ξεγελιόμαστε, η άποψη και η σύνθεση είναι ίδια με τις άλλες ταινίες του δημιουργού. Η αναζήτηση είναι κι εδώ κατά βάθος υπαρξιακή, ο μικρός αναζητά τον εαυτό του αλλά και ένα νέο κόσμο, κι έχει φαντασιώσεις και όνειρα που βασίζονται στις αναμνήσεις του, όπως ο κεντρικός ήρωας του Σολάρις. Στο Σολάρις, μια ταινία επιστημονικής φαντασίας υπαρξιακών και φιλοσοφικών προεκτάσεων, καθαρά ταρκοσφσκική παρά τα λεγόμενα διαφόρων σχολιαστών, η περιπετειώδης εξερεύνηση, που ενίοτε γίνεται εφιάλτης, ξεκινά από τη Γη. Σκοπός της, η διαλεύκανση ενός μυστηρίου σε ένα επανδρωμένο με επιστήμονες διαστημικό σταθμό, πάνω από ένα μακρινό πλανήτη. Το δρομολόγιο μέχρι την ανακάλυψη της «αλήθειας» είναι γεμάτο εμπόδια. Μιας αλήθειας που αφορά στις αναμνήσεις, τις επιθυμίες, το υποσυνείδητο αλλά και τον ορίζοντα της συνείδησης του ανθρώπου, σε αναζήτηση της ταυτότητας και της υπαρξιακής διάστασής του. Ο γεμάτος ανεξέλεγκτη απ’ τους ανθρώπους ενέργεια, ζωντανός ωκεανός του πλανήτη, επηρεάζει το μυαλό των ηρώων, τα οράματα, τις παραστάσεις τους, τους υποσυνείδητους πόθους και τις ροπές τους. Τα μετατρέπει σε «πραγματικά» πλάσματα και ολοζώντανες ανθρώπινες φιγούρες, που αντανακλούν και ενσαρκώνουν αυτούς τους πόθους. Για παράδειγμα, σε ένα χαρακτηριστικό πλάνο, ο ήρωας βρίσκεται, ή φαντάζεται ότι βρίσκεται, χάρη στην επενέργεια της νοητικής δύναμης του ωκεανού, δίπλα στη νεκραναστημένη μητέρα του.
Ο Μπέργκμαν έχει δηλώσει για τον Ταρκόφσκι: «Όταν ο κινηματογράφος δεν είναι ντοκουμέντο είναι όνειρο. Γι’αυτό ο Ταρκόφσκι είναι ο μεγαλύτερος απ’όλους. Κινείται με απόλυτη άνεση στο χώρο των ονείρων, χωρίς να εξηγεί αλλά και τι να εξηγήσει; Είναι ένας μάντης,που έχει καταφέρει να σκηνοθετήσει τις οπτασίες του με το πιο βαρύ,αλλά και πιο πρόθυμο μέσο. Σ’ όλη μου τη ζωή έχω χτυπήσει τις γροθιές μου πανω στις πόρτες των δωματίων,όπου αυτός κινείται με τη μεγαλύτερη άνεση. Εγώ, μόνο μερικές φορές κατάφερα να μπω μέσα.Οι περισσότερες από τις συνειδητές μου προσπάθειες τελείωσαν με εξευτελιστικές αποτυχίες»
Στο Σολάρις, ο Ταρκόφσκι μάς λέει πως χάσαμε την αίσθηση του κόσμου που είχαν οι αρχαίοι άνθρωποι. Ρωτάμε μάταια, αδιάκοπα, γιατί; για ποιο λόγο; Αναρωτιόμαστε, ποιο είναι το νόημα της ζωής; Όμως οι ευτυχισμένοι άνθρωποι που ζουν πλήρως τη ζωή, δεν θέτουν αυτό το ερώτημα. Η διαφύλαξη μιας απλής, ανθρώπινης αξίας προϋποθέτει μυστήριο, υποστηρίζει ο στοχαστής δημιουργός. Προϋποθέτει το μυστήριο της ευτυχίας, της αγάπης και του θανάτου. Πρόκειται για μια οραματική και ενορατική, φευγάτη ταινία που προσεγγίζει με φαουστικό τρόπο το θάνατο και την ανθρώπινη επιθυμία για αθανασία. Που ταξιδεύει αληθινά έως ένα μεταφυσικό επέκεινα, μα, ίσως και για να ξεγελάσει τις πάλαι ποτέ πολιτιστικές σοβιετικές αρχές, κρύβεται πίσω από τη μάσκα της επιστημονικής φαντασίας. Και παρ’ όλα αυτά αναζητά με μυστικισμό, νέα θαύματα, το αλλού, τον ου τόπον. Στον επιβλητικό και σαγηνευτικό Αντρέι Ρουμπλιόφ, το ταξίδι του ομώνυμου μεγάλου Ρώσου αγιογράφου από εποχή σε εποχή και σε διάφορους τόπους, έτσι όπως το σκηνοθετεί ο Ταρκόφσκι, γίνεται καθαρά πνευματικό. Μαζί με τον ζωγράφο Ρουμπλιόφ περιπλανιόμαστε ανά τον κόσμο σε αναζήτηση της αρετής και του καλού, της καλλιτεχνικής έμπνευσης και φώτισης, της σπουδαίας καλλιτεχνικής δημιουργίας, Στο τέλος του φιλμ, η μυστική δημιουργία είναι η δυσκολότατη κατασκευή της τεράστιας χάλκινης καμπάνας από έναν νεαρούλη -τον νέο που υποδυόταν μικρότερος τον Ιβάν- που διατείνεται ότι γνωρίζει το μεγάλο μυστικό της. Το ερέθισμα από το έργο αυτό, την επική κατασκευή της καμπάνας, ωθεί τον Ρουμπλιόφ να ξαναρχίσει να ζωγραφίζει. Η συνολική, υλική, γήινη και κυρίως πνευματική πορεία ξεδιπλώνεται, στο Αντρέι Ρουμπλιόφ, με σκηνοθετική αισθητική τελειότητα και μεγάλες, υποβλητικές μορφοπλαστικές χειρονομίες. Αν και είναι κινηματογραφικές, είναι ανάλογες των ζωγραφικών πινελιών του ζωγράφου. Η διαδρομή προς τη δημιουργικότητα, την έμπνευση και την καλοσύνη, είναι γεμάτη πειρασμούς, ερεθίσματα, ρίσκα, ανακαλύψεις και θεϊκές αποκαλύψεις.
Όμως πάντα στον Ταρκόφσκι, το επώδυνο κι εξαντλητικό ταξίδι προς την ενορατική και μυστική γνώση του κόσμου, την αυτοσυνείδηση και την αποκάλυψη του θαύματος της ζωής και του πνεύματος, αξίζει τον κόπο και αποδίδει τους καρπούς του… Ο Καθρέφτης είναι μια ποιητική ταινία ενδοσκόπησης. Ένας άρρωστος σαραντάρης, ουσιαστικά ο ίδιος ο Ταρκόφσκι, σκέφτεται και θυμάται το παρελθόν, τη μητέρα του, τη γυναίκα του με την οποία χώρισε, τον γιο του… Ονειροπολήσεις και εσωτερικός μονόλογος συνοδεύουν την ανέλιξη του λυρικού αυτού φιλμ…Στο Στάλκερ ο Ταρκόφσκι ξαναχρησιμοποιεί την επιστημονική φαντασία όπως στο Σολάρις, σαν ένα παραβάν που κρύβει, αποκαλύπτοντάς τον ταυτόχρονα, έναν ολόκληρο πνευματικό κόσμο, όπου η συνείδηση και η επιστήμη είναι πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους. Ο κόσμος του Στάλκερ στερείται πίστης και ελπίδας, μα ο ιδεαλιστής στάλκερ, ο περατάρης που περνά τους ανήσυχους ανθρώπους στην απαγορευμένη κι επικίνδυνη ζώνη πιστεύει και αναζητά, με πολύ μόχθο, εμμονή και ρίσκο, τη λύτρωση…
Όμως πάντα στον Ταρκόφσκι, το επώδυνο κι εξαντλητικό ταξίδι προς την ενορατική και μυστική γνώση του κόσμου, την αυτοσυνείδηση και την αποκάλυψη του θαύματος της ζωής και του πνεύματος, αξίζει τον κόπο και αποδίδει τους καρπούς του… Ο Καθρέφτης είναι μια ποιητική ταινία ενδοσκόπησης. Ένας άρρωστος σαραντάρης, ουσιαστικά ο ίδιος ο Ταρκόφσκι, σκέφτεται και θυμάται το παρελθόν, τη μητέρα του, τη γυναίκα του με την οποία χώρισε, τον γιο του… Ονειροπολήσεις και εσωτερικός μονόλογος συνοδεύουν την ανέλιξη του λυρικού αυτού φιλμ…Στο Στάλκερ ο Ταρκόφσκι ξαναχρησιμοποιεί την επιστημονική φαντασία όπως στο Σολάρις, σαν ένα παραβάν που κρύβει, αποκαλύπτοντάς τον ταυτόχρονα, έναν ολόκληρο πνευματικό κόσμο, όπου η συνείδηση και η επιστήμη είναι πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους. Ο κόσμος του Στάλκερ στερείται πίστης και ελπίδας, μα ο ιδεαλιστής στάλκερ, ο περατάρης που περνά τους ανήσυχους ανθρώπους στην απαγορευμένη κι επικίνδυνη ζώνη πιστεύει και αναζητά, με πολύ μόχθο, εμμονή και ρίσκο, τη λύτρωση…
Οι ταινίες του:
Θυσία (Offret, 1986)
Νοσταλγία (Nostalghia, 1983)
Tempo di viaggio (1983) -- τηλεπαραγωγή Στάλκερ (Stalker, 1979)
Ο Καθρέφτης (Zerkalo, 1975)
Σολάρις (Solaris, 1972)
Αντρέι Ρουμπλιόφ (Andrei Rublyov, 1969)
Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (Ivanovo detstvo, 1962)
Ο οδοστρωτήρας και το βιολί (Katok i skripka, 1960)
*Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα έκανα μια ταινία χωρίς νερό.
*Δεν μπορώ να ξαναδώ τις ταινίες μου. Νιώθω την ίδια ντροπή που θα ένιωθα εάν διάβαζα το ημερολόγιο που έγραφα παιδί.
*Δυο σκέψεις τριγύριζαν συνεχώς στο παιδικό μου μυαλό: να τελειώσει ο πόλεμος και να γυρίσει ο πατέρας μου.
*Νομίζω πως ήρθαμε στον κόσμο για να αγωνιστούμε. Για να συγκρουστούν μέσα μας το καλό και το κακό. Και να υπερισχύσει το καλό πλουτίζοντας το πνεύμα μας. Δύσκολα μπορούμε να πούμε αν είμαστε ευτυχισμένοι. Δεν έγκειται στην επιθυμία μας. Κάποιες φορές η ζωή είναι τόσο σκληρή ώστε μετανοείς που γεννήθηκες. Άλλοτε πάλι μας επιφυλάσσει εκπλήξεις που και μόνο γι αυτές αξίζει να ζεις.
*Έργο του σκηνοθέτη είναι να αναδημιουργήσει τη ζωή: την κίνησή της, τις αντιφάσεις της, τη δυναμική και τις συγκρούσεις της. Καθήκον του είναι να αποκαλύπτει κάθε ιώτα της αλήθειας που είδε , ακόμα κι αν δεν την αποδέχονται όλοι. Φυσικά, ένας καλλιτέχνης μπορεί να χάσει το δρόμο του. Ωστόσο ακόμα και τα λάθη του μπορεί να έχουν ενδιαφέρον, αρκεί να είναι ειλικρινή, για τί αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα της εσωτερικής του ζωής, των περιπλανήσεων και του αγώνα στον οποίο τον εξώθησε ο εξωτερικός κόσμος. (Άλλωστε κατέχει κανείς ποτέ όλη την αλήθεια;) Κάθε συζήτηση για το τι μπορούμε να δείξουμε στην οθόνη και τι όχι είναι απλώς πεζή και αήθης απόπειρα διαστροφής της αλήθειας…”
*Δεν χρειάζονται πολλά για να αρέσει η τέχνη σε κάποιον: ψυχή ευαίσθητη, λεπτή, ευσυγκίνητη, ανοιχτή στο καλό και το ωραίο, ικανή για αυθόρμητη αισθητική εμπειρία.
*Δεδομένου ότι η τέχνη εκφράζει το ιδεώδες και τις βλέψεις τού ανθρώπου προς το άπειρο, δεν μπορούμε να τη ζέψουμε σε καταναλωτικούς στόχους χωρίς να βιάσουμε τη φύση της … Το ιδεώδες αφορά πράγματα που δεν υπάρχουν στον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε, παρά μάς υπενθυμίζει τι πρέπει να υπάρχει στο πνευματικό επίπεδο.
*Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ολόκληρο το σύμπαν. Η ποιητική εικόνα όμως μπορεί να το εκφράσει ολόκληρο.
*Ο καλλιτέχνης θέλει να κλονίσει εκ βάθρων τη σταθερότητα τής κοινωνίας για να πλησιάσει περισσότερο το ιδεώδες. Η κοινωνία αποζητά τη σταθερότητα, ο καλλιτέχνης το άπειρο. Τον καλλιτέχνη τον ενδιαφέρει η απόλυτη αλήθεια, γι αυτό κοιτάζει μπροστά και βλέπει τα πράγματα πιο γρήγορα από τους άλλους.
* τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Α. Ταρκόφσκι «Σμιλεύοντας τον χρόνο».
Θυσία (Offret, 1986)
Νοσταλγία (Nostalghia, 1983)
Tempo di viaggio (1983) -- τηλεπαραγωγή Στάλκερ (Stalker, 1979)
Ο Καθρέφτης (Zerkalo, 1975)
Σολάρις (Solaris, 1972)
Αντρέι Ρουμπλιόφ (Andrei Rublyov, 1969)
Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (Ivanovo detstvo, 1962)
Ο οδοστρωτήρας και το βιολί (Katok i skripka, 1960)
*Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα έκανα μια ταινία χωρίς νερό.
*Δεν μπορώ να ξαναδώ τις ταινίες μου. Νιώθω την ίδια ντροπή που θα ένιωθα εάν διάβαζα το ημερολόγιο που έγραφα παιδί.
*Δυο σκέψεις τριγύριζαν συνεχώς στο παιδικό μου μυαλό: να τελειώσει ο πόλεμος και να γυρίσει ο πατέρας μου.
*Νομίζω πως ήρθαμε στον κόσμο για να αγωνιστούμε. Για να συγκρουστούν μέσα μας το καλό και το κακό. Και να υπερισχύσει το καλό πλουτίζοντας το πνεύμα μας. Δύσκολα μπορούμε να πούμε αν είμαστε ευτυχισμένοι. Δεν έγκειται στην επιθυμία μας. Κάποιες φορές η ζωή είναι τόσο σκληρή ώστε μετανοείς που γεννήθηκες. Άλλοτε πάλι μας επιφυλάσσει εκπλήξεις που και μόνο γι αυτές αξίζει να ζεις.
*Έργο του σκηνοθέτη είναι να αναδημιουργήσει τη ζωή: την κίνησή της, τις αντιφάσεις της, τη δυναμική και τις συγκρούσεις της. Καθήκον του είναι να αποκαλύπτει κάθε ιώτα της αλήθειας που είδε , ακόμα κι αν δεν την αποδέχονται όλοι. Φυσικά, ένας καλλιτέχνης μπορεί να χάσει το δρόμο του. Ωστόσο ακόμα και τα λάθη του μπορεί να έχουν ενδιαφέρον, αρκεί να είναι ειλικρινή, για τί αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα της εσωτερικής του ζωής, των περιπλανήσεων και του αγώνα στον οποίο τον εξώθησε ο εξωτερικός κόσμος. (Άλλωστε κατέχει κανείς ποτέ όλη την αλήθεια;) Κάθε συζήτηση για το τι μπορούμε να δείξουμε στην οθόνη και τι όχι είναι απλώς πεζή και αήθης απόπειρα διαστροφής της αλήθειας…”
*Δεν χρειάζονται πολλά για να αρέσει η τέχνη σε κάποιον: ψυχή ευαίσθητη, λεπτή, ευσυγκίνητη, ανοιχτή στο καλό και το ωραίο, ικανή για αυθόρμητη αισθητική εμπειρία.
*Δεδομένου ότι η τέχνη εκφράζει το ιδεώδες και τις βλέψεις τού ανθρώπου προς το άπειρο, δεν μπορούμε να τη ζέψουμε σε καταναλωτικούς στόχους χωρίς να βιάσουμε τη φύση της … Το ιδεώδες αφορά πράγματα που δεν υπάρχουν στον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε, παρά μάς υπενθυμίζει τι πρέπει να υπάρχει στο πνευματικό επίπεδο.
*Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ολόκληρο το σύμπαν. Η ποιητική εικόνα όμως μπορεί να το εκφράσει ολόκληρο.
*Ο καλλιτέχνης θέλει να κλονίσει εκ βάθρων τη σταθερότητα τής κοινωνίας για να πλησιάσει περισσότερο το ιδεώδες. Η κοινωνία αποζητά τη σταθερότητα, ο καλλιτέχνης το άπειρο. Τον καλλιτέχνη τον ενδιαφέρει η απόλυτη αλήθεια, γι αυτό κοιτάζει μπροστά και βλέπει τα πράγματα πιο γρήγορα από τους άλλους.
* τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Α. Ταρκόφσκι «Σμιλεύοντας τον χρόνο».
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ (1962)
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι σηκώνει την αυλαία ενός έντονου ποιητικού κόσμου δημιουργίας και αποκαλύπτει τη Δύση, μέσω του Φεστιβάλ Βενετίας του 1962, το υπαρξιακό όραμα αυτού του μεγάλου κινηματογραφιστή. Εδώ παντρεύονται η φρίκη της παγκόσμιας σύρραξης και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας με αποτέλεσμα, μία τρομακτική ελεγεία σχετικά με τις πιο κρυφές αλλά και τις πιο ουσιώδεις συνέπειες του πολέμου. Ο Ιβάν είναι ένα παιδί. Παιδί όμως μόνο ηλικιακά αφού οι συνθήκες της ζωής του τον έχουν κάνει άντρα από τα δώδεκά του χρόνια. Οι εκφράσεις του προσώπου του σε συγκλονίζουν. Σκοτεινιά απλώνεται στην ψυχή σου κάθε φορά που το βλέμμα του νεαρού πρωταγωνιστή αιχμαλωτίζει την κάμερα. Μια ανίερη μεταμόρφωση συντελείται. Όχι καφκική, μα αδιόρατη. Το χειρότερο δεν είναι πως η μεταμόρφωση του παιδιού σε πολεμική μηχανή δεν είναι μόνο δικαιολογημένη αλλά και ευκταία, σχεδόν απαραίτητη. Οι εικόνες της μαγευτικής ρωσικής φύσης βαθιά πληγωμένης, εοιμοθάνατης, από τον τριετή πόλεμο, σκιαγραφούν ένα τοπίο νεκρικής γαλήνης. Και υποβάλουν την ανάγκη μεταμόρφωσης του μικρού Ιβάν, από ξένοιαστο άγγελο της ζωής σε αδίστακτο αρχάγγελο του θανάτου, στο βωμό της επιβίωσής του. Ο Ιβάν έχει χάσει τους γονείς του, την αδερφή του αλλά και τη γενέτειρά του από τις σφαίρες και το βαρύ πυροβολικό των Γερμανών. Δεν του έχει μείνει τίποτε άλλο παρά η πατρίδα και ο ιερός σκοπόςτης νίκης, άρα και της εκδίκησης. Μοιραζόμαστε το πάθος του για μία ακόμα αποστολή κατασκοπίας όταν, παρά τις διαταγές των ανωτέρων του, φεύγει από τα ασφαλή μετόπισθεν για να βρεθεί ξανά στην πρώτη γραμμή, στην καρδιά της κόλασης. Το Ivanovo Detstvo δεν είναι απλά μια ταινία, είναι μια μεταφυσική εμπειρία ζωής, δώρο του μάγου Ταρκόφσκι στους κοινούς θνητούς.
ΑΝΤΡΕΪ ΡΟΥΜΠΛΙΩΦ (1966)
Τέσσερα χρόνια μετά τη διεθνή αναγνώριση και την επιτυχία του “Ιβάν”, ο Ταρκόφσκι βρίσκεται στο πιο σημαντικό δημιουργικό σταυροδρόμι της ζωής του. Επιλέγει να ακολουθήσει το καλλιτεχνικό μονοπάτι, εκείνο που του υπαγόρευε η ψυχή και η συνείδησή του και που ήταν μαθηματικώς βέβαιο πως θα τον έφερνε αντιμέτωπο με τη Σοβιετική κρατική μηχανή ελέγχου και προπαγάνδας. Στην πορεία του αυτό το μονοπάτι ο Αντρέι έκανε ακόμα έξι στάσεις. Η κάθε μία από αυτές είχε ένα όνομα. Ένα τίτλο. Ο τίτλος της δεύτερης ήταν ένα όνομα: “Αντρέι Ρουμπλιώφ”. Η ζωή και το έργο, η χαρά και το δράμα, η ψυχή και η σκέψη ενός όχι και τόσο γνωστού ζωγράφου πορτραίτων. Θα μπορούσε να είναι μια βιογραφική ταινία επικών ίσως διαστάσεων, που να εξυπηρετεί την αδηφαγία του καθεστώτος προβάλλοντας το μεγαλείο της ρωσικής ψυχής μέσα από τα σκοτεινά χρόνια των αρχών του 15ου αιώνα. Έτσι ακριβώς δείχνει στημένη η ταινία. Στα μέτρα και τα γούστα της κεντρικής επιτροπής του κόμματος. Με τη διαφορά ότι ο Ταρκόφσκι κάνει τη μεγάλη ανατροπή. Για όλα τα δεινά, την πείνα, την εξαθλίωση, την απειλή του θανάτου, την ερημιά προτείνει ως φάρμακο όχι την ταύτιση με τις ιδέες του κόμματος αλλά επιβάλλει αναντίρρητα ως λύτρωση, με όπλα την ποίηση των εικόνων και και των συναισθημάτων, την εσωτερική δύναμη κάθε ανθρώπου και την ευδαιμονία της δημιουργίας. Εφόδια που σε σώζουν από Τατάρους εισβολείς και σε κάνουν σχεδόν άτρωτο, αδιάφορο πολλές φορές μπροστά στο θάνατο. Η ουσία της ταινίας στην αρχή εξόργισε και στη συνέχεια τρομοκράτησε τους αρμόδιους για την κυκλοφορία της καλλιτεχνικούς “ελεγκτές” με συνέπεια να καταφέρει να προβληθεί μία πενταετία περίπου αργότερα από την ολοκλήρωσή της και μάλιστα πετσοκομμένη από το ψαλίδι της σοβιετικής λογοκρισίας κατά μία σχεδόν ώρα.
ΣΟΛΑΡΙΣ (1972)
Χαμένος στο διάστημα ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Χαμένος στο άπειρο κενό των φόβων και των επιθυμιών του. Είναι ο, η Σολάρις; Είναι ιδέα; Είναι πλάσμα; Ή είναι απλά διαστημόπλοιο; Είναι ίσως το ταξίδι που ξεκινάει κάποιος όταν έχει φτάσει ήδη στο τέλος για να θυμηθεί από που ξεκίνησε. Η ιστορία που δραματοποιείται στην ταινία είναι αυτή ενός κοσμοναύτη που περιπλανιέται με Ιθάκη του, έναν απομακρυσμένο διαστημικό σταθμό, ένα μικρό τεχνητό πλανήτη που ακούει στο όνομα Σολάρις. Δεν είναι συνηθισμένος πλανήτης. Είναι μια υλοποιημένη θεότητα, μια οντότητα υψηλής νοημοσύνης που έχει τη δύναμη να κάνει απτή πραγματικότητα κάθε ανθρώπινο πόθο. Με σύμμαχο σου το Σολάρις, γίνεσαι ο απόλυτος κάτοχος των “θέλω” σου. Το τι θέλει όμως καθένας, σπάνια το γνωρίζει, εκτός ίσως από τη στιγμή που θα το βρει. Μέχρι τότε αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε κοσμικά “πρέπει” και “μη”, έρμαιο του ίδιου του εαυτού. Αρκετοί αδαείς δυτικοί, ορθολογιστές, θεωρητικοί του κινηματογράφου είδαν την ταινία ως μια σοσιαλιστική απάντηση στην “Οδύσσεια 2001” του Κιούμπρικ. Το “Σολάρις” όμως όπως και κάθε δημιουργία του Αντρέι Ταρκόφσκι, στέκει αυτόνομο όσον αφορά την εικαστική του άποψη και την αφηγηματική του ανάπτυξη μην έχοντας ανάγκη κανένα ισχυρό ανταγωνιστή για ένα αριστούργημα. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι η ποίηση με τη διαλεκτική και την ψυχολογία δεν συνδυάζονται τόσο εύκολα, ούτε τόσο αποτελεσματικά όταν σκοπός του δημιουργού είναι απλά να τις χρησιμοποιήσει για χάρη της ομορφιάς, αρκεί η σκηνή της συνειδητοποίησης του ήρωα όπου δεν έχει φύγει από την αγκαλιά των χεριών του πατέρα του, αρκεί η απόγνωση και η λαχτάρα στα μάτια του πρωταγωνιστή για να μας κάνει ως θεατές να βάζουμε στην άκρη τη λογική των κανόνων και να δεχόμαστε την ομορφιά του χάους, του κενού.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι σηκώνει την αυλαία ενός έντονου ποιητικού κόσμου δημιουργίας και αποκαλύπτει τη Δύση, μέσω του Φεστιβάλ Βενετίας του 1962, το υπαρξιακό όραμα αυτού του μεγάλου κινηματογραφιστή. Εδώ παντρεύονται η φρίκη της παγκόσμιας σύρραξης και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας με αποτέλεσμα, μία τρομακτική ελεγεία σχετικά με τις πιο κρυφές αλλά και τις πιο ουσιώδεις συνέπειες του πολέμου. Ο Ιβάν είναι ένα παιδί. Παιδί όμως μόνο ηλικιακά αφού οι συνθήκες της ζωής του τον έχουν κάνει άντρα από τα δώδεκά του χρόνια. Οι εκφράσεις του προσώπου του σε συγκλονίζουν. Σκοτεινιά απλώνεται στην ψυχή σου κάθε φορά που το βλέμμα του νεαρού πρωταγωνιστή αιχμαλωτίζει την κάμερα. Μια ανίερη μεταμόρφωση συντελείται. Όχι καφκική, μα αδιόρατη. Το χειρότερο δεν είναι πως η μεταμόρφωση του παιδιού σε πολεμική μηχανή δεν είναι μόνο δικαιολογημένη αλλά και ευκταία, σχεδόν απαραίτητη. Οι εικόνες της μαγευτικής ρωσικής φύσης βαθιά πληγωμένης, εοιμοθάνατης, από τον τριετή πόλεμο, σκιαγραφούν ένα τοπίο νεκρικής γαλήνης. Και υποβάλουν την ανάγκη μεταμόρφωσης του μικρού Ιβάν, από ξένοιαστο άγγελο της ζωής σε αδίστακτο αρχάγγελο του θανάτου, στο βωμό της επιβίωσής του. Ο Ιβάν έχει χάσει τους γονείς του, την αδερφή του αλλά και τη γενέτειρά του από τις σφαίρες και το βαρύ πυροβολικό των Γερμανών. Δεν του έχει μείνει τίποτε άλλο παρά η πατρίδα και ο ιερός σκοπόςτης νίκης, άρα και της εκδίκησης. Μοιραζόμαστε το πάθος του για μία ακόμα αποστολή κατασκοπίας όταν, παρά τις διαταγές των ανωτέρων του, φεύγει από τα ασφαλή μετόπισθεν για να βρεθεί ξανά στην πρώτη γραμμή, στην καρδιά της κόλασης. Το Ivanovo Detstvo δεν είναι απλά μια ταινία, είναι μια μεταφυσική εμπειρία ζωής, δώρο του μάγου Ταρκόφσκι στους κοινούς θνητούς.
ΑΝΤΡΕΪ ΡΟΥΜΠΛΙΩΦ (1966)
Τέσσερα χρόνια μετά τη διεθνή αναγνώριση και την επιτυχία του “Ιβάν”, ο Ταρκόφσκι βρίσκεται στο πιο σημαντικό δημιουργικό σταυροδρόμι της ζωής του. Επιλέγει να ακολουθήσει το καλλιτεχνικό μονοπάτι, εκείνο που του υπαγόρευε η ψυχή και η συνείδησή του και που ήταν μαθηματικώς βέβαιο πως θα τον έφερνε αντιμέτωπο με τη Σοβιετική κρατική μηχανή ελέγχου και προπαγάνδας. Στην πορεία του αυτό το μονοπάτι ο Αντρέι έκανε ακόμα έξι στάσεις. Η κάθε μία από αυτές είχε ένα όνομα. Ένα τίτλο. Ο τίτλος της δεύτερης ήταν ένα όνομα: “Αντρέι Ρουμπλιώφ”. Η ζωή και το έργο, η χαρά και το δράμα, η ψυχή και η σκέψη ενός όχι και τόσο γνωστού ζωγράφου πορτραίτων. Θα μπορούσε να είναι μια βιογραφική ταινία επικών ίσως διαστάσεων, που να εξυπηρετεί την αδηφαγία του καθεστώτος προβάλλοντας το μεγαλείο της ρωσικής ψυχής μέσα από τα σκοτεινά χρόνια των αρχών του 15ου αιώνα. Έτσι ακριβώς δείχνει στημένη η ταινία. Στα μέτρα και τα γούστα της κεντρικής επιτροπής του κόμματος. Με τη διαφορά ότι ο Ταρκόφσκι κάνει τη μεγάλη ανατροπή. Για όλα τα δεινά, την πείνα, την εξαθλίωση, την απειλή του θανάτου, την ερημιά προτείνει ως φάρμακο όχι την ταύτιση με τις ιδέες του κόμματος αλλά επιβάλλει αναντίρρητα ως λύτρωση, με όπλα την ποίηση των εικόνων και και των συναισθημάτων, την εσωτερική δύναμη κάθε ανθρώπου και την ευδαιμονία της δημιουργίας. Εφόδια που σε σώζουν από Τατάρους εισβολείς και σε κάνουν σχεδόν άτρωτο, αδιάφορο πολλές φορές μπροστά στο θάνατο. Η ουσία της ταινίας στην αρχή εξόργισε και στη συνέχεια τρομοκράτησε τους αρμόδιους για την κυκλοφορία της καλλιτεχνικούς “ελεγκτές” με συνέπεια να καταφέρει να προβληθεί μία πενταετία περίπου αργότερα από την ολοκλήρωσή της και μάλιστα πετσοκομμένη από το ψαλίδι της σοβιετικής λογοκρισίας κατά μία σχεδόν ώρα.
ΣΟΛΑΡΙΣ (1972)
Χαμένος στο διάστημα ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Χαμένος στο άπειρο κενό των φόβων και των επιθυμιών του. Είναι ο, η Σολάρις; Είναι ιδέα; Είναι πλάσμα; Ή είναι απλά διαστημόπλοιο; Είναι ίσως το ταξίδι που ξεκινάει κάποιος όταν έχει φτάσει ήδη στο τέλος για να θυμηθεί από που ξεκίνησε. Η ιστορία που δραματοποιείται στην ταινία είναι αυτή ενός κοσμοναύτη που περιπλανιέται με Ιθάκη του, έναν απομακρυσμένο διαστημικό σταθμό, ένα μικρό τεχνητό πλανήτη που ακούει στο όνομα Σολάρις. Δεν είναι συνηθισμένος πλανήτης. Είναι μια υλοποιημένη θεότητα, μια οντότητα υψηλής νοημοσύνης που έχει τη δύναμη να κάνει απτή πραγματικότητα κάθε ανθρώπινο πόθο. Με σύμμαχο σου το Σολάρις, γίνεσαι ο απόλυτος κάτοχος των “θέλω” σου. Το τι θέλει όμως καθένας, σπάνια το γνωρίζει, εκτός ίσως από τη στιγμή που θα το βρει. Μέχρι τότε αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε κοσμικά “πρέπει” και “μη”, έρμαιο του ίδιου του εαυτού. Αρκετοί αδαείς δυτικοί, ορθολογιστές, θεωρητικοί του κινηματογράφου είδαν την ταινία ως μια σοσιαλιστική απάντηση στην “Οδύσσεια 2001” του Κιούμπρικ. Το “Σολάρις” όμως όπως και κάθε δημιουργία του Αντρέι Ταρκόφσκι, στέκει αυτόνομο όσον αφορά την εικαστική του άποψη και την αφηγηματική του ανάπτυξη μην έχοντας ανάγκη κανένα ισχυρό ανταγωνιστή για ένα αριστούργημα. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι η ποίηση με τη διαλεκτική και την ψυχολογία δεν συνδυάζονται τόσο εύκολα, ούτε τόσο αποτελεσματικά όταν σκοπός του δημιουργού είναι απλά να τις χρησιμοποιήσει για χάρη της ομορφιάς, αρκεί η σκηνή της συνειδητοποίησης του ήρωα όπου δεν έχει φύγει από την αγκαλιά των χεριών του πατέρα του, αρκεί η απόγνωση και η λαχτάρα στα μάτια του πρωταγωνιστή για να μας κάνει ως θεατές να βάζουμε στην άκρη τη λογική των κανόνων και να δεχόμαστε την ομορφιά του χάους, του κενού.
Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ (1974)
Μοναδικός τόσο στη μορφή όσο και τον οραματισμό του δημιουργού του, ο “Καθρέπτης” είναι μια ελεγεία αφιερωμένη στον άνθρωπο και την τέχνη του που πέφτουν θύματα ενός κοντόφθαλμου και μονοδιάστατου πολιτικού αυταρχισμού. Είναι ταυτόχρονα και η πιο αυτοβιογραφική ταινία του Ταρκόφσκι που δεν χρειαζόταν να αντέξει μακριά για να βρει ένα παράδειγμα αυτού του επιβεβλημένου προσωπικού και κοινωνικού καταναγκασμού. Ο καθρέπτης είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο φιλτράρεται κάθε είδους επιφανειακή ευημέρια και επίπλαστη ισορροπία, αφήνοντας μόνο γυμνές εικόνες της αλήθειας. Αυθεντικά συναισθήματα και πραγματικές αξίες ζωής. Μέσα από μία σειρά αυτοβιογραφικών επεισοδίων εμπλουτισμένων με αρκετό ντοκυμαντερίστικο υλικό, ο Ταρκόφσκι εξερευνά το παρελθόν του, τις σχέσεις του με αγαπημένα πρόσωπα που δεν τα είδε τόσο ευτυχισμένα όσο θα ήθελε, τον αγώνα της επιβίωσης μέσα σε δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, τον σκεπτόμενο άνθρωπο που συνθλίβεται κάτω από το βάρος του πολέμου, της δυστυχίας και άλλων επαπειλούμενων καταστροφών. Ζωγραφίζει ουσιαστικά το πορτραίτο της χώρας με την μορφή που πήρε μέσα στον εικοστό αιώνα και χρησιμοποιώντας ένα πινέλο που έφερε το όνομά του. Παρ’ όλη την απτή και ρεαλιστική φυσή του θέματός του όμως, ο Ταρκόφσκι αποφεύγει να χρησιμοποιήσει συμβατικές αφηγηματικές φόρμες στην ανάπτυξη της ιστορίας του. Παραδίδεται μόνο στο συνειρμικό παραλήρημα της μνήμης του, επιστρατεύοντας την εσωτερική λογική του ονείρου προκειμένου να αναπλάσει σουρεαλιστικές εικόνες αμίμητης ομορφιάς, όλες ψηφίδες ενός κόσμου όπου η προσωπική ακεραιότητα και η πολιτική εμπλέκονται σε μία ανίερη μάχη για την κατάκτηση της ψυχής του ποιητή.
ΣΤΑΛΚΕΡ (1979)
Μια μεταφυσική αλληγορία, ντυμένη την αποκριάτικη φορεσιά μιας περιπέτειας επιστημονικής φαντασίας, που λαμβάνει σάρκα και οστά ανάμεσα στην ολοκληρωμένη κίνηση και την ελλειπτική στασιμότητα του σεναρίου αλλά και των ερμηνειών. Σε έναν στεγνό φουτουριστικό κόσμο, βαμμένο με απελπισμένα χρώματα, σκληρό και βιομηχανικό, υπάρχει μια απαγορευμένη ζώνη. Και μέσα σε αυτήν θαμμένο στην καρδιά της ένα θαυματουργό δωμάτιο, μέσα στο οποίο λέγεται πως ότι ο καθένας ψάχνει να βρει το ανακαλύπτει. Οι αρχές (η εκάστοτε εξουσία) έχουν αποκλείσει την πρόσβαση σε αυτό το μαγικό χώρο. Η ζώνη δεν υπάρχει στους χάρτες. Κανένα μέσο συγκοινωνίας δεν κάνει στάση εκεί κοντά. Η νεκρή έρημη περιοχή γύρω από τη ζώνη δεν κατοικείται. Για κάθε απαγορευτικό μέτρο όμως, υπάρχουν αντίμετρα. Για κάθε πανώλη η θεραπεία. Έτσι κι εδώ υπάρχουν οι παράνομοι “στάλκερς” που οδηγούν τους ονειροπόλους ταξιδιώτες στο μαγικό δωμάτιο. Εμείς ακολουθούμε την ιστορία ενός από αυτούς καθώς έχει αναλάβει την επιτυχή ολοκλήρωση του ταξιδιού ενός συγγραφέα και ενός καθηγητή προς το κέντρο της ζώνης. Κανείς δεν θέλει αυτό το ταξίδι. Ούτε το κράτος, ούτε η γυναίκα του στάλκερ, ούτε καν η ίδια του η λογική. Παρόλα αυτά ο στάλκερ γνωρίζει πως σε αυτό το ταξίδι δεν θα σταματήσει έξω από το δωμάτιο, αλλά θα θελήσει και αυτός να βρει τη σωτηρία μέσω της εκπλήρωσης των ονείρων του. Το τέταρτο φιλμ του Ταρκόφσκι, είναι μια άποψη ζωής αδιάβλητη από εξωτερικούς παράγοντες όσο ισχυροί ή πιστικοί και αν είναι αυτοί. Όπως η τυφλή πίστη, ο αμοραλισμός της επιστήμης, ο τρόμος του κράτους, η σαγήνη του έρωτα. Τίποτα δεν είναι ικανό να σταματήσει ένα άνθρωπο όταν εκείνος αποφασίσει να ανακαλύψει τον εαυτό του. Το μεθοδικό tracking, οι νωχελικές, υπολογισμένες κινήσεις των πρωταγωνιστών, αλλά και η εκτυφλωτικά ντοκυμανερίστικη φωτογραφία, κάτω από την επίβλεψη ενός άψογου σκηνοθέτη – ενορχηστρωτή προσδίδουν σε αυτή την επίπονα συνειδητή ταινία, διαστάσεις έπους.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ (1983)
Ποιος είναι ο χειρότερος κυνηγός; Ποια η απειλητικότερη σκιά; Ποια η κατάρα; Ποια η αρρώστια που κανένας άνθρωπος δεν θέλει πίσω του ή επάνω του; Ο Ταρκόφσκι λέει νοσταλγία και με αυτή τη γλυκιά μελαγχολική λέξη, εννοεί, όπως πάντα, τα πάντα. Από τον έρωτα έως το θάνατο. Η Νοσταλγία για τον Ταρκόφσκι δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Είναι μια κατάσταση στην οποία ζεις καθημερινά και μέσα από το πρίσμα της οποίας βλέπεις και αντιμετωπίζεις τον κόσμο. Ο Αντρέ Γκορτσάκωφ είναι ένας εθελοντής εξόριστος, καθηγητής αρχιτεκτονικής που ακολουθεί τα ίχνη ενός γνωστού Ρώσου μουσικού του 18ου αιώνα στη Β. Ιταλία. Εκεί γνωρίζει τηΓιουτζίνια, εκεί και τον Ντομένικο και συνδέεται άμεσα και άρρηκτα και με τους δύο. Η γυναίκα είναι ο έρωτας, ο άντρας-φίλος είναι ο θάνατος, ή μάλλον η πορεία προς αυτόν. Στο τέλος της ταινίας με ένα αναμμένο κερί στο χέρι έχοντας απορρίψει και απόρριφθεί από τον έρωτα, έχοντας εστερνιστεί και το ρόλο του φίλου του Ντομένικο, ο Γκόρτσακωφ ανακαλύπτει τα μυστικά της ίδιας του της ύπαρξης, ενώ οδηγείται στο θάνατο γνωρίζοντας την αιτία. Οι ενοράσεις της μακρινής πατρικής γης, καθώς το χιόνι σκεπάζει τους καταπράσινους λόφους της αποδεικνύουν πως η αιτία που ο άνθρωπος πεθαίνει είναι η νοσταλγία για αυτό που κάποτε, πριν φτάσει για τον εαυτό του. Η τελευταία σκηνή της “Νοσταλγίας”, είναι από αυτές που σε κάνουν να μη θες ποτέ να φύγεις από τη σκοτεινή αίθουσα.
Η ΘΥΣΙΑ (1986)
Το τελευταίο φίλμ του Αντρέι Ταρκόφσκι και το πρώτο που είχε απήχηση στο αμερικάνικο κοινό, αλλά και σινεμά. Κάτι τέτοιο δεν είναι περίεργο. Όλο το έργο αυτού του δημιουργού αγγίζει θέματα τόσο σύνθετα και πτυχές της ανθρώπινης πραγματικότητας τόσο σκοτεινές και βαθιές συνάμα που οι περισσότεροι Αμερικανοί σκηνοθέτες δεν τολμούν καν να πλησιάσουν, πόσο μάλλον να κατανοήσουν. “H Θυσία” ως ταινία είναι μια κραυγή, που ίσως δεν χαρακτηρίζεται από την έντασή της. Μία κραυγή όμως τόσο υπόκωφη και τέτοιας διάρκειας που αντηχεί στο κεφάλι σου για χρόνια αφ’ ότου τη δεις. Στην αρχική σεκάνς βρίσκουμε τον Αλεξάντερ να φυτεύει ένα δέντρο παρέα με τον εξάχρονο γιο του, πλάι στην αμμουδερή γυμνή ακτή όπου η οικογένεια κάνει διακοπές. Πληροφορούμαστε όπως και οι πρωταγωνιστές ότι ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ξεσπάσει και πως η ολοκληρωτική καταστροφή της Γηραιάς Ηπείρου είναι αδιαμφισβήτητο πως θα συμβεί. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζει το πεπρωμένο του, κάνει απολογισμό της ζωής και υπολογισμό των συνεπειών της. Δέχεται το τέλος του. Όχι όμως αναντίρρητα. Το γεγονός ότι δεν πεθαίνει μόνος, αλλά μαζί με την ίδια την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της κάνει το φορτίο ασήκωτο. Τον ρίχνει στα γόνατα. Και ο άνθρωπος, ο Αλεξάντερ, ζητάει συγχώρεση από το δημιουργό του. Είναι τέτοιος ο πόνος του που δεν παρακαλάει, δεν προσεύχεται για τη ζωή του. Εκλιπαρεί το όποιο υπέρτατο όν για τη σωτηρία της ανθρωπότητας θυσιάζοντας ως αντάλλαγμα, ότι του ανήκει, μέχρι και τη ζωή του γιού του. Ας γίνει η προσωπική του οντότητα, η εξιλέωση του ανθρώπινου είδους για τα εγκλήματα του ενάντια στον κόσμο του. Στον κόσμο τον πνευματικό, τον ψυχικό, τον φυσικό. Η θυσία είναι μια ταινία για όλα τα όμορφα πράγματα που αξίζει να έχει στη ζωή και που δεν αξίζει να τα χάσει στο βωμό οποιουδήποτε κέρδους και οποιασδήποτε εξουσίας. Το γεγονός ότι σε λιγότερο από ένα χρόνο από την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Ταρκόφσκι πεθαίνει από καρκίνο δίνει απλά στο όνομά του και στο έργο του διαστάσεις μύθου.
Μοναδικός τόσο στη μορφή όσο και τον οραματισμό του δημιουργού του, ο “Καθρέπτης” είναι μια ελεγεία αφιερωμένη στον άνθρωπο και την τέχνη του που πέφτουν θύματα ενός κοντόφθαλμου και μονοδιάστατου πολιτικού αυταρχισμού. Είναι ταυτόχρονα και η πιο αυτοβιογραφική ταινία του Ταρκόφσκι που δεν χρειαζόταν να αντέξει μακριά για να βρει ένα παράδειγμα αυτού του επιβεβλημένου προσωπικού και κοινωνικού καταναγκασμού. Ο καθρέπτης είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο φιλτράρεται κάθε είδους επιφανειακή ευημέρια και επίπλαστη ισορροπία, αφήνοντας μόνο γυμνές εικόνες της αλήθειας. Αυθεντικά συναισθήματα και πραγματικές αξίες ζωής. Μέσα από μία σειρά αυτοβιογραφικών επεισοδίων εμπλουτισμένων με αρκετό ντοκυμαντερίστικο υλικό, ο Ταρκόφσκι εξερευνά το παρελθόν του, τις σχέσεις του με αγαπημένα πρόσωπα που δεν τα είδε τόσο ευτυχισμένα όσο θα ήθελε, τον αγώνα της επιβίωσης μέσα σε δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, τον σκεπτόμενο άνθρωπο που συνθλίβεται κάτω από το βάρος του πολέμου, της δυστυχίας και άλλων επαπειλούμενων καταστροφών. Ζωγραφίζει ουσιαστικά το πορτραίτο της χώρας με την μορφή που πήρε μέσα στον εικοστό αιώνα και χρησιμοποιώντας ένα πινέλο που έφερε το όνομά του. Παρ’ όλη την απτή και ρεαλιστική φυσή του θέματός του όμως, ο Ταρκόφσκι αποφεύγει να χρησιμοποιήσει συμβατικές αφηγηματικές φόρμες στην ανάπτυξη της ιστορίας του. Παραδίδεται μόνο στο συνειρμικό παραλήρημα της μνήμης του, επιστρατεύοντας την εσωτερική λογική του ονείρου προκειμένου να αναπλάσει σουρεαλιστικές εικόνες αμίμητης ομορφιάς, όλες ψηφίδες ενός κόσμου όπου η προσωπική ακεραιότητα και η πολιτική εμπλέκονται σε μία ανίερη μάχη για την κατάκτηση της ψυχής του ποιητή.
ΣΤΑΛΚΕΡ (1979)
Μια μεταφυσική αλληγορία, ντυμένη την αποκριάτικη φορεσιά μιας περιπέτειας επιστημονικής φαντασίας, που λαμβάνει σάρκα και οστά ανάμεσα στην ολοκληρωμένη κίνηση και την ελλειπτική στασιμότητα του σεναρίου αλλά και των ερμηνειών. Σε έναν στεγνό φουτουριστικό κόσμο, βαμμένο με απελπισμένα χρώματα, σκληρό και βιομηχανικό, υπάρχει μια απαγορευμένη ζώνη. Και μέσα σε αυτήν θαμμένο στην καρδιά της ένα θαυματουργό δωμάτιο, μέσα στο οποίο λέγεται πως ότι ο καθένας ψάχνει να βρει το ανακαλύπτει. Οι αρχές (η εκάστοτε εξουσία) έχουν αποκλείσει την πρόσβαση σε αυτό το μαγικό χώρο. Η ζώνη δεν υπάρχει στους χάρτες. Κανένα μέσο συγκοινωνίας δεν κάνει στάση εκεί κοντά. Η νεκρή έρημη περιοχή γύρω από τη ζώνη δεν κατοικείται. Για κάθε απαγορευτικό μέτρο όμως, υπάρχουν αντίμετρα. Για κάθε πανώλη η θεραπεία. Έτσι κι εδώ υπάρχουν οι παράνομοι “στάλκερς” που οδηγούν τους ονειροπόλους ταξιδιώτες στο μαγικό δωμάτιο. Εμείς ακολουθούμε την ιστορία ενός από αυτούς καθώς έχει αναλάβει την επιτυχή ολοκλήρωση του ταξιδιού ενός συγγραφέα και ενός καθηγητή προς το κέντρο της ζώνης. Κανείς δεν θέλει αυτό το ταξίδι. Ούτε το κράτος, ούτε η γυναίκα του στάλκερ, ούτε καν η ίδια του η λογική. Παρόλα αυτά ο στάλκερ γνωρίζει πως σε αυτό το ταξίδι δεν θα σταματήσει έξω από το δωμάτιο, αλλά θα θελήσει και αυτός να βρει τη σωτηρία μέσω της εκπλήρωσης των ονείρων του. Το τέταρτο φιλμ του Ταρκόφσκι, είναι μια άποψη ζωής αδιάβλητη από εξωτερικούς παράγοντες όσο ισχυροί ή πιστικοί και αν είναι αυτοί. Όπως η τυφλή πίστη, ο αμοραλισμός της επιστήμης, ο τρόμος του κράτους, η σαγήνη του έρωτα. Τίποτα δεν είναι ικανό να σταματήσει ένα άνθρωπο όταν εκείνος αποφασίσει να ανακαλύψει τον εαυτό του. Το μεθοδικό tracking, οι νωχελικές, υπολογισμένες κινήσεις των πρωταγωνιστών, αλλά και η εκτυφλωτικά ντοκυμανερίστικη φωτογραφία, κάτω από την επίβλεψη ενός άψογου σκηνοθέτη – ενορχηστρωτή προσδίδουν σε αυτή την επίπονα συνειδητή ταινία, διαστάσεις έπους.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ (1983)
Ποιος είναι ο χειρότερος κυνηγός; Ποια η απειλητικότερη σκιά; Ποια η κατάρα; Ποια η αρρώστια που κανένας άνθρωπος δεν θέλει πίσω του ή επάνω του; Ο Ταρκόφσκι λέει νοσταλγία και με αυτή τη γλυκιά μελαγχολική λέξη, εννοεί, όπως πάντα, τα πάντα. Από τον έρωτα έως το θάνατο. Η Νοσταλγία για τον Ταρκόφσκι δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Είναι μια κατάσταση στην οποία ζεις καθημερινά και μέσα από το πρίσμα της οποίας βλέπεις και αντιμετωπίζεις τον κόσμο. Ο Αντρέ Γκορτσάκωφ είναι ένας εθελοντής εξόριστος, καθηγητής αρχιτεκτονικής που ακολουθεί τα ίχνη ενός γνωστού Ρώσου μουσικού του 18ου αιώνα στη Β. Ιταλία. Εκεί γνωρίζει τηΓιουτζίνια, εκεί και τον Ντομένικο και συνδέεται άμεσα και άρρηκτα και με τους δύο. Η γυναίκα είναι ο έρωτας, ο άντρας-φίλος είναι ο θάνατος, ή μάλλον η πορεία προς αυτόν. Στο τέλος της ταινίας με ένα αναμμένο κερί στο χέρι έχοντας απορρίψει και απόρριφθεί από τον έρωτα, έχοντας εστερνιστεί και το ρόλο του φίλου του Ντομένικο, ο Γκόρτσακωφ ανακαλύπτει τα μυστικά της ίδιας του της ύπαρξης, ενώ οδηγείται στο θάνατο γνωρίζοντας την αιτία. Οι ενοράσεις της μακρινής πατρικής γης, καθώς το χιόνι σκεπάζει τους καταπράσινους λόφους της αποδεικνύουν πως η αιτία που ο άνθρωπος πεθαίνει είναι η νοσταλγία για αυτό που κάποτε, πριν φτάσει για τον εαυτό του. Η τελευταία σκηνή της “Νοσταλγίας”, είναι από αυτές που σε κάνουν να μη θες ποτέ να φύγεις από τη σκοτεινή αίθουσα.
Η ΘΥΣΙΑ (1986)
Το τελευταίο φίλμ του Αντρέι Ταρκόφσκι και το πρώτο που είχε απήχηση στο αμερικάνικο κοινό, αλλά και σινεμά. Κάτι τέτοιο δεν είναι περίεργο. Όλο το έργο αυτού του δημιουργού αγγίζει θέματα τόσο σύνθετα και πτυχές της ανθρώπινης πραγματικότητας τόσο σκοτεινές και βαθιές συνάμα που οι περισσότεροι Αμερικανοί σκηνοθέτες δεν τολμούν καν να πλησιάσουν, πόσο μάλλον να κατανοήσουν. “H Θυσία” ως ταινία είναι μια κραυγή, που ίσως δεν χαρακτηρίζεται από την έντασή της. Μία κραυγή όμως τόσο υπόκωφη και τέτοιας διάρκειας που αντηχεί στο κεφάλι σου για χρόνια αφ’ ότου τη δεις. Στην αρχική σεκάνς βρίσκουμε τον Αλεξάντερ να φυτεύει ένα δέντρο παρέα με τον εξάχρονο γιο του, πλάι στην αμμουδερή γυμνή ακτή όπου η οικογένεια κάνει διακοπές. Πληροφορούμαστε όπως και οι πρωταγωνιστές ότι ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ξεσπάσει και πως η ολοκληρωτική καταστροφή της Γηραιάς Ηπείρου είναι αδιαμφισβήτητο πως θα συμβεί. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζει το πεπρωμένο του, κάνει απολογισμό της ζωής και υπολογισμό των συνεπειών της. Δέχεται το τέλος του. Όχι όμως αναντίρρητα. Το γεγονός ότι δεν πεθαίνει μόνος, αλλά μαζί με την ίδια την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της κάνει το φορτίο ασήκωτο. Τον ρίχνει στα γόνατα. Και ο άνθρωπος, ο Αλεξάντερ, ζητάει συγχώρεση από το δημιουργό του. Είναι τέτοιος ο πόνος του που δεν παρακαλάει, δεν προσεύχεται για τη ζωή του. Εκλιπαρεί το όποιο υπέρτατο όν για τη σωτηρία της ανθρωπότητας θυσιάζοντας ως αντάλλαγμα, ότι του ανήκει, μέχρι και τη ζωή του γιού του. Ας γίνει η προσωπική του οντότητα, η εξιλέωση του ανθρώπινου είδους για τα εγκλήματα του ενάντια στον κόσμο του. Στον κόσμο τον πνευματικό, τον ψυχικό, τον φυσικό. Η θυσία είναι μια ταινία για όλα τα όμορφα πράγματα που αξίζει να έχει στη ζωή και που δεν αξίζει να τα χάσει στο βωμό οποιουδήποτε κέρδους και οποιασδήποτε εξουσίας. Το γεγονός ότι σε λιγότερο από ένα χρόνο από την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Ταρκόφσκι πεθαίνει από καρκίνο δίνει απλά στο όνομά του και στο έργο του διαστάσεις μύθου.