Δείτε όλη την ταινία, με ελληνικούς υπότιτλους, στο τέλος του άρθρου
Ενα από τα πιο αγαπημένα βιβλία όλων των εποχών, η Ρεβέκκα της Αγγλίδας Δάφνης ντι Μωριέ (1907-1989) άφησε εποχή όταν κυκλοφόρησε το 1938, μολονότι οι κριτικοί δεν το αγάπησαν, και η εφημερίδα Times το κατέτασσε στην κατηγορία των ρομάντζων. Το μυθιστόρημα αυτό, όμως, ενέπνευσε το 1940 τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος με πρωταγωνιστές τον Λόρενς Ολιβιέ και την Τζόαν Φοντέιν, σκηνοθέτησε την ομότιτλη ταινία που συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η Ρεβέκκα, μαζί με το Οσα παίρνει ο άνεμος, την Τζέιν Εϊρ και τα Ανεμοδαρμένα ύψη συγκροτούν την πιο δημοφιλή ομάδα έργων που παρήχθησαν από τη γυναικεία πένα.Οι ανατροπές μέχρι την τελευταία στιγμή είναι καταιγιστικές και ενδυναμώνουν την ατμόσφαιρα μυστηρίου που από την πρώτη στιγμή υπαινικτικά κυριαρχούσε στις περιγραφές. Ακόμα και οι δευτερεύοντες ή σκιώδεις χαρακτήρες αποδίδονται έντονα, ενώ ο καθένας παίζει τον δικό του ρόλο στα γεγονότα που διαδραματίζονται μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της έπαυλης Μαντερλέι, κάπου στις ακτές της Κορνουάλης. Η ταινία του Χίτσκοκ κέρδισε τους κριτικούς και στην τελετή των Όσκαρ στις 27 Φεβρουαρίου του 1941 βρέθηκε υποψήφια για 11 βραβεία. Τόσο ο Ολίβιε κι η Φοντέιν όσο κι ο Χίτσκοκ ήταν υποψήφιοι αλλά δεν βραβεύτηκαν. Η ταινία κατάφερε ν' αποσπάσει όμως το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας για το 1940 και φωτογραφίας για ασπρόμαυρη ταινία. Η Φοντέιν θα έπρεπε να περιμένει ακόμα ένα χρόνο για να κερδίσει το αγαλματίδιο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Χίτσκοκ Υποψίες, ενώ ο Ολίβιε κατάφερε να κερδίσει το όσκαρ ερμηνείας οκτώ χρόνια μετά, για την κινηματογραφική μεταφορά του Άμλετ.
Ένα ψυχολογικό θρίλερ με στοιχειωτική αύρα
Οποιος διάβαζε τη ρομαντική νουβέλα της Δάφνης ντι Μοριέ, δύσκολα θα φανταζόταν ότι μπορεί να ερμηνευθεί σαν ένα ψυχολογικό θρίλερ. Ομως ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, για την πρώτη του παραγωγή σε αμερικανικό στούντιο, επέλεξε αυτή την ιστορία, δίνοντάς της έναν εντελώς άλλο, γοτθικό χαρακτήρα. Την εποχή που ετοιμαζόταν να κάνει το ντεμπούτο του με αμερικανική παραγωγή, ο Χίτσκοκ σκεφτόταν να κάνει μια ταινία επάνω στο ναυάγιο του «Τιτανικού». Θα είχε πραγματικά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπαμε ποια θα ήταν η άποψη που θα είχε για το πιο διάσημο ναυάγιο της Ιστορίας, όμως τελικά επέλεξε να γυρίσει τη «Ρεβέκκα», μια ιστορία για μια αθώα προσωπικότητα που αισθάνεται να βυθίζεται μέσα σε ξένες και ανεξέλεγκτες αναμνήσεις. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας δεν είναι η Ρεβέκκα του τίτλου. Κι αυτή όμως, αν και απούσα ως φυσική παρουσία, είναι διαρκώς παρούσα και μόνιμο μέτρο σύγκρισης για τη γυναίκα που τόλμησε να αναμετρηθεί με την ανάμνησή της και να βρεθεί ως δεύτερη σύζυγος στο πλευρό του αριστοκρατικού Μαξίμ ντε Γουίντερ. Η νέα κυρία Ντε Γουίντερ είναι μια κοπέλα νέα, αθόρυβη, ντροπαλή, σχεδόν ανύπαρκτη. Και το σενάριο τονίζει αδιάκοπα την ασημαντότητα της. Δεν μαθαίνουμε ποτέ το πραγματικό της πρώτο όνομα, πριν παντρευτεί τον Μαξίμ. Αποκτά υπόσταση μόνον όταν βρίσκεται δίπλα του και όταν αναγκαστεί να παλέψει έναν άνισο αγώνα με την κυρίαρχη παρουσία της νεκρής Ρεβέκκας. Μία ορφανή κοπέλα παραθερίζει μαζί με την ηλικιωμένη προστάτιδά της σε κάποιο γαλλικό θέρετρο. Σε μία από τις πρωινές της βόλτες στην παραλία, συναντά τυχαία έναν άνδρα, ο οποίος στέκεται στην άκρη ενός υψώματος και, όπως όλα δείχνουν, ετοιμάζεται να βάλει τέλος στη ζωή του. Η κοπέλα τον αποτρέπει και αρχίζει να περνά όλο και περισσότερο χρόνο μαζί του. Όπως αποκαλύπτεται, ο μυστηριώδης άνδρας, γνωστός Βρετανός αριστοκράτης, έχει πρόσφατα χάσει την σύζυγό του. Οι μέρες περνούν, το ζευγάρι έρχεται όλο και πιο κοντά και την μέρα που εκείνη και η προστάτιδά της ετοιμάζονται για το επόμενο μακρινό τους ταξίδι, ο Λόρδος ζητά από την κοπέλα να τον παντρευτεί. Στην απομονωμένη έπαυλη του, το φημισμένο Manderley, ο νέος της σύζυγος την παρουσιάζει στο υπηρετικό προσωπικό και τους γνωστούς που παρελαύνουν ο ένας μετά τον άλλον για να γνωρίζουν την νέα οικοδέσποινα. Αταίριαστη στον νέο της ρόλο και ανίκανη να κερδίσει τους υψηλούς καλεσμένους αλλά και το ίδιο το προσωπικό, η ηρωίδα παραμένει στην σκιά της περιβόητης και αξιαγάπητης Ρεβέκκας, της προηγούμενης κυρίας του Manderley που χάθηκε στη θάλασσα, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.Στις πελώριες αίθουσες και τους αχανείς διαδρόμους του Manderley, η νεαρή κοπέλα- το όνομα της οποίας δεν αναφέρεται ποτέ- παλεύει να σταθεί ισάξια της θέσης που της έχει ανατεθεί. Πρόκειται, ωστόσο, για μία μάχη άνιση, καθώς τα σημάδια της προκατόχου της -αγαπημένα αντικείμενα, σφραγισμένα δωμάτια και διάσπαρτα μονογράμματα- έχουν διατηρηθεί σαν ιερά κειμήλια. Ο Hitchcock παραμένει σχεδόν απόλυτα πιστός στις περιγραφές της Du Maurier (""o Selznick πίστευε πως οι άνθρωποι εξαγριώνονται όταν αλλοιώνεις ένα μυθιστόρημα.", σχολίαζε καυστικά στον Truffaut) και κατορθώνει να εστιάσει την κινηματογραφική του αφήγηση γύρω από έναν χαρακτήρα ο οποίος δεν πρόκειται ποτέ να είναι παρών, καθορίζει όμως την εξέλιξη των γεγονότων όσο κανένας άλλος. Και εκεί ακριβώς ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την αληθινή ευφυΐα και τον συνταρακτικό σαδισμό με τον οποίο ο Hitchcock χειρίζεται το κινηματογραφικό μέσο και την θέση της γυναίκας σε αυτό: στον τρόπο με τον οποίο τοποθετεί τους γυναικείους χαρακτήρες στη ροή της αφήγησης, ακυρώνοντας την αυταπόδεικτη παρουσία της νέας συζύγου και δίνοντας υπόσταση σε μία γυναίκα που παραμένει από την αρχή ως το τέλος άυλη.
Οποιος διάβαζε τη ρομαντική νουβέλα της Δάφνης ντι Μοριέ, δύσκολα θα φανταζόταν ότι μπορεί να ερμηνευθεί σαν ένα ψυχολογικό θρίλερ. Ομως ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, για την πρώτη του παραγωγή σε αμερικανικό στούντιο, επέλεξε αυτή την ιστορία, δίνοντάς της έναν εντελώς άλλο, γοτθικό χαρακτήρα. Την εποχή που ετοιμαζόταν να κάνει το ντεμπούτο του με αμερικανική παραγωγή, ο Χίτσκοκ σκεφτόταν να κάνει μια ταινία επάνω στο ναυάγιο του «Τιτανικού». Θα είχε πραγματικά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπαμε ποια θα ήταν η άποψη που θα είχε για το πιο διάσημο ναυάγιο της Ιστορίας, όμως τελικά επέλεξε να γυρίσει τη «Ρεβέκκα», μια ιστορία για μια αθώα προσωπικότητα που αισθάνεται να βυθίζεται μέσα σε ξένες και ανεξέλεγκτες αναμνήσεις. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας δεν είναι η Ρεβέκκα του τίτλου. Κι αυτή όμως, αν και απούσα ως φυσική παρουσία, είναι διαρκώς παρούσα και μόνιμο μέτρο σύγκρισης για τη γυναίκα που τόλμησε να αναμετρηθεί με την ανάμνησή της και να βρεθεί ως δεύτερη σύζυγος στο πλευρό του αριστοκρατικού Μαξίμ ντε Γουίντερ. Η νέα κυρία Ντε Γουίντερ είναι μια κοπέλα νέα, αθόρυβη, ντροπαλή, σχεδόν ανύπαρκτη. Και το σενάριο τονίζει αδιάκοπα την ασημαντότητα της. Δεν μαθαίνουμε ποτέ το πραγματικό της πρώτο όνομα, πριν παντρευτεί τον Μαξίμ. Αποκτά υπόσταση μόνον όταν βρίσκεται δίπλα του και όταν αναγκαστεί να παλέψει έναν άνισο αγώνα με την κυρίαρχη παρουσία της νεκρής Ρεβέκκας. Μία ορφανή κοπέλα παραθερίζει μαζί με την ηλικιωμένη προστάτιδά της σε κάποιο γαλλικό θέρετρο. Σε μία από τις πρωινές της βόλτες στην παραλία, συναντά τυχαία έναν άνδρα, ο οποίος στέκεται στην άκρη ενός υψώματος και, όπως όλα δείχνουν, ετοιμάζεται να βάλει τέλος στη ζωή του. Η κοπέλα τον αποτρέπει και αρχίζει να περνά όλο και περισσότερο χρόνο μαζί του. Όπως αποκαλύπτεται, ο μυστηριώδης άνδρας, γνωστός Βρετανός αριστοκράτης, έχει πρόσφατα χάσει την σύζυγό του. Οι μέρες περνούν, το ζευγάρι έρχεται όλο και πιο κοντά και την μέρα που εκείνη και η προστάτιδά της ετοιμάζονται για το επόμενο μακρινό τους ταξίδι, ο Λόρδος ζητά από την κοπέλα να τον παντρευτεί. Στην απομονωμένη έπαυλη του, το φημισμένο Manderley, ο νέος της σύζυγος την παρουσιάζει στο υπηρετικό προσωπικό και τους γνωστούς που παρελαύνουν ο ένας μετά τον άλλον για να γνωρίζουν την νέα οικοδέσποινα. Αταίριαστη στον νέο της ρόλο και ανίκανη να κερδίσει τους υψηλούς καλεσμένους αλλά και το ίδιο το προσωπικό, η ηρωίδα παραμένει στην σκιά της περιβόητης και αξιαγάπητης Ρεβέκκας, της προηγούμενης κυρίας του Manderley που χάθηκε στη θάλασσα, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.Στις πελώριες αίθουσες και τους αχανείς διαδρόμους του Manderley, η νεαρή κοπέλα- το όνομα της οποίας δεν αναφέρεται ποτέ- παλεύει να σταθεί ισάξια της θέσης που της έχει ανατεθεί. Πρόκειται, ωστόσο, για μία μάχη άνιση, καθώς τα σημάδια της προκατόχου της -αγαπημένα αντικείμενα, σφραγισμένα δωμάτια και διάσπαρτα μονογράμματα- έχουν διατηρηθεί σαν ιερά κειμήλια. Ο Hitchcock παραμένει σχεδόν απόλυτα πιστός στις περιγραφές της Du Maurier (""o Selznick πίστευε πως οι άνθρωποι εξαγριώνονται όταν αλλοιώνεις ένα μυθιστόρημα.", σχολίαζε καυστικά στον Truffaut) και κατορθώνει να εστιάσει την κινηματογραφική του αφήγηση γύρω από έναν χαρακτήρα ο οποίος δεν πρόκειται ποτέ να είναι παρών, καθορίζει όμως την εξέλιξη των γεγονότων όσο κανένας άλλος. Και εκεί ακριβώς ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την αληθινή ευφυΐα και τον συνταρακτικό σαδισμό με τον οποίο ο Hitchcock χειρίζεται το κινηματογραφικό μέσο και την θέση της γυναίκας σε αυτό: στον τρόπο με τον οποίο τοποθετεί τους γυναικείους χαρακτήρες στη ροή της αφήγησης, ακυρώνοντας την αυταπόδεικτη παρουσία της νέας συζύγου και δίνοντας υπόσταση σε μία γυναίκα που παραμένει από την αρχή ως το τέλος άυλη.
Υπάρχει μία κομβική σεκάνς η οποία συνοψίζει αυτή ακριβώς την αφοσίωση του σκηνοθέτη στην αμφισημία της γυναικείας ταυτότητας. Στα μισά του φιλμ, ο χαρακτήρας του Olivier προβάλει στην νέα του σύζυγο ένα φιλμάκι από το γαμήλιο ταξίδι τους. Φορώντας το κομψό μοντελάκι που μόλις παρέλαβε από το Λονδίνο, πασχίζοντας να γίνει και να φαίνεται κυρία, η ηρωίδα της Fontaine στέκεται στο σκοτάδι και βομβαρδίζεται απροστάτευτη από τις φωτεινές λάμψεις της μηχανής προβολής. Ο Hitchcock κεντράρει την κάμερα στο πρόσωπό της και καταγράφει τις αντιδράσεις της: αγωνία, τρόμος, κατάρρευση. Η ίδια η διαδικασία της προβολής είναι στενά συνυφασμένη με τη δυναμική της γυναικείας παράνοιας για τον Freud και αυτή ακριβώς τη γραμμή φαίνεται να ακολουθεί ο μετρ της αγωνίας. Η ανώνυμη ηρωίδα του πασχίζει να βρει τον ρόλο που της αντιστοιχεί μέσα σε μία πραγματικότητα της οποίας δεν πρόκειται ποτέ να γίνει μέρος. Αντιμέτωπη με την προβολή της ίδιας της μορφής της, όπως κάποιος άλλος απαιτεί να είναι, προσπαθεί να γεφυρώσει την απούσα ταυτότητάς της με την σαδιστική προσμονή των γύρω της να ταιριάξει σε ένα είδωλο του παρελθόντος, το οποίο ποτέ δεν κατονομάζεται, ποτέ δεν μπαίνει στις αληθινές, ανθρώπινες διαστάσεις του και τελικά αποκτά διαστάσεις μυθικές. Η λύτρωση για τους τραγικούς αυτούς ήρωες μπορεί να έρθει όταν τα φαντάσματα του παρελθόντος χαθούν στα συντρίμμια και τις φλόγες.
Η συνεργασία τουΧίτσκοκ με τον Ο'Σέλζνικ δεν ήταν ιδανική, καθώς ο δεύτερος ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο των παραγωγών του. Ωστόσο, ο Hitchcock, εκμεταλλεύομενος την απασχόληση του Selznick με την ταινία Gone with the Wind την ίδια εποχή, γύρισε την ταινία και έκανε το μοντάζ in-camera, δηλαδή γύρισε τις σκηνές με τη σειρά, σε αντίθεση με τη συνήθη τεχνική να γυρίζονται οι σκηνές χωρίς συνέχεια και μετά να μπαίνουν σε σειρά. Με αυτό τον τρόπο, κατάφερε να βγει η ταινία όπως την ήθελε αυτός, χωρίς να μπορεί να κόψει ή να αλλάξει κάτι ο Selznick στο μοντάζ.
Οι ηθοποιοί
Για το ρόλο του κυρίου Ντε Γουίντερ αρχικά σκέφτηκαν το Ρόναλντ Κόλμαν και τον Γουίλιαμ Πάουελ οι οποίοι αρνήθηκαν. Τότε στράφηκαν στον Λόρενς Ολίβιε, ο οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε κερδίσει μια υποψηφιότητα για Όσκαρ με την εμφάνισή του στην ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ «Ανεμοδαρμένα Ύψη» (μεταφορά του μυθιστορήματος της Έμιλυ Μπροντέ). Ο Λόρενς Ολίβιε έχει χαρακτηριστεί ως ο σημαντικότερος ηθοποιός του 20ου αιώνα. Υπήρξε 11 φορές υποψήφιος για Όσκαρ και κέρδισε ένα για την ερμηνεία του στην ταινία «Άμλετ» ενώ του απονεμήθηκε δύο φορές τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στην τέχνη από την Ακαδημία Κινηματογράφου. Έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 1989 σε ηλικία 82 ετών.
Για το ρόλο της νεαρής πρωταγωνίστριας δοκίμασαν τις Μάργκαρετ Σάλιβαν, Αν Μπάξτερ, Λορέτα Γιάνγκ και τη Βίβιαν Λι, σύζυγο του Λόρενς Ολίβιε και πρωταγωνίστρια του «Όσα παίρνει ο άνεμος». Η τελική επιλογή, όμως, ήταν η Τζόαν Φοντέιν, που μέχρι τότε ήταν γνωστή ως η μικρή αδελφή της Ολίβια Ντε Χάβιλαντ και οι ταινίες στις οποίες είχε εμφανιστεί δεν είχαν καταφέρει να αναδείξουν το υποκριτικό της ταλέντο. Η Τζόαν Φοντέιν έκανε τελικά μια λαμπρή καριέρα, κέρδισε 2 Όσκαρ ‘Α Γυναικείου Ρόλου και καταξιώθηκε ως μια από τις καλύτερες ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου. Έφυγε από τη ζωή το Δεκέμβριο του 2013 σε ηλικία 96 ετών. Απ’ όλες τις ταινίες της καριέρας του Άλφρεντ Χίτσκοκ αλλά και απ’ όλες όσες προτάθηκαν για Όσκαρ, μόνο η «Ρεβέκα», η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στο Χόλιγουντ, απέσπασε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Προτάθηκε συνολικά για 11 βραβεία Όσκαρ, κέρδισε δύο (Καλύτερης Ταινίας και Φωτογραφίας) ενώ ο Χίτσκοκ ήταν για πρώτη φορά στη λίστα των υποψηφίων για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Το βραβείο, ωστόσο, πήγε στο Τζον Φορντ για την ταινία «Τα σταφύλια της οργής». Ο μετρ θα επιχειρήσει άλλες πέντε φορές να βραβευτεί χωρίς επιτυχία και τελικά το 1967 η Ακαδημία Κινηματογράφου θα του παραχωρήσει ένα τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο. Η ταινία «Ρεβέκα» έκανε πρεμιέρα σαν σήμερα 12 Απριλίου του 1940 στις κινηματογραφικές αίθουσες των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για το ρόλο του κυρίου Ντε Γουίντερ αρχικά σκέφτηκαν το Ρόναλντ Κόλμαν και τον Γουίλιαμ Πάουελ οι οποίοι αρνήθηκαν. Τότε στράφηκαν στον Λόρενς Ολίβιε, ο οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε κερδίσει μια υποψηφιότητα για Όσκαρ με την εμφάνισή του στην ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ «Ανεμοδαρμένα Ύψη» (μεταφορά του μυθιστορήματος της Έμιλυ Μπροντέ). Ο Λόρενς Ολίβιε έχει χαρακτηριστεί ως ο σημαντικότερος ηθοποιός του 20ου αιώνα. Υπήρξε 11 φορές υποψήφιος για Όσκαρ και κέρδισε ένα για την ερμηνεία του στην ταινία «Άμλετ» ενώ του απονεμήθηκε δύο φορές τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στην τέχνη από την Ακαδημία Κινηματογράφου. Έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 1989 σε ηλικία 82 ετών.
Για το ρόλο της νεαρής πρωταγωνίστριας δοκίμασαν τις Μάργκαρετ Σάλιβαν, Αν Μπάξτερ, Λορέτα Γιάνγκ και τη Βίβιαν Λι, σύζυγο του Λόρενς Ολίβιε και πρωταγωνίστρια του «Όσα παίρνει ο άνεμος». Η τελική επιλογή, όμως, ήταν η Τζόαν Φοντέιν, που μέχρι τότε ήταν γνωστή ως η μικρή αδελφή της Ολίβια Ντε Χάβιλαντ και οι ταινίες στις οποίες είχε εμφανιστεί δεν είχαν καταφέρει να αναδείξουν το υποκριτικό της ταλέντο. Η Τζόαν Φοντέιν έκανε τελικά μια λαμπρή καριέρα, κέρδισε 2 Όσκαρ ‘Α Γυναικείου Ρόλου και καταξιώθηκε ως μια από τις καλύτερες ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου. Έφυγε από τη ζωή το Δεκέμβριο του 2013 σε ηλικία 96 ετών. Απ’ όλες τις ταινίες της καριέρας του Άλφρεντ Χίτσκοκ αλλά και απ’ όλες όσες προτάθηκαν για Όσκαρ, μόνο η «Ρεβέκα», η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στο Χόλιγουντ, απέσπασε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Προτάθηκε συνολικά για 11 βραβεία Όσκαρ, κέρδισε δύο (Καλύτερης Ταινίας και Φωτογραφίας) ενώ ο Χίτσκοκ ήταν για πρώτη φορά στη λίστα των υποψηφίων για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Το βραβείο, ωστόσο, πήγε στο Τζον Φορντ για την ταινία «Τα σταφύλια της οργής». Ο μετρ θα επιχειρήσει άλλες πέντε φορές να βραβευτεί χωρίς επιτυχία και τελικά το 1967 η Ακαδημία Κινηματογράφου θα του παραχωρήσει ένα τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο. Η ταινία «Ρεβέκα» έκανε πρεμιέρα σαν σήμερα 12 Απριλίου του 1940 στις κινηματογραφικές αίθουσες των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η διστακτικότητα της Φοντέιν
Η «Ρεβέκκα» είναι ένας ερμηνευτικός θρίαμβος για την Τζόαν Φοντέιν, σε έναν από τους πρώτους της ρόλους, η οποία ερμηνεύει τη νέα κυρία Ντε Γουίντερ. Το να κερδίσει τον ρόλο δεν ήταν εύκολο, καθώς χρειάστηκε να κατακτήσει τον Χίτσκοκ ανάμεσα σε είκοσι άλλες υποψήφιες, ανάμεσά τους την Αν Μπάξτερ, τη Λορέτα Γιανγκ και τη Βίβιαν Λι. Αυτή η τελευταία υποψηφιότητα ήταν και η πιο ισχυρή, καθώς τον ρόλο του Μαξίμ έπαιζε ο Λόρενς Ολίβιε, με τον οποίο τότε ήταν ζευγάρι. Ομως ο Χίτσκοκ επέλεξε τη Φοντέιν. Η αντιπάθεια του Ολίβιε προς τη συμπρωταγωνίστριά του ήταν ολοφάνερη σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, κάτι που η Φοντέιν δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία και την έφερνε συχνά στα όρια της κατάρρευσης. Και από την πλευρά του όμως, ο Χίτσκοκ, ως διαβόητος ψυχολογικός βασανιστής των ηθοποιών, χρησιμοποίησε το γεγονός. Είπε στη Φοντέιν ότι όχι μόνον ο Ολίβιε, αλλά και ολόκληρο το συνεργείο και το καστ την αντιπαθούσε. Ετσι η διστακτικότητα και ο φόβος του χαρακτήρα της στο φιλμ είναι σε έναν μεγάλο βαθμό πραγματικός.
Η «Ρεβέκκα» είναι ένας ερμηνευτικός θρίαμβος για την Τζόαν Φοντέιν, σε έναν από τους πρώτους της ρόλους, η οποία ερμηνεύει τη νέα κυρία Ντε Γουίντερ. Το να κερδίσει τον ρόλο δεν ήταν εύκολο, καθώς χρειάστηκε να κατακτήσει τον Χίτσκοκ ανάμεσα σε είκοσι άλλες υποψήφιες, ανάμεσά τους την Αν Μπάξτερ, τη Λορέτα Γιανγκ και τη Βίβιαν Λι. Αυτή η τελευταία υποψηφιότητα ήταν και η πιο ισχυρή, καθώς τον ρόλο του Μαξίμ έπαιζε ο Λόρενς Ολίβιε, με τον οποίο τότε ήταν ζευγάρι. Ομως ο Χίτσκοκ επέλεξε τη Φοντέιν. Η αντιπάθεια του Ολίβιε προς τη συμπρωταγωνίστριά του ήταν ολοφάνερη σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, κάτι που η Φοντέιν δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία και την έφερνε συχνά στα όρια της κατάρρευσης. Και από την πλευρά του όμως, ο Χίτσκοκ, ως διαβόητος ψυχολογικός βασανιστής των ηθοποιών, χρησιμοποίησε το γεγονός. Είπε στη Φοντέιν ότι όχι μόνον ο Ολίβιε, αλλά και ολόκληρο το συνεργείο και το καστ την αντιπαθούσε. Ετσι η διστακτικότητα και ο φόβος του χαρακτήρα της στο φιλμ είναι σε έναν μεγάλο βαθμό πραγματικός.
Το βιβλίο
Το μυθιστόρημα Ρεβέκκα είναι ένα παράξενο υβρίδιο — ένα μίγμα ιστορίας αγάπης, αστυνομικού μυστηρίου και μυθιστορήματος γκόθικ. Η ιστορία αγάπης, φυσικά, αναδείχθηκε ιδιαιτέρως από την οπτική γωνία του Χόλιγουντ και του Χίτσκοκ, βρίσκεται παρ’ όλα αυτά και στον πυρήνα του βιβλίου. Το μυστήριο εκτυλίσσεται αργά και έχει στο επίκεντρό του τον θάνατο της Ρεβέκκας, γύρω από τον οποίο η ντι Μωριέ πλέκει με δεξιοτεχνία μια ανατροπή στην πλοκή. Τα γκόθικ στοιχεία περιστρέφονται γύρω από το ίδιο το σπίτι —το Μάντερλεϊ— και την απειλητική φιγούρα της οικονόμου του, της κυρίας Ντάνβερς —ενός από τους πιο δυσοίωνους λογοτεχνικούς χαρακτήρες που έχουν υπάρξει ποτέ—, η οποία με τον δικό της ιδιότυπο τρόπο τρομοκρατεί την καινούργια πυργοδέσποινα. Παρότι η ντι Μωριέ αποφεύγει τις συνήθεις παγίδες του γκόθικ είδους —κρυφές σκάλες, φαντάσματα που αιωρούνται και τα συναφή— η ατμόσφαιρα του σπιτιού είναι τόσο εμποτισμένη με τη μνήμη της Ρεβέκκας ώστε ο γάμος του ερωτευμένου ζευγαριού να κινδυνεύει να καταρρεύσει και η νεαρή απογοητευμένη νύφη να φτάνει σχεδόν στην αυτοκτονία —με την ενθάρρυνση, φυσικά, της κυρίας Ντάνβερς. Παρότι η ταινία παραμένει σε γενικές γραμμές αρκετά πιστή στο βιβλίο της ντι Μωριέ, υπάρχουν σημαντικές διαφορές, οι οποίες επηρεάζουν και το ύφος. Η κυρία Ντάνβερς, η οποία είναι τελικώς υπαίτια για την καταστροφή του Μάντερλεϊ, στο οποίο βάζει φωτιά πριν εξαφανιστεί προς άγνωστη κατεύθυνση, στην εκδοχή του Χόλιγουντ χάνει τη ζωή της στη φωτιά που η ίδια ξεκίνησε. Στο τέλος της ταινίας, ο Μάξιμ και η γυναίκα του συναντιούνται την ώρα που καίγεται το Μάντερλεϊ και αγκαλιάζονται μπροστά από το φλεγόμενο σπίτι· ένα τυπικό χολιγουντιανό χάπι-εντ, με άλλα λόγια. Στο μυθιστόρημα, όμως, η ιστορία συνεχίζεται μετά την καταστροφή του Μάντερλεϊ, και ξαναβρίσκουμε τον Μάξιμ και τη γυναίκα του αυτεξόριστους σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη. Εκεί κάνουν μια ήσυχη, συγκαταβατική ζωή και περνάνε τις ώρες τους αποφεύγοντας προσεκτικά να μην αναφερθούν σε θέματα που μπορεί να ξυπνήσουν μνήμες της Ρεβέκκας και του Μάντερλεϊ μέσα σε ένα «αίσθημα φόβου και ανομολόγητης ταραχής». Το τέλος του βιβλίου, συνεπώς, είναι πολύ πιο δυσοίωνο από εκείνο της ταινίας. Φτάνοντας προς το τέλος του το μυθιστόρημα, την ονειρώδη αίσθηση, με την οποία αρχίζει η ιστορία, έχει αντικαταστήσει ο εφιάλτης του παρελθόντος που στοιχειώνει τις ζωές του Μάξιμ και της δεύτερης γυναίκας του.
Το μυθιστόρημα Ρεβέκκα είναι ένα παράξενο υβρίδιο — ένα μίγμα ιστορίας αγάπης, αστυνομικού μυστηρίου και μυθιστορήματος γκόθικ. Η ιστορία αγάπης, φυσικά, αναδείχθηκε ιδιαιτέρως από την οπτική γωνία του Χόλιγουντ και του Χίτσκοκ, βρίσκεται παρ’ όλα αυτά και στον πυρήνα του βιβλίου. Το μυστήριο εκτυλίσσεται αργά και έχει στο επίκεντρό του τον θάνατο της Ρεβέκκας, γύρω από τον οποίο η ντι Μωριέ πλέκει με δεξιοτεχνία μια ανατροπή στην πλοκή. Τα γκόθικ στοιχεία περιστρέφονται γύρω από το ίδιο το σπίτι —το Μάντερλεϊ— και την απειλητική φιγούρα της οικονόμου του, της κυρίας Ντάνβερς —ενός από τους πιο δυσοίωνους λογοτεχνικούς χαρακτήρες που έχουν υπάρξει ποτέ—, η οποία με τον δικό της ιδιότυπο τρόπο τρομοκρατεί την καινούργια πυργοδέσποινα. Παρότι η ντι Μωριέ αποφεύγει τις συνήθεις παγίδες του γκόθικ είδους —κρυφές σκάλες, φαντάσματα που αιωρούνται και τα συναφή— η ατμόσφαιρα του σπιτιού είναι τόσο εμποτισμένη με τη μνήμη της Ρεβέκκας ώστε ο γάμος του ερωτευμένου ζευγαριού να κινδυνεύει να καταρρεύσει και η νεαρή απογοητευμένη νύφη να φτάνει σχεδόν στην αυτοκτονία —με την ενθάρρυνση, φυσικά, της κυρίας Ντάνβερς. Παρότι η ταινία παραμένει σε γενικές γραμμές αρκετά πιστή στο βιβλίο της ντι Μωριέ, υπάρχουν σημαντικές διαφορές, οι οποίες επηρεάζουν και το ύφος. Η κυρία Ντάνβερς, η οποία είναι τελικώς υπαίτια για την καταστροφή του Μάντερλεϊ, στο οποίο βάζει φωτιά πριν εξαφανιστεί προς άγνωστη κατεύθυνση, στην εκδοχή του Χόλιγουντ χάνει τη ζωή της στη φωτιά που η ίδια ξεκίνησε. Στο τέλος της ταινίας, ο Μάξιμ και η γυναίκα του συναντιούνται την ώρα που καίγεται το Μάντερλεϊ και αγκαλιάζονται μπροστά από το φλεγόμενο σπίτι· ένα τυπικό χολιγουντιανό χάπι-εντ, με άλλα λόγια. Στο μυθιστόρημα, όμως, η ιστορία συνεχίζεται μετά την καταστροφή του Μάντερλεϊ, και ξαναβρίσκουμε τον Μάξιμ και τη γυναίκα του αυτεξόριστους σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη. Εκεί κάνουν μια ήσυχη, συγκαταβατική ζωή και περνάνε τις ώρες τους αποφεύγοντας προσεκτικά να μην αναφερθούν σε θέματα που μπορεί να ξυπνήσουν μνήμες της Ρεβέκκας και του Μάντερλεϊ μέσα σε ένα «αίσθημα φόβου και ανομολόγητης ταραχής». Το τέλος του βιβλίου, συνεπώς, είναι πολύ πιο δυσοίωνο από εκείνο της ταινίας. Φτάνοντας προς το τέλος του το μυθιστόρημα, την ονειρώδη αίσθηση, με την οποία αρχίζει η ιστορία, έχει αντικαταστήσει ο εφιάλτης του παρελθόντος που στοιχειώνει τις ζωές του Μάξιμ και της δεύτερης γυναίκας του.