«Όταν έγινε η επιλογή της ως Πρωτεύουσας, η Αθήνα ήταν ένα χωριό 4.000 κατοίκων και ο Πειραιάς μια ασήμαντη ιχθυόσκαλα». «Ήσαν δε τότε [1834] αι Αθήναι κωμόπολις 10 ή 12.000 κατοίκων, πλήρης ερειπίων, ολίγας οικίας παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως έχουσα»... «Η Αθήνα η πόλις» αποτελεί το σκηνικό των ενθυμημάτων του Παναγή Σκουζέ «από τα 1788 έως τα 1796», ενώ την γενέθλια «πολιτεία των Αθηνών» επισκέπτεται ο Παναγιώτης Κοδρικάς στα 17892. Φτάνοντας με τον Λόρδο Βύρωνα στην Αθήνα το 1810 ο Βαρώνος Hobhouse και ακούγοντας τον οδηγό τους να λέει «αφέντη, να η χώρα», νόμιζε ότι άκουσε «να το χωριό», αλλά «έκπληκτοι είδαμε σε μια πεδιάδα, σε μεγάλη από μας απόσταση, μια μεγάλη πόλη γύρω από ένα περίοπτο ύψωμα, πάνω στο οποίο μπορέσαμε να διακρίνουμε κάποια οικοδομήματα, και πέραν αυτής της πόλεως, τη θάλασσα»...
Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Αθήνα όχι μόνο παρέμεινε πόλη, αλλά παρέμεινε σταθερά, ακολουθούμενη από τη Θήβα, τη Λιβαδειά, τη Λαμία, την Αταλάντη, τα Σάλωνα και, αργότερα, το Μεσολόγγι , ενώ παρουσίασε μια αισθητή γεωγραφική επέκταση, εκτός των μεσαιωνικών της ορίων. Έδρα Μητρόπολης καθώς και Οθωμανικού Κάζα, ανέπτυξε την ειδίκευσή της σε μια σειρά από δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα, όπως η βιοτεχνία μεταξωτών υφασμάτων, η σαπωνοποιία και η βυρσοδεψία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν τον Οκτώβριο του 1833, συντάσσεται ο κατάλογος των προς απαλλοτρίωση κτιρίων, χάριν ανασκαφών, καταγράφονται 400 σπίτια, 7 φούρνοι και 103 εργαστήρια, μεταξύ των οποίων 2 ελαιοτριβεία και 2 σαπουντζίδικα, μόνο στην περιοχή την οριζόμενη από τις κατοπινές οδούς Ηφαίστου, Μητροπόλεως, Νίκης, Αμαλίας και Λυσικράτους, δηλαδή στο ήμισυ περίπου της παλαιάς πόλης. Αλλά και πέραν της Στερεάς, η Αθήνα ανήκε στην κατηγορία των σημαντικών βαλκανικών πόλεων. Κατά τις παραμονές της Επανάστασης, συγκαταλεγόταν στην πρώτη δεκάδα των πόλεων της Νότιας Βαλκανικής, μετά την Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, τις Σέρρες, τη Λάρισα, την Τρίπολη και την Πάτρα. Κατατασσόταν στην ίδια σειρά με το Αργυρόκαστρο, ενώ άφηνε πίσω ονομαστές πόλεις, όπως τη Βέροια, το Μοναστήρι, το Άργος και το Ναύπλιο, την Καστοριά, το Μπεράτι και την Άρτα.Ο ακριβής αριθμός των κατοίκων της είναι δύσκολο να καθοριστεί αλλά όλες οι ενδείξεις, εντούτοις, τείνουν προς έναν αριθμό της τάξεως των 10.000. Τον Οκτώβριο του 1824, επί φρουραρχίας Γκούρα, πραγματοποιήθηκε μια καταγραφή στην επαναστατημένη Αθήνα, σύμφωνα με την οποία στην Πόλη υπήρχαν 9.040 κάτοικοι και 1.605 σπίτια, που κατανέμονταν σε 35 ενορίες . Την εποχή εκείνη, η πράγματι μεγαλούπολη Θεσσαλονίκη είχε περί τις 60.000 κατοίκους, η δε Τρίπολη και η Πάτρα περί τις 15.0008. Δεν τεκμηριώνεται συνεπώς ο αφορισμός ότι η Αθήνα «δεν ήταν από τις σημαντικότερες προεπαναστατικές πόλεις»....
Οδός Πανεπιστημίου στις αρχές του 1990
Θεσσαλονίκη 1917, προσφυγόπουλο. (Μόνο τα πρόσωπα και οι εθνικότητες αλλάζουν …).
Περιγραφές αποκαρδιωτικές όταν μιλούν για την Αθήνα μετά τον απελευθερωτικό πόλέμο....
Αναφωνεί τον Αύγουστο του 1832 ο Λουδοβίκος Ρος: «Αυτό δεν είναι αι ιοστεφείς και περίφημοι Αθήναι. Αυτό είναι μονάχα ένας θεόρατος σωρός ερείπια, μια άμορφη […] γκριζωπή μάζα στάχτης και σκόνης, απ’ όπου ξεπροβάλλουν μια δωδεκάδα φοίνικες και κυπαρίσσια, τα μόνα που αντιστέκονται στην καθολική ερήμωση»9. Την ίδια περίπου εποχή (1832-1833) επισκέπτεται την Αθήνα και ο αποσπασμένος στο εκστρατευτικό σώμα του Στρατηγού Maison, J.L. Lacour: «Η καρδιά σφίγγεται φτάνοντας στην Αθήνα. Νέα ερείπια καλύπτουν τα αρχαία, τα καταχωνιασμένα μέσα στη γη. […] Στενά, σκοτεινά, λασπώδη, ακανόνιστα δρομάκια. Βρώμικα, καπνισμένα και δυσώδη μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας, κι όλα αυτά περικυκλωμένα από ένα χονδροειδές τοιχίο, να τι έχει αντικαταστήσει το Ωδείο του Περικλέους, το Ελευσίνιο, το Λύκειο, τους Κήπους και τον Ναό της Αφροδίτης, τις Πύλες του Ερμού, […] και τα λοιπά μνημεία, των οποίων μόνον τα ονόματα έχουν απομείνει»10. Ο εκ των Αντιβασιλέων Georg Maurer, που έφθασε στην Αθήνα το 1833 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Όθωνα, σημειώνει: «Η Αθήνα που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες»11. Ενώ ο Thomas Abbet-Grasset παρατηρεί τον Οκτώβριο του 1834: «Δεν υπάρχουσιν όμως πλέον Αθήναι. Εις τον τόπον της ωραίας δημοκρατίας απλούται σήμερον πενιχρά πολίχνη, μαύρη εκ των καπνών, σιωπηλή ως φύλαξ των νεκρών μνημείων, με στενούς και ασύμμετρους δρομίσκους»12. Είναι προφανές καταρχήν ότι οι αυτόπτες αυτοί μάρτυρες αποτύπωναν στα λόγια τους όχι μόνο τη θλίψη τους για ό,τι έβλεπαν αλλά και την απογοήτευση τους για ό,τι δεν έβλεπαν: «τας ιοστεφείς και περίφημους Αθήνας», «την ωραία δημοκρατία», «το Ωδείο του Περικλέους» και «τις Πύλες του Ερμού». Είναι γεγονός πάντως ότι η πόλη είχε υποστεί σοβαρότατες καταστροφές, ιδιαίτερα στο διάστημα της ενδεκάμηνης πολιορκίας της από τον Κιουταχή, μεταξύ Ιουνίου 1826 και Μαΐου 1827....
Αναφωνεί τον Αύγουστο του 1832 ο Λουδοβίκος Ρος: «Αυτό δεν είναι αι ιοστεφείς και περίφημοι Αθήναι. Αυτό είναι μονάχα ένας θεόρατος σωρός ερείπια, μια άμορφη […] γκριζωπή μάζα στάχτης και σκόνης, απ’ όπου ξεπροβάλλουν μια δωδεκάδα φοίνικες και κυπαρίσσια, τα μόνα που αντιστέκονται στην καθολική ερήμωση»9. Την ίδια περίπου εποχή (1832-1833) επισκέπτεται την Αθήνα και ο αποσπασμένος στο εκστρατευτικό σώμα του Στρατηγού Maison, J.L. Lacour: «Η καρδιά σφίγγεται φτάνοντας στην Αθήνα. Νέα ερείπια καλύπτουν τα αρχαία, τα καταχωνιασμένα μέσα στη γη. […] Στενά, σκοτεινά, λασπώδη, ακανόνιστα δρομάκια. Βρώμικα, καπνισμένα και δυσώδη μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας, κι όλα αυτά περικυκλωμένα από ένα χονδροειδές τοιχίο, να τι έχει αντικαταστήσει το Ωδείο του Περικλέους, το Ελευσίνιο, το Λύκειο, τους Κήπους και τον Ναό της Αφροδίτης, τις Πύλες του Ερμού, […] και τα λοιπά μνημεία, των οποίων μόνον τα ονόματα έχουν απομείνει»10. Ο εκ των Αντιβασιλέων Georg Maurer, που έφθασε στην Αθήνα το 1833 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Όθωνα, σημειώνει: «Η Αθήνα που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες»11. Ενώ ο Thomas Abbet-Grasset παρατηρεί τον Οκτώβριο του 1834: «Δεν υπάρχουσιν όμως πλέον Αθήναι. Εις τον τόπον της ωραίας δημοκρατίας απλούται σήμερον πενιχρά πολίχνη, μαύρη εκ των καπνών, σιωπηλή ως φύλαξ των νεκρών μνημείων, με στενούς και ασύμμετρους δρομίσκους»12. Είναι προφανές καταρχήν ότι οι αυτόπτες αυτοί μάρτυρες αποτύπωναν στα λόγια τους όχι μόνο τη θλίψη τους για ό,τι έβλεπαν αλλά και την απογοήτευση τους για ό,τι δεν έβλεπαν: «τας ιοστεφείς και περίφημους Αθήνας», «την ωραία δημοκρατία», «το Ωδείο του Περικλέους» και «τις Πύλες του Ερμού». Είναι γεγονός πάντως ότι η πόλη είχε υποστεί σοβαρότατες καταστροφές, ιδιαίτερα στο διάστημα της ενδεκάμηνης πολιορκίας της από τον Κιουταχή, μεταξύ Ιουνίου 1826 και Μαΐου 1827....
Αθήνα Πεδίον του Άρεως 1932
Αθήνα 1930
Γωνία Αθηνάς και Ερμού – 1906
Οδός Ερμού – 1912
Τα πολιτικά πάθη τον τελευταίο καιρό καλά κρατούν και μια έκφραση που ακούμε όλο και πιο συχνά είναι: «Τους φάγαμε…». Στον «Θεατή» του 1932, ανακαλύψαμε μια σατυρική πραγματεία περί της… λαιμαργίας των Ελλήνων, που θα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας: «Τους φάγαμε! Αυτή είνε, έπειτα από κάθε εκλογή, η θριαμβευτική κραυγή των νικητών. Ο Έλλην δεν είνε καθόλου φαγάς, εννοεί όμως να τρώγη συνεχώς… με τα λόγια. Σε καμμιά άλλη γλώσσα του κόσμου δεν γίνεται τόση κατάχρησις του ρήματος τρώγω. Οτιδήποτε και αν θέλη να πή ο Ρωμηός, πάντοτε στο ρήμα αυτό θα καταλήξη. Άμα θέλει να φοβερίση ο ένας τον άλλον, του λέγει αμέσως ότι θα του φάη το μάτι. Για να δείξη τη φλογερή αγάπη του προς την ερωμένη του, της υπόσχεται να την φάη στα φιλιά. Στον κακόγλωσσο λέμε να φάη τη γλώσσα του. Άμα υπάρχει κάποιος που μας φλυαρεί του φωνάζουμε ότι μας έφαγε τ’ αυτιά. Θέλει κανείς να εκφράση τον θαυμασμό του για μια γυναίκα; «Μπουκιά και συχώριο» λέγει αμέσως. Δηλαδή και πάλι ο λόγος περί φαγητού. Ο αδικούμενος παραπονείται ότι του τρώνε το δίκηο. Ο τραυματίας τη στιγμή που πέφτει αιμόφυρτος, φωνάζει σ’ εκείνον που τον ετραυμάτισε: «Μ’ έφαγες σκυλί». Για τους μελαγχολικούς λέμε ότι τους τρώει το σαράκι. Για τους γκρινιάρηδες ότι τρώγονται με τα ρούχα τους. Για τους έχοντας ερωτικές αποτυχίες ότι τρώνε χυλοπήττες, και για το ανδρόγυνο που μαλλώνει λέμε ότι τρώγεται. Άμα είναι ανυπόφορος κανείς, του λέμε ότι δεν τρώγεται, και άμα καταλάβουμε ότι πάει να μας κοροϊδέψει, του απαντούμε:
-Άστα και δεν με τρώς με τα λιμά! (σ.σ. Η λέξη λιμά σήμαινε τα υπόλοιπα, ό,τι έχει μείνει, τα ψιλά -σε χρήμα-. Η όλη έκφραση υπονοούσε ότι δεν περνάει πια η μπογιά σου …) Το παιδί όταν δέρνεται, τρώει ξύλο, και προκειμένου περί ετοιμοθανάτων λέγεται ότι έφαγαν το φυτήλι…Αλλά που να θυμηθή κανείς όλες της σχετικές εκφράσεις της γλώσσης μας! Οι Έλληνες δεν κάνουν άλλο παρά να αλληλοτρώγωνται νυχθημερόν με τα λόγια, οι δε ξένοι που τους ακούνε νομίζουν ότι η Ελλάς κατοικείται από καννιβάλους, οι οποίοι καταβροχθίζουν αλλήλους σαν κοτόπουλα μετά καταπληκτικής λαιμαργίας. Ο δε αθάνατος Ρωμηός οσάκις δεν έχει τίποτε άλλο πρόχειρον να φάγη προφορικώς, και πάλιν δεν απελπίζεται. Διότι και τότε… μασάει τα λόγια του».
«Θεατής» του 1932
-Άστα και δεν με τρώς με τα λιμά! (σ.σ. Η λέξη λιμά σήμαινε τα υπόλοιπα, ό,τι έχει μείνει, τα ψιλά -σε χρήμα-. Η όλη έκφραση υπονοούσε ότι δεν περνάει πια η μπογιά σου …) Το παιδί όταν δέρνεται, τρώει ξύλο, και προκειμένου περί ετοιμοθανάτων λέγεται ότι έφαγαν το φυτήλι…Αλλά που να θυμηθή κανείς όλες της σχετικές εκφράσεις της γλώσσης μας! Οι Έλληνες δεν κάνουν άλλο παρά να αλληλοτρώγωνται νυχθημερόν με τα λόγια, οι δε ξένοι που τους ακούνε νομίζουν ότι η Ελλάς κατοικείται από καννιβάλους, οι οποίοι καταβροχθίζουν αλλήλους σαν κοτόπουλα μετά καταπληκτικής λαιμαργίας. Ο δε αθάνατος Ρωμηός οσάκις δεν έχει τίποτε άλλο πρόχειρον να φάγη προφορικώς, και πάλιν δεν απελπίζεται. Διότι και τότε… μασάει τα λόγια του».
«Θεατής» του 1932
Πλάκα – 1919
Πειραιάς λιμάνι τη δεκαετία του '20
Πλατεία Ομονοίας – 1930
Ξεκουβαλήματα
Το ξέρατε ότι αρχές κάθε Σεπτέμβρη η μισή Αθήνα μετακόμιζε; Απολαύστε το πανδαιμόνιο και τα ευτράπελα μιας τέτοιας μετακίνησης.«Σεπτέμβριος. Ώρες είνε να είχατε λησμονήσει εκείνο που τον εχαρακτήριζε: Καλέ!... τα ξεκουβαλήματα! Τι φασαρίες, τι αντάρα, τι ξεσηκώματα στις γειτονιές! Ήτο ο μην των μετακομίσεων. Ποιος δεν άλλαζε σπίτι το Σεπτέμβριο; Ποιος δεν είχε κουβαλήματα; Ο μικροκαταστηματάρχης, του οποίου ο τζίρος είχε ευρυνθή κατά το τρέχον έτος, το Σεπτέμβριο θα μετέφερε τη «σερμαγιά» του εις ένα άλλο ευρύτερο, κεντρικώτερον κατάστημα δια να αφήση το «παλιό» εις κανένα πλανόδιον μικροπωλητήν, ο οποίος πάλι με την σειράν του είχε προοδεύσει εις το αλισιβερίσι του. Ο οικογενειάρχης του οποίου η οικογένεια από τας αρχάς του έτους είχεν αυξήσει κατά μίαν μονάδα ενώ … «με τη δύναμι του Θεού» ευρίσκετο και «άλλο» στο δρόμο, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον εφρόντιζε να βρή και να αλλάξη σπίτι, μολονότι ευτυχισμένο εκείνο που κατείχεν αφού εκεί έγιναν οι γάμοι και οι χαρές. Άλλοι πάλιν όταν συνέβαινε ν’ αρρωστήσουν μέσα σ’ ένα σπίτι κατά το διαρρεύσαν διάστημα, κατέφευγον στην προχειροτέρα των λύσεων: «ν’ αλλάξουν τον ίσκιο του σπιτιού». Η γεροντοκόρη, εις τας ανοίξεις της οποίας είχε προστεθή ακόμη ένα φθινόπωρον, έκρινε απαραίτητον να ξεσηκώση ολόκληρον την οικογένειάν της στα ξεκουβαλήματα: «ίσως αλλάξη το γούρι». Έτσι είχαν και οι παπάδες δουλειά. Μπακράτσια, πετραχείλια, αγιασμούς από ένα σπίτι στ’ άλλο. Το κάτω της γραφής ο καθείς έπρεπε κάτι να μετακομίση. Εν ανάγκη να μετατοπίση τα υπάρχοντα, να μετακομίση έστω και από το ένα δωμάτιον στο άλλο τα λίγα ή πολλά έπιπλα. Η κρεββατοκάμαρα μετεβάλλετο εις τραπεζαρίαν, η τραπεζαρία σε σαλονάκι, το χώλλ σε τραπεζαρίαν και του χρόνου βλέπομε!
Η κίνησις της γειτονιάς.
Όπως θα θυμάστε, δεν ήτο διόλου μικρό πράγμα ένα ξεκουβάλημα. Η καλή οικοδέσποινα, η προκομμένη νοικοκυρά στη μετακόμισή της θα εφαίνετο τι μέρος του λόγου είνε! Θα έπρεπε να δώση δημοσία εξετάσεις οικοκυρικής σε μια γειτονιά ολόκληρη. Για την ακρίβεια μάλιστα σε δυό γειτονιές: εις εκείνην από την οποία απήρχετο και εις εκείνην εις την οποίαν μετέβαινε. Πόσα αμάξια, πόσα κάρρα θα γέμιζαν τα έπιπλά της. Τι έπιπλα ήσαν, εις ποίαν κατάστασιν, δια ποίαν χρήσιν…Σοβαρά, σοβαρώτατα θέματα ερεύνης, εξετάσεως, εκτιμήσεως και διατιμήσεως εκ μέρους των παλαιών και των μελλόντων γειτόνων.Γι’ αυτό και η γειτονιά ολόκληρη έπρεπε να είνε στις πόρτες, στα παράθυρα, στο δρόμο, είτε για να «ξεπροβοδίση» την απερχομένην, είτε για να «καλωσορίση» την νεοερχομένην. Λαδικά με βλέμματα Γιαβέρη, παληές γειτόνισσες με συνωφρυωμένην όψιν, κοριτσόπουλα με μάτια Λυγγός, «τσόκαρα» που έσπαζαν κόκκαλα οι γλώσσσες των, στόματα χάσκοντα επί ώρας, χείλη σουφρωμένα έτοιμα να στάξουν το φαρμάκι ή το μέλι, η κυρά με το μωρό στην αγκαλιά, τ’ αβράκωτα κουτσούβελα, η μαρίδα ουμήν αλλά και ως αμέσως ενδιαφερόμενοι ο μπακάλης, ο μπακαλόγατος, ο μανάβης της γειτονιάς, ο μπαλωματής του «στενού».
Σωστή, πραγματική «γαλαρία», φιλοθεάμον κοινόν προέπεμπε ή υπεδέχετο το ξεκουβάλημα που ήρχετο ή που έφευγε. Αλλά και η νοικοκυρά που κουβαλούσε, προκειμένου να ναντιμετωπίση την κριτικήν έβαζε όλα της τα δυνατά στο αμπαλάρισμα. Δεν ήτο αρκετό να έχη κανείς καινούργια ή πολλά έπιπλα. Τόσο το χειρότερο αν είχε παλαιά και λιγοστά. Η μεγάλη τέχνη ήτο να στιβαχτούν έτσι στο κάρρο μέσα όλα αυτά, ώστε να κρύβεται ό τι έπρεπε να κρυβή, να φαίνεται και να αναμίζεται ό τι έπρεπε να φανή. Ένα σε κάθε περίπτωσιν ήτο βέβαιον. Οι αυτόκλητοι ελλανόδικαι της Κοινής Γνώμης της γειτονιάς δεν εγκατέλειπον τας θέσεις των πριν κατέβη από το κάρρο και το τελευταίο τσουκάλι, ή εβράδυνον να καταλάβουν τα πρόχειρα θεωρεία των πολύ πιο πριν ξεπροβάλη ο πρώτος «τσέτζερης».
Και όταν το απερχόμενο κάρρο έκαμπτε την τελευταίαν γωνίαν της οδού, ήρχιζε πλέον η ελευθέρα και αχαλίνωτος κριτική. -Καλέ δεν τάλεγα εγώ; -Εξέφερε γνώμην το λαδικό. Καλέ είδατε εκεί κουρέλια; Και να μας κάνη την αριστοκράτισσα! Ή ακόμη: -Άμ’ καλά τηνέ μυρίστηκα εγώ! Ήταν και λόγου της μια… παστρικιά! Είδες εκεί, είχε και μπάνιο! Μια τίμια γυναίκα, που ξεύρει να τιμήση το στεφάνι της, τι το ήθελε ταχρείαστο;… Ή τέλος –σπανιωτέρα περίπτωσις- εξεφράζετο και ο θαυμασμός:-Μπράβο να σου πώ! Ήταν και φαινότανε… Από αλάτι ως πιπέρι, και από σκούπα ως φαράσι!».
«Πατρίς», 1930
Το ξέρατε ότι αρχές κάθε Σεπτέμβρη η μισή Αθήνα μετακόμιζε; Απολαύστε το πανδαιμόνιο και τα ευτράπελα μιας τέτοιας μετακίνησης.«Σεπτέμβριος. Ώρες είνε να είχατε λησμονήσει εκείνο που τον εχαρακτήριζε: Καλέ!... τα ξεκουβαλήματα! Τι φασαρίες, τι αντάρα, τι ξεσηκώματα στις γειτονιές! Ήτο ο μην των μετακομίσεων. Ποιος δεν άλλαζε σπίτι το Σεπτέμβριο; Ποιος δεν είχε κουβαλήματα; Ο μικροκαταστηματάρχης, του οποίου ο τζίρος είχε ευρυνθή κατά το τρέχον έτος, το Σεπτέμβριο θα μετέφερε τη «σερμαγιά» του εις ένα άλλο ευρύτερο, κεντρικώτερον κατάστημα δια να αφήση το «παλιό» εις κανένα πλανόδιον μικροπωλητήν, ο οποίος πάλι με την σειράν του είχε προοδεύσει εις το αλισιβερίσι του. Ο οικογενειάρχης του οποίου η οικογένεια από τας αρχάς του έτους είχεν αυξήσει κατά μίαν μονάδα ενώ … «με τη δύναμι του Θεού» ευρίσκετο και «άλλο» στο δρόμο, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον εφρόντιζε να βρή και να αλλάξη σπίτι, μολονότι ευτυχισμένο εκείνο που κατείχεν αφού εκεί έγιναν οι γάμοι και οι χαρές. Άλλοι πάλιν όταν συνέβαινε ν’ αρρωστήσουν μέσα σ’ ένα σπίτι κατά το διαρρεύσαν διάστημα, κατέφευγον στην προχειροτέρα των λύσεων: «ν’ αλλάξουν τον ίσκιο του σπιτιού». Η γεροντοκόρη, εις τας ανοίξεις της οποίας είχε προστεθή ακόμη ένα φθινόπωρον, έκρινε απαραίτητον να ξεσηκώση ολόκληρον την οικογένειάν της στα ξεκουβαλήματα: «ίσως αλλάξη το γούρι». Έτσι είχαν και οι παπάδες δουλειά. Μπακράτσια, πετραχείλια, αγιασμούς από ένα σπίτι στ’ άλλο. Το κάτω της γραφής ο καθείς έπρεπε κάτι να μετακομίση. Εν ανάγκη να μετατοπίση τα υπάρχοντα, να μετακομίση έστω και από το ένα δωμάτιον στο άλλο τα λίγα ή πολλά έπιπλα. Η κρεββατοκάμαρα μετεβάλλετο εις τραπεζαρίαν, η τραπεζαρία σε σαλονάκι, το χώλλ σε τραπεζαρίαν και του χρόνου βλέπομε!
Η κίνησις της γειτονιάς.
Όπως θα θυμάστε, δεν ήτο διόλου μικρό πράγμα ένα ξεκουβάλημα. Η καλή οικοδέσποινα, η προκομμένη νοικοκυρά στη μετακόμισή της θα εφαίνετο τι μέρος του λόγου είνε! Θα έπρεπε να δώση δημοσία εξετάσεις οικοκυρικής σε μια γειτονιά ολόκληρη. Για την ακρίβεια μάλιστα σε δυό γειτονιές: εις εκείνην από την οποία απήρχετο και εις εκείνην εις την οποίαν μετέβαινε. Πόσα αμάξια, πόσα κάρρα θα γέμιζαν τα έπιπλά της. Τι έπιπλα ήσαν, εις ποίαν κατάστασιν, δια ποίαν χρήσιν…Σοβαρά, σοβαρώτατα θέματα ερεύνης, εξετάσεως, εκτιμήσεως και διατιμήσεως εκ μέρους των παλαιών και των μελλόντων γειτόνων.Γι’ αυτό και η γειτονιά ολόκληρη έπρεπε να είνε στις πόρτες, στα παράθυρα, στο δρόμο, είτε για να «ξεπροβοδίση» την απερχομένην, είτε για να «καλωσορίση» την νεοερχομένην. Λαδικά με βλέμματα Γιαβέρη, παληές γειτόνισσες με συνωφρυωμένην όψιν, κοριτσόπουλα με μάτια Λυγγός, «τσόκαρα» που έσπαζαν κόκκαλα οι γλώσσσες των, στόματα χάσκοντα επί ώρας, χείλη σουφρωμένα έτοιμα να στάξουν το φαρμάκι ή το μέλι, η κυρά με το μωρό στην αγκαλιά, τ’ αβράκωτα κουτσούβελα, η μαρίδα ουμήν αλλά και ως αμέσως ενδιαφερόμενοι ο μπακάλης, ο μπακαλόγατος, ο μανάβης της γειτονιάς, ο μπαλωματής του «στενού».
Σωστή, πραγματική «γαλαρία», φιλοθεάμον κοινόν προέπεμπε ή υπεδέχετο το ξεκουβάλημα που ήρχετο ή που έφευγε. Αλλά και η νοικοκυρά που κουβαλούσε, προκειμένου να ναντιμετωπίση την κριτικήν έβαζε όλα της τα δυνατά στο αμπαλάρισμα. Δεν ήτο αρκετό να έχη κανείς καινούργια ή πολλά έπιπλα. Τόσο το χειρότερο αν είχε παλαιά και λιγοστά. Η μεγάλη τέχνη ήτο να στιβαχτούν έτσι στο κάρρο μέσα όλα αυτά, ώστε να κρύβεται ό τι έπρεπε να κρυβή, να φαίνεται και να αναμίζεται ό τι έπρεπε να φανή. Ένα σε κάθε περίπτωσιν ήτο βέβαιον. Οι αυτόκλητοι ελλανόδικαι της Κοινής Γνώμης της γειτονιάς δεν εγκατέλειπον τας θέσεις των πριν κατέβη από το κάρρο και το τελευταίο τσουκάλι, ή εβράδυνον να καταλάβουν τα πρόχειρα θεωρεία των πολύ πιο πριν ξεπροβάλη ο πρώτος «τσέτζερης».
Και όταν το απερχόμενο κάρρο έκαμπτε την τελευταίαν γωνίαν της οδού, ήρχιζε πλέον η ελευθέρα και αχαλίνωτος κριτική. -Καλέ δεν τάλεγα εγώ; -Εξέφερε γνώμην το λαδικό. Καλέ είδατε εκεί κουρέλια; Και να μας κάνη την αριστοκράτισσα! Ή ακόμη: -Άμ’ καλά τηνέ μυρίστηκα εγώ! Ήταν και λόγου της μια… παστρικιά! Είδες εκεί, είχε και μπάνιο! Μια τίμια γυναίκα, που ξεύρει να τιμήση το στεφάνι της, τι το ήθελε ταχρείαστο;… Ή τέλος –σπανιωτέρα περίπτωσις- εξεφράζετο και ο θαυμασμός:-Μπράβο να σου πώ! Ήταν και φαινότανε… Από αλάτι ως πιπέρι, και από σκούπα ως φαράσι!».
«Πατρίς», 1930
Πλάκα, 1920
Αθήνα , 1920
Ζάππειο, 1920
Κηφισιά, 1920
Δεκαετία 1930 – Δημοτικό Θέατρο (νυν Πλατεία Κοτζιά) – Κατεδαφίστηκε 1939
Οδός Πανεπιστημίου – 1937
Φτωχοσυνοικίες
Καρεκλίτσες, σκαμνάκια και κάθε βράδυ να αναπνέει ένας ολόκληρος λαός…«Φτωχούλες συνοικίες! Έχετε και σείς το Ζάππειόν σας, το Φάληρόν σας, την Κηφισσιάν σας, κατά τους θερμούς αυτούς θερινούς μήνες. Όλα αυτά μαζί και πολλά ακόμη, είνε το στενόν, μικρόν πεζοδρόμιον σας, όπου δροσίζεσθε τας εσπερινάς ώρας έως τα μεσάνυκτα. Ευλογημένη οπωσούν να είνε η Αρχιτεκτονική των Αθηνών, η οποία αφήκε 25 εκατοστά πεζοδρόμιον εις τους συνοικιακούς δρόμους. Εις τον ελάχιστον αυτόν χώρον τοποθετούνται κάθε βράδυ καρεκλίτσες, σκαμνάκια και αναπνέει ένας ολόκληρος λαός. Γρηούλες, γέροι, γυναικούλες, κοριτσάκια, παιδάκια αποτελούν πυκνούς ομίλους. Κάθηνται όλοι πολύ κοντά ο ένας εις τον άλλον, γιατί αι λαϊκαί οικογένειαι είνε πολυμελείς και το αθηναϊκόν πεζοδρόμιον στενόχωρον, όπως τα οικονομικά των λαϊκών οικογενειών. Υπέρ τας στέγας των σπιτιών φαίνεται ένα κομματάκι γαλακτώδους ουρανού, κεντημένον με ολίγα άστρα. Ποία ευδαιμονία! Όταν δε περνά από την γωνίαν εκεί απάνω το φεγγάρι, ο δροσιζόμενος συνοικιακός δρόμος έχει πλέον φωταψίαν. Τα παιδάκια ζωηρεύουν και αρχίζουν τα παιχνίδια εις τον δρόμον, ωσάν να ήταν ημέρα. Και τα κορίτσια, με όλην την κούρασιν που έχει φέρη εις αυτά μία κουραστική, θερμή, εκνευριστική θερινή εργατική ημέρα, αισθάνονται την ανάγκην της χαράς του άσματος και τραγουδούν. Το τι τραγουδούν είνε αδιάφορον. Τον μπεκρήν, την Σαμιώτισσαν ή την πήττα την οποίαν έφαγε ο σπανός. Το κύριον είνε ότι ξεθυμαίνουν, αναδροσίζονται, νοιώθουν ελαφρόν το νεανικόν αίμα των εις τας φλέβας των από το κοινόν τραγουδάκι, που ανεβαίνει απαλά εις τον βραδυνόν ουρανόν.Ποίον συμπαθητικόν θέαμα αυτή η θερινή νυχτερινή συνάθροισις των ανθρώπων της συνοικίας προ των θυρών των, των παραθύρων των, απ’ όπου έρχεται η ασθενής λάμψις της κανδήλας που καίει προ του εικονοστασίου.
Οσας φροντίδας και όσα βάσανα και αν έχουν οι κάτοικοι της συνοικίας δεν λησμονούν τους αγίους των. Το κανδήλι των προ των μαυρισμένων, κιτρινισμένων, σκυθρωπών αγίων μορφών καίει, όπως η ελπίς εις την καρδίαν των δια την πικρήν αυτήν ζωήν, ότι είνε δυνατόν να γίνη ποτέ καλλιτέρα. Και εις τον βραδυνόν δρόμον λύονται αι γλώσσαι των ξεκουραζομένων απλοϊκών ανθρώπων. Ομιλούν δια τας υποθέσεις των, τας εργασίας των, τα βάσανά των. Πολύ ταπεινά, κοινά και ασήμαντα πράγματα, αλλά τόσον ενδιαφέροντα τους συνομιλητάς και τούτο είνε το σπουδαιότερον. Ο κόσμος είνε ο εαυτός μας και ίσως δεν είνε άδικος. Η Κατίνα αγόρασε σήμερα ένα ζευγάρι άσπρα παπούτσια. Όχι δα; Βέβαια. Τα επήρε από την οδόν Αιόλου. Και αν ακόμη δεν είχε γίνη ο παγκόσμιος πόλεμος θα ήρκει το γεγονός της αγοράς των λευκών παπουτσιών την Κατινίτσας, δια να κινήση ζωηρόν το ενδιαφέρον της δροσιζομένης το βράδυ συνοικίας. Αλλά που είνε την, λοιπόν, η Κατινίτσα; Πρέπει να δούμε τα άσπρα της παπούτσια. «Να τηνε, καλέ Κατινίτσα, κορίτσι μου, για έλα από εδώ. Η κυρά Ελένη θέλει να δή τα καινούργια σου παπούτσια». Και η Κατινούλα προσέρχεται καμαρωτή, στηριζομένη εις τον βραχίονα μιας άλλης νεανίδος, με την οποίαν βαδίζει απάνω, κάτω, αργά και έχει ψιλήν κουβεντούλαν. Επιδεικνύει με φιλαρέσκειαν τα καινούργια παπουτσάκια του, κάτω από το τσίτινον φορεματάκι. Όλαι και όλοι τα θαυμάζουν και ο δροσιζόμενος επίσης απόστρατος ανθυπασπιστής βρίσκει ότι τα υποδήμτα είνε σίκ.
-Με την υγεία σου, Κατινούλα … Και με έναν καλόν γαμπρόν.
Η Κατινούλα ευχαριστεί και συνεχίζει τας βραδείας βόλτας της με την φίλην της, ενώ τα καινούργια παπουτσάκια της τρίζουν και τα μάτια της λάμπουν από μίαν προσδοκίαν, -την αιωνίαν προσδοκίαν της κόρης των συνοικιών, ότι ένα πριγκηπόπουλον θα έλθη με αυτοκίνητον να της προσφέρη την καρδιάν του και το πριγκηπάτον του. Χαρωπά λάμπουν τα ολίγα αστεράκια εις το ορατόν του γαλακτώδους ουρανού επάνω από τα πανάθλια σπίτια της αθηναϊκής συνοικίας».
«Ακρόπολις», 1932, «Ο Πολυντώρ»
Καρεκλίτσες, σκαμνάκια και κάθε βράδυ να αναπνέει ένας ολόκληρος λαός…«Φτωχούλες συνοικίες! Έχετε και σείς το Ζάππειόν σας, το Φάληρόν σας, την Κηφισσιάν σας, κατά τους θερμούς αυτούς θερινούς μήνες. Όλα αυτά μαζί και πολλά ακόμη, είνε το στενόν, μικρόν πεζοδρόμιον σας, όπου δροσίζεσθε τας εσπερινάς ώρας έως τα μεσάνυκτα. Ευλογημένη οπωσούν να είνε η Αρχιτεκτονική των Αθηνών, η οποία αφήκε 25 εκατοστά πεζοδρόμιον εις τους συνοικιακούς δρόμους. Εις τον ελάχιστον αυτόν χώρον τοποθετούνται κάθε βράδυ καρεκλίτσες, σκαμνάκια και αναπνέει ένας ολόκληρος λαός. Γρηούλες, γέροι, γυναικούλες, κοριτσάκια, παιδάκια αποτελούν πυκνούς ομίλους. Κάθηνται όλοι πολύ κοντά ο ένας εις τον άλλον, γιατί αι λαϊκαί οικογένειαι είνε πολυμελείς και το αθηναϊκόν πεζοδρόμιον στενόχωρον, όπως τα οικονομικά των λαϊκών οικογενειών. Υπέρ τας στέγας των σπιτιών φαίνεται ένα κομματάκι γαλακτώδους ουρανού, κεντημένον με ολίγα άστρα. Ποία ευδαιμονία! Όταν δε περνά από την γωνίαν εκεί απάνω το φεγγάρι, ο δροσιζόμενος συνοικιακός δρόμος έχει πλέον φωταψίαν. Τα παιδάκια ζωηρεύουν και αρχίζουν τα παιχνίδια εις τον δρόμον, ωσάν να ήταν ημέρα. Και τα κορίτσια, με όλην την κούρασιν που έχει φέρη εις αυτά μία κουραστική, θερμή, εκνευριστική θερινή εργατική ημέρα, αισθάνονται την ανάγκην της χαράς του άσματος και τραγουδούν. Το τι τραγουδούν είνε αδιάφορον. Τον μπεκρήν, την Σαμιώτισσαν ή την πήττα την οποίαν έφαγε ο σπανός. Το κύριον είνε ότι ξεθυμαίνουν, αναδροσίζονται, νοιώθουν ελαφρόν το νεανικόν αίμα των εις τας φλέβας των από το κοινόν τραγουδάκι, που ανεβαίνει απαλά εις τον βραδυνόν ουρανόν.Ποίον συμπαθητικόν θέαμα αυτή η θερινή νυχτερινή συνάθροισις των ανθρώπων της συνοικίας προ των θυρών των, των παραθύρων των, απ’ όπου έρχεται η ασθενής λάμψις της κανδήλας που καίει προ του εικονοστασίου.
Οσας φροντίδας και όσα βάσανα και αν έχουν οι κάτοικοι της συνοικίας δεν λησμονούν τους αγίους των. Το κανδήλι των προ των μαυρισμένων, κιτρινισμένων, σκυθρωπών αγίων μορφών καίει, όπως η ελπίς εις την καρδίαν των δια την πικρήν αυτήν ζωήν, ότι είνε δυνατόν να γίνη ποτέ καλλιτέρα. Και εις τον βραδυνόν δρόμον λύονται αι γλώσσαι των ξεκουραζομένων απλοϊκών ανθρώπων. Ομιλούν δια τας υποθέσεις των, τας εργασίας των, τα βάσανά των. Πολύ ταπεινά, κοινά και ασήμαντα πράγματα, αλλά τόσον ενδιαφέροντα τους συνομιλητάς και τούτο είνε το σπουδαιότερον. Ο κόσμος είνε ο εαυτός μας και ίσως δεν είνε άδικος. Η Κατίνα αγόρασε σήμερα ένα ζευγάρι άσπρα παπούτσια. Όχι δα; Βέβαια. Τα επήρε από την οδόν Αιόλου. Και αν ακόμη δεν είχε γίνη ο παγκόσμιος πόλεμος θα ήρκει το γεγονός της αγοράς των λευκών παπουτσιών την Κατινίτσας, δια να κινήση ζωηρόν το ενδιαφέρον της δροσιζομένης το βράδυ συνοικίας. Αλλά που είνε την, λοιπόν, η Κατινίτσα; Πρέπει να δούμε τα άσπρα της παπούτσια. «Να τηνε, καλέ Κατινίτσα, κορίτσι μου, για έλα από εδώ. Η κυρά Ελένη θέλει να δή τα καινούργια σου παπούτσια». Και η Κατινούλα προσέρχεται καμαρωτή, στηριζομένη εις τον βραχίονα μιας άλλης νεανίδος, με την οποίαν βαδίζει απάνω, κάτω, αργά και έχει ψιλήν κουβεντούλαν. Επιδεικνύει με φιλαρέσκειαν τα καινούργια παπουτσάκια του, κάτω από το τσίτινον φορεματάκι. Όλαι και όλοι τα θαυμάζουν και ο δροσιζόμενος επίσης απόστρατος ανθυπασπιστής βρίσκει ότι τα υποδήμτα είνε σίκ.
-Με την υγεία σου, Κατινούλα … Και με έναν καλόν γαμπρόν.
Η Κατινούλα ευχαριστεί και συνεχίζει τας βραδείας βόλτας της με την φίλην της, ενώ τα καινούργια παπουτσάκια της τρίζουν και τα μάτια της λάμπουν από μίαν προσδοκίαν, -την αιωνίαν προσδοκίαν της κόρης των συνοικιών, ότι ένα πριγκηπόπουλον θα έλθη με αυτοκίνητον να της προσφέρη την καρδιάν του και το πριγκηπάτον του. Χαρωπά λάμπουν τα ολίγα αστεράκια εις το ορατόν του γαλακτώδους ουρανού επάνω από τα πανάθλια σπίτια της αθηναϊκής συνοικίας».
«Ακρόπολις», 1932, «Ο Πολυντώρ»
Φωτογραφία της οδού Ερμού το 1955. Διακρίνεται το φωτογραφείο «Μπαμπιολάκη»
Οδός Αθηνάς – 1958
Οδός Αιόλου – 1951
Πώς δροσίζονταν καλοκαιριάτικα με καύσωνα στην Παλιά Αθήνα
«Ενώ εις τας πολύ γειτονικάς μας χώρας τα κλίματα είνε ψυχρά, και αυτόν τον καιρόν ο κόσμος γεύεται ακόμη την δροσεράν πνοήν της Ανοίξεως, εδώ έχει αρχίσει ήδη από πολλού ο πύρινος λίβας της Σαχάρας να μας ιδρώνει τα μέτωπα. Η ζέστη προχωρεί από της μιάς ημέρας εις την άλλην και λυώνει σαν μολύβι το ιοστεφές Άστυ και οι άνθρωποι παραφρονούν. Το μεγαλύτερον ζήτημα που μας απασχολεί είνε πως θα δροσισθούμεν και δροσιζόμεθα κατά διαφόρους τρόπους έκαστος. Ομοιάζομεν με τον άφρονα πλούσιον της παραβολής ο οποίος ικέτευεν από την κόλασιν τον καλόν Λάζαρον απέναντι εις τον παράδεισον να βρέξη το δακτυλάκι του και να του δώση να υγράνη την γλώσσαν του. Και ακόμη δεν ήρθε το καλοκαίρι με τα όλα του. Η εφετεινή ζέστη προμηνύεται αγρία και παρομοίαν δεν ενθυμούνται οι παλαιότεροι! Αλλά πως και που λοιπόν να δροσισθή κανείς; Οι Αθηναίοι με τα κολλάρα ξεκούμπωτα, με τα σακκάκια στο χέρι τις περισσότερες φορές, εκστρατεύουν αλλόφρονες εις αναζήτησιν δροσιάς. Αι εξοχικαί εκδρομαί αυξάνονται και πληθύνονται, καλαθούνες, κεφτεδάκια, βραστά αυγά, ψάρια μαρινάτα και δρόμο προς τα πέρατα. Τα αυτοκίνητα υψώνουν σύννεφα σκόνης εις λευκήν αποθέωσιν εν μέσω των μεγάλων αρτηριών που οδηγούν εις τα περίχωρα: εις τα Φάληρα, το Καλαμάκι, τη Γλυφάδα, τη Βούλαν, την Βουλιαγμένην και τον Άγιον Κοσμάν. Γενική εξόρμησις. Αι λουτροπόλεις κατεκλύσθησαν ήδη από κόσμον λογής-λογής εις τα μεγάλα κοσμικά ξενοδοχεία με τα καζίνα, τα τέννις, τις βεράντες τους, έως τα απόμερα χαμόσπητα και περα ακόμη με τσαντήρια και αντίσκηνα.
Τι κάνουν όμως όσοι είνε καταδικασμένοι να περάσουν το καλοκαίρι τους εντός της πόλεως; Αυτό είνε θέμα τραγωδίας με εκατοντάδας χιλιάδας ειλώτων. Αυτούς θα παρακολουθήσωμεν σήμερον: Το θήλυ ευτυχώς είνε τελείως ντεκολτέ, ευτυχέστερον αυτό πάντοτε εις πάσαν πτυχήν της ζωής, ξεμανίκωτο, με αραχνοϋφαντα φουστανάκια κοντά, υποφέρει από κάθε άλλον ολιγώτερον. Ιδέτε το το βράδυ-βράδυ εις τα κοσμικά κέντρα, υπαίθρια ζαχαροπλαστεία με τα τραπεζάκια τους στο πεζοδρόμιο, ή εξοχικά ή παραθαλάσσια ντάσιγκς, χορεύει ακαταπαύστως και αδιακρίτως, ενώ οι ατυχείς καβαλλιέροι ιδρώνουν και δεν έχουν στόμα να το πουν. Φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν, όταν μάλιστα συμβαίνη να είνε και λιγάκι πέραν του δέοντος ευτραφείς δεν το μαρτυρούν. Όλοι ροφούν τη γρανίτα ή το παγωτό τους και το λαρύγγι τους δροσίζεται κάπως, ενώ το αεράκι στέλνει κάπου-κάπου τα ευεργετικά του κύματα. Όσον και αν είνε ακριβοπληρωμένη η λίγη αυτή δροσιά, αξίζει όμως τα πάντα γιατί έρχεται σαν ευεργετική ευλογία Θεού. Αλλά οι περισσότεροι δεν ευπορούν και φυσικά δεν διαθέτουν τα μέσα της υψηλής διασκεδάσεως. Είνε αυτοί που ξημεροβραδυάζονται στο σπητάκι τους, εκεί που οι τοίχοι καίνε σαν φρέσκο παξιμάδι από το πρωί έως το βράδυ εκτεθειμένοι στο κάμα του καλοκαιριού. Εδώ οι άνθρωποι φλέγονται και διψούν, θέλουν δροσιά. Ο πλανόδιος παγοπώλης αναμένεται εις την συνοικίαν σαν Θεός και όταν αντηχήση η φωνή του γίνεται συναγερμός. Ομηρικός αγών διεξάγεται και στις βρυσούλες της γειτονιάς, με τα πάσης φύσεως δοχεία που τοποθετούνται εις ατελεύτητον ουράν. Ο κόσμος αλληλοσυμπλέκεται και όλοι εξαρτώνται από τις ιδιοτροπίες του νεροκράτη…
Πολλοί καταφεύγουν σε μικρά παραλιακά μαγαζάκια στημένα ως είδος παράγκας, τα περισσότερα από Καστέλλας μέχρι Πικροδάφνης. Εδώ η γκαζόζα του πάγου παίρνει και δίνει ενώ η τερψιλαρύγγιος ρετσινούλα υποκαθιστά όλα τα μεγαλεία με την πιπεράτη γεύσι της. Τύφλα νάχουν όσοι έχουν εγκαταστήσει μεγαλοπρεπείς παγωνιέρες στα μέγαρά τους και κάθε πρωί ξεφορτώνει τις στάμνες τους ο κοντοβράκης νερουλάς του Μαρουσιού, ή φθάνουν στο ζεμπίλι οι μποτίλλιες της Σαρίζης και του Βισσύ. Ουζάκι, μπυρίτσα, μεζές και το θερμόμετρον κατεβαίνει υπό το μηδέν. Η ζέστη δεν έχει καμμίαν θέσιν όταν υπερισχύση το κέφι που φέρνει το πιοτό. Οπωσδήποτε όλοι ανεξαιρέτως βρίσκουν από έναν τρόπον να δροσισθούν…».
«Η Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος», 1926
«Ενώ εις τας πολύ γειτονικάς μας χώρας τα κλίματα είνε ψυχρά, και αυτόν τον καιρόν ο κόσμος γεύεται ακόμη την δροσεράν πνοήν της Ανοίξεως, εδώ έχει αρχίσει ήδη από πολλού ο πύρινος λίβας της Σαχάρας να μας ιδρώνει τα μέτωπα. Η ζέστη προχωρεί από της μιάς ημέρας εις την άλλην και λυώνει σαν μολύβι το ιοστεφές Άστυ και οι άνθρωποι παραφρονούν. Το μεγαλύτερον ζήτημα που μας απασχολεί είνε πως θα δροσισθούμεν και δροσιζόμεθα κατά διαφόρους τρόπους έκαστος. Ομοιάζομεν με τον άφρονα πλούσιον της παραβολής ο οποίος ικέτευεν από την κόλασιν τον καλόν Λάζαρον απέναντι εις τον παράδεισον να βρέξη το δακτυλάκι του και να του δώση να υγράνη την γλώσσαν του. Και ακόμη δεν ήρθε το καλοκαίρι με τα όλα του. Η εφετεινή ζέστη προμηνύεται αγρία και παρομοίαν δεν ενθυμούνται οι παλαιότεροι! Αλλά πως και που λοιπόν να δροσισθή κανείς; Οι Αθηναίοι με τα κολλάρα ξεκούμπωτα, με τα σακκάκια στο χέρι τις περισσότερες φορές, εκστρατεύουν αλλόφρονες εις αναζήτησιν δροσιάς. Αι εξοχικαί εκδρομαί αυξάνονται και πληθύνονται, καλαθούνες, κεφτεδάκια, βραστά αυγά, ψάρια μαρινάτα και δρόμο προς τα πέρατα. Τα αυτοκίνητα υψώνουν σύννεφα σκόνης εις λευκήν αποθέωσιν εν μέσω των μεγάλων αρτηριών που οδηγούν εις τα περίχωρα: εις τα Φάληρα, το Καλαμάκι, τη Γλυφάδα, τη Βούλαν, την Βουλιαγμένην και τον Άγιον Κοσμάν. Γενική εξόρμησις. Αι λουτροπόλεις κατεκλύσθησαν ήδη από κόσμον λογής-λογής εις τα μεγάλα κοσμικά ξενοδοχεία με τα καζίνα, τα τέννις, τις βεράντες τους, έως τα απόμερα χαμόσπητα και περα ακόμη με τσαντήρια και αντίσκηνα.
Τι κάνουν όμως όσοι είνε καταδικασμένοι να περάσουν το καλοκαίρι τους εντός της πόλεως; Αυτό είνε θέμα τραγωδίας με εκατοντάδας χιλιάδας ειλώτων. Αυτούς θα παρακολουθήσωμεν σήμερον: Το θήλυ ευτυχώς είνε τελείως ντεκολτέ, ευτυχέστερον αυτό πάντοτε εις πάσαν πτυχήν της ζωής, ξεμανίκωτο, με αραχνοϋφαντα φουστανάκια κοντά, υποφέρει από κάθε άλλον ολιγώτερον. Ιδέτε το το βράδυ-βράδυ εις τα κοσμικά κέντρα, υπαίθρια ζαχαροπλαστεία με τα τραπεζάκια τους στο πεζοδρόμιο, ή εξοχικά ή παραθαλάσσια ντάσιγκς, χορεύει ακαταπαύστως και αδιακρίτως, ενώ οι ατυχείς καβαλλιέροι ιδρώνουν και δεν έχουν στόμα να το πουν. Φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν, όταν μάλιστα συμβαίνη να είνε και λιγάκι πέραν του δέοντος ευτραφείς δεν το μαρτυρούν. Όλοι ροφούν τη γρανίτα ή το παγωτό τους και το λαρύγγι τους δροσίζεται κάπως, ενώ το αεράκι στέλνει κάπου-κάπου τα ευεργετικά του κύματα. Όσον και αν είνε ακριβοπληρωμένη η λίγη αυτή δροσιά, αξίζει όμως τα πάντα γιατί έρχεται σαν ευεργετική ευλογία Θεού. Αλλά οι περισσότεροι δεν ευπορούν και φυσικά δεν διαθέτουν τα μέσα της υψηλής διασκεδάσεως. Είνε αυτοί που ξημεροβραδυάζονται στο σπητάκι τους, εκεί που οι τοίχοι καίνε σαν φρέσκο παξιμάδι από το πρωί έως το βράδυ εκτεθειμένοι στο κάμα του καλοκαιριού. Εδώ οι άνθρωποι φλέγονται και διψούν, θέλουν δροσιά. Ο πλανόδιος παγοπώλης αναμένεται εις την συνοικίαν σαν Θεός και όταν αντηχήση η φωνή του γίνεται συναγερμός. Ομηρικός αγών διεξάγεται και στις βρυσούλες της γειτονιάς, με τα πάσης φύσεως δοχεία που τοποθετούνται εις ατελεύτητον ουράν. Ο κόσμος αλληλοσυμπλέκεται και όλοι εξαρτώνται από τις ιδιοτροπίες του νεροκράτη…
Πολλοί καταφεύγουν σε μικρά παραλιακά μαγαζάκια στημένα ως είδος παράγκας, τα περισσότερα από Καστέλλας μέχρι Πικροδάφνης. Εδώ η γκαζόζα του πάγου παίρνει και δίνει ενώ η τερψιλαρύγγιος ρετσινούλα υποκαθιστά όλα τα μεγαλεία με την πιπεράτη γεύσι της. Τύφλα νάχουν όσοι έχουν εγκαταστήσει μεγαλοπρεπείς παγωνιέρες στα μέγαρά τους και κάθε πρωί ξεφορτώνει τις στάμνες τους ο κοντοβράκης νερουλάς του Μαρουσιού, ή φθάνουν στο ζεμπίλι οι μποτίλλιες της Σαρίζης και του Βισσύ. Ουζάκι, μπυρίτσα, μεζές και το θερμόμετρον κατεβαίνει υπό το μηδέν. Η ζέστη δεν έχει καμμίαν θέσιν όταν υπερισχύση το κέφι που φέρνει το πιοτό. Οπωσδήποτε όλοι ανεξαιρέτως βρίσκουν από έναν τρόπον να δροσισθούν…».
«Η Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος», 1926
Αθήνα, 1960
Αθήνα, οδός Αθηνάς, κατάστημα αυγών, 1964
Αθήνα, 1970
Πασίγνωστες περιοχές των Αθηνών μέχρι πριν λίγα χρόνια είχαν εντελώς διαφορετικές ονομασίες, οι οποίες, μάλιστα δεν θυμίζουν σε τίποτα αυτές που φέρουν σήμερα. Δείτε μερικές:
Αγά Βρύση : Η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα
Αγάμων (πλατεία) : Η πλατεία Αμερικής
Αγελάδες : Σημείο του κήπου του Ζαππείου προς το τέρμα της οδού Ηρώδου του Αττικού.
Αγιότρηση : Περιοχή στα Νέα Λιόσια
Αγχεσμός : Μέχρι το 1832 ο Λυκαβηττός, μετά τα Τουρκοβούνια
Αέρηδες : Τέρμα της Αιόλου
Αλώνια : Πλατεία Θησείου
Αμπατζήδικα : Τσαρουχάδικα, ονομασία της οδού Πανδρόσου στο Μοναστηράκι
Αναφιώτικα : Συνοικία της Αθήνας στη βορειανατολική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης στα όρια της συνοικίας της Πλάκας
Ασπροχώματα : Νότια της Πέτρου Ράλλη, από την Αγία Άννα μέχρι τη Νίκαια
Βαριές : Κάτω Κηφισιά
Βατραχονήσι : Τμήμα μεταξύ του Παναθηναϊκού Σταδίου και του Παγκρατίου
Βοϊδολίβαδο : Περιοχή της φαληρικής παραλίας στο τέρμα της λεωφόρου Συγγρού
Βουρλοπόταμος : Η Αμφιθέα
Βοϊδοπνίχτης : Χείμαρρος που κατέβαινε από το Λυκαβηττό
Βρωμολίμνη : Λίμνη Βουλιαγμένης
Γούβα : Αθηναϊκή συνοικία που εκτείνεται από το Α' Νεκροταφείο ως την περιοχή της Δάφνης
Δαρδανέλια : Τοπωνύμιο περιοχής του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου, Βουκουρεστίου και Κριεζώτου
Δεκοχτούρα : Ονομασία υψώματος απέναντι από το Γηροκομείο στη λεωφόρο Κηφισίας
Δικηγορικά : Περιοχή στη Γλυφάδα
Δουργούτι : Νέος Κόσμος
Δράκος : Το λιμάνι του Πειραιά
Ελαιοτριβεία : Περιοχή στη συμβολή των λεωφόρων Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών και της οδού Σερρών
Εφοριακά : Οικισμός του Δήμου Αλίμου
Θων : Ονομασία της περιοχής του τέρματος των λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Αλεξάνδρας, στους Αμπελοκήπους, Όπου υπήρχε η έπαυλη του Θων, επιμελητή των ανακτόρων επί Γεωργίου Α
Καρβουνιάρικα : Το βορειοδυτικό άκρο του λιμένος Πειραιώς
Κατσικάδικα : Γύρω από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στα Κάτω Πετράλωνα δηλ. η περιοχή μεταξύ της οδού Πειραιώς και της γραμμής του τρένου των ΗΣΑΠ
Κατσιπόδι : Δάφνη
Κερατόπυργος : Γειτονιά του Κερατσινίου
Κλωναρίδη : Περιοχή στα Κάτω Πατήσια
Κουκουριάνοι : Περιοχή από τα Νέα Λιόσια μέχρι το Καματερό στους πρόποδες του Αιγάλεω
Καράουσι: Τουρκική ονομασία της δυτικής πλευράς του Αρείου Πάγου
Κόκκινα Χώματα : Περιοχή στους Αμπελοκήπους
Κουκουβάουνες : H Μεταμόρφωση
Λαδοξύστης : Η Αγίας Άννης και η γύρω περιοχή, στα όρια του Αιγάλεω
Λεβίδη : Η περιοχή της οδού Πατησίων, μεταξύ των οδών Κεφαλληνίας και Αγ. Μελετίου)
Λυκότρυπα : Η Λυκόβρυση
Μαγκουφάνα : Ανάμεσα Πεύκη και Μαρούσι
Αγά Βρύση : Η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα
Αγάμων (πλατεία) : Η πλατεία Αμερικής
Αγελάδες : Σημείο του κήπου του Ζαππείου προς το τέρμα της οδού Ηρώδου του Αττικού.
Αγιότρηση : Περιοχή στα Νέα Λιόσια
Αγχεσμός : Μέχρι το 1832 ο Λυκαβηττός, μετά τα Τουρκοβούνια
Αέρηδες : Τέρμα της Αιόλου
Αλώνια : Πλατεία Θησείου
Αμπατζήδικα : Τσαρουχάδικα, ονομασία της οδού Πανδρόσου στο Μοναστηράκι
Αναφιώτικα : Συνοικία της Αθήνας στη βορειανατολική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης στα όρια της συνοικίας της Πλάκας
Ασπροχώματα : Νότια της Πέτρου Ράλλη, από την Αγία Άννα μέχρι τη Νίκαια
Βαριές : Κάτω Κηφισιά
Βατραχονήσι : Τμήμα μεταξύ του Παναθηναϊκού Σταδίου και του Παγκρατίου
Βοϊδολίβαδο : Περιοχή της φαληρικής παραλίας στο τέρμα της λεωφόρου Συγγρού
Βουρλοπόταμος : Η Αμφιθέα
Βοϊδοπνίχτης : Χείμαρρος που κατέβαινε από το Λυκαβηττό
Βρωμολίμνη : Λίμνη Βουλιαγμένης
Γούβα : Αθηναϊκή συνοικία που εκτείνεται από το Α' Νεκροταφείο ως την περιοχή της Δάφνης
Δαρδανέλια : Τοπωνύμιο περιοχής του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου, Βουκουρεστίου και Κριεζώτου
Δεκοχτούρα : Ονομασία υψώματος απέναντι από το Γηροκομείο στη λεωφόρο Κηφισίας
Δικηγορικά : Περιοχή στη Γλυφάδα
Δουργούτι : Νέος Κόσμος
Δράκος : Το λιμάνι του Πειραιά
Ελαιοτριβεία : Περιοχή στη συμβολή των λεωφόρων Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών και της οδού Σερρών
Εφοριακά : Οικισμός του Δήμου Αλίμου
Θων : Ονομασία της περιοχής του τέρματος των λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Αλεξάνδρας, στους Αμπελοκήπους, Όπου υπήρχε η έπαυλη του Θων, επιμελητή των ανακτόρων επί Γεωργίου Α
Καρβουνιάρικα : Το βορειοδυτικό άκρο του λιμένος Πειραιώς
Κατσικάδικα : Γύρω από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στα Κάτω Πετράλωνα δηλ. η περιοχή μεταξύ της οδού Πειραιώς και της γραμμής του τρένου των ΗΣΑΠ
Κατσιπόδι : Δάφνη
Κερατόπυργος : Γειτονιά του Κερατσινίου
Κλωναρίδη : Περιοχή στα Κάτω Πατήσια
Κουκουριάνοι : Περιοχή από τα Νέα Λιόσια μέχρι το Καματερό στους πρόποδες του Αιγάλεω
Καράουσι: Τουρκική ονομασία της δυτικής πλευράς του Αρείου Πάγου
Κόκκινα Χώματα : Περιοχή στους Αμπελοκήπους
Κουκουβάουνες : H Μεταμόρφωση
Λαδοξύστης : Η Αγίας Άννης και η γύρω περιοχή, στα όρια του Αιγάλεω
Λεβίδη : Η περιοχή της οδού Πατησίων, μεταξύ των οδών Κεφαλληνίας και Αγ. Μελετίου)
Λυκότρυπα : Η Λυκόβρυση
Μαγκουφάνα : Ανάμεσα Πεύκη και Μαρούσι
Πανηγυρισμοί στην Αθήνα μετά την είδηση της πτώσης της δικτατορίας Ιωαννίδη