Βαθιά λυρικός, στοχαστικός, και αισθαντικός με όλα τα ζητήματα που τον απασχόλησαν στην ζωή του, με το μεγάλο του ταλέντο στην γραφή αλλά και με τις βαθιές του γνώσεις στην ιστορία της Ελλάδας, κατάφερε να συνδέσει τα πάντα με ένα λόγο που τελικά τον έκανε να κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση και να καταστεί ως ένας από τους κορυφαίους ποιητές της εποχής του. Στην ομιλία του όταν πήρε το Νόμπελ, στις 10 Δεκεμβρίου 1963, ο μεγάλος ποιητής είπε, ανάμεσα στα άλλα: «... Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται κάθε τι ζωντανό αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης, είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. ...» Άνοιξε ένα νέο δρόμο στην ελληνική ποίηση ενώ είναι ένας από τους καλύτερους «μάστορες» της ποιητικής τέχνης. Το ύφος του σεμνό και ρεαλιστικό και η έκφρασή του λιτή, αστόλιστη που μιλάει απλά για τη νεοελληνική πραγματικότητα με τις ατυχίες της και το δράμα της. Πολλά ποιήματά του έγιναν τραγούδια από Έλληνες μουσικοσυνθέτες.
Χαρακτηριστικά της Ποίησης του Γ. Σεφέρη
1.Κλίμα απαισιοδοξίας
Μια πρώτη και γενική αίσθηση που έχει ο αναγνώστης της ποίησης του Σεφέρη είναι η απαισιοδοξία, ένα κλίμα μελαγχολίας, η γεύση της φθοράς και της στάχτης. Το κενό, ο αποκλεισμός, η στέρηση, η νοσταλγία μιας «άλλης ζωής», όλ’ αυτά που επανέρχονται διαρκώς στην ποίηση του, συντελούν στη δημιουργία αυτής της συννεφιασμένης ποίησης.
2. Ερμητισμός
Ποίηση κλειστή, σκοτεινή, δύσκολη, δυσνόητη.
3. Μύθος
Αντλεί από ένα κοινόχρηστο υλικό, για να έχει μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Εντονότερη είναι η παρουσία της ομηρικής και γενικότερα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Μυθολογικά πρόσωπα, που άλλοτε αναφέρονται ονομαστικά, άλλοτε υπονοούνται, άλλοτε χρησιμεύουν ως η persona του ποιητή και γενικά λειτουργούν ως σήματα που εξασφαλίζουν έναν κοινό χώρο συνεννόησης.
4. Persona
Συχνά ο ποιητής κρύβεται πίσω από μια persona, ένα προσωπείο. Εξ ονόματος του μιλούν άλλοτε μυθικά πρόσωπα (Τεύκρος), άλλοτε πρόσωπα που επινοεί ο ίδιος. Η χρήση προσωπείου δημιουργεί αληθοφάνεια, επιτρέπει την πιο ελεύθερη έκφραση ή υποδηλώνει ένα ιδιαίτερο γνώρισμα του ποιητή.
5. Σκηνοθεσία
Σε πλείστα ποιήματα του Σεφέρη είναι πολύ έντονη η αίσθηση του σκηνικού, η περιγραφή ενός χώρου ή μιας χρονικής στιγμής, όπου τοποθετείται η δράση και ένα ή περισσότερα πρόσωπα που μιλούν. Για παράδειγμα, στη Σαλαμίνα της Κύπρος έχουμε τη σχεδόν φωτογραφική απεικόνιση του τοπίου. Συχνά ο χώρος αυτός είναι το ελληνικό, μεσογειακό τοπίο, το κρυφό περιγιάλι, τα πεύκα, ένα λιμάνι, τα καταστρώματα καραβιών, μια αρχαία ή σύγχρονη πόλη.
6. Ελληνικότητα
Η ποίηση του Σεφέρη είναι βαθύτατα ελληνοκεντρική. α) Γλώσσα. Μελετά με πάθος και χειρίζεται με τη μαστοριά ενός ικανότατου τεχνίτη τη μια, ενιαία και αδιαίρετη ελληνική γλώσσα, από τον Όμηρο, τους Κλασικούς, ως τα ιερά κείμενα, τον Ερωτόκριτο και το δημοτικό τραγούδι. β) Αφομοίωση του ιστορικού παρελθόντος. Ο ίδιος ομολογεί πως σε όλη του τη ζωή δεν πέρασε μέρα που να μη διαβάσει λίγες σελίδες, έστω, από το Μακρυγιάννη. γ) Αγάπη για τον ελληνικό χώρο και τον Ελληνισμό. Ταξιδεύει, γνωρίζει καλά τον ελληνικό χώρο και η αγάπη του γι’ αυτόν, μαζί με τη συναίσθηση της τραγικής του μοίρας, του προκαλεί βαθιές, αθεράπευτες πληγές. δ) Αίσθηση του βάρους μιας κληρονομιάς και ε) Αίσθηση της θλίψης για τη μοίρα του Ελληνισμού.
7. Δραματικότητα
Με τη διπλή έννοια του όρου, δράμα-δράση και σύγκρουση-τραγικότητα. Το πρώτο φαίνεται ήδη με τη σκηνοθεσία και τους μονολόγους ή διαλόγους. Το δεύτερο εκφράζεται ως σύγκρουση με κάτι που μας υπερβαίνει, όπως στην αρχαία τραγωδία.
1.Κλίμα απαισιοδοξίας
Μια πρώτη και γενική αίσθηση που έχει ο αναγνώστης της ποίησης του Σεφέρη είναι η απαισιοδοξία, ένα κλίμα μελαγχολίας, η γεύση της φθοράς και της στάχτης. Το κενό, ο αποκλεισμός, η στέρηση, η νοσταλγία μιας «άλλης ζωής», όλ’ αυτά που επανέρχονται διαρκώς στην ποίηση του, συντελούν στη δημιουργία αυτής της συννεφιασμένης ποίησης.
2. Ερμητισμός
Ποίηση κλειστή, σκοτεινή, δύσκολη, δυσνόητη.
3. Μύθος
Αντλεί από ένα κοινόχρηστο υλικό, για να έχει μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Εντονότερη είναι η παρουσία της ομηρικής και γενικότερα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Μυθολογικά πρόσωπα, που άλλοτε αναφέρονται ονομαστικά, άλλοτε υπονοούνται, άλλοτε χρησιμεύουν ως η persona του ποιητή και γενικά λειτουργούν ως σήματα που εξασφαλίζουν έναν κοινό χώρο συνεννόησης.
4. Persona
Συχνά ο ποιητής κρύβεται πίσω από μια persona, ένα προσωπείο. Εξ ονόματος του μιλούν άλλοτε μυθικά πρόσωπα (Τεύκρος), άλλοτε πρόσωπα που επινοεί ο ίδιος. Η χρήση προσωπείου δημιουργεί αληθοφάνεια, επιτρέπει την πιο ελεύθερη έκφραση ή υποδηλώνει ένα ιδιαίτερο γνώρισμα του ποιητή.
5. Σκηνοθεσία
Σε πλείστα ποιήματα του Σεφέρη είναι πολύ έντονη η αίσθηση του σκηνικού, η περιγραφή ενός χώρου ή μιας χρονικής στιγμής, όπου τοποθετείται η δράση και ένα ή περισσότερα πρόσωπα που μιλούν. Για παράδειγμα, στη Σαλαμίνα της Κύπρος έχουμε τη σχεδόν φωτογραφική απεικόνιση του τοπίου. Συχνά ο χώρος αυτός είναι το ελληνικό, μεσογειακό τοπίο, το κρυφό περιγιάλι, τα πεύκα, ένα λιμάνι, τα καταστρώματα καραβιών, μια αρχαία ή σύγχρονη πόλη.
6. Ελληνικότητα
Η ποίηση του Σεφέρη είναι βαθύτατα ελληνοκεντρική. α) Γλώσσα. Μελετά με πάθος και χειρίζεται με τη μαστοριά ενός ικανότατου τεχνίτη τη μια, ενιαία και αδιαίρετη ελληνική γλώσσα, από τον Όμηρο, τους Κλασικούς, ως τα ιερά κείμενα, τον Ερωτόκριτο και το δημοτικό τραγούδι. β) Αφομοίωση του ιστορικού παρελθόντος. Ο ίδιος ομολογεί πως σε όλη του τη ζωή δεν πέρασε μέρα που να μη διαβάσει λίγες σελίδες, έστω, από το Μακρυγιάννη. γ) Αγάπη για τον ελληνικό χώρο και τον Ελληνισμό. Ταξιδεύει, γνωρίζει καλά τον ελληνικό χώρο και η αγάπη του γι’ αυτόν, μαζί με τη συναίσθηση της τραγικής του μοίρας, του προκαλεί βαθιές, αθεράπευτες πληγές. δ) Αίσθηση του βάρους μιας κληρονομιάς και ε) Αίσθηση της θλίψης για τη μοίρα του Ελληνισμού.
7. Δραματικότητα
Με τη διπλή έννοια του όρου, δράμα-δράση και σύγκρουση-τραγικότητα. Το πρώτο φαίνεται ήδη με τη σκηνοθεσία και τους μονολόγους ή διαλόγους. Το δεύτερο εκφράζεται ως σύγκρουση με κάτι που μας υπερβαίνει, όπως στην αρχαία τραγωδία.
8.Υπαρξιακός τόνος
Το ατομικό γίνεται καθολικό, πανανθρώπινο, ο ποιητής μιλά και προβληματίζεται εξ ονόματος όλων μας για τον άνθρωπο, τη μοίρα, τη ζωή, το νόημα της ύπαρξης, χρησιμοποιώντας συχνά το α΄ πληθυντικό πρόσωπο.
9. Ειρωνεία
Οι ειρωνικοί και σατιρικοί τόνοι είναι συχνοί στην ποίηση του Σεφέρη, αρκετά συγκαλυμμένοι στην εκδομένη από τον ίδιο ποίηση του.
10.Ερωτισμός
Ο Σεφέρης είναι ποιητής έντονα ερωτικός και με τη στενότερη και πλατύτερη σημασία του όρου. Πολλά ποιήματα του είναι ερωτικά, μ’ ένα πεσιμιστικό χαρακτήρα. Είναι όμως και ερωτικός και με μια πλατύτερη σημασία. Η σχέση του με τον κόσμο, με τα πράγματα είναι σχέση ερωτική.
11. Σύμβολα
Πολλές λέξεις και έννοιες που λειτουργούν ως σύμβολα επανέρχονται διαρκώς στην ποίηση του Σεφέρη και η εξοικείωση μαζί τους βοηθά πάρα πολύ τον αναγνώστη παρά την πολυσημία τους.
Τέτοια σύμβολα είναι:
α) Από τον ομηρικό κόσμο: Το ταξίδι, ο νόστος, ο Οδυσσέας, οι σύντροφοι του, ο δόλος των Θεών, η Ελένη, ο Πρωτέας κλπ. β) Η στέρνα, το πηγάδι (αλακάτι στην Κύπρο). Συμβολίζουν το βάθος, τη συσσωρευμένη μνήμη, μας «διδάσκουν τη σιγή», αλλά και η έλλειψη τους συμβολίζει και τη δίψα, τη στέρηση. γ) Η θάλασσα. Είναι το ουσιαστικό που εμφανίζεται πιο συχνά από κάθε άλλο στο έργο του. Τρεις συλλογές ποιημάτων του ονομάζονται Ημερολόγια Καταστρώματος. Οι μύθοι που χρησιμοποιεί πιο πολύ είναι η Αργοναυτική εκστρατεία και η Οδύσσεια. Οι τυπικά σεφερικές καταστάσεις είναι δύο: το ταξίδι ή η αναμονή κοντά στη θάλασσα. Η θάλασσα είναι ο χώρος της μνήμης και της νοσταλγίας. δ) Το σπίτι. Είναι ο χώρος της ευτυχίας, της νοσταλγίας, το σύμβολο του γενέθλιου χώρου, το βλέπει συχνά εμψυχωμένο. ε) Πέτρες. Συμβολίζουν το βάρος της μνήμης, της ιστορίας, της παράδοσης. στ) Το άγαλμα. Από τα πιο συχνά και πολυσήμαντα σύμβολα του Σεφέρη. Κάποτε μπορεί να είναι ό,τι και οι πέτρες, δηλ. το απομεινάρι του παρελθόντος, το σύμβολο της παράδοσης, του βάρους της μνήμης. Είναι όμως ακόμα το σύμβολο της αυθεντικότητας, παρά τον ακρωτηριασμό τους. Εκφράζουν την αντίθεση: φθαρτό κορμί-άφθαρτο άγαλμα.
12. Πολιτική
Ο Σεφέρης υπήρξε διπλωμάτης αλλά κρατήθηκε έξω από τον πολιτικό στίβο και την κομματική διαμάχη. Η πολιτική περνά στην ποίηση του με την ευρύτερη έννοια του όρου, δηλ. με την έντονη βίωση του ιστορικού γίγνεσθαι που το αντικρίζει εθνικά και πανανθρώπινα.
13. Επιδράσεις
Ο Σεφέρης δέχτηκε πολλές επιδράσεις που περνούν άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε υποσυνείδητα στο έργο του. Τέτοιες επιδράσεις δέχτηκε από τους Γάλλους συμβολιστές, κυρίως το Βαλερύ, από τον Έλιοτ, αλλά και από όλη την ελληνική γραμματεία, από τον Όμηρο ως τον Μακρυγιάννη και τον Καβάφη.
Το ατομικό γίνεται καθολικό, πανανθρώπινο, ο ποιητής μιλά και προβληματίζεται εξ ονόματος όλων μας για τον άνθρωπο, τη μοίρα, τη ζωή, το νόημα της ύπαρξης, χρησιμοποιώντας συχνά το α΄ πληθυντικό πρόσωπο.
9. Ειρωνεία
Οι ειρωνικοί και σατιρικοί τόνοι είναι συχνοί στην ποίηση του Σεφέρη, αρκετά συγκαλυμμένοι στην εκδομένη από τον ίδιο ποίηση του.
10.Ερωτισμός
Ο Σεφέρης είναι ποιητής έντονα ερωτικός και με τη στενότερη και πλατύτερη σημασία του όρου. Πολλά ποιήματα του είναι ερωτικά, μ’ ένα πεσιμιστικό χαρακτήρα. Είναι όμως και ερωτικός και με μια πλατύτερη σημασία. Η σχέση του με τον κόσμο, με τα πράγματα είναι σχέση ερωτική.
11. Σύμβολα
Πολλές λέξεις και έννοιες που λειτουργούν ως σύμβολα επανέρχονται διαρκώς στην ποίηση του Σεφέρη και η εξοικείωση μαζί τους βοηθά πάρα πολύ τον αναγνώστη παρά την πολυσημία τους.
Τέτοια σύμβολα είναι:
α) Από τον ομηρικό κόσμο: Το ταξίδι, ο νόστος, ο Οδυσσέας, οι σύντροφοι του, ο δόλος των Θεών, η Ελένη, ο Πρωτέας κλπ. β) Η στέρνα, το πηγάδι (αλακάτι στην Κύπρο). Συμβολίζουν το βάθος, τη συσσωρευμένη μνήμη, μας «διδάσκουν τη σιγή», αλλά και η έλλειψη τους συμβολίζει και τη δίψα, τη στέρηση. γ) Η θάλασσα. Είναι το ουσιαστικό που εμφανίζεται πιο συχνά από κάθε άλλο στο έργο του. Τρεις συλλογές ποιημάτων του ονομάζονται Ημερολόγια Καταστρώματος. Οι μύθοι που χρησιμοποιεί πιο πολύ είναι η Αργοναυτική εκστρατεία και η Οδύσσεια. Οι τυπικά σεφερικές καταστάσεις είναι δύο: το ταξίδι ή η αναμονή κοντά στη θάλασσα. Η θάλασσα είναι ο χώρος της μνήμης και της νοσταλγίας. δ) Το σπίτι. Είναι ο χώρος της ευτυχίας, της νοσταλγίας, το σύμβολο του γενέθλιου χώρου, το βλέπει συχνά εμψυχωμένο. ε) Πέτρες. Συμβολίζουν το βάρος της μνήμης, της ιστορίας, της παράδοσης. στ) Το άγαλμα. Από τα πιο συχνά και πολυσήμαντα σύμβολα του Σεφέρη. Κάποτε μπορεί να είναι ό,τι και οι πέτρες, δηλ. το απομεινάρι του παρελθόντος, το σύμβολο της παράδοσης, του βάρους της μνήμης. Είναι όμως ακόμα το σύμβολο της αυθεντικότητας, παρά τον ακρωτηριασμό τους. Εκφράζουν την αντίθεση: φθαρτό κορμί-άφθαρτο άγαλμα.
12. Πολιτική
Ο Σεφέρης υπήρξε διπλωμάτης αλλά κρατήθηκε έξω από τον πολιτικό στίβο και την κομματική διαμάχη. Η πολιτική περνά στην ποίηση του με την ευρύτερη έννοια του όρου, δηλ. με την έντονη βίωση του ιστορικού γίγνεσθαι που το αντικρίζει εθνικά και πανανθρώπινα.
13. Επιδράσεις
Ο Σεφέρης δέχτηκε πολλές επιδράσεις που περνούν άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε υποσυνείδητα στο έργο του. Τέτοιες επιδράσεις δέχτηκε από τους Γάλλους συμβολιστές, κυρίως το Βαλερύ, από τον Έλιοτ, αλλά και από όλη την ελληνική γραμματεία, από τον Όμηρο ως τον Μακρυγιάννη και τον Καβάφη.
Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1926), αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είχε νυμφευτεί στην Πλάκα τη Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, με θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Οι θαυμαστές του -Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης- υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα». Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, αλλά και το ειδικό βάρος των Κατσίμπαλη και Καραντώνη στα λογοτεχνικά πράγματα, τον βοήθησε να επιβληθεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος ποιητής. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το «ταξίδι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά. Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του Αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά), ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμία της μοντερνιστικής ποίησης του 20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κανένας άλλος. Από τη δεκαετία του '50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας. Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC. «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων. Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α' Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.
Πώς ο Γιώργος Σεφέρης κέρδισε το Νόμπελ κόντρα στον Πάμπλο Νερούδα και τον Σάμιουελ Μπέκετ
Η επικείμενη βράβευση του ποιητή έγινε γνωστή στον ίδιο στις 24 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Ο Σεφέρης ήταν ανάμεσα σε 80 υποψήφιους συγγραφείς για Νόμπελ. Οι έξι τελικές επιλογές της Επιτροπής ήταν πέρα από τον Σεφέρη, ο Γ.Χ. Ώντεν, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο Γιούκο Νισίμα και ο Άξελ Σάντιμοζ. Πριν από την τελική απόφαση οι φιναλίστ περιορίστηκαν στους τρεις, στον Σεφέρη, τον Ώντεν και τον Νερούδα. Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Νερούδα και Μπέκετ έχασαν το Νόμπελ από τον Σεφέρη. Δυστυχώς, υπάρχει και μια αρνητική άποψη για τη βράβευση του Σεφέρη. Αν και κανείς δεν αμφιβάλλει για την συμβολή και την επιρροή που είχε το έργο του ποιητή διεθνώς, πολλοί θεώρησαν ότι η λογοτεχνική αξία του Μπέκετ και του Νερούδα ήταν σαφώς ανώτερες από εκείνη του Γιώργου Σεφέρη. Το 2013 δόθηκαν στη δημοσιότητα τα πρακτικά της επιτροπής σχετικά με την απονομή Νόμπελ 1963. Ο Σεφέρης είχε προταθεί άλλες δύο φορές, το 1955 και το 1961 και τις δύο φορές από τον Τόμας Έλιοτ. Ο γραμματέας της σουηδικής επιτροπής, Άντερς Όστερλουντ, φαίνεται να προτίμησε τον Σεφέρη έναντι των Μπέκετ και Νερούδα, λόγω των απόψεων του ή μάλλον λόγω της απουσίας προκλητικών απόψεων. Σύμφωνα, πάντα με τα πρακτικά της Ακαδημίας, ο Νερούδα ήταν κομουνιστής και ο Μπέκετ ήταν ανήθικος και μηδενιστής. Έτσι, ο Όστερλουντ φέρεται να προτίμησε να βραβεύσει τον Γιώργο Σεφέρη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Τελικά, ο Νερούδα βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1971 και ο Μπέκετ το 1969.
Η επικείμενη βράβευση του ποιητή έγινε γνωστή στον ίδιο στις 24 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Ο Σεφέρης ήταν ανάμεσα σε 80 υποψήφιους συγγραφείς για Νόμπελ. Οι έξι τελικές επιλογές της Επιτροπής ήταν πέρα από τον Σεφέρη, ο Γ.Χ. Ώντεν, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο Γιούκο Νισίμα και ο Άξελ Σάντιμοζ. Πριν από την τελική απόφαση οι φιναλίστ περιορίστηκαν στους τρεις, στον Σεφέρη, τον Ώντεν και τον Νερούδα. Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Νερούδα και Μπέκετ έχασαν το Νόμπελ από τον Σεφέρη. Δυστυχώς, υπάρχει και μια αρνητική άποψη για τη βράβευση του Σεφέρη. Αν και κανείς δεν αμφιβάλλει για την συμβολή και την επιρροή που είχε το έργο του ποιητή διεθνώς, πολλοί θεώρησαν ότι η λογοτεχνική αξία του Μπέκετ και του Νερούδα ήταν σαφώς ανώτερες από εκείνη του Γιώργου Σεφέρη. Το 2013 δόθηκαν στη δημοσιότητα τα πρακτικά της επιτροπής σχετικά με την απονομή Νόμπελ 1963. Ο Σεφέρης είχε προταθεί άλλες δύο φορές, το 1955 και το 1961 και τις δύο φορές από τον Τόμας Έλιοτ. Ο γραμματέας της σουηδικής επιτροπής, Άντερς Όστερλουντ, φαίνεται να προτίμησε τον Σεφέρη έναντι των Μπέκετ και Νερούδα, λόγω των απόψεων του ή μάλλον λόγω της απουσίας προκλητικών απόψεων. Σύμφωνα, πάντα με τα πρακτικά της Ακαδημίας, ο Νερούδα ήταν κομουνιστής και ο Μπέκετ ήταν ανήθικος και μηδενιστής. Έτσι, ο Όστερλουντ φέρεται να προτίμησε να βραβεύσει τον Γιώργο Σεφέρη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Τελικά, ο Νερούδα βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1971 και ο Μπέκετ το 1969.
Ἄρνηση
Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.
Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.
Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.
Στροφή
Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι
ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει
μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση
σὰ μαῦρο περιστέρι.
Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,
ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου
στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...
Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,
ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη
τὴν τραγικὴ κλεψύδρα
βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι.
(συλλογή Στροφή, ὁμώνυμο ποίημα)
Πρωί
Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.
Ἀφήγηση(μελοποίηση: Μίλτος Πασχαλίδης)
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα
Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
Ἄνοιξη μ.Χ
.Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ
καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
πάλι τὸ καλοκαίρι
χαμογελοῦσε.
Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς
στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες
πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ
πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες
ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ
τί θά ῾τανε καλύτερο
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ
ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ
νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ
ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν
ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε
καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.
Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς
οἱ γέροντες ἀστόχησαν
κι ὅλα τὰ παραδώσανε
ἀγγόνια καὶ δισέγγονα
καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ
καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα
καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός
τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ
καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα
καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα
κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ
ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ
ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός
μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων
κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ
κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη
καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς
καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε
καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.
Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ
σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ
μέσα σε φλόγες κίτρινες
καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα
ἀνοίγοντας παράθυρα
στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν
χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.
Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ
τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο
πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ
νὰ πάει στὰ ἐπουράνια
ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα
τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο
ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ
τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
χτυπώντας ἀνωφέλευτα.
Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.
16 Μαρτ. ῾39
Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη
Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.
Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων, σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).
Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.
Λονδίνο, Ἰούλιος 1932
Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ. Σ.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.
Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.
Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.
Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.
Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.
Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936
Ἡ λυπημένη
Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς
κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς·
κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ
ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί·
κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό·
μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.
Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου
- Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου.
- Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.
- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.
- Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.
- Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.
- Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.
- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.
- Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πὼς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.
Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38
Τριζόνια
Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυποῦν σὰν ἄρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Καὶ τὰ χρόνια
ποὺ ζοῦμε σὰν αὐτὰ χτυποῦν
καθὼς οἱ δίκαιοι σιωποῦν
σὰ νὰ μὴν εἶχαν τί νὰ ποῦν.
Κάποτε τ᾿ ἄκουσα στὸ Πήλιο
νὰ σκάβουνε γοργὰ ἕνα σπήλαιο
μέσα στὴ νύχτα. Ἀλλὰ τὸ φύλλο
τῆς μοίρας τώρα τὸ γυρίσαμε
καὶ μᾶς γνωρίσατε καὶ σᾶς γνωρίσαμε
ἀπὸ τοὺς ὑπερβόρειους ἴσαμε
τοὺς νέγρους τοῦ ἰσημερινοῦ
ποὺ ἔχουνε σῶμα χωρὶς νοῦ
καὶ ποὺ φωνάζουν σὰν πονοῦν.
Κι ἐγὼ πονῶ κι᾿ ἐσεῖς πονεῖτε
μὰ δὲ φωνάζουμε καὶ μήτε
κἂν ψιθυρίζουμε, γιατί
ἡ μηχανὴ εἶναι βιαστικὴ
στὴ φρίκη καὶ στὴν καταφρόνια
στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή,
Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια.
Πρετόρια, 16 Γενάρη ῾42
Φυγή
Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.
Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.
Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός
«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».
(Α. Ἡ Πέτρα)
Τὸ φύλλο τῆς λεύκας
Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακριὰ
μιὰ θάλασσα
πέρα μακριὰ
ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστὰ
σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες.
Ἔτρεμε τόσο πολὺ
τὸ ζήτησα τόσο πολὺ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ
θεέ μου τὸ ζήτησα.
Ἀλληλεγγύη
Εἶναι ἐκεῖ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω
μὲ δυὸ μεγάλα μάτια πίσω ἀπ᾿ τὸ κύμα
ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ φυσᾶ ὁ ἀγέρας
ἀκολουθώντας τὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
εἶναι ἐκεῖ μὲ δυὸ μεγάλα μάτια
μήπως ἄλλαξε κανεὶς ποτέ του.
Τί γυρεύετε; τὰ μηνύματά σας
ἔρχουνται ἀλλαγμένα ὡς τὸ καράβι
ἡ ἀγάπη σας γίνεται μίσος
ἡ γαλήνη σας γίνεται ταραχὴ
καὶ δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω
νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά σας στ᾿ ἀκρογιάλι.
Εἶναι ἐκεῖ τὰ μεγάλα μάτια
κι ὅταν μένω καρφωμένος στὴ γραμμή μου
κι ὅταν πέφτουν στὸν ὁρίζοντα τ᾿ ἀστέρια
εἶναι ἐκεῖ δεμένα στὸν αἰθέρα
σὰ μιὰ τύχη πιὸ δική μου ἀπ᾿ τὴ δική μου.
Τὰ λόγια σας συνήθεια τῆς ἀκοῆς
βουίζουν μέσα στὰ ξάρτια καὶ περνᾶνε
μήπως πιστεύω στὴν ὕπαρξή σας
μοιραῖοι σύντροφοι, ἀνυπόστατοι ἴσκιοι.
Ἔχασε τὸ χρῶμα του πιὰ αὐτὸς ὁ κόσμος
καθὼς τὰ φύκια στ᾿ ἀκρογιάλι τοῦ ἄλλου χρόνου
γκρίζα ξερὰ στὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου.
Ἕνα μεγάλο πέλαγο δυὸ μάτια
εὐκίνητα καὶ ἀκίνητα σὰν τὸν ἀγέρα
καὶ τὰ πανιά μου ὅσο κρατήσουν, κι ὁ θεός μου.
Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β
´Κάποτε συλλογίζομαι πὼς ὅλα τοῦτα ἐδῶ ποὺ γράφω
δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ εἰκόνες ποὺ κεντοῦν στὸ δέρμα τους
φυλακισμένοι ἢ πελαγίσιοι. Γ. Σ.
Στὴ Μάρω
* Μέρες τοῦ Ἰουνίου ῾41
* Ὑστερόγραφο
* Ἡ μορφὴ τῆς Μοίρας
* Kerk str. Oost. Pretoria, Transvaal
* Ὁ Στρατὴς Θαλασσινὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀγάπανθους
* Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιὰ
* Ὁ Στρατὴς Θαλασσινὸς στὴ Νεκρὴ Θάλασσα
* Καλλιγράφημα
* Μέρες τ᾿ Ἀπρίλη ῾43
* Θεατρίνοι, Μ. Α.
* Ἀνάμεσα στὰ κόκκαλα ἐδῶ
* Τελευταῖος σταθμός
Τελευταῖος Σταθμός
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσαν.
Τ᾿ ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις
ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέρας
καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες,
πιὸ καθαρὰ μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις.
Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω
λίγα φεγγάρια ἀπόμειναν στὴ μνήμη-
νησιά, χρῶμα Θλιμμένης Παναγίας, ἀργὰ στὴ χάση
ἢ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριὰ ρίχνοντας κάποτε
σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμοὺς καὶ μέλη ἀνθρώπων
βαριὰ μία νάρκη.
Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα
ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χα-
ράξει
σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια
στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος
ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται
νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι-
σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικὸ χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ Θάλασσα τοῦ
Σαλέρνο
πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη
μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι
ξεπέρασε τὰ σύννεφα, καὶ γίναν
τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο.
Σιωπὲς ἀγαπημένες τῆς σελήνης.
Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας εἱρμὸς τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος
ν᾿ ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς
δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο
ποὺ ξέφυγε κρυφὰ καὶ φέρνει
μαντάτα ἀπὸ τὸ σπίτι κι ἀπὸ τοὺς συντρόφους,
καὶ βιάζεσαι ν᾿ ἀνοίξεις τὴ καρδιά σου
μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιὰ καὶ τὸν ἀλλάξει.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη
τὴ Συρία τὸ κρατίδιο
τῆς Κομμαγηνῆς πού ῾σβησε σὰν τὸ μικρὸ λυχνάρι
πολλὲς φορὲς γυρίζει στὸ μυαλό μας,
καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια
κι ἔπειτα ἀπόμειναν τόπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες
χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ᾿ τὶς Θάλασσες τοῦ
Πρωτέα, ψυχὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες,
καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.
Τὸ βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αὐτὴ τὴ γούβα
κακοφορμίζει τὴν πληγὴ τοῦ καθενός μας
ἢ αὐτὸ ποὺ θἄ ῾λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίρα
ἢ μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη,
ἢ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων.
Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους-
ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο-
χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος
μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας
καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,
στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,
ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος άλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ
ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους,
ἄλλοι ρητορεύουν.
Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,
σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;
Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;
Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.
Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε.
Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου
τὴ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου
σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια
δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς.
Ἴσως καὶ νἄ ῾θελε νὰ μείνει βασιλιὰς ἀνθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανεὶς δὲν ἀγοράζει,
νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων
ν᾿ ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο τοῦ μπαμποῦ,
καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Ὅμως ὁ τόπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τοῦ καῖνε σὰν
τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις
εἴτε στὸ σκοτεινὸ βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες καὶ νύχτες
εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θὰ βουλιάξει
καθὼς τὸ δείχνουν οἱ στατιστικές,
ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν
ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες με τὰ δέντρα ἐκεῖνα
ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση
κι αὐτὰ καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν-
ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελόντας
λεῦγες καὶ λεῦγες-
ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας.
Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
εἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴ
γιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει-
στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.
Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης
ποὺ ἔφυγε μ᾿ ἀνοιχτὲς πληγὲς ἀπ᾿ τὸ νοσοκομεῖο
ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μὲς στὴ συσκοτισμένη πολιτεία,
οὔρλιαζε ψηλαφώντας τὸν πόνο μας- «Στὰ σκοτεινὰ
πηγαίνουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε...»
Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσουν.
Cava dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου ῾44
Μποτίλια στὸ πέλαγο
Τρεῖς βράχοι λίγα καμένα πεῦκα κι ἕνα ρημοκλῆσι
καὶ παραπάνω
τὸ ἴδιο τοπίο ἀντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεῖς βράχοι σὲ σχῆμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεῦκα, μαῦρα καὶ κίτρινα
κι ἕνα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στὸν ἀσβέστη.
καὶ παραπάνω ἀκόμη πολλὲς φορὲς
τὸ ἴδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτὰ
ὡς τὸν ὁρίζοντα ὡς τὸν οὐρανὸ ποὺ βασιλεύει.
Ἐδῶ ἀράξαμε τὸ καράβι νὰ ματίσουμε τὰ σπασμένα κουπιά,
νὰ πιοῦμε νερὸ καὶ νὰ κοιμηθοῦμε.
Ἡ θάλασσα ποὺ μᾶς πίκρανε εἶναι βαθιὰ κι ἀνεξερεύνητη
καὶ ξεδιπλώνει μίαν ἀπέραντη γαλήνη.
Ἐδῶ μέσα στὰ βότσαλα βρήκαμε ἕνα νόμισμα
καὶ τὸ παίξαμε στὰ ζάρια.
Τὸ κέρδισε ὁ μικρότερος καὶ χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε μὲ τὰ σπασμένα μας κουπιά.
Ὑστερόγραφο
Ἀλλὰ ἔχουν μάτια κάτασπρα χωρὶς ματόκλαδα
καὶ τὰ χέρια τοὺς εἶναι λιγνὰ σὰν τὰ καλάμια.
Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς. Γνώρισα
τὴ φωνὴ τῶν παιδιῶν τὴν αὐγὴ
πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς ροβολώντας
χαρούμενα σὰ μέλισσες καὶ σὰν
τὶς πεταλοῦδες μὲ τόσα χρώματα.
Κύριε ὄχι μ᾿ αὐτούς, ἡ φωνή τους
δὲ βγαίνει κἂν ἀπὸ τὸ στόμα τους.
Στέκεται κεῖ κολλημένα σὲ κίτρινα δόντια.
Δική σου ἡ θάλασσα κι ὁ ἀγέρας
μ᾿ ἕνα ἄστρο κρεμασμένο στὸ στερέωμα,
Κύριε, δὲ ξέρουνε πῶς εἴμαστε
ὅ,τι μποροῦμε νὰ εἴμαστε
γιατρεύοντας τὶς πληγές μας μὲ τὰ βότανα
ποῦ βρίσκουμε πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς
ὄχι ἄλλες, τοῦτες τὶς πλαγιὲς κοντά μας,
πῶς ἀνασαίνουμε ὅπως μποροῦμε ν᾿ ἀνασαίνουμε
μὲ μιὰ μικρούλα δέηση κάθε πρωὶ
ποῦ βρίσκει τ᾿ ἀκρογιάλι ταξιδεύοντας
στὰ χάσματα τῆς μνήμης.
Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς.
Ἂς γίνει ἀλλιῶς τὸ θέλημά Σου.