Το θέατρο της Σκληρότητας
«...Προσοχή στα λογικά σας, κύριοι,
προσοχή στα λογικά σας.
Δεν ξέρετε ως που θα μας σύρει
το μίσος για τη λογική...»
«Αν το θέατρο θέλει να μας ξαναγίνει αναγκαίο, πρέπει να μας δώσει όλα αυτά τα στοιχεία που υπάρχουν στον έρωτα, το έγκλημα, στον πόλεμο ή στην τρέλα»
Αντονέν Αρτώ
Ο Αντονέν Αρτώ (Antonin Artaud, πλήρες όνομα Antoine Marie Joseph Artaud) ήταν Γάλλος ηθοποιός, σκηνοθέτης, ποιητής και θεωρητικός του θεάτρου. Γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου του 1896 και πέθανε στις 4 Μαρτίου του 1948. Υπήρξε από τα πρώτα μέλη του κινήματος του υπερρεαλισμού και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού "La Revolution Surrealiste" (Η Σουρρεαλιστική Επανάσταση).
Ο Αρτώ συνέγραψε πλήθος δοκιμίων και μελετών για το θέατρο και τη δραματολογία. Ο ίδιος επινόησε και δημιούργησε το Θέατρο της Σκληρότητας (Théâtre de la cruauté). Για μεγάλες περιόδους της ζωής του, ο Αρτώ ήταν έγκλειστος σε ψυχιατρικές κλινικές, ενώ αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα.
Γεννήθηκε στη Μασσαλία. Από νωρίς εμφάνισε δείγματα άστατης υγείας. Στην ηλικία των τεσσάρων ετών προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα. Έπασχε παράλληλα από νευραλγία ενώ περνούσε και μεγάλες περιόδους κατάθλιψης. Την περίοδο της εφηβείας του, οι γονείς του φρόντισαν για μια μακροχρόνια σειρά παραμονών του σε σανατόρια. Διήρκεσαν συνολικά πέντε έτη, με ένα διάλειμμα δύο μηνών, τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1916, όταν ο Αρτώ επιστρατεύτηκε. Τελικά όμως απαλλάχθηκε λόγω της υπνοβασίας του. Κατά τη διάρκεια των θεραπειών του στο σανατόριο, ο Αρτώ ήρθε σε επαφή με έργα των Ρεμπώ, Μπωντλαίρ και Έντγκαρ Άλαν Πόε. Το Μάιο του 1919 ο διευθυντής του σανατορίου, ο Δρ. Dardel, συνιστά τη χορήγηση οπίου για τον Αρτώ, γεγονός που οδήγησε σε μόνιμο εθισμό του. Το Μάρτιο του 1920 ο Αρτώ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με το κίνημα του υπερρεαλισμού στο οποίο και προσχώρησε, για να αποβληθεί ωστόσο λίγο αργότερα. Ο Αρτώ υπήρξε επίσης ηθοποιός. Μάλιστα εμφανίστηκε σε δύο ταινίες που θεωρούνται κλασικές: στο La Passion de Jean d'Arc του Καρλ Ντράγιερ του 1928 (στο ρόλο του Jean Massieu) και στο Napoléon του Αμπέλ Γκανς του 1927 (στο ρόλο του Μαρά). Τον Ιανουάριο του 1948 διαγνώστηκε πως πάσχει από καρκίνο. Πέθανε την ίδια χρονιά, από μια θανατηφόρα δόση κάποιου φαρμάκου. Δεν είναι γνωστό εάν εν γνώσει του χορήγησε στον εαυτό του αυτή τη θανατηφόρα δόση.
Θέατρο της Σκληρότητας
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Αρτώ, το θέατρο της σκληρότητας δημιουργήθηκε προκειμένου να αποκατασταθεί στο θέατρο μια εμπαθής και σπασμωδική σύλληψη της ζωής. Βασικά χαρακτηριστικά του θεάτρου της σκληρότητας είναι:
Η απαισιοδοξία αλλά ταυτόχρονα και η ελπίδα ότι το θέατρο μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές.
Η απομάκρυνση του κοινού από την καθημερινή πραγματικότητα και η χρήση συμβόλων με σκοπό τη συναισθηματική και ψυχική συμμετοχή του.
Χρήση τεχνικών και σκληρών εκφραστικών μέσων με απώτερο στόχο την αφύπνιση του κοινού, ένα είδος ψυχοθεραπείας.
Χρήση του γκροτέσκου, του άσχημου και του πόνου για να απευθύνεται στο κοινό.
«Είναι δύσκολο να με πιστέψουν
και βλέπω ήδη το κοινό να σηκώνει τους ώμους του
αλλά ο λεγάμενος χριστός είναι κείνος
που μπροστά στο θέαμα της μουνόψειρας του θεού
δέχτηκε να ζήσει χωρίς σώμα
ενώ μια στρατιά από ανθρώπους,
αποκαθηλωμένοι από ένα σταυρό
όπου ο θεός από καιρό πίστευε πως τους είχε καρφωμένους,
επαναστάτησε,
και πάνοπλη από σίδερο,
από φωτιά και από κόκαλα,
προχωράει, βρίζοντας τον Αόρατο
για να ξεμπερδέψει μια για πάντα
με την ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
«Γεννήθηκα μ' ένα κορμί βασανισμένο, παραποιημένο όπως το τεράστιο βουνό...»
«... υπάρχει ένα πράγμα
που είναι κάτι,
και που το νιώθω
από κείνο που θέλει
ΝΑ ΒΓΕΙ:
η παρουσία του σωματικού μου
πόνου,
αυτή η απειλητική
παρουσία
που δε λέει να βαρεθεί ποτέ
το σώμα μου...
...Με πίεζαν
ακόμα και στο σώμα μου
και μέχρι μέσα στο σώμα
και τότε ήταν
που τίναξα στον αέρα τα πάντα
γιατί το σώμα μου
δεν θα αφήσω να τ' αγγίξει
κανένας πια».
προσοχή στα λογικά σας.
Δεν ξέρετε ως που θα μας σύρει
το μίσος για τη λογική...»
«Αν το θέατρο θέλει να μας ξαναγίνει αναγκαίο, πρέπει να μας δώσει όλα αυτά τα στοιχεία που υπάρχουν στον έρωτα, το έγκλημα, στον πόλεμο ή στην τρέλα»
Αντονέν Αρτώ
Ο Αντονέν Αρτώ (Antonin Artaud, πλήρες όνομα Antoine Marie Joseph Artaud) ήταν Γάλλος ηθοποιός, σκηνοθέτης, ποιητής και θεωρητικός του θεάτρου. Γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου του 1896 και πέθανε στις 4 Μαρτίου του 1948. Υπήρξε από τα πρώτα μέλη του κινήματος του υπερρεαλισμού και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού "La Revolution Surrealiste" (Η Σουρρεαλιστική Επανάσταση).
Ο Αρτώ συνέγραψε πλήθος δοκιμίων και μελετών για το θέατρο και τη δραματολογία. Ο ίδιος επινόησε και δημιούργησε το Θέατρο της Σκληρότητας (Théâtre de la cruauté). Για μεγάλες περιόδους της ζωής του, ο Αρτώ ήταν έγκλειστος σε ψυχιατρικές κλινικές, ενώ αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα.
Γεννήθηκε στη Μασσαλία. Από νωρίς εμφάνισε δείγματα άστατης υγείας. Στην ηλικία των τεσσάρων ετών προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα. Έπασχε παράλληλα από νευραλγία ενώ περνούσε και μεγάλες περιόδους κατάθλιψης. Την περίοδο της εφηβείας του, οι γονείς του φρόντισαν για μια μακροχρόνια σειρά παραμονών του σε σανατόρια. Διήρκεσαν συνολικά πέντε έτη, με ένα διάλειμμα δύο μηνών, τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1916, όταν ο Αρτώ επιστρατεύτηκε. Τελικά όμως απαλλάχθηκε λόγω της υπνοβασίας του. Κατά τη διάρκεια των θεραπειών του στο σανατόριο, ο Αρτώ ήρθε σε επαφή με έργα των Ρεμπώ, Μπωντλαίρ και Έντγκαρ Άλαν Πόε. Το Μάιο του 1919 ο διευθυντής του σανατορίου, ο Δρ. Dardel, συνιστά τη χορήγηση οπίου για τον Αρτώ, γεγονός που οδήγησε σε μόνιμο εθισμό του. Το Μάρτιο του 1920 ο Αρτώ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με το κίνημα του υπερρεαλισμού στο οποίο και προσχώρησε, για να αποβληθεί ωστόσο λίγο αργότερα. Ο Αρτώ υπήρξε επίσης ηθοποιός. Μάλιστα εμφανίστηκε σε δύο ταινίες που θεωρούνται κλασικές: στο La Passion de Jean d'Arc του Καρλ Ντράγιερ του 1928 (στο ρόλο του Jean Massieu) και στο Napoléon του Αμπέλ Γκανς του 1927 (στο ρόλο του Μαρά). Τον Ιανουάριο του 1948 διαγνώστηκε πως πάσχει από καρκίνο. Πέθανε την ίδια χρονιά, από μια θανατηφόρα δόση κάποιου φαρμάκου. Δεν είναι γνωστό εάν εν γνώσει του χορήγησε στον εαυτό του αυτή τη θανατηφόρα δόση.
Θέατρο της Σκληρότητας
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Αρτώ, το θέατρο της σκληρότητας δημιουργήθηκε προκειμένου να αποκατασταθεί στο θέατρο μια εμπαθής και σπασμωδική σύλληψη της ζωής. Βασικά χαρακτηριστικά του θεάτρου της σκληρότητας είναι:
Η απαισιοδοξία αλλά ταυτόχρονα και η ελπίδα ότι το θέατρο μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές.
Η απομάκρυνση του κοινού από την καθημερινή πραγματικότητα και η χρήση συμβόλων με σκοπό τη συναισθηματική και ψυχική συμμετοχή του.
Χρήση τεχνικών και σκληρών εκφραστικών μέσων με απώτερο στόχο την αφύπνιση του κοινού, ένα είδος ψυχοθεραπείας.
Χρήση του γκροτέσκου, του άσχημου και του πόνου για να απευθύνεται στο κοινό.
«Είναι δύσκολο να με πιστέψουν
και βλέπω ήδη το κοινό να σηκώνει τους ώμους του
αλλά ο λεγάμενος χριστός είναι κείνος
που μπροστά στο θέαμα της μουνόψειρας του θεού
δέχτηκε να ζήσει χωρίς σώμα
ενώ μια στρατιά από ανθρώπους,
αποκαθηλωμένοι από ένα σταυρό
όπου ο θεός από καιρό πίστευε πως τους είχε καρφωμένους,
επαναστάτησε,
και πάνοπλη από σίδερο,
από φωτιά και από κόκαλα,
προχωράει, βρίζοντας τον Αόρατο
για να ξεμπερδέψει μια για πάντα
με την ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
«Γεννήθηκα μ' ένα κορμί βασανισμένο, παραποιημένο όπως το τεράστιο βουνό...»
«... υπάρχει ένα πράγμα
που είναι κάτι,
και που το νιώθω
από κείνο που θέλει
ΝΑ ΒΓΕΙ:
η παρουσία του σωματικού μου
πόνου,
αυτή η απειλητική
παρουσία
που δε λέει να βαρεθεί ποτέ
το σώμα μου...
...Με πίεζαν
ακόμα και στο σώμα μου
και μέχρι μέσα στο σώμα
και τότε ήταν
που τίναξα στον αέρα τα πάντα
γιατί το σώμα μου
δεν θα αφήσω να τ' αγγίξει
κανένας πια».
Στη «La Révolution Surréaliste» γράφει:
«Αυτή η επανάσταση αποβλέπει σε μια γενική υποτίμηση των αξιών, στον εκφυλισμό του πνεύματος, στον περιορισμό του προφανούς, σε μια απόλυτη και ανανεωμένη σύγχυση των γλωσσών, στην ισοπέδωση της σκέψης». Ο Αντρέ Μπρετόν είχε πει: «Δεν αντέχω να έχω να κάνω με τον ανισόρροπο!» και ο Αρτώ απαντά: «Δεν έχω προσωπικό μίσος. Τους απωθώ και τους καταδικάζω μια κι έξω, αποδίδοντας στον καθένα τους όλη την εκτίμηση κι ακόμα όλο το θαυμασμό που αξίζουν για τα έργα τους ή για το πνεύμα τους… Δεν έχω την αφέλεια όπως αυτοί να τους γυρίσω την πλάτη και να τους αρνηθώ κάθε ταλέντο απ' τη στιγμή που έπαψαν να είναι φίλοι μου". «Η εξωτερική μεταμόρφωση είναι ένα πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί από πλεόνασμα».
«Δε θέλησα να εμπιστευτώ παρά στον εαυτό μου τη φροντίδα να καθορίσω τα όριά μου, το ότι απαιτώ να μ' αφήσουν ελεύθερο και κύριο της ίδιας μου της δράσης. Μα τι να την κάνω εγώ όλη την Επανάσταση του κόσμου αν ξέρω ότι παραμένω αιώνια δυστυχισμένος και άθλιος μες στην καρδιά της ίδιας μου της λειψανοθήκης;».
«Ο σουρεαλισμός υπήρξε αυτή η δυναμική ελπίδα, η ακατάληπτη και πιθανόν απατηλή όπως και κάθε άλλη, που όμως σε ωθεί ακούσια να παίξεις το τελευταίο χαρτί, να κρεμαστείς απ' οποιαδήποτε φαντασίωση έστω κι αν αυτή ξεγελάσει για λίγο το πνεύμα. Ο σουρεαλισμός δεν μπορούσε να μου ξαναδώσει μια χαμένη ουσία, αλλά μου έμαθε να μην αναζητώ μέσα στην εργασία της σκέψης μια συνέχεια που μου είχε γίνει ανέφικτη, και να μπορώ να αρκούμαι στα φαντάσματα που το μυαλό μου έσερνε μπροστά μου».
«Εκεί όπου οι άλλοι υποκρίνονται ότι παρουσιάζουν έργα και ποιήματα εγώ δεν προτίθεμαι παρά να εκθέσω το πνεύμα μου γυμνό. Ζωή σημαίνει να σε καίνε τα ερωτήματα.
Δεν αντιλαμβάνομαι το έργο σαν ξεκομμένο απ’ τη ζωή.
Δεν μ’ αρέσει η ξεκομμένη απ’ τη ζωή δημιουργία. Άλλωστε, δεν αντιλαμβάνομαι, δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ το πνεύμα σαν ξεκομμένο απ’ το πνεύμα. Κάθε ένα από τα έργα μου, κάθε ένα από τα εσωτερικά μου επίπεδα, κάθε μία από τις ψυχρές ανθοφορίες της ψυχής μου επικαλύπτουνε, θαρρείς, με κάτι σαν γλοιό ολόκληρο το είναι μου.
Γι' αυτό και μπορώ να με βρίσκω τόσο μέσα σ’ ένα γράμμα προορισμένο να εξηγήσει το ενδόμυχο σημείο αιχμής του είναι μου και τον υπέρλογο ευνουχισμό της ζωής μου όσο και μέσα σ’ ένα δοκίμιο εξωτερικό του εαυτού μου και το οποίο φαντάζει στα μάτια μου σαν μία κύηση αδιάφορη προς το πνεύμα μου.
Υποφέρω που το Πνεύμα δεν βρίσκεται εντός της ζωής και που η ζωή δεν είναι το Πνεύμα, υποφέρω από το Πνεύμα-όργανον, από το Πνεύμα-μετάφραση, το Πνεύμα-φόβητρο που με βία εγγράφει τα πράγματα εντός του Πνεύματος».
Από τη συλλογή "Ο ομφαλός των φύλλων" (1925)
«Αυτή η επανάσταση αποβλέπει σε μια γενική υποτίμηση των αξιών, στον εκφυλισμό του πνεύματος, στον περιορισμό του προφανούς, σε μια απόλυτη και ανανεωμένη σύγχυση των γλωσσών, στην ισοπέδωση της σκέψης». Ο Αντρέ Μπρετόν είχε πει: «Δεν αντέχω να έχω να κάνω με τον ανισόρροπο!» και ο Αρτώ απαντά: «Δεν έχω προσωπικό μίσος. Τους απωθώ και τους καταδικάζω μια κι έξω, αποδίδοντας στον καθένα τους όλη την εκτίμηση κι ακόμα όλο το θαυμασμό που αξίζουν για τα έργα τους ή για το πνεύμα τους… Δεν έχω την αφέλεια όπως αυτοί να τους γυρίσω την πλάτη και να τους αρνηθώ κάθε ταλέντο απ' τη στιγμή που έπαψαν να είναι φίλοι μου". «Η εξωτερική μεταμόρφωση είναι ένα πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί από πλεόνασμα».
«Δε θέλησα να εμπιστευτώ παρά στον εαυτό μου τη φροντίδα να καθορίσω τα όριά μου, το ότι απαιτώ να μ' αφήσουν ελεύθερο και κύριο της ίδιας μου της δράσης. Μα τι να την κάνω εγώ όλη την Επανάσταση του κόσμου αν ξέρω ότι παραμένω αιώνια δυστυχισμένος και άθλιος μες στην καρδιά της ίδιας μου της λειψανοθήκης;».
«Ο σουρεαλισμός υπήρξε αυτή η δυναμική ελπίδα, η ακατάληπτη και πιθανόν απατηλή όπως και κάθε άλλη, που όμως σε ωθεί ακούσια να παίξεις το τελευταίο χαρτί, να κρεμαστείς απ' οποιαδήποτε φαντασίωση έστω κι αν αυτή ξεγελάσει για λίγο το πνεύμα. Ο σουρεαλισμός δεν μπορούσε να μου ξαναδώσει μια χαμένη ουσία, αλλά μου έμαθε να μην αναζητώ μέσα στην εργασία της σκέψης μια συνέχεια που μου είχε γίνει ανέφικτη, και να μπορώ να αρκούμαι στα φαντάσματα που το μυαλό μου έσερνε μπροστά μου».
«Εκεί όπου οι άλλοι υποκρίνονται ότι παρουσιάζουν έργα και ποιήματα εγώ δεν προτίθεμαι παρά να εκθέσω το πνεύμα μου γυμνό. Ζωή σημαίνει να σε καίνε τα ερωτήματα.
Δεν αντιλαμβάνομαι το έργο σαν ξεκομμένο απ’ τη ζωή.
Δεν μ’ αρέσει η ξεκομμένη απ’ τη ζωή δημιουργία. Άλλωστε, δεν αντιλαμβάνομαι, δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ το πνεύμα σαν ξεκομμένο απ’ το πνεύμα. Κάθε ένα από τα έργα μου, κάθε ένα από τα εσωτερικά μου επίπεδα, κάθε μία από τις ψυχρές ανθοφορίες της ψυχής μου επικαλύπτουνε, θαρρείς, με κάτι σαν γλοιό ολόκληρο το είναι μου.
Γι' αυτό και μπορώ να με βρίσκω τόσο μέσα σ’ ένα γράμμα προορισμένο να εξηγήσει το ενδόμυχο σημείο αιχμής του είναι μου και τον υπέρλογο ευνουχισμό της ζωής μου όσο και μέσα σ’ ένα δοκίμιο εξωτερικό του εαυτού μου και το οποίο φαντάζει στα μάτια μου σαν μία κύηση αδιάφορη προς το πνεύμα μου.
Υποφέρω που το Πνεύμα δεν βρίσκεται εντός της ζωής και που η ζωή δεν είναι το Πνεύμα, υποφέρω από το Πνεύμα-όργανον, από το Πνεύμα-μετάφραση, το Πνεύμα-φόβητρο που με βία εγγράφει τα πράγματα εντός του Πνεύματος».
Από τη συλλογή "Ο ομφαλός των φύλλων" (1925)