Οι "Χίλιες και μια Νύχτες" είναι αναμφισβήτητα ένα από αυτά τα έργα αφού επί αιώνες τώρα εκπροσωπεί τον αραβικό λόγο εκτός Ανατολής ενώ ταυτόχρονα συμπυκνώνει στη συλλογική μνήμη της Δύσης όλη τη γοητεία και τη νοσταλγία του αραβικού μεσαίωνα. Ένα πολύχρωμο καλειδοσκόπιο μέσα από το οποίο παρελαύνει ολόκληρη η Ανατολή, απ' τη Δαμασκό ως το Κάιρο, απ' τη Βαγδάτη ως το Μαρόκο, απ' την Κωνσταντινούπολη ως τη Βασόρα κι ακόμα πιο πέρα.
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι από εμάς ακούσαμε για πρώτη φορά κάποια από τις ιστορίες της Σαχραζάντ (Shahrazad) σε πολλή νεαρή ηλικία, έχει δημιουργήσει την εντύπωση, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, ότι οι Χίλιες και μια Νύχτες είναι ένα παραμύθι για παιδιά. Άλλοτε πάλι, η αυθαίρετη ερμηνεία κάποιων ερωτικών ιστοριών που περιέχονται στις Χίλιες και μια Νύχτες και που χρησιμοποιήθηκαν ως υπόβαθρο για τη δημιουργία υποπροϊόντων της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, προκάλεσε την αίσθηση ότι πρόκειται για μια ερωτική ανθολογία λαϊκής κατανάλωσης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα έργο ζωντανό, δυναμικό, ένα έργο που διαμορφώθηκε μέσα από την ατέλειωτη περιπλάνηση του μέσα στο χρόνο και το χώρο, που άλλοτε εμπλουτίσθηκε κι άλλοτε λογοκρίθηκε για να φτάσει σ' εμάς σε μια μορφή τόσο αλλοιωμένη που κάθε προσπάθεια πλήρους αποκατάστασης του είναι, αν όχι μάταιη, σίγουρα εξαιρετικά επίπονη. Είναι λοιπόν φανερό ότι οι Χίλιες και μια Νύχτες είναι ταυτόχρονα το πιο δημοφιλές αλλά και το πιο παραγνωρισμένο έργο της αραβικής λογοτεχνίας. Το κείμενο που ακολουθεί σκοπό έχει να αποκαταστήσει τις Χίλιες και μια Νύχτες στα μάτια του αναγνώστη καταδεικνύοντας ότι πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό παραμύθι για παιδιά ή μια συλλογή από φτηνές ερωτικές αφηγήσεις.
ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Οι "Χίλιες και μια Νύχτες" δεν είναι λογοτεχνικό έργο με την κλασσική έννοια του όρου. Η μεταφορά του σε γραπτό λόγο είναι μεταγενέστερη του καθεαυτού έργου και αρχικά εξυπηρετούσε μόνο την ανάγκη απομνημόνευσης του περιεχομένου από μία εγγράμματη μειονότητα που τις μετέφερε προφορικά στο αγράμματο πλήθος υπό τη μορφή δραματικών αφηγήσεων. Ως εκ τούτου, η λογοτεχνική αξία του έργου είναι πολύ σχετική και ποικίλλει ανάλογα με το χειρόγραφο. Σε γενικές γραμμές πάντως, τα πρώτα κείμενα είναι γραμμένα σε ύφος απλοϊκό, χωρίς ιδιαίτερες στυλιστικές αναζητήσεις και δεν απέχει πολύ από την καθομιλουμένη, αποτυπώνοντας πολύ συχνά τις ιδιωματικές διαφορές του προφορικού λόγου από περιοχή σε περιοχή. Αν και το κυρίως σώμα είναι γραμμένο σε πεζό λόγο, τα έμμετρα αποσπάσματα που έχουν ενταχθεί στο κείμενο είναι πολυάριθμα, συνήθως δε πρόκειται για στίχους γνωστών αράβων ποιητών του μεσαίωνα που εκθειάζουν τις αρετές των αρχόντων. Άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα των γραπτών κειμένων που έχουν διασωθεί είναι η ποικιλία του ύφους που συναντά κανείς μέσα στο κείμενο, ποικιλία που μαρτυρά τη διαφορετική προέλευση κάθε ιστορίας και η οποία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από την αργκό του δρόμου ως την επιτηδευμένη λόγια γλώσσα.
Πέρα από το γλωσσικό ενδιαφέρον, η κατ' εξοχήν πρωτοτυπία του έργου είναι η δομή του. Οι "Χίλιες και μια Νύχτες" αρθρώνονται γύρω από μία βασική ιστορία-πλαίσιο, αυτή της Σαχραζάντ. Η Σαχραζάντ είναι κόρη του βεζίρη στην αυλή του βασιλιά Σαχριγιάρ. Όταν ο βασιλιάς ανακαλύπτει ότι εν τη απουσία του η γυναίκα του τον απατά με έναν μαύρο δούλο της αυλής του αποφασίζει να πάρει εκδίκηση. Κάθε βράδυ διαλέγει μία παρθένα την οποία σκοτώνει το ξημέρωμα αφού πρώτα την κάνει δική του. Η Σαχραζάντ αποφασίζει να δώσει τέλος σ' αυτό το έγκλημα. Ζητά από τον πατέρα της να της επιτρέψει να γίνει το επόμενο θύμα του Σαχριγιάρ και από την αδελφή της να την παρακαλέσει να διηγηθεί μία ιστορία μετά την τελετή του γάμου. Έτσι, η Σαχραζάντ ξεκινάει την αφήγηση των παραμυθιών της που κάθε φορά διακόπτεται όταν φτάνει το ξημέρωμα για να συνεχιστεί το επόμενο βράδυ, αναβάλλοντας έτσι το θάνατο της για ένα 24ωρο κάθε φορά. Εκμεταλλευόμενη την περιέργεια του βασιλιά καταφέρνει να σώσει τη ζωή της και αυτή των υπόλοιπων παρθένων της χώρας για χίλιες και μία νύχτες. Τη χιλιοστή δεύτερη μέρα, ο Σαχριγιάρ αποφασίζει να της χαρίσει τη ζωή για πάντα αφού εκείνη εν τω μεταξύ του έχει χαρίσει ένα γιο (ή τρεις κατά μία άλλη εκδοχή).
Στη διάρκεια των χρόνων και όσο το έργο εμπλουτίζεται με νέες προσθήκες, η ιστορία της Σαχραζάντ περνάει σε δεύτερο πλάνο αφού ουσιαστικά δεν αποτελεί παρά μόνο το πρόσχημα για τη διήγηση άλλων παραμυθιών. Η κεντρική λοιπόν ιστορία έχει ως μοναδικό στόχο να δώσει το έναυσμα για τη διήγηση νέων ιστοριών. Τα παραμύθια της Σαχραζάντ ενσωματώνονται στο κείμενο με διάφορους τρόπους - κλιμακωτά, συρταρωτά κ.ο.κ. - με αποτέλεσμα τη συνεχή δημιουργία νέων παραμυθιών-πλαίσιο που εμπεριέχουν άλλες επιμέρους ιστορίες που με τη σειρά τους δίνουν αφορμή για νέες αφηγήσεις. Για παράδειγμα, η ιστορία του καμπούρη όπου κεντρικός ήρωας είναι ο καμπούρης που πέθανε όταν η γυναίκα του ράφτη τον τάισε ψάρι και πνίγηκε καταπίνοντας ένα αγκάθι: στο πλαίσιο της ιστορίας του καμπούρη θα γεννηθούν πέντε νέες ιστορίες μία εκ των οποίων, η αφήγηση του κουρέα, θα δώσει αφορμή στη Σαχραζάντ να διηγηθεί έξι νέες ιστορίες, μία για κάθε έναν από τους έξι αδελφούς του κουρέα, επιτρέποντας της με αυτό τον έξυπνο τρόπο να παραμείνει ζωντανή για δώδεκα νύχτες συνολικά με αφορμή μία μόνο ιστορία.
Οι "Χίλιες και μια Νύχτες" δεν είναι λογοτεχνικό έργο με την κλασσική έννοια του όρου. Η μεταφορά του σε γραπτό λόγο είναι μεταγενέστερη του καθεαυτού έργου και αρχικά εξυπηρετούσε μόνο την ανάγκη απομνημόνευσης του περιεχομένου από μία εγγράμματη μειονότητα που τις μετέφερε προφορικά στο αγράμματο πλήθος υπό τη μορφή δραματικών αφηγήσεων. Ως εκ τούτου, η λογοτεχνική αξία του έργου είναι πολύ σχετική και ποικίλλει ανάλογα με το χειρόγραφο. Σε γενικές γραμμές πάντως, τα πρώτα κείμενα είναι γραμμένα σε ύφος απλοϊκό, χωρίς ιδιαίτερες στυλιστικές αναζητήσεις και δεν απέχει πολύ από την καθομιλουμένη, αποτυπώνοντας πολύ συχνά τις ιδιωματικές διαφορές του προφορικού λόγου από περιοχή σε περιοχή. Αν και το κυρίως σώμα είναι γραμμένο σε πεζό λόγο, τα έμμετρα αποσπάσματα που έχουν ενταχθεί στο κείμενο είναι πολυάριθμα, συνήθως δε πρόκειται για στίχους γνωστών αράβων ποιητών του μεσαίωνα που εκθειάζουν τις αρετές των αρχόντων. Άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα των γραπτών κειμένων που έχουν διασωθεί είναι η ποικιλία του ύφους που συναντά κανείς μέσα στο κείμενο, ποικιλία που μαρτυρά τη διαφορετική προέλευση κάθε ιστορίας και η οποία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από την αργκό του δρόμου ως την επιτηδευμένη λόγια γλώσσα.
Πέρα από το γλωσσικό ενδιαφέρον, η κατ' εξοχήν πρωτοτυπία του έργου είναι η δομή του. Οι "Χίλιες και μια Νύχτες" αρθρώνονται γύρω από μία βασική ιστορία-πλαίσιο, αυτή της Σαχραζάντ. Η Σαχραζάντ είναι κόρη του βεζίρη στην αυλή του βασιλιά Σαχριγιάρ. Όταν ο βασιλιάς ανακαλύπτει ότι εν τη απουσία του η γυναίκα του τον απατά με έναν μαύρο δούλο της αυλής του αποφασίζει να πάρει εκδίκηση. Κάθε βράδυ διαλέγει μία παρθένα την οποία σκοτώνει το ξημέρωμα αφού πρώτα την κάνει δική του. Η Σαχραζάντ αποφασίζει να δώσει τέλος σ' αυτό το έγκλημα. Ζητά από τον πατέρα της να της επιτρέψει να γίνει το επόμενο θύμα του Σαχριγιάρ και από την αδελφή της να την παρακαλέσει να διηγηθεί μία ιστορία μετά την τελετή του γάμου. Έτσι, η Σαχραζάντ ξεκινάει την αφήγηση των παραμυθιών της που κάθε φορά διακόπτεται όταν φτάνει το ξημέρωμα για να συνεχιστεί το επόμενο βράδυ, αναβάλλοντας έτσι το θάνατο της για ένα 24ωρο κάθε φορά. Εκμεταλλευόμενη την περιέργεια του βασιλιά καταφέρνει να σώσει τη ζωή της και αυτή των υπόλοιπων παρθένων της χώρας για χίλιες και μία νύχτες. Τη χιλιοστή δεύτερη μέρα, ο Σαχριγιάρ αποφασίζει να της χαρίσει τη ζωή για πάντα αφού εκείνη εν τω μεταξύ του έχει χαρίσει ένα γιο (ή τρεις κατά μία άλλη εκδοχή).
Στη διάρκεια των χρόνων και όσο το έργο εμπλουτίζεται με νέες προσθήκες, η ιστορία της Σαχραζάντ περνάει σε δεύτερο πλάνο αφού ουσιαστικά δεν αποτελεί παρά μόνο το πρόσχημα για τη διήγηση άλλων παραμυθιών. Η κεντρική λοιπόν ιστορία έχει ως μοναδικό στόχο να δώσει το έναυσμα για τη διήγηση νέων ιστοριών. Τα παραμύθια της Σαχραζάντ ενσωματώνονται στο κείμενο με διάφορους τρόπους - κλιμακωτά, συρταρωτά κ.ο.κ. - με αποτέλεσμα τη συνεχή δημιουργία νέων παραμυθιών-πλαίσιο που εμπεριέχουν άλλες επιμέρους ιστορίες που με τη σειρά τους δίνουν αφορμή για νέες αφηγήσεις. Για παράδειγμα, η ιστορία του καμπούρη όπου κεντρικός ήρωας είναι ο καμπούρης που πέθανε όταν η γυναίκα του ράφτη τον τάισε ψάρι και πνίγηκε καταπίνοντας ένα αγκάθι: στο πλαίσιο της ιστορίας του καμπούρη θα γεννηθούν πέντε νέες ιστορίες μία εκ των οποίων, η αφήγηση του κουρέα, θα δώσει αφορμή στη Σαχραζάντ να διηγηθεί έξι νέες ιστορίες, μία για κάθε έναν από τους έξι αδελφούς του κουρέα, επιτρέποντας της με αυτό τον έξυπνο τρόπο να παραμείνει ζωντανή για δώδεκα νύχτες συνολικά με αφορμή μία μόνο ιστορία.
Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Οι λόγοι για τους οποίους η Δύση αγνοούσε επί αιώνες, και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να αγνοεί, την αξία του έργου είναι πολλοί και θα πρέπει να αναζητηθούν στην πορεία που ακολούθησαν οι Χίλιες και μια Νύχτες για να φτάσουν στα χέρια μας, ή μάλλον στ' αυτιά μας, αφού μέχρι σήμερα μεταδίδονται κυρίως με τον προφορικό λόγο.
Παρά τις αναρίθμητες έρευνες, παραμένει ουσιαστικά άγνωστο το πότε, πού και από ποιόν γράφτηκαν οι Χίλιες και μια Νύχτες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα αραβικά χειρόγραφα που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα είναι ελλιπή και προέρχονται από διαφορετικές πηγές. Η πρώτη αναφορά στα παραμύθια της Σαχραζάντ (Shahrazad) βρέθηκε σε ένα παλιό αραβικό βιβλίο (Kitab al-Fihrist, O Κατάλογος) του 987, στο οποίο αναφέρεται κάποιο περσικό κείμενο με τίτλο "Χίλια Παραμύθια" (Hezar Efsane) και το οποίο αφηγείται την ιστορία της Σαχραζάντ (Shahrazad). Μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπισθεί κανένα ίχνος αυτού του κειμένου. Η πιθανότερη λοιπόν εκδοχή για την προέλευση του αραβικού έργου είναι ότι προέρχεται από την περσική λογοτεχνία αφού και τα ονόματα των ηρώων που αναφέρονται στις Χίλιες και μια Νύχτες είναι σαφώς περσικά και όχι αραβικά (το πρώτο συνθετικό των ονομάτων των βασικών ηρώων Σαχραζάντ, Σαχριγιάρ, Σαχζαμάν κ.λπ. - Shah- είναι περσικό και, όπως είναι γνωστό, σημαίνει βασιλιάς). Άλλωστε, ο Σαχριγιάρ εμφανίζεται στα περισσότερα κείμενα ως πρίγκηπας των Σασσανιδών, δυναστεία που βασίλεψε στην Περσία από τον τρίτο μέχρι τον έβδομο αιώνα μ.Χ..
Εντούτοις, υπάρχουν ενδείξεις που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η βάση για πολλές από τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στο περσικό κείμενο "Χίλια Παραμύθια" είναι η ινδική μυθολογία και ότι ο δανεισμός αυτός πραγματοποιήθηκε πολύ παλιά, ίσως τον 3ο αιώνα!. Πράγματι υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που στηρίζουν την εκδοχή της ινδικής προέλευσης του "Χίλιες και μια Νύχτες". Οι μεταμορφώσεις ανθρώπων σε ζώα, οι αναφορές στο ινδικό πάνθεον αλλά και η αφήγηση παραμυθιών ως μέσο αναβολής του επικείμενου θανάτου, που συναντάμε και σε άλλα ινδικά κείμενα, είναι κάποιες από αυτές. Έτσι, φαίνεται πως αυτοί οι μύθοι της ινδικής λογοτεχνίας ταξίδεψαν προφορικά μέχρι την Περσία όπου έγινε η πρώτη καταγραφή τους στο "Hezar Efsane". Επικρατεί μάλιστα η άποψη ότι όταν το πρωτογνώρισαν οι Άραβες, το "Hezar Efsane", σε αντίθεση με τον τίτλο του, δεν περιελάμβανε χίλια παραμύθια αλλά πολύ λιγότερα.
Οι λόγοι για τους οποίους η Δύση αγνοούσε επί αιώνες, και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να αγνοεί, την αξία του έργου είναι πολλοί και θα πρέπει να αναζητηθούν στην πορεία που ακολούθησαν οι Χίλιες και μια Νύχτες για να φτάσουν στα χέρια μας, ή μάλλον στ' αυτιά μας, αφού μέχρι σήμερα μεταδίδονται κυρίως με τον προφορικό λόγο.
Παρά τις αναρίθμητες έρευνες, παραμένει ουσιαστικά άγνωστο το πότε, πού και από ποιόν γράφτηκαν οι Χίλιες και μια Νύχτες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα αραβικά χειρόγραφα που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα είναι ελλιπή και προέρχονται από διαφορετικές πηγές. Η πρώτη αναφορά στα παραμύθια της Σαχραζάντ (Shahrazad) βρέθηκε σε ένα παλιό αραβικό βιβλίο (Kitab al-Fihrist, O Κατάλογος) του 987, στο οποίο αναφέρεται κάποιο περσικό κείμενο με τίτλο "Χίλια Παραμύθια" (Hezar Efsane) και το οποίο αφηγείται την ιστορία της Σαχραζάντ (Shahrazad). Μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπισθεί κανένα ίχνος αυτού του κειμένου. Η πιθανότερη λοιπόν εκδοχή για την προέλευση του αραβικού έργου είναι ότι προέρχεται από την περσική λογοτεχνία αφού και τα ονόματα των ηρώων που αναφέρονται στις Χίλιες και μια Νύχτες είναι σαφώς περσικά και όχι αραβικά (το πρώτο συνθετικό των ονομάτων των βασικών ηρώων Σαχραζάντ, Σαχριγιάρ, Σαχζαμάν κ.λπ. - Shah- είναι περσικό και, όπως είναι γνωστό, σημαίνει βασιλιάς). Άλλωστε, ο Σαχριγιάρ εμφανίζεται στα περισσότερα κείμενα ως πρίγκηπας των Σασσανιδών, δυναστεία που βασίλεψε στην Περσία από τον τρίτο μέχρι τον έβδομο αιώνα μ.Χ..
Εντούτοις, υπάρχουν ενδείξεις που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η βάση για πολλές από τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στο περσικό κείμενο "Χίλια Παραμύθια" είναι η ινδική μυθολογία και ότι ο δανεισμός αυτός πραγματοποιήθηκε πολύ παλιά, ίσως τον 3ο αιώνα!. Πράγματι υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που στηρίζουν την εκδοχή της ινδικής προέλευσης του "Χίλιες και μια Νύχτες". Οι μεταμορφώσεις ανθρώπων σε ζώα, οι αναφορές στο ινδικό πάνθεον αλλά και η αφήγηση παραμυθιών ως μέσο αναβολής του επικείμενου θανάτου, που συναντάμε και σε άλλα ινδικά κείμενα, είναι κάποιες από αυτές. Έτσι, φαίνεται πως αυτοί οι μύθοι της ινδικής λογοτεχνίας ταξίδεψαν προφορικά μέχρι την Περσία όπου έγινε η πρώτη καταγραφή τους στο "Hezar Efsane". Επικρατεί μάλιστα η άποψη ότι όταν το πρωτογνώρισαν οι Άραβες, το "Hezar Efsane", σε αντίθεση με τον τίτλο του, δεν περιελάμβανε χίλια παραμύθια αλλά πολύ λιγότερα.
Από την Περσία διαδόθηκαν πολύ σύντομα στον αραβικό κόσμο χάρη στους άραβες εμπόρους που τα μετέφεραν από στόμα σε στόμα στη διάρκεια των πολυήμερων και ανιαρών ταξιδιών τους. Σε αυτό το διάστημα πραγματοποιήθηκε και η πρώτη μεγάλη αραβοποίηση και ισλαμοποίηση των παραμυθιών από τους λαϊκούς παραμυθάδες (Meddah) του Ιράκ και της Συρίας. Χάριν της προσαρμογής του αρχικού υλικού στα αραβικά και μουσουλμανικά ήθη, πολλά από τα ονόματα των ηρώων αντικαταστάθηκαν με αραβικά, οι πόλεις όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες αντικαταστάθηκαν με αραβικές (Βαγδάτη, Δαμασκός, Κάιρο κ.λ.π.) και ενσωματώθηκαν αναφορές στον Προφήτη Μωάμεθ και σε άλλα γνωστά πρόσωπα του τότε αραβικού κόσμου (ποιητές, χαλίφηδες κ.λ.π.), ενώ στις αρχικές ιστορίες προστέθηκαν νέες που αφηγούνται στιγμιότυπα από συγκρούσεις μεταξύ Μουσουλμάνων (Αράβων ή Σελτζούκων) και Βυζαντινών ή Φράγκων. Κατά συνέπεια, οι Χίλιες και μια Νύχτες δεν είναι ένα συμπαγές κείμενο, αμιγές δημιούργημα της αραβικής σκέψης, αλλά ένα πολύχρωμο σύνολο από μύθους, θρύλους και ιστορίες της ινδικής, της περσικής, της αραβικής αλλά και της βυζαντινής και, κατ' επέκταση, της ελληνικής παράδοσης.
Στο επόμενο στάδιο, κάποιοι από τους άραβες αφηγητές αποφάσισαν να αποτυπώσουν τις Χίλιες και μια Νύχτες στο χαρτί, καταγράφοντας ο καθένας τη δική του εκδοχή. Στην αρχή, κατά τον ένατο και δέκατο αιώνα, την εποχή δηλαδή του χαλιφάτου των Αββασιδών, στις αρχικές Νύχτες προστέθηκαν νέες που διαδραματίζονται στη Βαγδάτη την εποχή του Χαρούν Αρ-ρασίντ (Harun Ar-rashid). Στις περισσότερες μάλιστα από αυτές, πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο χαλίφης Χαρούν Αρ-ρασίντ που μεταμφιεσμένος περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης με ή χωρίς το βεζίρη του Τζαφάρ (Ja' far) και συμμετέχει στην εξέλιξη του παραμυθιού. Στη συνέχεια, Αιγύπτιοι παραμυθάδες προσθέτουν τις δικές τους ιστορίες από το Κάιρο των Φατιμιδών (1000-1100). Σ' αυτήν ακριβώς την περίοδο απέκτησε το βιβλίο τον τίτλο με τον οποίο παραμένει γνωστό μέχρι σήμερα, "Χίλιες και μια Νύχτες" (Alf lailah wa lailah). Ο τίτλος "Χίλιες και μια Νύχτες" εντοπίστηκε για πρώτη φορά το δωδέκατο αιώνα στα αρχεία ενός εβραίου βιβλιοπώλη στο Κάιρο2. Την ίδια χρονική περίοδο προστέθηκαν οι περισσότερες φανταστικές ιστορίες με τζίνια και μαγικά φίλτρα που επέζησαν ως τις μέρες μας. Τέλος, στη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων (1200-1400) οι Χίλιες και μια Νύχτες πέρασαν από διάφορα στάδια για να αποκτήσουν τελικά μια πιο σταθερή μορφή. Τα παλαιότερα χειρόγραφα που διασώζονται καλύπτουν την περίοδο από το δέκατο τρίτο αιώνα, για τα αρχαιότερα, μέχρι το δέκατο όγδοο αιώνα, τα νεότερα, οπότε και θα τα γνωρίσουν για πρώτη φορά οι Ευρωπαίοι.
Στο επόμενο στάδιο, κάποιοι από τους άραβες αφηγητές αποφάσισαν να αποτυπώσουν τις Χίλιες και μια Νύχτες στο χαρτί, καταγράφοντας ο καθένας τη δική του εκδοχή. Στην αρχή, κατά τον ένατο και δέκατο αιώνα, την εποχή δηλαδή του χαλιφάτου των Αββασιδών, στις αρχικές Νύχτες προστέθηκαν νέες που διαδραματίζονται στη Βαγδάτη την εποχή του Χαρούν Αρ-ρασίντ (Harun Ar-rashid). Στις περισσότερες μάλιστα από αυτές, πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο χαλίφης Χαρούν Αρ-ρασίντ που μεταμφιεσμένος περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης με ή χωρίς το βεζίρη του Τζαφάρ (Ja' far) και συμμετέχει στην εξέλιξη του παραμυθιού. Στη συνέχεια, Αιγύπτιοι παραμυθάδες προσθέτουν τις δικές τους ιστορίες από το Κάιρο των Φατιμιδών (1000-1100). Σ' αυτήν ακριβώς την περίοδο απέκτησε το βιβλίο τον τίτλο με τον οποίο παραμένει γνωστό μέχρι σήμερα, "Χίλιες και μια Νύχτες" (Alf lailah wa lailah). Ο τίτλος "Χίλιες και μια Νύχτες" εντοπίστηκε για πρώτη φορά το δωδέκατο αιώνα στα αρχεία ενός εβραίου βιβλιοπώλη στο Κάιρο2. Την ίδια χρονική περίοδο προστέθηκαν οι περισσότερες φανταστικές ιστορίες με τζίνια και μαγικά φίλτρα που επέζησαν ως τις μέρες μας. Τέλος, στη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων (1200-1400) οι Χίλιες και μια Νύχτες πέρασαν από διάφορα στάδια για να αποκτήσουν τελικά μια πιο σταθερή μορφή. Τα παλαιότερα χειρόγραφα που διασώζονται καλύπτουν την περίοδο από το δέκατο τρίτο αιώνα, για τα αρχαιότερα, μέχρι το δέκατο όγδοο αιώνα, τα νεότερα, οπότε και θα τα γνωρίσουν για πρώτη φορά οι Ευρωπαίοι.
ΟΙ ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Οι Χίλιες και μια Νύχτες έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση στην Ευρώπη το 1704 με την πρώτη μετάφραση στη γαλλική γλώσσα του Antoine Galland που αποτέλεσε τη βάση για όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές εκδόσεις που ακολούθησαν. Το κείμενο στο οποίο βασίστηκε για τη μετάφραση του ο Galland ήταν ένα συριακό χειρόγραφο του 14ου-15ου αιώνα που ο ίδιος είχε ανακαλύψει στη διάρκεια της παραμονής του στη Μέση Ανατολή ως ακόλουθος του γάλλου πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Marquis de Nointel. Φυσικά, αυτή η πρώτη εκδοχή του έργου, ήταν εντελώς αλλοιωμένη σε σχέση με τα αντίστοιχα κείμενα που κυκλοφορούσαν την ίδια εποχή στο μουσουλμανικό χώρο και απόλυτα προσαρμοσμένη στα ευρωπαϊκά ήθη. Έτσι, αναφορές που θα σκανδάλιζαν το ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό (π.χ. ερωτικές συμπτύξεις, άκομψες συμπεριφορές κ.α.) είτε αποσιωπήθηκαν είτε διαμορφώθηκαν επί το "ιπποτικότερο". Επιπλέον, ο Galland πρόσθεσε στις υπάρχουσες ιστορίες και κάποιες που δεν περιλαμβάνονταν μέχρι τότε στις Χίλιες και Μια Νύχτες, όπως αυτές του Αλαντίν και του Αλί Μπαμπά, που κατά μία εκδοχή επινοήθηκαν από τον ίδιο, αλλά και αυτή του Σιντμπάντ, κεντρικού ήρωα ενός περσικού παραμυθιού που δεν αποτελούσε μέχρι τότε μέρος του "Χίλιες και μια Νύχτες", αλλοιώνοντας έτσι το συνολικό αριθμό των παραμυθιών. Η πρώτη αυτή ευρωπαϊκή έκδοση του αραβικού έργου γνώρισε τεράστια επιτυχία, με αποτέλεσμα να μεταφρασθεί τάχιστα σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και να συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία ενός ανατολίτικου ρεύματος που γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη επηρεάζοντας κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης.
Στη διάρκεια των επόμενων δύο αιώνων, με δεδομένο το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, οι ευρωπαϊκές εκδόσεις του έργου πολλαπλασιάσθηκαν και συγχρόνως εμπλουτίσθηκαν. Σ' αυτό συνετέλεσε και η ανακάλυψη νέων εκδοχών του έργου λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστων. Από αυτές τις νέες εκδοχές διασώζονται τέσσερις:
1. Το πρώτο κείμενο της Καλκούτας Ι (1814-1818)
2. Το κείμενο του Μπρέσλαου (1824-1843)
3. Το κείμενο του Μπουλάκ (1835) και
4. Το δεύτερο κείμενο της Καλκούτας (1839-1842)
Τα παραπάνω κείμενα διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους τόσο ως προς την προέλευση τους όσο και ως προς τη λογοτεχνική τους αξία. Ειδικότερα, η αυθεντικότητα του κειμένου του Μπρέσλαου αμφισβητείται έντονα από τους σύγχρονους μελετητές ενώ το κείμενο του Μπουλάκ θεωρείται το εγκυρότερο. Πάντως, όλα τα παραπάνω έργα αποτέλεσαν τη βάση για πολλές νέες εκδόσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, η μετάφραση του Μπόρτον (1885) αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή εκδοχή του αραβικού έργου αφού ο ιδιόρρυθμος αυτός εξερευνητής, γλωσσολόγος και λόγιος βρετανός ευγενής αποφάσισε να μην παραλείψει ούτε εκείνες τις αναφορές που έρχονταν σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά ήθη της εποχής, ενώ ταυτόχρονα συμπεριέλαβε στη μετάφραση του τους στίχους και τα τραγούδια που αποτελούσαν ανέκαθεν μέρος των περισσότερων αραβικών εκδοχών.
Οι Χίλιες και μια Νύχτες έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση στην Ευρώπη το 1704 με την πρώτη μετάφραση στη γαλλική γλώσσα του Antoine Galland που αποτέλεσε τη βάση για όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές εκδόσεις που ακολούθησαν. Το κείμενο στο οποίο βασίστηκε για τη μετάφραση του ο Galland ήταν ένα συριακό χειρόγραφο του 14ου-15ου αιώνα που ο ίδιος είχε ανακαλύψει στη διάρκεια της παραμονής του στη Μέση Ανατολή ως ακόλουθος του γάλλου πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Marquis de Nointel. Φυσικά, αυτή η πρώτη εκδοχή του έργου, ήταν εντελώς αλλοιωμένη σε σχέση με τα αντίστοιχα κείμενα που κυκλοφορούσαν την ίδια εποχή στο μουσουλμανικό χώρο και απόλυτα προσαρμοσμένη στα ευρωπαϊκά ήθη. Έτσι, αναφορές που θα σκανδάλιζαν το ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό (π.χ. ερωτικές συμπτύξεις, άκομψες συμπεριφορές κ.α.) είτε αποσιωπήθηκαν είτε διαμορφώθηκαν επί το "ιπποτικότερο". Επιπλέον, ο Galland πρόσθεσε στις υπάρχουσες ιστορίες και κάποιες που δεν περιλαμβάνονταν μέχρι τότε στις Χίλιες και Μια Νύχτες, όπως αυτές του Αλαντίν και του Αλί Μπαμπά, που κατά μία εκδοχή επινοήθηκαν από τον ίδιο, αλλά και αυτή του Σιντμπάντ, κεντρικού ήρωα ενός περσικού παραμυθιού που δεν αποτελούσε μέχρι τότε μέρος του "Χίλιες και μια Νύχτες", αλλοιώνοντας έτσι το συνολικό αριθμό των παραμυθιών. Η πρώτη αυτή ευρωπαϊκή έκδοση του αραβικού έργου γνώρισε τεράστια επιτυχία, με αποτέλεσμα να μεταφρασθεί τάχιστα σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και να συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία ενός ανατολίτικου ρεύματος που γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη επηρεάζοντας κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης.
Στη διάρκεια των επόμενων δύο αιώνων, με δεδομένο το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, οι ευρωπαϊκές εκδόσεις του έργου πολλαπλασιάσθηκαν και συγχρόνως εμπλουτίσθηκαν. Σ' αυτό συνετέλεσε και η ανακάλυψη νέων εκδοχών του έργου λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστων. Από αυτές τις νέες εκδοχές διασώζονται τέσσερις:
1. Το πρώτο κείμενο της Καλκούτας Ι (1814-1818)
2. Το κείμενο του Μπρέσλαου (1824-1843)
3. Το κείμενο του Μπουλάκ (1835) και
4. Το δεύτερο κείμενο της Καλκούτας (1839-1842)
Τα παραπάνω κείμενα διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους τόσο ως προς την προέλευση τους όσο και ως προς τη λογοτεχνική τους αξία. Ειδικότερα, η αυθεντικότητα του κειμένου του Μπρέσλαου αμφισβητείται έντονα από τους σύγχρονους μελετητές ενώ το κείμενο του Μπουλάκ θεωρείται το εγκυρότερο. Πάντως, όλα τα παραπάνω έργα αποτέλεσαν τη βάση για πολλές νέες εκδόσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, η μετάφραση του Μπόρτον (1885) αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή εκδοχή του αραβικού έργου αφού ο ιδιόρρυθμος αυτός εξερευνητής, γλωσσολόγος και λόγιος βρετανός ευγενής αποφάσισε να μην παραλείψει ούτε εκείνες τις αναφορές που έρχονταν σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά ήθη της εποχής, ενώ ταυτόχρονα συμπεριέλαβε στη μετάφραση του τους στίχους και τα τραγούδια που αποτελούσαν ανέκαθεν μέρος των περισσότερων αραβικών εκδοχών.