Η ιστορία του έχει όλα τα συστατικά ταινίας, με τον ίδιο να λατρεύεται από τις γυναίκες σαν κινηματογραφικό είδωλο.Ένα παιδί διαλυμένης οικογένειας.Ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει την οικογένεια για να φύγει στη Βραζιλία και ο ίδιος είχε περάσει άσχημα παιδικά χρόνια, καθώς η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και ο πατριός του τον κακοποιούσε.
Την παραμονή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ο Βενάρδος ντυμένος παπάς και έχοντας μια καραμπίνα κρυμμένη κάτω από το ράσο του, πραγματοποίησε την πρώτη ένοπλη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα, παίρνοντας σαν λεία ένα υπέρογκο για την εποχή ποσό.
Στις 16 Νοεμβρίου του 1973, μια μέρα πριν από την κορύφωση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ο Θεόδωρος Βενάρδος πραγματοποίησε την πρώτη ένοπλη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα, μεταμφιεσμένος σε καθολικό ιερέα. Θα καταφέρει να αποσπάσει το ποσό των 2.375.000 δραχμών, όμως θα πέσει στα χέρια της Αστυνομίας μόλις δυο μήνες μετά, στις 22 Γενάρη του 1974. Η σύλληψή του θα γίνει έξω από ένα οπλοπωλείο της οδού Αριστείδου, από το οποίο μόλις είχε αγοράσει ένα κυνηγετικό όπλο. Μαζί του θα συλληφθεί και η Μπελίντα, η τρανσέξουαλ ερωμένη του, που μετά από εννιά ημέρες «φιλοξενίας» στη Γενική Ασφάλεια αφήνεται τελικά ελεύθερη, καθώς «αποδείχθηκε ότι όχι μόνο δεν γνώριζε απολύτως τίποτα για την εγκληματική δραστηριότητα του Βενάρδου, αλλά ούτε καν υποψιαζόταν το παραμικρό».O Θεόδωρος Βενάρδος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σίγουρα όχι άγνωστος στους παραβατικούς κύκλους της εποχής, η Αστυνομία έφτασε στα ίχνη του κομψευόμενου νέου, καθώς το ενδιαφέρον της προσέλκυσε ο πολυτελής βίος που διήγαγε, τις μέρες αμέσως μετά τη ληστεία. Μέσα σε αυτό το σύντομο διάστημα, θα καταλύσει σε πολυτελή ξενοδοχεία στο Σεν Μόριτς, στη Ζυρίχη, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη και το Μιλάνο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, θα ξοδέψει υπέρογκα ποσά σε νυχτερινά κέντρα, καζίνο και ιππόδρομο.
Ο καταζητούμενος ληστής μπήκε στην τράπεζα σαν τζέντλεμαν κρατώντας ένα μεγάλο μπουκέτο με λουλούδια. Η εμφάνισή του ήταν τόσο εντυπωσιακή που κανένας δεν κατάλαβε ότι κάτω από την ανθοδέσμη ήταν κρυμμένο ένα όπλο. Ο Βενάρδος κατάφερε για ακόμα μια φορά να κάνει μια μεγάλη ληστεία σχεδόν ανενόχλητος. Φεύγοντας από την τράπεζα δώρισε τα λουλούδια στους υπαλλήλους, αφήνοντάς τους άφωνους.
Η πρώτη απόδραση
Θα οδηγηθεί στις φυλακές Κορυδαλλού. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα φυλακιστεί, αφού κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, περίπου έναν χρόνο νωρίτερα, είχε κατηγορηθεί για την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης του στρατοπέδου, όμως αποφυλακίστηκε από τις στρατιωτικές φυλακές για λόγους υγείας. Στον Κορυδαλλό, την πρώτη φορά, δεν θα καθίσει παρά μόνο για τρεις μήνες, μέχρι τον Απρίλιο του 1974. Θα βρει την ευκαιρία να αποδράσει την ώρα του προαυλισμού, όταν οι κρατούμενοι παίζουν ποδόσφαιρο. Η μπάλα θα φύγει έξω από τα τείχη και ο φρουρός, όπως συνηθίζονταν, θα κάνει την εξυπηρέτηση στους δέσμιους του και θα απομακρυνθεί για οκτώ δευτερόλεπτα από τη σκοπιά του, προκειμένου να τους την επιστρέψει. Ο χρόνος αυτός αποδείχτηκε επαρκής, για να μειωθεί ο πληθυσμός των φυλακών Κορυδαλλού κατά έναν υπόδικο. Ήταν εξάλλου εποχές που για να αποδράσει κανείς αρκούσε η αποφασιστικότητα και μια σχετικά καλή φυσική κατάσταση. Ελικόπτερα, πυροβολισμοί, ομηρίες δεσμοφυλάκων και τοποθετήσεις εκρηκτικών ήρθαν αργότερα, όταν η βιομηχανία του σωφρονισμού επένδυσε στα ατελείωτα χιλιόμετρα συρματοπλέγματος, στις κάμερες, τα φωτοκύτταρα, τους πανύψηλους τοίχους και τα ημιαυτόματα όπλα.
Θα οδηγηθεί στις φυλακές Κορυδαλλού. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα φυλακιστεί, αφού κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, περίπου έναν χρόνο νωρίτερα, είχε κατηγορηθεί για την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης του στρατοπέδου, όμως αποφυλακίστηκε από τις στρατιωτικές φυλακές για λόγους υγείας. Στον Κορυδαλλό, την πρώτη φορά, δεν θα καθίσει παρά μόνο για τρεις μήνες, μέχρι τον Απρίλιο του 1974. Θα βρει την ευκαιρία να αποδράσει την ώρα του προαυλισμού, όταν οι κρατούμενοι παίζουν ποδόσφαιρο. Η μπάλα θα φύγει έξω από τα τείχη και ο φρουρός, όπως συνηθίζονταν, θα κάνει την εξυπηρέτηση στους δέσμιους του και θα απομακρυνθεί για οκτώ δευτερόλεπτα από τη σκοπιά του, προκειμένου να τους την επιστρέψει. Ο χρόνος αυτός αποδείχτηκε επαρκής, για να μειωθεί ο πληθυσμός των φυλακών Κορυδαλλού κατά έναν υπόδικο. Ήταν εξάλλου εποχές που για να αποδράσει κανείς αρκούσε η αποφασιστικότητα και μια σχετικά καλή φυσική κατάσταση. Ελικόπτερα, πυροβολισμοί, ομηρίες δεσμοφυλάκων και τοποθετήσεις εκρηκτικών ήρθαν αργότερα, όταν η βιομηχανία του σωφρονισμού επένδυσε στα ατελείωτα χιλιόμετρα συρματοπλέγματος, στις κάμερες, τα φωτοκύτταρα, τους πανύψηλους τοίχους και τα ημιαυτόματα όπλα.
Όσο η αστυνομία εκνευριζόταν από τις πράξεις του Βενάρδου, τόσο περισσότερο οι γυναίκες γοητεύονταν. Έτσι όταν ο ληστής τελικά συνελήφθη στο εξωτερικό, επέστρεψε στην Ελλάδα αεροπορικώς. «Είδατε τον ληστή;» ρώτησαν οι δημοσιογράφοι τις αεροσυνοδούς και αυτές απάντησαν «ήταν κούκλος, ευγενικός, ομορφάντρας». Όταν οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή, γυναίκες κάθε ηλικίας του έστελναν καθημερινά ερωτικές επιστολές, φωτογραφίες και λουλούδια.
Έναν μήνα αργότερα, στις 17 Μαΐου του 1974 και ενώ η Αστυνομία δεν έχει εντοπίσει τα ίχνη του, θα ληστέψει την Εθνική Τράπεζα στο Παγκράτι, κρατώντας ένα μπουκέτο με δέκα κόκκινες γλαδιόλες, μέσα στο οποίο είχε κρυμμένη μια κοντόκανη καραμπίνα. Θα σηκώσει 550.000 δραχμές και θα κερδίσει τον χαρακτηρισμό που θα τον συνοδεύει μέχρι σήμερα: «Ο Ληστής με τις Γλαδιόλες». Η γοητευτική πλευρά της περιπέτειας, για άλλη μια φορά, δεν θα κρατήσει παρά μονάχα για δυο μήνες, αφού θα συλληφθεί εκ νέου -μετά από την αποτυχημένη απόπειρα του να διαφύγει στην Αμερική- στις 13 Ιουλίου του ίδιου έτους. Η δίκη του θα ξεκινήσει τον Ιούλιο του 1975, στην οποία θα καταδικαστεί σε 21 χρόνια κάθειρξης. Ο ίδιος στην απολογία του θα επικαλεστεί πολιτικά κίνητρα για τις πράξεις του και θα ισχυριστεί ότι μέρος της λείας του την προσέφερε για την αγορά όπλων, μπαρούτης, χειροβομβίδων, ασυρμάτων και ραδιοπομπών, στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού αγώνα. Οι ισχυρισμοί του φυσικά δεν έγιναν δεκτοί από το δικαστήριο. Αντιθέτως, του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του μειωμένου καταλογισμού, όπως πρότεινε ο νευροψυχίατρος που τον παρακολουθούσε: Το πόρισμά του στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος μεγάλωσε σε μη ενδεδειγμένο οικογενειακό περιβάλλον, καθώς γνώρισε δυο μητέρες και τρεις πατεράδες. Επίσης, στο γεγονός ότι ήταν αποτυχημένος στον αισθηματικό τομέα, αφού είχε χωρίσει με τη σύζυγό του.
«Ο Θόδωρος δεν γελούσε ποτέ. Πικραμένο παιδί αλλά ευγενικό και υπάκουο. Εγκαταλελειμμένο από πατέρα και στις αρχές κυνηγημένο από τον πατριό» θα δηλώσει η μητέρα του σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» στις 14-15 Ιουλίου 1984.
Ο Θεόδωρος Βενάρδος θα περάσει τα επόμενα δέκα χρόνια της ζωής του ανάμεσα σε απομονώσεις, μεταγωγές σε όλα τα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας, 70 σχεδόν απόπειρες αυτοκτονίας και πέντε αιτήσεις για αποφυλάκιση λόγω ανηκέστου βλάβης, που όλες απορρίπτονται. Αρκετές απόπειρες απόδρασης, μία εκ των οποίων καταλήγει στον τραυματισμό του: τα ξημερώματα της 25 Νοεμβρίου του 1982, ενώ νοσηλεύεται στο Τζάνειο, αφαιρεί ένα σίδερο από το τραπέζι του θαλάμου, σπάει την πόρτα και επιτίθεται στους αστυνομικούς φρουρούς, προκειμένου να αποδράσει. Η πρώτη σφαίρα του χωροφύλακα που επιχειρεί να αποτρέψει την απόδραση τον βρίσκει στον γλουτό και η δεύτερη στην κοιλιά. Μια ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια.
Ενας περίεργος θάνατος
Στις 10 Ιουλίου 1984, βρίσκεται κρεμασμένος στο κελί του. Η οικογένειά του καταγγέλλει «εξώθηση σε αυτοκτονία» και ζητάει νεκροψία. Η ιατροδικαστική έκθεση, όμως, καταλήγει: «Ως συνάγεται εκ των ευρημάτων της ενεργηθείσης νεκροψίας και νεκροτομίας, ο θάνατος του εξετασθέντος ατόμου επήλθε συνεπεία απαγχονισμού». Ο θάνατος του Βενάρδου, στο ίδιο μοτίβο με τη ζωή του, συνοδεύεται από μια σειρά ερωτηματικών. Η προσωπικότητά του έχει σίγουρα μια γοητεία κρυμμένη πίσω από τις αντιφάσεις, όπως αυτές παρουσιάζονται στον Τύπο της εποχής. Καθόλου ξεκάθαρο δεν είναι σε όποιον καταδύεται στα αρχεία και τα ρεπορτάζ της εποχής για το αν έχουμε τελικά να κάνουμε με έναν αγωνιστή, με έναν εκκεντρικό παραβατικό ή με κάποιον που το όνειρο μιας μεγάλης ζωής μετατράπηκε σε έναν εφιάλτη από τον οποίον ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει. Καθόλου ξεκάθαρο δεν είναι αν τελικά αυτοκτόνησε, αν εξωθήθηκε στην αυτοκτονία ή αν δολοφονήθηκε.
Ενας περίεργος θάνατος
Στις 10 Ιουλίου 1984, βρίσκεται κρεμασμένος στο κελί του. Η οικογένειά του καταγγέλλει «εξώθηση σε αυτοκτονία» και ζητάει νεκροψία. Η ιατροδικαστική έκθεση, όμως, καταλήγει: «Ως συνάγεται εκ των ευρημάτων της ενεργηθείσης νεκροψίας και νεκροτομίας, ο θάνατος του εξετασθέντος ατόμου επήλθε συνεπεία απαγχονισμού». Ο θάνατος του Βενάρδου, στο ίδιο μοτίβο με τη ζωή του, συνοδεύεται από μια σειρά ερωτηματικών. Η προσωπικότητά του έχει σίγουρα μια γοητεία κρυμμένη πίσω από τις αντιφάσεις, όπως αυτές παρουσιάζονται στον Τύπο της εποχής. Καθόλου ξεκάθαρο δεν είναι σε όποιον καταδύεται στα αρχεία και τα ρεπορτάζ της εποχής για το αν έχουμε τελικά να κάνουμε με έναν αγωνιστή, με έναν εκκεντρικό παραβατικό ή με κάποιον που το όνειρο μιας μεγάλης ζωής μετατράπηκε σε έναν εφιάλτη από τον οποίον ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει. Καθόλου ξεκάθαρο δεν είναι αν τελικά αυτοκτόνησε, αν εξωθήθηκε στην αυτοκτονία ή αν δολοφονήθηκε.
Στην Αθήνα γίνεται πασίγνωστος ως ένας ωραίος και γοητευτικός άνδρας που κυκλοφορεί με τις τσέπες του πάντα γεμάτες λεφτά και συνοδεύεται φυσικά και από πολύ ωραίες γυναίκες. Μέσα σε λίγο καιρό ερωμένη του γίνεται η Μπελίντα μία όμορφη γυναίκα που όμως στην πραγματικότητα ήταν άνδρας! Η Μπελίντα ήταν από τους πρώτους άνδρες της εποχής που είχε κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου.
Το 1981, ο σκηνοθέτης, ζωγράφος, σεναριογράφος και παραγωγός κινηματογράφου Γιάννης Φαφούτης (1939 - 2006) παρουσίασε την πρώτη του ταινία «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια» στην οποία και πρωταγωνίστησε ο πρωτοεμφανιζόμενος κινηματογραφικά, 25χρονος τότε, Γιώργος Κιμούλης.Η ταινία εμπνέεται από την πραγματική ιστορία του Θόδωρου Βενάρδου
Λόγω της περιπέτειας του Βενάρδου στις φυλακές την εποχή εκείνη ήρθαν στο φως της δημοσιότητας και οι άθλιες συνθήκες κράτησης στις φυλακές. Χαρακτηριστική η επιστολή του , γραμμένη στις 28 Αυγούστου 1974: «Σας γνωρίζο ότι σήμαιρον την πρώτη μ.μ. (1) μην μπορόντας άλλο να ανθέξω την απομώνοσην που είμαι 62 μέρες εδώ και (17)δέκα εφτά στην Γενική Ασφάλεια Αθ. έλαβον την απόφασιν όσο σκληρή κι αν είναι και έφαγα διάφορα άσχετα προς βρόσην αντηκίμενα δηλαδή γυαλιά πρόκες βίδες και διάφορα άλλα αιχμηρά αντικείμενα. Μετά τιμής, Θεόδωρος Βενάρδος» (από το περιοδικό «AfterCrime», τεύχος 1, Φεβρουάριος 2000).
Επιστολή που υπογράφει με το αίμα του δύο χρόνια πριν την αυτοκτονία
Κορυδαλλός 6-4-1982 Αγάπη μου, Αννούλα μου γλυκιά Είχα ατονίση δεν είχα δύναμη να σου γράψω έστω δύο λόγια, αλλά ξυπνώντας στις 4 σήμερα το πρωί και σκαλίζοντας το ραδιό μου πιάνω αναπάντεχα τα τραγούδια μας στα Εφ Εμ και ανάμεσα στα δάκρυα μου αναμνήσεις δικές μου ξετυλίγονται. Σε παρακαλώ και πάλι να κάνεις το ταχύτερο δυνατόν τα δέοντα να βρεθώ κοντά σου, στην αγκαλιά σου, μακρυά από φυλακές, χωροφύλακες κλπ... γιατί έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Εσύ και η αγάπη μας με κρατά από εξτρεμιστικές ενέργειες και αποφάσεις. Και αν παρελπίδα αισθάνεσαι και εσύ κάτι για μένα και δεν υποκρίνεσει γιατί έλυσες το πρόβλημα και καθάρισες το στάρι από την βρώμα (ΟΧΙ ΒΡΩΜΗ) και δεν μου έρχεσει εδώ για φιλανθρωπικούς σκοπούς να δης το ιδρυματιζόμενο παιδάκι σαν κάποια άλλη...! Και τελικά αν με ξεχώρισες από την σέσουλα σαν Θόδωρο και όχι σαν Βενάρδο. «Δώστα όλα τώρα αφού έχουμε μπει στην τελική ευθεία για να κερδίσουμαι». Αυτά τα εντός εισαγωγικών τα λένε στις κούρσες στον ιππόδρομο (Και ο τολμών νικά). Αλλιώς θα πω ή ταν ή επί τας(Σπαρτιάτες). Χαιρετισμούς στην Χριστίνα μας και φιλιά στα παιδιά. Αυτό είναι το τελευταίο γράμμα μου. (σ.σ. υπογράμμιση με αίμα) λυπούμε αλλά αρκετά περίμενα άσκοπα υποκρινόμενος τον μαλάκα. Σε φιλώ παντού τόσες φορές όσες και τ' αστέρια που έχουν οι γαλαξίες που μας περιβάλλουν. Για σένα έκλαψα, πόνεσα, πέθανα (σ.σ. υπογράμμιση με αίμα)για λίγο και όλα αυτά γιατί με εσένα γνώρισα και κατάλαβα την πραγματική αγνή αγάπη που δεν βρίσκεται όπως φένεται εύκολα έστω και αν έχεις σχέσεις με το έτερον ήμισυ. Πστεύοντας ότι θα καταλάβης το νόημα τις παρούσης επιστολής μου και επειδή είμαι ΤΑΥΡΟΣ. Σε φιλώ για πάντα με απέραντη αγάπη ο Θόδωρος Βενάρδος σου.
Επιστολή που υπογράφει με το αίμα του δύο χρόνια πριν την αυτοκτονία
Κορυδαλλός 6-4-1982 Αγάπη μου, Αννούλα μου γλυκιά Είχα ατονίση δεν είχα δύναμη να σου γράψω έστω δύο λόγια, αλλά ξυπνώντας στις 4 σήμερα το πρωί και σκαλίζοντας το ραδιό μου πιάνω αναπάντεχα τα τραγούδια μας στα Εφ Εμ και ανάμεσα στα δάκρυα μου αναμνήσεις δικές μου ξετυλίγονται. Σε παρακαλώ και πάλι να κάνεις το ταχύτερο δυνατόν τα δέοντα να βρεθώ κοντά σου, στην αγκαλιά σου, μακρυά από φυλακές, χωροφύλακες κλπ... γιατί έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Εσύ και η αγάπη μας με κρατά από εξτρεμιστικές ενέργειες και αποφάσεις. Και αν παρελπίδα αισθάνεσαι και εσύ κάτι για μένα και δεν υποκρίνεσει γιατί έλυσες το πρόβλημα και καθάρισες το στάρι από την βρώμα (ΟΧΙ ΒΡΩΜΗ) και δεν μου έρχεσει εδώ για φιλανθρωπικούς σκοπούς να δης το ιδρυματιζόμενο παιδάκι σαν κάποια άλλη...! Και τελικά αν με ξεχώρισες από την σέσουλα σαν Θόδωρο και όχι σαν Βενάρδο. «Δώστα όλα τώρα αφού έχουμε μπει στην τελική ευθεία για να κερδίσουμαι». Αυτά τα εντός εισαγωγικών τα λένε στις κούρσες στον ιππόδρομο (Και ο τολμών νικά). Αλλιώς θα πω ή ταν ή επί τας(Σπαρτιάτες). Χαιρετισμούς στην Χριστίνα μας και φιλιά στα παιδιά. Αυτό είναι το τελευταίο γράμμα μου. (σ.σ. υπογράμμιση με αίμα) λυπούμε αλλά αρκετά περίμενα άσκοπα υποκρινόμενος τον μαλάκα. Σε φιλώ παντού τόσες φορές όσες και τ' αστέρια που έχουν οι γαλαξίες που μας περιβάλλουν. Για σένα έκλαψα, πόνεσα, πέθανα (σ.σ. υπογράμμιση με αίμα)για λίγο και όλα αυτά γιατί με εσένα γνώρισα και κατάλαβα την πραγματική αγνή αγάπη που δεν βρίσκεται όπως φένεται εύκολα έστω και αν έχεις σχέσεις με το έτερον ήμισυ. Πστεύοντας ότι θα καταλάβης το νόημα τις παρούσης επιστολής μου και επειδή είμαι ΤΑΥΡΟΣ. Σε φιλώ για πάντα με απέραντη αγάπη ο Θόδωρος Βενάρδος σου.