Οι όπερες αντλούν τα θέματά τους από διάφορες πηγές: μυθολογία, ιστορία, παραμύθια, θρύλους, λογοτεχνικά έργα κ.ά. Αρκεί η ιστορία να εμπνεύσει το συνθέτη. Δεν υπάρχει πολιτισμός που να μην έχει όμορφες ιστορίες για το καλό και το κακό, την αγάπη και το μίσος, τη ζωή και το θάνατο. Η μουσική έρχεται να περιγράψει, να ερμηνεύσει να ορίσει όλες αυτές τις ανθρώπινες καταστάσει: ηδονές που καταπνίγουν τους πρωταγωνιστές, σπαρακτικές λεπτομέρειες που ακουμπούν πάνω σε αληθινές ζωές, μελωδίες μοναδικής δύναμης, ασφυκτικά κοινωνικά πλαίσια και στιγματισμός.
Όπερα, λέξη που στα ιταλικά σημαίνει έργο, είναι ένα είδος σκηνικής τέχνης όπου ένα θεατρικό κείμενο αποδίδεται από τους καλλιτέχνες τραγουδιστά, με συνοδεία ορχήστρας. Αντλεί την ξεχωριστή της γοητεία από την ένωση μουσικής και λόγου στο πλαίσιο ενός σκηνικού θεάματος. Η όπερα είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας μιας παρέας μορφωμένων ανθρώπων στα τέλη του 16ου αιώνα να αναβιώσουν την αρχαία ελληνική τραγωδία. Η παρέα αυτή ονομάστηκε Φλωρεντινή Καμεράτα ή Καμεράτα του Μπάρντι, από το όνομα του ευγενή που οργάνωνε τις συναντήσεις στο αρχοντικό του. Κυρίαρχη μορφή της ομάδας αυτής ήταν ο Βιντσέντζο Γκαλιλέι, φημισμένος συνθέτης και πατέρας του μεγάλου αστρονόμου. Η παλαιότερη από τις όπερες του Μοντεβέρντι που σώζεται, παρουσιάστηκε στη Μάντοβα το 1607 και δεν ήταν άλλη από τον περίφημο Ορφέα, έργο που εξακολουθεί να παρουσιάζεται μέχρι σήμερα. Μέσα σε λίγες δεκαετίες η όπερα έγινε μόδα και η ξακουστή πόλη της Βενετίας στα μέσα του 17ου αιώνα είχε αποκτήσει τριάντα λυρικά θέατρα.
Από τον Τζουζέπε Βέρντι στον Αμαντέους Μότσαρτ και από τον Τζάκομο Πουτσίνι στον
Ζωρζ Μπιζέ,σας παρουσιάζουμε τα πιο ονειρικά και διαχρονικά οπερατικά ακούσματα
Ζωρζ Μπιζέ,σας παρουσιάζουμε τα πιο ονειρικά και διαχρονικά οπερατικά ακούσματα
Βιντσέντο Μπελλίνι, Νόρμα-Σκάλα του Μιλάνου, 1831.
Η Νόρμα είναι μελόδραμα σε δύο πράξεις του Βιντσέντζο Μπελίνι. Το λιμπρέτο του Φελίτσε Ρομάνι είναι βασισμένο στην τραγωδία Norma, ossia L'infanticidio του Γάλλου Αλεξάντρ Σουμέ. Ο Ρομάνι είχε τροποποιήσει σημαντικά την τραγωδία του Σουμέ, όπου η Νόρμα σκότωνε τα παιδιά της σαν άλλη Μήδεια, και μάλιστα σε διάρκεια «σκηνής τρέλας». Απεναντίας, εμπλούτισε τον πρωταγωνιστικό γυναικείο χαρακτήρα με τον άσβεστο έρωτα για τον Πολλιόνε και τη βαθιά αγάπη για τα παιδιά τους. Η Νόρμα του Μπελλίνι είναι πρωθιέρεια και μητέρα, εγκαταλειμμένη ερωμένη και εκδικητική αντίπαλος. Το τέλος της φαντάζει αναπόφευκτο, καρπός ενδόμυχων συναισθηματικών συγκρούσεων που οφείλονται στο ασυμβίβαστο των όρκων, του καθήκοντος και του απελπισμένου έρωτά της. Ο θάνατός της συνιστά λιγότερο αυτοτιμωρία και περισσότερο καθαρτήρια λύση συγκρούσεων, που, διαφορετικά, θα έμεναν άλυτες. Το φινάλε αποτελεί μία από τις συγκλονιστικότερες οπερατικές σκηνές, δομημένη γύρω από έξοχη μελωδία.
Υπόθεση
Στη Γαλατία, κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής, στο ιερό δάσος των Δρυίδων συναντιούνται Γαλάτες στρατιώτες και Δρυίδες, υπό τον αρχηγό τους Οροβέζο. Αναμένουν την ιέρεια Νόρμα, κόρη του Οροβέζο, η οποία μέλλει να δώσει το σύνθημα της επίθεσης ενάντια στους Ρωμαίους. Εμφανίζεται ο ρωμαίος ανθύπατος Πολλιόνε με τον έμπιστό του Φλάβιο. Ο έρωτας του Πολλιόνε για τη Νόρμα ανήκει στο παρελθόν. Ενδιαφέρεται πλέον για τη νεαρή ιέρεια Ανταλτζίζα, την οποία σκοπεύει να παντρευτεί επιστρέφοντας στη Ρώμη. Η Νόρμα προετοιμάζει το λαό της για επίθεση, αλλά ενδόμυχα σκέφτεται κυρίως τον έρωτά της. Κοντά στα παιδιά της, μυστικό καρπό του ένοχου έρωτα με τον Πολλιόνε, αναλογίζεται το μέλλον, γνωρίζοντας την ανάκληση του ανθύπατου στην Ιταλία. Καταφτάνει η Ανταλτζίζα, που εξομολογείται στη Νόρμα το δικό της παράνομο έρωτα. Μόλις αποκαλύπτεται ότι αγαπούν τον ίδιο άνδρα, η αρχική στοργή της Νόρμας μετατρέπεται σε απειλή προς τον προδότη. Διερωτάται μήπως οφείλει να θανατώσει τα παιδιά της, αντί να επιτρέψει να συρθούν ως σκλάβοι στη Ρώμη. Τελικά, όμως, τα εμπιστεύεται στην Ανταλτζίζα, η οποία της εκφράζει αφοσίωση. Οι Γαλάτες ανυπομονούν για την αναχώρηση του Πολλιόνε. Η Νόρμα καλεί το λαό της ώστε να μιλήσει για τον επερχόμενο πόλεμο. Απομένει μία θυσία προς το θεό τους. Τότε ο Πολλιόνε οδηγείται αιχμάλωτος ενώπιον όλων, καθώς παραβίασε τα διαμερίσματα των παρθένων. Η Νόρμα τον ανακρίνει. Εκείνος αρνείται να απαρνηθεί την Ανταλντζίζα. Η Νόρμα ζητά να ετοιμάσουν την πυρά για τη θυσία. Αντί όμως να οδηγήσει εκεί την Ανταλντζίζα, αποκαλύπτει το δικό της έγκλημα και ετοιμάζεται να πεθάνει μαζί με τον Πολλιόνε. Η μεγαλοσύνη της αναζωπυρώνει τα αισθήματά του και οι ειλικρινείς παρακλήσεις της υποχρεώνουν τον Οροβέζο να ξεπεράσει την ντροπή που νιώθει και να αναλάβει τα παιδιά της. Η Νόρμα καταλήγει μαζί με τον Πολλιόνε στην πυρά.
Η Νόρμα είναι μελόδραμα σε δύο πράξεις του Βιντσέντζο Μπελίνι. Το λιμπρέτο του Φελίτσε Ρομάνι είναι βασισμένο στην τραγωδία Norma, ossia L'infanticidio του Γάλλου Αλεξάντρ Σουμέ. Ο Ρομάνι είχε τροποποιήσει σημαντικά την τραγωδία του Σουμέ, όπου η Νόρμα σκότωνε τα παιδιά της σαν άλλη Μήδεια, και μάλιστα σε διάρκεια «σκηνής τρέλας». Απεναντίας, εμπλούτισε τον πρωταγωνιστικό γυναικείο χαρακτήρα με τον άσβεστο έρωτα για τον Πολλιόνε και τη βαθιά αγάπη για τα παιδιά τους. Η Νόρμα του Μπελλίνι είναι πρωθιέρεια και μητέρα, εγκαταλειμμένη ερωμένη και εκδικητική αντίπαλος. Το τέλος της φαντάζει αναπόφευκτο, καρπός ενδόμυχων συναισθηματικών συγκρούσεων που οφείλονται στο ασυμβίβαστο των όρκων, του καθήκοντος και του απελπισμένου έρωτά της. Ο θάνατός της συνιστά λιγότερο αυτοτιμωρία και περισσότερο καθαρτήρια λύση συγκρούσεων, που, διαφορετικά, θα έμεναν άλυτες. Το φινάλε αποτελεί μία από τις συγκλονιστικότερες οπερατικές σκηνές, δομημένη γύρω από έξοχη μελωδία.
Υπόθεση
Στη Γαλατία, κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής, στο ιερό δάσος των Δρυίδων συναντιούνται Γαλάτες στρατιώτες και Δρυίδες, υπό τον αρχηγό τους Οροβέζο. Αναμένουν την ιέρεια Νόρμα, κόρη του Οροβέζο, η οποία μέλλει να δώσει το σύνθημα της επίθεσης ενάντια στους Ρωμαίους. Εμφανίζεται ο ρωμαίος ανθύπατος Πολλιόνε με τον έμπιστό του Φλάβιο. Ο έρωτας του Πολλιόνε για τη Νόρμα ανήκει στο παρελθόν. Ενδιαφέρεται πλέον για τη νεαρή ιέρεια Ανταλτζίζα, την οποία σκοπεύει να παντρευτεί επιστρέφοντας στη Ρώμη. Η Νόρμα προετοιμάζει το λαό της για επίθεση, αλλά ενδόμυχα σκέφτεται κυρίως τον έρωτά της. Κοντά στα παιδιά της, μυστικό καρπό του ένοχου έρωτα με τον Πολλιόνε, αναλογίζεται το μέλλον, γνωρίζοντας την ανάκληση του ανθύπατου στην Ιταλία. Καταφτάνει η Ανταλτζίζα, που εξομολογείται στη Νόρμα το δικό της παράνομο έρωτα. Μόλις αποκαλύπτεται ότι αγαπούν τον ίδιο άνδρα, η αρχική στοργή της Νόρμας μετατρέπεται σε απειλή προς τον προδότη. Διερωτάται μήπως οφείλει να θανατώσει τα παιδιά της, αντί να επιτρέψει να συρθούν ως σκλάβοι στη Ρώμη. Τελικά, όμως, τα εμπιστεύεται στην Ανταλτζίζα, η οποία της εκφράζει αφοσίωση. Οι Γαλάτες ανυπομονούν για την αναχώρηση του Πολλιόνε. Η Νόρμα καλεί το λαό της ώστε να μιλήσει για τον επερχόμενο πόλεμο. Απομένει μία θυσία προς το θεό τους. Τότε ο Πολλιόνε οδηγείται αιχμάλωτος ενώπιον όλων, καθώς παραβίασε τα διαμερίσματα των παρθένων. Η Νόρμα τον ανακρίνει. Εκείνος αρνείται να απαρνηθεί την Ανταλντζίζα. Η Νόρμα ζητά να ετοιμάσουν την πυρά για τη θυσία. Αντί όμως να οδηγήσει εκεί την Ανταλντζίζα, αποκαλύπτει το δικό της έγκλημα και ετοιμάζεται να πεθάνει μαζί με τον Πολλιόνε. Η μεγαλοσύνη της αναζωπυρώνει τα αισθήματά του και οι ειλικρινείς παρακλήσεις της υποχρεώνουν τον Οροβέζο να ξεπεράσει την ντροπή που νιώθει και να αναλάβει τα παιδιά της. Η Νόρμα καταλήγει μαζί με τον Πολλιόνε στην πυρά.
Giacomo Puccini Madame Butterfly, 1904
Η Madame Butterfly απευθύνεται σε όσους απέτυχαν να εντυπωσιαστούν απο τον παραπάνω μαραθώνιο βίας. Προφανώς ο συνθέτης σκέφτηκε πως δεν μπορεί, μια όπερα με θέμα τον σεξουαλικό τουρισμό και θύμα μια αφελή έφηβη θα προκαλέσει ναυτία και στον πλέον ανθεκτικό θεατή. Η πρεμιέρα ήταν παταγώδης αποτυχία, το έργο ξαναγράφτηκε και παρά την επιτυχία της δεύτερης πρεμίερας χρειάστηκαν τρία χρόνια μέχρι την τελική μορφή του. Απο τότε έχει εμπνεύσει δεκάδες μεταφορές και όχι μόνο σε όπερα αλλά και σε ταινίες ή μιούζικαλ (Miss Saigon). Επίσης μαζί με την Aida του Verdi και την Carmen του Bizet παραμένει αγαπημένο θέμα ακαδημαικών άρθρων σε σχέση με την αντιμετώπιση του εξωτισμού στην δυτική τέχνη. Ο συνθέτης κατηγόρηθηκε για μια ακομα φορά για μισογυνισμό, συναισθηματικό εκβιασμό και πως άθελα του ίσως, αναπαραγάγει όλα τα ρατσιστικά κλισέ που θέλει να κατακρίνει. Παρα τις όποιες αδυναμίες όμως για ακόμα μια φορά ο Puccini καταφέρνει να καθηλώσει τους θεατές ειδικά όταν ο ''κακός'' δεν είναι κάποιο τέρας αλλά ένας συνηθισμένος μέσος Δυτικός (και αργότερα καλός οικογενειάρχης) που απλά βρίσκει αδύνατο να καταλάβει πως το κορίτσι που αγόρασε για λίγο μπορεί να έχει και συναισθήματα.
Υπόθεση
Ιαπωνία, αρχές του 20ού αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος του αμερικανικού ναυτικού, επιθεωρεί ένα σπίτι με υπέροχη θέα που «βλέπει» στο λιμάνι του Ναγκασάκι. Την οικία του εκμισθώνει ο Γκόρο, επαγγελματίας προξενητής που έχει οργανώσει μάλιστα την ανταλλαγή όρκων αγάπης μεταξύ του Πίνκερτον και της νεαρής γκέισας Τσο-Τσο-Σαν, γνωστής και ως Μαντάμα Μπαττερφλάι. Στην τελετή της γαμήλιας τελετής φτάνει ο Αμερικανός πρέσβης Σάρπλες.Ο Πίνκερτον δεν είναι σίγουρος αν τα συναισθήματά του για την Μπαττερφλάι είναι πραγματικά ή αποτελούν ένα καπρίτσιο ενός πρόσκαιρο πάθους. Ο Σάρπλες, γνωρίζοντας καλύτερα τα τοπικά ήθη, τον προειδοποιεί ότι η νεαρή γκέισα ενδέχεται να βλέπει τον γάμο ως μία «δέσμευση ζωής». Ο καιροσκόπος υποπλοίαρχος δεν παίρνει σοβαρά τα λόγια του, πιστεύοντας πως κάποια μέρα θα ακολουθήσει την ήρεμη οικογενειακή ζωή που θα του εξασφαλίσει μία Αμερκανίδα σύζυγος. Η μαντάμα Μπαττερφλάι καταφθάνει στο σημείο της τελετής με την γαμήλια πομπή. Μετά από κάποιες επίσημες συστάσεις, η Τσο-Τσο-Σαν αποκαλύπτει την πραγματική της ηλικία – είναι μόλις 15 ετών – και εξηγεί ότι η οικογένειά της εξέπεσε κοινωνικά, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να γίνει γκέισα για να επιβιώσει. Προσφέρει στον Πίνκερτον την μικρή προίκα της, λέγοντάς του ότι ασπάστηκε το Χριστιανισμό με σκοπό να παντρευτούν. Ο γάμος ολοκληρώνεται και όλοι δίνουν ευχές στο νιόπαντρο ζευγάρι. Ξαφνικά, ωστόσο, ακούγονται μακρινές φωνές: είναι ο βουδιστής μοναχός Μπόνζο, ο θείος της Μπαττερφλάι. Έχει φτάσει ως εκεί για να την καταραστεί, καθώς αρνήθηκε την αρχέγονη θρησκεία του έθνους της ασπαζόμενη τον Χριστιανισμό. Η οικογένεια της Μπαττερφλάι την αποκηρρύσει και αποχωρεί. Ο Πίνκερτον προσπαθεί να παρηγορήσει τη σύζυγό του. Εκείνη όμως του λέει πως δεν έχασε τίποτα μπροστά σε αυτά που κέρδισε με το γάμο τους και, ευτυχισμένη, φορώντας το γαμήλιο κιμονό της, σμίγει με τον Πίνκερτον στην πρώτη τους νύχτα.
Η Madame Butterfly απευθύνεται σε όσους απέτυχαν να εντυπωσιαστούν απο τον παραπάνω μαραθώνιο βίας. Προφανώς ο συνθέτης σκέφτηκε πως δεν μπορεί, μια όπερα με θέμα τον σεξουαλικό τουρισμό και θύμα μια αφελή έφηβη θα προκαλέσει ναυτία και στον πλέον ανθεκτικό θεατή. Η πρεμιέρα ήταν παταγώδης αποτυχία, το έργο ξαναγράφτηκε και παρά την επιτυχία της δεύτερης πρεμίερας χρειάστηκαν τρία χρόνια μέχρι την τελική μορφή του. Απο τότε έχει εμπνεύσει δεκάδες μεταφορές και όχι μόνο σε όπερα αλλά και σε ταινίες ή μιούζικαλ (Miss Saigon). Επίσης μαζί με την Aida του Verdi και την Carmen του Bizet παραμένει αγαπημένο θέμα ακαδημαικών άρθρων σε σχέση με την αντιμετώπιση του εξωτισμού στην δυτική τέχνη. Ο συνθέτης κατηγόρηθηκε για μια ακομα φορά για μισογυνισμό, συναισθηματικό εκβιασμό και πως άθελα του ίσως, αναπαραγάγει όλα τα ρατσιστικά κλισέ που θέλει να κατακρίνει. Παρα τις όποιες αδυναμίες όμως για ακόμα μια φορά ο Puccini καταφέρνει να καθηλώσει τους θεατές ειδικά όταν ο ''κακός'' δεν είναι κάποιο τέρας αλλά ένας συνηθισμένος μέσος Δυτικός (και αργότερα καλός οικογενειάρχης) που απλά βρίσκει αδύνατο να καταλάβει πως το κορίτσι που αγόρασε για λίγο μπορεί να έχει και συναισθήματα.
Υπόθεση
Ιαπωνία, αρχές του 20ού αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος του αμερικανικού ναυτικού, επιθεωρεί ένα σπίτι με υπέροχη θέα που «βλέπει» στο λιμάνι του Ναγκασάκι. Την οικία του εκμισθώνει ο Γκόρο, επαγγελματίας προξενητής που έχει οργανώσει μάλιστα την ανταλλαγή όρκων αγάπης μεταξύ του Πίνκερτον και της νεαρής γκέισας Τσο-Τσο-Σαν, γνωστής και ως Μαντάμα Μπαττερφλάι. Στην τελετή της γαμήλιας τελετής φτάνει ο Αμερικανός πρέσβης Σάρπλες.Ο Πίνκερτον δεν είναι σίγουρος αν τα συναισθήματά του για την Μπαττερφλάι είναι πραγματικά ή αποτελούν ένα καπρίτσιο ενός πρόσκαιρο πάθους. Ο Σάρπλες, γνωρίζοντας καλύτερα τα τοπικά ήθη, τον προειδοποιεί ότι η νεαρή γκέισα ενδέχεται να βλέπει τον γάμο ως μία «δέσμευση ζωής». Ο καιροσκόπος υποπλοίαρχος δεν παίρνει σοβαρά τα λόγια του, πιστεύοντας πως κάποια μέρα θα ακολουθήσει την ήρεμη οικογενειακή ζωή που θα του εξασφαλίσει μία Αμερκανίδα σύζυγος. Η μαντάμα Μπαττερφλάι καταφθάνει στο σημείο της τελετής με την γαμήλια πομπή. Μετά από κάποιες επίσημες συστάσεις, η Τσο-Τσο-Σαν αποκαλύπτει την πραγματική της ηλικία – είναι μόλις 15 ετών – και εξηγεί ότι η οικογένειά της εξέπεσε κοινωνικά, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να γίνει γκέισα για να επιβιώσει. Προσφέρει στον Πίνκερτον την μικρή προίκα της, λέγοντάς του ότι ασπάστηκε το Χριστιανισμό με σκοπό να παντρευτούν. Ο γάμος ολοκληρώνεται και όλοι δίνουν ευχές στο νιόπαντρο ζευγάρι. Ξαφνικά, ωστόσο, ακούγονται μακρινές φωνές: είναι ο βουδιστής μοναχός Μπόνζο, ο θείος της Μπαττερφλάι. Έχει φτάσει ως εκεί για να την καταραστεί, καθώς αρνήθηκε την αρχέγονη θρησκεία του έθνους της ασπαζόμενη τον Χριστιανισμό. Η οικογένεια της Μπαττερφλάι την αποκηρρύσει και αποχωρεί. Ο Πίνκερτον προσπαθεί να παρηγορήσει τη σύζυγό του. Εκείνη όμως του λέει πως δεν έχασε τίποτα μπροστά σε αυτά που κέρδισε με το γάμο τους και, ευτυχισμένη, φορώντας το γαμήλιο κιμονό της, σμίγει με τον Πίνκερτον στην πρώτη τους νύχτα.
Giacomo Puccini, Tosca, 1900
Σύμφωνα με την ειλικρινή δήλωση του ίδιου του Puccini μετά το συγκινητικό La Boheme ήθελε να κάνει τους θεατές να θυμώσουν. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου και η Tosca ειναι ίσως η πιο αμφίλεγομενη οπερα του κλασσικού ρεπερτορίου. Αν και το κοινο τελικά το λάτρεψε οι κριτικοί ακόμα δεν έχουν αποφασίσει εαν πρόκειται για ένα προφητικό αριστούργημα ή μια κακόγουστη απόπειρα εντυπωσιασμού. Για το έργο έχουν γραφτεί μερικές από τις πιο απολαυστικές πολύ - κακές - κριτικές όλων των εποχών με πιο γνωστα το "A shabby little shocker" του Jojeph Kerman και το ''Αρρώστησα!'' του Benjamin Britten. Η Tosca μας δείχνει την ανατομία μιας νόμιμης θηριωδίας με πρωτοφανή ωμότητα. Ο συνθέτης βάζει τον θεατή ταυτόχρονα στον ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα, του ηδονοβλεψία και του υποψήφιου θύματος. Μας δείχνει ένα κατάμαυρο σύμπαν όπου όλοι, ανεξαρτήτως θέσης είναι αναλώσιμοι, η σωματική και σεξουαλική βία είναι δεδομένες και ακόμα και οι τελευταιες χάρες εξαγοράζονται. Μπορει να μην έχει φιλοσοφικό βαθος αλλα ειναι ενα κλειστοφοβικό έργο για τον ολοκληρωτισμό. Έχει μεταφερθει σε κάθε απολυταρχικο καθεστως απο την ναζιστική / φασιστική Ιταλία (και στην Αθηνα της Κατοχής στο Μεγαρο το 2011) έως την Ανατολική Γερμανία - ακομα και στην Ρωμη του Μπερλουσκόνι. Οπως ειπε ο σκηνοθέτης John Bell ''ξερουμε πως συμβαινει και τώρα καπου στον κοσμο''.
Υπόθεση
Η Τόσκα, μία τραγική ερωτική ιστορία με πολιτικό φόντο, εκτυλίσσεται στη Ρώμη του 1800, όταν την Αιώνια Πόλη κυβερνούσαν αυταρχικά οι Βουρβώνοι. Η Φλόρια Τόσκα (ερμηνεύεται από σοπράνο), μια δημοφιλής τραγουδίστρια της εποχής, είναι ερωτευμένη με τον ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσι (ερμηνεύεται από τενόρο). Ο βαρώνος Σκάρπια (ερμηνεύεται από βαρύτονο), αρχηγός της αστυνομίας του καθεστώτος, συλλαμβάνει τον Καβαραντόσι για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις. Όταν η Τόσκα του ζητά να απελευθερώσει τον αγαπημένο της, αυτός δέχεται, αλλά υπό έναν όρο: να υποκύψει στις ορέξεις του.Εκείνη υποκρινόμενη ότι δέχεται την πρόταση και μόλις εξασφαλίζει την έγγραφη άδεια εξόδου που θα εξασφάλιζε και τη φυγή της με τον Μάριο φονεύει με ένα εγχειρίδιο τον Σκάρπια. Τελικά όμως ο Μάριο κατά την εκτέλεση πέφτει νεκρός από τα αληθινά πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος και η Τόσκα έξαλλη και απελπισμένη πέφτει στον Τίβερη.
Σύμφωνα με την ειλικρινή δήλωση του ίδιου του Puccini μετά το συγκινητικό La Boheme ήθελε να κάνει τους θεατές να θυμώσουν. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου και η Tosca ειναι ίσως η πιο αμφίλεγομενη οπερα του κλασσικού ρεπερτορίου. Αν και το κοινο τελικά το λάτρεψε οι κριτικοί ακόμα δεν έχουν αποφασίσει εαν πρόκειται για ένα προφητικό αριστούργημα ή μια κακόγουστη απόπειρα εντυπωσιασμού. Για το έργο έχουν γραφτεί μερικές από τις πιο απολαυστικές πολύ - κακές - κριτικές όλων των εποχών με πιο γνωστα το "A shabby little shocker" του Jojeph Kerman και το ''Αρρώστησα!'' του Benjamin Britten. Η Tosca μας δείχνει την ανατομία μιας νόμιμης θηριωδίας με πρωτοφανή ωμότητα. Ο συνθέτης βάζει τον θεατή ταυτόχρονα στον ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα, του ηδονοβλεψία και του υποψήφιου θύματος. Μας δείχνει ένα κατάμαυρο σύμπαν όπου όλοι, ανεξαρτήτως θέσης είναι αναλώσιμοι, η σωματική και σεξουαλική βία είναι δεδομένες και ακόμα και οι τελευταιες χάρες εξαγοράζονται. Μπορει να μην έχει φιλοσοφικό βαθος αλλα ειναι ενα κλειστοφοβικό έργο για τον ολοκληρωτισμό. Έχει μεταφερθει σε κάθε απολυταρχικο καθεστως απο την ναζιστική / φασιστική Ιταλία (και στην Αθηνα της Κατοχής στο Μεγαρο το 2011) έως την Ανατολική Γερμανία - ακομα και στην Ρωμη του Μπερλουσκόνι. Οπως ειπε ο σκηνοθέτης John Bell ''ξερουμε πως συμβαινει και τώρα καπου στον κοσμο''.
Υπόθεση
Η Τόσκα, μία τραγική ερωτική ιστορία με πολιτικό φόντο, εκτυλίσσεται στη Ρώμη του 1800, όταν την Αιώνια Πόλη κυβερνούσαν αυταρχικά οι Βουρβώνοι. Η Φλόρια Τόσκα (ερμηνεύεται από σοπράνο), μια δημοφιλής τραγουδίστρια της εποχής, είναι ερωτευμένη με τον ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσι (ερμηνεύεται από τενόρο). Ο βαρώνος Σκάρπια (ερμηνεύεται από βαρύτονο), αρχηγός της αστυνομίας του καθεστώτος, συλλαμβάνει τον Καβαραντόσι για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις. Όταν η Τόσκα του ζητά να απελευθερώσει τον αγαπημένο της, αυτός δέχεται, αλλά υπό έναν όρο: να υποκύψει στις ορέξεις του.Εκείνη υποκρινόμενη ότι δέχεται την πρόταση και μόλις εξασφαλίζει την έγγραφη άδεια εξόδου που θα εξασφάλιζε και τη φυγή της με τον Μάριο φονεύει με ένα εγχειρίδιο τον Σκάρπια. Τελικά όμως ο Μάριο κατά την εκτέλεση πέφτει νεκρός από τα αληθινά πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος και η Τόσκα έξαλλη και απελπισμένη πέφτει στον Τίβερη.
Wolfgang Amadeus Mozart, Don Giovanni, 1787
Ο Mozart είναι ο πρώτος που παρουσίασε τις σεξουαλικές σχέσεις σαν το απόλυτο παιχνίδι εξουσίας με τέτοιο κυνισμό και ρεαλισμό που σε κάνει να ξεχνάς το πότε γράφτηκαν αυτά τα έργα. Ο Don Giovanni είναι η πιο σκοτεινή του όπερα όπου ακόμα και το κωμικό προλογίζει την τραγωδία μέσα σε μια ατμόσφαιρα σαγηνευτικής παρακμής. Παρα τα φανταστικά στοιχεία αποτελεί μια ακριβέστατη περιγραφή για την διαχρονική σχέση μεταξύ χρήματος, εξουσίας και σεξουαλικής κυριαρχίας στον κόσμο των ανατριχιαστικά πλούσιων αλλά επιφανειακών ανθρώπων. Παρα το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής βρίσκει το τέλος που του αξίζει (;) η όπερα είναι ένας ύμνος στον αμοραλισμό και σε αφήνει κατάπληκτο με το πως η ερωτική επιθυμία μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα εθιστικό όπλο κυριαρχίας και εξευτελισμού.
Υπόθεση
Η υπόθεση αφορά τις ερωτικές περιπέτειες του ακόλαστου Ισπανού ευγενούς Ντον Τζοβάννι. Σε μία από αυτές, αποπειράται να βιάσει τη Ντόννα Άννα. Προσπαθώντας να διαφύγει, σκοτώνει τον πατέρα της, ο οποίος επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών προκειμένου να πάρει εκδίκηση. Καθώς ο Ντον Τζοβάννι δεν μετανοεί για όσα έχει πράξει, οδηγείται στην Κόλαση. Η όπερα ολοκληρώνεται με το αυτονόητο για την εποχή, ηθικό δίδαγμα.
Ο Mozart είναι ο πρώτος που παρουσίασε τις σεξουαλικές σχέσεις σαν το απόλυτο παιχνίδι εξουσίας με τέτοιο κυνισμό και ρεαλισμό που σε κάνει να ξεχνάς το πότε γράφτηκαν αυτά τα έργα. Ο Don Giovanni είναι η πιο σκοτεινή του όπερα όπου ακόμα και το κωμικό προλογίζει την τραγωδία μέσα σε μια ατμόσφαιρα σαγηνευτικής παρακμής. Παρα τα φανταστικά στοιχεία αποτελεί μια ακριβέστατη περιγραφή για την διαχρονική σχέση μεταξύ χρήματος, εξουσίας και σεξουαλικής κυριαρχίας στον κόσμο των ανατριχιαστικά πλούσιων αλλά επιφανειακών ανθρώπων. Παρα το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής βρίσκει το τέλος που του αξίζει (;) η όπερα είναι ένας ύμνος στον αμοραλισμό και σε αφήνει κατάπληκτο με το πως η ερωτική επιθυμία μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα εθιστικό όπλο κυριαρχίας και εξευτελισμού.
Υπόθεση
Η υπόθεση αφορά τις ερωτικές περιπέτειες του ακόλαστου Ισπανού ευγενούς Ντον Τζοβάννι. Σε μία από αυτές, αποπειράται να βιάσει τη Ντόννα Άννα. Προσπαθώντας να διαφύγει, σκοτώνει τον πατέρα της, ο οποίος επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών προκειμένου να πάρει εκδίκηση. Καθώς ο Ντον Τζοβάννι δεν μετανοεί για όσα έχει πράξει, οδηγείται στην Κόλαση. Η όπερα ολοκληρώνεται με το αυτονόητο για την εποχή, ηθικό δίδαγμα.
Ριγκολέτο – Τζουζέπε Βέρντι (Πρεμιέρα 6 Μαρτίου 1853, Βενετία)
To Ριγκολέτο (Rigoletto) ήταν η όπερα που έδωσε στο Βέρντι μία θέση στο πάνθεο των συνθετών όπερας. Μέσα σε δέκα χρόνια από τη σύνθεσή του, το τρίπρακτο έργο ανέβηκε σε 250 σκηνές όπερας σε όλο τον κόσμο. Αποτελεί την όπερα με την οποία ο Βέρντι ήρθε σε οριστική ρήξη με οπερατικές τεχνικές του παρελθόντος, αφού αφαίρεσε τις εισαγωγικές άριες και τα ensembles, κάνοντας το έργο πιο ρυθμικό μέσα από μία μελωδική απαγγελία, γνωστή ως recitativo cantando. Ο Βέρντι ήταν τόσο σίγουρος ότι είχε γράψει το σουξέ της εποχής με το «La donne è mobile» που συνέστησε στα μέλη της ορχήστρας να μην τραγουδούν ή σφυρίζουν το ρυθμό του έξω από τις πρόβες πριν από την πρεμιέρα του έργου.
Υπόθεση
Η υπόθεσή της αφορά στον ευνοούμενο του Δούκα της Μάντοβα, τον γελωτοποιό Ριγκολέτο, που κρύβει καλά από τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου τη γοητευτική κόρη του. Ο γυναικάς Δούκας την ανακαλύπτει και την κάνει δική του. Ο γελωτοποιός ορκίζεται εκδίκηση, αλλά η μοίρα έχει τα δικά της σχέδια καθώς η εκδίκηση αυτή στρέφεται εναντίον του και κορυφώνεται δραματικά με τη δολοφονία της κόρης του.
To Ριγκολέτο (Rigoletto) ήταν η όπερα που έδωσε στο Βέρντι μία θέση στο πάνθεο των συνθετών όπερας. Μέσα σε δέκα χρόνια από τη σύνθεσή του, το τρίπρακτο έργο ανέβηκε σε 250 σκηνές όπερας σε όλο τον κόσμο. Αποτελεί την όπερα με την οποία ο Βέρντι ήρθε σε οριστική ρήξη με οπερατικές τεχνικές του παρελθόντος, αφού αφαίρεσε τις εισαγωγικές άριες και τα ensembles, κάνοντας το έργο πιο ρυθμικό μέσα από μία μελωδική απαγγελία, γνωστή ως recitativo cantando. Ο Βέρντι ήταν τόσο σίγουρος ότι είχε γράψει το σουξέ της εποχής με το «La donne è mobile» που συνέστησε στα μέλη της ορχήστρας να μην τραγουδούν ή σφυρίζουν το ρυθμό του έξω από τις πρόβες πριν από την πρεμιέρα του έργου.
Υπόθεση
Η υπόθεσή της αφορά στον ευνοούμενο του Δούκα της Μάντοβα, τον γελωτοποιό Ριγκολέτο, που κρύβει καλά από τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου τη γοητευτική κόρη του. Ο γυναικάς Δούκας την ανακαλύπτει και την κάνει δική του. Ο γελωτοποιός ορκίζεται εκδίκηση, αλλά η μοίρα έχει τα δικά της σχέδια καθώς η εκδίκηση αυτή στρέφεται εναντίον του και κορυφώνεται δραματικά με τη δολοφονία της κόρης του.
Λα Μποέμ – Τζάκομο Πουτσίνι (Πρεμιέρα 1 Φεβρουαρίου 1896, Τορίνο)
H Μποέμ (La Bohème), ένα από τα πιο αγαπημένα έργα των εραστών της όπερας, γεννήθηκε μέσα σε μία μεγάλη σύγκρουση: αυτή μεταξύ του Τζάκομο Πουτσίνι και Ρουτζέρο Λεονκαβάλο. Ο τελευταίος δούλευε ήδη πάνω στην ιστορία της Μποέμ και κατηγόρησε τον Πουτσίνι «ότι του έκλεψε την ιδέα». Τα δύο έργα ανέβηκαν στην σκηνή, ωστόσο σήμερα οι περισσότεροι θυμούνται μόνο το έργο του Τζάκομο. Και αυτό γιατί η δύναμή του έγκειται στο άριστο πάντρεμα μίας έντονα σπαρακτικής ιστορίας με μία πλούσια μελωδική μουσική. Οι γνωστότερες άριες του έργου δείχνουν το Ροδόλφο και τη Μιμή να ερωτεύονται παράφορα στην πρώτη σκηνή, με το κουαρτέτο της τρίτης σκηνής να είναι ένα tour de force. Μετά την πρεμιέρα της Μποέμ, μία εφημερίδα του Τορίνο έγραψε : «Ακόμα και αν κάνει μία κάποια εντύπωση στο κοινό, η Μποέμ δεν θα αφήσει κανένα ιδιαίτερο αποτύπωμα στην ιστορία της όπερα.
Yπόθεση
Παρίσι, 1830... περίπου.Τέσσερις νεαροί καλλιτέχνες ζούνε όλοι μαζί σε μία σοφίτα στο Παρίσι, αναζητώντας την εκπλήρωση των καλλιτεχνικών τους ανησυχιών... και ερχόμενοι αντιμέτωποι με το κρύο και το ενοίκιο βρίσκουν ευρηματικούς τρόπους να ξεπεράσουν όλες τις δυσκολίες. Περνάνε τις ώρες τους μεταξύ τέχνης και του αγαπημένου τους Καφέ Μομούς..Και μέσα σε όλα αυτά, εμφανίζεται ένα βράδυ η νεαρή Μιμή, η οποία ερωτεύεται τον ποιητή εκ των τεσσάρων, τον Ροδόλφο. Μαζί συναντούν και τους υπόλοιπους στο καφέ,όπου όλοι γίνονται μάρτυρες του έρωτα της Μουζέτα, της πανέμορφης Παριζιάνας τραγουδίστριας, που προκαλεί ερωτικά τον πρώην εραστή της, τον ζωγράφο Μαρτσέλλο και τον ξανακερδίζει. Δυστυχώς, όμως, όσο γοητευτική και αν είναι η ζωή ενός Μποέμ καλλιτέχνη, η υγεία της Μιμή και οι ορέξεις της Μουζέτα ίσως δεν αντέχουν αρκετά για ένα αίσιο τέλος. Ο έρωτας ανάμεσα στον ποιητή και στη ράφτρα Μιμή με φόντο το παγωμένο Χριστουγεννιάτικο Παρίσι, τελειώνει με το θάνατο της κοπέλας από φυματίωση. Ο Πουτσίνι με την μουσική του περιγράφει, όλη την παλέτα των συναισθημάτων - από τον μεγάλο έρωτα έως την απόγνωση.
H Μποέμ (La Bohème), ένα από τα πιο αγαπημένα έργα των εραστών της όπερας, γεννήθηκε μέσα σε μία μεγάλη σύγκρουση: αυτή μεταξύ του Τζάκομο Πουτσίνι και Ρουτζέρο Λεονκαβάλο. Ο τελευταίος δούλευε ήδη πάνω στην ιστορία της Μποέμ και κατηγόρησε τον Πουτσίνι «ότι του έκλεψε την ιδέα». Τα δύο έργα ανέβηκαν στην σκηνή, ωστόσο σήμερα οι περισσότεροι θυμούνται μόνο το έργο του Τζάκομο. Και αυτό γιατί η δύναμή του έγκειται στο άριστο πάντρεμα μίας έντονα σπαρακτικής ιστορίας με μία πλούσια μελωδική μουσική. Οι γνωστότερες άριες του έργου δείχνουν το Ροδόλφο και τη Μιμή να ερωτεύονται παράφορα στην πρώτη σκηνή, με το κουαρτέτο της τρίτης σκηνής να είναι ένα tour de force. Μετά την πρεμιέρα της Μποέμ, μία εφημερίδα του Τορίνο έγραψε : «Ακόμα και αν κάνει μία κάποια εντύπωση στο κοινό, η Μποέμ δεν θα αφήσει κανένα ιδιαίτερο αποτύπωμα στην ιστορία της όπερα.
Yπόθεση
Παρίσι, 1830... περίπου.Τέσσερις νεαροί καλλιτέχνες ζούνε όλοι μαζί σε μία σοφίτα στο Παρίσι, αναζητώντας την εκπλήρωση των καλλιτεχνικών τους ανησυχιών... και ερχόμενοι αντιμέτωποι με το κρύο και το ενοίκιο βρίσκουν ευρηματικούς τρόπους να ξεπεράσουν όλες τις δυσκολίες. Περνάνε τις ώρες τους μεταξύ τέχνης και του αγαπημένου τους Καφέ Μομούς..Και μέσα σε όλα αυτά, εμφανίζεται ένα βράδυ η νεαρή Μιμή, η οποία ερωτεύεται τον ποιητή εκ των τεσσάρων, τον Ροδόλφο. Μαζί συναντούν και τους υπόλοιπους στο καφέ,όπου όλοι γίνονται μάρτυρες του έρωτα της Μουζέτα, της πανέμορφης Παριζιάνας τραγουδίστριας, που προκαλεί ερωτικά τον πρώην εραστή της, τον ζωγράφο Μαρτσέλλο και τον ξανακερδίζει. Δυστυχώς, όμως, όσο γοητευτική και αν είναι η ζωή ενός Μποέμ καλλιτέχνη, η υγεία της Μιμή και οι ορέξεις της Μουζέτα ίσως δεν αντέχουν αρκετά για ένα αίσιο τέλος. Ο έρωτας ανάμεσα στον ποιητή και στη ράφτρα Μιμή με φόντο το παγωμένο Χριστουγεννιάτικο Παρίσι, τελειώνει με το θάνατο της κοπέλας από φυματίωση. Ο Πουτσίνι με την μουσική του περιγράφει, όλη την παλέτα των συναισθημάτων - από τον μεγάλο έρωτα έως την απόγνωση.
Ο Κουρέας της Σεβίλης – Τζοακίνο Ροσσίνι (Πρεμιέρα 20 Φεβρουαρίου 1816, Ρώμη)
«Ο Κουρέας της Σεβίλης» («Il Barbiere di Siviglia») αποτελεί μία από τις εκπληκτικότερες κωμικές όπερες που γράφτηκαν ποτέ. Παρότι συντέθηκε σε μόλις δύο εβδομάδες αποτελεί μία απολαυστική φαρσοκωμωδία γεμάτη από δεξιοτεχνικές άριες και ensembles, ταχύτατα ρυθμικά τραγούδια, κωμικούς ήρωες και σκηνές γεμάτες έντονο και δυνατό γέλιο. Όπως οι «Γάμοι του Φίγκαρο», «Ο Κουρέας της Σεβίλης» εμπνέεται την ιστορία του από ένα θεατρικό του Πιέρ-Ωγκυστέν Καρόν ντε Μπωμαρσαί. Η πρεμιέρα του «Κουρέα» ήταν για τα κλάματα καθώς θεωρήθηκε ότι ο νεαρός ακόμα Ροσσίνι ήταν αρκετά υπερόπτης στο να ακολουθήσει στο ίδιο μονοπάτι με την πολύ γνωστή τότε και ομώνυμη όπερα του Παιζιέλο. Για αυτό μάλιστα ο Ροσσίνι ονόμασε αρχικά το έργο του Almaviva, ή Μάταιες Προφυλάξεις. Μετά από μερικές εμφανίσεις το έργο απέκτησε τη σημερινή του ονομασία. Και όχι άδικα.
Υπόθεση
Εκτυλίσσεται στην Σεβίλη του 17ου αιώνα. Ο Φίγκαρο, ο κουρέας της Σεβίλης, βοηθά τον κόμη Αλμαβίβα να κερδίσει την καρδιά της Ροζίνας. Ο μεγαλογιατρός Μπάρτολο, προστάτης και κηδεμόνας της Ροζίνας, την πολιορκεί με τη σειρά του και συνεργάζεται με τον δάσκαλο της μουσικής Μπαζίλιο για να την κερδίσει. Ύστερα, όμως, από διάφορα κωμικά επεισόδια, εξουδετερώνονται και οι δυο από το δίδυμο Φίγκαρο - Αλβαβίβα και η Ροζίνα παντρεύεται τελικά τον Αλμαβίβα μέσα σε γιορταστική ατμόσφαιρα.
«Ο Κουρέας της Σεβίλης» («Il Barbiere di Siviglia») αποτελεί μία από τις εκπληκτικότερες κωμικές όπερες που γράφτηκαν ποτέ. Παρότι συντέθηκε σε μόλις δύο εβδομάδες αποτελεί μία απολαυστική φαρσοκωμωδία γεμάτη από δεξιοτεχνικές άριες και ensembles, ταχύτατα ρυθμικά τραγούδια, κωμικούς ήρωες και σκηνές γεμάτες έντονο και δυνατό γέλιο. Όπως οι «Γάμοι του Φίγκαρο», «Ο Κουρέας της Σεβίλης» εμπνέεται την ιστορία του από ένα θεατρικό του Πιέρ-Ωγκυστέν Καρόν ντε Μπωμαρσαί. Η πρεμιέρα του «Κουρέα» ήταν για τα κλάματα καθώς θεωρήθηκε ότι ο νεαρός ακόμα Ροσσίνι ήταν αρκετά υπερόπτης στο να ακολουθήσει στο ίδιο μονοπάτι με την πολύ γνωστή τότε και ομώνυμη όπερα του Παιζιέλο. Για αυτό μάλιστα ο Ροσσίνι ονόμασε αρχικά το έργο του Almaviva, ή Μάταιες Προφυλάξεις. Μετά από μερικές εμφανίσεις το έργο απέκτησε τη σημερινή του ονομασία. Και όχι άδικα.
Υπόθεση
Εκτυλίσσεται στην Σεβίλη του 17ου αιώνα. Ο Φίγκαρο, ο κουρέας της Σεβίλης, βοηθά τον κόμη Αλμαβίβα να κερδίσει την καρδιά της Ροζίνας. Ο μεγαλογιατρός Μπάρτολο, προστάτης και κηδεμόνας της Ροζίνας, την πολιορκεί με τη σειρά του και συνεργάζεται με τον δάσκαλο της μουσικής Μπαζίλιο για να την κερδίσει. Ύστερα, όμως, από διάφορα κωμικά επεισόδια, εξουδετερώνονται και οι δυο από το δίδυμο Φίγκαρο - Αλβαβίβα και η Ροζίνα παντρεύεται τελικά τον Αλμαβίβα μέσα σε γιορταστική ατμόσφαιρα.
Κάρμεν- Ζωρζ Μπιζέ (Πρεμιέρα, 3 Μαρτίου 1875, Παρίσι)
Αν και στην πρεμιέρα της σόκαρε το συντηρητικό κοινό της Opera – Comique, η Κάρμεν καθιερώθηκε ως μία από τις πιο αγαπημένες όπερες του κοινού με τη σαγηνευτική μαγεία της, που της χάρισαν η γοητεία των μελωδιών της, ο ισπανικός «εξωτισμός» του μουσικού θέματός της και η δύναμη των χαρακτήρων της. Περιγράφεται συχνά ως μία opera comique επειδή οι διάλογοι του έργου του δίνουν ζωντάνια και ευφορία. Ωστόσο πίσω από τον ενθουσιασμό κρύβεται ένα στοιχείο τραγικότητας. Φήμες θέλουν τον Μπιζέ να βασίζει την «Κάρμεν», τη σαγηνευτική τσιγγάνα του έργου, στην Σελέστε Βενάρντ, τραγουδίστρια νυχτερινών μαγαζιών που είχε δουλέψει ως πόρνη. Μπιζέ και Βενάρντ γνωρίστηκαν τυχαία σε ένα τρένο και έγινα στενοί φίλοι στα μέσα του 1860, αν και η Βενάρντ αρνείται στα απομνημονεύματά της οποιαδήποτε ερωτική σχέση με τον Μπιζέ.
Υπόθεση
Η Κάρμεν, μια Τσιγγάνα, εργάζεται σε ένα καπνεργοστάσιο στη Σεβίλλη, φρουρούμενο από στρατιώτες. Βρίσκεται κατηγορούμενη όταν αρνείται να απολογηθεί για έναν καβγά στον υπολοχαγό της φρουράς. Αποπλανεί το δεκανέα που θα την οδηγούσε στη φυλακή: τον Δον Χοσέ, λογοδοσμένο με τη νεαρή χωρική Μικαέλα. Αφήνει την Κάρμεν να δραπετεύσει, κι ο ίδιος φυλακίζεται. Αργότερα η Κάρμεν τον πείθει να λιποτακτήσει, καθώς έχει συγκρουστεί με τον υπολοχαγό του για τα όμορφα μάτια της. Άλλωστε, μπορεί να φανεί χρήσιμος στους λαθρεμπόρους με τους οποίους η ίδια πια δουλεύει. Γρήγορα όμως τον βαριέται και ερωτεύεται ένα διάσημο ταυρομάχο, τον Εσκαμίγιο. Στο βουνό, όπου οι λαθρέμποροι κρύβουν την πραμάτεια τους, εμφανίζονται την ίδια νύχτα ο Εσκαμίγιο, αναζητώντας την Κάρμεν, και η Μικαέλα, που λέει στον Δον Χοσέ ότι η μητέρα του είναι ετοιμοθάνατη. Ο Δον Χοσέ προειδοποιεί την Κάρμεν πως θα συναντηθούν πάλι. Αργότερα, στη Σεβίλλη, την εντοπίζει στις πύλες της αρένας. Την ικετεύει να φύγουν μαζί. Όταν εκείνη τον απορρίπτει ευθέως, ο Δον Χοσέ τη μαχαιρώνει κι έπειτα παραδίδεται στις Αρχές.
Αν και στην πρεμιέρα της σόκαρε το συντηρητικό κοινό της Opera – Comique, η Κάρμεν καθιερώθηκε ως μία από τις πιο αγαπημένες όπερες του κοινού με τη σαγηνευτική μαγεία της, που της χάρισαν η γοητεία των μελωδιών της, ο ισπανικός «εξωτισμός» του μουσικού θέματός της και η δύναμη των χαρακτήρων της. Περιγράφεται συχνά ως μία opera comique επειδή οι διάλογοι του έργου του δίνουν ζωντάνια και ευφορία. Ωστόσο πίσω από τον ενθουσιασμό κρύβεται ένα στοιχείο τραγικότητας. Φήμες θέλουν τον Μπιζέ να βασίζει την «Κάρμεν», τη σαγηνευτική τσιγγάνα του έργου, στην Σελέστε Βενάρντ, τραγουδίστρια νυχτερινών μαγαζιών που είχε δουλέψει ως πόρνη. Μπιζέ και Βενάρντ γνωρίστηκαν τυχαία σε ένα τρένο και έγινα στενοί φίλοι στα μέσα του 1860, αν και η Βενάρντ αρνείται στα απομνημονεύματά της οποιαδήποτε ερωτική σχέση με τον Μπιζέ.
Υπόθεση
Η Κάρμεν, μια Τσιγγάνα, εργάζεται σε ένα καπνεργοστάσιο στη Σεβίλλη, φρουρούμενο από στρατιώτες. Βρίσκεται κατηγορούμενη όταν αρνείται να απολογηθεί για έναν καβγά στον υπολοχαγό της φρουράς. Αποπλανεί το δεκανέα που θα την οδηγούσε στη φυλακή: τον Δον Χοσέ, λογοδοσμένο με τη νεαρή χωρική Μικαέλα. Αφήνει την Κάρμεν να δραπετεύσει, κι ο ίδιος φυλακίζεται. Αργότερα η Κάρμεν τον πείθει να λιποτακτήσει, καθώς έχει συγκρουστεί με τον υπολοχαγό του για τα όμορφα μάτια της. Άλλωστε, μπορεί να φανεί χρήσιμος στους λαθρεμπόρους με τους οποίους η ίδια πια δουλεύει. Γρήγορα όμως τον βαριέται και ερωτεύεται ένα διάσημο ταυρομάχο, τον Εσκαμίγιο. Στο βουνό, όπου οι λαθρέμποροι κρύβουν την πραμάτεια τους, εμφανίζονται την ίδια νύχτα ο Εσκαμίγιο, αναζητώντας την Κάρμεν, και η Μικαέλα, που λέει στον Δον Χοσέ ότι η μητέρα του είναι ετοιμοθάνατη. Ο Δον Χοσέ προειδοποιεί την Κάρμεν πως θα συναντηθούν πάλι. Αργότερα, στη Σεβίλλη, την εντοπίζει στις πύλες της αρένας. Την ικετεύει να φύγουν μαζί. Όταν εκείνη τον απορρίπτει ευθέως, ο Δον Χοσέ τη μαχαιρώνει κι έπειτα παραδίδεται στις Αρχές.