O Francis Ford Coppola μεταφέρει στο σελυλόιντ το μυθιστόρημα του Mario Puzo και, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, το διανθίζει με το χρώμα και τις μυρωδιές της δικής του, επίσης ιταλικής καταγωγής, οικογένειας. Για τον Coppola ο Νονος είναι μία πολύ προσωπική υπόθεση. Είναι ευκόλως ανιχνεύσιμο στον τρόπο της κινηματογραφικής αφήγησης, στο συναισθηματικό προφίλ των ηρώων του, στην επιμονή του να αναλύει διεξοδικά τις σχέσεις που αναπτύσσονται. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα ήταν φυσικό να θεωρήσει ιδιαίτερα πρόσφορη την συνεργασία με ανθρώπους του στενού συγγενικού του περιβάλλοντος όπως με την αδελφή του (Connie, κόρη του Vito Corleone), τον πατέρα του Carmine Coppola στη μουσική επένδυση της ταινίας, και να αντιμετωπίσει με φετιχισμό την εμφάνιση της κόρης του, τότε βρέφος, Sofia σε μία από τις πιο καθοριστικές σκηνές της ταινίας και της τριλογίας, την σκηνή της βάπτισης. Ο Coppola συνυπογράφει το σενάριο μαζί με τον συγγραφέα Mario Puzo όμως γίνεται φανερό κάτι που και ο ίδιος δεν αποκρύπτει: το σεναριακό πόνημα δεν ήταν το βασικό εργαλείο εργασίας, τουλάχιστον όχι για τον σκηνοθέτη. Το ίδιο το βιβλίο ήταν. Αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία αποδεικνύεται μία ολοκληρωμένη αφήγηση χωρίς ελλείψεις που να οφείλονται σε ακρωτηριασμούς του κειμένου. Ο σκηνοθέτης της κατάφερε να ενσωματώσει όλη την δυναμική του μυθιστορήματος στην ταινία ρίχνοντας λίγο παραπάνω φως σ’ αυτές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αβανταδόρικες, κινηματογραφικά, σκηνές. Στην οθόνη μεταφέρθηκε η συνολική έμπνευση του συγγραφέα, όχι όλο το μυθιστόρημα αυτό δεν θα ήταν δυνατό, όμως σίγουρα το σύνολο των προθέσεων του. Η αφηγηματική ραχοκοκαλιά της ταινίας είναι παλιά και δοκιμασμένη. Η πορεία μίας οικογένειας μέσα στο χρόνο, η κληρονομιά που δέχεται κάθε γενιά από την προηγούμενη, ο αγώνας για να κρατηθεί αυτή η οικογένεια ενωμένη μέσα από τις αντιξοότητες. Η ταινία θα μπορούσε εύκολα να αντιμετωπιστεί τόσο ως ένα οικογενειακό δράμα όσο και ως μία καθαρόαιμη γκανγκστερική ταινία. Ο Coppola τα καταφέρνει περίφημα και στα δυο. Έχουμε μία ταινία όπου η διάθεση ανάλυσης των αιτιών των οικογενειακών συγκρούσεων συλλειτουργεί με μία σπουδή πάνω στη ψυχοσύνθεση της ειδικής κατηγορίας των εγκληματιών που είναι η μαφιόζοι. Η επιτυχία του Coppola είναι ότι ο κόσμος των γκάνγκστερ δεν μας παραδίδεται μέσα από την αντικειμενική ματιά ενός παρατηρητή. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στον κόσμο της Μαφίας και εκφέρεται με τους δικούς της όρους, τους κανόνες της και την ηθική της. Πλησιάζουμε την ταινία αβέβαιοι για τις προσδοκίες μας και παγιδευόμαστε σ’ ένα κόσμο βίας και περίεργων ηθικών κανόνων όπου οι ίδιοι οι φορείς της εξέλιξης μας ξεναγούν στον σκοτεινό τους κόσμο και μας μυούν σε συμπεριφορές που υπακούουν σε κώδικες ξένους προς εμάς. Γινόμαστε ανίκανοι να τους μισήσουμε καθώς η οπτική μας γωνία σχεδόν ταυτίζεται με την δική τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι όλοι οι χαρακτήρες αν και ουσιαστικά κακοί, μας είναι συμπαθείς, μας οδηγούν σε μία προσπάθεια να ερμηνεύσουμε τις αντιδράσεις τους. Ο Vito Corleone όταν ανθίσταται στο δέλεαρ του μεγάλου κέρδους που θα του εξασφάλιζε η διακίνηση ναρκωτικών είναι σχεδόν συγκινητικός. Επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην ταινία δεν σκοτώνεται κανείς «αθώος» και δεν γίνονται αναφορές στην πορνεία, στην εκμετάλλευση αδυνάμων, στις εκτελέσεις αθώων. Η ταινία είναι μία ιστορία ανθρώπων του οργανωμένου εγκλήματος που ξεκαθαρίζουν τις διαφορές τους μεταξύ τους, που έχουν λόγο τιμής, που σέβονται ο ένας τη δύναμη και την προσωπικότητα του άλλου. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ανδρώνεται ο Michael Corleone, ο γιος του Vito που μετά την απόπειρα κατά του πατέρα του και την ατυχή προσπάθεια του θερμοκέφαλου αδελφού του Sonny να ηγηθεί της οικογένειας παίρνει την απόφαση να ακολουθήσει τον δρόμο που είχε αποκηρύξει. Βαθιά αμφιλεγόμενος χαρακτήρας, σκεπτόμενος, ουσιαστικά ικανός, αγνός στην αρχή της πορείας του, εγκεφαλικός και αποφασιστικός δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συμβολίζει την ίδια την Αμερική. Μέσα από την σταδιακή ‘μεταμόρφωση» του αγνού και ίσως ιδεαλιστή(?) Michael αντιλαμβανόμαστε την εξέλιξη ενός έφηβου έθνους που τελικά ενηλικιώθηκε σαν να προοριζόταν να καταλάβει τη θέση του «νονού» σύσσωμου του πλανήτη.
O Coppola καταθέτει μία κινηματογραφική γραφή που χαρακτηρίζεται από λεπτομέρεια και περισσή φροντίδα. Οι κύριες σκηνές του έργου είναι τόσο δουλεμένες που παρουσιάζονται τέλειες ως προς το σύνολό τους, την διάρκεια τους και κυρίως την αποτελεσματικότητά τους. Ο Coppola αριστοτεχνικά ανοίγει το φιλμ με την σκηνή του γάμου της κόρης του Vito Corleone. Κατά την διάρκεια του γλεντιού που λαμβάνει χώρα μετά τον γάμο, αφού έχουμε ήδη πληροφορηθεί ότι μέρα γάμου, ένας Σιτσιλιάνος δεν αρνείται καμία χάρη, και με αφορμή αυτό, ο σκηνοθέτης μας συστήνει όλους τους πρωταγωνιστές της ιστορίας και όχι μόνο. Μας δίνει για τον καθένα ιδιαίτερες λεπτομέρειες που θα μας βοηθήσουν να διαγνώσουμε την ψυχοπαθολογία τους και να ερμηνεύσουμε τις αντιδράσεις τους αργότερα. Ο Coppola «ανεβάζει» όλο το καστ του on stage και το επιστέγασμα αυτής της εισηγητικής σκηνής, είναι η φωτογραφία του γάμου που περιλαμβάνει όλη την φαμίλια. Με την ολοκληρώση της σκηνής έχουμε αντιληφθεί πλήρως το μέγεθος της προσωπικότητας και της επιρροής του Vito Corleone αλλά και την υποβόσκουσα αντιπαλότητα ανάμεσα σ’ αυτόν και τον πιο ενδιαφέροντα γιο του τον Michael. Η σκηνή-κλειδί είναι η σκηνή του φόνου του Solozzo από τον Michael. Είναι η σκηνή που ο ήρωας περνάει το κατώφλι των δισταγμών του, είναι η ώρα που εκπληρώνει την υπόσχεση που έχει δώσει στον πατέρα του στο νοσοκομείο. Μερικά δευτερόλεπτα αυτοσυγκέντρωσης και βιώνουμε την απόλυτη μεταμόρφωση, αισθανόμαστε την αποφασιστικότητα που τον πλημμυρίζει. Ο Michael σκοτώνει τον Sollozzo και εγκαταλείπει τον τόπο του εγκλήματος αγνοώντας κάθε συμβουλή του πρωτοπαλίκαρου Clemenza , αποδεικνύοντας ότι είναι ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός της φαμίλιας, ο κληρονόμος του θρυλικού πατέρα, αυτός που θα τον ξεπεράσει. Εκτός από την εκπληκτική απόδοση της μεταστροφής του χαρακτήρα και μάλιστα με έναν τόσο εσωστρεφές τρόπο που παραπέμπει απευθείας στην σκηνοθετική αντίληψη του Kazan, η σκηνή είναι άξια να μνημονευθεί και για το σασπένς της. Oι δόσεις της αγωνίας είναι μελετημένες και η κορύφωσή της επέρχεται κατά την έξοδο του Michael από τον χώρο του εγκλήματος όταν αψηφά την χιλιοειπωμένη συμβουλή «Πέταξε αμέσως το όπλο» και το κρατά τόσο ώστε να μας προκαλέσει ένα γερό σφίξιμο στο στομάχι. Είναι σαφές ότι ο σκηνοθέτης έχει μελετήσει αρκούντως τον μαιτρ του σασπένς. Η σκηνή της απόπειρας δολοφονίας του Vito, η σκηνή του νοσοκομείου, η σκηνή του θανάτου του Sonny, η σκηνή του γάμου στην Σικελία, η σκηνή της συνάντησης των αρχηγών των 5 οικογενειών, η τελική σκηνή της βάπτισης κατά την οποία ο Michael γίνεται νονός και με τις δύο έννοιες, την κλασσική και αυτή που εγκαινιάζει το φιλμ, όλες είναι προσεκτικά σχεδιασμένες και τέλεια γυρισμένες και η κάθε μία εισάγει καινούρια στοιχεία στον τρόπο απόδοσης της βίας. Η βία στο έργο του Coppola είναι τελετουργική. Σχεδόν κάθε σκηνή βίας είναι δομημένη έτσι ώστε παράπλευρες λεπτομέρειες πριν την κατεξοχήν πράξη να μας προειδοποιούν και άλλες κατά την διάρκεια ενός φόνου να συμπληρώνουν την σκηνή με έναν παράδοξο τρόπο. Στην σκηνή της απόπειρας κατά του Vito Corleone, μία σκηνή που ξαφνιάζει καθώς σχεδόν στην αρχή του έργου βλέπουμε να πυροβολούν αυτόν που θεωρούμε αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή, όταν η κάμερα ατενίζει από πάνω το πεσμένο σώμα του Brando στον δρόμο, γύρω του κυλούν φρούτα. Είναι μία λεπτομέρεια που τραβάει το βλέμμα πιθανώς γιατί η χρήση κίνησης – έστω και φρούτων- μία στιγμή που όλα και όλοι είχαν παγώσει προσδίδει μία αναπάντεχη δυναμική στην σκηνή. Ο Coppola δεν είναι φίλος της βίας, όταν όμως πρέπει να αποδώσει τέτοιες σκηνές το κάνει με έναν τρόπο που μένει αξέχαστος και που παρ’ όλο που είναι ευθύς και σοκαριστικός ακόμη και ο θεατής-μη φίλος της βίας δεν αποστρέφει το βλέμμα του.
Ο Brando ενσαρκώνει το αρχετυπικό πρότυπο του πατέρα-αφέντη της φαμίλιας με ένα εντελώς προσωπικό τρόπο και μακριά από κάθε ισχύον στερεότυπο. Η αντιφατικότητα του χαρακτήρα, αποδίδεται μέσα από την αντίθεση της εγκληματικής του φύσης και της ωριμότητας και της σοφίας ενός ανθρώπου που δείχνει ότι έχει εντρυφήσει στην ανθρώπινη ψυχή και ακόμη, αν είναι δυνατόν (!), έχει φιλοσοφήσει την βαθύτερη ουσία ενός εγκλήματος. Η ερμηνεία του χτίζεται πάντα σε αναφορα με τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Μπορεί να ξεχνάει τα λόγια του (του ήταν αδύνατο να τα απομνημονεύσει και στα γυρίσματα χρησιμοποιούνταν autocue) όμως το βαθύ του βλέμμα είναι εκεί για να διαλέγεται με τους νεαρούς ηθοποιούς που τον περιβάλλουν. Είναι πάντα ένα βήμα εμπρός τους. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την επιρροή Brando, όπως άλλωστε κανείς δεν ξεφεύγει από την εξουσία του Corleone. Όχι εξ αιτίας του φόβου, μα για λόγους σεβασμού και ασφάλειας.
Ο Al Pacino σ’ αυτήν την ταινία (σε όλη την τριλογία) ερμηνεύει έναν από τους πιο καθοριστικούς ρόλους της ζωής του. Και τους πιο ολοκληρωμένους. Αρχικά πιθανώς να το κάνει ερήμην του. Δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει αυτό που διέκρινε ο Coppola στο πρόσωπό του. Στη συνέχει όμως μπολιάζει το ρόλο με στοιχεία αυτού που θα αποτελέσει αργότερα την απαράμιλλη υποκριτική του περσόνα. Μέχρι τα μισά του έργου βλέπουμε έναν εκπληκτικό ηθοποιό, που χειρίζεται λυτρωτικά τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα, που επικοινωνεί τα διλήμματά του, που αφήνει να διαφανεί ότι παρά τις αντιδράσεις του είναι γνήσιος γιος του πατέρα του, που αποδεικνύεται αποφασιστικός και που είναι σκληρός όταν απαιτείται. Στην σκηνή όμως στη Σικελία που ζητάει με τον δικό του παράδοξο τρόπο την Απολλώνια σε γάμο από τον πατέρα της παίρνουμε μία μικρή γεύση από ένα εκπληκτικό Pacino όπως αυτός θα εξελιχθεί μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Η ερμηνεία του στηρίζεται κατά πολύ πάνω στη συνειδητοποιήση ότι η επιβίωση του και της οικογένειάς του έγκειται στην ικανότητά του να πραγματοποιήσει επιτυχώς την μετάβαση από τη μία φάση της ζωής του στην επόμενη. Ο Pacino προσδίδει στον χαρακτήρα του Michael το στοιχείο που απαιτείται προκειμένου να επιβληθεί στις φωνές του Sonny, την βλακεία του Freddo, την σοφία, προϊόν εμπειρίας του Vito και την μετριοπάθεια του Hagen, μία υποβόσκουσα απειλητική διάθεση που αφήνει διαρκώς υπονοούμενα για το πόσο ελαστικά μπορούν να γίνουν τα όρια του. Και στην κορυφαία σκηνή της βάπτισης το αποδεικνύει περίτρανα.
Ο James Caan καλείται να ενσαρκώσει τον Sonny, πρώτο γιο του Corleone, φυσικό διάδοχο. Η ερμηνεία είναι πραγματικά πολύ καλή, και συναντά κάθε προσδοκία του σκηνοθέτη .Ανυπόταχτος, με φλογερό ταμπεραμέντο, με αγαθές ως προς την οικογένεια διαθέσεις, θα θυσιαστεί λόγω της ανικανότητάς του να αυτοελέγχεται και αυτό θα είναι το τελευταίο μάθημα που θα πάρει ο Michael πριν γίνει Don. Ο Caan ερμηνεύει τον ρόλο με πάθος και σύνεση. Παρ’ όλο που μοιάζει αβανταδόρικος, στην ουσία είναι ένας ρόλος παγίδα. Εύκολα θα μπορούσε να τον οδηγήσει ένας ηθοποιός στα όρια της γραφικότητας. Ο φωνακλάς, γυναικάς, μη υπομονετικός και καθόλου ψύχραιμος και μετρημένος μαφιόζος, είναι εύκολο να αντιμετωπισθεί σε ένα πρώτο επίπεδο χωρίς καμία προσπάθεια εμβάθυνσης. Όμως όχι, ο Caan πριν εξωτερικεύσει τα χαρακτηριστικά του Sonny είχε σαφώς κάνει μία βουτιά στην ουσία του χαρακτήρα. Ο Sonny δεν είναι ανίκανος, είναι απλώς πιο παρορμητικός και λιγότερο υπολογιστικός (για να μην πω περισσότερο συναισθηματικός) από τον Michael.
Ο ρόλος στου Μάικλ στον Αλ Πατσίνο
Η δράση μιας μαφιόζικης ιταλικής οικογένειας που ζει στην Αμερική είναι το θέμα της ταινίας «Ο Νονός». Ο Βίτο Κορλεόνε, ο αποκαλούμενος Νονός και αρχηγός της οικογένειας, μετανάστευσε από την Ιταλία στην Νέα Υόρκη και σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε κυρίαρχος της ιταλικής μαφίας. Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μάριο Πούτζο, ο οποίος εμπνεύστηκε τους χαρακτήρες από τη δράση πραγματικών μαφιόζων. Μάλιστα είχε κυκλοφορήσει η φήμη, ότι ο χαρακτήρας του τραγουδιστή Τζόνι Φοντέιν ήταν βασισμένος στον Φρανκ Σινάτρα. Όταν το έμαθε ο τραγουδιστής είχε απειλήσει τον συγγραφέα ότι θα του σπάσει τα πόδια. Ωστόσο δεν εξοργίστηκε μόνο ο Σινάτρα με την υπόθεση της επικείμενης ταινίας. Ο Τζόι Κολόμπο, μπλεγμένος στην αμερικάνικη μαφία, όταν πληροφορήθηκε το θέμα της, ξεκίνησε να απειλεί τους παραγωγούς. Ακολουθούσε τα αυτοκίνητα τους και τους άφηνε προειδοποιητικά σημειώματα για να σταματήσουν τα γυρίσματα. Τελικά ύστερα από μεγάλη πίεση που υπέστησαν, ένας από τους παραγωγούς συναντήθηκε με τον Κολόμπο σε γνωστό ξενοδοχείο και συμφώνησαν να μην αναφέρεται στο σενάριο η λέξη «μαφία» και «κόζα νόστρα». Όντως και στις τρεις ταινίες η λέξη «μαφία» δεν αναφέρεται ποτέ από τους χαρακτήρες. Μάλιστα ο Κολόμπο είχε επισκεφτεί πολλές φορές τα γυρίσματα και ένας από τους σωματοφύλακες του, ο Λένι Μοντάνα είχε παίξει στη ταινία τον ρόλο του έμπιστου του Βίτο Κορλεόνε, Λούκα Μπράσι. Παρά τους αρχικούς προβληματισμούς, τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα. Οι παραγωγοί θεώρησαν ότι η καταγωγή του από την Ιταλία θα τον βοηθούσε να σκιαγραφήσει με τον καλύτερο τρόπο τους Κορλεόνε. Τα γυρίσματα έγιναν στην Νέα Υόρκη και διήρκεσαν δύο μήνες. Πριν ολοκληρωθούν, οι παραγωγοί ήδη προετοίμαζαν το δεύτερο μέρος καθώς ήταν σίγουροι για την επιτυχία της. Πράγματι «ο Νονός» έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου. Η συμβολή του Κόπολα ήταν τεράστια. Χάρη στην επιμονή του άλλωστε ο Αλ Πατσίνο πήρε το ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε, του μικρότερου γιου της οικογένειας. Ο Μάικλ ήταν το αγαπημένο παιδί του Βίτο Κορλεόνε που ανέλαβε την οικογενειακή «επιχείρηση» μετά τον θάνατο του πατέρα του. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο ηθοποιός, κανείς δεν τον ήθελε για το ρόλο του Μάικλ..Ο Πατσίνο ήταν άγνωστος ακόμα στα κινηματογραφικά στούντιο. Όταν εμφανίστηκε για δοκιμαστικό θεώρησαν ότι το πρόσωπο του ήταν χλωμό και δεν ταίριαζε στο ρόλο του μαφιόζου. Ωστόσο κατάφερε να κερδίσει τον ρόλο και μετά την ταινία να διαγράψει μια σημαντική καριέρα. Ο Πατσίνο κατά σύμπτωση είχε και ένα κοινό με τον χαρακτήρα του Μάικλ καθώς κατάγεται από την πόλη Κορλεόνε της Ιταλίας...
Η δράση μιας μαφιόζικης ιταλικής οικογένειας που ζει στην Αμερική είναι το θέμα της ταινίας «Ο Νονός». Ο Βίτο Κορλεόνε, ο αποκαλούμενος Νονός και αρχηγός της οικογένειας, μετανάστευσε από την Ιταλία στην Νέα Υόρκη και σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε κυρίαρχος της ιταλικής μαφίας. Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μάριο Πούτζο, ο οποίος εμπνεύστηκε τους χαρακτήρες από τη δράση πραγματικών μαφιόζων. Μάλιστα είχε κυκλοφορήσει η φήμη, ότι ο χαρακτήρας του τραγουδιστή Τζόνι Φοντέιν ήταν βασισμένος στον Φρανκ Σινάτρα. Όταν το έμαθε ο τραγουδιστής είχε απειλήσει τον συγγραφέα ότι θα του σπάσει τα πόδια. Ωστόσο δεν εξοργίστηκε μόνο ο Σινάτρα με την υπόθεση της επικείμενης ταινίας. Ο Τζόι Κολόμπο, μπλεγμένος στην αμερικάνικη μαφία, όταν πληροφορήθηκε το θέμα της, ξεκίνησε να απειλεί τους παραγωγούς. Ακολουθούσε τα αυτοκίνητα τους και τους άφηνε προειδοποιητικά σημειώματα για να σταματήσουν τα γυρίσματα. Τελικά ύστερα από μεγάλη πίεση που υπέστησαν, ένας από τους παραγωγούς συναντήθηκε με τον Κολόμπο σε γνωστό ξενοδοχείο και συμφώνησαν να μην αναφέρεται στο σενάριο η λέξη «μαφία» και «κόζα νόστρα». Όντως και στις τρεις ταινίες η λέξη «μαφία» δεν αναφέρεται ποτέ από τους χαρακτήρες. Μάλιστα ο Κολόμπο είχε επισκεφτεί πολλές φορές τα γυρίσματα και ένας από τους σωματοφύλακες του, ο Λένι Μοντάνα είχε παίξει στη ταινία τον ρόλο του έμπιστου του Βίτο Κορλεόνε, Λούκα Μπράσι. Παρά τους αρχικούς προβληματισμούς, τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα. Οι παραγωγοί θεώρησαν ότι η καταγωγή του από την Ιταλία θα τον βοηθούσε να σκιαγραφήσει με τον καλύτερο τρόπο τους Κορλεόνε. Τα γυρίσματα έγιναν στην Νέα Υόρκη και διήρκεσαν δύο μήνες. Πριν ολοκληρωθούν, οι παραγωγοί ήδη προετοίμαζαν το δεύτερο μέρος καθώς ήταν σίγουροι για την επιτυχία της. Πράγματι «ο Νονός» έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου. Η συμβολή του Κόπολα ήταν τεράστια. Χάρη στην επιμονή του άλλωστε ο Αλ Πατσίνο πήρε το ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε, του μικρότερου γιου της οικογένειας. Ο Μάικλ ήταν το αγαπημένο παιδί του Βίτο Κορλεόνε που ανέλαβε την οικογενειακή «επιχείρηση» μετά τον θάνατο του πατέρα του. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο ηθοποιός, κανείς δεν τον ήθελε για το ρόλο του Μάικλ..Ο Πατσίνο ήταν άγνωστος ακόμα στα κινηματογραφικά στούντιο. Όταν εμφανίστηκε για δοκιμαστικό θεώρησαν ότι το πρόσωπο του ήταν χλωμό και δεν ταίριαζε στο ρόλο του μαφιόζου. Ωστόσο κατάφερε να κερδίσει τον ρόλο και μετά την ταινία να διαγράψει μια σημαντική καριέρα. Ο Πατσίνο κατά σύμπτωση είχε και ένα κοινό με τον χαρακτήρα του Μάικλ καθώς κατάγεται από την πόλη Κορλεόνε της Ιταλίας...
Ο Robert Duvall, ερμηνεύει τον ρόλο του Tom Hagen ενός εν δυνάμει γιου του Corleone, ήρεμου και αξιοπρεπούς. Πίσω από την δράση, μετριοπαθής, ο Duvall προσεγγίζει τον ρόλο με μία ικανότητα ανέκφραστης εκφραστικότητας. Διατυπώνει διαρκώς ορθολογικές απόψεις χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του να εκφράσει τα πραγματικά του συναισθήματα παρά μόνο με τα μάτια. Η γυναικεία απουσία είναι αισθητή. Οι γυναίκες της φαμίλιας δεν έχουν θέση σ’ αυτό το δράμα, δεν είναι τυχαίο ότι δεν ακούμε ούτε καν το όνομα της συζύγου Corleone σ’ όλο το φιλμ. Ο ρόλος που παίζουν είναι επικουρικός, αναφέρονται μόνο όταν γεννάνε ή όταν καλούνται να κλάψουν ένα νεκρό. Η περιφρόνηση που γνωρίζουν υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο από την ευκολία με την οποία οι σύζυγοι και αδελφοί τους τους λένε ψέματα. Ο Michael κοιτάει την αδελφή του και την γυναίκα του κατάματα που αποποιείται κάθε ευθύνη για τον θάνατο του γαμπρού του. Δεν θα το έκανε αυτό σε έναν άντρα της φαμίλιας. Ο κώδικας τιμής δεν θα το επέτρεπε ποτέ. Η μόνη γυναίκα που ξεχωρίζει είναι η δεύτερη σύζυγος του Michael (Diane Keaton). Μία ξένη, που η ελαχίστως αναλυμένη προσωπικότητά της προοικονομεί την επερχόμενη αντίδρασή της στο νέο πρόσωπο και ρόλο του άντρα της.
Η επιλογή του Μπράντο
Ο Κόπολα έπαιξε καταλυτικό ρόλο και στη δύσκολη επιλογή του ηθοποιού που θα υποδυόταν τον πατριάρχη και αρχηγό της μαφίας, Βίτο Κορλεόνε. Ο ρόλος του «Νονού» ήταν αρκετά περιζήτητος και πολλοί ηθοποιοί αυτοπροτάθηκαν. Όπως είχε δηλώσει ο Πούτζο τον είχε εμπνευστεί από τη προσωπικότητα της μητέρας του! Ο Κόπολα ήταν κάθετος και ήθελε τον Μάρλον Μπράντο να τον ενσαρκώσει. Οι παραγωγοί προβληματίστηκαν αρχικά με την επιλογή του γιατί θεωρούταν ιδιότροπος και θα προκαλούσε πρόβλημα με τις απαιτήσεις του. Ο Κόπολα επειδή γνώριζε ότι ο Μπράντο δεν θα περνούσε ποτέ από τα συνηθισμένα δοκιμαστικά πήγε με την κάμερα του σπίτι του. Ο Μπράντο του άνοιξε τη πόρτα φορώντας ένα κιμονό. Έβαψε τα μαλλιά του μαύρα με ένα βερνίκι παπουτσιών και έβαλε βαμβάκι στα μαγουλά του ώστε να μοιάζει με μπουλντόγκ. Στη συνέχεια άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε να λέει τα λόγια με την ήρεμη φωνή του. Ο Κόπολα είχε μπροστά του τον αδίστακτο Βίτο Κορλεόνε, ο ρόλος ήταν δικός του....
Ο Κόπολα έπαιξε καταλυτικό ρόλο και στη δύσκολη επιλογή του ηθοποιού που θα υποδυόταν τον πατριάρχη και αρχηγό της μαφίας, Βίτο Κορλεόνε. Ο ρόλος του «Νονού» ήταν αρκετά περιζήτητος και πολλοί ηθοποιοί αυτοπροτάθηκαν. Όπως είχε δηλώσει ο Πούτζο τον είχε εμπνευστεί από τη προσωπικότητα της μητέρας του! Ο Κόπολα ήταν κάθετος και ήθελε τον Μάρλον Μπράντο να τον ενσαρκώσει. Οι παραγωγοί προβληματίστηκαν αρχικά με την επιλογή του γιατί θεωρούταν ιδιότροπος και θα προκαλούσε πρόβλημα με τις απαιτήσεις του. Ο Κόπολα επειδή γνώριζε ότι ο Μπράντο δεν θα περνούσε ποτέ από τα συνηθισμένα δοκιμαστικά πήγε με την κάμερα του σπίτι του. Ο Μπράντο του άνοιξε τη πόρτα φορώντας ένα κιμονό. Έβαψε τα μαλλιά του μαύρα με ένα βερνίκι παπουτσιών και έβαλε βαμβάκι στα μαγουλά του ώστε να μοιάζει με μπουλντόγκ. Στη συνέχεια άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε να λέει τα λόγια με την ήρεμη φωνή του. Ο Κόπολα είχε μπροστά του τον αδίστακτο Βίτο Κορλεόνε, ο ρόλος ήταν δικός του....
Η μεταμόρφωση του Μπράντο σε Βίτο Κορλεόνε
Οι ηθοποιοί μελέτησαν αρκετά πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Επισκέφτηκαν μετανάστες στην Νέα Υόρκη και συναντήθηκαν με πραγματικούς μαφιόζους. Ο Μπράντο παρακολούθησε ακροάσεις του αρχιμαφιόζου Φρανκ Κοστέλλο, από τον οποίο εμπνεύστηκε την βραχνή ψιθυριστή φωνή του Βίτο. Τρεις ώρες διαρκούσε η μεταμόρφωση του σε Βίτο Κορλεόνε. Το βαρύ μακιγιάζ του ηθοποιού ήταν η αιτία που οι περισσότερες σκηνές του ήταν τόσο σκοτεινές καθώς ο Μπράντο ήταν 47 χρονών και έπρεπε να φαίνεται μεγαλύτερος. Επίσης, ο Μπράντο ήθελε το πρόσωπο του να δείχνει άγριο και να παραπέμπει σε μπουλντόγκ. Για το λόγο αυτό, τοποθετούσε βαμβάκι στα μάγουλά του για να είναι φουσκωμένα και φορούσε ένα ειδικό μασελάκι στο στόμα.
Η σκηνή με το κεφάλι αλόγου και οι αντιδράσεις
Η σκηνή που Τζακ Γουόλζ ξυπνάει μέσα στα αίματα και βλέπει στο κρεβάτι του ένα κεφάλι αλόγου προκάλεσε αντιδράσεις από τις φιλοζωικές οργανώσεις. Το ζώο ήταν αληθινό και είχε παραγγελθεί από ένα εργοστάσιο σκυλοτροφών που έσφαζε καθημερινά 200 άλογα. Το γύρισμα που κόστισε περισσότερο και διήρκεσε τρεις ημέρες ήταν η δολοφονία του Σόνι Κορλεόνε. Ο Κόπολα επιθυμούσε έναν εντυπωσιακό θάνατο για τον Σόνι. Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε το όνομα του από τον γιο του Αλ Καπόνε. Ο Σόνι βγαίνει από το αμάξι του και εκατοντάδες σφαίρες τον χτυπούν. Συνολικά χρειάστηκαν 127 θήκες ψεύτικου αίματος οι οποίες ήταν κρυμμένες στο σακάκι. Οι πρωτότυπες δολοφονίες των αντιπάλων της οικογένειας δεν ήταν σενάριο φαντασίας αλλά εμπνευσμένες από πραγματικές δολοφονίες μαφιόζων....
Οι ηθοποιοί μελέτησαν αρκετά πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Επισκέφτηκαν μετανάστες στην Νέα Υόρκη και συναντήθηκαν με πραγματικούς μαφιόζους. Ο Μπράντο παρακολούθησε ακροάσεις του αρχιμαφιόζου Φρανκ Κοστέλλο, από τον οποίο εμπνεύστηκε την βραχνή ψιθυριστή φωνή του Βίτο. Τρεις ώρες διαρκούσε η μεταμόρφωση του σε Βίτο Κορλεόνε. Το βαρύ μακιγιάζ του ηθοποιού ήταν η αιτία που οι περισσότερες σκηνές του ήταν τόσο σκοτεινές καθώς ο Μπράντο ήταν 47 χρονών και έπρεπε να φαίνεται μεγαλύτερος. Επίσης, ο Μπράντο ήθελε το πρόσωπο του να δείχνει άγριο και να παραπέμπει σε μπουλντόγκ. Για το λόγο αυτό, τοποθετούσε βαμβάκι στα μάγουλά του για να είναι φουσκωμένα και φορούσε ένα ειδικό μασελάκι στο στόμα.
Η σκηνή με το κεφάλι αλόγου και οι αντιδράσεις
Η σκηνή που Τζακ Γουόλζ ξυπνάει μέσα στα αίματα και βλέπει στο κρεβάτι του ένα κεφάλι αλόγου προκάλεσε αντιδράσεις από τις φιλοζωικές οργανώσεις. Το ζώο ήταν αληθινό και είχε παραγγελθεί από ένα εργοστάσιο σκυλοτροφών που έσφαζε καθημερινά 200 άλογα. Το γύρισμα που κόστισε περισσότερο και διήρκεσε τρεις ημέρες ήταν η δολοφονία του Σόνι Κορλεόνε. Ο Κόπολα επιθυμούσε έναν εντυπωσιακό θάνατο για τον Σόνι. Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε το όνομα του από τον γιο του Αλ Καπόνε. Ο Σόνι βγαίνει από το αμάξι του και εκατοντάδες σφαίρες τον χτυπούν. Συνολικά χρειάστηκαν 127 θήκες ψεύτικου αίματος οι οποίες ήταν κρυμμένες στο σακάκι. Οι πρωτότυπες δολοφονίες των αντιπάλων της οικογένειας δεν ήταν σενάριο φαντασίας αλλά εμπνευσμένες από πραγματικές δολοφονίες μαφιόζων....