Τι είναι αυτό που κρατά την Casablanca μέσα στην δεκάδα των καλύτερων φιλμ που γυρίστηκαν ποτέ και ταυτόχρονα στη λίστα των φιλμ που είμαστε πάντα έτοιμοι να ξαναδούμε? Δεν μπορεί να είναι μόνο η σφιχτοδεμένη σκηνοθεσία, οι πλούσιες ερμηνείες, η μαγική ατμόσφαιρα και το συγκινητικό ρομάντζο. Υπάρχουν ανάλογες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου και ορισμένες απ’ αυτές μετά δυσκολίας βλέπονται δεύτερη φορά. Ο Umberto Eco παρατήρησε ότι η Casablanca δεν είναι απλώς μία ταινία - «is not just one film. It is many films, an anthology» - είναι ένα συνοθύλευμα στοιχείων της δυτικής κουλτούρας αλλά και αξιών τις οποίες ο δυτικός κόσμος πίστευε ότι υπεράσπιζε κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία ενσωματώνει κάθε αγαπημένο κλισέ και όπως πολύ εύστοχα συνεχίζει ο Eco, η διαπίστωση ενός ή δύο κλισέ μας κάνει να γελούμε, η συνεύρεση όμως εκατό κλισέ μας συγκινεί καθώς δίνει απρόσμενο βάθος στο έργο αλλά και νέες ερμηνευτικές διεξόδους στους θεατές του.
Ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του αμερικάνικου κινηματογράφου και μία από τις πιο πολυαγαπημένες ταινίες όλων των εποχών. Ρικ Μπλέιν. Ένας εντυπωσιακά πολυεπίπεδος χαρακτήρας που έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Ερμηνευμένος τόσο μα τόσο εκπληκτικά από τον Χαμφρεϋ Μπόγκαρτ, είναι ένας άνθρωπος σκληρός και κυνικός, μα στην πραγματικότητα βαθιά πληγωμένος και τελικά αλτρουιστής. Ο Ρικ ‘σπάει’ και το ραγισμένο βλέμμα του Μπόγκαρτ προκαλεί ρίγος…«Play it , Sam». Η πιο χαρακτηριστική από τις ατάκες της ταινίας που έχουν αφήσει εποχή. Το αριστουργηματικό σενάριο δίκαια βραβεύτηκε με Όσκαρ και το «As time goes by» έγινε σήμα κατατεθέν της «Casablanca». Η ταινία κέρδισε επίσης Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας για τον Μάικλ Κέρτις, που κατάφερε να πλαισιώσει με χαρακτήρες με αξιοθαύμαστο βάθος και σκέψεις γύρω από τον τρόμο του πολέμου, ένα από τα πιο μνημειώδη και συγκινητικά ρομάντζα της ιστορίας του κινηματογράφου, που στην πραγματικότητα όμως είναι ένας έρωτας καταδικασμένος... Η μελαγχολία, η συγκίνηση, ο ρομαντισμός, το καταπληκτικό καστ και η γοητευτική νουάρ ατμόσφαιρα του μεγαλόπρεπου αυτού masterpiece το καθιστούν μία από τις πιο κλασσικές ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, μία αξεπέραστη ταινία ορόσημο που, αληθινά, δεν έχει γεράσει ούτε κατά μία ρυτίδα… Ο σκηνοθέτης Μάικλ Κέρτιζ μισούσε το σενάριο, το οποίο επιπλέον δεν είχε φινάλε. Πώς αυτή η έλλειψη ενθουσιασμού και η αναποφασιστικότητα, ως προς την εξέλιξη της δράσης, είχε ως αποτέλεσμα μια από τις ωραιότερες χολιγουντιανές ταινίες;
Πρώτη επιλογή για το ρόλο της Ίλσα ήταν η Αν Σέρινταν, ενώ κάποια στιγμή προσέγγισαν και τη Χέντι Λαμάρ. Στο τέλος ο Γουόρνερ δανείστηκε την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η οποία ανήκε στο ενεργητικό της εταιρίας του παραγωγού Ντέιβιντ Ο' Σέλζνικ, ανταλλάσσοντάς την με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ. Ο Μπόγκαρτ ανέλαβε τον πρώτο του ρομαντικό πρωταγωνιστικό ρόλο με την ταινία Καζαμπλάνκα - μέχρι το 1941 είχε αναλάβει αποκλειστικά ρόλους γκάνγκστερ (με εξαίρεση ίσως Το Γεράκι της Μάλτας, όπου υποδυόταν τον ντετέκτιβ -. Ο Πολ Χένριντ ήταν διστακτικός να αναλάβει το δευτεραγωνιστικό ρόλο του Βίκτορ Λάζλο στην ταινία. Δέχτηκε μόνο όταν ο Ουόλις του υποσχέθηκε ότι το όνομά του θα αναγραφόταν στους τίτλους πλάι σε εκείνα των Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Ο Χένριντ δεν είχε καλές σχέσεις με τους συμπρωταγωνιστές του: αποκάλεσε τον Μπόγκαρτ μέτριο ηθοποιό, ενώ η Μπέργκμαν τον αποκάλεσε πριμαντόνα.
Θρυλική ασπρόμαυρη ταινία, παραγωγής 1942. Είναι ένα ρομαντικό φιλμ με φόντο τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που σκηνοθέτησε ο Μάικλ Κέρτιζ, με πρωταγωνιστές τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Θεωρείται από τις κορυφαίες στιγμές της έβδομης τέχνης, σύμφωνα με τους ειδικούς. Η ταινία βασίζεται στο θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπάρνετ και Τζόαν Άλισον Everybody Comes to Rick's, τα δικαιώματα του οποίου εξασφάλισε αντί 20.000 δολαρίων ο μεγαλοπαραγωγός του Χόλιγουντ, Χαλ Γουόλις, ποσό μεγάλο για άπαιχτο θεατρικό έργο εκείνη την εποχή. Οι σεναριογράφοι της ταινίας αδελφοί Επστάιν και Χάουαρντ Κοτς μετέφεραν τη δράση του έργου από τη Βιέννη στην κοσμοπολίτικη Καζαμπλάνκα, που έδωσε και το όνομά της στην ταινία.Ο Γουόλις ήθελε για σκηνοθέτη τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, που, όμως, δεν ήταν διαθέσιμος και κατέληξε στον φίλο του Μάικλ Κέρτιζ, έναν Ουγγροεβραίο μετανάστη και ικανό κινηματογραφιστή. Πρώτη επιλογή για το δίδυμο των πρωταγωνιστών ήταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν (ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ) και η Αν Σέρινταν. Τελικά, τους ρόλους ανέλαβαν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ κι η Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Τα γυρίσματα της Καζαμπλάνκα ξεκίνησαν στις 25 Μαΐου 1942 και ολοκληρώθηκαν στις 3 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Έγιναν σε στούντιο, εκτός των σκηνών στο αεροδρόμιο που γυρίστηκαν σε φυσικό χώρο. Η ταινία κόστισε 1.039.000 δολάρια και ήταν μια μέση παραγωγή για τα μέτρα της εποχής. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων προέκυψε πρόβλημα με το ύψος των πρωταγωνιστών. Η Σουηδέζα ηθοποιός προεξείχε του Μπόγκαρτ κατά πέντε πόντους στις μεταξύ τους σκηνές. Για να φαίνεται ψηλότερος, ο Μπόγκι πατούσε πάνω σε τούβλα ή μαξιλάρια κι έτσι η τάξη επί της οθόνης αποκαταστάθηκε. Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο διακεκριμένος συνθέτης Μαξ Στάινερ, με κορυφαία στιγμή τη Μάχη των τραγουδιών, όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη Μασσαλιώτιδα, οι δε το τραγούδι Die wacht am Rhein (Η Φρουρά στο Ρήνο). Ξεχωριστή στιγμή αποτελεί το τραγούδι του Χέρμαν Χάπφελντ As Time Goes By, που στην ενορχήστρωση του Στάινερ υπογραμμίζει τις δραματικές κορυφώσεις της ταινίας.
Η πρεμιέρα της Καζαμπλάνκα δόθηκε με πάσα επισημότητα στις 26 Νοεμβρίου 1942 στο Χόλιγουντ Θίατερ της Νέας Υόρκης, προκειμένου να συμπέσει με την απόβαση των Συμμάχων στη γαλλοκρατούμενη Βόρειο Αφρική και την κατάληψη της Καζαμπλάνκα. Σε γενική προβολή βγήκε στις 23 Ιανουαρίου 1943 για να εκμεταλλευτεί τη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα μεταξύ Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ. Στην Ελλάδα έκανε πρεμιέρα μεσούσης της Κατοχής στις 11 Οκτωβρίου 1943. Η υποδοχή της από το κοινό υπήρξε θερμή. Με εισπράξεις 3,7 εκατομμυρίων δολαρίων κατέλαβε την 7η θέση στο πίνακα με τις εμπορικότερες ταινίες του 1943. Το ίδιο θερμή ήταν και η αμερικάνικη κριτική, με εξαίρεση το χλιαρό σχόλιο του περιοδικού The New Yorker, που τη χαρακτήρισε «απλώς ανεκτή». Το 1944 η Καζαμπλάνκα ήταν υποψήφια για οκτώ βραβεία Όσκαρ και τελικά κέρδισε τρία (διασκευασμένου σεναρίου, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας).
Η πρεμιέρα της Καζαμπλάνκα δόθηκε με πάσα επισημότητα στις 26 Νοεμβρίου 1942 στο Χόλιγουντ Θίατερ της Νέας Υόρκης, προκειμένου να συμπέσει με την απόβαση των Συμμάχων στη γαλλοκρατούμενη Βόρειο Αφρική και την κατάληψη της Καζαμπλάνκα. Σε γενική προβολή βγήκε στις 23 Ιανουαρίου 1943 για να εκμεταλλευτεί τη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα μεταξύ Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ. Στην Ελλάδα έκανε πρεμιέρα μεσούσης της Κατοχής στις 11 Οκτωβρίου 1943. Η υποδοχή της από το κοινό υπήρξε θερμή. Με εισπράξεις 3,7 εκατομμυρίων δολαρίων κατέλαβε την 7η θέση στο πίνακα με τις εμπορικότερες ταινίες του 1943. Το ίδιο θερμή ήταν και η αμερικάνικη κριτική, με εξαίρεση το χλιαρό σχόλιο του περιοδικού The New Yorker, που τη χαρακτήρισε «απλώς ανεκτή». Το 1944 η Καζαμπλάνκα ήταν υποψήφια για οκτώ βραβεία Όσκαρ και τελικά κέρδισε τρία (διασκευασμένου σεναρίου, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας).
Με τη διαδρομή του χρόνου, η Καζαμπλάνκα απέκτησε διάρκεια και αντοχή, για να τη χαρακτηρίζουμε σήμερα κλασσική ταινία. Όποτε επαναπροβλήθηκε στους κινηματογράφους αντιμετωπίστηκε θετικά από κοινό και κριτικούς, ενώ οι προβολές της στην αμερικάνικη τηλεόραση συγκεντρώνουν πάντα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης. Μπορεί ο Πολίτης Κέιν του Όρσον Γουέλς, που κυκλοφόρησε σχεδόν την ίδια περίοδο, να θεωρείται η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, αλλά η Καζαμπλάνκα είναι σίγουρα η πιο αγαπητή. Ίσως γιατί ο ικανός τεχνίτης Μάικλ Κέρτιζ ανέμιξε στις σωστές δόσεις το δράμα, το μελόδραμα, την κωμωδία και την ίντριγκα, ενώ είχε στη διάθεσή του κι ένα χαρισματικό ζευγάρι πρωταγωνιστών, που μεγαλούργησε στην οθόνη. Μεγαλύτερος πολέμιος της ταινίας στάθηκε ο γνωστός σημειολόγος Ουμπέρτο Έκο. «Η Καζαμπλάνα είναι ένα πολύ μέτριο φιλμ… Μου θυμίζει κόμικ - στριπ, με χαρακτήρες καρικατούρες, χωρίς ψυχολογικό βάθος» έγραψε σ' ένα του κείμενο. Η ταινία περιέχει και μερικές από τις πλέον αξιοσημείωτες ατάκες στην ιστορία του κινηματογράφου. Στον σχετικό πίνακα που συντάχθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου το 2005 περιέχονται έξι, οι πιο πολλές από τις ταινίες που ανθολογήθηκαν:
- «Here's looking at you, kid» (5η θέση)
- «Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship» (20η)
- «Play it, Sam. Play 'As Time Goes By'» (28η), η πιο διάσημη ατάκα της ταινίας, που την γνωρίζουμε λανθασμένα ως «Play it again, Sam»
- «Round up the usual suspects» (32η)
- «We'll always have Paris» (43η)
- «Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine» (67η)
Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της ταινίας έπαιξε η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Άρθουρ Έντεσον, ο οποίος χρησιμοποίησε σκοτεινό φωτισμό που παραπέμπει στα φιλμ νουάρ και τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, ενώ πίσω από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών εμφανίζονται λωρίδες σκιάς που παραπέμπουν στη φυλάκιση, στον εσταυρωμένο και στον Σταυρό της Λωρραίνης. Το τραγούδι As Time Goes By επίσης συνετέλεσε στην επιτυχία της ταινίας. Το τραγούδι αναφερόταν επίσης στο θεατρικό και ο συνθέτης Μαξ Στάινερ ήθελε να γράψει καινούργιο μουσικό θέμα για να το αντικαταστήσει, αλλά όταν η Μπέργκμαν κλήθηκε να ξαναγυρίσει τις σκηνές στις οποίες ακούγεται το τραγούδι είχε ήδη κόψει τα μαλλιά της κοντά για τον επόμενο ρόλο της εκείνον της Μαρίας στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα και δεν μπόρεσε να ξαναγυρίσει τις σκηνές της.
H ιστορία της ταινίας
Στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εξωτική Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο, αποτελεί σταυροδρόμι των λαών που ψάχνουν μια διέξοδο από τα δεινά της Ευρώπης κι ένα εισιτήριο, προς την ελεύθερη Αμερική. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο πολιτικοί πρόσφυγες, τυχοδιώκτες, απατεώνες, καταζητούμενοι, καιροσκόποι, αντιστασιακοί, ένα σωρό διαφορετικοί άνθρωποι, που όλοι τους αναζητούν μια ελπίδα για επιβίωση. Εδώ βρίσκεται κι ο Ρικ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), ένας Αμερικανός ιδιοκτήτης νυχτερινού κλαμπ. Ο Ρικ είναι κυνικός, απόμακρος και επιφανειακά σκληρός. Μια μέρα όμως, εμφανίζεται στο κλαμπ του, η πρώην αγαπημένη του, Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), με την οποία έζησε έναν μεγάλο έρωτα στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Η Ίλσα τότε τον είχε εγκαταλείψει ανεξήγητα. Τώρα, η ξαφνική της επανεμφάνιση, τον αναστατώνει, καθώς ο έρωτας ανάμεσά τους ξαναφουντώνει. Ο Ρικ σύντομα καταλαβαίνει ότι η Ίλσα τον άφησε τότε από υποχρέωση στο σύζυγό της, Βίκτωρ Λάζλο, έναν θρυλικό αντιστασιακό, που καταζητείται από τους ναζί. Ο Ρικ θα αντιμετωπίσει έτσι ένα ηθικό δίλημμα, να διεκδικήσει ξανά τον μεγάλο του έρωτα ή να θυσιαστεί για χάρη ενός ανώτερου σκοπού, όπως είναι ο παγκόσμιος αγώνας ενάντια στον ναζισμό και να βοηθήσει τον Βίκτωρ και την Ίλσα να δραπετεύσουν στην Αμερική;
Για το κοινό που πρωτοπαρακολούθησε την ταινία, τα γεγονότα που περιέγραφε δεν ήταν ιστορία, αλλά επικαιρότητα. Η ζωή και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Η «πατριωτική» σκηνή, όπου οι θαμώνες του μαγαζιού τραγουδούν μαζί τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας, για να καλύψουν τις φωνές των Γερμανών αξιωματικών, έκανε πολλούς να δακρύσουν στους κινηματογράφους, αλλά και στα γυρίσματα. Ακόμα και ο Μάρνεϊ Μπένετ, ο άνθρωπος που έγραψε το θεατρικό έργο «Everybody Comes to Rick’s», όπου βασίστηκε η ταινία, εκμυστηρεύτηκε ότι έκλαιγε, την ώρα που έγραφε τη σκηνή: «Έκλαιγα όταν την έγραφα. Κυριολεκτικά, έκλαιγα καθώς έγραφα. Δάκρυα, πραγματικά δάκρυα. Ήταν τόσο έντονη για μένα. Και ήταν τόσο έντονη και στην ταινία». Στα γυρίσματα, πολλοί απ’ τους κομπάρσους ήταν Ευρωπαίοι πρόσφυγες, που είχαν καταφύγει στην Αμερική, για να γλιτώσουν από τον πόλεμο. Για αυτούς, η σκηνή δεν ήταν μία φανταστική ιστορία, αλλά η οικογένεια, οι φίλοι και η πατρίδα που άφησαν πίσω. Τα δάκρυα των ηθοποιών και των κομπάρσων δεν ήταν γραμμένα στο σενάριο, αλλά η αυθόρμητη αντίδρασή τους..Η σκηνή με την Μασσαλιώτιδα όπου οι κομπάρσοι κλαίνε, «επικαιροποιήθηκε» μετά τα τραγικά γεγονότα στο Παρίσι στην τρομοκρατική επίθεση των Ισλαμιστών. Χιλιάδες χρήστες αναδημοσίευσαν τη σκηνή στο διαδίκτυο σε ένδειξη συμπαράστασης στον γαλλικό λαό που δοκιμάστηκε από το χτύπημα..
Στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εξωτική Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο, αποτελεί σταυροδρόμι των λαών που ψάχνουν μια διέξοδο από τα δεινά της Ευρώπης κι ένα εισιτήριο, προς την ελεύθερη Αμερική. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο πολιτικοί πρόσφυγες, τυχοδιώκτες, απατεώνες, καταζητούμενοι, καιροσκόποι, αντιστασιακοί, ένα σωρό διαφορετικοί άνθρωποι, που όλοι τους αναζητούν μια ελπίδα για επιβίωση. Εδώ βρίσκεται κι ο Ρικ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), ένας Αμερικανός ιδιοκτήτης νυχτερινού κλαμπ. Ο Ρικ είναι κυνικός, απόμακρος και επιφανειακά σκληρός. Μια μέρα όμως, εμφανίζεται στο κλαμπ του, η πρώην αγαπημένη του, Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), με την οποία έζησε έναν μεγάλο έρωτα στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Η Ίλσα τότε τον είχε εγκαταλείψει ανεξήγητα. Τώρα, η ξαφνική της επανεμφάνιση, τον αναστατώνει, καθώς ο έρωτας ανάμεσά τους ξαναφουντώνει. Ο Ρικ σύντομα καταλαβαίνει ότι η Ίλσα τον άφησε τότε από υποχρέωση στο σύζυγό της, Βίκτωρ Λάζλο, έναν θρυλικό αντιστασιακό, που καταζητείται από τους ναζί. Ο Ρικ θα αντιμετωπίσει έτσι ένα ηθικό δίλημμα, να διεκδικήσει ξανά τον μεγάλο του έρωτα ή να θυσιαστεί για χάρη ενός ανώτερου σκοπού, όπως είναι ο παγκόσμιος αγώνας ενάντια στον ναζισμό και να βοηθήσει τον Βίκτωρ και την Ίλσα να δραπετεύσουν στην Αμερική;
Για το κοινό που πρωτοπαρακολούθησε την ταινία, τα γεγονότα που περιέγραφε δεν ήταν ιστορία, αλλά επικαιρότητα. Η ζωή και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Η «πατριωτική» σκηνή, όπου οι θαμώνες του μαγαζιού τραγουδούν μαζί τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας, για να καλύψουν τις φωνές των Γερμανών αξιωματικών, έκανε πολλούς να δακρύσουν στους κινηματογράφους, αλλά και στα γυρίσματα. Ακόμα και ο Μάρνεϊ Μπένετ, ο άνθρωπος που έγραψε το θεατρικό έργο «Everybody Comes to Rick’s», όπου βασίστηκε η ταινία, εκμυστηρεύτηκε ότι έκλαιγε, την ώρα που έγραφε τη σκηνή: «Έκλαιγα όταν την έγραφα. Κυριολεκτικά, έκλαιγα καθώς έγραφα. Δάκρυα, πραγματικά δάκρυα. Ήταν τόσο έντονη για μένα. Και ήταν τόσο έντονη και στην ταινία». Στα γυρίσματα, πολλοί απ’ τους κομπάρσους ήταν Ευρωπαίοι πρόσφυγες, που είχαν καταφύγει στην Αμερική, για να γλιτώσουν από τον πόλεμο. Για αυτούς, η σκηνή δεν ήταν μία φανταστική ιστορία, αλλά η οικογένεια, οι φίλοι και η πατρίδα που άφησαν πίσω. Τα δάκρυα των ηθοποιών και των κομπάρσων δεν ήταν γραμμένα στο σενάριο, αλλά η αυθόρμητη αντίδρασή τους..Η σκηνή με την Μασσαλιώτιδα όπου οι κομπάρσοι κλαίνε, «επικαιροποιήθηκε» μετά τα τραγικά γεγονότα στο Παρίσι στην τρομοκρατική επίθεση των Ισλαμιστών. Χιλιάδες χρήστες αναδημοσίευσαν τη σκηνή στο διαδίκτυο σε ένδειξη συμπαράστασης στον γαλλικό λαό που δοκιμάστηκε από το χτύπημα..
Κληρονομιά
Όταν μια ταινία πρόκειται να αγαπηθεί από τόσο κόσμο, όλο το σύμπαν συνωμοτεί ώστε όλες οι συνθήκες να την ευνοήσουν… Αυτή η παράφραση της διάσημης ρήσης του Paulo Coelho αντικατοπτρίζει πλήρως τα παρασκηνιακά δρώμενα των γυρισμάτων της ταινία του Michael Curtiz: Ronald Reagan και Ann Sheridan απορρίπτονται την τελευταία στιγμή από τους ρόλους των Rick και Ilsa, η happy ending εκδοχή του σεναρίου κατά την οποία το ζευγάρι δε χωρίζει με το κλείσιμο του φιλμ αλλάζεται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η σύνοδος κορυφής των Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ στην Καζαμπλάνκα πριμοδοτεί την ταινία με έξτρα πόντους διαφήμισης – ωθώντας την στην άνετη κατάκτηση τριών Όσκαρ (ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου). Humphrey Bogart και Ingrid Bergman ενσαρκώνουν το απόλυτο κινηματογραφικό ζευγάρι, με εκείνον να φιγουράρει ως τη φιλμική αντανάκλαση των γυναικείων φαντασιώσεων κι εκείνη να μαγεύει με τη μελαγχολική ομορφιά της, σε μια εικονογραφημένη χημική συνουσία μέγιστης συνάφειας.
Καζαμπλανκα, μια λεξη που σφραγισε μια ολοκληρη γενια και εδωσε σπιθες ζωης σε αυτες που ακολουθησαν. Καποιες ταινιες απλα γραφουν ιστορια, κρατωντας τον πυρσο της τεχνης που υπηρετουν ψηλα. Μετατρεπονται σε φαρο. Οπως οι ερμηνειες των Humphrey Bogart και Ingrid Bergman που μνημονευονται μεσα στο περασμα των χρονων ως διαχρονικες αξιες που ανυψωσαν τον ερμηνευτικο πηχη δυο σπιθαμες ψηλοτερα. Οπως η απλοτητα μιας αφηγησης που ξερει τον τροπο να μεταμορφωσει την ιστορια ενος ερωτα σε ποιητικο στιχο, αντλωντας οση δυναμη και φλογα μπορει να γεννηθει απο μια σειρα ασπρομαυρων φιγουρων. Οπως η αριστοτεχνικα αμεση εικονοπλασια του Michael Curtiz, που κανει τα καρε να παλλονται απο ζωη, κερδιζοντας το Οσκαρ. Οπως η αποκαλυπτικη ερμηνεια του Claude Rains, που παρα τη σαγηνευτικη λαμψη της Bergman και το εσωτερικο παθος του Bogart, κατορθωνει να ξεφυγει απο την αχαρη θεση του δευτερευοντος ρολου. Οπως ο παρατολμος δυναμισμος της ταινιας, που δειχνοντας θαυμαστη εμπιστοσυνη στο δυνατο σεναριο (βασισμενο στο θεατρικο των Murray Burnett και Joan Alison “Everybody Comes to Rick’s”) αντισταθηκε στις κερδοθηρικες σειρηνες απαντωντας με ενα γλυκοπικρο φιναλε, πλεκοντας τον ερωτα, τον πατριωτισμο, την αυτοθυσια, με ρομαντικους, δραματικους αλλα και κωμικους τονους. Δυστυχως, δεν γυριζονται πια τετοιες ταινιες. Και οσο οι μνημες θα σβηνουν, ο κινηματογραφικος πλανητης θα γινεται ολοενα και φτωχοτερος… Ως τοτε… “We’ll always have Paris”…
Όταν μια ταινία πρόκειται να αγαπηθεί από τόσο κόσμο, όλο το σύμπαν συνωμοτεί ώστε όλες οι συνθήκες να την ευνοήσουν… Αυτή η παράφραση της διάσημης ρήσης του Paulo Coelho αντικατοπτρίζει πλήρως τα παρασκηνιακά δρώμενα των γυρισμάτων της ταινία του Michael Curtiz: Ronald Reagan και Ann Sheridan απορρίπτονται την τελευταία στιγμή από τους ρόλους των Rick και Ilsa, η happy ending εκδοχή του σεναρίου κατά την οποία το ζευγάρι δε χωρίζει με το κλείσιμο του φιλμ αλλάζεται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η σύνοδος κορυφής των Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ στην Καζαμπλάνκα πριμοδοτεί την ταινία με έξτρα πόντους διαφήμισης – ωθώντας την στην άνετη κατάκτηση τριών Όσκαρ (ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου). Humphrey Bogart και Ingrid Bergman ενσαρκώνουν το απόλυτο κινηματογραφικό ζευγάρι, με εκείνον να φιγουράρει ως τη φιλμική αντανάκλαση των γυναικείων φαντασιώσεων κι εκείνη να μαγεύει με τη μελαγχολική ομορφιά της, σε μια εικονογραφημένη χημική συνουσία μέγιστης συνάφειας.
Καζαμπλανκα, μια λεξη που σφραγισε μια ολοκληρη γενια και εδωσε σπιθες ζωης σε αυτες που ακολουθησαν. Καποιες ταινιες απλα γραφουν ιστορια, κρατωντας τον πυρσο της τεχνης που υπηρετουν ψηλα. Μετατρεπονται σε φαρο. Οπως οι ερμηνειες των Humphrey Bogart και Ingrid Bergman που μνημονευονται μεσα στο περασμα των χρονων ως διαχρονικες αξιες που ανυψωσαν τον ερμηνευτικο πηχη δυο σπιθαμες ψηλοτερα. Οπως η απλοτητα μιας αφηγησης που ξερει τον τροπο να μεταμορφωσει την ιστορια ενος ερωτα σε ποιητικο στιχο, αντλωντας οση δυναμη και φλογα μπορει να γεννηθει απο μια σειρα ασπρομαυρων φιγουρων. Οπως η αριστοτεχνικα αμεση εικονοπλασια του Michael Curtiz, που κανει τα καρε να παλλονται απο ζωη, κερδιζοντας το Οσκαρ. Οπως η αποκαλυπτικη ερμηνεια του Claude Rains, που παρα τη σαγηνευτικη λαμψη της Bergman και το εσωτερικο παθος του Bogart, κατορθωνει να ξεφυγει απο την αχαρη θεση του δευτερευοντος ρολου. Οπως ο παρατολμος δυναμισμος της ταινιας, που δειχνοντας θαυμαστη εμπιστοσυνη στο δυνατο σεναριο (βασισμενο στο θεατρικο των Murray Burnett και Joan Alison “Everybody Comes to Rick’s”) αντισταθηκε στις κερδοθηρικες σειρηνες απαντωντας με ενα γλυκοπικρο φιναλε, πλεκοντας τον ερωτα, τον πατριωτισμο, την αυτοθυσια, με ρομαντικους, δραματικους αλλα και κωμικους τονους. Δυστυχως, δεν γυριζονται πια τετοιες ταινιες. Και οσο οι μνημες θα σβηνουν, ο κινηματογραφικος πλανητης θα γινεται ολοενα και φτωχοτερος… Ως τοτε… “We’ll always have Paris”…