Ο Τζακ είναι ένα 11χρονο αγόρι που αντιμετωπίζει τη ζωή με θαυμασμό... Ο ίδιος, προσπαθεί να βρει τις απαντήσεις σε μια σειρά από ερωτήματα που τον απασχολούσαν για χρόνια σχετικά με το θυμό του πατέρα του, την αγάπη της μητέρας του, το θάνατο του αδερφού του, αλλά και την προσωπική του «πάλη» με το νόημα της ζωής και την πίστη. Η αναζήτηση της αλήθειας για τον κόσμο, αλλά και για τον εαυτό του, τον οδηγεί σε μονοπάτια που ποτέ δεν φανταζόταν. Μια αναζήτηση που ξεκινά από τους αστικούς πύργους του σήμερα και φτάνει μέχρι την αυλή μιας οικογένειας στο Τέξας του 50, ενώ ταυτόχρονα ξεκινά από την αρχή της ζωής στη γη και φτάνει μέχρι το τέλος του γνωστού σύμπαντος, αναζητώντας αυτό που είναι αληθινό, που έχει διάρκεια, που είναι άπειρο.
Ο Jack είναι ο μεγαλύτερος γιος του Mr. O' Brien (Brad Pitt) και της γυναίκας του (Jessica Chastain), παλεύει να ηγηθεί των μικρότερων αδερφών του και να κερδίσει την συμπάθεια του πατέρα του, καθώς εκείνος προσβλέπει στον μικρότερο γιο για να καταφέρει όλα όσο ο ίδιος απαρνήθηκε για να κάνει οικογένεια. Την ίδια στιγμή, η μητέρα του τον τροφοδοτεί με άδολη και συνεχή αγάπη, τόσο για την οικογένειά του, όσο και για την ίδια την χαρά της ζωής, ενόσω ο πατέρας του προσπαθεί να τον διδάξει πως "οι καλοί περνιούνται για κοροΐδα" και πως πρέπει να είσαι σκληρός για να επιβιώσεις, πως αλλιώς, με τον δύσκολο τρόπο. Ο μικρός, ενώ συνθλίβεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους με διαφορετική προσέγγιση στην ζωή, θα διαμορφώσει με την πάροδο των ετών την δική του προσωπικότητα και κοσμοθεωρία, βλέποντας όμως παράλληλα την αθωότητα να ξεθωριάζει, μαζί με τα φύλλα του δέντρου. Κάποια χρόνια μετά, ενήλικας πλέον (ο Sean Penn εμφανίζεται ελάχιστα στην ταινία και... μέγιστα στους τίτλους), γυρίζει με την μνήμη του πίσω και αναπολεί τις καλές και τις λιγότερο καλές στιγμές στην πατρική εστία, τότε που το περιβάλλον ήταν προστατευμένο και τα πάντα είχαν μονοσήμαντη σημασία, αυτή που επέβαλλε ο πατέρας του και αποδεχόταν πειθήνια η μητέρα του. Ο κύκλος και τα διδάγματα της ζωής, μέσα από τα μάτια του μεγαλύτερου εκ των τριών γιων μιας μεσοαστικής οικογένειας, στην Αμερική του '50.
Μεγαλεπήβολο το σχέδιο του Malick ο οποίος μέσα από μια οικογένεια γεμάτη αγάπη, προωθεί το μήνυμα της χριστιανικής συμπαντικής ομορφιάς, που απαντάται παντού και ανήκει σε ένα όλον: στην αρχή και προς το τέλος του έργου, παρεμβάλει εξαίσιες εικόνες χλωρίδας και πανίδας, εικαστικής τελειότητας και υψηλής συναισθηματικής φόρτισης, πατώντας μάλλον πάνω στον χαρακτηρισμό 'νέος Kubrick' που του έχει αποδοθεί και φέρνοντας μας στο μυαλό συνειρμικά τις αντίστοιχες διαστημικές εικόνες της 'Οδύσσειας', καθώς όλα του τα πλάνα είναι στημένα και εκτελεσμένα με μια αίσθηση υψηλής ευθύνης απέναντι στον θεατή - ακόμα και οι πιο απλές σκηνές μοιάζουν μελετημένες και καδραρισμένες μετά από σκέψη και προσοχή, και αυτό το πιστώνεται ο Malick, ως ένας εραστής του κάδρου και της αισθητικής. Στα συν της ταινίας λειτουργούν τόσο ο εξαιρετικός tough loving πατέρας του Pitt, ο οποίος αποδίδεται από τον ηθοποιό με μια ρωγματική πυγμή που πείθει καθώς τσαλακώνεται, όσο και η παγερή ομορφιά της Jessica Chastain, που αναπαράγει το πρότυπο της καθυποταγμένης μάνας/πηγής της ζωής και της αγάπης με ένα τρόπο συγκλονιστικό. Παρόλο όμως το βάθος των χαρακτήρων, και ενώ στο σύμπαν του Inarritu οι ίδιοι χαρακτήρες θα πονούσαν βουβά, στο δέντρο της ζωής υπάρχει πάντοτε ένα voice over/navigator που επεξηγεί σε κάθε στιγμή το υπεριώδες της συναισθηματικής κατάστασης των χαρακτήρων, προσδίδοντας μεν δραματικότητα, αλλά αφήνοντας ελάχιστο χώρο για προσωπική ανάγνωση. Όσο avant garde και να θέλει να είναι το δέντρο της ζωής, θα μπορούσε να περιέχει λιγότερα χρώματα, φυτά και δεινόσαυρους και μεγαλύτερη συνοχή στην ροή του, κάνοντας το δέντρο υπερβολικό σε διάρκεια και κουραστικό σε αφήγηση. Το δέντρο είναι λογικό να διχάζει κοινό και κριτικούς, καθώς ενώ ο καθένας θα μπορέσει ενδεχόμενα να κάνει αναγωγές στη δική του προσωπική ιστορία και κοσμοθεωρία (ιδιαίτερα οι πιο θρήσκοι), ενώ παράλληλα η θρησκευτική προσέγγιση του σύμπαντος έρχεται και συνθλίβει την βασική ιστορία, κάνοντας την ταινία διπολική και άνιση.
Ο Μάλικ δεν έχει πλάσει μία ψυχαναλυτική ταινία. Δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Δεν συνθέτει δραματουργία, μάλλον την αποδομεί: η κρίση μέσης ηλικίας του επιτυχημένου και για αυτό θα περίμενε κανείς και ευτυχισμένου αρχιτέκτονά του (Σον Πεν) δεν κινηματογραφείται ή εξιστορείται γραμμικά, με δραματικές κορυφώσεις, επεξηγήσεις, νόημα. Η βουτιά στα προαστιακά 50ς και στα θεμέλια που ασφάλτωσε η baby boomers γενιά μιας μεταπολεμικής Αμερικής γίνεται διαισθητικά, ονειρικά, ποιητικά. Μετέωρα. Σαν ανοιγοκλείσιμο των ματιών σε χιλιάδες μικρομόρια αναμνήσεων. Σαν ξύπνημα της ακοής στο μουρμούρισμα του υποσυνείδητου. Ο ήρωάς του έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια του. Ολόκληρη. Οπως αυτή διέγραψε την τροχιά της μέσα από τους στοργικούς ψιθύρους της μητέρας του (Τζέσικα Τσάστεϊν), αλλά και την πειθαρχημένη τραχιά αγάπη του πατέρα (μ' έναν Μπραντ Πιτ εκπληκτικής οικονομίας στην προσωποποίηση του απραγματοποίητου αμερικανικού ονείρου). Μέσα από παιχνίδια, μαθήματα, αταξίες, τιμωρίες, χαρές, τραγωδίες, φως, σκοτάδια, ποτάμια, φωτιές, αγάπη, απώλεια. Ολα είναι δικά του. Ολα τα χωράει και όλα τον ξεπερνούν. Ολα τα κουβαλάει, τίποτα δε τον πάει μπροστά. Κι ο Μάλικ δεν βοηθάει, όσο παρακολουθεί. Δεν καταθέτει μία «ταινία», όσο μία επικών διαστάσεων, τολμηρή ιμπρεσιονιστική σύνθεση. Ενα μεγαλόπνοο installation project που σε βομβαρδίζει με εικόνες, στιγμές, θεωρήματα για να σε ωθήσει να κοιτάξεις μέσα σου και να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου και το σύμπαν. Κυριολεκτικά: σ' ένα 20λεπτο ιντερλούδιο, το οποίο διαδέχονται και σκόρπιες εικόνες σ' όλη την υπόλοιπη ταινία, ο Μάλικ μας εκτοξεύει στο διάστημα, σε μία «κιουμπρικών» αναλογιών αλληγορική παράθεση τοπίων που επιχειρεί να αποδείξει την ανθρώπινη φύση παγιδευμένη ανάμεσα στην μικρο-υπόστασή της και την απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Η Μεγάλη Εκρηξη, φως, αστρική μάζα, πλανήτες, διάσπαση του ατόμου, μονοκύτταροι οργανισμοί, αμοιβάδες, ερπετά, πτηνά, δεινόσαυροι. Η χαοτική, όσο και σοφή γεωμετρία του κόσμου που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει χωρίς εμάς. Πέρα από εμάς. Πάνω από όσα μπορούμε να κατανοήσουμε. Και σ' αυτό το σημείο ξεκινάει η δυστυχία μας. Ολα τα υπόλοιπα πλάσματα στον πλανήτη διανύουν κύκλους - γεννιούνται, τρέφονται, πολλαπλασιάζονται, πεθαίνουν. Μοναδικός τους στόχος: η επιβίωση. Ο άνθρωπος όμως θέλει να ζήσει. Κι αυτό περιλαμβάνει την αρχέγονη αγωνία να κατανοήσει τον κόσμο του, την ύπαρξή του, τον προορισμό του, τη χαρά και την τραγωδία του. Κι όσο δεν βρίσκει νόημα στη γη, κοιτά τον ουρανό. Οχι για να επανατοποθετηθεί στις σωστές μικροσκοπικές του διαστάσεις μπροστά στους ανοιχτούς ορίζοντες, αλλά για να κάνει τον σταυρό του. Σε μια αιώνια πάλη ανάμεσα στο ζωϊκό ένστικτό του και την ελπίδα για θεία χάρη. Δεν κρίνει ο Μάλικ τον ήρωά του, ούτε τον Ανθρωπο. Δεν τοποθετείται καθαρόαιμα χριστιανικά (αν και η τελευταία σεκάνς φλερτάρει επικίνδυνα με ευαγγελικές αλληγορίες), ούτε με ατόφιο αγνωστικό κυνισμό. Και ο ίδιος δεν έχει τις απαντήσεις – ούτε στον ουρανό, ούτε στη γη. Περισσότερο μας παρασύρει, παρά μας πείθει. Επικαλείται της συναισθηματικής μας νοημοσύνης, κι όχι της λογικής. Ανοικονόμητος, φλύαρος, επαναληπτικός, γιατί πιστεύει ότι όλες οι στιγμές έχουν σημασία. Ολες οι εικόνες (ακόμα και οι κλισέ) είναι σινεμά. Αρκεί να κοιτάμε σωστά. Συνολικά. Για αυτό κι εκείνος μας δείχνει το δάσος. Με την ελπίδα ότι, μέσα στα 138 λεπτά φιλμικού διαλογισμού, θα ανακαλύψουμε μόνοι μας το Δέντρο.
Ο Τέρενς Μάλικ έριξε την ιδέα για την ταινία στο διευθυντή της River Road Entertainment, Μπιλ Πόλαντ ενώ οι δυο τους συνεργάζονταν σε μια αρχική εκδοχή της ταινίας Che (2008). Ο Πόλαντ αρχικά βρήκε την ιδέα τρελή, αλλά καθώς το κόνσεπτ της ταινίας εξελισσόταν, συνειδητοποίησε πόσο σπουδαία ήταν. Το Δέντρο της Ζωής ανακοινώθηκε στα τέλη του 2005 με την εταιρία παραγωγής Percept Picture Company να αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση και ο Ντόναλντ Ρόζενφελντ την παραγωγή. Τα γυρίσματα θα πραγματοποιούνταν στη Ινδία. Οι Κόλιν Φάρελ και Μελ Γκίμπσον θα συμμετείχαν στο πρότζεκτ, κάτι το οποίο τελικά δεν έγινε.Τον Οκτώβριο του 2007, ο Μπιλ Πόλαντ ανακοίνωσε ότι την παραγωγή της ταινίας θα αναλάβει η River Road. Οι Σον Πεν και Χιθ Λέτζερ ήταν σε διαπραγματεύσεις να πρωταγωνιστήσουν.Το Δεκέμβριο του 2007, ο Μπραντ Πιτ μπήκε σε διαπραγματεύσεις να αντικαταστήσει τον Λέτζερ ενώ ο Πεν παρέμεινε.