Tον Μάιο του 1919, η Ελλάδα βρέθηκε μία ανάσα πριν από την ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, ενός δόγματος που καθοδήγησε την ελληνική εξωτερική πολιτική για σχεδόν 100 χρόνια. Τα τρία χρόνια της Εκστρατείας από το 1919 μέχρι το 1922 σημαδεύτηκαν από λαμπρές στιγμές, μεγάλες νίκες αλλά και μεγάλες ήττες με την τελευταία πράξη του δράματος να γράφεται στην προκυμαία της Σμύρνης. Τόσα χρόνια μετά, οι ιστορικοί μοιάζουν διχασμένοι σε σχέση με την αναγκαιότητα και την πορεία της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Έπρεπε ή όχι να πάμε στη Σμύρνη; Υπήρχε καλύτερη μοίρα για τους Έλληνες από τη σφαγή και τον ξεριζωμό;
Οι εμπρησμοί κατέστρεψαν τα 3/5 της έκτασης της Σμύρνης αφήνοντας άθικτη την τουρκική συνοικία. Η επίσημη θέση της τουρκικής ιστοριογραφίας παρουσιάζει τις φωτιές ως έργο των ίδιων των Αρμενίων και Ελλήνων, για να μην βρουν τα σπίτια τους σώα οι Τούρκοι και κατοικήσουν σε αυτά. Η Daily Telegraph – 05/09/1922: ''Μόνο η τουρκική συνοικία έμεινε όρθια, καθώς και μερικά σπίτια στην Πούντα... Ο τακτικός Τουρκικός Στρατός έβαλε σε πολλά σημεία φωτιά, που την τροφοδοτούσαν οι εμπρηστικές βόμβες που έριχνε ασταμάτητα μέσα στις φλόγες. Οι σκηνές της σφαγής που ακολούθησε, ήταν φρικτές''. Η Echo de Paris – 07/09/1922: ''Σύντομα, οι εστίες του πυρός ανήλθαν σε 20... Οι κεμαλικοί περικύκλωσαν τη συνοικία των Αρμενίων και άρχισαν να καίνε τα σπίτια, ρίχνοντας βόμβες και χύνοντας πετρέλαιο''. Οι Τούρκοι εορτάζουν την 9η Σεπτεμβρίου ως ημέρα απελευθέρωσης της Σμύρνης και επικράτησης του Αγώνα Ανεξαρτησίας.
Η Ελλάδα μετά την πτώχευση του 1893 και τον ατυχή πόλεμο του 1897, κατάφερε μέσα σε μόλις 22 χρόνια να απελευθερώσει περιοχές που θεωρούνται παραδοσιακά κομμάτια του ελληνισμού ασχέτως εάν πληθυσμιακά το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε ή όχι. Θεσσαλία, Ήπειρος, Κρήτη, νησιά Αιγαίου, Μακεδονία, Θράκη, όλες αυτές οι περιοχές ποτίστηκαν με το αίμα των Ελλήνων αγωνιστών προκειμένου να ελευθερωθούν. Μαζί με το αίμα αυτό όπως ήταν φυσικό χύθηκε και αίμα πολλών άλλων βαλκανικών λαών οι οποίοι και αυτοί πάσχιζαν για την δική τους εθνική ολοκλήρωση. Το 1919 μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν οριστικά (με ορισμένες επιφυλάξεις πάντως) την διάλυση του Μεγάλου Ασθενούς (Οθωμανική Αυτοκρατορία). Είναι μία περίοδος που τα συμφέροντα μιας μεγάλη αυτοκρατορίας, της Βρετανικής, ταυτίζονται για πρώτη φορά με τα ζητήματα του Ελληνισμού. Η Ελλάδα, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά κύριο λόγο πετυχαίνουν το αδιανόητο. Οι Έλληνες αποβιβάζονται στην Σμύρνη ως εγγυητές της τήρησης της τάξεως, προκειμένου να προστατευθούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί ασχέτως εθνότητας, οι οποίοι ήδη λίγο μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, σφαγιάζονταν από τους Νεότουρκους.Λίγο πριν την Μικρασιατική Εκστρατεία, η Ελλάδα έχει σχεδόν τα ίδια σύνορα με σήμερα, όχι όμως και τον ίδιο πληθυσμό. Εντός των συνόρων κατοικούσαν περίπου 4.000.000 Έλληνες πολίτες, την ίδια ώρα που οι Έλληνες σε Μικρά Ασία, Κωνσταντινούπολη και Βόρεια Ήπειρο, υπολογίζονταν σχεδόν σε άλλους τόσους. Αυτό και μόνο είναι η βάση για να στηρίξει ο Ελευθέριος Βενιζέλος την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» ο Γιάννης Καψής, για την δράση του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Διασυμμαχικό Συμβούλιο του 1918: «Ο Βενιζέλος υποστηρίζοντας τις ελληνικές διεκδικήσεις, υπέβαλε στο Διασυμμαχικό Συμβούλιο επίσημες τουρκικές στατιστικές αποδεικνύοντας, ότι μόνο στα βιλαέτια του Αϊδινίου (Σμύρνης) και Προύσης και στα σαντζάκια των Δαρδανελλίων και του Ικονίου διέμεναν 1.013.195 Έλληνες, με 652 σχολεία και 91.538 μαθητές. Και άλλες 350.000 Έλληνες ζούσαν στην περιοχή της Τραπεζούντας, όπου ζητούσε την δημιουργία αρμενικού Κράτους. »Αλλά και μετά την προσάρτηση των περιοχών της δυτικής Μικράς Ασίας, που διεκδικούσε η Ελλάδα, θα παρέμεναν υπό τουρκικό ζυγό 922.000 Έλληνες διασκορπισμένοι στο βάθος της Ανατολής. Αν στους αριθμούς αυτούς προστεθούν οι 450.000 πρόσφυγες που είχαν ήδη φτάσει στην Ελλάδα και οι 900.000 που έπεσαν θύματα των σφαγών του 1914-15, αποδεικνύεται, ότι ανατολικά του Αιγαίου, πριν τους Βαλκανικούς πολέμους ζούσαν 3.635.195 Έλληνες».
Η Μικρασιατική Καταστροφή συνεπάγεται τον θάνατο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και την αποτυχία υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας και απελευθέρωσης των αλύτρωτων πληθυσμών. Για τους Έλληνες είναι η Καταστροφή, για τους Τούρκους ο Αγώνας Ανεξαρτησίας (Κουρτουλούς Σαβασί - Kurtuluş Savaşı).
Το επίπεδο των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας που τόσο βιοτικά όσο κοινωνικά και πολιτισμικά ήταν σαφώς ανώτερο από αυτό των Ελλαδιτών. Οι πόλεις τους ήταν πιο μεγάλες, πλούσιες και πιο αναπτυγμένες. Μόνη εξαίρεση για την μητροπολιτική Ελλάδα ήταν η κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη.Αν κοιτάξουμε τους αριθμούς αυτούς, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου υπήρχε μία... δεύτερη Ελλάδα, η οποία ήταν και πιο πλούσια. Επίσης βρισκόμαστε σε μια χρονική περίοδο που όπως διαφαίνεται οι αλλαγές των συνόρων φτάνουν σιγά σιγά στο τέλος τους. Έτσι προκειμένου να δομηθεί ένα κράτος που θα ευημερεί και θα έχει τις δυνατότητες να κοιτάξει το μέλλον χωρίς να είναι φοβικό απέναντι σε ιστορικούς γείτονες, επιβάλλεται η προσάρτηση των εδαφών αυτών στον εθνικό κορμό. Οι Έλληνες όμως δεν ήταν τα «αδιαφιλονίκητα φαβορί» για να πάρουν την εντολή απόβασης της Σμύρνης. Φυσικά είχαν ήδη από το 1915 εκφράσει τις διεκδικήσεις προτάσσοντας ως επιχείρημα το ελληνικό στοιχείο, όμως αξιώσεις στην Ιωνία είχαν και οι Ιταλοί. Κατέχοντας τα Δωδεκάνησα και εφαρμόζοντας μία πολιτική εποικισμού η οποία είχε αρχίσει να φέρνει αποτέλεσμα, οι Ιταλοί επεδίωκαν να επεκτείνουν τα σύνορα των εδαφών που είχαν στο Αιγαίο και στην δυτική Μικρά Ασία. Έτσι απειλούσαν ευθέως τους Συμμάχους με προέλαση και κατάκτηση της Σμύρνης. Οι Ιταλοί δεν ήταν όμως ο μοναδικός αντίπαλος της Ελλάδας. Όπως είναι φυσικό το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν εχθρικό απέναντι στους «άπιστους γκιαούρηδες». Ο όρος «μουσουλμανικό στοιχείο» δεν χρησιμοποιείται τυχαία. Οι Τούρκοι ως έθνος δεν υπάρχουν εκείνη την περίοδο. Είναι μόλις που έχουν αρχίσει την σταδιακή τους αφύπνιση μετά το κίνημα των Νεότουρκων. Ο Κεμάλ είναι αυτός που οδηγεί τους μουσουλμάνους να δουν τις εξελίξεις μέσα από ένα εθνικό κάτοπτρο και όχι θρησκευτικό. Την εποχή εκείνη λοιπόν, η Νεοτουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυριολεκτικά καταρρέει όχι μόνο εδαφικά αλλά και πολιτικά, καθώς ο Σουλτάνος είναι έρμαιο των Δυτικών προκειμένου να διαφυλάξει την εξουσία του. Ο στρατός της Αυτοκρατορίας δεν υπάρχει, διαλύεται, εκτός από ένα μικρό κομμάτι του που είχε μείνει στην περιοχή του Πόντου προκειμένου να πολεμήσει σε ενδεχόμενη επίθεση της Ρωσίας, το οποίο όμως χρησιμοποιήθηκε τελικά για την Γενοκτονία των Ποντίων.
Στις 27, 28 και 29 Αυγούστου οι Βρετανοί έφυγαν με πλοία για την Κύπρο. Στις 26 Αυγούστου, η ελληνική κυβέρνηση διέταξε την εκκένωση ολόκληρης της Μικράς Ασίας. Την ίδια μέρα, η Ανώτερη Γενική Στρατιωτική Διοίκηση, το Φρουραρχείο και οι τελευταίοι αξιωματικοί και στρατιώτες του ελληνικού στρατού επιβιβάσθηκαν στα ελληνικά ατμόπλοια ''Βυζάντιον'' και ''Κύκνος'' με προορισμό τον Πειραιά. Για τελευταία φορά ακούστηκε ο εθνικός ύμνος και στην προκυμαία το πλήθος ξέσπασε σε λυγμούς.
Ηγέτης του τουρκικού στρατού είναι ο Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος καθοδηγεί την έκρηξη του επαναστατικού του κινήματος κατά του Σουλτάνου, στην Κωνσταντινούπολη. Ο άνδρας αυτός εκείνη την περίοδο θεωρείτο από τους Συμμάχους ως τρομοκράτης και μόλις στο τέλος του 1920 και αρχές του 1921 αρχίζει και λαμβάνει βοήθεια από τους Γάλλους, τους Ιταλούς αλλά και την Σοβιετική Ένωση του Λένιν.Πραγματιστικά, ο ελληνικός στρατός είχε ένα ποιοτικό, ποσοτικό, αλλά και διοικητικό πλεονέκτημα απέναντι στις ορδές του Κεμάλ. Ο Έλληνας στρατιώτης, είτε κατώτερος σε αξίωμα, είτε ανώτερος, μπαρουτοκαπνισμένος και έμπειρος από τους Βαλκανικούς Πολέμους αποτελούσε την πιο αξιόμαχη και έμπιστη επιλογή σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Ο Ελληνισμός είχε ένα όπλο που ποτέ του δεν χρησιμοποίησε και αυτό ήταν οι Πόντιοι αντάρτες που ήταν ουσιαστικά στην πλάτη όχι μόνο των Οθωμανών αλλά και του ίδιου του Κεμάλ. Όχι μόνο δεν έστειλε στρατό να αποβιβαστεί από τα βόρεια της Μικράς Ασίας, αλλά άφησε τους Ποντίους κυριολεκτικά στην τύχη τους. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ένα περιστατικό στο οποίο περιγράφεται η συνάντηση μίας ποντιακής αντάρτικης ομάδας τον Ιούνιο του 1921 με τον αρχιστράτηγο Παπούλα. Η συνάντηση έγινε στην θέση Ιλνάρ Κατραντζί λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Σαγγαρίου. Περίπου 20 Πόντιοι μαχητές διασπούν τις τουρκικές γραμμές και συναντώνται με τον ελληνικό στρατό για να ζητήσουν βοήθεια. Οι αντάρτες προσέφεραν 3960 χρυσές λίρες προς ενίσχυση του στρατεύματος που είχαν μαζέψει μετά από έρανο των κατοίκων των χωριών του Τοπ Τσαμ. Ζήτησαν όμως πολεμοφόδια, τυφέκια καθώς και ένα σύνταγμα πεζικού και μία μικρή δύναμη πεζικού. Οι αντάρτες υποστήριξαν πως οι δυνάμεις αυτές ήταν αρκετές προκειμένου όταν ενώνονταν μαζί με τις πολλές διάσπαρτες αντάρτικες ομάδες, να χτυπήσουν τον κεμαλικό στρατό από τα νώτα του. Ο Παπούλας την κρίσιμη εκείνη στιγμή αρνήθηκε επικαλούμενος γραφειοκρατικές αγκυλώσεις αφήνοντας μία σημαντική ευκαιρία συνεργασίας με τον ποντιακό ελληνισμό για να έρθει εις πέρας το τιτάνιο έργο που είχε αναλάβει η Ελλάδα. Σημειώνεται πως οι ομάδες των Ποντίων μόνο μη υπολογίσιμες δεν ήταν. Πέραν από τις πάμπολλες επιτυχίες τους απέναντι σε υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, υπολογίζεται πως το 1921 οι Πόντιοι αντάρτες ανέρχονταν περίπου στους 15.000 άνδρες
Τα τουρκικά στρατεύματα εισήλθαν στη Σμύρνη το πρωί της 27ης Αυγούστου. Ο Αμερικανός συγγραφέας Edward Bierstadt συνέλεξε μαρτυρίες ομοεθνών του που έζησαν τα γεγονότα της Σμύρνης και μας μεταφέρει λεπτομερώς την κατάσταση στην πόλη και τα περίχωρα της. ''Οι πρώτοι που εισήλθαν ήταν ντυμένοι στα μαύρα, φορούσαν μαύρα φέσια με κόκκινο μισοφέγγαρο και άστρο, ήταν έφιπποι και έφεραν μακριά γιαταγάνια. Με σηκωμένο το ένα χέρι, φώναζαν στους κατοίκους να μη φοβούνται. Αλλά οι κάτοικοι της Σμύρνης, γνωρίζοντας τη φήμη των Τούρκων, ήταν κατατρομοκρατημένοι. Όλο το πρωί τα τουρκικά στρατεύματα παρέλαυναν στην πόλη και, γύρω στις 15.00 το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου, άρχισαν τις λεηλασίες, τους βιασμούς και τους φόνους, που δεν είναι δυνατό να περιγραφούν με λέξεις''.
Συνοψίζοντας υπέρ της Μικρασιατικής Εκστρατείας υπάρχουν τα εξής επιχειρήματα: Ο ακμαίος Ελληνισμός στα εδάφη της Μικράς Ασίας που δικαιολογούσε την στρατιωτική παρουσία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν –έστω και με αμφιβολίες- στο πλευρό των Ελλήνων. Ο Τουρκικός-Οθωμανικός στρατός ήταν σαφώς κατώτερος από τον ελληνικό. Οι Τούρκοι είναι διχασμένοι και ξεκινούν έναν εμφύλιο με την άνοδο του Κεμάλ. Δεν υπήρχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο προστασίας των χριστιανών στην Μικρά Ασία. Το πρώτο και βασικότερο επιχείρημα που αρθρώθηκε κατά της κατάληψη της Σμύρνης είχε εκφραστεί από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε αντιληφθεί ότι το ανάγλυφο της Ανατολίας δεν επέτρεπε τη δημιουργία μετώπου στην Μικρά Ασία που να μπορεί να προστατεύεται στρατιωτικά ως μόνιμο σύνορο (πολλές φορές μιλώντας για τη Σμύρνη αγνοούμε πως η Ελλάδα δεν προσάρτησε ποτέ την περιοχή αλλά βρέθηκε εκεί ως εντολοδόχος (mandate) των Μεγάλων Δυνάμεων). Ωστόσο υπάρχει και ένα δεύτερο εξίσου ενδιαφέρον αντεπιχείρημα, το οποίο είναι καθαρά οικονομικής φύσης και έχει να κάνει με τον οικονομικό μαρασμό που θα βίωνε η πόλη ακόμη και σε περίπτωση που ο Κεμάλ αποδεχόταν την ελληνική διοίκηση. Ακόμη λοιπόν και στην περίπτωση που η επαναστατική κυβέρνηση του Ατατούρκ δεχόταν τα πεπραγμένα των Σεβρών, η ελληνική κυβέρνηση θα είχε να αντιμετωπίσει τις οικονομικές-κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της επιλογής, αφού η πόλη θα μαράζωνε οικονομικά καθώς η όλη της εξαγωγική δύναμη βασιζόταν στις πρώτες ύλες που κατέφθαναν από το εσωτερικό της Ανατολίας. Αν λοιπόν οι Τούρκοι αποδέχονταν τις Συνθήκες, είναι προφανές ότι θα επέλεγαν ένα άλλο λιμάνι της δυτικής Μικράς Ασίας προκειμένου να εξάγουν τις πρώτες ύλες παρακάμπτοντας τα ελληνικά εδάφη. Συνεπώς, οι μικρές παραγωγικές δυνατότητες του βιλαετιού της Σμύρνης θα οδηγούσαν σταδιακά στον οικονομικό μαρασμό της πόλης. Συνεπώς, στις διαπραγματεύσεις των Συνθηκών Ειρήνης στο Παρίσι, ο Βενιζέλος εξάντλησε σπουδαίο πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο για μια περιοχή με πολύ μεγάλες δυσκολίες προσάρτησης στον εθνικό κορμό. Αντ' αυτής λοιπόν θα μπορούσε να εστιάσει σε περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς που ήταν πολύ πιο εύκολο να ενσωματωθούν, όπως λ.χ. η Κύπρος και η Βόρειος Ήπειρος. Η περίπτωση της Κύπρου θα ήταν μια σχετικά εύκολη υπόθεση, αφού η Βρετανία είχε προτείνει στην κυβέρνηση Ζαϊμη το 1915 την παραχώρηση του νησιού με αντάλλαγμα μια ναυτική βάση στο Αργοστόλι και στρατιωτικές διευκολύνσεις στη Σερβία που δεχόταν επίθεση από την Αυστροουγγαρία. Σε ότι αφορά την Ιταλία που ήταν ο «ιθύνων νους» πίσω από την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, θα δεχόταν να αποδοθεί στην Ελλάδα προκειμένου να αποσπάσει τα εδάφη της Σμύρνης και του Αϊδινίου. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, ο Βενιζέλος θα είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τα εν λόγω εδάφη αλλά και να κλειδώσει την προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφάλιζε την χερσόνησο της Καλλίπολης. Ακόμη και στην περίπτωση που οι Σύμμαχοι αποχωρούσαν από τα Δαρδανέλλια και την Κωνσταντινούπολη, η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να πιέζει διαρκώς την Τουρκία ενώ θα ενίσχυε την στρατηγική της θέση διατηρώντας τον έλεγχο των Στενών έστω κατά το ήμισυ.
Στην πόλη της Σμύρνης, οι σφαγές ξεκίνησαν από την αρμένικη συνοικία του Αγίου Στεφάνου. Οι Τούρκοι στρατιώτες απέκλεισαν όλες τις οδούς επικοινωνίας της συνοικίας με το υπόλοιπο τμήμα της πόλης. Ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη George Horton, έγραψε ''Οι δρόμοι, που οδηγούσαν στην αρμένικη συνοικία, φυλάγονταν από Τούρκους στρατιώτες. Όσο διήρκησε η σφαγή, δεν επετράπη σε κανέναν η είσοδος. Οι συγκλονιστικότερες στιγμές της τραγωδίας εκτυλίχθηκαν στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου είχαν καταφύγει περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι. Οι Τούρκοι ζήτησαν από τους εγκλείστους να εξέλθουν και να παραδοθούν, οι δε Αρμένιοι, γνωρίζοντας, τι τους περίμενε, αρνήθηκαν. Δέχθηκαν τότε πυρά και χειροβομβίδες, ενώ στη συνέχεια οι Τούρκοι εισέβαλαν στον περίβολο και εντός του ναού, κατασφάζοντας και εκτελώντας. Όσοι επέζησαν, οδηγούντο, ανά 100 άτομα, στην πλατεία Διοικητηρίου, όπου και δολοφονούντο εν ψυχρώ από τα τουρκικά εκτελεστικά αποσπάσματα''.
Συνεπώς, ο Βενιζέλος έπρεπε να στρέψει το βάρος της διαπραγμάτευσης σε δύο πυλώνες: Στην δημιουργία ενός ισχυρού ανεξάρτητου Αρμενοποντιακού κράτους στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την ΕΣΣΔ προκειμένου να εξασφαλίσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής και στην προώθηση των Ιταλών στη δυτική Μικρά Ασία προκειμένου να εκθέσει εκείνους στην στρατιωτική αντιπαράθεση με τους Τούρκους. Παράλληλα αν επεδίωκε τη δημιουργία διαύλων επικοινωνίας με τους επαναστάτες του Κεμάλ θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκτήσει ρόλο διαμεσολαβητή, εξασφαλίζοντας έτσι ένα απροσδόκητο σύμμαχο του Ατατούρκ και παράλληλα να δρομολογήσει μια σαφώς καλύτερη λύση για τους Έλληνες από αυτή που δόθηκε στην προκυμαία της Σμύρνης τον Αύγουστο του 1922 και στη Λωζάννη το 1923. Η εν λόγω υπόθεση εργασίας φυσικά θεωρεί δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να σταθεί στη Μικρά Ασία και πως κάποια στιγμή οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολίας θα υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ωστόσο η όλη πορεία του εθνικιστικού κινήματος τόσο στην Τουρκία όσο και στην ευρύτερη περιοχή έδειξε πως δεν υπήρχαν πια περιθώρια για πολυεθνικά κράτη. Επίσης δεν λαμβάνει υπόψιν το μοιραίο αποτέλεσμα των εκλογών του 1920, θεωρώντας πως μια τέτοια διαπραγμάτευση θα μείωνε τους κραδασμούς που θα μπορούσε να προκαλέσει η παλλινόστηση του Κωνσταντίνου αναφορικά με τις σχέσεις της Ελλάδας με τους Συμμάχους. Φυσικά τα ιστορικά διλήμματα είναι αμείλικτα στον τρόπο με τον οποίο τείθενται και είναι σαφές ότι ποτέ ένας Έλληνας πρωθυπουργός που θα είχε τη δυνατότητα να βρεθεί στη Μικρά Ασία να παραμελήσει τόσο την γεωστρατηγική της σημασία όσο και τους πληθυσμούς της για εδάφη που θεωρούντο «δευτέρας διαλογής» στην ελληνική ατζέντα τη δεδομένη στιγμή. Ωστόσο αν είχαν επιλεγεί αυτά, η Ελλάδα θα είχε μια σαφώς καλύτερη θέση και οι Μικρασιάτες ενδεχομένως μια καλύτερη μοίρα από αυτή που τους επιφύλαξε η Ιστορία...
Οι Αρμένιοι και οι Έλληνες άντρες από 15 μέχρι και 45 ετών οδηγήθηκαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που βρήκαν τραγικό θάνατο από την εξουθενωτική εργασία και τις ταλαιπωρίες. Περίπου 160.000 άντρες δεν γύρισαν ποτέ. Τα βάσανα των μη μουσουλμάνων δεν είχαν τελειωμό. Όλη η Σμύρνη καλύφθηκε από τις στριγκλιές και τα ουρλιαχτά των γυναικών που βιάσθηκαν, οι Ευρωπαίοι μάρτυρες διέκριναν ακέφαλα βρέφη στους δρόμους της αρμένικης συνοικίας, ολόκληρες οικογένειες εκτελέσθηκαν εν ψυχρώ ενώ από τη μανία των Τούρκων δεν γλίτωσαν ούτε οι Γαλλίδες νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού και οι καθολικές αδελφές του Τάγματος του Ελέους που σφαγιάσθηκαν εν ώρα καθήκοντος.
Η αιματηρή τραγωδία, η σφαγή κι ο σπαραγμός του ξεριζωμού
Mαρτυρία του Αλέξη Αλεξίου
«Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι βάλαν φωτιά στη συνοικία της Αρμενίας. Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς. Δεν θυμούμαι αν την ίδια μέρα ή έπειτα από μερικές μέρες ο κόσμος άρχισε να φεύγει από τη Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε. Από κει φύγαμε∙ πήγαμε και μείναμε στο σπίτι της αδελφής της νενές μου που ήταν στην Πούντα, γιατί εκείνη ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό και βέβαια η οικογένειά της, σαν ιταλική που ήταν, ήταν εξασφαλισμένη. Δε θυμούμαι ούτε τους λόγους, ούτε την αιτία που ύστερα από λίγες μέρες μας πήρε ο πατέρας μου όλους, εκτός από τον παππού και τη νενέ, και ξεκινήσαμε προς την παραλία της Πούντας, όπου ήταν διάφορα κέντρα. Προχωρήσαμε ακόμη πιο πολύ∙ περάσαμε το νεκροταφείο της Σμύρνης και το γήπεδο του αθλητικού ομίλου Πανιωνίου Σμύρνης. Από κει και πέρα άρχισε να μαζεύεται χιλιάδες κόσμος σε μια πορεία στο δρόμο που ήταν κοντά στην παραλία, με κατεύθυνση προς το Μπαργιακλί. Από το δρόμο προς τη θάλασσα ήταν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω∙ θα έχω τη φοβερή εικόνα, που αντίκρισα μπροστά μου. Λίγο αριστερά από το δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι∙ το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια, που ήταν πάρα κάτω, ήταν πεταμένα δύο ή τρία πτώματα. Όλος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το απογευματάκι φτιάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα∙ θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που του δώσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως-όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν πάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα. Νερά είχε τρεχούμενα. Όλα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο∙ στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε∙ βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό∙ μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ’ ένα κομμένο χέρι και λίγο πάρα κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μου είπε να μην πω τίποτα απ’ αυτά που είδαμε στη μητέρα. Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαργιακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθούσαμε κι εμείς∙ όπως πηγαίναμε όμως, στ’ αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς τη Σμύρνη τούρκικη καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Κρατούσαν ακόμη στο δεξί τους χέρι ένα ακόντιο μ’ ένα σημαιάκι στην κορφή. Στήριζαν το ακόντιο στον αναβατήρα. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες. Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα∙ οι Τσέτες πέσαν απάνω στον κόσμο και κάναν όλων των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες, και μαλαματικά από τις γυναίκες. Αρπούσαν όποια κοπέλα τους σφαντούσε (σφαντώ=κάνω εντύπωση, φαντάζω) και την ντρόπιαζαν∙ φόβος και τρόμος μας έπιασε όλους. Οι καβαλαραίοι μόνο που μας τρόμαξαν, αλλά οι Τσέτες κάναν τα εγκλήματα. Ωστόσο, όπως πηγαίναμε, ένας από τους καβαλαραίους ξέκοψε από τη σειρά του, στάθηκε μπροστά στη μητέρα μου και της είπε σε καθαρά ελληνικά: «τσερά, δώσε μου τα δαχτυλίδια σου». Ο πατέρας κρατούσε αγκαλιά την αδερφή μου κι ένα μπόγο∙ ό,τι άρπαξε φεύγοντας από το σπίτι. Η μητέρα μου από το ένα χέρι κρατούσε τον αδερφό μου, ενώ στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα μπόγο στηρίζοντάς τον στην πλάτη της, κι εγώ ένα μπόγο∙ πήγαινα κοντά στη μητέρα μου για να μη χαθούμε. Έτσι σφάνταζαν τα δαχτυλίδια της μητέρας. Σταθήκαμε και η μητέρα προσπαθούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Από την ταραχή της όμως και το φόβο της δεν μπορούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Τότε ο Τούρκος καβαλάρης, επειδή έχασε τη σειρά της, βιαζόταν κι ετοιμάστηκε να κόψει το δάχτυλο της μητέρας με την κάμα του. Ο πατέρας τότε σάλιωσε το δάχτυλο της κι έτσι έβγαλε τα δαχτυλίδια και τα δώσε στον εξαγριωμένο Τούρκο. Ήταν ο κόσμος θάλασσα, χιλιάδες κόσμος, που έκλαιε και βογκούσε. Προχωρούσαμε όπου προχωρούσαν όλοι, προς το Κορδελιό∙ από κει θα σωθούμε. Αλίμονο σ’ εμάς! Η ελπίδα να σωθούμε από κει, από τη θάλασσα του Κορδελιού, χάθηκε. -Θεέ μου, λυπήσου μας, έλεγε η μητέρα κι έκλαιγε. Ο κόσμος τα ’χασε πια, απελπίστηκε τελείως. Άλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν και μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν. Ο βόγγος, ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε τα μάτια μας∙ γυναίκες πολλές, μια σειρά ατελείωτη από το μπουλούκι που ερχόνταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μία την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε».
Mαρτυρία του Αλέξη Αλεξίου
«Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι βάλαν φωτιά στη συνοικία της Αρμενίας. Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς. Δεν θυμούμαι αν την ίδια μέρα ή έπειτα από μερικές μέρες ο κόσμος άρχισε να φεύγει από τη Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε. Από κει φύγαμε∙ πήγαμε και μείναμε στο σπίτι της αδελφής της νενές μου που ήταν στην Πούντα, γιατί εκείνη ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό και βέβαια η οικογένειά της, σαν ιταλική που ήταν, ήταν εξασφαλισμένη. Δε θυμούμαι ούτε τους λόγους, ούτε την αιτία που ύστερα από λίγες μέρες μας πήρε ο πατέρας μου όλους, εκτός από τον παππού και τη νενέ, και ξεκινήσαμε προς την παραλία της Πούντας, όπου ήταν διάφορα κέντρα. Προχωρήσαμε ακόμη πιο πολύ∙ περάσαμε το νεκροταφείο της Σμύρνης και το γήπεδο του αθλητικού ομίλου Πανιωνίου Σμύρνης. Από κει και πέρα άρχισε να μαζεύεται χιλιάδες κόσμος σε μια πορεία στο δρόμο που ήταν κοντά στην παραλία, με κατεύθυνση προς το Μπαργιακλί. Από το δρόμο προς τη θάλασσα ήταν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω∙ θα έχω τη φοβερή εικόνα, που αντίκρισα μπροστά μου. Λίγο αριστερά από το δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι∙ το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια, που ήταν πάρα κάτω, ήταν πεταμένα δύο ή τρία πτώματα. Όλος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το απογευματάκι φτιάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα∙ θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που του δώσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως-όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν πάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα. Νερά είχε τρεχούμενα. Όλα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο∙ στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε∙ βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό∙ μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ’ ένα κομμένο χέρι και λίγο πάρα κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μου είπε να μην πω τίποτα απ’ αυτά που είδαμε στη μητέρα. Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαργιακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθούσαμε κι εμείς∙ όπως πηγαίναμε όμως, στ’ αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς τη Σμύρνη τούρκικη καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Κρατούσαν ακόμη στο δεξί τους χέρι ένα ακόντιο μ’ ένα σημαιάκι στην κορφή. Στήριζαν το ακόντιο στον αναβατήρα. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες. Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα∙ οι Τσέτες πέσαν απάνω στον κόσμο και κάναν όλων των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες, και μαλαματικά από τις γυναίκες. Αρπούσαν όποια κοπέλα τους σφαντούσε (σφαντώ=κάνω εντύπωση, φαντάζω) και την ντρόπιαζαν∙ φόβος και τρόμος μας έπιασε όλους. Οι καβαλαραίοι μόνο που μας τρόμαξαν, αλλά οι Τσέτες κάναν τα εγκλήματα. Ωστόσο, όπως πηγαίναμε, ένας από τους καβαλαραίους ξέκοψε από τη σειρά του, στάθηκε μπροστά στη μητέρα μου και της είπε σε καθαρά ελληνικά: «τσερά, δώσε μου τα δαχτυλίδια σου». Ο πατέρας κρατούσε αγκαλιά την αδερφή μου κι ένα μπόγο∙ ό,τι άρπαξε φεύγοντας από το σπίτι. Η μητέρα μου από το ένα χέρι κρατούσε τον αδερφό μου, ενώ στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα μπόγο στηρίζοντάς τον στην πλάτη της, κι εγώ ένα μπόγο∙ πήγαινα κοντά στη μητέρα μου για να μη χαθούμε. Έτσι σφάνταζαν τα δαχτυλίδια της μητέρας. Σταθήκαμε και η μητέρα προσπαθούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Από την ταραχή της όμως και το φόβο της δεν μπορούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Τότε ο Τούρκος καβαλάρης, επειδή έχασε τη σειρά της, βιαζόταν κι ετοιμάστηκε να κόψει το δάχτυλο της μητέρας με την κάμα του. Ο πατέρας τότε σάλιωσε το δάχτυλο της κι έτσι έβγαλε τα δαχτυλίδια και τα δώσε στον εξαγριωμένο Τούρκο. Ήταν ο κόσμος θάλασσα, χιλιάδες κόσμος, που έκλαιε και βογκούσε. Προχωρούσαμε όπου προχωρούσαν όλοι, προς το Κορδελιό∙ από κει θα σωθούμε. Αλίμονο σ’ εμάς! Η ελπίδα να σωθούμε από κει, από τη θάλασσα του Κορδελιού, χάθηκε. -Θεέ μου, λυπήσου μας, έλεγε η μητέρα κι έκλαιγε. Ο κόσμος τα ’χασε πια, απελπίστηκε τελείως. Άλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν και μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν. Ο βόγγος, ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε τα μάτια μας∙ γυναίκες πολλές, μια σειρά ατελείωτη από το μπουλούκι που ερχόνταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μία την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε».
Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός έστειλε αντιπροσωπεία στον Κεμάλ Ατατούρκ ώστε να συγκαταθέσει στην εκκένωση της Σμύρνης. Κατόπιν ασφυκτικών πιέσεων ο Κεμάλ Ατατούρκ επέτρεψε σε ελληνικά και άλλα πλοία να μπουν στο λιμάνι της Σμύρνης. Η εκκένωση άρχισε στις 11 Σεπτεμβρίου και διήρκησε μια εβδομάδα. Στις 13 Σεπτεμβρίου 19 πλοία μπήκαν στη Σμύρνη να σώσουν τον κόσμο. Συνολικά 300.000 πρόσφυγες πέρασαν στην Ελλάδα.Ο κόσμος περίμενε βασανιστικά στις ουρές για να περάσει στα πλοία ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες διενεργούσαν εξονυχιστικούς ελέγχους, αφαιρώντας τα τιμαλφή από τον κόσμο και συλλαμβάνοντας όσους άντρες ήταν πάνω από 15 ετών για να τους στείλουν στα τάγματα εργασίας. Οι μανάδες έντυναν τα αγόρια τους με γυναικεία ρούχα για να τα περάσουν στα πλοία, ξετυλίγονταν φρικτές εικόνες ανθρώπινου πόνου και δυστυχίας. Ο κόσμος έπεφτε στη θάλασσα να κολυμπήσει μέχρι τα καράβια των ξένων και οι Τούρκοι πυροβολούσαν στη θάλασσα. Τα πλοιάρια βούλιαζαν από το βάρος ενώ από πίσω η πόλη καιγόταν και η φωτιά είχε φτάσει μέχρι και τα παραλιακά κτίρια.
Μαρτυρία Θεοδώρας Κοντού
«Κατεβήκαμε από το χωριό στη Σμύρνη. Λέγαμε πως θα γυρίσομε πίσω. Πήγαμε να ακουμπήσουμε στην εκκλησία του Άι-Γιάννη. Ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ένας γνωστός του πατέρα μου μας πήρε στο σπίτι του. Εκεί καθίσαμε. Αυτός πήρε τους δικούς του κι έφυγε χωρίς να μας πει τίποτε∙ έφυγε κρυφά. Μπήκαν οι Τούρκοι, σφάξαν τον πατέρα μας, τη μάνα μας, το θείο μας, τη θεία μας και τα τρία αδέλφια μου. Εγώ, με τα πιο μικρά αδερφάκια μου, το ένα ήταν δυόμισι χρονών και το άλλο τρεισήμισι, ήμασταν χωμένα κάτω από ένα παταράκι και δεν μας είδαν. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες∙ ούτε φαΐ, ούτε νερό. Το σπίτι είχε κάτι σα νεροχύτη και κυλούσε μέσα ένα τρεχούμενο νερό. Τι να κάνω; Να βρέξω τα χείλη μου ήθελα. Άπλωσα τον ποδόγυρο μου απάνω, έπιανα με το χέρι μου τη μύτη μου και έπινα μια γουλιά∙ από τη βρώμα σου ’ρχονταν εμετός. Το ένα αδερφάκι μου ήτανε τραυματισμένο με σφαίρα στο πόδι του. Όσο περνούσαν οι μέρες τα πτώματα πρήζουνταν, ντουμπάνιαζαν και βρωμούσαν αφάνταστα. Μπαίναν οι Τουρκάλες για να κλέψουν και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Κλέβαν ό,τι μπορούσαν∙ κότες, κουτάλια, μπακίρια και φεύγαν χωρίς να μας δούνε. Κάποτε μου ’ρθε έτσι σα Θεού φώτιση και βγήκα λίγο παρά όξω. Τότες είδα πολύ κόσμο που έφευγε, έπαιρνε των ομματιών του. Έκανα το σταυρό μου, πήρα στην πλάτη μου το τραυματισμένο αδερφάκι μου και από το χέρι το άλλο και βγήκα στο δρόμο. Έτρεχα να φτάξω τους άλλους, τους πολλούς. Εκεί βλέπω μια κοπέλα που κάθονταν σ’ ένα σωρό πέτρες. Της φώναξα, ήθελα έναν άνθρωπο να με βοηθήσει, να του μιλήσω. Αυτή η κοπέλα τίποτα∙ έστεκε ακούνητη. Εγώ δεν την πρόσεξα∙ μόνο ακόμα της μιλούσα. Προσωπικά αντικείμενα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες, όπως εκτίθενται στο Μουσείο «Φιλιώ Χαϊδεμένου» © Πάρις Ταβιτιάν Την έβλεπα που γούρλωνε τα μάτια της, μα δεν πήγε πουθενά το μυαλό μου∙ την προσέχω. Και τι να δω! Την είχαν χώσει ένα ξύλο από πίσω και έβγαινε από το στόμα της. Τότες ήταν που έτρεχα ακόμη πιο πολύ. Τι να κάνω με τα δύο μωρά; Μπήκα μέσα στην εκκλησία, μα επειδή βρωμούσαμε πολύ σάπιο αίμα, το πόδι του παιδιού, τα μαλλιά μας, τα ρούχα μας, μας διώξαν από την εκκλησία. Τι να κάνουμε; Ζαρώσαμε σαν τα σκυλάκια σ’ ένα παραγκώνι. Πάνε τόσα χρόνια, μα δεν τα ξεχνώ. Θαρρώ πως είναι τούτη η ώρα. Κλάψαμε, θρηνήσαμε, τα ’παμε, τα ξανάπαμε! Η μάνα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα σαν τους άλλους. Της είχαν χύσει τα έντερα, την είχαν περιχύσει τα αίματα και κείνη με αρμήνευε και μου ’λεγε: “Παιδάκι μου, άμα δεις τα σκούρα, να πέσεις στη θάλασσα”. Έβγαλε και από την τσέπη της και μου ’δωσε το πορτοφόλι της και μια φωτογραφία περιχυμένη στα αίματα∙ την έχω ακόμη».
«Κατεβήκαμε από το χωριό στη Σμύρνη. Λέγαμε πως θα γυρίσομε πίσω. Πήγαμε να ακουμπήσουμε στην εκκλησία του Άι-Γιάννη. Ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ένας γνωστός του πατέρα μου μας πήρε στο σπίτι του. Εκεί καθίσαμε. Αυτός πήρε τους δικούς του κι έφυγε χωρίς να μας πει τίποτε∙ έφυγε κρυφά. Μπήκαν οι Τούρκοι, σφάξαν τον πατέρα μας, τη μάνα μας, το θείο μας, τη θεία μας και τα τρία αδέλφια μου. Εγώ, με τα πιο μικρά αδερφάκια μου, το ένα ήταν δυόμισι χρονών και το άλλο τρεισήμισι, ήμασταν χωμένα κάτω από ένα παταράκι και δεν μας είδαν. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες∙ ούτε φαΐ, ούτε νερό. Το σπίτι είχε κάτι σα νεροχύτη και κυλούσε μέσα ένα τρεχούμενο νερό. Τι να κάνω; Να βρέξω τα χείλη μου ήθελα. Άπλωσα τον ποδόγυρο μου απάνω, έπιανα με το χέρι μου τη μύτη μου και έπινα μια γουλιά∙ από τη βρώμα σου ’ρχονταν εμετός. Το ένα αδερφάκι μου ήτανε τραυματισμένο με σφαίρα στο πόδι του. Όσο περνούσαν οι μέρες τα πτώματα πρήζουνταν, ντουμπάνιαζαν και βρωμούσαν αφάνταστα. Μπαίναν οι Τουρκάλες για να κλέψουν και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Κλέβαν ό,τι μπορούσαν∙ κότες, κουτάλια, μπακίρια και φεύγαν χωρίς να μας δούνε. Κάποτε μου ’ρθε έτσι σα Θεού φώτιση και βγήκα λίγο παρά όξω. Τότες είδα πολύ κόσμο που έφευγε, έπαιρνε των ομματιών του. Έκανα το σταυρό μου, πήρα στην πλάτη μου το τραυματισμένο αδερφάκι μου και από το χέρι το άλλο και βγήκα στο δρόμο. Έτρεχα να φτάξω τους άλλους, τους πολλούς. Εκεί βλέπω μια κοπέλα που κάθονταν σ’ ένα σωρό πέτρες. Της φώναξα, ήθελα έναν άνθρωπο να με βοηθήσει, να του μιλήσω. Αυτή η κοπέλα τίποτα∙ έστεκε ακούνητη. Εγώ δεν την πρόσεξα∙ μόνο ακόμα της μιλούσα. Προσωπικά αντικείμενα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες, όπως εκτίθενται στο Μουσείο «Φιλιώ Χαϊδεμένου» © Πάρις Ταβιτιάν Την έβλεπα που γούρλωνε τα μάτια της, μα δεν πήγε πουθενά το μυαλό μου∙ την προσέχω. Και τι να δω! Την είχαν χώσει ένα ξύλο από πίσω και έβγαινε από το στόμα της. Τότες ήταν που έτρεχα ακόμη πιο πολύ. Τι να κάνω με τα δύο μωρά; Μπήκα μέσα στην εκκλησία, μα επειδή βρωμούσαμε πολύ σάπιο αίμα, το πόδι του παιδιού, τα μαλλιά μας, τα ρούχα μας, μας διώξαν από την εκκλησία. Τι να κάνουμε; Ζαρώσαμε σαν τα σκυλάκια σ’ ένα παραγκώνι. Πάνε τόσα χρόνια, μα δεν τα ξεχνώ. Θαρρώ πως είναι τούτη η ώρα. Κλάψαμε, θρηνήσαμε, τα ’παμε, τα ξανάπαμε! Η μάνα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα σαν τους άλλους. Της είχαν χύσει τα έντερα, την είχαν περιχύσει τα αίματα και κείνη με αρμήνευε και μου ’λεγε: “Παιδάκι μου, άμα δεις τα σκούρα, να πέσεις στη θάλασσα”. Έβγαλε και από την τσέπη της και μου ’δωσε το πορτοφόλι της και μια φωτογραφία περιχυμένη στα αίματα∙ την έχω ακόμη».
Με την έλευση των προσφύγων (οι οποίοι εν πολλοίς υπήρξαν θύματα ρατσιστικής συμπεριφοράς γηγενών Ελλήνων με χαρακτηρισμούς όπως ''τουρκόσποροι'') η αστική όψη της Αθήνας τροποποιήθηκε αισθητά. Για πρώτη φορά, στην Αθήνα κατασκευάστηκαν πολυκατοικίες προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα της στέγασης του προσφυγικού πληθυσμού. - Προσφυγικά Λεωφ. Αλεξάνδρας. Η πόλη απέκτησε νέες συνοικίες που μαρτυρούσαν τις καταβολές των προσφύγων όπως η Νέα Σμύρνη, η Νέα Φιλαδέλφεια, η Νέα Ιωνία, η Καισαριανή, η Κοκκινιά, ο Περισσός, το Περιστέρι, ο Κορυδαλλός, το Κερατσίνι, η Αμφιθέα, η Καλογρέζα, η Καλλιθέα, η Δραπετσώνα, τα Σφαγεία και το Δουργούτι. Αντιστοίχως στη Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκαν οι συνοικίες Καλαμαριά (κυρίως Πόντιοι πρόσφυγες), Σαράντα Εκκλησιές, Νέα Βάρνα, Νέο Κορδελιό.