Ο "Αρχιμάστορας Σόλνες" (1892) είναι το προτελευταίο έργο του Ίψεν και θεωρείται από τα πιο αυτοβιογραφικά του, έργα. Αφετηρία για την συγγραφή του, υπήρξαν δύο γεγονότα της ζωής του. Η ερωτική του εμπειρία με την κατά 43 χρόνια νεώτερή του Εμιλι Μπάρνταχ (ο Ίψεν ήταν 61 χρονών) και η επίθεση που δέχτηκε, σε μια διάλεξη του νεαρού τότε Κνουτ Χάμσουν (1859-1952), ο οποίος επιτέθηκε εναντίον του καλεσμένου του Ίψεν, κατηγορώντας τον για "σκοτεινό συμβολισμό", για ¨αντιφάσεις, για ¨αντιαισθητικές παραμορφώσεις της πραγματικότητας", κατηγορίες, που προκάλεσαν το χειροκρότημα των εικοσάρηδων ακροατών. Ο Ίψεν σε μια προσπάθεια αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού του, μέσα από σύμβολα και αλληγορίες, φιλοσοφεί πάνω στα όρια που μπορεί να φτάσει μια μεγάλη μορφή, στην αναπόφευκτη σύγκρουση του παλιού με το νέο. Διαπραγματεύεται την άνοδο και την πτώση ενός πετυχημένου αρχιτέκτονα, ενός αρχιμάστορα, ο οποίος στήνει την καριέρα του δημιουργώντας και χτίζοντας οίκους για τον Θεό. Η καριέρα του Σόλνες απογειώνεται. Αρχικά με τους Οίκους προς τον Θεό, μετά με τα σπίτια που η κορυφή τους καταλήγει σε πύργο και τέλος, με το μεγάλο του έργο, την ανέγερση ενός υψηλού πύργου. Το σεξουαλικό στοιχείο εναλλάσσεται συμβολικά με το θρησκευτικό, η άνοδος και η πτώση βρίσκονται όμως πολύ κοντά για τα πρόσωπα του έργου. Στον «Αρχιμάστορα Σόλνες» βλέπουμε να διανθίζονται όλες οι αναγνωρίσιμες ανθρώπινες συμπεριφορές και οι πτυχές τους: τα μυστικά, οι ελπίδες, ο έρωτας ως τελευταία πιθανότητα σωτηρίας και η τελική ματαίωση. Από την επανάσταση ενός νέου έρωτα, τον φόβο για τον χρόνο που περνάει και τα κρυφά δράματα της κεντρικής οικογένειας του έργου, παρακολουθούμε την προσπάθεια που καταβάλλει ο «Αρχιμάστορας Σόλνες» να ανεγερθεί και ο ίδιος σε κάτι υψηλότερο από τον εαυτό του: «Και καθώς στεκόμουν στην κορυφή και κρεμούσα το στεφάνι στον ανεμοδείκτη, του είπα: Άκουσέ με, παντοδύναμε! Από τη μέρα αυτή θέλω να ‘χω κι εγώ ελευθερία ως αρχιμάστορας. Στο δικό μου πεδίο. Όπως εσύ στο δικό σου» ομολογεί ο αρχιτέκτονας.
Το έργο γραμμένο το 1892, πραγματεύεται το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην ευτυχία και τη φιλοδοξία, τη λαχτάρα αλλά και τον φόβο προς τα νιάτα, την αγωνία μιας ολοκληρωμένης ζωής και το άγχος του θανάτου. Η υπόθεση αναφέρεται στην τελευταία μέρα της ζωής του διάσημου αρχιτέκτονα Χάλβαρντ Σόλνες. Ένας μάλλον αμφιλεγόμενος χαρακτήρας, που βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του. Είναι παντρεμένος με την Αλίνε, η οποία δεν κατάφερε ποτέ να βγει από το βαθύ πένθος για τα δίδυμα αγόρια τους που πέθαναν. Διατηρεί σχέση με την αρκετά νεώτερη γραμματέα του Κάγια Φόσλι, η οποία είναι αρραβωνιασμένη με τον υπάλληλό του, τον νεαρό αρχιτέκτονα Ράγκναρ Μπρόβικ. Κρατώντας την κοντά του κρατάει και εκείνον, ακριβώς επειδή γνωρίζει την αξία του και απειλείται. Για αυτό το λόγο ο Σόλνες αρνείται πεισματικά να επιβεβαιώσει οτιδήποτε σχετικά στον Ράγκναρ και στον γέρο πατέρα του παρόλο που γνωρίζει ότι ο τελευταίος είναι πολύ κοντά στον θάνατο. Δέχεται την «εισβολή» της Χίλντε Βάνγκελ, μιας νέας γυναίκας, 23 ετών, στο σπίτι του. Έρχεται να παραλάβει το βασίλειο που της υποσχέθηκε στα δεκατρία της, όταν την φίλησε «λερώνοντάς» την για πάντα. Όμως πώς μπορείς να μην συμπαθήσεις-να μην συμπονέσεις τον άνθρωπο που ομολογεί ότι φοβάται. Που αναγνωρίζει και δέχεται ότι πρέπει να πληρώσει το τίμημα για ό,τι πέτυχε στη ζωή του, που δέχεται την ενοχή για τον θάνατο των παιδιών του και το «ασήκωτο, υπέρογκο χρέος» απέναντι στην σύζυγο του Αλίνε. Η μόνη διέξοδος, η άνοδος. Η μόνη πραγματικότητα η πτώση.
Δυο διαφορετικά είδη θεατρικού έργου αναμιγνύονται στον Αρχιμάστορα Σόλνες. Το πρώτο που συναντάμε είναι το κοινωνικό νατουραλιστικό δράμα, που αφορά μια πετυχημένη προσπάθεια ενός μεσήλικα άνδρα να κλείσει το δρόμο του δυναμικού νεότερου αντίζηλου (Ράγκναρ Μπρεβίκ), του οποίου ο πατέρας τον εγκατέλειψε. Ασχολούμενος με την ευαίσθητη φύση της Κάγια, αρραβωνιαστικιάς του Βίγκναρ, ο Σόλνες, ενώ δουλεύει στο γραφείο του, έχει δημιουργήσει ένα ερωτικό πάθος που θα περιβάλλει και τους δυο νέους και τον γέρο Μπρέβικ. Ενώ βρισκόμαστε ακόμα στην πρώτη πράξη, ένα ψυχολογικό δράμα – με φαντασιώσεις, εμμονές και νευρώσεις – ξεκινά με την άφιξη της νέας που ενσαρκώνεται από την Χίλντε Βάνγκελ και απομακρύνει το πρώτο επίπεδο του έργου από το κέντρο της προσοχής. Η ενοχλητική απόμακρη κατάσταση του έργου ως σύνολο αναβλύζει από τη διατήρηση και ανάμειξη από τον Ίψεν των δυο δραματικών μοντέλων, ώστε η εσωτερική ανάταση του Σόλνες να αποδεσμεύει τον Ράγκναρ και ο θάνατός του, (πτώση από έναν πύργο) να οδηγεί σε μια πολλαπλότητα νοημάτων. Μια άμεση αντανάκλαση με τον Πατέρα του Στρίντμπεργκ εμφανίζεται στην υποψία του Σόλνες ότι η γυναίκα του Αλίνε και ο Δρ. Χέρνταλ προσπαθούν να τον πείσουν ότι είναι τρελός. Το παράδειγμα του Σουηδού δραματουργού είχε αναμφισβήτητα ενθαρρύνει τον Ίψεν να βαδίσει πιο τολμηρά στο χώρο της δραματουργίας, όπως παρουσιάστηκε σε όλα του τα έργα μετά την Αγριόπαπια. Αυτή η πρόοδος περιλαμβάνει την αναγνώριση ότι το ανθρώπινο μυαλό λειτουργεί με άγνωστους τρόπους από τους καθιερωμένους και ότι το ανθρώπινο κίνητρο και η πράξη μπορεί να έχει μια μυθική διάσταση (νατουραλιστική άποψη με λογική παραδοχή). Χρησιμοποιεί την τεχνική της σκηνής ανάμεσα σε δυο άτομα όπως αναπτύχθηκε στα κοινωνικά του έργα (ειδικά στους Βρυκόλακες) σαν μια μέθοδο ιχνογράφησης της επιρροής του παρελθόντος στο παρόν για να εξερευνήσει τη μυστική διάνοια και την ένδον φύση στις ανθρώπινες σχέσεις. Μια σχολή κριτικών που συνδέεται με τα δόγματα του νατουραλισμού, ερμηνεύει το έργο σαν μια μελέτη για τη διανοητική ανωμαλία: ο Σόλνες, η Αλίνε και η Χίλντε στο δρόμο για το τρελοκομείο. Είναι πιο αξιόλογο να κινηθούμε με τη βοήθεια του έργου σε μια πιο φανταστική κατανόηση της πραγματικότητας, δηλαδή να μην επιλέξουμε ανάμεσα σε εναλλακτικές απόψεις, αλλά να συμπεριλάβουμε πιο αποκλίνουσες απόψεις.
Ο Ίψεν προσεκτικά τοποθετεί την Χίλντε σ’ έναν κοινωνικό κόσμο μαζί με τον Δρ. Χέρνταλ και την κυρία Σόλνες, που θυμάται να την έχει συναντήσει προηγουμένως σε πιο κοσμικές καταστάσεις. Σε σχέση με τους άλλους χαρακτήρες, αυτή παρουσιάζεται σαν ελκυστική, ζωντανή, ασυνήθιστη, αυθόρμητα φιλική, αν και ισχυρογνώμων νέα γυναίκα. Είναι μια γοητευτική ανακρίτρια που έλκεται από τον Σόλνες και όλους τους κρυμμένους φόβους, επιθυμίες και την αίσθηση ενοχής του. Μοιάζει να ανοίγει τη φυλακή της καθημερινής ζωής του Σόλνες και να του δίνει ελπίδα. Η σχεδόν παραμυθιακή τους διάσταση τους απομονώνει από την πραγματικότητα μέσα σ’ έναν φανταστικό κόσμο και τους παρέχει μια μεταφορική γλώσσα με την οποία μπορούν να μιλούν ελεύθερα. Μια συναισθηματικά ώριμη γυναίκα, η Χίλντε, χρησιμοποιεί τη φαντασία της ως ερωτική πρόκληση προς τον Σόλνες που την εκτιμά ως ακαταμάχητη. Παρόλο που καθένας από τους τρεις χαρακτήρες ανακαλεί αναμνήσεις, το παρελθόν που επιχειρούν να αναβιώσουν είναι αμφίβολο και ασταθές. Το παρελθόν δεν είναι ιστορικό γεγονός, αλλά ο μύθος που καθένας κατασκευάζει για να ζήσει εντός του. Ο Σόλνες σπάνια σκέφτεται πόσο άσπλαχνα φέρθηκε στον Knut Brovik επιδιώκοντας τις δικές του φιλοδοξίες. Ακόμα λιγότερο (σκέφτεται) την αποτυχία του να δώσει στη γυναίκα του αγάπη, μέσα από την οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί ως γυναίκα. Η Αλίνε λυπάται όχι για τα μωρά που πέθαναν αλλά για τις κούκλες της και τη χαμένη παιδική της ηλικία. Οι έμμονες ιδέες-σύμβολα μπορεί να κρύβουν μια βαθύτερη αλήθεια. Μια αφύσικη σύλληψη του χρόνου αναδύεται ως ένας από τους θεατρικούς μύθους για κεντρικούς χαρακτήρες: η καθήλωση της Hilde στη μέρα που ο Σόλνες σκαρφάλωσε στον πύργο της εκκλησίας του Λύσαντζερ πριν 10 χρόνια, η Αλίνε που μεγάλωσε χωρίς να μεγαλώσει, ο Σόλνες που έχει ως πρόθεση να αντισταθεί στη διαδικασία της αλλαγής όταν οι άνδρες ξεπερνούν το νεαρό της ηλικίας. Σαν ψυχολογικό δράμα.
Ο αρχιμάστορας Σόλνες, εκφράζει τον συμβολικό τρόπο της ανθρώπινης καλλιεργημένης σκέψης που ακόμα προσλαμβάνει παραπλεύρως το επιστημονικό και το λογικό. Είναι ένα είδος ποιητικής σκέψης που περνά ανάμεσα στον Σόλνες και την Χϊλντε και ενισχύεται στην τελευταία πράξη του έργου. Το έργο εκτιμήθηκε ως αυτοβιογραφικό για το συγγραφέα του: οι ποικίλες φάσεις στην καριέρα του Σόλνες ως οικοδόμου ανταποκρίνονται στις κύριες αλλαγές στο δραματικό ύφος του Ίψεν από τα μεγάλα φιλοσοφικά έργα στην προοδευτική ποίηση. Ο φανερός φαλλικός συμβολισμός υπάγεται στον παραδοσιακό τραγικό συμβολισμό της αύξησης και μείωσης της απαιτητικής φιλοδοξίας. Η ανάμνηση του αρχιμάστορα από την Χίλντε προκαλεί ακαταμάχητη μια εικόνα δύναμης και θριάμβου και συμπληρώνεται από την τρομακτική σκέψη του Σόλνες ότι ο ίδιος προκάλεσε τη φωτιά. Ο Σόλνες τείνει προς το αδύνατο: χτίζοντας ένα καινούργιο σπίτι για την Αλίνε και τον εαυτό του (με τρία παιδικά δωμάτια, ενώ ούτε έχουν ούτε περιμένουν να αποκτήσουν παιδιά), υπό μορφή πύργου και τοποθετώντας το στο χείλος ενός λατομείου. Παρόλη την υψοφοβία του και «υπεράνω του ανθρώπινου αναστήματος». Η Αλίνε δεν έχει τίποτα να ζήσει εκτός από την κατηγορηματική αναγκαιότητα του καθήκοντος στο οποίο ο Ίψεν βρίσκει τη χαρά της ζωής και ο Σόλνες, πηγαίνοντας ενάντια στη φύση για να επιτύχει το αδύνατο, δανείζεται από την νιτσεϊκή θεώρηση του άνδρα που γίνεται υπεράνθρωπος. Η Χίλντε, που τον είχε οδηγήσει έξω από την απλή, ιδεαλιστική ονειροπόληση (χτίζοντας κάστρα στον αέρα) μπορεί να θεωρηθεί ως ο καταστροφέας του. Αλλά ο Σόλνες που παίρνει το ρίσκο να σκαρφαλώσει στον πύργο είναι ένας καλύτερος άντρας από αυτόν που είχαμε δει προηγουμένως στο έργο. Μπορεί να μην γνωρίζει ότι οδεύει προς το θάνατό του αλλά είναι έτοιμος γι’ αυτό.