«Λευκή κορδέλα: Μια γερμανική ιστορία για παιδιά». Αυτός είναι ολόκληρος ο πρωτότυπος τίτλος της βραβευμένης με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες ταινίας του Μίκαελ Χάνεκε .Ένα σύρμα δεμένο ανάμεσα σε δύο δέντρα θα ανατρέψει το άλογο του γιατρού, κι αυτό θα είναι το πρώτο από μια σειρά από «ανεξήγητα» γεγονότα που θα σπείρουν το φόβο, τη δυσπιστία και την εχθρότητα ανάμεσα στους χωριανούς. Το σκοτάδι θα αναδυθεί κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, αλλά δεν είναι τόσο το «κακό» που μολύνει κάτι αγνό, όσο τα σημάδια από το σκουλήκι που έτρωγε ήδη το μήλο από μέσα. Κανείς δεν μπορεί να καταδείξει τον ένοχο της συγκεκριμένης πράξης, κανείς δεν μπορεί να βρει αυτούς που βασάνισαν το γιο του γαιοκτήμονα, κανείς δεν μπορεί να πει ποιος έκαψε ένα στάβλο, όμως σε μια κοινωνία όπου κανείς δεν είναι ένοχος μήπως τελικά είμαστε ένοχοι όλοι; Δεν είναι τα άτομα που διαφθείρουν το σύνολο, η διαδρομή έχει αντίστροφη πορεία, λέει ανάμεσα σε άλλα η ταινία του Χάνεκε, που αποτελεί κι αυτή μια λευκή κορδέλα, σαν εκείνες που ο ιερέας του χωριού φορά στα παιδιά του για να τους υπενθυμίσει τη χαμένη τους αθωότητα.
Βρισκόμαστε σ' ένα μικρό χωριό της βόρειας Γερμανίας, κάπου στα 1913. Ένας αόρατος αφηγητής μας υποδέχεται στο ασπρόμαυρο τοπίο και ξεκινά να μας διηγείται μια ιστορία της νεανικής του ηλικίας, όταν μια σειρά από ανεξήγητα γεγονότα αναστάτωσαν τη γαλήνια καθημερινότητα του χωριού του και σημάδεψαν καθοριστικά κι αμετάκλητα τις ζωές των χωρικών. Πρώτο είναι ένα ανεξήγητο ατύχημα που βρίσκει τον γιατρό του χωριού βαριά τραυματισμένο: έκπληξη κι απορία πλανάται στους συγχωριανούς του για ένα συμβάν με άγνωστο υποκινητή και φαινομενικά χωρίς αιτία. Στη συνέχεια, μια γυναίκα σκοτώνεται σ' ένα μάλλον ύποπτο εργατικό δυστύχημα: οργή και καχυποψία ανάμεσα στους χωρικούς, ακόμα διάχυτη και χωρίς αποδέκτη. Λίγο μετά όμως τα πράγματα θα εκτροχιαστούν: μια φωτιά, μια εξαφάνιση, ένα παιδί που ξυλοκοπείται, κι άλλες εκρήξεις βίας, ένα ακόμα παιδί που βασανίζεται. Πλέον η αιτία είναι σαφής: η εκδίκηση -ο υποκινητής όμως παραμένει άφαντος. Ποιος το έκανε; Η απάντηση βέβαια δεν είναι τόσο εύκολη, όταν το κλασσικό σχήμα whodunit (ποιός το έκανε) μετατρέπεται στα χέρια του Haneke σε ένα ιδιάζων whydunit (γιατί το έκανε), με το ενδιαφέρον να μεταφέρεται από το 'ποιος' στο 'γιατί', σε μια αναζήτηση των αιτίων της -φαινομενικά- απρόκλητης βίας. Οι κάτοικοι του χωριού, ενήλικοι και παιδιά, ζουν σε μια κοινωνία προτεσταντικής καταπίεσης. Οι μοναδικές αποχρώσεις της ζωής είναι γι' αυτούς το άσπρο και μαύρο, σαν τα πλάνα του Haneke που ντύνουν το χιονισμένο χωριό. Ηθική ή ανηθικότητα, καλό και κακό -δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Η καταπίεση κι η βία είναι αυτές που διαμορφώνουν χαρακτήρες, μαζί με την 'Λευκή Κορδέλα' της ηθικής (ο πάστορας, κυρίαρχη φιγούρα στο χωριό, τυλίγει στα χέρια των παιδιών που παρουσιάζουν αποκλίνουσες συμπεριφορές μια λευκή κορδέλα, για να φέρουν επάνω τους ένα στίγμα που θα τους θυμίζει την απομάκρυνσή τους από τις ηθικές αξίες).
Η πειθαρχία, η σκληρότητα και η υποταγή διαπερνά όλη την κοινωνία μολύνοντας και το τελευταίο της κύτταρο: τα παιδιά καταπιέζονται από τους γονείς-αφέντες, οι αγρότες από την καπιταλιστική αριστοκρατία που ανελέητα τους εξωθεί σε πράξεις απελπισίας ή αυτοκαταστροφής, οι γυναίκες από τους πατριαρχικούς άντρες σαν αναλώσιμα δοχεία «ηδονής». Κάτω από αυτές τις συνθήκες η «παιδική αθωότητα» είναι άλλη μια καταπιεστική ιδεολογική κατασκευή της εξουσίας. Ο κόσμος των παιδιών αναπαράγεται από τους μεγάλους και επομένως κρύβει τις ίδιες φρικαλεότητες με αυτόν των ενηλίκων. Η κοινωνία διατηρεί τη συνέχεια της σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία: η καταπίεση γεννά και αναπαράγει από γενιά σε γενιά όχι μόνο την αντίσταση αλλά και την ισοπεδωτική βία.
Ένα ολόκληρο χωριό τυλιγμένο ασφυκτικά με μια Λευκή Κορδέλα, για να θυμίζει στους 'υποδειγματικούς' κατοίκους του τη φαυλότητα στην οποία είναι βυθισμένοι. Καταπίεση, κακοποίηση, εκδίκηση. Ένας φαύλος κύκλος που γεννιέται και γεννά τη βία. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, ωριμάζουν κι αρχίζουν σιγά-σιγά να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα γύρω τους, είναι φυσικό να επηρεάζονται και να διαμορφώνονται από αυτό το νοσηρό περιβάλλον. Ο φόβος, η καχυποψία κι η ενοχή πνίγουν την παιδική αθωότητα και μετατρέπουν αργά αλλά σταθερά αυτή την ομάδα παιδιών σε 'enfants terribles' που με την πρώτη ευκαιρία θα διδάξουν από πρώτο χέρι τον τρόμο (για τον Θεό και τον άνθρωπο), τον πόνο (τον σωματικό αλλά και τον ψυχικό) και τον θάνατο σε αυτούς που τους τον δίδαξαν. Ο μόνος άτρωτος παραμένει ο χαρακτήρας του δασκάλου, ο αποστασιοποιημένος μας αφηγητής, ο μόνος, συμπτωματικά (;) χωρίς απογόνους.
Ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών, «Η Λευκή Κορδέλα: Μια ιστορία για τα παιδιά της Γερμανίας», όπως είναι ο πλήρης αμετάφραστος γερμανικός τίτλος, είναι μια ιστορία για τα παιδιά της Γερμανίας, όχι όμως κι ένα αθώο παιδικό παραμύθι. Είναι μια παραβολή για την καλλιέργεια και την παγίωση της κοινωνικής βίας, για τη γένεση του Κακού, μια αλληγορική αφήγηση για την ανατροφή μιας ολόκληρης γενιάς Γερμανών που γαλουχήθηκαν με βία για να γεννήσουν αργότερα την υπέρτατη μορφή κοινωνικής και πολιτικής βίας -το ναζισμό. Υπαινικτικό και βραδυφλεγές αλλά εντέλει αποκαλυπτικό, το δημιούργημα του Michael Haneke επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων στοιχειώνοντας τον θεατή για μέρες, και διεκδικεί επάξια μια κορυφαία θέση στην ήδη βαρυφορτωμένη με επαίνους καριέρα του ιδιοφυούς αυστριακού σκηνοθέτη.
Ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών, «Η Λευκή Κορδέλα: Μια ιστορία για τα παιδιά της Γερμανίας», όπως είναι ο πλήρης αμετάφραστος γερμανικός τίτλος, είναι μια ιστορία για τα παιδιά της Γερμανίας, όχι όμως κι ένα αθώο παιδικό παραμύθι. Είναι μια παραβολή για την καλλιέργεια και την παγίωση της κοινωνικής βίας, για τη γένεση του Κακού, μια αλληγορική αφήγηση για την ανατροφή μιας ολόκληρης γενιάς Γερμανών που γαλουχήθηκαν με βία για να γεννήσουν αργότερα την υπέρτατη μορφή κοινωνικής και πολιτικής βίας -το ναζισμό. Υπαινικτικό και βραδυφλεγές αλλά εντέλει αποκαλυπτικό, το δημιούργημα του Michael Haneke επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων στοιχειώνοντας τον θεατή για μέρες, και διεκδικεί επάξια μια κορυφαία θέση στην ήδη βαρυφορτωμένη με επαίνους καριέρα του ιδιοφυούς αυστριακού σκηνοθέτη.
«Πρέπει να σας δείρω και εγώ θα πονέσω περισσότερο », λέει στα παιδιά του ο πολύτεκνος πάστορας του μικρού γερμανικού χωριού όπου διαδραματίζεται η ταινία του 75χρονου Μίχαελ Χάνεκε. Λίγο αργότερα η πόρτα κλείνει, ο φακός ακίνητος την παρακολουθεί και ο θεατής ακούει τις κραυγές πόνου από τις ξυλιές μέσα στο δωμάτιο. Τα αυστηρά, παγωμένα πλάνα της «Λευκής κορδέλας» έρχονται σε ταύτιση με το βλοσυρό, παντελώς αγέλαστο ύφος των προσώπων που απαρτίζουν το φιλμ, από το οποίο δεν λείπουν οι ξαφνικές εκρήξεις βίας, σωματικής μα κυρίως ψυχολογικής: Ενα ψαλίδι βυθισμένο στο σώμα ενός πουλιού, ένας γιατρός που εξευτελίζει με τον χειρότερο τρόπο τη γυναίκα που μεγαλώνει τα παιδιά του («γιατί δεν μπορείς επιτέλους να πεθάνεις! », λέει), ακόμη και η καταστροφή της γης του τοπικού βαρόνου από έναν φτωχό αγρότη με δρεπάνι είναι σκηνές που σφραγίζουν τη μνήμη.
Ολοκληρωτισμός: ερώτημα διαχρονικό
Ο Χάνεκε, ο οποίος δεν μιλά εύκολα για τις ταινίες του, παραδέχεται ότι δεν επέλεξε τυχαία την εποχή αλλά συμπληρώνει ότι ποτέ δεν θέλησε να περιοριστεί σε αυτό το «συγκεκριμένο μοντέλο φασισμού». Το πώς γεννιέται ο ολοκληρωτισμός είναι ερώτημα διαχρονικό και ο σκηνοθέτης πιστεύει ότι το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο αν η ταινία, για παράδειγμα, πραγματευόταν την κατάσταση στο σύγχρονο Ιράν. «Σε περιοχές όπου ο κόσμος υποφέρει η ιδεολογία γίνεται πολύ εύκολα αποδεκτή, επειδή οι άνθρωποι αναζητούν κάτι για να πιαστούν- ένα καλάμι που θα τους βγάλει από τη μιζέρια τους» δήλωσε ο σκηνοθέτης στον «Οbserver». «Οταν η ιδεολογία μετατρέπεται σε φανατισμό, η ανάγκη για την απάντηση ερωτημάτων σταματά να υπάρχει. Οσο λιγότερο έξυπνος είμαι τόσο ευκολότερα θα ακολουθήσω κάποιον που θα μου δώσει απαντήσεις ». Τα χρόνια που προηγούνται του ξεσπάσματος του Α Δ Παγκοσμίου Πολέμου είναι μια περίοδος που μπορεί να ερευνηθεί με προσοχή και μέσα από «τόνους βιβλίων» τα οποία ο σκηνοθέτης και το επιτελείο του μελέτησαν εξονυχιστικά. Μεγάλη σημασία εδώ έχει η «μαύρη περίοδος εκπαίδευσης», όπως αποκαλείται στη Γερμανία. «Μαύρη εκπαίδευση» είναι μια έκφραση που άρχισε να χρησιμοποιείται τον 19ο αιώνα και επικράτησε πολλά χρόνια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως το 1968: Δάσκαλοι και παιδαγωγοί ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο, συντηρητικό, αυστηρό σύστημα εκπαίδευσης του οποίου η ιδεολογία μπόλιασε τα παιδιά με τις ρίζες του τρόμου που αργότερα θα γινόταν μανιφέστο. Επίσης ο ρόλος της θρησκείας υπήρξε καίριος διότι τα παιδιά που έμελλε να γίνουν οι σημαιοφόροι της ναζιστικής Γερμανίας είχαν γαλουχηθεί σε ένα αυστηρό προτεσταντικό πλαίσιο. Ωστόσο η «Λευκή κορδέλα» δεν εξηγεί το πώς ακριβώς υιοθετήθηκε η φιλοσοφία του ναζισμού διότι ο Μίχαελ Χάνεκε δεν δίνει ποτέ απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει. «Είναι μια από τις πηγές της θεμελιώδους σκέψης» είπε. «Κάποια στιγμή είχα σκεφτεί να ονομάσω την ταινία “Το δεξί χέρι του Θεού” που σημαίνει ότι αυτά τα παιδιά θεωρούν τους εαυτούς τους δεξί χέρι του Θεού επειδή γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό και πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να δικάζουν τους άλλους. Αυτό ανέκαθεν ήταν η αρχή της τρομοκρατίας». Διόλου τυχαία, η «Λευκή κορδέλα» τελειώνει με την ανακοίνωση της δολοφονίας του αρχιδούκα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγεβο, την τότε πρωτεύουσα της αυστροουγγρικής περιοχής Βοσνία- Ερζεγοβίνη. Ο Φερδινάνδος και η εγκυμονούσα σύζυγός του Σοφία φον Τσότεκ δολοφονήθηκαν στις 28 Ιουνίου του 1914 από τον 19χρονο Γαβρίλο Πρίντσιπ , μέλος του απελευθερωτικού κινήματος «Νέα Βοσνία». Η δολοφονία του αρχιδούκα έδωσε τέλος στα χρόνια της βασιλείας του Οίκου των Αψβούργων στην Ευρώπη, αφού σήμανε το ξεκλήρισμα ενός από τους σημαντικότερους βασιλικούς οίκους στη Γηραιά Ηπειρο, με διάρκεια ηγεμονίας πάνω από έξι αιώνες. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η «δολοφονία του Σαράγεβο», όπως ονομάστηκε, θεωρείται η αφορμή του Α Δ Παγκοσμίου Πολέμου ο οποίος κηρύχθηκε δύο μήνες αργότερα.
Ο Χάνεκε, ο οποίος δεν μιλά εύκολα για τις ταινίες του, παραδέχεται ότι δεν επέλεξε τυχαία την εποχή αλλά συμπληρώνει ότι ποτέ δεν θέλησε να περιοριστεί σε αυτό το «συγκεκριμένο μοντέλο φασισμού». Το πώς γεννιέται ο ολοκληρωτισμός είναι ερώτημα διαχρονικό και ο σκηνοθέτης πιστεύει ότι το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο αν η ταινία, για παράδειγμα, πραγματευόταν την κατάσταση στο σύγχρονο Ιράν. «Σε περιοχές όπου ο κόσμος υποφέρει η ιδεολογία γίνεται πολύ εύκολα αποδεκτή, επειδή οι άνθρωποι αναζητούν κάτι για να πιαστούν- ένα καλάμι που θα τους βγάλει από τη μιζέρια τους» δήλωσε ο σκηνοθέτης στον «Οbserver». «Οταν η ιδεολογία μετατρέπεται σε φανατισμό, η ανάγκη για την απάντηση ερωτημάτων σταματά να υπάρχει. Οσο λιγότερο έξυπνος είμαι τόσο ευκολότερα θα ακολουθήσω κάποιον που θα μου δώσει απαντήσεις ». Τα χρόνια που προηγούνται του ξεσπάσματος του Α Δ Παγκοσμίου Πολέμου είναι μια περίοδος που μπορεί να ερευνηθεί με προσοχή και μέσα από «τόνους βιβλίων» τα οποία ο σκηνοθέτης και το επιτελείο του μελέτησαν εξονυχιστικά. Μεγάλη σημασία εδώ έχει η «μαύρη περίοδος εκπαίδευσης», όπως αποκαλείται στη Γερμανία. «Μαύρη εκπαίδευση» είναι μια έκφραση που άρχισε να χρησιμοποιείται τον 19ο αιώνα και επικράτησε πολλά χρόνια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως το 1968: Δάσκαλοι και παιδαγωγοί ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο, συντηρητικό, αυστηρό σύστημα εκπαίδευσης του οποίου η ιδεολογία μπόλιασε τα παιδιά με τις ρίζες του τρόμου που αργότερα θα γινόταν μανιφέστο. Επίσης ο ρόλος της θρησκείας υπήρξε καίριος διότι τα παιδιά που έμελλε να γίνουν οι σημαιοφόροι της ναζιστικής Γερμανίας είχαν γαλουχηθεί σε ένα αυστηρό προτεσταντικό πλαίσιο. Ωστόσο η «Λευκή κορδέλα» δεν εξηγεί το πώς ακριβώς υιοθετήθηκε η φιλοσοφία του ναζισμού διότι ο Μίχαελ Χάνεκε δεν δίνει ποτέ απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει. «Είναι μια από τις πηγές της θεμελιώδους σκέψης» είπε. «Κάποια στιγμή είχα σκεφτεί να ονομάσω την ταινία “Το δεξί χέρι του Θεού” που σημαίνει ότι αυτά τα παιδιά θεωρούν τους εαυτούς τους δεξί χέρι του Θεού επειδή γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό και πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να δικάζουν τους άλλους. Αυτό ανέκαθεν ήταν η αρχή της τρομοκρατίας». Διόλου τυχαία, η «Λευκή κορδέλα» τελειώνει με την ανακοίνωση της δολοφονίας του αρχιδούκα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγεβο, την τότε πρωτεύουσα της αυστροουγγρικής περιοχής Βοσνία- Ερζεγοβίνη. Ο Φερδινάνδος και η εγκυμονούσα σύζυγός του Σοφία φον Τσότεκ δολοφονήθηκαν στις 28 Ιουνίου του 1914 από τον 19χρονο Γαβρίλο Πρίντσιπ , μέλος του απελευθερωτικού κινήματος «Νέα Βοσνία». Η δολοφονία του αρχιδούκα έδωσε τέλος στα χρόνια της βασιλείας του Οίκου των Αψβούργων στην Ευρώπη, αφού σήμανε το ξεκλήρισμα ενός από τους σημαντικότερους βασιλικούς οίκους στη Γηραιά Ηπειρο, με διάρκεια ηγεμονίας πάνω από έξι αιώνες. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η «δολοφονία του Σαράγεβο», όπως ονομάστηκε, θεωρείται η αφορμή του Α Δ Παγκοσμίου Πολέμου ο οποίος κηρύχθηκε δύο μήνες αργότερα.
Ο Χάνεκε διαθέτει την απαραίτητη εμπιστοσύνη στον λόγο και την κάμερα, έτσι ώστε να φωτίσει ένα αργό έγκλημα, καθώς ο σπόρος της βίας γεννιέται από την άδηλη συμπεριφορά, τη συλλογική στάση στα πράγματα και όχι από την παράθεση των χειρονομιών. Με τον τρόπο του, και με πυξίδα μια σφιχτή αφήγηση απαιτήσεων, μας αναγκάζει να κοιτάξουμε πέρα από την εθιμοτυπία των πρωταγωνιστών. Άλλωστε, ξεκινάει με την παρατήρηση πως κάποια από τα γεγονότα μπορεί και να μην υφίστανται. Τα εγκλήματα του χωριού δεν είναι μεμονωμένα, αλλά στοιχειοθετούνται από τη συνάθροισά τους και καλύπτονται από την επιβεβλημένη υποκρισία. Ο κώδικας συμπεριφοράς υπαγορεύεται από τη θρησκευτική ανατροφή και τον ασφυκτικό συντηρητισμό. Γιατί θα διάλεγε, άλλωστε, ένα προτεσταντικό χωριό; Σύμφωνα με δική του δήλωση, το καθήκον της τέχνης είναι να ρωτά. Και εδώ θέτει ερωτήματα χωρίς τη δυνατότητα υπεκφυγής.
Το ασπρόμαυρο φιλμ
Ο Μίχαελ Χάνεκε δυσκολεύεται να βλέπει ιστορικές ταινίες, ιδίως αυτές που μιλούν για τη σχετικά πρόσφατη Ιστορία, διότι οι εικόνες που έχει συγκεντρώσει στη μνήμη του, εικόνες που προέρχονται από ντοκουμέντα αυτών των περιόδων, είναι ασπρόμαυρες (ας σημειωθεί ότι ακόμη και οι ιστορικές σειρές που έχει σκηνοθετήσει για την τηλεόραση είναι ασπρόμαυρες). Δεν ήταν λοιπόν μόνο η αγάπη του για το ασπρόμαυρο φιλμ που τον ώθησε να γυρίσει ασπρόμαυρη τη «Λευκή κορδέλα». Η απόφασή του στηριζόταν σε συγκεκριμένο λόγο: στην πιστή απεικόνιση της μνήμης. Η δημιουργία της «Λευκής κορδέλας» από τη στιγμή που γεννήθηκε η ιδέα της ως την παρουσίασή της στις αίθουσες είχε διάρκεια περίπου δέκα χρόνων, κατά τα οποία ο σκηνοθέτης και το επιτελείο του όργωσαν όλη τη Βόρεια Γερμανία για να εντοπίσουν τον ιδανικό χώρο γυρισμάτων αλλά και τα πρόσωπα. Επισκέφτηκαν σχολεία, εκκλησίες και άλλα διατηρητέα κτίρια από εκείνη την εποχή και κυρίως μελέτησαν πάρα πολλές φωτογραφίες. Υπάρχει πλούσιο υλικό από εκείνη την περίοδο και οι έρευνες που έγιναν υπήρξαν συγκεκριμένες, χωρίς όμως τίποτε να είναι βασισμένο σε προσωπικές εμπειρίες ή μαρτυρίες.
Οντισιόν με 7.000 παιδιά
Η διανομή των ηθοποιών της «Λευκής κορδέλας» υπήρξε ίσως το δυσκολότερο και πιο χρονοβόρο κομμάτι στη δημιουργία της ταινίας.Το κάστινγκ μοιράστηκε σε τρία μέρη: Πρώτον, τους επαγγελματίες ηθοποιούς,που ήταν το ευκολότερο σκέλος επειδή ο Χάνεκε γνώριζε τα πρόσωπα.Δεύτερον,τους κομπάρσους και,τρίτον,τα παιδιά.Ολα τα πρόσωπα έπρεπε να ταιριάζουν με το πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό της εποχής που είχε στη διάθεσή της η παραγωγή. Με τους κομπάρσους τα πράγματα δυσκόλεψαν επειδή,όπως ο Χάνεκε ισχυρίζεται,δεν βρήκε κανένα πρόσωπο που να του αρέσει στις γερμανόφωνες περιοχές. Οι περισσότεροι κομπάρσοι ήλθαν από τη γειτονική Ρουμανία,άνθρωποι χωρίς καμία προηγούμενη κινηματογραφική εμπειρία. Για παράδειγμα, στη σκηνή της υπαίθριας γιορτής χρησιμοποιήθηκαν περίπου 100 ρουμάνοι κομπάρσοι και κάποιοι γερμανοί,τους οποίους είχαν βρει κυριολεκτικά στους δρόμους ή σε καφενεία και των οποίων τα πρόσωπα είναι δυσδιάκριτα.Το τρίτο,όμως,και δυσκολότερο κάστινγκ ήταν των παιδιών. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη,περίπου 7.000 παιδιά έκαναν δοκιμαστικά για την ταινία,από τα οποία κανένα δεν ήταν ήδη δοκιμασμένο πρόσωπο της τηλεόρασης.Για την ανεύρεσή τους η παραγωγή επισκέφτηκε όλα τα χωριά της Βόρειας Γερμανίας,κινηματογραφώντας συνεντεύξεις τους.Από αυτά τα 7.000 ο Χάνεκε ήθελε 30 για την ταινία, εκ των οποίων 30 μόνον τα 10 επρόκειτο να έχουν ρόλο.Τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν σε σκηνές πλήθους, όπως η γιορτή ή το σχολείο.
Ο Μίχαελ Χάνεκε δυσκολεύεται να βλέπει ιστορικές ταινίες, ιδίως αυτές που μιλούν για τη σχετικά πρόσφατη Ιστορία, διότι οι εικόνες που έχει συγκεντρώσει στη μνήμη του, εικόνες που προέρχονται από ντοκουμέντα αυτών των περιόδων, είναι ασπρόμαυρες (ας σημειωθεί ότι ακόμη και οι ιστορικές σειρές που έχει σκηνοθετήσει για την τηλεόραση είναι ασπρόμαυρες). Δεν ήταν λοιπόν μόνο η αγάπη του για το ασπρόμαυρο φιλμ που τον ώθησε να γυρίσει ασπρόμαυρη τη «Λευκή κορδέλα». Η απόφασή του στηριζόταν σε συγκεκριμένο λόγο: στην πιστή απεικόνιση της μνήμης. Η δημιουργία της «Λευκής κορδέλας» από τη στιγμή που γεννήθηκε η ιδέα της ως την παρουσίασή της στις αίθουσες είχε διάρκεια περίπου δέκα χρόνων, κατά τα οποία ο σκηνοθέτης και το επιτελείο του όργωσαν όλη τη Βόρεια Γερμανία για να εντοπίσουν τον ιδανικό χώρο γυρισμάτων αλλά και τα πρόσωπα. Επισκέφτηκαν σχολεία, εκκλησίες και άλλα διατηρητέα κτίρια από εκείνη την εποχή και κυρίως μελέτησαν πάρα πολλές φωτογραφίες. Υπάρχει πλούσιο υλικό από εκείνη την περίοδο και οι έρευνες που έγιναν υπήρξαν συγκεκριμένες, χωρίς όμως τίποτε να είναι βασισμένο σε προσωπικές εμπειρίες ή μαρτυρίες.
Οντισιόν με 7.000 παιδιά
Η διανομή των ηθοποιών της «Λευκής κορδέλας» υπήρξε ίσως το δυσκολότερο και πιο χρονοβόρο κομμάτι στη δημιουργία της ταινίας.Το κάστινγκ μοιράστηκε σε τρία μέρη: Πρώτον, τους επαγγελματίες ηθοποιούς,που ήταν το ευκολότερο σκέλος επειδή ο Χάνεκε γνώριζε τα πρόσωπα.Δεύτερον,τους κομπάρσους και,τρίτον,τα παιδιά.Ολα τα πρόσωπα έπρεπε να ταιριάζουν με το πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό της εποχής που είχε στη διάθεσή της η παραγωγή. Με τους κομπάρσους τα πράγματα δυσκόλεψαν επειδή,όπως ο Χάνεκε ισχυρίζεται,δεν βρήκε κανένα πρόσωπο που να του αρέσει στις γερμανόφωνες περιοχές. Οι περισσότεροι κομπάρσοι ήλθαν από τη γειτονική Ρουμανία,άνθρωποι χωρίς καμία προηγούμενη κινηματογραφική εμπειρία. Για παράδειγμα, στη σκηνή της υπαίθριας γιορτής χρησιμοποιήθηκαν περίπου 100 ρουμάνοι κομπάρσοι και κάποιοι γερμανοί,τους οποίους είχαν βρει κυριολεκτικά στους δρόμους ή σε καφενεία και των οποίων τα πρόσωπα είναι δυσδιάκριτα.Το τρίτο,όμως,και δυσκολότερο κάστινγκ ήταν των παιδιών. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη,περίπου 7.000 παιδιά έκαναν δοκιμαστικά για την ταινία,από τα οποία κανένα δεν ήταν ήδη δοκιμασμένο πρόσωπο της τηλεόρασης.Για την ανεύρεσή τους η παραγωγή επισκέφτηκε όλα τα χωριά της Βόρειας Γερμανίας,κινηματογραφώντας συνεντεύξεις τους.Από αυτά τα 7.000 ο Χάνεκε ήθελε 30 για την ταινία, εκ των οποίων 30 μόνον τα 10 επρόκειτο να έχουν ρόλο.Τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν σε σκηνές πλήθους, όπως η γιορτή ή το σχολείο.
Αφήγηση εκτός κάδρου, αποστασιοποίηση από τα πρόσωπα και τα αντικείμενα, η βία που ποτέ δεν απεικονίζεται αλλά αντίθετα εκ των υστέρων ζωγραφίζει και υπογραμμίζει με ακόμα πιο μεγάλη έμφαση τον τρόμο που αυτή γεννάει, αδυναμία των ηρώων να χτίσουν μία οποιαδήποτε σχέση επικοινωνώντας με οποιονδήποτε τρόπο και φυσικά ένα περιβάλλον να κυριαρχεί αποδομητικά πάνω στην ειδυλλιακή αντίληψη μας γι’ αυτό το ίδιο. Πνιγηρή ατμόσφαιρα και νοσηρότητα με ασπρόμαυρη επένδυση. Επιστήμη, θρησκεία, εξουσία, οικογένεια, παιδεία,απέναντι σε μία νεολαία κατακερματισμένη από την συνεχή κακοποίησή της. Η λευκή κορδέλα, διακριτικό μίας κίβδηλης αγνότητας, μαυρίζει την ψυχή εκείνου που τη φορά, βαραίνοντας το χέρι του με το αίμα τόσο των ένοχων όσο και των παιδιών του. Το ηθικό δίκαιο δεν είναι τυφλό, απλά δεν υπήρχε ποτέ κανένας άγραφος νόμος.