Ξεκινώντας το 1918 από τη Νέα Ορλεάνη, στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και φτάνοντας μέχρι τον 21ο αιώνα, ο Mπέντζαμιν Μπάτον διαγράφει μία πορεία ζωής τόσο ασυνήθιστη, όσο θα μπορούσε να είναι η ζωή οποιουδήποτε ανθρώπου. «Γεννήθηκα κάτω από περίεργες συνθήκες». Με αυτή τη φράση ξεκινά η ταινία «Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» που αναφέρεται στην ιστορία ενός άντρα που γεννήθηκε ογδόντα χρονών και καθώς περνούσαν τα χρόνια γινόταν όλο και πιο νέος. Την ιστορία ενός κατά τα άλλα συνηθισμένου ανθρώπου, που δεν μπορούσε να σταματήσει το χρόνο να γυρίζει αντίστροφα γι΄ αυτόν και που ήταν «καταδικασμένος» να βλέπει τους αγαπημένους του ανθρώπους να γερνούν, ενώ αυτός γινόταν νεότερος. Μέσα από την παράξενη πορεία του Μπέντζαμιν και τις συναντήσεις του, από γέρος όταν γεννιέται μέχρι που «γερνά» για να πεθάνει σε βρεφική ηλικία, με διάφορα, συχνά εκκεντρικά πρόσωπα (η μαύρη Κουίνι που τον μεγαλώνει, ο Κάπτεν Μάικ, που του προσφέρει δουλειά στο πλοίο του, η γυναίκα ενός Βρετανού διπλωμάτη-κατασκόπου με την οποία έχει μια εφήμερη σχέση), ο σκηνοθέτης έφτιαξε ένα είδος εσωτερικού road-movie, με πολλά, εξαιρετικά ενδιαφέροντα θέματα: από το πέρασμα του χρόνου και τη σχέση μας μ' αυτόν και το εφήμερο του έρωτα, μέχρι εκείνο της απώλειας και του θανάτου. Κυριότερο, το πέρασμα του χρόνου, που τονίζεται με τη χρήση του τεράστιου ρολογιού, υπεύθυνου για την αλλαγή στην πορεία της ζωής του Μπέντζαμιν, ρολογιού που βλέπουμε τόσο στην αρχή όσο και στο φινάλε της ταινίας.
Η Ιστορία
Βρισκόμαστε στα τέλη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και στα σκαλιά κάποιου γηροκομείου της Νέας Ορλεάνης εγκαταλείπεται ένα παράξενο μωρό. Πρόκειται για ένα βρέφος που γεννήθηκε με εμφανέστατα στο κορμάκι του όλα τα σημάδια γήρατος ενός άνδρα 80 χρονών. Ο γιατρός δεν αφήνει καμία ελπίδα επιβίωσης, όμως ο μικρός Benjamin (Brad Pitt) διαψεύδει τους πάντες, καθώς με τα χρόνια αρχίζει - το ίδιο παράδοξα όπως γεννήθηκε - να γίνεται όλο και πιο νέος. Η αντίστροφη του αναπτυξιακή πορεία, τον φέρνει να γνωρίζει τον κόσμο και τα γεγονότα που τον σημάδεψαν με τρόπο μοναδικό. Η πιο καίρια όμως γνωριμία της ζωής του θα είναι εκείνη που ξεκινά στην ηλικία των 50, με τη μικρή Daisy (Cate Blanchett). Όσο οι δυο τους πλησιάζουν ηλικιακά, τόσο πιο ισχυρή γίνεται η μεταξύ τους σχέση αλλά και ταυτόχρονα τόσο πιο πρωτόγνωρα αβέβαιο προμηνύεται το μέλλον. Το άδικο του να περνάμε τα καλύτερα μας χρόνια όταν είμαστε παιδιά και ύστερα μεγαλώνοντας να δυσκολεύουν οι καταστάσεις και να πεθαίνουμε μέσα στην ανημποριά και τα προβλήματα, είχε εύστοχα παρατηρήσει ο Mark Twain. Πάνω σε αυτό το στοχασμό είχε βασιστεί το διήγημα του F. Scott Fitzgerald, στο οποίο με τη σειρά του βασίστηκε η ομότιτλη ταινία του David Fincher.
Βρισκόμαστε στα τέλη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και στα σκαλιά κάποιου γηροκομείου της Νέας Ορλεάνης εγκαταλείπεται ένα παράξενο μωρό. Πρόκειται για ένα βρέφος που γεννήθηκε με εμφανέστατα στο κορμάκι του όλα τα σημάδια γήρατος ενός άνδρα 80 χρονών. Ο γιατρός δεν αφήνει καμία ελπίδα επιβίωσης, όμως ο μικρός Benjamin (Brad Pitt) διαψεύδει τους πάντες, καθώς με τα χρόνια αρχίζει - το ίδιο παράδοξα όπως γεννήθηκε - να γίνεται όλο και πιο νέος. Η αντίστροφη του αναπτυξιακή πορεία, τον φέρνει να γνωρίζει τον κόσμο και τα γεγονότα που τον σημάδεψαν με τρόπο μοναδικό. Η πιο καίρια όμως γνωριμία της ζωής του θα είναι εκείνη που ξεκινά στην ηλικία των 50, με τη μικρή Daisy (Cate Blanchett). Όσο οι δυο τους πλησιάζουν ηλικιακά, τόσο πιο ισχυρή γίνεται η μεταξύ τους σχέση αλλά και ταυτόχρονα τόσο πιο πρωτόγνωρα αβέβαιο προμηνύεται το μέλλον. Το άδικο του να περνάμε τα καλύτερα μας χρόνια όταν είμαστε παιδιά και ύστερα μεγαλώνοντας να δυσκολεύουν οι καταστάσεις και να πεθαίνουμε μέσα στην ανημποριά και τα προβλήματα, είχε εύστοχα παρατηρήσει ο Mark Twain. Πάνω σε αυτό το στοχασμό είχε βασιστεί το διήγημα του F. Scott Fitzgerald, στο οποίο με τη σειρά του βασίστηκε η ομότιτλη ταινία του David Fincher.
Το project εκκρεμούσε για περίπου 40 χρόνια μέχρι που οι παραγωγοί Καθλίν Κένεντι και Φρανκ Μάρσαλ το ανέλαβαν. Για πάνω από μία δεκαετία, το σχέδιο αυτό της μεταφοράς του διηγήματος στη μεγάλη οθόνη, ήταν στο μυαλό του Έρικ Ροθ, του Ντέιβιντ Φίντσερ και του Μπραντ Πιτ. Για τον Ροθ, η ιδέα αυτή ήταν μία ευκαιρία να κάνει μία ενδοσκόπηση στο μεγάλο «καμβά» της ζωής, τον οποίο συνθέτουν προσωπικές στιγμές της καθημερινότητας, μεγάλα γεγονότα όπως ένας παγκόσμιος πόλεμος, ή μικρά, όπως είναι ένα φιλί. «Ο Έρικ ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να συνειδητοποιήσει πλήρως τη δυναμική μία τόσο μεγάλης σε έκταση, αλλά και τόσο βαθιά προσωπικής ιστορίας,» σημειώνει ο Κένεντι. «Στην ταινία Forrest Gump έβγαλε στην επιφάνεια πολύ προσωπικές στιγμές με φόντο επικές ιστορίες και φανέρωσε στο κοινό το χάρισμα που έχει να παρατηρεί με προσοχή την παραμικρή λεπτομέρεια.»
Η δυνατότητα να ζήσει κάποιος τη ζωή του προς τα πίσω, θα φαινόταν ιδανική σε πολλούς. «Αλλά δεν είναι τόσο απλό,» λέει ο Ροθ. «Αρχικά σκέφτεσαι ότι θα ήταν πολύ καλή ιδέα, αλλά πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική ζωή, και γι΄ αυτό και αυτή η ιστορία είναι τόσο συναρπαστική. Παρόλο που η ζωή του Μπέντζαμιν πηγαίνει προς τα πίσω, το πρώτο φιλί και η πρώτη αγάπη εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα σημαντικά για εκείνον. Δεν έχει σημασία αν ζεις τη ζωή σου προς τα μπρος ή προς τα πίσω. Το θέμα είναι πώς τη ζεις.» Το διάστημα που ο Ροθ σκεφτόταν την ιστορία και έγραφε το σενάριο, έχασε και τους δυο του γονείς. «Ο θάνατος των γονιών μου ήταν προφανώς πολύ ψυχοφθόρος για μένα και με έκανε να βλέπω τη ζωή μέσα από μία διαφορετική προοπτική,» σημειώνει. «Νομίζω πως το κοινό θα ταυτιστεί με τα ίδια πράγματα στην ιστορία με τα οποία ταυτίστηκα και εγώ.» Η ταινία εξερευνά την ανθρώπινη κατάσταση πέρα από το χρόνο και την ηλικία – τις χαρές της ζωής και της αγάπης, τη θλίψη της απώλειας. «Ο Ντέιβιντ και εγώ θέλαμε η ιστορία αυτή να στηθεί με τέτοιον τρόπο που να τους αφορά όλους,» λέει ο Ροθ. «Πρόκειται απλά για τη ζωή ενός ανθρώπου και αυτό είναι ταυτόχρονα εντυπωσιακό, αλλά και συνηθισμένο για μία ταινία. Όλα αυτά που επηρεάζουν αυτόν τον εκκεντρικό χαρακτήρα, είναι τα ίδια πράγματα που επηρεάζουν και τον καθένα μας.»
Η δυνατότητα να ζήσει κάποιος τη ζωή του προς τα πίσω, θα φαινόταν ιδανική σε πολλούς. «Αλλά δεν είναι τόσο απλό,» λέει ο Ροθ. «Αρχικά σκέφτεσαι ότι θα ήταν πολύ καλή ιδέα, αλλά πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική ζωή, και γι΄ αυτό και αυτή η ιστορία είναι τόσο συναρπαστική. Παρόλο που η ζωή του Μπέντζαμιν πηγαίνει προς τα πίσω, το πρώτο φιλί και η πρώτη αγάπη εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα σημαντικά για εκείνον. Δεν έχει σημασία αν ζεις τη ζωή σου προς τα μπρος ή προς τα πίσω. Το θέμα είναι πώς τη ζεις.» Το διάστημα που ο Ροθ σκεφτόταν την ιστορία και έγραφε το σενάριο, έχασε και τους δυο του γονείς. «Ο θάνατος των γονιών μου ήταν προφανώς πολύ ψυχοφθόρος για μένα και με έκανε να βλέπω τη ζωή μέσα από μία διαφορετική προοπτική,» σημειώνει. «Νομίζω πως το κοινό θα ταυτιστεί με τα ίδια πράγματα στην ιστορία με τα οποία ταυτίστηκα και εγώ.» Η ταινία εξερευνά την ανθρώπινη κατάσταση πέρα από το χρόνο και την ηλικία – τις χαρές της ζωής και της αγάπης, τη θλίψη της απώλειας. «Ο Ντέιβιντ και εγώ θέλαμε η ιστορία αυτή να στηθεί με τέτοιον τρόπο που να τους αφορά όλους,» λέει ο Ροθ. «Πρόκειται απλά για τη ζωή ενός ανθρώπου και αυτό είναι ταυτόχρονα εντυπωσιακό, αλλά και συνηθισμένο για μία ταινία. Όλα αυτά που επηρεάζουν αυτόν τον εκκεντρικό χαρακτήρα, είναι τα ίδια πράγματα που επηρεάζουν και τον καθένα μας.»
Η παραγωγός Σεάν Σαφέν θυμάται ότι η ιδέα για την πραγματοποίηση της ταινίας τριγυρνούσε για πολύ καιρό στο μυαλό του Φίντσερ. Μία πρώτη βερσιόν του σεναρίου έφτασε στο γραφείο του όταν η Σαφέν άρχισε να συνεργάζεται μαζί του το 1992. «Του άρεσε πολύ αυτή η ιδέα και την είχε στο μυαλό του για χρόνια,» λέει. «Θυμάμαι επίσης όταν ο Μπραντ τον ρώτησε για αυτό και ο Ντέιβιντ του είπε, ‘Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να γίνει μία μεγάλη ταινία.’ Σενάρια έρχονται και φεύγουν από το γραφείο του, αλλά αυτό όχι. Ο Φίντσερ λέει ότι καμιά φορά τα πράγματα εξελίσσονται όπως πρέπει να εξελιχτούν και δεν πρέπει να μετανιώνεις για αυτό. Πιστεύω πως υπήρχε συγκεκριμένος λόγος που αυτό το σενάριο δεν έφυγε ποτέ από το γραφείο του.» Η προσωπική ιστορία του Φίντσερ, με το θάνατο των γονιών του, πυροδότησε τη θέλησή του να καταπιαστεί με την ιστορία. «Ο πατέρας μου πέθανε πριν πέντε χρόνια και θυμάμαι που ήμουν εκεί όταν άφησε την τελευταία του πνοή,» λέει. «Ήταν μία πολύ δυνατή στιγμή. Όταν χάνεις έναν άνθρωπο που σε έχει βοηθήσει με τόσους τρόπους, που είναι το σημείο αναφοράς σου, χάνεις την ισορροπία σου στη ζωή. Δεν προσπαθείς πια να ευχαριστήσεις κανέναν, δεν αντιδράς πια. Στην πραγματικότητα αισθάνεσαι εντελώς μόνος.» Από τα πρώτα στάδια της ταινίας, οι συναντήσεις του Φίντσερ με την Κένεντι και τον Μάρσαλ κινούνταν σε προσωπικό επίπεδο. «Αρχίσαμε να συζητάμε για την ταινία,» θυμάται ο Φίντσερ, «και δεκαπέντε λεπτά αργότερα αρχίσαμε όλοι να μιλάμε για ανθρώπους που είχαμε αγαπήσει και πέθαναν, και άλλους που αγαπούσαμε αλλά δεν μας έδωσαν ποτέ καμία προσοχή, άλλους που ‘κυνηγήσαμε’ ή που μας ‘κυνήγησαν’. Η ταινία είναι ενδιαφέρουσα από αυτήν τη σκοπιά. Μπορεί να έχει επίδραση σε όλους μας.» Για τον Πιτ, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να παίξει στην ταινία θα ήταν αν ενσάρκωνε το χαρακτήρα σε όλες τις φάσεις του, σε κάθε ηλικία, κάτι που αποτελούσε και τη μεγαλύτερη πρόκληση της ταινίας. «Ο Μπραντ ενδιαφερόταν για το ρόλο μόνο εφόσον θα τον έπαιζε από την αρχή μέχρι το τέλος,» εξηγεί ο Φίντσερ.
Η επιλογή του Πιτ είχε να κάνει και με το ίδιο το ταξίδι του Μπέντζαμιν. «Πολλοί ηθοποιοί επιλέγουν έναν ρόλο με βάση αυτά που κάνει ο χαρακτήρας τους,» λέει ο Φίντσερ. «Ε, λοιπόν, ο Μπέντζαμιν μπορεί να μην κάνει πολλά, αυτός ο ίδιος, αλλά περνά από πολλά…Ο Μπραντ ήταν ο καταλληλότερος για να τον ενσαρκώσει. Είναι το είδος του ρόλου που θα ήταν εντελώς άνευρος αν έπεφτε σε λιγότερο ικανά χέρια.» Για να πρωταγωνιστήσει δίπλα στον Πιτ, ο Φίντσερ διάλεξε την Μπλάνσετ. Ο σκηνοθέτης είχε την Μπλάνσετ στο μυαλό του, από τότε που την είδε στην ταινία Elizabeth. «Θυμάμαι που οδηγούσα και σκεφτόμουν, ‘Ποια είναι αυτή η γυναίκα, Θεέ μου;’ θυμάται. «Δεν βλέπεις συχνά ανθρώπους που να έχουν τέτοια δύναμη και τόσες ικανότητες.» Η ερμηνεία της, λέει ο Πιτ, «ανέβασε το επίπεδο και των δικών μας ερμηνειών. Είναι εξαιρετική. Και πολύ καλή φίλη. Μπορεί να παίξει μία σκηνή με μοναδικό τρόπο. Θεωρώ πως είναι η προσωποποίηση της χάρης. Μου άρεσε το γεγονός ότι ενσάρκωνε μία χορεύτρια. Της ταίριαζε, επειδή είναι αυτή που είναι, εξαιτίας της αδιαμφισβήτητης κομψότητάς και χάρης της.» Η σχέση της Ντέιζι και του Μπέντζαμιν εξελίσσεται καθώς εκείνη καταλαβαίνει και μαθαίνει να ζει με την υπερφυσική διάσταση του χαρακτήρα του Μπέντζαμιν. Σημειώνει ο Έρικ Ροθ, «Η Κέιτ ενσαρκώνει αυτήν τη γυναίκα που πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα του ότι μεγαλώνει, ενώ ο άνθρωπος που αγαπά γίνεται όλο και πιο νέος. Πώς θα είναι η ζωή της στο μέλλον; Και από μία παρορμητική και γεμάτη πάθος χορεύτρια μεταμορφώνεται σε μία γυναίκα με μεγάλα αποθέματα εσωτερικής δύναμης.» Η Μπλάνσετ διαμόρφωσε το χαρακτήρα της Ντείζι βασιζόμενη στους τρόπους και την ιδιοσυγκρασίας μίας χορεύτριας, παρόλο που η δική της θητεία στο χορό είχε λήξει προ πολλού, από την παιδική της κιόλας ηλικία. «Όταν ήμουν μικρή, έπρεπε να διαλέξω μεταξύ μπαλέτου κα μαθημάτων πιάνου,» λέει ο Μπλάνσετ. «Διάλεξα το πιάνο, αλλά στην πορεία το παράτησα και αυτό για τη δραματική σχολή. Εκτιμώ πολύ τους χορευτές. Αλλά ξέρω μέχρι που μπορώ να φτάσω. Μέσω αυτής της ταινίας είχα την ευκαιρία να θυμηθώ και πάλι γιατί τους εκτιμώ τόσο πολύ.» Η Ντέιζι είναι ένας από τους πολλούς χαρακτήρες που έρχονται σε επαφή με τον Μπέντζαμιν. «Στο σώμα του Μπέντζαμιν υπάρχουν ‘σημάδια’ από όλους τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστράφηκε,» λέει ο Φίντσερ. «Έτσι είναι η ζωή – μία συλλογή από μώλωπες και γρατζουνιές. Και είναι αυτές οι γρατζουνιές που τον κάνουν να είναι αυτός που είναι και όχι κάποιος άλλος.» «Μου αρέσει η ιδέα της γρατζουνιάς,» προσθέτει ο Πιτ. «Οι άνθρωποι κάνουν κάποια συγκεκριμένη αίσθηση και αφήνουν συγκεκριμένες εντυπώσεις. Υπάρχει μία δόση ποίησης και αποδοχής σε αυτό. Δεν σημαίνει ότι τους αφήνεις να σε ποδοπατούν. Δεν σημαίνει ότι δεν παλεύεις για αυτό που θες. Σημαίνει ότι δέχεσαι το αναπόφευκτο στη ζωή. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Οι άνθρωποι φεύγουν είτε από επιλογή είτε λόγω θανάτου. Οι άνθρωποι φεύγουν, όπως θα φύγεις και εσύ κάποια μέρα – είναι αναπόφευκτο. Το ερώτημα είναι πως το αντιμετωπίζεις αυτό.» Ο Πιτ συσχετίζει αυτήν την αντίληψη με τη σχέση του με τον Φίντσερ, ο οποίος είναι φίλος και συνεργάτης του, «Η ταινία εξερευνά αυτήν την ιδέα που γνωρίζω ότι πιστεύει και ο Φίντσερ – την πεποίθηση δηλαδή ότι μόνο εμείς είμαστε υπεύθυνοι για τις ζωές μας,» λέει ο ηθοποιός. «Είμαστε υπεύθυνοι για τις επιτυχίες μας και τις αποτυχίες μας και δεν μπορούμε να κατηγορούμε κανέναν άλλο για αυτό. Η μοίρα μπορεί να παίζει ένα ρόλο, αλλά στο τέλος, ακόμα και τη μοίρα εμείς τη διαμορφώνουμε.» Ο ρόλος αυτός ήταν μία πρωτόγνωρη πρόκληση για τον Πιτ. Έπρεπε να βγάλει προς τα έξω την εξέλιξη του χαρακτήρα του, καθώς συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ταινίας. «Το ταξίδι του Μπέντζαμιν Μπάτον είναι πολύ εσωτερικό,» λέει η Μπλάνσετ. «Πέρα από τις προφανείς απαιτήσεις που έχει ένας τέτοιος ρόλος από έναν ηθοποιό, το θέμα είναι να παίξεις ένα χαρακτήρα που ακούει, αντιδρά και είναι παρών σε όλα όσα συμβαίνουν στην ταινία.» Όπως λέει και στον Μπέντζαμιν η θετή του μητέρα, «Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η ζωή.»
Τα γυρίσματα για την ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΑΤΟΝ έγιναν σε διάφορες τοποθεσίες, μεταξύ των οποίων στο Μόντρεαλ, την Καραϊβική και τη Νέα Ορλεάνη, που εκείνη την περίοδο προσπαθούσε να «ορθοποδήσει» από τον τυφώνα Κατρίνα. «Είχαμε πει ότι θα κάναμε τα γυρίσματα στη Νέα Ορλεάνη. Αλλά όταν «χτύπησε» ο τυφώνας Κατρίνα, διανύσαμε μία περίοδο αβεβαιότητας για το αν θα τα καταφέρναμε τελικά να πάμε σύμφωνα με τα πλάνο,» θυμάται η Κένεντι. «Παρόλα αυτά μας κάλεσαν από την πόλη, δύο μέρες αφότου έγινε η καταστροφή, ενθαρρύνοντάς μας να πάμε εκεί να κάνουμε τα γυρίσματα.» Ο Φίντσερ συνεργάστηκε με την ομάδα της παραγωγής για να κάνει τα σκηνικά να δημιουργούν στο κοινό την εντύπωση ότι ξεφυλλίζει ένα φωτογραφικό άλμπουμ στη σοφίτα του. Ένα άλμπουμ γεμάτο από φωτογραφίες απλών ανθρώπων που ζουν συνηθισμένες ζωές. Η εντολή του σκηνοθέτη σε κάθε στάδιο της παραγωγής ήταν η εικόνα να αποπνέει ρεαλισμό, που θα «έτρεφε» τις βασικές αλήθειες που βρίσκονταν στην καρδιά της ιστορίας. «Παρόλο που υπάρχουν πολλά φανταστικά στοιχεία σε αυτήν την ιστορία, ήθελα να την παρουσιάσω όσο πιο ρεαλιστική γινόταν,» εξηγεί ο Φίντσερ. «Δεν ήθελα να την κάνω να φαίνεται σαν το κλασικό παραμύθι που ξεκινά με τη φράση ‘Μια φορά και έναν καιρό’. Δεν ήθελα να διευκολύνω τους ηθοποιούς. Δεν ήθελα να διευκολύνω το κοινό. Δεν ήθελα να διευκολύνω το σκηνογράφο. Όλα έπρεπε να συμβαδίζουν με την εποχή που η ιστορία εκτυλισσόταν. Οι τοποθεσίες, τα ρούχα των ανθρώπων, τα γυαλιά τους ή οι συσκευές που χρησιμοποιούσαν για να ακούν καλύτερα.» Και τα κοστούμια έπρεπε να θυμίζουν την εποχή, αλλά να έχουν και το δικό τους στιλ. Η σχεδιάστρια κοστουμιών Ζακλίν Γουέστ συναντήθηκε από πολύ νωρίς με τον Μπαρτ (σκηνογράφος της ταινίας) και τον Ζόλφο, ώστε να υπάρχει αντιστοιχία στις δουλειές τους. «Ο Ντέιβιντ σκηνοθετεί όπως ένας ζωγράφος,» λέει η Γουέστ. «Όταν μπήκα στο σετ, η εικόνα μου θύμισε πίνακα του Καγεμπότ. Έτσι, στράφηκα προς τον Καγεμπότ και προς άλλους ιμπρεσιονιστές για να αντλήσω έμπνευση, όπως τον Έντουαρτ Μανέτ, τον Τουλούζ Λοτρέκ, τον Κουρμπέ. Μόλις έπιασα το πνεύμα ευαισθησίας του Ντον Μπαρτ, συνειδητοποίησα ότι ό,τι υλικό και να χρησιμοποιούσα, ακόμα και αν ήταν πολύ σκούρο και θαμπό, θα είχε το αποτέλεσμα που θέλαμε.» Ακόμα ένα σημαντικό στοιχείο ήταν οι ψηφιακές τεχνικές που θα χρησιμοποιούνταν για να διευκολύνουν την ερμηνεία του Πιτ, ως Μπέντζαμιν, από τη νεότητα μέχρι τη μεγάλη ηλικία. Ο υπεύθυνος οπτικών εφέ, Έρικ Μπράμπα, μακροχρόνιος συνεργάτης του Φίντσερ, σημειώνει, «Ο Ντέιβιντ μου είπε από την αρχή, ‘Ο Μπραντ πρέπει να βγάλει το ρόλο από την αρχή μέχρι το τέλος.’ Ο Μπέντζαμιν είναι το συναισθηματικό επίκεντρο της ταινίας και αυτό είναι προφανές, ακόμα και σε περιπτώσεις που αυτό φάνταζε ακατόρθωτο. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα.»
Ολοκληρώνοντας τη θέαση της ‘Απίθανης Ιστορίας του Μπέντζαμιν Μπάτον’, μια άλλη ταινία έρχεται αυθαίρετα στο νου. Οι συγκρίσεις και οι παραλληλισμοί με το επίσης ‘οσκαρικό’ ‘Φόρεστ Γκαμπ’ είναι αναπόφευκτες. Και τα δυο φιλμ άλλωστε, δραματοποιούν την ζωή ενός ‘ιδιαίτερου’ ατόμου που γυρίζει τον κόσμο, μπλέκει σε περιπέτειες, έρχεται σε επαφή με ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ενώ στην καρδιά και των δύο ‘κυοφορεί’ ένας μεγάλος και βασανισμένος έρωτας. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο ‘όσο γερνάω γίνομαι νεότερος’ Μπέντζαμιν όσο και ο ‘ιδιόρρυθμος’ Φόρεστ φέρουν την υπογραφή του ίδιου σεναριογράφου, του Eric Roth. Ωστόσο, τα δυο φιλμ διαφέρουν ως προς έναν βασικό παράγοντα, αυτόν της συναισθηματικής εμπλοκής του θεατή με τον κεντρικό χαρακτήρα. Αυτό είναι ίσως και το μοναδικό σημείο που ο ‘Μπέντζαμιν Μπάτον’ υστερεί έναντι του άτυπου ‘αδερφού’ του, ‘Φόρεστ Γκαμπ’. Το φιλμ του Ντέιβιντ Φίντσερ είναι μια πολύ καλή ταινία. Ο Φίντσερ υιοθετεί μια ακαδημαϊκά γραμμική αφήγηση, χρησιμοποιώντας το σύνηθες άλλα πάντα λειτουργικό τέχνασμα της εξιστόρησης σε flashback για να μας παρουσιάσει την όντως ενδιαφέρουσα ιστορία του. Και όντως τα καταφέρνει μια χαρά, έχοντας μια ‘καθαρή’ αφήγηση (παρά την μεγάλη διάρκεια, το φιλμ δεν κουράζει ιδιαίτερα), γνωρίζοντας επίσης πότε να δώσει και κάποιες χιουμοριστικές ‘σφήνες’ . Μέσω της ‘αλλοπρόσαλλης’ ιδιορρυθμίας του Μπέντζαμιν Μπάτον, το φιλμ εναγκαλιάζει ‘δύσκολα’ ζητήματα όπως το αναποφεύκτο του θανάτου, του χρόνου που βασανιστικά κυλά ανάποδα, του πόνου ενός καταδικασμένου έρωτα καθώς και τη σημασία της ανθρώπινης μνήμης. Και όλα αυτά μας τα παρουσιάζει μέσω μιας ‘μαγευτικής’ εικόνας προσεγμένης στην εντέλεια. Αυτό το πετυχαίνει με τη βοήθεια μιας ‘σαγηνευτικής’ φωτογραφίας (πότε σκοτεινής, πότε με χρυσοκίτρινα ζεστά χρώματα), ενός εξαιρετικού art direction, μιας ταιριαστής μουσικής επένδυσης και των αψεγάδιαστων ειδικών εφέ. Η προσοχή όμως που δίνει ο εικονοκλάστης Φίντσερ στο ‘φαίνεσθαι’ αποσπά συνεχώς την προσοχή του θεατή από την ουσία της ιστορίας και ιδιαίτερα από την σχέση του Μπραντ Πιτ με την Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία χάνει ουσιαστικά τον συναισθηματικό αντίκτυπό της.
Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους των Ηνωμένων Πολιτειών στις 25 Δεκεμβρίου 2008 από την Paramount και τη Warner Bros. Απέσπασε θετικά σχόλια από τους κριτικούς και έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία αποφέροντας 333,9 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως Έλαβε 13 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α' Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Μπραντ Πιτ και Β' Γυναικείου Ρόλου για την Ταράτζι Π. Χένσον Βραβεύτηκε με τρία χρυσά αγαλματίδια, στις κατηγορίες Μακιγιάζ, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης και Οπτικών Εφέ.
Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους των Ηνωμένων Πολιτειών στις 25 Δεκεμβρίου 2008 από την Paramount και τη Warner Bros. Απέσπασε θετικά σχόλια από τους κριτικούς και έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία αποφέροντας 333,9 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως Έλαβε 13 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α' Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Μπραντ Πιτ και Β' Γυναικείου Ρόλου για την Ταράτζι Π. Χένσον Βραβεύτηκε με τρία χρυσά αγαλματίδια, στις κατηγορίες Μακιγιάζ, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης και Οπτικών Εφέ.