Λίγα έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία φέρνουν άξια τον τίτλο "τοιχογραφία" μιας εποχής, ενός λαού, μιας συγκλονιστικής συλλογικής εμπειρίας, και η κατάχρηση του όρου θα μας έκανε πολύδιστακτικούς να τον χρησιμοποιήσουμε αν δεν επρόκειτο για ένα σημαδιακό έργο, όπως αναμφισβήτητα είναι το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Τοιχογραφία πράγματι της μοίρας όχι μόνο της Κολομβίας, αλλά ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, που για δύο αιώνες τώρα παλεύει απεγνωσμένα, πιασμένη σε φοβερό δόκανο, να βρει μια διέξοδο. Την αγωνία και το σισύφειο χαρακτήρα αυτής της πάλης δίνει ο Μάρκες με αξεπέραστη λογοτεχνικ ήμαεστρία, περιγράφοντας την τραγική πορεία του ήρωα της ελευθερίας συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία από την ώρα της υπέρτατης προσφοράς ως τη στιγμή της έσχατης φθοράς και της προσωπικής ολοκληρωτικής εκμηδένισης. Ένας ήρωας που γύρω του μπλέκονται φοβερά πεπρωμένα, που συνθλίβουν τα πιο στενά του συγγενικά πρόσωπα, τους ανθρώπους του τόπου που γεννήθηκε και τελικά όλους όσοι σταθήκανε δίπλα του στο μεγάλο αγώνα.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο μυθικό χωριό Macondo και ουσιαστικά μας περιγράφει την ιστορία εφτά γενεών της οικογένειας Buendia η οποία βαρύνεται από μια μακρινή προφητεία: είναι καταδικασμένη σε εκατό χρόνια μοναξιάς λόγω μιας αιμομιξίας που έγινε ανάμεσα σε δύο μέλη της. Σε αυτό το μυθιστόρημα ο συγγραφέας αναμειγνύει την ιστορία με την φαντασία. Ενοράσεις, μετεωρίσεις, όνειρα, τέρατα, ζωντανοί νεκροί, ιπτάμενα χαλιά, φαινόμενα ακινητοποίησης του χρόνου και μετάθεσης παρελθόντος – παρόντος αναμιγνύονται με τη ρεαλιστική περιγραφή. Το βιβλίο είχε αναπάντεχη επιτυχία και οι περισσότεροι κριτικοί αλλά και το κοινό το υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό κάνοντας το μεγάλη επιτυχία από τις πρώτες βδομάδες κυκλοφορίας του. Σύμφωνα με τον μεγάλο Χιλιανό ποιητή Pablo Neruda, το «Εκατό χρόνια μοναξιά» είναι ίσως η μεγαλύτερη αποκάλυψη στην ισπανική γλώσσα μετά τον «Δον Κιχώτη» του Miguel de Cervantes.
"Πολλά χρόνια αργότερα, καθώς αντιμετώπιζε το εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θυμήθηκε εκείνο το μακρινό απόγευμα όταν ο πατέρας του τον πήρε μαζί του για να ανακαλύψει τον πάγο...". Είναι η φράση με την οποία ξεκινούν τα Εκατό χρόνια μοναξιά. Διδάσκεται στα πανεπιστήμια και στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, ως υποδειγματική αρχή μυθιστορήματος. Βέβαια, όταν στις αρχές του 1966 ο Μάρκες έστελνε το χειρόγραφο του βιβλίου στον εκδοτικό οίκο Sudamericana, μάλλον δεν μπορούσε να υποψιαστεί τι θα ακολουθούσε. Αυτό που ήξερε σίγουρα ο συγγραφέας εκείνη τη στιγμή ήταν ότι διέθετε 25 πέσος όλα κι όλα. Γι' αυτό έστειλε στον εκδότη του μόνο το μισό χειρόγραφο. Το άλλο μισό ακολούθησε μετά από μερικές εβδομάδες, αφού η οικογένεια Μάρκες έβαλε ενέχυρο τα υπόλοιπα από τα υπάρχοντα που της είχαν απομείνει. Το βιβλίο διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα και σε δύο μόλις εβδομάδες είχαν πουληθεί τα 8.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης. Είχε ήδη προαναγγελθεί αυτό που θα ακολουθούσε. Το βιβλίο έμελλε να μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του πλανήτη, και να οδηγήσει στη βράβευση του Μάρκες με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
“Πολλά χρόνια αργότερα, καθώς αντιμετώπιζε το εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θυμήθηκε εκείνο το μακρινό απόγευμα, όταν ο πατέρας του τον πήρε μαζί του για να ανακαλύψει τον πάγο.“ Στο μυθιστόρημα του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό Χρόνια Μοναξιά, η σκηνή αυτή αναφέρεται συχνά, καθώς, όταν ο Κολομβιανός συγγραφέας δεν βρυχάται με μαγικό ρεαλισμό έχει ένα και μοναδικό σκοπό: Nα σου τσακίσει τα μάτια με δάκρυα. ‘Όποιος, λοιπόν, δεν έχει κλάψει διαβάζοντας το 100 Χρόνια Μοναξιά δεν έχει δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
Εκείνο το μακρινό απόγευμα ήρθαν ξανά οι τσιγγάνοι στο χωριό Μακόντο. Η ονομασία “Μακόντο” είναι κοινή για πολλά χωριά της Κολομβίας. Γιατί, αυτή η ιστορία δεν είναι σαν τις άλλες. Αυτή η ιστορία μιλάει για όλες τις ιστορίες του κόσμου, αφήνει τα όρια της Λατινικής Αμερικής και φτάνει στην πόρτα μας και την χτυπάει. Είναι σχεδόν αδύνατο να μην υποκύψουμε να της ανοίξουμε. Πρόκειται για έναν αιώνα μοναξιάς, μιλάει για τη δική μας μοναξιά-τη δική σου και την δική μου- μιλάει για ένα σύμπαν μοναξιάς που θα ταν αδύνατο να υπάρχει χωρίς τους ανθρώπους. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την Μοναξιά μας; Ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες δεν είναι σίγουρος, κι ακριβώς επειδή δεν είναι, έγραψε το Εκατό Χρόνια Μοναξιά. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία ξεσηκώνεται απο τις τσιγγάνικες ανακαλύψεις, τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα και όλες εκείνες τις εφευρέσεις του σοφότρελου Μελκίαδες, τα μυστικά των σοφών της Μακεδονίας ή της Βαβυλώνας, άλλοτε αγοράζοντας μαγνήτες του τσιγγάνου για να εξάγει από τα σπλάχνα της γης χρυσάφι κι άλλοτε προσπαθώντας να κάνει το μόλυβδο, χρυσό.
Εκείνο το μακρινό απόγευμα ήρθαν ξανά οι τσιγγάνοι στο χωριό Μακόντο. Η ονομασία “Μακόντο” είναι κοινή για πολλά χωριά της Κολομβίας. Γιατί, αυτή η ιστορία δεν είναι σαν τις άλλες. Αυτή η ιστορία μιλάει για όλες τις ιστορίες του κόσμου, αφήνει τα όρια της Λατινικής Αμερικής και φτάνει στην πόρτα μας και την χτυπάει. Είναι σχεδόν αδύνατο να μην υποκύψουμε να της ανοίξουμε. Πρόκειται για έναν αιώνα μοναξιάς, μιλάει για τη δική μας μοναξιά-τη δική σου και την δική μου- μιλάει για ένα σύμπαν μοναξιάς που θα ταν αδύνατο να υπάρχει χωρίς τους ανθρώπους. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την Μοναξιά μας; Ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες δεν είναι σίγουρος, κι ακριβώς επειδή δεν είναι, έγραψε το Εκατό Χρόνια Μοναξιά. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία ξεσηκώνεται απο τις τσιγγάνικες ανακαλύψεις, τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα και όλες εκείνες τις εφευρέσεις του σοφότρελου Μελκίαδες, τα μυστικά των σοφών της Μακεδονίας ή της Βαβυλώνας, άλλοτε αγοράζοντας μαγνήτες του τσιγγάνου για να εξάγει από τα σπλάχνα της γης χρυσάφι κι άλλοτε προσπαθώντας να κάνει το μόλυβδο, χρυσό.
Η μαεστρία του Μάρκες, ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε τον μαγικό ρεαλισμό, ανέδειξαν τα Εκατό χρόνια μοναξιάς σε ένα από τα κορυφαία αναγνώσματα του 20ού αιώνα. Η τραγική πορεία του ήρωα της ελευθερίας Αουρελιάνο Μπουενδία, από την ώρα της υπέρτατης προσφοράς ώς τη στιγμή της έσχατης φθοράς και της προσωπικής ολοκληρωτικής εκμηδένισης, αποτύπωσε την τραγική διαδρομή των δύο αιώνων ιστορίας της Λατινικής Αμερικής.
Η Μοναξιά είναι υπόκωφη στην αρχή του έργου. Έρχεται σιγά, σιγά με την υπομονή ενός σκακιστή αλλά και την διαχυτικότητα της επιδημίας της αυπνίας, που κόλλησε όλο το χωριό από την Ρεβέκα. Η Μοναξιά είναι ύπουλη. Κρύβεται πίσω απο τις τρελές εφευρέσεις κι αφαιρέσεις του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και μέσα στα δέρματα των σωμάτων και των ανομολόγητων ερώτων. Η Μοναξιά μοιάζει με εκείνο το πελώριο σπίτι, που στέγασε εκατό ολόκληρα χρόνια όλους τους Αουρελιάνο Μπουενδία που γεννήθηκαν με ανοιχτά μάτια και ανέδυαν ένα εκτυφλωτικό φως, όπως και όλους τους Χοσέ Αρκάδιο και την άστατη κι ανυπόμονη φύση τους. Η Μοναξιά μοιάζει με το νεκροσάβανο και στους ανεκπλήρωτους έρωτες της Αμαράντα και ψηλαφίζεται πάνω στις σκονισμένες κούκλες της Ρεμέδιος, στην παρουσία του φαντάσματος του Προυδένσιο Αγκιλάρ, εισβάλλοντας παντού, όπως τα μυρμήγκια και οι κίτρινες πεταλούδες. Η Μοναξιά ξεπερνάει τα πάντα. Ακόμα και το Θάνατο. Ακόμα και την Τιμωρία. Γιατί όπως έλεγε συχνά ο Συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία:” Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί” Η φύση της Μοναξιάς δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Αν δεν υπήρχε από την αρχή του έργου δεν θα μπορούσαμε ποτέ να μιλήσουμε γι’αυτήν, η Μοναξιά δεν γεννιέται κάποια αόριστη στιγμή, προυπάρχει. “Το πιο μεγάλο διαμάντι του κόσμου”. “Όχι.” Τον διόρθωσε ο τσιγγάνος. ” Είναι πάγος.” Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, χωρίς να καταλαβαίνει άπλωσε το χέρι του προς το παγόβουνο, αλλά ο γίγαντας του το΄σπρωξε. “Πέντε ρεάλια ακόμα για να το πιάσεις”, είπε.
Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία είδε στον ύπνο του ένα χωριό όπου τα σπίτια ήταν όλα καμωμένα απο καθρέφτες. Στην πορεία κατάλαβε πως δεν ήταν καθρέφτες, αλλά ο πάγος που έφεραν μαζί τους οι τσιγγάνοι. Το Μακόντο χτίστηκε μέσα σε λίγο καιρό και παρά το όνειρο του -να το δει μια μέρα χτισμένο απο πάγο-που δεν έγινε πραγματικότητα, δεν παραιτήθηκε από τις παράλογες φαντασιώσεις του. Ήταν ο ίδιος πάγος που έβαλε να αγγίξουν οι γιοί του για να δουν το θαύμα. Η Μοναξιά, όμοια κι εκείνη με πάγο, κρύφτηκε μέσα στα πιο τρελά του όνειρα για να γίνει πιο επίμονη στην πορεία, όταν τρελός πια και δεμένος στον κορμό της καστανιάς έχει επαφή μόνο με το φάντασμα του εχθρού του: “Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σ‘ εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει ν‘ αγαπήσει το χειρότερο εχθρό του.“ Ο Αουρελιανο Μπουενδία που έκανε 32 πολέμους και τους έχασε όλους, θα αγγίξει κι εκείνος τον πάγο, περισσότερο διστακτικά, γιατί η δική του Μοναξιά κρύβεται μόνο στην αμαρτωλή περηφάνεια του. Η δική του Μοναξιά μετράται σε 32 συνεχόμενους πολέμους και στα χρυσά ψαράκια που έλιωνε και ξανάφτιαχνε στο αργυροχοίο του. Θα αφήσει την τελευταία του πνοή μόνο όταν συνειδητοποιήσει την Μοναξιά του, “Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου.”
Η δύναμη της Μοναξιάς
Η Μοναξιά παραλλάσσεται. Μέσα σε εκείνα τα ανελέητα χρόνια μοναξιάς όλα αλλάζουν και συγχρόνως όλα μένουν τα ίδια. Η Μοναξιά υποτάσσεται στην σιωπή σαν τον Συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία. Διαμορφώνει τους ήρωες ενώ έμμεσα τους συνθλίβει. Είναι αδυσώπητη κι αδίστακτη. Διαπραγματεύεται την αγάπη, ενώ άλλες φορές την κατατρώει, την εξαθλιώνει, την διαπερνά. Χτίζει τα όμορφα. Γκρεμίζει τα όμορφα. Και τα άσχημα. Μεγαλώνει τους ήρωες και τους μικραίνει. Τους ψηλώνει. Τους κονταίνει. Γεμίζει προσδοκίες, ψευδαισθήσεις παραδείσων και υποχρεώσεις κολάσεων. Παίρνει τις μορφές τους. Χρειάζεται να την χρειάζονται. Γίνεται δύστροπη όταν δεν της δίνουν σημασία, διότι κανένας τους δεν ασχολείται με την Μοναξιά του. Τα έχει καλά με την εξουσία αλλά όταν δεν της κάνει τα χατήρια την τσακίζει. Εφευρίσκει τον ίδιο της τον εαυτό για να τον χάσει ξανά. Είναι νεωτερίστρια, μια αναρχική συντήρηση, το πλαίσιο σε όλη την ιστορία ή ένα μακρινό φόντο που προκαθορίζει την οπτική της εικόνας του έργου. Δεν έχει νόμους, ούτε κανόνες. Διατηρεί το ανοίκειο παιχνίδι της μέχρι τα Εκατό χρόνια, ακριβώς έναν αιώνα Μοναξιάς, γιατί δεν χρειάζεται ούτε λιγότερο αλλά ούτε και περισσότερο εκείνες οι ράτσες, οι καταδικασμένες στην Μοναξιά, να μην αποκτήσουν δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
Η Μοναξιά παραλλάσσεται. Μέσα σε εκείνα τα ανελέητα χρόνια μοναξιάς όλα αλλάζουν και συγχρόνως όλα μένουν τα ίδια. Η Μοναξιά υποτάσσεται στην σιωπή σαν τον Συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία. Διαμορφώνει τους ήρωες ενώ έμμεσα τους συνθλίβει. Είναι αδυσώπητη κι αδίστακτη. Διαπραγματεύεται την αγάπη, ενώ άλλες φορές την κατατρώει, την εξαθλιώνει, την διαπερνά. Χτίζει τα όμορφα. Γκρεμίζει τα όμορφα. Και τα άσχημα. Μεγαλώνει τους ήρωες και τους μικραίνει. Τους ψηλώνει. Τους κονταίνει. Γεμίζει προσδοκίες, ψευδαισθήσεις παραδείσων και υποχρεώσεις κολάσεων. Παίρνει τις μορφές τους. Χρειάζεται να την χρειάζονται. Γίνεται δύστροπη όταν δεν της δίνουν σημασία, διότι κανένας τους δεν ασχολείται με την Μοναξιά του. Τα έχει καλά με την εξουσία αλλά όταν δεν της κάνει τα χατήρια την τσακίζει. Εφευρίσκει τον ίδιο της τον εαυτό για να τον χάσει ξανά. Είναι νεωτερίστρια, μια αναρχική συντήρηση, το πλαίσιο σε όλη την ιστορία ή ένα μακρινό φόντο που προκαθορίζει την οπτική της εικόνας του έργου. Δεν έχει νόμους, ούτε κανόνες. Διατηρεί το ανοίκειο παιχνίδι της μέχρι τα Εκατό χρόνια, ακριβώς έναν αιώνα Μοναξιάς, γιατί δεν χρειάζεται ούτε λιγότερο αλλά ούτε και περισσότερο εκείνες οι ράτσες, οι καταδικασμένες στην Μοναξιά, να μην αποκτήσουν δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
Ο μαγικός ρεαλισμός του Μαρκές
Βασικός εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, ενός ρεύματος της λογοτεχνίας που στιγμάτισε τη λατινοαμερικάνικη πεζογραφία και όχι μόνο. Εκεί, ενώ όλα βαίνουν σε μια ρεαλιστική πραγματικότητα, απόλυτα σύμφωνη με τους κανόνες της λογικής, παρεμβαίνουν στοιχεία του φανταστικού, που εισέρχονται από μια παράλληλη (μεταφυσική) πραγματικότητα. Στην ουσία η λογοτεχνία αυτή στηρίζεται στον λαϊκό κόσμο της Νότιας Αμερικής, που συνδυάζει το καθημερινό με το μεταφυσικό, και με την αίσθηση της πραγματικότητας που δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με τον ορθολογισμό. Τα θέματα του Μάρκες ξεκινούν από τον λαϊκό τρόπο ζωής που καταθέτει μια άλλη βίωση της πραγματικότητας και ανάγονται σε βαθύτερα ζητήματα, όπως η μοναξιά, η βία, η σύγκρουση λογικής και φαντασίας. Τα έργα-του, παρά το όργιο φαντασίας και ουτοπίας, διακρίνονται κι από μια νοσταλγία, μια ματαιότητα, μια υπολανθάνουσα θλίψη. Το σημαντικότερο μυθιστόρημά του, το “Εκατό χρόνια μοναξιάς”, εκτοξεύει στα ύψη το μαρκεσιανό μαγικό σύμπαν, όπου οι κάτοικοι ενός χωριού του Μακάντο και πιο συγκεκριμένα εφτά γενιές μιας οικογένειας περνάνε από τον απλό καθημερινό τρόπο ζωής σε άλογες καταστάσεις (τρώνε χώματα, συναναστρέφονται με νεκρούς κ.ο.κ.). Αυτό που χαίρεσαι πραγματικά –και δεν είναι λίγο- είναι η πλουμιστή ποιητικότητα, η περιγραφή του υπερφυσικού γραπωμένη στενά απ’ τον ρεαλισμό του πραγματικού, η πρόκληση των λεπτομερειών και η κυμαινόμενη φαντασία της πένας του συγγραφέα. Παράλληλα, έμμεσα ή άμεσα, η ιστορία και η πολιτική της Κολομβίας διαπερνά την αφήγηση, ενώ ένα είδος μοίρας κανοναρχεί τη ζωή και τις αντιλήψεις των κατοίκων. Το τέλος του βιβλίου, πέρα από ένα αίσθημα μελαγχολίας που αφήνει, δείχνει και τον υψηλό βαθμό ευφυΐας του Μάρκες.
Βασικός εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, ενός ρεύματος της λογοτεχνίας που στιγμάτισε τη λατινοαμερικάνικη πεζογραφία και όχι μόνο. Εκεί, ενώ όλα βαίνουν σε μια ρεαλιστική πραγματικότητα, απόλυτα σύμφωνη με τους κανόνες της λογικής, παρεμβαίνουν στοιχεία του φανταστικού, που εισέρχονται από μια παράλληλη (μεταφυσική) πραγματικότητα. Στην ουσία η λογοτεχνία αυτή στηρίζεται στον λαϊκό κόσμο της Νότιας Αμερικής, που συνδυάζει το καθημερινό με το μεταφυσικό, και με την αίσθηση της πραγματικότητας που δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με τον ορθολογισμό. Τα θέματα του Μάρκες ξεκινούν από τον λαϊκό τρόπο ζωής που καταθέτει μια άλλη βίωση της πραγματικότητας και ανάγονται σε βαθύτερα ζητήματα, όπως η μοναξιά, η βία, η σύγκρουση λογικής και φαντασίας. Τα έργα-του, παρά το όργιο φαντασίας και ουτοπίας, διακρίνονται κι από μια νοσταλγία, μια ματαιότητα, μια υπολανθάνουσα θλίψη. Το σημαντικότερο μυθιστόρημά του, το “Εκατό χρόνια μοναξιάς”, εκτοξεύει στα ύψη το μαρκεσιανό μαγικό σύμπαν, όπου οι κάτοικοι ενός χωριού του Μακάντο και πιο συγκεκριμένα εφτά γενιές μιας οικογένειας περνάνε από τον απλό καθημερινό τρόπο ζωής σε άλογες καταστάσεις (τρώνε χώματα, συναναστρέφονται με νεκρούς κ.ο.κ.). Αυτό που χαίρεσαι πραγματικά –και δεν είναι λίγο- είναι η πλουμιστή ποιητικότητα, η περιγραφή του υπερφυσικού γραπωμένη στενά απ’ τον ρεαλισμό του πραγματικού, η πρόκληση των λεπτομερειών και η κυμαινόμενη φαντασία της πένας του συγγραφέα. Παράλληλα, έμμεσα ή άμεσα, η ιστορία και η πολιτική της Κολομβίας διαπερνά την αφήγηση, ενώ ένα είδος μοίρας κανοναρχεί τη ζωή και τις αντιλήψεις των κατοίκων. Το τέλος του βιβλίου, πέρα από ένα αίσθημα μελαγχολίας που αφήνει, δείχνει και τον υψηλό βαθμό ευφυΐας του Μάρκες.
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, η ζωή του.
Είναι διηγηματογράφος, σεναριογράφος και μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος. Καλύπτει μια μεγάλη γκάμα ενδιαφερόντων ενός «καθολικού συγγραφέα». Στη Λατινικη Αμερική όλοι τον αποκαλούν Γκαμπο. Γεννήθηκε την 6η Μαρτίου 1927 στην Aracataca της Κολομβίας που στα μυθιστορήματά του ονομάζεται Μακόντο. Οι γονείς του –που αντιμετώπιζαν την άρνηση της γιαγιάς του για το γάμο λόγω των συντηρητικών πολιτικών θέσεων του γαμπρού- τον άφηναν στους παππούδες απ’ τη μεριά της μητέρας για να τον ανατρέφουν όσο θα έλειπαν για δουλειές. Ο παππούς ήταν στρατιώτης και ήρωας του φιλελευθέρου κινήματος και του ενστάλλαξε την ιδεολογία της κοινωνικής δικαιοσύνης και του δίδαξε τη βαρύτητα της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός και πέθανε όταν ο Γκαμπριέλ ήταν 9 χρονών. Το 1967 έγραψε το πιο διάσημο βιβλίο του που έχουμε μέσες άκρες όλοι μας διαβάσει, τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς». Είναι κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του Λατινοαμερικανικού «μαγικού ρεαλισμού», δηλαδή της ανάμιξης στοιχείων του φανταστικού και του πραγματικού κατά τέτοιο τρόπο που να έχει υψηλό βαθμό πειστικότητας. Διηγείται την ιστορία εφτά γενεών μιας οικογένειας σε ένα φανταστικό χωριό της Κολομβίας. Ξεκινά με την ιστορία μιας οικογένειας που δεν μπορεί να φροντίσει τον «αλαφροΐσκιωτο» παππού της. Το βιβλίο πούλησε πάνω από 30 εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 37 γλώσσες. Το 1982 έλαβε τα Βραβείο Νόμπελ. Το δεύτερο πολυδιαβασμένο έργο του είναι ο «Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας» που ουσιαστικά είναι η ιστορία του γάμου των γονιών του δοσμένη με σαρκασμό και χιούμορ για να δείξε τον αγώνα του πατέρα του να πείσει τον κατά τα άλλα φιλελεύθερο συνταγματάρχη και κυρίως της μητέρας της να συναινέσουν επιτέλους στο γάμο δυο ανθρώπων που αγαπιόντουσαν παράφορα. Βέβαια, τους μεταφέρει στην βαθιά τρίτη ηλικία ρίχνοντας μια μαγική-ρεαλιστική πινελιά. Στο «Φθινόπωρο του Πατριάρχη» περιγράφει την προσωπικότητα ενός Λατινοαμερικανού δικτάτορα που ουσιαστικά ήταν ο Μάρκο Περέζ Χιμένεθ της Βενεζουέλας που ταίριαζε και στο προφίλ του δικτάτορα της Χιλής Αουγκουστο Πινοσέτ. Στο «Χρονικό ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου» γράφει και ως μυθιστοριογράφος και ως ερευνητής-δημοσιογράφος που εξερευνά το θάνατο ενός παιδικού του φίλου το 1951 και αποκαλύπτει τη δολοφονία. Εδώ κάνει τη μεγάλη ανατροπή και η αφήγηση της ιστορίας αρχίζει από το τέλος. Το μυθιστόρημα έγινε κινηματογραφική ταινία το 1985 από τον Ιταλό σκηνοθέτη Φρατζέσκο Ρόσι. Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα με τον καρκίνο των λεμφαδένων. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό όπου και είχε εγκατασταθεί το 1961. Κατά καιρούς διέμενε και στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα.
Είναι διηγηματογράφος, σεναριογράφος και μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος. Καλύπτει μια μεγάλη γκάμα ενδιαφερόντων ενός «καθολικού συγγραφέα». Στη Λατινικη Αμερική όλοι τον αποκαλούν Γκαμπο. Γεννήθηκε την 6η Μαρτίου 1927 στην Aracataca της Κολομβίας που στα μυθιστορήματά του ονομάζεται Μακόντο. Οι γονείς του –που αντιμετώπιζαν την άρνηση της γιαγιάς του για το γάμο λόγω των συντηρητικών πολιτικών θέσεων του γαμπρού- τον άφηναν στους παππούδες απ’ τη μεριά της μητέρας για να τον ανατρέφουν όσο θα έλειπαν για δουλειές. Ο παππούς ήταν στρατιώτης και ήρωας του φιλελευθέρου κινήματος και του ενστάλλαξε την ιδεολογία της κοινωνικής δικαιοσύνης και του δίδαξε τη βαρύτητα της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός και πέθανε όταν ο Γκαμπριέλ ήταν 9 χρονών. Το 1967 έγραψε το πιο διάσημο βιβλίο του που έχουμε μέσες άκρες όλοι μας διαβάσει, τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς». Είναι κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του Λατινοαμερικανικού «μαγικού ρεαλισμού», δηλαδή της ανάμιξης στοιχείων του φανταστικού και του πραγματικού κατά τέτοιο τρόπο που να έχει υψηλό βαθμό πειστικότητας. Διηγείται την ιστορία εφτά γενεών μιας οικογένειας σε ένα φανταστικό χωριό της Κολομβίας. Ξεκινά με την ιστορία μιας οικογένειας που δεν μπορεί να φροντίσει τον «αλαφροΐσκιωτο» παππού της. Το βιβλίο πούλησε πάνω από 30 εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 37 γλώσσες. Το 1982 έλαβε τα Βραβείο Νόμπελ. Το δεύτερο πολυδιαβασμένο έργο του είναι ο «Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας» που ουσιαστικά είναι η ιστορία του γάμου των γονιών του δοσμένη με σαρκασμό και χιούμορ για να δείξε τον αγώνα του πατέρα του να πείσει τον κατά τα άλλα φιλελεύθερο συνταγματάρχη και κυρίως της μητέρας της να συναινέσουν επιτέλους στο γάμο δυο ανθρώπων που αγαπιόντουσαν παράφορα. Βέβαια, τους μεταφέρει στην βαθιά τρίτη ηλικία ρίχνοντας μια μαγική-ρεαλιστική πινελιά. Στο «Φθινόπωρο του Πατριάρχη» περιγράφει την προσωπικότητα ενός Λατινοαμερικανού δικτάτορα που ουσιαστικά ήταν ο Μάρκο Περέζ Χιμένεθ της Βενεζουέλας που ταίριαζε και στο προφίλ του δικτάτορα της Χιλής Αουγκουστο Πινοσέτ. Στο «Χρονικό ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου» γράφει και ως μυθιστοριογράφος και ως ερευνητής-δημοσιογράφος που εξερευνά το θάνατο ενός παιδικού του φίλου το 1951 και αποκαλύπτει τη δολοφονία. Εδώ κάνει τη μεγάλη ανατροπή και η αφήγηση της ιστορίας αρχίζει από το τέλος. Το μυθιστόρημα έγινε κινηματογραφική ταινία το 1985 από τον Ιταλό σκηνοθέτη Φρατζέσκο Ρόσι. Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα με τον καρκίνο των λεμφαδένων. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό όπου και είχε εγκατασταθεί το 1961. Κατά καιρούς διέμενε και στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα.