Η Σάρα Κέιν είναι μια θρύλος του σύγχρονου θεάτρου, μια υπέροχη ύπαρξη που αγωνιούσε, μια ρομαντική και βαθιά τραυματισμένη ψυχή που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στη μοντέρνα θεατρική σκηνή. Κανένας και καμία άλλη συγγραφέας της γενιάς της δεν αναλύθηκε τόσο, όσο η κορυφαία αυτή δραματουργός, που έφτυσε κυριολεκτικά στα μούτρα τις θεατρικές συμβάσεις και την καθωσπρέπει γλώσσα! Το 1999, η Σάρα Κέιν έδωσε μόνη της ένα τέλος στην κατάθλιψη, την οποία περιγράφει ανατριχιαστικά και σχεδόν προφητικά στο τελευταίο της έργο, «4:48 Ψύχωση».
«Δε μ’ αρέσει καθόλου το θέατρο ως απλή αφορμή για νυχτερινή έξοδο. Το θέατρο πρέπει να ερεθίζει και τα συναισθήματα και το μυαλό. Λατρεύω το ποδόσφαιρο. Οι αναλύσεις που ακούς στις κερκίδες είναι εκπληκτικές, την ίδια ώρα που η συγκίνηση χτυπάει κόκκινο. Αν ήταν έτσι και το θέατρο…», έλεγε η ίδια.
Η Σάρα Κέιν γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1971. Με μητέρα δασκάλα και πατέρα δημοσιογράφο, παρουσίασε από νωρίς κλίση προς το θέατρο. Η θεατρική πράξη θα γίνει αυτή η μέθοδος με την οποία θα απελευθερωθούν οι αντιφάσεις και οι δημιουργικές δυνάμεις της. Το έργο της πολεμήθηκε πολύ από τους κριτικούς και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Την κατηγόρησαν για εξπρεσιονισμό στη γλώσσα, δίχως ίχνος θεατρικότητας. «Δε θεωρώ τα έργα μου καταθλιπτικά, ούτε πιστεύω ότι τους λείπει η ελπίδα. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι το αγαπημένο μου συγκρότημα είναι οι Joy Division, γιατί τα τραγούδια τους με ανεβάζουν. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αισιόδοξο, πιο ελπιδοφόρο από το να δημιουργείς κάτι όμορφο για την απελπισία ή μέσα από απελπισία», έλεγε η Kane. Στη σύντομη καριέρα της έγραψε πέντε έργα: Blasted, Phaedra’s Love, Cleansed, Crave, 4.48 Psychosis και μια ταινία (Skin). Τα έργα της έχουν ανέβει και συνεχίζουν να ανεβαίνουν με την ίδια συχνότητα σε όλο τον κόσμο. Διεκδικεί μια θέση δίπλα στους κλασικούς συγγραφείς. Κανένας άλλος συγγραφέας της γενιάς της δεν έχει αναλυθεί τόσο πολύ. Η σύντομη ζωή της, ωστόσο, και η αυτοχειρία της, σφραγίζει ανεξίτηλα την αυθεντικότητα της φωνής της. Τα έργα της γράφτηκαν από μία ύπαρξη που αγωνιούσε, που έγραφε με μια αίσθηση κατεπείγοντος, που ήθελε να αφήσει ένα ίχνος πιο ισχυρό από τη φθαρτότητα. Ήταν η πιο αντιπροσωπευτική από τους θεατρικούς συγγραφείς του κινήματος «in-yer-face theatre», έργων που δε διστάζουν να αποκαλύψουν επί σκηνής την αγριότητα που ελλοχεύει στο συλλογικό ασυνείδητο στις σύγχρονες καπιταλιστικές και παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες, που κάθε άλλο παρά πολιτισμένες είναι στην πραγματικότητα
Στα έργα της μιλάει κυρίως για την αγάπη, το θάνατο, τον ψυχοσωματικό πόνο και τη σεξουαλική επιθυμία, ενώ δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι επέλεξε το θέατρο για να εκφράσει την υπαρξιακή της αγωνία. Η ίδια θεωρούσε ότι το θέατρο είναι η πιο υπαρξιακή τέχνη, καθώς το «θέατρο δεν έχει μνήμη».
Το 1995 γράφει και ανεβάζει το πρώτο της θεατρικό έργο, το Blasted (έλεος) στο Royal Court. Μια σουρεαλιστική σύνθεση με έρωτα, βία και πόλεμο. Μια απάντηση γροθιά στα τότε γεγονότα του πολέμου της Βοσνίας. Φυσικά και κατακεραυνώνεται από τους περισσότερους κριτικούς. «Γιορτή βρομιάς» χαρακτηρίζεται από την Daily Mail. Άλλοι κριτικοί καταλογογραφούν τις φρικαλεότητες: βιασμός, κανιβαλισμός συναισθηματική και ψυχική βία. Εντυπωσιακά ψύχραιμη απαντά πως δε πίστευε ότι το έργο της θα γινόταν θέμα στις ειδήσεις. «Αυτό που με σοκάρει περισσότερο είναι πως ο κόσμος ενοχλείται με την αναπαράσταση της βίας παρά με την ίδια τη βία.»Στα έργα της αναζητά απόλυτες αξίες και το 1996 ανεβάζει το δεύτερο της θεατρικό έργο, Phaedra’s Love (Φαίδρας έρως). Μια διαφορετική διάσταση στη τραγωδία του Σενέκα που επικεντρώνεται στον Ιππόλυτο. Υποστηρίζει ότι τα πάντα μπορούν να παρουσιαστούν στη σκηνή. “Εφόσον συμβαίνουν στη ζωή μας”, λέει, “γιατί να μη μπορούν να αναπαρασταθούν στη σκηνή;”. Το έργο αυτό είναι μια ωδή στον έρωτα, τον καταδικασμένο έρωτα και την απόλυτη αγάπη που υπάρχει πέρα από το θάνατο και πλαταίνει με το χρόνο. Η Kane θεωρεί την Φαίδρα και τον Ιππόλυτο αθεράπευτα ρομαντικούς και υποστηρίζει πως και ο μηδενισμός είναι μια ακραία μορφή ρομαντισμού.
Την ίδια χρονιά γυρίζει μια μικρού μήκους ταινία 9 λεπτών, το Skin, το οποίο ένα χρόνο μετά προβάλλεται από το Channel 4.Το επόμενο έργο της ανεβαίνει στο Royal Court το Μάιο του 1998 και ονομάζεται Cleansed (καθαροί πια). Το έργο της στηρίζεται στον ισχυρισμό του Roland Barthes που είχε πει «το να είσαι ερωτευμένος, είναι σα να είσαι στο Άουσβιτς». Μια αίθουσα βασανιστηρίων με κύριο μέλημα του σαδιστικού διευθυντή, Τίνκερ, να εξαγνίσει από τους μαθητές του κάθε συναίσθημα. Ένα σκληρό έργο με συστατικά, ακρωτηριασμούς, αρουραίους και πολύ πολύ αίμα. «Θέλησα να παρουσιάσω τη βία στη σκηνή, γιατί μερικές φορές πρέπει να βυθιστούμε στην ίδια τη κόλαση με τη φαντασία μας για να αποφύγουμε να πάμε εκεί στη πραγματικότητα» λέει η Kane.
Τον Αύγουστο του 1998, μία εποχή που όπως είχε πει η Kane, είχε χάσει τη πίστη της στην αγάπη, ανεβάζει το Crave (λαχταρώ). Είναι ένας διάλογος τεσσάρων ατόμων, τεσσάρων φωνών. Το έργο αυτό μπορεί κανείς να το διαβάσει με διαφορετικούς τρόπους. Είτε σα διάλογο, είτε σα μονόλογο, είτε διαλέγοντας ζεύγη. Είναι λυρικό. Μοιάζει περισσότερο με μεγάλο ποίημα. Δεν σχετίζεται με κανένα από τα προηγούμενά της έργα καθώς η σωματική βία δίνει τη σειρά της, στις εσωτερικές αναζητήσεις της Kane. Είναι άκρως περιγραφικό, λίγο πριν την κατάρρευσή της. Κι ίσως σε αυτό της το έργο να έχει γραφτεί μια σύγχρονη ωδή στο έρωτα. Τον αληθινό, τον αιώνιο, τον άνευ όρων έρωτα.
Την ίδια χρονιά γυρίζει μια μικρού μήκους ταινία 9 λεπτών, το Skin, το οποίο ένα χρόνο μετά προβάλλεται από το Channel 4.Το επόμενο έργο της ανεβαίνει στο Royal Court το Μάιο του 1998 και ονομάζεται Cleansed (καθαροί πια). Το έργο της στηρίζεται στον ισχυρισμό του Roland Barthes που είχε πει «το να είσαι ερωτευμένος, είναι σα να είσαι στο Άουσβιτς». Μια αίθουσα βασανιστηρίων με κύριο μέλημα του σαδιστικού διευθυντή, Τίνκερ, να εξαγνίσει από τους μαθητές του κάθε συναίσθημα. Ένα σκληρό έργο με συστατικά, ακρωτηριασμούς, αρουραίους και πολύ πολύ αίμα. «Θέλησα να παρουσιάσω τη βία στη σκηνή, γιατί μερικές φορές πρέπει να βυθιστούμε στην ίδια τη κόλαση με τη φαντασία μας για να αποφύγουμε να πάμε εκεί στη πραγματικότητα» λέει η Kane.
Τον Αύγουστο του 1998, μία εποχή που όπως είχε πει η Kane, είχε χάσει τη πίστη της στην αγάπη, ανεβάζει το Crave (λαχταρώ). Είναι ένας διάλογος τεσσάρων ατόμων, τεσσάρων φωνών. Το έργο αυτό μπορεί κανείς να το διαβάσει με διαφορετικούς τρόπους. Είτε σα διάλογο, είτε σα μονόλογο, είτε διαλέγοντας ζεύγη. Είναι λυρικό. Μοιάζει περισσότερο με μεγάλο ποίημα. Δεν σχετίζεται με κανένα από τα προηγούμενά της έργα καθώς η σωματική βία δίνει τη σειρά της, στις εσωτερικές αναζητήσεις της Kane. Είναι άκρως περιγραφικό, λίγο πριν την κατάρρευσή της. Κι ίσως σε αυτό της το έργο να έχει γραφτεί μια σύγχρονη ωδή στο έρωτα. Τον αληθινό, τον αιώνιο, τον άνευ όρων έρωτα.
Η αυτοκτονία
Η Σάρα Κέιν ήταν μόνη, χωρίς κάποιος να την ελέγχει για περισσότερα από 90 λεπτά πριν κρεμαστεί σε μια τουαλέτα νοσοκομείου, παρά τη διάγνωση των ψυχιάτρων ότι ήταν αυτοκτονική και η κατάστασή της απαιτούσε συνεχή παρακολούθηση.Βρέθηκε νεκρή μόλις στα 28 της χρόνια, στο νοσοκομείο King College στις 20 Φεβρουαρίου, όπου νοσηλευόταν μετά την προειδοποίηση των γιατρών ότι ήθελε να αυτοκτονήσει. Η θεατρική συγγραφέας βρέθηκε εκεί, μετά την αποτυχημένη απόπειρα να δώσει τέλος στη ζωή της παίρνοντας υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών λίγες ημέρες νωρίτερα.Παρά τη δόξα και την αναγνώριση που απολάμβανε η νεαρή θεατρική συγγραφέας, είχε μεγάλο ιστορικό σοβαρής κατάθλιψης και δύο χρόνια πριν από το θάνατό της, μπαινόβγαινε συχνά σε ψυχιατρικές κλινικές και έπαιρνε αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Στις 17 Φεβρουαρίου έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας καταπίνοντας σχεδόν 150 αντικαταθλιπτικά και 50 υπνωτικά χάπια. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο King College, όπου οι γιατροί κυριολεκτικά έσωσαν τη ζωή της και τέθηκε υπό παρακολούθηση από τους ψυχιάτρους Sedza Mujic και Nigel Tunstall. «Δεν έχω επιθυμία θανάτου, κανείς αυτόχειρας ποτέ δεν είχε. Το κακόβουλο πνεύμα της ηθικής των πολλών, όμως, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια» έλεγε η ίδια. Οι ψυχίατροι είχαν διαγνώσει ότι η αμφιλεγόμενη συγγραφέας , έπρεπε να βρίσκεται σε "συνεχή παρακολούθηση" και διέταξαν να νοσηλευτεί (βάσει του νόμου) στην ψυχιατρική κλινική, αν προσπαθούσε να φύγει από το νοσοκομείο. Οι νοσηλευτές ωστόσο στη συγκεκριμένη πτέρυγα του νοσοκομείου δεν γνώριζαν ότι η Κέιν χρειαζόταν ειδική φροντίδα ή διαρκή παρακολούθηση. Δεν πρόσεξαν ότι έφυγε από το δωμάτιό της και μπήκε στην τουαλέτα, όπου βρέθηκε αργότερα να κρέμεται από μια πόρτα.
«Ένιωσα πολύ έντονα ότι κάποια στιγμή που θα προσπαθούσε να αυτοκτονήσει και πάλι» είπε ο Δρ Tunstall στην ανάκριση. Έδωσε λοιπόν διαταγή να μπει η Kane στο ψυχιατρείο εφόσον προσπάθησε να φύγει από το νοσοκομείο.Ο ίδιος δεν όρισε έναν συγκεκριμένο νοσηλευτή να παρακολουθεί τις κινήσεις της, ωστόσο έδωσε ξεκάθαρη εντολή να παρακολουθείται συνεχώς, από το νοσηλευτή βάρδιας. Μια δεύτερη νοσοκόμα την είχε ελέγξει στις 2 π.μ., ωστόσο μετά τις 03:30 π.μ., όταν η νοσηλεύτρια βάρδιας πήγε με μεγάλη καθυστέρηση να τσεκάρει έναν άλλο ασθενή και τότε είδε το κρεβάτι της Kane άδειο. Ανοίγοντας την πόρτα της τουαλέτας, βρήκε τη συγγραφέα να κρέμεται από το άγκιστρο στο εσωτερικό της πόρτας από ένα κορδόνι. Η ιατροδικαστής, Selina Lynch, δήλωσε ότι η Kane αυτοκτόνησε αφού "η ισορροπία του μυαλού της είχε διαταραχθεί'. «Ήταν ένα φωτεινό αστέρι και έλαμπε φλογερά. Αλλά είχε τη μάστιγα της ψυχικής οδύνης και βασανιζόταν από σκέψεις αυτοκτονίας. Έκανε την επιλογή της και την έκανε σε μια εποχή που έπασχε από μια καταθλιπτική ασθένεια.» O πατέρας της Kane, κατηγόρησε ευθέως το νοσοκομείο, για το θάνατο της κόρης του. Μίλησε για εγκληματική συμπεριφορά των νοσηλευτών και των γιατρών απέναντί της και κινήθηκε δικαστικά κατά του King College Hospital.
Η Σάρα Κέιν ήταν μόνη, χωρίς κάποιος να την ελέγχει για περισσότερα από 90 λεπτά πριν κρεμαστεί σε μια τουαλέτα νοσοκομείου, παρά τη διάγνωση των ψυχιάτρων ότι ήταν αυτοκτονική και η κατάστασή της απαιτούσε συνεχή παρακολούθηση.Βρέθηκε νεκρή μόλις στα 28 της χρόνια, στο νοσοκομείο King College στις 20 Φεβρουαρίου, όπου νοσηλευόταν μετά την προειδοποίηση των γιατρών ότι ήθελε να αυτοκτονήσει. Η θεατρική συγγραφέας βρέθηκε εκεί, μετά την αποτυχημένη απόπειρα να δώσει τέλος στη ζωή της παίρνοντας υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών λίγες ημέρες νωρίτερα.Παρά τη δόξα και την αναγνώριση που απολάμβανε η νεαρή θεατρική συγγραφέας, είχε μεγάλο ιστορικό σοβαρής κατάθλιψης και δύο χρόνια πριν από το θάνατό της, μπαινόβγαινε συχνά σε ψυχιατρικές κλινικές και έπαιρνε αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Στις 17 Φεβρουαρίου έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας καταπίνοντας σχεδόν 150 αντικαταθλιπτικά και 50 υπνωτικά χάπια. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο King College, όπου οι γιατροί κυριολεκτικά έσωσαν τη ζωή της και τέθηκε υπό παρακολούθηση από τους ψυχιάτρους Sedza Mujic και Nigel Tunstall. «Δεν έχω επιθυμία θανάτου, κανείς αυτόχειρας ποτέ δεν είχε. Το κακόβουλο πνεύμα της ηθικής των πολλών, όμως, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια» έλεγε η ίδια. Οι ψυχίατροι είχαν διαγνώσει ότι η αμφιλεγόμενη συγγραφέας , έπρεπε να βρίσκεται σε "συνεχή παρακολούθηση" και διέταξαν να νοσηλευτεί (βάσει του νόμου) στην ψυχιατρική κλινική, αν προσπαθούσε να φύγει από το νοσοκομείο. Οι νοσηλευτές ωστόσο στη συγκεκριμένη πτέρυγα του νοσοκομείου δεν γνώριζαν ότι η Κέιν χρειαζόταν ειδική φροντίδα ή διαρκή παρακολούθηση. Δεν πρόσεξαν ότι έφυγε από το δωμάτιό της και μπήκε στην τουαλέτα, όπου βρέθηκε αργότερα να κρέμεται από μια πόρτα.
«Ένιωσα πολύ έντονα ότι κάποια στιγμή που θα προσπαθούσε να αυτοκτονήσει και πάλι» είπε ο Δρ Tunstall στην ανάκριση. Έδωσε λοιπόν διαταγή να μπει η Kane στο ψυχιατρείο εφόσον προσπάθησε να φύγει από το νοσοκομείο.Ο ίδιος δεν όρισε έναν συγκεκριμένο νοσηλευτή να παρακολουθεί τις κινήσεις της, ωστόσο έδωσε ξεκάθαρη εντολή να παρακολουθείται συνεχώς, από το νοσηλευτή βάρδιας. Μια δεύτερη νοσοκόμα την είχε ελέγξει στις 2 π.μ., ωστόσο μετά τις 03:30 π.μ., όταν η νοσηλεύτρια βάρδιας πήγε με μεγάλη καθυστέρηση να τσεκάρει έναν άλλο ασθενή και τότε είδε το κρεβάτι της Kane άδειο. Ανοίγοντας την πόρτα της τουαλέτας, βρήκε τη συγγραφέα να κρέμεται από το άγκιστρο στο εσωτερικό της πόρτας από ένα κορδόνι. Η ιατροδικαστής, Selina Lynch, δήλωσε ότι η Kane αυτοκτόνησε αφού "η ισορροπία του μυαλού της είχε διαταραχθεί'. «Ήταν ένα φωτεινό αστέρι και έλαμπε φλογερά. Αλλά είχε τη μάστιγα της ψυχικής οδύνης και βασανιζόταν από σκέψεις αυτοκτονίας. Έκανε την επιλογή της και την έκανε σε μια εποχή που έπασχε από μια καταθλιπτική ασθένεια.» O πατέρας της Kane, κατηγόρησε ευθέως το νοσοκομείο, για το θάνατο της κόρης του. Μίλησε για εγκληματική συμπεριφορά των νοσηλευτών και των γιατρών απέναντί της και κινήθηκε δικαστικά κατά του King College Hospital.
«Λαχταρώ», (Σάρα Κέιν, 1998)
Το «Λαχταρώ» («Crave») είναι το προτελευταίο ποίημα που έγραψε το 1998, λίγο πριν την αυτοκτονία της το 1999. Το έργο αυτό αποτελεί ορόσημο στη δραματουργική της πορεία και είναι αδιαμφισβήτητα ένα απ’ τα κορυφαία ποιήματα και θεατρικά έργα του 20ου αιώνα, το οποίο ανέβηκε το 1998, σε μια εποχή που η ίδια είχε χάσει την πίστη της στην αγάπη.Πρόκειται για ένα διάλογο τεσσάρων ατόμων, τεσσάρων φωνών, τεσσάρων ψυχών, χωρίς καμία σκηνική βία και οδηγία. Το έργο αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά μια απόπειρα αναζήτησης μιας νέας δραματικής φόρμας, την οποία ο καθένας μπορεί να διαβάσει και να δει με διαφορετικό τρόπο.Είναι ποίημα μεγάλο, ένα ποίημα λυρικό, στο οποίο «κραυγάζουν» οι εσωτερικές δονήσεις της Σάρα Κέιν για τον έρωτα και περιγράφουν με τραγική ειρωνεία την επερχόμενη κατάρρευσή της. Το «Λαχταρώ» είναι μια σύγχρονη «ωδή» στον έρωτα, σ’ αυτό το τόσο υπέροχο όσο και καταστροφικό συναίσθημα, που απ’ τη μία μας τσακίζει απ’ την κορυφή ως τα νύχια και απ’ την άλλη μας προσφέρει μια διέξοδο απ’ την «κόλαση» της λογικής και του εφικτού.Το έργο αυτό εκφράζει, με εκπληκτικό τρόπο, το τοπίο του μοντέρνου έρωτα. Του έρωτα που αναζητά όλες τις απαντήσεις στο πρόσωπο του «άλλου», που τρέμει απο φόβο μόνο στην παραμικρή πιθανότητα απώλειας του «άλλου», που «χάνεται» στον εαυτό του, που ζητά απ’ τον «άλλον» να επουλώσει τις πληγές, να τον «σώσει» απ’ το τυχαίο μαρτύριο, να απαντήσει στα μυστήρια του κόσμου και της ύπαρξης, του γιατί, του πώς και του πότε.Αυτό που περιγράφει η Κέιν είναι ο ίδιος ο Θεός και ο Δαίμονας, όπως συναντιούνται στο πρόσωπο του έρωτα, αφήνοντας μια ανθρώπινη ψυχή να «πεινάσει» και να «χορτάσει» ταυτόχρονα. Του έρωτα που μοιάζει με «αλήθεια» και ταυτόχρονα δε διαφέρει καθόλου από μια κοινή ψευδαίσθηση, που, στην πιο ακραία του μορφή, αποστραγγίζει και την τελευταία σταγόνα φαιάς ουσίας στο νευρικό σου σύστημα.Ο μοντέρνος έρωτας, αυτός που ζητά τα πάντα και αναιρεί τα πάντα, που μας αδειάζει και μας γεμίζει την ίδια στιγμή, που μοιάζει με «θέωση», με «σταύρωση», με «πλήρωση», με θάνατο.Άλλωστε, το ίδιο της το έργο «Cleansed» («Καθαροί πια»), που ανέβηκε το Μάιο του 1998, στηρίχθηκε στον ισχυρισμό του Ρολάν Μπαρτ, τον οποίο αφουγκράστηκε βαθιά η ποιήτρια: «Το να είσαι ερωτευμένος χωρίς ανταπόκριση, είναι σα να είσαι έγκλειστος στο Άουσβιτς».Το «Λαχταρώ» είναι ο πιο ρομαντικός μονόλογος που έχει γράψει ποτέ η Σάρα Κέιν. Και είναι ένας μονόλογος που εκφράζει πολύ άνετα, όποιον και όποια έχει τολμήσει να κάνει, έστω και μόνο μια βουτιά, στο αβέβαιο και την «παράνοια» του σύγχρονου έρωτα.
«Λαχταρώ»
«Και θέλω να παίζουμε κρυφτό και να σου δίνω τα ρούχα μου
και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου
και να κάθομαι στα σκαλιά ενώ εσύ κάνεις ντουζ
και να σου τρίβω το σβέρκο
και να σου φιλάω τα πόδια και να σε κρατάω απ’ το χέρι
και να βγαίνουμε για φαγητό
και να μη με νοιάζει που τρως το δικό μου
και να σε συναντώ στου Ρούντυ και να μιλάμε για τον καιρό
και να πληκτρολογώ τα γράμματά σου
και να κουβαλάω τα πράγματά σου
και να γελάω με την παράνοιά σου
και να σου δίνω κασέτες που δεν τις ακούς
και να βλέπουμε σπουδαίες ταινίες και να βλέπουμε άθλιες ταινίες
και να γκρινιάζουμε για το ραδιόφωνο
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι
και να σηκώνομαι για να σου φέρνω καφέ
και κουλούρια και κρουασάν
και να πηγαίνουμε στου Φλόρεντ
και να πίνουμε καφέ τα μεσάνυχτα
και να μου κλέβεις τα τσιγάρα
και ποτέ να μην μπορώ να βρω ένα σπίρτο
και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ
και να σε πηγαίνω στον οφθαλμίατρο
και να μη γελάω με τα αστεία σου
και να σε θέλω το πρωί μα να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα
και να φιλάω την πλάτη σου και να χαϊδεύω το δέρμα σου
και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου,
τα μάτια σου, τα χείλη σου,
ο λαιμός σου, το στήθος σου, ο κώλος σου
και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
μέχρι να γυρίσει σπίτι ο γείτονάς σου
και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
μέχρι εσύ να γυρίσεις σπίτι
και να ανησυχώ όταν αργείς
και να ξαφνιάζομαι όταν έρχεσαι νωρίς
και να σου δίνω ηλιοτρόπια
και να πηγαίνω στο πάρτι σου
και να χορεύω μέχρι τελικής πτώσης
και να μετανιώνω όταν κάνω λάθος
και να χαίρομαι όταν με συγχωρείς
και να κοιτάω τις φωτογραφίες σου
και να εύχομαι να σε ήξερα από πάντα
και ν’ ακούω τη φωνή σου στα αυτιά μου
και να νιώθω το δέρμα σου στο δέρμα μου
και να τρομάζω όταν θυμώνεις
και το ένα σου μάτι έχει γίνει κόκκινο
και το άλλο γαλάζιο και η χωρίστρα σου στα αριστερά
και το πρόσωπο σου σαν Κινέζου
και να σου λέω ότι είσαι πανέμορφος
και να σε αγκαλιάζω όταν αγχώνεσαι
και να σε κρατάω όταν πονάς
και να σε θέλω όταν σε μυρίζω
και να σε προσβάλλω όταν σε αγγίζω
και να κλαψουρίζω όταν είμαι δίπλα σου
και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι
και να μου τρέχουν τα σάλια στο στήθος σου
και να σε πνίγω τη νύχτα
και να κρυώνω όταν παίρνεις την κουβέρτα
και να ζεσταίνομαι όταν δεν την παίρνεις
και να λιώνω όταν χαμογελάς
και να διαλύομαι όταν γελάς
και να μην καταλαβαίνω γιατί νομίζεις ότι σε απορρίπτω
όταν δε σε απορρίπτω
και να αναρωτιέμαι πως σου πέρασε απ’ το μυαλό
ότι θα μπορούσα
ποτέ να σ’ απορρίψω
και να αναρωτιέμαι ποιος είσαι
αλλά να σε δέχομαι ούτως ή άλλως
και να σου λέω για το μαγεμένο ξωτικό του δάσους
που διέσχισε πετώντας τον ωκεανό επειδή σε αγαπούσε
και να σου γράφω ποιήματα
και να αναρωτιέμαι γιατί δε με πιστεύεις
και να αισθάνομαι κάτι τόσο βαθύ
που να μη βρίσκω λόγια να το περιγράψω
και να θέλω να σου αγοράσω ένα γατάκι
το οποίο θα ζηλεύω επειδή θα το προσέχεις περισσότερο από μένα
και να σε κρατάω στο κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις
και να κλαίω σα μικρό παιδί όταν τελικά το κάνεις
και να διώχνω τις κατσαρίδες
και να σου αγοράζω δώρα που δε θέλεις
και να τα παίρνω πάλι πίσω
και να σου ζητάω να με παντρευτείς
και να λες πάλι όχι
αλλά να συνεχίζω να στο ζητάω
επειδή αν και νομίζεις ότι δεν το εννοώ
πάντα το εννοούσα από την πρώτη φορά που στο ζήτησα
και να περιπλανιέμαι στην πόλη
με τη σκέψη πως είναι άδεια χωρίς εσένα
και να θέλω ό,τι θέλεις
και να νομίζω ότι χάνω τον εαυτό μου
αλλά να ξέρω πως είμαι ασφαλής μαζί σου
και να σου λέω για τη χειρότερη πλευρά μου
και να προσπαθώ να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου
επειδή δεν αξίζεις τίποτα λιγότερο
και να απαντάω στις ερωτήσεις σου
όταν θα προτιμούσα να μην το κάνω
και να σου λέω την αλήθεια
όταν στην πραγματικότητα δεν το θέλω
και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής
επειδή ξέρω ότι το προτιμάς
και να νομίζω ότι όλα έχουν τελειώσει
αλλά να κρατιέμαι για δέκα λεπτά ακόμα
πριν με πετάξεις έξω από τη ζωή σου και ξεχάσω ποια είμαι
και να προσπαθώ να σε πλησιάσω
επειδή είναι όμορφα να σε μαθαίνω και αξίζει τον κόπο
και να σου μιλάω κακά γερμανικά και εβραϊκά χειρότερα
και να σου κάνω έρωτα στις τρεις το πρωί
και κάπως
με κάποιο τρόπο
να σου εκφράζω έστω και λίγο
τον ακάθεκτο
τον ακατάλυτο
τον ακατάσβεστο
τον μεταρσιωτικό
τον ψυχαναλυτικό
τον άνευ όρων
τον τα πάντα πληρούντα
τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ερωτά μου για σένα».
Το «Λαχταρώ» («Crave») είναι το προτελευταίο ποίημα που έγραψε το 1998, λίγο πριν την αυτοκτονία της το 1999. Το έργο αυτό αποτελεί ορόσημο στη δραματουργική της πορεία και είναι αδιαμφισβήτητα ένα απ’ τα κορυφαία ποιήματα και θεατρικά έργα του 20ου αιώνα, το οποίο ανέβηκε το 1998, σε μια εποχή που η ίδια είχε χάσει την πίστη της στην αγάπη.Πρόκειται για ένα διάλογο τεσσάρων ατόμων, τεσσάρων φωνών, τεσσάρων ψυχών, χωρίς καμία σκηνική βία και οδηγία. Το έργο αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά μια απόπειρα αναζήτησης μιας νέας δραματικής φόρμας, την οποία ο καθένας μπορεί να διαβάσει και να δει με διαφορετικό τρόπο.Είναι ποίημα μεγάλο, ένα ποίημα λυρικό, στο οποίο «κραυγάζουν» οι εσωτερικές δονήσεις της Σάρα Κέιν για τον έρωτα και περιγράφουν με τραγική ειρωνεία την επερχόμενη κατάρρευσή της. Το «Λαχταρώ» είναι μια σύγχρονη «ωδή» στον έρωτα, σ’ αυτό το τόσο υπέροχο όσο και καταστροφικό συναίσθημα, που απ’ τη μία μας τσακίζει απ’ την κορυφή ως τα νύχια και απ’ την άλλη μας προσφέρει μια διέξοδο απ’ την «κόλαση» της λογικής και του εφικτού.Το έργο αυτό εκφράζει, με εκπληκτικό τρόπο, το τοπίο του μοντέρνου έρωτα. Του έρωτα που αναζητά όλες τις απαντήσεις στο πρόσωπο του «άλλου», που τρέμει απο φόβο μόνο στην παραμικρή πιθανότητα απώλειας του «άλλου», που «χάνεται» στον εαυτό του, που ζητά απ’ τον «άλλον» να επουλώσει τις πληγές, να τον «σώσει» απ’ το τυχαίο μαρτύριο, να απαντήσει στα μυστήρια του κόσμου και της ύπαρξης, του γιατί, του πώς και του πότε.Αυτό που περιγράφει η Κέιν είναι ο ίδιος ο Θεός και ο Δαίμονας, όπως συναντιούνται στο πρόσωπο του έρωτα, αφήνοντας μια ανθρώπινη ψυχή να «πεινάσει» και να «χορτάσει» ταυτόχρονα. Του έρωτα που μοιάζει με «αλήθεια» και ταυτόχρονα δε διαφέρει καθόλου από μια κοινή ψευδαίσθηση, που, στην πιο ακραία του μορφή, αποστραγγίζει και την τελευταία σταγόνα φαιάς ουσίας στο νευρικό σου σύστημα.Ο μοντέρνος έρωτας, αυτός που ζητά τα πάντα και αναιρεί τα πάντα, που μας αδειάζει και μας γεμίζει την ίδια στιγμή, που μοιάζει με «θέωση», με «σταύρωση», με «πλήρωση», με θάνατο.Άλλωστε, το ίδιο της το έργο «Cleansed» («Καθαροί πια»), που ανέβηκε το Μάιο του 1998, στηρίχθηκε στον ισχυρισμό του Ρολάν Μπαρτ, τον οποίο αφουγκράστηκε βαθιά η ποιήτρια: «Το να είσαι ερωτευμένος χωρίς ανταπόκριση, είναι σα να είσαι έγκλειστος στο Άουσβιτς».Το «Λαχταρώ» είναι ο πιο ρομαντικός μονόλογος που έχει γράψει ποτέ η Σάρα Κέιν. Και είναι ένας μονόλογος που εκφράζει πολύ άνετα, όποιον και όποια έχει τολμήσει να κάνει, έστω και μόνο μια βουτιά, στο αβέβαιο και την «παράνοια» του σύγχρονου έρωτα.
«Λαχταρώ»
«Και θέλω να παίζουμε κρυφτό και να σου δίνω τα ρούχα μου
και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου
και να κάθομαι στα σκαλιά ενώ εσύ κάνεις ντουζ
και να σου τρίβω το σβέρκο
και να σου φιλάω τα πόδια και να σε κρατάω απ’ το χέρι
και να βγαίνουμε για φαγητό
και να μη με νοιάζει που τρως το δικό μου
και να σε συναντώ στου Ρούντυ και να μιλάμε για τον καιρό
και να πληκτρολογώ τα γράμματά σου
και να κουβαλάω τα πράγματά σου
και να γελάω με την παράνοιά σου
και να σου δίνω κασέτες που δεν τις ακούς
και να βλέπουμε σπουδαίες ταινίες και να βλέπουμε άθλιες ταινίες
και να γκρινιάζουμε για το ραδιόφωνο
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι
και να σηκώνομαι για να σου φέρνω καφέ
και κουλούρια και κρουασάν
και να πηγαίνουμε στου Φλόρεντ
και να πίνουμε καφέ τα μεσάνυχτα
και να μου κλέβεις τα τσιγάρα
και ποτέ να μην μπορώ να βρω ένα σπίρτο
και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ
και να σε πηγαίνω στον οφθαλμίατρο
και να μη γελάω με τα αστεία σου
και να σε θέλω το πρωί μα να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα
και να φιλάω την πλάτη σου και να χαϊδεύω το δέρμα σου
και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου,
τα μάτια σου, τα χείλη σου,
ο λαιμός σου, το στήθος σου, ο κώλος σου
και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
μέχρι να γυρίσει σπίτι ο γείτονάς σου
και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
μέχρι εσύ να γυρίσεις σπίτι
και να ανησυχώ όταν αργείς
και να ξαφνιάζομαι όταν έρχεσαι νωρίς
και να σου δίνω ηλιοτρόπια
και να πηγαίνω στο πάρτι σου
και να χορεύω μέχρι τελικής πτώσης
και να μετανιώνω όταν κάνω λάθος
και να χαίρομαι όταν με συγχωρείς
και να κοιτάω τις φωτογραφίες σου
και να εύχομαι να σε ήξερα από πάντα
και ν’ ακούω τη φωνή σου στα αυτιά μου
και να νιώθω το δέρμα σου στο δέρμα μου
και να τρομάζω όταν θυμώνεις
και το ένα σου μάτι έχει γίνει κόκκινο
και το άλλο γαλάζιο και η χωρίστρα σου στα αριστερά
και το πρόσωπο σου σαν Κινέζου
και να σου λέω ότι είσαι πανέμορφος
και να σε αγκαλιάζω όταν αγχώνεσαι
και να σε κρατάω όταν πονάς
και να σε θέλω όταν σε μυρίζω
και να σε προσβάλλω όταν σε αγγίζω
και να κλαψουρίζω όταν είμαι δίπλα σου
και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι
και να μου τρέχουν τα σάλια στο στήθος σου
και να σε πνίγω τη νύχτα
και να κρυώνω όταν παίρνεις την κουβέρτα
και να ζεσταίνομαι όταν δεν την παίρνεις
και να λιώνω όταν χαμογελάς
και να διαλύομαι όταν γελάς
και να μην καταλαβαίνω γιατί νομίζεις ότι σε απορρίπτω
όταν δε σε απορρίπτω
και να αναρωτιέμαι πως σου πέρασε απ’ το μυαλό
ότι θα μπορούσα
ποτέ να σ’ απορρίψω
και να αναρωτιέμαι ποιος είσαι
αλλά να σε δέχομαι ούτως ή άλλως
και να σου λέω για το μαγεμένο ξωτικό του δάσους
που διέσχισε πετώντας τον ωκεανό επειδή σε αγαπούσε
και να σου γράφω ποιήματα
και να αναρωτιέμαι γιατί δε με πιστεύεις
και να αισθάνομαι κάτι τόσο βαθύ
που να μη βρίσκω λόγια να το περιγράψω
και να θέλω να σου αγοράσω ένα γατάκι
το οποίο θα ζηλεύω επειδή θα το προσέχεις περισσότερο από μένα
και να σε κρατάω στο κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις
και να κλαίω σα μικρό παιδί όταν τελικά το κάνεις
και να διώχνω τις κατσαρίδες
και να σου αγοράζω δώρα που δε θέλεις
και να τα παίρνω πάλι πίσω
και να σου ζητάω να με παντρευτείς
και να λες πάλι όχι
αλλά να συνεχίζω να στο ζητάω
επειδή αν και νομίζεις ότι δεν το εννοώ
πάντα το εννοούσα από την πρώτη φορά που στο ζήτησα
και να περιπλανιέμαι στην πόλη
με τη σκέψη πως είναι άδεια χωρίς εσένα
και να θέλω ό,τι θέλεις
και να νομίζω ότι χάνω τον εαυτό μου
αλλά να ξέρω πως είμαι ασφαλής μαζί σου
και να σου λέω για τη χειρότερη πλευρά μου
και να προσπαθώ να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου
επειδή δεν αξίζεις τίποτα λιγότερο
και να απαντάω στις ερωτήσεις σου
όταν θα προτιμούσα να μην το κάνω
και να σου λέω την αλήθεια
όταν στην πραγματικότητα δεν το θέλω
και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής
επειδή ξέρω ότι το προτιμάς
και να νομίζω ότι όλα έχουν τελειώσει
αλλά να κρατιέμαι για δέκα λεπτά ακόμα
πριν με πετάξεις έξω από τη ζωή σου και ξεχάσω ποια είμαι
και να προσπαθώ να σε πλησιάσω
επειδή είναι όμορφα να σε μαθαίνω και αξίζει τον κόπο
και να σου μιλάω κακά γερμανικά και εβραϊκά χειρότερα
και να σου κάνω έρωτα στις τρεις το πρωί
και κάπως
με κάποιο τρόπο
να σου εκφράζω έστω και λίγο
τον ακάθεκτο
τον ακατάλυτο
τον ακατάσβεστο
τον μεταρσιωτικό
τον ψυχαναλυτικό
τον άνευ όρων
τον τα πάντα πληρούντα
τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ερωτά μου για σένα».