Για να κατανοήσουμε από πού προήλθε το ιταλικό γουέστερν, θα πρέπει πρώτα να καταλάβουμε που βρισκόταν το αμερικανικό γουέστερν. Από τη δεκαετία του 1930 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960, τα γουέστερν ήταν ένα από τα πιο ανθεκτικά είδη του αμερικανικού κινηματογράφου. Στούντιο, μικρά και μεγάλα, έβγαζαν και από μία τέτοια ταινία κάθε εβδομάδα. Όμως, έως τα τέλη της δεκαετίας του ’50, είχε γίνει η μετάβαση στην τηλεόραση, και με τόσες ταινίες γουέστερν δωρεάν στο σπίτι, τα στούντιο παραγωγής άρχισαν να σταματούν την δημιουργία τους. Όμως, τα γουέστερν ήταν ακόμα δημοφιλή στην Ευρώπη και καθώς δεν ήταν ευρέως διαθέσιμη εκεί η τηλεόραση, υπήρχε ένα κενό που έπρεπε να συμπληρωθεί. Και έτσι εμφανίστηκαν οι Ιταλοί σκηνοθέτες.
Δίνοντας σημασία στη στυλιζαρισμένη εικονογράφηση της βίας σε συνδυασμό με τη μουσική, το spaghetti western παραποίησε την εικόνα του αρχετυπικού μύθου του Φαρ Ουέστ την οποία είχε δημιουργήσει το πατροπαράδοτο αμερικανικό γουέστερν.
Τα στούντιο της Cinecitta και ο ιταλικός κινηματογράφος
Ο ιταλικός κινηματογράφος βρήκε τον δρόμο του προς την Αμερική - πριν τα γουέστερν γίνουν art-house βίντατζ ταινίες – με ταινίες νέο-ρεαλισμού καθώς και φιλμ των Παζολίνι, Βισκόντι και Φελίνι. Όμως αυτοί οι σκηνοθέτες ήταν δημοφιλείς στο βόρειο μισό της χώρας. Στη Ρώμη, στα φημισμένα στούντιο της Cinecitta, ήθελαν λιγότερο τέχνη και περισσότερη εμπορική επιτυχία. Το στούντιο παρήγαγε περίπου 200 ταινίες το χρόνο, οι περισσότερες από τις οποίες μιμούντο τα αμερικανικά φιλμ για τα οποία διψούσαν οι Ιταλοί (οι Ιταλοί σκηνοθέτες συχνά χρησιμοποιούσαν δυτικά ψευδώνυμα, όχι για να κοροϊδέψουν τους Αμερικανούς, αλλά τους Ιταλούς θεατές). Το ιταλικό είδος κινηματογράφου είχε την τάση να κάνει κύκλους, με μία επιτυχία ή στιλ ταινίας να γνωρίζει πολλές «αντιγραφές» μέχρις ότου το κοινό το βαριόταν και προχωρούσαν για το επόμενο. Στα τέλη του ’50 και αρχές της δεκαετίας του ΄60, οι Ιταλοί σκηνοθέτες εξάντλησαν τις ιστορίες με τον Ηρακλή και ταινίες με μονομάχους. Τη δεκαετία του ’70 άρχισαν να παράγουν giallo και poliziottesco (αστυνομικές ταινίες με εγκλήματα) ταινίες με τη χούφτα. Αλλά στο ενδιάμεσο, έκαναν γουέστερν.
Σέρτζιο Λεόνε
Ο πρώτος σκηνοθέτης που έκανε μεγάλη επιτυχία και καθόρισε το πρότυπο των σπαγγέτι γουέστερν ήταν ο Σέρτζιο Λεόνε. Εμπνευσμένος από το φιλμ του Κουροσάβα Γιοζίμπο, συνέγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία Για Μια Χούφτα Δολάρια (αρχικός τίτλος: The Magnificent Stranger), ένα χαμηλού προϋπολογισμού (200.000 δολάρια) γουέστερν που κατέκτησε τους πάντες όταν προβλήθηκε το 1964. Στους αμερικανικούς κινηματογράφους προβλήθηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1967, λόγω μίας διαμάχης περί πνευματικών δικαιωμάτων με τον Κουροσάβα (η οποία λύθηκε με ένα σημαντικό μέρος των κερδών της ταινίας). Εως τότε, ο Λεόνε είχε κάνει ήδη δύο σίκουελ, το Μονομαχία στο Ελ Πάσο και το Ο Καλός, Ο Κακός Και Ο Άσχημος. Μαζί, αυτά τα εμβληματικά γουέστερν θα γινόντουσαν γνωστά ως The Man With No Name Trilogy.
Ο ιταλικός κινηματογράφος βρήκε τον δρόμο του προς την Αμερική - πριν τα γουέστερν γίνουν art-house βίντατζ ταινίες – με ταινίες νέο-ρεαλισμού καθώς και φιλμ των Παζολίνι, Βισκόντι και Φελίνι. Όμως αυτοί οι σκηνοθέτες ήταν δημοφιλείς στο βόρειο μισό της χώρας. Στη Ρώμη, στα φημισμένα στούντιο της Cinecitta, ήθελαν λιγότερο τέχνη και περισσότερη εμπορική επιτυχία. Το στούντιο παρήγαγε περίπου 200 ταινίες το χρόνο, οι περισσότερες από τις οποίες μιμούντο τα αμερικανικά φιλμ για τα οποία διψούσαν οι Ιταλοί (οι Ιταλοί σκηνοθέτες συχνά χρησιμοποιούσαν δυτικά ψευδώνυμα, όχι για να κοροϊδέψουν τους Αμερικανούς, αλλά τους Ιταλούς θεατές). Το ιταλικό είδος κινηματογράφου είχε την τάση να κάνει κύκλους, με μία επιτυχία ή στιλ ταινίας να γνωρίζει πολλές «αντιγραφές» μέχρις ότου το κοινό το βαριόταν και προχωρούσαν για το επόμενο. Στα τέλη του ’50 και αρχές της δεκαετίας του ΄60, οι Ιταλοί σκηνοθέτες εξάντλησαν τις ιστορίες με τον Ηρακλή και ταινίες με μονομάχους. Τη δεκαετία του ’70 άρχισαν να παράγουν giallo και poliziottesco (αστυνομικές ταινίες με εγκλήματα) ταινίες με τη χούφτα. Αλλά στο ενδιάμεσο, έκαναν γουέστερν.
Σέρτζιο Λεόνε
Ο πρώτος σκηνοθέτης που έκανε μεγάλη επιτυχία και καθόρισε το πρότυπο των σπαγγέτι γουέστερν ήταν ο Σέρτζιο Λεόνε. Εμπνευσμένος από το φιλμ του Κουροσάβα Γιοζίμπο, συνέγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία Για Μια Χούφτα Δολάρια (αρχικός τίτλος: The Magnificent Stranger), ένα χαμηλού προϋπολογισμού (200.000 δολάρια) γουέστερν που κατέκτησε τους πάντες όταν προβλήθηκε το 1964. Στους αμερικανικούς κινηματογράφους προβλήθηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1967, λόγω μίας διαμάχης περί πνευματικών δικαιωμάτων με τον Κουροσάβα (η οποία λύθηκε με ένα σημαντικό μέρος των κερδών της ταινίας). Εως τότε, ο Λεόνε είχε κάνει ήδη δύο σίκουελ, το Μονομαχία στο Ελ Πάσο και το Ο Καλός, Ο Κακός Και Ο Άσχημος. Μαζί, αυτά τα εμβληματικά γουέστερν θα γινόντουσαν γνωστά ως The Man With No Name Trilogy.
Ένα διεθνές ζήτημα
Ο Λεόνε ήθελε τον Χένρι Φόντα, Τζέιμς Κόμπερν ή τον Τσαρλς Μπρόνσον στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας Για Μια Χούφτα Δολάρια, όμως και οι τρεις ηθοποιοί (ή καλύτερα οι ατζέντηδές τους) δεν καταδέχθηκαν τα 15.000 δολάρια που προσέφερε. Τότε είδε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς γουέστερν Rawhide και προσέφερε τον ρόλο στον Κλιντ Ίστγουντ. Ο Ίστγουντ δεν είχε τίποτα να χάσει – το συμβόλαιό του στη σειρά του απαγόρευε να παίξει σε αμερικανικές ταινίες κατά τη διάρκεια του διαλείμματος των γυρισμάτων το καλοκαίρι, οπότε μπήκε σε ένα αεροπλάνο, πήγε στην Ιταλία και έκανε την ταινία. Ο συνδυασμός ηθοποιών από διαφορετικές χώρες θα γινόταν κάτι το σύνηθες στα ιταλικά γουέστερν. Συχνά οι παραγωγοί θα προσλάμβαναν ηθοποιούς διαφορετικών εθνικοτήτων για να βοηθηθούν και οι ταινίες καθώς θα προβαλλόντουσαν σε διαφορετικές χώρες πιο εύκολα. Το εμπόδιο της γλώσσας δεν ήταν θέμα – οι ταινίες γυριζόντουσαν χωρίς ήχο και ο διάλογος έμπαινε αργότερα, ανάλογα το πού θα προβαλλόταν η ταινία. Ο Ίστγουντ έγινε ο πρώτος σούπερ-σταρ των σπαγγέτι γουέστερν, ενώ τον ακολούθησαν ο Αμερικανός Λι Βαν Κλιφ και οι Ιταλοί Φράνκο Νέρο και Τέρενς Χιλ.
Το πρώτο κύμα: δράση και μυθολογία
Όταν η ταινία Για Μια Χούφτα Δολάρια έγινε επιτυχία, η ιταλική κινηματογραφική μηχανή έπιασε μεγάλες ταχύτητες, παράγοντας πάνω από 100 γουέστερν το χρόνο. Οι ταινίες είχαν ως κύρια γνωρίσματα την widescreen κινηματογράφηση και την συνεχόμενη δράση. Αρχικά, ο πρωταγωνιστής των σπαγγέτι γουέστερν ήταν ένας μοναχικός/παρίας στο στιλ του Ιστγουντ – όχι ένας κλασικός τύπος στιλ Τζον Γουέιν, το «καλό παιδί» με το λευκό καπέλο, αλλά ένας ηθικά «εύκαμπτος» τύπος, πιο απρόβλεπτος και κυνικός. Αυτή δεν ήταν η μοναδική απόκλιση από τα κλασικά γουέστερν. Οι Ιταλοί σκηνοθέτες πήραν τα γνωρίσματα των αμερικανικών γουέστερν και τα παρουσίασαν στη μεγαλύτερη υπερβολή τους, με εκκεντρικούς κακοποιούς, υπερβολική βία και οπερετική μουσική.
Ο Λεόνε ήθελε τον Χένρι Φόντα, Τζέιμς Κόμπερν ή τον Τσαρλς Μπρόνσον στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας Για Μια Χούφτα Δολάρια, όμως και οι τρεις ηθοποιοί (ή καλύτερα οι ατζέντηδές τους) δεν καταδέχθηκαν τα 15.000 δολάρια που προσέφερε. Τότε είδε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς γουέστερν Rawhide και προσέφερε τον ρόλο στον Κλιντ Ίστγουντ. Ο Ίστγουντ δεν είχε τίποτα να χάσει – το συμβόλαιό του στη σειρά του απαγόρευε να παίξει σε αμερικανικές ταινίες κατά τη διάρκεια του διαλείμματος των γυρισμάτων το καλοκαίρι, οπότε μπήκε σε ένα αεροπλάνο, πήγε στην Ιταλία και έκανε την ταινία. Ο συνδυασμός ηθοποιών από διαφορετικές χώρες θα γινόταν κάτι το σύνηθες στα ιταλικά γουέστερν. Συχνά οι παραγωγοί θα προσλάμβαναν ηθοποιούς διαφορετικών εθνικοτήτων για να βοηθηθούν και οι ταινίες καθώς θα προβαλλόντουσαν σε διαφορετικές χώρες πιο εύκολα. Το εμπόδιο της γλώσσας δεν ήταν θέμα – οι ταινίες γυριζόντουσαν χωρίς ήχο και ο διάλογος έμπαινε αργότερα, ανάλογα το πού θα προβαλλόταν η ταινία. Ο Ίστγουντ έγινε ο πρώτος σούπερ-σταρ των σπαγγέτι γουέστερν, ενώ τον ακολούθησαν ο Αμερικανός Λι Βαν Κλιφ και οι Ιταλοί Φράνκο Νέρο και Τέρενς Χιλ.
Το πρώτο κύμα: δράση και μυθολογία
Όταν η ταινία Για Μια Χούφτα Δολάρια έγινε επιτυχία, η ιταλική κινηματογραφική μηχανή έπιασε μεγάλες ταχύτητες, παράγοντας πάνω από 100 γουέστερν το χρόνο. Οι ταινίες είχαν ως κύρια γνωρίσματα την widescreen κινηματογράφηση και την συνεχόμενη δράση. Αρχικά, ο πρωταγωνιστής των σπαγγέτι γουέστερν ήταν ένας μοναχικός/παρίας στο στιλ του Ιστγουντ – όχι ένας κλασικός τύπος στιλ Τζον Γουέιν, το «καλό παιδί» με το λευκό καπέλο, αλλά ένας ηθικά «εύκαμπτος» τύπος, πιο απρόβλεπτος και κυνικός. Αυτή δεν ήταν η μοναδική απόκλιση από τα κλασικά γουέστερν. Οι Ιταλοί σκηνοθέτες πήραν τα γνωρίσματα των αμερικανικών γουέστερν και τα παρουσίασαν στη μεγαλύτερη υπερβολή τους, με εκκεντρικούς κακοποιούς, υπερβολική βία και οπερετική μουσική.
Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος (Il Buono, il Brutto, il Cattivo, 1966) Σκηνοθεσία: Σέρτζιο Λεόνε. Παίζουν: Κλιντ Ίστγουντ, Λι βαν Κλιφ, Ιλάι Γουάλας.
Ίσως το πιο διάσημο σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, που φυσικά κορυφώνεται με την πιο θρυλική μονομαχία που έλαβε χώρα στο σελιλόιντ. Με φόντο το νεκροταφείο, ο Λεόνε εναλλάσσει τα πλάνα του επιλέγοντας να κινηθεί από τα πανοραμίκ πλάνα σε μεσαία, γκρο και close up, μοντάρει στην ηχητική μπάντα το υπογείως ειρωνικό μουσικό σχόλιο του Ένιο Μορικόνε με τους κρωγμούς των κορακιών και αλλάζει νευρικά γωνίες λήψης (ταυτίζοντας το υποκειμενικό με το αντικειμενικό βλέμμα), ενορχηστρώνοντας έτσι ένα μακάβριο χορό θανάτου ανάμεσα σε τρεις καιροσκόπους, που απλώς ανέχονται τα της ιστορίας του καιρού τους χωρίς να παρεμβαίνουν και να επεμβαίνουν. Το τοπίο είναι εμπνευσμένο από τη μυθολογία της Μεσογείου, το πέτρινο αλώνι είναι το τυπικό πεδίο της μονομαχίας, τα πρόσωπα των τριών χαρτογραφούν τη σκληρότητα του κόσμου και ο Λεόνε συνθέτει ένα άφταστο σκηνικό κοσμικού σαρκασμού.
Ίσως το πιο διάσημο σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, που φυσικά κορυφώνεται με την πιο θρυλική μονομαχία που έλαβε χώρα στο σελιλόιντ. Με φόντο το νεκροταφείο, ο Λεόνε εναλλάσσει τα πλάνα του επιλέγοντας να κινηθεί από τα πανοραμίκ πλάνα σε μεσαία, γκρο και close up, μοντάρει στην ηχητική μπάντα το υπογείως ειρωνικό μουσικό σχόλιο του Ένιο Μορικόνε με τους κρωγμούς των κορακιών και αλλάζει νευρικά γωνίες λήψης (ταυτίζοντας το υποκειμενικό με το αντικειμενικό βλέμμα), ενορχηστρώνοντας έτσι ένα μακάβριο χορό θανάτου ανάμεσα σε τρεις καιροσκόπους, που απλώς ανέχονται τα της ιστορίας του καιρού τους χωρίς να παρεμβαίνουν και να επεμβαίνουν. Το τοπίο είναι εμπνευσμένο από τη μυθολογία της Μεσογείου, το πέτρινο αλώνι είναι το τυπικό πεδίο της μονομαχίας, τα πρόσωπα των τριών χαρτογραφούν τη σκληρότητα του κόσμου και ο Λεόνε συνθέτει ένα άφταστο σκηνικό κοσμικού σαρκασμού.
Eννιο Μορικόνε
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μουσικής δημιουργήθηκε από τον μεγάλο – και παραγωγικό – Ιταλό συνθέτη Εννιο Μορικόνε, που έγραψε και το σάουντρακ της τριλογίας του Σέρτζιο Λεόνε (συμπεριλαμβανομένου και το διάσημου κομματιού με το σφύριγμα στο Ο Καλός, Ο Κακός Και Ο Άσχημος) αλλά και για την επόμενη επιτυχία του Λεόνε Κάποτε Στη Δύση, όπως επίσης και για κλασικά ιταλικά γουέστερν όπως τα Ο Θάνατος Ιππεύει σ’ ένα Αλογο, Ένα Πιστόλι για τον Ρίνγκο, Tepapa και A Bullet for the General. Αργότερα θα έγραφε μουσική για τα γουέστερν του Σέρτζιο Σολίμα, αλλά και για ταινίες του Σέρτζιο Κορμπούτσι όπως οι The Mercenary, Navajo Joe και Ο εκδικητής του διαβόλου.
Σέρτζιο Κορμπούτσι
Ο Σέρτζιο Κορμπούτσι έκανε τη δεύτερη μεγάλη επιτυχία στο χώρο του σπαγγέτι γουέστερν με το Django, ένα σκοτεινό, αιματηρό φιλμ με τον Φράνκο Νέρο στον ομώνυμο ρόλο. Κρίθηκε ακατάλληλο για ανηλίκους, με τη διαμάχη που ξέσπασε για τη βία που είχε η ταινία να επικεντρώνεται σε μία αποτρόπαια σκηνή στην οποία το αυτί ενός χαρακτήρα κόβεται. Σας ακούγεται γνωστό; Ναι, ο Κουέντιν Ταραντίνο ήταν θαυμαστής του Django πριν ακόμα δημιουργήσει το Django Unchained.
Το δεύτερο κύμα: πολιτική
Καθώς η παγκόσμια πολιτική σκηνή γινόταν όλο και πιο περίπλοκη γύρω στο 1967 και 1968, παρόμοια υπό-θέματα ή ολόκληρες πλοκές άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και στα ιταλικά γουέστερν. Ο μοναχικός ήρωας είχε φύγει, τα κολεκτιβιστικά θέματα είχαν έλθει. Πολλές ταινίες είχαν ως βάση τις μάχες στα σύνορα μεταξύ Μεξικού και Ηνωμένων Πολιτειών (κάτι που οδήγησε και στο «είδος» του Ζαπάτα γούεστερν). Ένα από τα πιο δημοφιλή γουέστερν του δεύτερου αυτού κύματος ήταν η ταινία A Bullet for the General, η ιστορία του Νταμιάνο Νταμιάνι. Αυτές οι ταινίες ήταν επίσης και ο τομέας του τελευταίου των τριών Σέρτζιο, του Σέρτζιο Σολίμα, ο οποίος σκηνοθέτησε τον χαρισματικό Τόμας Μίλιαν στην τριλογία The Big Gundown, The Mercenary και Run Man Run!
Το τρίτο κύμα: παρωδία
Καθώς το σπαγγέτι γουέστερν άρχιζε να «ξεθωριάζει», οι σκηνοθέτες δοκίμασαν διάφορα τεχνάσματα – έναν τυφλό ήρωα (Birdman), ένα mashup σπαγγέτι γουέστερν και πολεμικών τεχνών (Shanghai Joe), ένα σπαγγέτι γουέστερν μιούζικαλ (Crazy Westerners) – και ακραία βία (όπως στην ταινία του Giulio Questi, Django Kill!). Στο τέλος ξεκίνησαν να φτιάχνουν διάφορες παρωδίες, με πιο γνωστή την σειρά Trinity του Enzo Barboni (με πρώτη την ταινία They Call me Trinity, το 1970), στην οποία έπαιζε ο Τέρενς Χιλ ως ένας «χονδροειδής» πιστολέρο και ο Μπαντ Σπένσερ. Οι ταινίες της σειράς έγιναν εμπορικές επιτυχίες, αλλά βούλιαξαν το είδος, με το ενδιαφέρον του κοινού να στέφεται αλλού.
Κληρονομιά
Οι φόροι τιμής στα σπαγγέτι γουέστερν τα τελευταία χρόνια υπήρξαν άφθονοι – όχι μόνο το Django Unchained του Ταραντίνο (και το Kill Bill Vol. 2 ), αλλά και με το Sukiyaki Western Django του Τακάσι Μίκε και την τριλογία Mariachi του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ. Όμως η μεγαλύτερη επιρροή του υπό-είδους φαίνεται γενικά στον κινηματογράφο δράσης. Ο Ίστγουντ έφερε στις αμερικανικές ταινίες του την ιδέα ενός κυνικού μοναχικού τύπου, συχνά με ένα λακωνικό χαμόγελο που λέει εξυπνάδες και ευφυολογήματα. Και αυτό έγινε το μοντέλο όχι μόνο για τις δικές του ταινίες αλλά και για αυτές των Σταλόνε, Σβατζενέγκερ, Μπρους Γουίλις, Γουίλ Σμιθ και πολλών άλλων.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μουσικής δημιουργήθηκε από τον μεγάλο – και παραγωγικό – Ιταλό συνθέτη Εννιο Μορικόνε, που έγραψε και το σάουντρακ της τριλογίας του Σέρτζιο Λεόνε (συμπεριλαμβανομένου και το διάσημου κομματιού με το σφύριγμα στο Ο Καλός, Ο Κακός Και Ο Άσχημος) αλλά και για την επόμενη επιτυχία του Λεόνε Κάποτε Στη Δύση, όπως επίσης και για κλασικά ιταλικά γουέστερν όπως τα Ο Θάνατος Ιππεύει σ’ ένα Αλογο, Ένα Πιστόλι για τον Ρίνγκο, Tepapa και A Bullet for the General. Αργότερα θα έγραφε μουσική για τα γουέστερν του Σέρτζιο Σολίμα, αλλά και για ταινίες του Σέρτζιο Κορμπούτσι όπως οι The Mercenary, Navajo Joe και Ο εκδικητής του διαβόλου.
Σέρτζιο Κορμπούτσι
Ο Σέρτζιο Κορμπούτσι έκανε τη δεύτερη μεγάλη επιτυχία στο χώρο του σπαγγέτι γουέστερν με το Django, ένα σκοτεινό, αιματηρό φιλμ με τον Φράνκο Νέρο στον ομώνυμο ρόλο. Κρίθηκε ακατάλληλο για ανηλίκους, με τη διαμάχη που ξέσπασε για τη βία που είχε η ταινία να επικεντρώνεται σε μία αποτρόπαια σκηνή στην οποία το αυτί ενός χαρακτήρα κόβεται. Σας ακούγεται γνωστό; Ναι, ο Κουέντιν Ταραντίνο ήταν θαυμαστής του Django πριν ακόμα δημιουργήσει το Django Unchained.
Το δεύτερο κύμα: πολιτική
Καθώς η παγκόσμια πολιτική σκηνή γινόταν όλο και πιο περίπλοκη γύρω στο 1967 και 1968, παρόμοια υπό-θέματα ή ολόκληρες πλοκές άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και στα ιταλικά γουέστερν. Ο μοναχικός ήρωας είχε φύγει, τα κολεκτιβιστικά θέματα είχαν έλθει. Πολλές ταινίες είχαν ως βάση τις μάχες στα σύνορα μεταξύ Μεξικού και Ηνωμένων Πολιτειών (κάτι που οδήγησε και στο «είδος» του Ζαπάτα γούεστερν). Ένα από τα πιο δημοφιλή γουέστερν του δεύτερου αυτού κύματος ήταν η ταινία A Bullet for the General, η ιστορία του Νταμιάνο Νταμιάνι. Αυτές οι ταινίες ήταν επίσης και ο τομέας του τελευταίου των τριών Σέρτζιο, του Σέρτζιο Σολίμα, ο οποίος σκηνοθέτησε τον χαρισματικό Τόμας Μίλιαν στην τριλογία The Big Gundown, The Mercenary και Run Man Run!
Το τρίτο κύμα: παρωδία
Καθώς το σπαγγέτι γουέστερν άρχιζε να «ξεθωριάζει», οι σκηνοθέτες δοκίμασαν διάφορα τεχνάσματα – έναν τυφλό ήρωα (Birdman), ένα mashup σπαγγέτι γουέστερν και πολεμικών τεχνών (Shanghai Joe), ένα σπαγγέτι γουέστερν μιούζικαλ (Crazy Westerners) – και ακραία βία (όπως στην ταινία του Giulio Questi, Django Kill!). Στο τέλος ξεκίνησαν να φτιάχνουν διάφορες παρωδίες, με πιο γνωστή την σειρά Trinity του Enzo Barboni (με πρώτη την ταινία They Call me Trinity, το 1970), στην οποία έπαιζε ο Τέρενς Χιλ ως ένας «χονδροειδής» πιστολέρο και ο Μπαντ Σπένσερ. Οι ταινίες της σειράς έγιναν εμπορικές επιτυχίες, αλλά βούλιαξαν το είδος, με το ενδιαφέρον του κοινού να στέφεται αλλού.
Κληρονομιά
Οι φόροι τιμής στα σπαγγέτι γουέστερν τα τελευταία χρόνια υπήρξαν άφθονοι – όχι μόνο το Django Unchained του Ταραντίνο (και το Kill Bill Vol. 2 ), αλλά και με το Sukiyaki Western Django του Τακάσι Μίκε και την τριλογία Mariachi του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ. Όμως η μεγαλύτερη επιρροή του υπό-είδους φαίνεται γενικά στον κινηματογράφο δράσης. Ο Ίστγουντ έφερε στις αμερικανικές ταινίες του την ιδέα ενός κυνικού μοναχικού τύπου, συχνά με ένα λακωνικό χαμόγελο που λέει εξυπνάδες και ευφυολογήματα. Και αυτό έγινε το μοντέλο όχι μόνο για τις δικές του ταινίες αλλά και για αυτές των Σταλόνε, Σβατζενέγκερ, Μπρους Γουίλις, Γουίλ Σμιθ και πολλών άλλων.
Στο χρονικο διαστημα: 1960-1980 γυρίστηκαν περίπου 600 τέτοια φιλμς. εκείνες όμως οι ταινίες που καθιέρωσαν και απογείωσαν το spaghetti western ήταν η θρυλικη τριλογια του sergio leone:
1964 "A fistul of dollars"
1965 "Μονομαχια στο el paso"
1966 "ο Οκαλος ο κακος και ο ασχημος" και τέλος
1968 "Οnce upon a time in the west"
1964 "A fistul of dollars"
1965 "Μονομαχια στο el paso"
1966 "ο Οκαλος ο κακος και ο ασχημος" και τέλος
1968 "Οnce upon a time in the west"