Τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της ζωής. Στο Βουκουρέστι, το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου του 1989 ένα στρατιωτικό δικαστήριο καταδίκασε, ύστερα από δίωρη δίκη, σε θάνατο τον ως τότε δικτάτορα της χώρας Νικολάε Τσαουσέσκου και τη σύζυγό του Ελενα. Η απόφαση εκτελέστηκε το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Λίγες ώρες αργότερα, καθισμένοι στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, οι Ρουμάνοι παρακολουθούσαν τις λεπτομέρειες της εκτέλεσης από την τηλεόραση..Για τους Ρουμάνους βέβαια τα Χριστούγεννα αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό και Ανάσταση, έξοδος από τη «ζωή εν τάφω» στην οποία τους είχε υποβάλει για δεκαετίες το εθνικοσταλινικό καθεστώς του Τσαουσέσκου. Μόνο που η λαϊκή εξέγερση που ξέσπασε στα μέσα Δεκεμβρίου στην πόλη Τιμισοάρα και ολοκληρώθηκε στις 23 Δεκεμβρίου με τη σύλληψη του δικτάτορα και τη συγκρότηση της κυβέρνησης του Μετώπου για τη Σωτηρία της Πατρίδας υπό τον Ιον Ιλιέσκου δεν ολοκληρώθηκε ως σήμερα. Το αντίθετο μάλιστα. Η Ρουμανία παραμένει ουραγός των οικονομικών μεταρρυθμίσεων σε σύγκριση με τις άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Οι λόγοι της καθυστέρησης είναι πολλαπλοί, με κυριότερο την ανάληψη της εξουσίας από ένα τμήμα της παλαιάς νομενκλατούρας που ήθελε μεν, αλλά δεν μπορούσε, λόγω ακαταλληλότητας, να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις.
Ο Τσαουσέσκου έφερε τον λαό του στο χείλος του λιμού. Το 1971 επισκέφτηκε την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα, όπου συνάντησε τον Μάο Τσε Τουνγκ και τον Κιμ Ιλ Σουνγκ, τα καθεστώτα των οποίων τον εντυπωσίασαν. Όταν επέστρεψε στη Ρουμανία ήταν αποφασισμένος να επαναβιομηχανοποιήσει τη χώρα του, με την ίδια μέθοδο που είχαν ακολουθήσει οι σύντροφοί του και γι' αυτόν τον σκοπό δανείστηκε τεράστια χρηματικά ποσά από πιστωτικά ιδρύματα της Δύσης. Τα χρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τη μαζική μεταφορά των κατοίκων της υπαίθρου στις πόλεις, όπου ξεκίνησαν να εργάζονται για την κατασκευή προϊόντων πολυτελείας, που θα εξάγονταν. Όμως ο Τσαουσέσκου το είχε παρακάνει, γιατί μέχρι το 1980 η χώρα του είχε χρέος 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στη συνέχεια πήρε τη μοιραία απόφαση να εξάγει η χώρα του ό,τι παρήγαγε, περιλαμβανομένης της σημαντικότερης φυσικής πηγής της, της τροφής. Αφού ο πληθυσμός της υπαίθρου μειώθηκε δραματικά και η γεωργία είχε ρημάξει, δεν υπήρχαν αρκετά σιτηρά ή γεωργική παραγωγή που να επαρκεί για τη χώρα, όμως με την εξαγωγή αποθεμάτων κρέατος, λαχανικών, φρούτων κ.λπ. η Ρουμανία άρχισε ξαφνικά να υποφέρει από τρομακτική έλλειψη τροφίμων.
Η επανάσταση του 1989 στη Ρουμανία άρχισε στις 16 Δεκεμβρίου στη δυτική πόλη της Τιμισοάρα, όπου ένας ιερέας, ο László Tőkés, θα μετακινούνταν σε άλλη ενορία από τις αρχές. Η κίνηση αυτη των αρχών προκάλεσε αντιδράσεις από τα μέλη της ενορίας του, οι οποίοι ενώθηκαν σύντομα από εκατοντάδες άλλους ανθρώπους, με αποτέλεσμα η διαμαρτυρία να μετατραπεί σε διαδήλωση. Τις επόμενες ημέρες, οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν σε άλλες πόλεις και συνεπώς σε όλη τη Ρουμανία. Οι Αρχές δεν επρόκειτο να αφήσουν τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους καθώς το κλίμα κατά του Τσαουσέσκου φούντωνε, έτσι λοιπόν διοργάνωσαν στις 21 Δεκεμβρίου διαδήλωση συμπαράστασης στον Τσαουσέσκου στο κέντρο του Βουκουρεστίου. Το αποτέλεσμα ηταν αναμενόμενο. Η διαδήλωση συμπαράστασης κατέληξε στο απόλυτο χάος. Το λαικό αίσθημα κατά του ζεύγους Τσαουσέσκου ηταν εμφανές. Το ζέυγος αποσύρθηκε και κρύφτηκε στα γραφεία του κόμματος. Ο στρατός προσπάθησε να τερματίσει τις βίαιες συγκρούσεις στους δρόμους του Βουκουρεστίου συλλαμβάνοντας εκατοντάδες άοπλους πολίτες. Τα νέα των διαδηλώσεων και η στάση του Τσαουσέσκου δεν άργησαν να κάνουν τον γυρω της χώρας και την επόμενη μέρα, στις 22 Δεκεμβρίου δηλαδή ανακοινώθηκε απο την Κρατική Τηλεόραση ο ξαφνικός και ύποπτος θάνατος του Υπουργού Άμυνας της χώρας. Χωρίς Υπουργό Άμυνας, το αμέσως επόμενο ηταν να αναλάβει ο ίδιος ο Τσαούσεσκου την διοίκηση του στρατού. Ο Τσαουσέσκου διέταξε να κατασταλούν οι διαδηλωτες με οποιοδήποτε τρόπο και ο στρατός με εντολή Τσαουσέσκου άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών. Προφανώς ο Νικόλαε Τσαουσέσκου δεν ειχε συνειδητοποιήσει την δύναμη του πλήθους και όταν προσπάθησε να απευθυνθεί προς τους αγανακτισμένους και πλέον εξαγριωμένους διαδηλωτές που βρισκόντουσαν εξω απο τα γραφεία του ΚΚΡ, το πλήθος εισέβαλε μέσα και ο Τσαουσέσκου μαζι με την γυναίκα του φυγαδεύτηκαν με ελικόπτερο. Το ζέυγος πέρασε απο την εξοχική του κατοικία στο Σναγκοβ και συνέχισαν προς το Τιργόβιστε. Ωστόσο για κακή του τύχη το ζευγος υποχρεώθηκε απο το στρατό να εγκαταλείψει το ελικόπτερο καθως ο στρατός είχε απαγορεύσει την εναέρια κυκλοφορία στη χώρα. Ο Νικόλαε Τσαουσέσκου και η σύζυγος του Έλενα συνελήφθησαν από την αστυνομία, παραδόθηκαν στο στρατό, πέρασαν από Στρατοδικείο με πλήθος κατηγοριών (από παράνομο πλουτισμό μέχρι γενοκτονία), καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν την ημέρα των Χριστουγέννων του 1989. Η «δίκη» και η εκτέλεσή τους μαγνητοσκοπήθηκαν και έκαναν το γύρο του κόσμου. Λίγες μέρες αργότερα, παρουσιάστηκαν και στην Κρατική Τηλεόραση, πράγμα που επισφράγισε το τέλος του καθεστώτος του.Από τότε, η επέτειος της ανατροπής τους έχει σημαδευτεί από δημόσιες εκδηλώσεις σε πολλές πόλεις, μεταξύ των οποίων το Βουκουρέστι και την Τιμισοάρα.
Τη δεκαετία του 1980 πάρθηκαν μέτρα λιτότητας και καθιερώθηκε η διανομή ψωμιού με δελτία. Έξω από τα καταστήματα σχηματίστηκαν ουρές και ο κόσμος έπρεπε μερικές φορές να περιμένει για ώρες, σε πολλές περιπτώσεις για να ακούσει πως το προϊόν, για το οποίο είχε έρθει, είχε τελειώσει. Εξαιτίας της έλλειψης καυσίμων, τα σπίτια χρησιμοποιούσαν λαμπτήρες των 40 βατ και τη νύχτα άναβε το ένα τρίτο από τις λάμπες των δρόμων. Η έλλειψη καυσίμων προκάλεσε κρίση και στα νοσοκομεία, αφού οι διακοπές ρεύματος διέκοπταν εγχειρήσεις και τα μηχανήματα υποστήριξης ζωής δεν λειτουργούσαν διαρκώς. Επειδή τα αποθέματα βενζίνης ήταν ανεπαρκή, δόθηκε διαταγή στα ασθενοφόρα να μην ανταποκρίνονται σε κλήσεις ασθενών μεγαλύτερων από τα εβδομήντα έτη. Ενώ ο λαός της Ρουμανίας υπέφερε, ο Νικολάε Τσαουσέσκου και η οικογένειά του ζούσαν στην πολυτέλεια. Στην ουσία, οι ανισότητες ήταν σκανδαλώδεις. Για παράδειγμα, ο Τσαουσέσκου είχε το προνόμιο να είναι ιδιοκτήτης σαράντα πολυτελών παλατιών, αν και το στολίδι όλων αυτών ήταν αναμφίβολα το ανάκτορο Πριμαβέρι στο Βουκουρέστι. Μετά τον θάνατο των Τσαουσέσκου, ανακαλύφτηκαν ολόκληρα δωμάτια γεμάτα πλούτη.
Η δουλειά της μυστικής αστυνομίας Σεκιουριτάτει κατά την πορεία της διακυβέρνησης του Τσαουσέσκου εκτιμάται ότι εξανάγκασε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους να δίνουν πληροφορίες για τους συμπολίτες τους. Λάθη του παρελθόντος ή αδιακρισίες μπορούσαν κάθε στιγμή να χρησιμοποιηθούν εναντίον οποιουδήποτε ατόμου. Η Σεκιουριτάτε γνώριζε τα πάντα για τον καθένα· τηλεφωνικές συνδιαλέξεις μαγνητοφωνούνταν, «κοριοί» φυτεύονταν σε δωμάτια, προσωπικά γράμματα ανοίγονταν και διαβάζονταν και πολύ συχνά το προσωπικό ξενοδοχείων, υπάλληλοι καταστημάτων, οδηγοί λεωφορείων και μικροπρεπείς υπάλληλοι όλων των βαθμών δούλευαν για τις δυνάμεις ασφαλείας. Το άγχος, στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, για να κάνουν ή να πουν το σωστό ήταν πελώριο.Η Σεκιουριτάτε ίδρυσε και λειτούργησε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, που στέγαζαν φυλακισμένους οι οποίοι διατάχτηκαν να σκάψουν ένα κανάλι μήκους 55 χιλιομέτρων (που σύντομα ονομάστηκε το Κανάλι του Θανάτου), από τον Δούναβη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Το σχέδιο αυτό ήταν μνημειώδες και απαιτούσε την εργασία εκατοντάδων χιλιάδων φυλακισμένων, κάτω από άθλιες συνθήκες. Οι περισσότεροι από αυτούς θα πέθαιναν κατά τη διάρκεια της κατασκευής του καναλιού, όμως οι εργασίες δεν διακόπηκαν. Αντιθέτως, συνεχίστηκαν, γιατί ο Τσαουσέσκου θεώρησε το έργο ως ιδανική ευκαιρία να απαλλάξει τη Ρουμανία από «ανεπιθύμητες μειονότητες»
Τα παιδιά των υπονόμων και του AIDS
Το 1989 οι εικόνες των παιδιών αυτών συγκλόνισαν τον κόσμο. Ήταν θύματα της πολιτικής Τσαουσέσκου τα οποία δεν έφταιξαν σε τίποτα. Σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η υπογεννητικότητα, ο Τσαουσέσκου απαγόρευσε κάθε μορφή αντισύλληψης, αλλά και τις αμβλώσεις. Σε αντίθεση όμως με την χλιδάτη ζωή που ζούσε ο ίδιος ο λαός πεινούσε και βίωνε κυριολεκτικά ακραίες συνθήκες φτώχειας. Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες παιδιά να εγκαταλειφθούν από τις οικογένειές τους σε ορφανοτροφεία, μην μπορώντας να τα μεγαλώσουν. Οι συνθήκες βέβαια εκεί, κάθε άλλο παρά ιδανικές ήταν. Χιλιάδες αδυνατισμένα και εξαθλιωμένα από την πεινά παιδιά αργοπέθαιναν μέσα σε απαίσιες συνθήκες. Εικοσιπέντε χρόνια μετά το φάντασμα εκείνης της εποχής εξακολουθεί να τα στοιχειώνει. Τα περισσότερα από αυτά μεγάλωσαν. Δεν κατάφεραν ποτέ να ξεφύγουν όμως από το παρελθόν τους. Η μοίρα τους έμελλε να είναι προδιαγεγραμμένη. Τα παιδιά αυτά ζουν στο δικό τους βασίλειο στο Βουκουρέστι. Στους δαιδαλώδεις υπονόμους τους οποίους είχε δημιουργήσει ο Τσαουσέκου. Εκεί ανάμεσα από αρουραίους και βρωμιές προσπαθούν να επιβιώσουν. Τα περισσότερα είναι χρήστες ναρκωτικών και πάσχουν από Aids. Ο αρχηγός τους φέρει το παρατσούκλι Μπρους Λη. Είναι γνωστός με το παρατσούκλι ο «βασιλιάς των υπονόμων». Προκειμένου να μπει κανείς στο underground βασίλειο χρειάζεται την άδειά του. Ο ίδιος φέρεται να πληρώνει τις συμμορίες της πόλης προκειμένου να μην χορηγούν ναρκωτικά στους προστατευόμενους του. Γι αυτούς είναι ο δικός τους ήρωας, ο δικός τους επίγειος Θεός. Ο διεθνής Τύπος έχει ασχοληθεί ουκ ολίγες φορές με τα ορφανά της Ρουμανίας. Το 2014 το βρετανικό Channel 4, έκανε ένα σχετικό ντοκιμαντέρ, και βρέθηκε στο υπόγειο βασίλειο. Οι εικόνες μιλούν από μόνες τους. Δείτε τους.
Το 1989 οι εικόνες των παιδιών αυτών συγκλόνισαν τον κόσμο. Ήταν θύματα της πολιτικής Τσαουσέσκου τα οποία δεν έφταιξαν σε τίποτα. Σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η υπογεννητικότητα, ο Τσαουσέσκου απαγόρευσε κάθε μορφή αντισύλληψης, αλλά και τις αμβλώσεις. Σε αντίθεση όμως με την χλιδάτη ζωή που ζούσε ο ίδιος ο λαός πεινούσε και βίωνε κυριολεκτικά ακραίες συνθήκες φτώχειας. Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες παιδιά να εγκαταλειφθούν από τις οικογένειές τους σε ορφανοτροφεία, μην μπορώντας να τα μεγαλώσουν. Οι συνθήκες βέβαια εκεί, κάθε άλλο παρά ιδανικές ήταν. Χιλιάδες αδυνατισμένα και εξαθλιωμένα από την πεινά παιδιά αργοπέθαιναν μέσα σε απαίσιες συνθήκες. Εικοσιπέντε χρόνια μετά το φάντασμα εκείνης της εποχής εξακολουθεί να τα στοιχειώνει. Τα περισσότερα από αυτά μεγάλωσαν. Δεν κατάφεραν ποτέ να ξεφύγουν όμως από το παρελθόν τους. Η μοίρα τους έμελλε να είναι προδιαγεγραμμένη. Τα παιδιά αυτά ζουν στο δικό τους βασίλειο στο Βουκουρέστι. Στους δαιδαλώδεις υπονόμους τους οποίους είχε δημιουργήσει ο Τσαουσέκου. Εκεί ανάμεσα από αρουραίους και βρωμιές προσπαθούν να επιβιώσουν. Τα περισσότερα είναι χρήστες ναρκωτικών και πάσχουν από Aids. Ο αρχηγός τους φέρει το παρατσούκλι Μπρους Λη. Είναι γνωστός με το παρατσούκλι ο «βασιλιάς των υπονόμων». Προκειμένου να μπει κανείς στο underground βασίλειο χρειάζεται την άδειά του. Ο ίδιος φέρεται να πληρώνει τις συμμορίες της πόλης προκειμένου να μην χορηγούν ναρκωτικά στους προστατευόμενους του. Γι αυτούς είναι ο δικός τους ήρωας, ο δικός τους επίγειος Θεός. Ο διεθνής Τύπος έχει ασχοληθεί ουκ ολίγες φορές με τα ορφανά της Ρουμανίας. Το 2014 το βρετανικό Channel 4, έκανε ένα σχετικό ντοκιμαντέρ, και βρέθηκε στο υπόγειο βασίλειο. Οι εικόνες μιλούν από μόνες τους. Δείτε τους.
Ο δήμιος του Τσαουσέσκου θυμάται: Τον εκτέλεσα με 29 σφαίρες
27 χρόνια από την εκτέλεση του Ρουμάνου δικτάτορα Νικολάε Τσαουσέσκου και της γυναίκας Έλενας, ο δήμιός τους μιλά για εκείνη τη στιγμή.Ο Ionel Boeru θυμάται τις 29 σφαίρες που έριξε με το καλάσνικοφ όταν παρατάχθηκαν σε έναν τοίχο απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο 71χρονος δικτάτορας, όπως σημειώνει, ήταν κομψά ντυμένος και μύριζε έντονα aftershave. «Ζήτω η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας, ανεξάρτητη και ελεύθερη» ήταν τα τελευταία λόγια του. Σε αντίθεση με τον δικτάτορα, η γυναίκα του Έλενα μύριζε άσχημα, ενώ τα τελευταία της λόγια ήταν προς έναν στρατιώτη. «Πουτ#νας γιε». Στα 58 του χρόνια, ο Ionel Boeru μιλά σπάνια για το τι συνέβη εκείνη την ημέρα των Χριστουγέννων του 1989. Δεν έχει πει ακόμα στην 11χρονη κόρη του Andria πως είναι εκείνος που τους σκότωσε, βάζοντας τέλος σε ένα βάναυσο καθεστώς. «Δεν έχω καθόλου τύψεις. Είμαι σίγουρος πως οι σφαίρες μου τους σκότωσαν. Δεν είναι κάτι για να υπηρεφανεύομαι, αλλά αυτό συνέβη». Ο Τσαουσέσκου είχε προσωπικά διατάξει τα στρατεύματα να ανοίξουν πυρ κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 1.100 διαδηλωτές μέσα σε 3 εβδομάδες από την επανάσταση του Δεκεμβρίου για την ανατροπή του. Φοβούμενος για τη ζωή του, εγκατέλειψε μαζί με τη γυναίκα του το Βουκουρέστι με ελικόπτερο στις 22 Δεκεμβρίου. Αναγκάστηκαν να προσγειωθούν στην πόλη Targoviste. Τρεις ημέρες αργότερα, ο Ionel Boeru συμμετείχε στη μυστική δίκη των Τσαουσέσκου. «Ήμουν στην αίθουσα και είχα εντολές να τους εκτελέσω σε περίπτωση που υπήρχε οποιαδήποτε απόπειρα διάσωσής τους. Είχα το όπλο στον θώρακά μου. Τους παρακολουθούσα κάθε στιγμή. Άκουσα τις συζητήσεις και την απόφαση των δικαστών. Ο Τσαουσέσκου είπε στη γυναίκα του πως πίστευε ότι θα αθωωθεί. Μιλούσαν πολύ σιγά. Συχνά της άγγιζε το πόδι για να την καθησυχάσει. Οι δικαστές επέστρεψαν και είπαν πως είναι ένοχοι. «Θανατική ποινή». Είπαν μόνο αυτό και έφυγαν. Η ποινή έπρεπε να πραγματοποιηθεί άμεσα. Υπήρχαν μόνο τρεις από εμάς στην αίθουσα. Ο Τσαουσέσκου είπε ότι προδόθηκε από τους στρατηγούς του. Θυμάμαι να τον ρωτούν που είναι οι λογαριασμοί του, που φυλούσε τα χρήματά του. Ο ίδιος είπε ότι δεν είχε. Περιέργως, ένας συνταγματάρχης του έφερε ινσουλίνη επειδή ήταν διαβητικός. Παράξενο από τη στιγμή που επρόκειτο να εκτελεστεί. Διατάχθηκα να τους πάρω χωριστά και να τους εκτελέσω. Μου ζήτησαν να πεθάνουν μαζί και το αίτημά τους έγινε δεκτό. Τρεις στρατιώτες τους έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη. Μαζί με έναν άλλο πήραμε τον Τσαουσέσκου και δύο άλλοι πήραν τη γυναίκα του. Πήγαμε έξω πρώτα με τον Τσαουσέσκου και πηγαίναμε στον χώρο της εκτέλεσης. Στα μισά της διαδρομής σταμάτησε και άρχισε να τραγουδά την πρώτη στροφή του Internationale. Μετά φώναξε «Ζήτω η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας, ελεύθερη και ανεξάρτητη».
27 χρόνια από την εκτέλεση του Ρουμάνου δικτάτορα Νικολάε Τσαουσέσκου και της γυναίκας Έλενας, ο δήμιός τους μιλά για εκείνη τη στιγμή.Ο Ionel Boeru θυμάται τις 29 σφαίρες που έριξε με το καλάσνικοφ όταν παρατάχθηκαν σε έναν τοίχο απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο 71χρονος δικτάτορας, όπως σημειώνει, ήταν κομψά ντυμένος και μύριζε έντονα aftershave. «Ζήτω η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας, ανεξάρτητη και ελεύθερη» ήταν τα τελευταία λόγια του. Σε αντίθεση με τον δικτάτορα, η γυναίκα του Έλενα μύριζε άσχημα, ενώ τα τελευταία της λόγια ήταν προς έναν στρατιώτη. «Πουτ#νας γιε». Στα 58 του χρόνια, ο Ionel Boeru μιλά σπάνια για το τι συνέβη εκείνη την ημέρα των Χριστουγέννων του 1989. Δεν έχει πει ακόμα στην 11χρονη κόρη του Andria πως είναι εκείνος που τους σκότωσε, βάζοντας τέλος σε ένα βάναυσο καθεστώς. «Δεν έχω καθόλου τύψεις. Είμαι σίγουρος πως οι σφαίρες μου τους σκότωσαν. Δεν είναι κάτι για να υπηρεφανεύομαι, αλλά αυτό συνέβη». Ο Τσαουσέσκου είχε προσωπικά διατάξει τα στρατεύματα να ανοίξουν πυρ κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 1.100 διαδηλωτές μέσα σε 3 εβδομάδες από την επανάσταση του Δεκεμβρίου για την ανατροπή του. Φοβούμενος για τη ζωή του, εγκατέλειψε μαζί με τη γυναίκα του το Βουκουρέστι με ελικόπτερο στις 22 Δεκεμβρίου. Αναγκάστηκαν να προσγειωθούν στην πόλη Targoviste. Τρεις ημέρες αργότερα, ο Ionel Boeru συμμετείχε στη μυστική δίκη των Τσαουσέσκου. «Ήμουν στην αίθουσα και είχα εντολές να τους εκτελέσω σε περίπτωση που υπήρχε οποιαδήποτε απόπειρα διάσωσής τους. Είχα το όπλο στον θώρακά μου. Τους παρακολουθούσα κάθε στιγμή. Άκουσα τις συζητήσεις και την απόφαση των δικαστών. Ο Τσαουσέσκου είπε στη γυναίκα του πως πίστευε ότι θα αθωωθεί. Μιλούσαν πολύ σιγά. Συχνά της άγγιζε το πόδι για να την καθησυχάσει. Οι δικαστές επέστρεψαν και είπαν πως είναι ένοχοι. «Θανατική ποινή». Είπαν μόνο αυτό και έφυγαν. Η ποινή έπρεπε να πραγματοποιηθεί άμεσα. Υπήρχαν μόνο τρεις από εμάς στην αίθουσα. Ο Τσαουσέσκου είπε ότι προδόθηκε από τους στρατηγούς του. Θυμάμαι να τον ρωτούν που είναι οι λογαριασμοί του, που φυλούσε τα χρήματά του. Ο ίδιος είπε ότι δεν είχε. Περιέργως, ένας συνταγματάρχης του έφερε ινσουλίνη επειδή ήταν διαβητικός. Παράξενο από τη στιγμή που επρόκειτο να εκτελεστεί. Διατάχθηκα να τους πάρω χωριστά και να τους εκτελέσω. Μου ζήτησαν να πεθάνουν μαζί και το αίτημά τους έγινε δεκτό. Τρεις στρατιώτες τους έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη. Μαζί με έναν άλλο πήραμε τον Τσαουσέσκου και δύο άλλοι πήραν τη γυναίκα του. Πήγαμε έξω πρώτα με τον Τσαουσέσκου και πηγαίναμε στον χώρο της εκτέλεσης. Στα μισά της διαδρομής σταμάτησε και άρχισε να τραγουδά την πρώτη στροφή του Internationale. Μετά φώναξε «Ζήτω η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας, ελεύθερη και ανεξάρτητη».
Πίσω μου άκουσα έναν στρατιώτη να φωνάζει στη γυναίκα του Τσαουσέσκου και εκείνη να του λέει «Πουτ#νας γιε». Τον πήγα στον τοίχο. Γυρίσαμε και κάναμε έξι βήματα. Παρατηρήσαμε πως ένας στρατιώτης είχε μείνει πίσω, δίπλα στον Τσαουσέσκου. Δεν φαίνεται να είχε καταλάβει τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα όμως έφυγε από εκεί. Ήθελα να είμαι σίγουρος πως είχε σφαίρες και έτσι έλεγξα το όπλο μου. Βεβαιώθηκα. Είχα 29 σφαίρες. Υπενθύμισα στους άλλους να βάλουν τα όπλα τους στο αυτόματο όταν έδωσα την εντολή να ρίξουν. Έριξα τις 3 πρώτες σφαίρες. Ο Τσαουσέσκου έπεσε στα γόνατα. Οι πρώτες σφαίρες πήγαν στα πόδια του και όπως ανέβασα το όπλο οι υπόλοιπες τον έπληξαν στο πάνω μέρος του σώματός του. Έριξα την επόμενη σφαίρα στη γυναίκα του. Έπεσε στα αριστερά. Ένας από τους άλλους ξέχασε να βάλει το όπλο στο αυτόματο και έριχνε απλές βολές. Άλλος δεν πυροβόλησε μέχρι ότου ήταν ήδη στο έδαφος. Είμαι σίγουρος πως οι δικές μου σφαίρες σκότωσαν και τους δύο. Ενώ είχαν πέσει νεκροί, άκουσα πυροβολισμούς από άλλους στρατιώτες που στέκονταν κοντά στο σημείο. Φοβήθηκα ότι θα ήμουν ο επόμενος που θα πυροβολήσουν. Έστρεψα το όπλο μου στον αέρα και φώναξα: «Αυτό είναι για τους συναδέλφους μου στο Βουκουρέστι και όλους εκείνους στην Timisoara». Το είπα από φόβο και σοκ». Προς τεράστια ανακούφισή του, απλά έριχναν στα πτώματα των Τσαουσέσκου. Τα πτώματά τους τοποθετήθηκαν σε σακούλες και μεταφέρθηκαν με ελικόπτερο. Επειδή υπήρχε ελάχιστος χώρος, ένας στρατιώτης έπρεπε να καθίσει επάνω στα πτώματα καθώς πετούσαν πίσω στο Βουκουρέστι. Αίμα από τα πτώματά τους λέρωσαν τη στολή του. Τελικά παρέδωσαν τα πτώματα σε άλλους στρατιώτες και επέστρεψαν στη βάση τους. «Υποτίθεται ότι έπρεπε να είναι μυστικό, αλλά όταν επιστρέψαμε στη βάση όλοι ήξεραν τι είχε συμβεί. Ήταν Χριστούγεννα και μας επέτρεψαν να πιούμε ένα ποτό. Μου έδωσαν ένα μπουκάλι κονιάκ. Το ήπια σχεδόν μονορούφι και πήγα στο κρεβάτι.Κοιμήθηκα για 2 – 3 ώρες και ξύπνησα για το δείπνο. Δεν ήταν πολύ ευχάριστη η ατμόσφαιρα και ήπιαμε βότκα που συνήθως απαγορευόταν». Οι φωτογραφίες και το βίντεο από την εκτέλεση των Τσαουσέσκου προκάλεσε αίσθηση σε όλο τον κόσμο εκείνα τα Χριστούγεννα. O Boeru έφυγε από τον στρατό το 2002 και ζει σε μια μικρή πόλη 40 μίλια από το Βουκουρέστι. Απέκτησε δύο κόρες από τον πρώτο του γάμο που διαλύθηκε μετά την εκτέλεση. «Η πρώτη μου σύζυγος δεν συμφώνησε ποτέ με αυτό που συνέβη. Φοβόταν ότι θα υπάρξει εκδίκηση. Ήταν ένας σημαντικός λόγος για τον χωρισμό μας. Παντρεύτηκα και πάλι, αλλά η 11χρονη κόρη μου δεν ξέρει τίποτα για αυτό. Θα μπορέσει να το μάθει κάποια στιγμή. Η γυναίκα μου είναι φοβισμένη για το πώς θα αντιδράσει».
Το 1966, ο Τσαουσέσκου συνέχισε ακάθεκτος με την ψήφιση νόμων που απαγόρευαν την αντισύλληψη και την άμβλωση. Κατ' επίφαση, οι νόμοι αυτοί θα οδηγούσαν στην αύξηση του πληθυσμού, όμως ουσιαστικά ήταν ένας ακόμη τρόπος να καταπτοηθούν οι πολίτες. Όλες οι εργαζόμενες στα εργοστάσια υποβλήθηκαν σε μηνιαίες γυναικολογικές εξετάσεις, για να βεβαιωθούν πως υπάκουαν τους νέους νόμους. Οδηγούνταν σε κλινικές, όπου υποβάλλονταν σε πλήρεις ιατρικές και γυναικολογικές εξετάσεις, συχνά υπό την παρουσία κυβερνητικών πρακτόρων, που κάποιοι Ρουμάνοι αποκαλούσαν «εμμηνορροϊκή αστυνομία». Σε έναν από τους διαβόητους λόγους του, ο Τσαουσέσκου ισχυρίστηκε: «Το έμβρυο είναι ιδιοκτησία της κοινωνίας. Οποιοσδήποτε αποφεύγει να αποκτήσει παιδιά είναι λιποτάκτης, που παραβιάζει τους νόμους της εθνικής διαιώνισης». Παρ' όλα αυτά, πολλές γυναίκες κατέφευγαν σε επικίνδυνες, παράνομες αμβλώσεις, προκαλώντας συχνά σοβαρές βλάβες στις ίδιες. Στη συνέχεια ο Τσαουσέσκου διέταξε όλες τις γυναίκες ηλικίας κάτω των σαράντα ετών να γεννήσουν το λιγότερο τέσσερα παιδιά (αργότερα ο αριθμός αυξήθηκε σε πέντε). Εντοπίστηκαν οι στείρες γυναίκες και αναγκάστηκαν να πληρώσουν ψηλότερους φόρους. Δυστυχώς, ο νέος νόμος κατά των αμβλώσεων εμφανίστηκε την εποχή που στη Ρουμανία υπήρχε ανεπάρκεια τροφίμων, γεγονός που σήμαινε πως τα περισσότερα νεογέννητα ήταν ελλιποβαρή. Η γέννηση των μωρών εκείνων που ζύγιζαν λιγότερο από 1.500 γραμμάρια θεωρούνταν συχνά «αποβολή» και δεν τους παρεχόταν περαιτέρω φροντίδα. Οι γιατροί άρχισαν να σημειώνουν πλαστά στοιχεία στα βιβλία τους και να παραδίδουν πλαστές στατιστικές. «Αν πέθαινε ένα παιδί στην περιοχή μας, ο μισθός μας μειωνόταν από δέκα μέχρι είκοσι πέντε τοις εκατό», είπε η γιατρός Γκρέτα Στανέσκου από το Βουκουρέστι. «Ωστόσο, δεν ήταν δικό μας λάθος: Σεν είχαμε ούτε φάρμακα ούτε γάλα και οι οικογένειες ήταν φτωχές».
H χλιδή και το κιτς στις βίλες του ζεύγους Τσαουσέσκου
Η Έλενα Τσαουσέσκου απολάμβανε την ίδια αναγνώριση με το σύζυγό της, αναφερόμενη στον Τύπο ως «Μητέρα της Πατρίδας μας», «Πρωτοπόρα Μαχήτρια του Ένδοξου Μέλλοντος της Ρουμανίας», «Πυρσός του Κόμματος» και παρόμοια γελοία προσωνύμια. Τα γενέθλια του Νικολάε και της Έλενα γιορτάζονταν ως εθνικές εορτές. Ο γιος τους, Νίκου, απολάμβανε τις ίδιες τιμές και έγινε σύντομα γνωστό πως αν πέθαινε ο Τσαουσέσκου θα τον διαδεχόταν είτε ο Νίκου είτε η Έλενα.Το 1975 η Έλενα «έπεισε» αρκετούς επιφανείς επιστήμονες να γράψουν εργασίες τις οποίες οικειοποιήθηκε και εξέδωσε με το δικό της όνομα. Επιπλέον, η Έλενα -αν και δεν είχε ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση- κατάφερε με κάποιο τρόπο να αποκτήσει διδακτορικό τίτλο στη Χημεία και στη συνέχεια έγινε διευθύντρια του Χημικού Ινστιτούτου. Οι περισσότεροι συνειδητοποίησαν πως τα προσόντα της ήταν ψεύτικα, κανείς δεν τόλμησε, όμως, να υψώσει τη φωνή του και να αποκαλύψει τα ψέματά της. Η Έλενα ζητούσε επίσης αναγνώριση για τα ακαδημαϊκά της επιτεύγματα στο εξωτερικό, δεχόμενη τιμητικούς τίτλους για τις επιστημονικές της εργασίες από όλες, σχεδόν, τις χώρες που επισκεπτόταν. Ο Μιρκέα Κοντρεάνου, ένας Ρουμάνος διπλωμάτης στην Ουάσιγκτον, αναφέρει: «Ήταν μια αγράμματη, αμόρφωτη, αφελής, αυτοδίδακτη γυναίκα, η οποία νόμιζε πως αν είχε μερικούς τίτλους δίπλα στο όνομά της, θα άλλαζε και την εικόνα της». Η φιλοδοξία της δεν αρκέστηκε στην ακαδημαϊκή καριέρα.Δόθηκαν αυστηρές οδηγίες ώστε οπουδήποτε εμφανίζονταν τα ονόματα του Νικολάε και της Έλενας (π.χ. στις εφημερίδες) έπρεπε να είναι τυπωμένα στην ίδια σειρά, μαζί, έτσι ώστε το όνομα της Έλενας να έχει την ίδια σπουδαιότητα με εκείνο του συζύγου της. Και αν αυτό, δεν ήταν αρκετά παραπλανητικό, δόθηκαν περαιτέρω εντολές να μην περιλαμβάνονται στα ίδια άρθρα άλλα ονόματα, ώστε τα ονόματα των δικτατόρων να εμφανίζονται όλο και περισσότερο εντυπωσιακά. Και οι φωτογραφίες τους παρουσιάζονταν με την ίδια λεπτότητα. Καμία φωτογραφία του Νικολάε δεν θα εμφανιζόταν χωρίς την Έλενα στο πλευρό του και όλες οι φωτογραφίες έπρεπε να έχουν κόκκινο φόντο, διότι το κόκκινο ήταν το επίσημο χρώμα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Εάν η Έλενα και ο Νικολάε ταξίδευαν στο εξωτερικό για επίσημες επισκέψεις (στην Κίνα, στη Βόρεια Κορέα, αλλά και στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία), στην επιστροφή τους μεταφέρονταν με πούλμαν κάτοικοι από τις γύρω πόλεις, τα κοντινά χωριά και παιδιά από τα σχολεία να τους υποδεχθούν, κρατώντας σημαίες και τραγουδώντας επαινετικούς ύμνους για τους δύο σεβαστούς ηγέτες. Τίποτα δεν αφηνόταν στην τύχη, όλα ήταν οργανωμένα για την προβολή των δύο δικτατόρων.Μετά τον θάνατό τους, οι σοροί του Νικολάε και της Έλενα μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο Γκένσεα, στο Βουκουρέστι, όπου θάφτηκαν σε ξεχωριστούς τάφους
Σε ολόκληρη τη χώρα άρχισαν να ξεφυτρώνουν ορφανοτροφεία, εξαιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης που προέκυψε από τους νόμους του Τσαουσέσκου, που απαγόρευαν την άμβλωση και την αντισύλληψη. Εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων, οι οικογένειες δεν είχαν να φάνε, και ένα ακόμη παιδί ήταν το λιγότερο που επιζητούσαν. Οι συνθήκες που επικρατούσαν στα ορφανοτροφεία ήταν αποκρουστικές. Υπήρχε ανεπάρκεια, καμιά φορά πλήρης έλλειψη, σε τρόφιμα, κλινοσκεπάσματα, ρουχισμό και, κυρίως, φάρμακα. Τα παιδιά ήταν συνήθως γυμνά, γιατί δεν υπήρχαν ρούχα να φορέσουν και, εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών στις οποίες ζούσαν, πολλά παιδιά υπέφεραν από χρόνια διάρροια και είχαν παράσιτα, όπως ψείρες, σκουλήκια και ψωρίαση. Όμως, δυστυχώς, οι συνθήκες αυτές δεν ήταν ό,τι χειρότερο, αφού οι γιατροί, που έμεναν πίσω σε σχέση με τις ιατρικές προόδους της Δύσης, εξαιτίας των δρακόντειων νόμων του Τσαουσέσκου, άρχισαν να μεταγγίζουν αίμα στα παιδιά, με την ελπίδα πως θα συμπλήρωναν τις διατροφικές τους ανάγκες. Αντιθέτως, αυτό προκάλεσε μια τεραστίων διαστάσεων επιδημία AIDS, αφού το αίμα δεν είχε ελεγχθεί ποτέ, καθώς ο Τσαουσέσκου πίστευε πως αυτή την αρρώστια την είχαν μόνο οι παρακμάζοντες δυτικοί. Στο τέλος της δικτατορίας του Τσαουσέσκου ζούσαν στα ορφανοτροφεία της Ρουμανίας περισσότερα από 150.000 παιδιά, από τα οποία χιλιάδες, ηλικίας δύο με τριών ετών, δεν είχαν μάθει ακόμη να περπατάνε και χιλιάδες άλλα είχαν μολυνθεί με τον ιό του AIDS.