Η θέση της επιστήμης αυτή την εποχή είναι ότι η ύπαρξη του σύμπαντος, στο οποίο ζούμε, αρχίζει με τη μεγάλη έκρηξη: Big Bang. Ο όρος Big Bang χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Φρεντ Χόιλ (Fred Hoyle) σε μια ραδιοφωνική εκπομπή του BBC, το κείμενο της οποίας δημοσιεύτηκε το 1950. Ο Χόιλ δεν χρησιμοποίησε τον ορο για να περιγράψει μια θεωρία, αλλά για να ειρωνευτεί τη νέα ιδέα. Παρόλα αυτά ο όρος επεκράτησε αποβάλλοντας το ειρωνικό του περιεχόμενο.
Από καιρού ασχολούνται οι επιστήμονες με τη διερεύνηση των λεπτομερειών, πώς πραγματοποιήθηκε αυτή η έκρηξη, τι υπήρχε πριν, τι ακολούθησε μετά κ.ο.κ. Μια από τις επιστημονικές αυτές απόψεις θεωρεί ότι πριν από την έκρηξη υπήρχε ένα άλλο σύμπαν, το οποίο συρρικνώθηκε και στη συνέχεια εξερράγη. Μια άλλη δέχεται ότι μπορεί το σύμπαν να προέκυψε από ένα κενό ύλης με πολύ υψηλή ενεργειακή πυκνότητα μέσω μιας κβαντικής διαταραχής. Ίσως, βέβαια, να ήταν η μεγάλη έκρηξη μία από τις πολλές που συμβαίνουν σε ένα υπερσύμπαν και ακολουθούν νόμους που δεν γνωρίζουμε ακόμα. Σ' αυτή την περίπτωση λειτουργεί η αντίληψη των φυσαλίδων: το υπερσύμπαν είναι δηλαδή ένας αιώνιος αφρός άπειρων διαστάσεων και κάθε φυσαλίδα του αποτελεί ένα αυτοτελές σύμπαν, όπως αντιλαμβανόμαστε εμείς το δικό μας. Αν και δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη, ξέρουμε ότι αυτό πρέπει να έγινε πριν από περίπου 13,7 δισεκ. έτη. Αυτή η γνώση προκύπτει από τις μετρήσεις της ακτινοβολίας, η οποία διαχέεται στο σύμπαν που ζούμε. Η γνωστή από την καθημερινή εμπειρία μας ύλη δεν είναι η μοναδική στο σύμπαν. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι πρέπει να υπάρχει μια, ακόμα ανεξερεύνητη, «σκοτεινή ύλη», καθώς επίσης μια (επίσης ανεξερεύνητη) «σκοτεινή ενέργεια», μέσω των οποίων εξηγούνται διάφορα φαινόμενα στο σύμπαν.
Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο του Big Bang το διάστημα εξαπλώθηκε απο μια πολύ πυκνή και ζεστή κατάσταση και συνέχίζει να εξαπλώνεται μέχρι σήμερα. μια κοινή αναλογία εξηγεί οτι το διάστημα απο μόνο του εξαπλώνεται κουβαλώντας μαζί του τους γαλαξίες. Το γραφικό δίπλα είναι η αντίληψη ενός καλλιτέχνη που παρουσιάζει την εξάπλωση μιας πλευράς του επίπεδου διαστήματος. Ήδη από τις αρχές του αιώνα μας είχε παρατηρηθεί ότι οι άλλοι γαλαξίες απομακρύνονται σταδιακά από το δικό μας ενισχύοντας τη θεωρία ότι, εφόσον οι γαλαξίες απομακρύνονται αμοιβαία (φυγή των γαλαξιών), το σύμπαν διαστέλλεται. Σ' ένα διαστελλόμενο σύμπαν, μπορεί κανείς να υποθέσει, ακολουθώντας αντίστροφα τη διαστολή του προς το παρελθόν, πως σε κάποια πολύ απομακρυσμένη χρονικά εποχή όλοι οι γαλαξίες ήταν συμπιεσμένοι μεταξύ τους σχηματίζοντας μια μάζα τεράστιας πυκνότητας και θερμοκρασίας. Ολόκληρο το σύμπαν, το σύνολο δηλαδή της ύλης και ενέργειας που αυτό περιέχει, ήταν συγκεντρωμένο σε μια περιοχή - σημείο με απειροελάχιστο όγκο (ιδιάζον σημείο). Σύμφωνα με τις σύγχρονες κοσμολογικές αντιλήψεις, κάποια στιγμή, την οποία οι αστρονόμοι θεωρούν την αρχή του χρόνου και θέτουν t=0, πριν από αρκετά δισεκατομμύρια χρόνια και για κάποιο άγνωστο λόγο, στο ιδιάζον αυτό σημείο συνέβη μια "παγκόσμια έκρηξη", ένα φαινόμενο δημιουργίας, που προκάλεσε το ξεκίνημα της διαστολής του σύμπαντος. Η έκρηξη αυτή αναφέρεται ως η Μεγάλη Έκρηξη (Big Bang) και οριοθετεί το ξεκίνημα του χρόνου και ίσως τη δημιουργία του χώρου. Το Big Bang τοποθετείται χρονικά μεταξύ 13 και 20 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, αριθμός που αντιστοιχεί στη θεωρούμενη ηλικία του σύμπαντος.
Στα πρώτα κλάσματα του δευτερολέπτου μετά τη Μεγάλη Έκρηξη γεννιούνται η ενέργεια, όλα τα σωματίδια της ύλης και οι δυνάμεις που ξέρουμε σήμερα. Φωτόνια, ηλεκτρόνια, ποζιτρόνια και νετρίνο γεμίζουν το χώρο που γεννιέται μαζί τους, σηματοδοτώντας και την έναρξη του χρόνου. Κοντά στα σωματίδια αυτά περιφέρονται νετρόνια και πρωτόνια. Δεκαπέντε λεπτά μετά τη Μεγάλη Έκρηξη με τη θερμοκρασία να είναι δισεκατομμύρια βαθμοί Κελσίου, τα πρωτόνια και τα νετρόνια κινούμενα με πολύ μεγάλες ταχύτητες συγκρούονται τυχαία μεταξύ τους. Έτσι μειώνεται η ενέργειά τους, συνενώνονται και σχηματίζουν πυρήνες στοιχείων, όπως είναι το ήλιον, το υδρογόνο και το δευτέριο. Πολύ αργότερα - μιλάμε ίσως για 500-700.000 χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη - οι πυρήνες αυτοί δεσμεύουν σε τροχιές γύρω τους ηλεκτρόνια και δημιουργούνται τα άτομα των πρώτων απλών στοιχείων, όπως του υδρογόνου και του ηλίου. Όσο η θερμοκρασία συνεχίζει να πέφτει, η βαρύτητα συμπυκνώνει την ύλη σε μεγαλύτερα συσσωματώματα και σιγά-σιγά δημιουργούνται οι γαλαξίες. Τα κβάζαρς, αυτά τα μικροσκοπικά και εντυπωσιακά λαμπρά σημεία, που είναι τα πιο μακρινά αντικείμενα που φαίνονται μέσα στο σύμπαν, θεωρούνται τέτοιοι πρωτογαλαξίες. Παραπέρα συμπύκνωση της ύλης των γαλαξιών δημιουργεί τα άστρα. Με θερμοπυρηνικές αντιδράσεις που συμβαίνουν σ' αυτά γίνεται σύντηξη πυρήνων υδρογόνου και δημιουργούνται πυρήνες και άλλων στοιχείων. Έτσι τα αστέρια εμπλουτίζονται με καινούργια υλικά. Από τότε άστρα γεννιούνται και πεθαίνουν συνεχώς. Περίπου δέκα δισεκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη γεννιέται ο Ήλιος. Το άστρο μας είναι λοιπόν ένας "νέος", ηλικίας μόλις 5 δισεκατομμυρίων ετών!
Οι επικρατέστερες κοσμογονικές θεωρίες για τη δημιουργία του πλανήτη μας συνοψίζονται σε δύο κεντρικές υποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, το ηλιακό σύστημα δημιουργήθηκε από ένα εκτεταμένο κοσμικό νέφος από σκόνη και αέρια. Στο κέντρο του στροβιλιζόμενου αυτού νεφελώματος δημιουργήθηκε αρχικά ο Ήλιος ενώ το υπόλειμμα του νεφελώματος τον περιέβαλε με τη μορφή γιγάντιου δίσκου που προοδευτικά διευθετή θηκε σε επιμέρους δακτυλίους. Το υλικό των δακτυλίων συμπυκνώθηκε δημιουργώντας τους πλανήτες. Οι παραπάνω διαδικασίες έγιναν σε συνθήκες σχετικά χαμηλών θερμοκρασιών έτσι ώστε η Γη να είναι αρχικά ένα ψυχρό, στερεό κατά βάση σώμα. Θερμοπυρηνικές αντιδράσεις παρήγαγαν την ενέργεια για την τεράστια αύξηση της θερμοκρασίας που "άναψε" τελικά τον Ήλιο, ενώ τα παγιδευμένα ραδιενεργά στοιχεία στο εσωτερικό της Γης διασπάστηκαν προκαλώντας τη θέρμανσή της. Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση, ένα μεγάλο αστέρι πέρασε κοντά από τον Ήλιο και απέσπασε υλικό με τη μορφή πυρακτωμένων βραχιόνων. Το υλικό αυτό αποκόπηκε σε μάζες που αποτέλεσαν τους πλανήτες. Μέσω δεδομένων γεωλογικών μελετών (μέθοδοι ραδιοχρονολόγησης πετρωμάτων), η ηλικία σχηματισμού της Γης εκτιμάται κάπου ανάμεσα στα 4 με 5 δισεκατομμύρια χρόνια. Από τη στιγμή της δημιουργίας του το γήινο ανάγλυφο συνεχώς εξελίσσεται. Το 1620 ο Άγγλος Φράνσις Μπέικον διατυπώνει τη θεωρία της μετατόπισης των ηπείρων: οι ήπειροι μετακινούνται αργά στην επιφάνεια της Γης, απομακρύνονται η μία από την άλλη και ίσως επανενώνονται με διαφορετική διάταξη. Το 1912 οι εργασίες του Γερμανού γεωλόγου Alfred Wegener επαναφέρουν τις ιδέες του Μπέικον στο επιστημονικό προσκήνιο. Βασικό επιχείρημα του Wegener για τη μετακίνηση των ηπείρων αποτελεί η μορφολογική συμπληρωματικότητα των ηπείρων στις δύο άκρες του Ατλαντικού ωκεανού.