Το ξέσπασμα της επανάστασης το Νοέμβριο του 1910 άλλαξε όλο το σκηνικό σε πολλή από τη χώρα. Δεκάδες χιλιάδες από τα 15 εκατομμύρια κατοίκων του Μεξικό, που επιθυμούσαν διακαώς τη δημοκρατία και επίσης ήθελαν την οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη, άρχισαν να συγκεντρώνονται στον επαναστατικό σκοπό. Ξαφνικά, όπως σε όλες τις επαναστατικές αναταραχές, νέοι ηγέτες εμφανίστηκαν φαινομενικά από το πουθενά, σχηματίζοντας στρατούς από τα ράντσα και τα χωριά που βγήκαν από αυτά βαδίζοντας και ιππεύοντας, τραγουδώντας και πυροβολώντας. Η Μεξικανική Επανάσταση ήταν ένας αγώνες ανάμεσα σε δυο μερίδες της καπιταλιστικής τάξης της χώρας: η ολιγαρχία του παλιού πλούτου γύρω από τον Πορφίριο Ντιάθ από τη μια μεριά, και μια νέα ανακαινιστική αστική τάξη ιδιαίτερα ισχυρή στο Βόρειο Μεξικό από την άλλη. Ο Φρανσίσκο Μαδέρο, γόνος μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων που επίσης κατείχαν ορυχεία και εργοστάσια, εγκαινίασε την επανάσταση. Ο Μαδέρο, του οποίου η μερίδα της μεξικάνικης μπουρζουαζίας είχε σε μεγάλο βαθμό αποκλειστεί από τον κυβερνητικό κύκλο του Πορφίριο Ντιάθ, έλπιζε να δημιουργήσει μια αστική δημοκρατία στην οποία τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων τόσο της παλιάς ολιγαρχίας όσο και των εκμοντερνιστών θα συμφιλιώνονταν.
Το Μεξικό απέκτησε την ανεξαρτησία του από την Ισπανία το 1821, μετά από ένα δεκαετή εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.Τα επόμενα τριάντα χρόνια ήσαν χρόνια έντονης πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας, οικονομικής δυσπραγίας,εμφυλίων πολέμων, συρράξεων με Ισπανία, ΗΠΑ και Γαλλία, συγκρούσεων για τη μορφή διακυβέρνησης της χώρας, για τα προνόμια της καθολικής εκκλησίας και του στρατού. Αυτή η ρευστότητα αντικατοπτρίζεται στη σταδιοδρομία του συντηρητικού στρατιωτικού και πολιτικού Αντόνιο Λόπεζ ντε Σάντα Άννα, ο οποίος κατέλαβε ένδεκα φορές το προεδρικό αξίωμα της χώρας. Το 1855 τερματίζεται το ανελεύθερο καθεστώς του Σάντα Άννα και το 1858 πρόεδρος της χώρας αναδεικνύεται ο Μπενίτο Χουάρεζ. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι φιλελεύθεροι αστοί ζητούσαν μία οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ενώ οι συντηρητικοί προτιμούσαν μία χώρα όπως η Ισπανία, με μοναρχία, πανίσχυρη καθολική εκκλησία και φεουδαρχική οργάνωση. Οι φιλελεύθεροι συνασπίσθηκαν γύρω από τον πρόεδρο Μ. Χουάρεζ. Στον εμφύλιο που ακολούθησε αναδείχθηκε η στρατιωτική φυσιογνωμία του στρατηγού Πορφίριο Ντίαζ, που αντιμετώπισε με επιτυχία, τόσο την ανταρσία των συντηρητικών, όσο και την γαλλική επέμβαση που προκάλεσαν οι τελευταίοι, με σκοπό την επιβολή της βασιλείας του Μαξιμιλιανού. Μετά την τελευταία επανεκλογή του στην προεδρία το 1871, ο Μ. Χουάρεζ συνάντησε έντονη αντίδραση στα ριζοσπαστικά μέτρα, που θέλησε να εφαρμόσει, ακόμη και από τους πρώην συμμάχους τουφιλελεύθερους. Εκδηλώθηκε ανταρσία υπό την αρχηγία του πρώην συνεργάτη του Πορφίριο Ντίαζ, που κατεστάλει. Η δεύτερη απόπειρα του Ντίαζ ήταν επιτυχής. Κατέλαβε το προεδρικό αξίωμα το 1876 και, μέσω νόθων εκλογών, το διατήρησε μέχρι το 1910. Ο κάποτε φιλελεύθερος Ντίαζ, είχε γίνει αντιδραστικός.Έκλεισε ειρήνη με την καθολική εκκλησία και την ηττημένη συντηρητική ελίτ. Το περιβάλλον του ήταν μια ομάδα χρηματιστών και επιχειρηματιών, που αυτοαποκαλούνταν loscientificos (οι επιστημονικοί), άνθρωποι που μεγέθυναν τα τσιφλίκια τους (haciendas) και προωθούσαν τις ξένες ληστρικές επενδύσεις. Στη διάρκεια του καθεστώτος Ντίαζ έγιναν επενδύσεις από κεφαλαιούχους των ΗΠΑ (Γκούγκενχάϊμ, Ροκφέλερ, Ράντολφ Χιρστ, Ρίγκλεϊ, ARASCO), της Αγγλίας (λόρδος Κόουντρέϊ) και της Γαλλίας, σε αγροκτήματα ζαχαροκάλαμου, ρητινόδενδρων και αγαύης (πρώτη ύλη για την τεκίλα και νήματος σάκκων), σε σιδηροδρόμους, σε ορυχεία και σε εξόρυξη πετρελαίου. Με όργανα καταπίεσης τον ομοσπονδιακό στρατό και την ένοπλη αγροτική αστυνομία (losrurales), ο Π. Ντίαζ προστάτευε τους μεγαλοκτηματίες και τους ξένους επενδυτές, ενώ οι αγρότες είχαν γίνει εργάτες στη γη τους και οι εργάτες σκλάβοι των επενδυτών. Οι ξένης ιδιοκτησίας σιδηρόδρομοι μετέφεραν τον πλούτο του Μεξικού στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, ενώ στην ενδοχώρα διακινούσαν τον ομοσπονδιακό στρατό και την αγροτική αστυνομία όπου υπήρχε ανάγκη καταστολής. Ενώ, λοιπόν, πλησίαζε η επέτειος της εκατονταετηρίδας από την έναρξη του Αγώνα της Ανξαρτησίας το 1810, ξέσπασε η Επανάσταση.
Ενώ ο Μαδέρο επεδίωκε μια δημοκρατική επανάσταση που θα δημιουργούσε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία και μεγαλύτερη εξουσία για τους καπιταλιστές του Βορρά, οι στρατιώτες που αποτελούσαν τους επαναστατικούς στρατούς στα πεδία της μάχης ήθελαν πάνω από όλα τη γη. Ο Ορόζκο και ο Βίλα στο Βορρά παρείχαν τα μεγάλα τάγματα της επανάστασης, αλλά και το κίνημα του Ζαπάτα πρόσφερε την κυριαρχική ιδέα: άμεση αγροτική μεταρρύθμιση, ή, με τα δικά του λόγια, «Η γη σε εκείνους που τη δουλεύουν».
Οπως οι περισσότερες επαναστάσεις, έτσι και αυτή του Μεξικού ήταν μια επανάσταση «από τα κάτω»- από αυτούς που δεν είχαν τίποτε να χάσουν. Και δεν είχαν τίποτε να χάσουν, διότι στο Μεξικό του 1910- όπως σημειώνει ο Τζίλι- το 81% της γης ήταν ιδιοκτησία των μεγάλων γαιοκτημόνων-τσιφλικάδων, οι οποίοι μαζί με τα κτήματα διαφέντευαν τη μοίρα εκατομμυρίων ακτημόνων χωρικών, με την πλήρη ανοχή του ισόβιου «πρεζιντέντε» Πορφίριο Ντίαζ. Η δυσαρέσκεια τμήματος της αστικής τάξης ενάντια στο καθεστώς αποτέλεσε βέβαια τη θρυαλλίδα όσων ακολούθησαν. Η Μεξικανική Επανάσταση άρχισε το 1910 σαν ένας αγώνες ανάμεσα σε δυο μερίδες της καπιταλιστικής τάξης της χώρας: η ολιγαρχία του παλιού πλούτου γύρω από τον Πορφίριο Ντιάθ από τη μια μεριά, και μια νέα ανακαινιστική αστική τάξη ιδιαίτερα ισχυρή στο Βόρειο Μεξικό από την άλλη. Ο Φρανσίσκο Μαδέρο, γόνος μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων που επίσης κατείχαν ορυχεία και εργοστάσια, εγκαινίασε την επανάσταση. Ο Μαδέρο, του οποίου η μερίδα της μεξικάνικης μπουρζουαζίας είχε σε μεγάλο βαθμό αποκλειστεί από τον κυβερνητικό κύκλο του Πορφίριο Ντιάθ, έλπιζε να δημιουργήσει μια αστική δημοκρατία στην οποία τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων τόσο της παλιάς ολιγαρχίας όσο και των εκμοντερνιστών θα συμφιλιώνονταν. Ο Φρανσίσκο Μαδέρο, , τόλμησε να βάλει υποψηφιότητα κόντρα στον Ντίαζ, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί και τελικά να βρει καταφύγιο στις ΗΠΑ, όπου με τα χρήματα της οικογένειάς του συνέστησε έναν μικρό μισθοφορικό στρατό για να επιχειρήσει την ένοπλη ανατροπή της κυβέρνησης. Η δύναμή του ήταν ισχνή, αλλά και το καθεστώς του 80χρονου πια Ντίαζ αποδείχθηκε ετοιμόρροπο: μέσα σε λίγους μήνες ο Ντίαζ παραιτήθηκε και ο Μαδέρο έγινε πρόεδρος ύστερα από κανονικές εκλογές τον Νοέμβριο του 1910. Η μάχη όμως στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου: η αγροτική εξέγερση ήταν πλέον αναπόφευκτη. Και οι εμβληματικοί ήρωές της δεν άργησαν να εμφανιστούν: στο Βόρειο Μεξικό με τη μορφή του Φρανσίσκο «Πάντσο» Βίγια, ενός πρώην οδηγού κοπαδιών, λαθρέμπορου και ληστή, ο οποίος μπήκε επικεφαλής της εξέγερσης, και στον ακόμη φτωχότερο Νότο με τον Εμιλιάνο Ζαπάτα, έναν τοπικό ηγέτη ακτημόνων στην Πολιτεία Μορέλος.
Η αδύναμη κυβέρνηση του Μαδέρο και η αποτυχία της να καταπνίξει τις εξεγέρσεις που είχαν ξεσπάσει στο Βορρά και το Νότο ανησύχησαν εξίσου τους μεξικανούς καπιταλιστές και τους ξένους επενδυτές. Φοβούνταν ότι ο Μαδέρο θα εκδιώκονταν από την ηγεσία από τους εργάτες και τους αγρότες που είχαν στραφεί εναντίον του, οδηγώντας στο χάος ή σε μια πιο ριζοσπαστική επανάσταση. Αυτοί οι υπολογισμοί οδήγησαν τον πρεσβευτή του προέδρου των ΗΠΑ Ουίλιαμ Χάουαρντ Ταφτ στο Μεξικό, τον Χέντι Λέιν Ουίλσον, σε συνεργασία με τους ευρωπαίους πρεσβευτές και τα μέλη της μεξικάνικης στρατιωτικής και πολιτικής ελίτ, να οργανώσουν ένα πραξικόπημα για να ανατρέψουν τον Μαδέρο. Ακολούθησε αυτό που είναι γνωστό ως οι «δέκα τραγικές μέρες» μαχών στην Πόλη του Μεξικό, στη διάρκεια των οποίων το αντεπαναστατικό κίνημα του Λέιν συνέλαβε και δολοφόνησε τον Μαδέρο. Κατόπιν, σε μια συνεδρίαση στην πρεσβεία των ΗΠΑ, ο στρατηγός Βικτοριάνο Χουέρτα έγινε ο νέος πρόεδρος του Μεξικό.
Τον «μεστίζο» (μιγά) ορφανό Ζαπάτα τον είχαν εκλέξει οι συγχωριανοί του για να υπερασπίζει την κοινοτική γη, τα «εχίδος», από την αρπακτικότητα των τσιφλικάδων. Στις 29 Μαρτίου 1911 αυτός και οι άνδρες του επιτέθηκαν στο εργοστάσιο ζάχαρης του τσιφλικιού Τσιναμένα και «απαλλοτρίωσαν» σύγχρονο οπλισμό και άλογα. Μέσα σε λίγες εβδομάδες η φάλαγγα του Ζαπάτα διέθετε περισσότερους από 1.000 οπλισμένους άνδρες, τον «κορμό» του «Απελευθερωτικού Στρατού του Νότου». Υπό την ηγεσία του, οι ένοπλοι αγρότες άρχισαν να μοιράζουν τη γη. Η περιουσία όλων των εχθρών της Επανάστασης πρέπει να εθνικοποιηθεί, αυτό ήταν το πρόγραμμα του κινήματος του Ζαπάτα- και ας τον αποκαλούσαν οι αστικές εφημερίδες και οι τρομαγμένοι κάτοικοι των πόλεων «Αττίλα του Νότου». Στον Βορρά σχηματίστηκε η περίφημη «Μεραρχία του Βορρά» του Πάντσο Βίγια, που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη δεύτερη και πιο κρίσιμη φάση της επανάστασης, μετά το 1914. Τέτοια ήταν η ανησυχία της άρχουσας τάξης, ώστε ο ανίκανος να καταστείλει την αγροτική εξέγερση Μαδέρο σύντομα ανατράπηκε από έναν «πορφιρίστα» (οπαδό του Ντίαζ) στρατηγό του, τον Βικτοριάνο Χουέρτα. Ούτε αυτός όμως αποδείχθηκε ικανός να καταστείλει τους αποφασισμένους αγρότες: στις 22 Ιουνίου του 1914 η Μεραρχία του Βορρά τσάκισε τους «ομοσπονδιακούς» του Χουέρτα στη μάχη της Σακατέκας, στον δρόμο προς την πρωτεύουσα. Οι δυνάμεις του Ζαπάτα κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση από τον Νότο.
Όταν ο Βίλα και ο Ζαπάτα κατέλαβαν την Πόλη του Μεξικό, και τα στρατεύματά τους έπιναν καφέ στο πολυτελές Σάνμπορν καφέ. Οι δυο επαναστάτες στρατηγοί, επικεφαλής στρατών από ραντσιέρηδες, αγρότες και εργάτες, απέτυχαν, ωστόσο, να εδραιώσουν την εξουσία τους. Ο στρατός του Βίλα επέστρεψε στο Βορρά, ενώ οι αγρότες του Ζαπάτα πήραν το δρόμο της επιστροφής για το Νότο. Το παλιό πορφιριανό κράτος είχε καταστραφεί, αλλά οι πληβειακές δυνάμεις απέτυχαν να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό κόμμα ή ένα νέο κράτος κατ’ εικόνα τους.
Το καθεστώς του Χουέρτα κατέρρευσε τον Αύγουστο. Και τον Δεκέμβριο, ενώ στην Ευρώπη μαινόταν ήδη το μακελειό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Μεραρχία του Βορρά και ο Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου μπήκαν θριαμβευτικά στην Πόλη του Μεξικού και εγκατέστησαν μια νέα κυβέρνηση. Οι ηγέτες τους, ο Ζαπάτα και ο Βίγια, εισήλθαν στο Εθνικό Μέγαρο, την έδρα της εξουσίας των γαιοκτημόνων, και άπλωσαν τις λασπωμένες μπότες τους στα πανάκριβα έπιπλα. Αλλά την εξουσία δεν την πήραν οι στρατοί του Βίγια και του Ζαπάτα, και οι χιλιάδες αγρότες και εργάτες που τους στελέχωσαν. Γιατί; Διότι, όπως λένε οι περισσότεροι ιστορικοί, ντόπιοι και ξένοι, δεν αρκεί να ρίξεις το προηγούμενο σάπιο καθεστώς: πρέπει να διαθέτεις και πολιτικό πρόγραμμα που να απαντά στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Και κάτι τέτοιο ούτε διέθεταν ούτε και μπορούσαν να συλλάβουν οι νικητές, στην πλειονότητά τους αγράμματοι, δεισιδαίμονες αγρότες. Ετσι οι «προοδευτικοί» αστοί, που ήξεραν ακριβώς τι έπρεπε να κάνουν, τελικά νίκησαν. Αυτοί θα χάραζαν το μέλλον του Μεξικού.
Ενώ η αστική τάξη του Μεξικό ήθελε να πισωγυρίσει το κύμα της επανάστασης προτού απειλήσει τις χασιέντες και τα ορυχεία της, οι πληβειακοί επαναστάτες ήθελαν γη, συνδικάτα, δημόσια σχολεία και μεγαλύτερο έλεγχο στους πόρους της χώρας, που ήταν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των ξένων καπιταλιστών.
Χρειάστηκε βέβαια να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη των μεσαίων στρωμάτων και να εκτονώσουν την επαναστατικότητα του «σκληρού πυρήνα» των εξεγερμένων. Και το έκαναν, όπως συνήθως, με ωραία λόγια: το Σύνταγμα του 1917 ήταν ίσως το πιο προχωρημένο πολιτικό κείμενο της εποχής, αφού δεν προέβλεπε μόνο την αναδιανομή των λατιφουντίων αλλά και μια σειρά από πρωτοφανή εργατικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στον οργανωμένο συνδικαλισμό, τις συλλογικές συμβάσεις, το οκτάωρο, τις συντάξεις χηρείας και πολλά ακόμη... Το μόνο πρόβλημα ήταν πως όλα αυτά ήταν υποσχέσεις: μόλις οι αστοί ξαναπήραν τα γκέμια, το μεγαλύτερο μέρος των «δεσμεύσεών» τους παραπέμφθηκε στις καλένδες. Η επανάσταση φυσικά δεν εξαφανίστηκε εν μια νυκτί: από το 1914 ως το 1919 ο Πάντσο Βίγια και ο Ζαπάτα έδωσαν έναν απελπισμένο αγώνα ενάντια στις δυνάμεις των «Συνταγματικών», που πλέον είχαν την ανοιχτή στρατιωτική υποστήριξη των ανήσυχων ΗΠΑ. Στον Βορρά, ο «στριμωγμένος» από δύο πλευρές Βίγια ηττήθηκε το 1917 και κατέφυγε στον ανταρτοπόλεμο. Στον Νότο, και ιδιαίτερα στην Πολιτεία του, το Μορέλος, ο Ζαπάτα επιχείρησε το «άλμα στο αδύνατον»: συλλογική καλλιέργεια της γης, «εθνικοποίηση» και αυτοδιαχείριση των εργοστασίων ζάχαρης, οργανωμένες πολιτοφυλακές. Αλλά το όνειρο της «Κομμούνας του Μορέλος» δεν μπορούσε να κρατήσει: ο Ζαπάτα, ο «τίγρης του Νότου», δολοφονήθηκε πισώπλατα το 1919. Τέσσερα χρόνια αργότερα τον «ακολούθησε» και ο Βίγια. Μαζί τους χάθηκε το όραμα ενός άλλου, λαοκρατικού Μεξικού. Και από την επανάσταση των κολασμένων απέμειναν μόνον οι σκιές και τα φαντάσματα του 1 εκατομμυρίου ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους. Το πνεύμα τους βέβαια επέζησε πολύ περισσότερο από τους ίδιους: ζει ακόμη στις καρδιές των αυτοχθόνων «Ζαπατίστας» της επαρχίας Τσιάπας και στο σύνθημά τους: Τierra y Libertad, Γη και Ελευθερία...