Ενώ όλος ο κόσμος έχει εστιάσει την προσοχή του στον «Δ’ Παγκόσμιο Πόλεμο» που διεξάγει η Αμερικανική Αυτοκρατορία ενάντια στο φάντασμα της ισλαμικής τρομοκρατίας, ελάχιστοι φαίνεται να έχουν προσέξει τον υπόγειο ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της αναδυόμενης Κίνας, έναν ανταγωνισμό με έπαθλο το μέλλον του πλανήτη μας. Αμερική και Κίνα έχουν ριχτεί ήδη στη μάχη για το ποιος θα κυριαρχήσει στον κόσμο μας τις επόμενες δεκαετίες. Ποιος από τους δύο τελικά θα κερδίσει; Θα γίνει άραγε η Κίνα η επόμενη πλανητική υπερδύναμη;
Μετά τη θεαματική «αποχώρηση» της Σοβιετικής Ένωσης από την παγκόσμια πολιτική σκηνή, που συνέβη εντελώς απροσδόκητα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι ΗΠΑ βιάστηκαν να διαλαλήσουν περίτρανα τη μονοκρατορία τους στον πλανήτη Γη. Πάνω στη βιασύνη τους ξέχασαν βέβαια ότι ουσιαστικά είναι μια νεαρή υπερδύναμη με περιορισμένο «κύκλο ζωής». Ξέχασαν ότι μόλις μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο πήραν τη σκυτάλη της οικονομικής «πλανηταρχίας» από την αποικιοκρατική Μεγάλη Βρετανία, η οποία γύρω στα 1850 «εκθρόνισε» την αυτοκρατορία της Κίνας ύστερα από 3.500 χρόνια συνεχούς πρωτοκαθεδρίας στο ζωτικό τομέα της οικονομικής παραγωγής! Μέχρι το 1500 η Κίνα ήταν η πιο τεχνολογικά και επιστημονικά εξελιγμένη χώρα στον κόσμο. Μέχρι το 1800 ήταν η πιο ισχυρή οικονομία στον κόσμο, ενώ πάντα ήταν η πολυπληθέστερη χώρα στον πλανήτη μας. Αλλά η Ιστορία εκδικείται αυτούς που την αγνοούν. Χάρη στον δημογραφικό της όγκο, σην αλματώδη της οικονομική ανάπτυξη και με μια πολεμική μηχανή σε διαρκή εξέλιξη, η Κίνα επανέρχεται δυναμικά διεκδικώντας την επιστροφή του «θρόνου» της, τον οποίο «σφετερίστηκαν» τελευταία οι προαναφερόμενες Δυτικές χώρες, κλείνοντας έτσι μια θλιβερή παρένθεση δυο αιώνων στη συνεχή μονοκρατορία της. Όλα τα μεγέθη που αφορούν την Κίνα είναι τεράστια. Καταλαμβάνοντας έκταση 9.561.961τ.χλμ. –σχεδόν ίση με Ευρώπης– η Κίνα είναι η 3η σε έκταση χώρα στον κόσμο, ύστερα από τη Ρωσία και τον Καναδά. Αντίθετα όμως με αυτές τις δυο χώρες του βορείου ημισφαιρίου, που διαθέτουν τεράστιες ακατοίκητες εκτάσεις, η Κίνα, με εξαίρεση το δυτικό της τμήμα, είναι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη χώρα (135 κατ/τ.χλμ.) ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές της (350 κατ/τ.χλμ.). Αυτό συμβαίνει επειδή η Κίνα είναι η πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη, διαθέτοντας ένα πληθυσμό που ξεπερνάει το 1.300.000.000 κατοίκους, δηλαδή το 21% του παγκόσμιου συνόλου!…
Αυτός ο τεράστιος πληθυσμιακός όγκος της Κίνας είναι φυσικό ν’ ανησυχεί όχι μόνον τους γείτονες της, αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα, εφόσον οι δραστηριότητες μιας τέτοιας μάζας ανθρώπων επηρεάζουν καθοριστικά την παγκόσμια ζήτηση τροφίμων, την κατανάλωση ενέργειας και το περιβάλλον. Καθώς μάλιστα και οι οικονομικές δραστηριότητες αυτής της τεράστιας πληθυσμιακής μάζας επεκτείνονται με αλματώδη ρυθμό, είναι αναπόφευκτο να οδηγήσουν σε αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας και πρώτων υλών –κάτι που βλέπουμε ήδη με την έκρηξη των τιμών του πετρελαίου στα 100 δολάρια το βαρέλι–, αλλά και σε αύξηση της κινέζικης επιθετικότητας σε γειτονικές χώρες, που έχουν μεγάλα αποθέματα φυσικού πλούτου. Η Κίνα είναι εδώ και αρκετά χρόνια η ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα στον κόσμο. Το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) της διπλασιάζεται κάθε επτά χρόνια –ένας ρυθμός που κυμαίνεται μεταξύ 7-10% ετησίως!. Αν αυτός ο ρυθμός διατηρηθεί, οι ειδικοί προβλέπουν ότι η κινεζική οικονομία θα ανέλθει στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης το αργότερο μέχρι το 2050 μ.Χ. Κάτι τέτοιο θα αλλάξει ριζικά τη γεωοικονομική εικόνα του πλανήτη μας. Και αυτό γιατί δεν μιλάμε για την οικονομική ανάπτυξη ενός έθνους 125 εκατομμυρίων, όπως είναι η Ιαπωνία, ή 300 εκατομμυρίων, όπως οι ΗΠΑ, αλλά για το 1/5 της ανθρωπότητας! Αν και οι ειδικοί προβλέπουν μακροπρόθεσμα επιβράδυνση του κινεζικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, η ανοδική πορεία του «Κόκκινου Δράκου» θα συνεχιστεί. H Κίνα, η ισχύς της οποίας γιγαντώνεται με την πάροδο του χρόνου, ασκεί ήδη μια ασφυκτική πίεση στην περιφέρεια της καθώς διεκδικεί το δικό της γεωοικονομικό και γεωπολιτικό ζωτικό χώρο. Όλοι οι γείτονες της, ανεξαρτήτως μεγέθους, τρέμουν και μόνον στη σκέψη ότι ο «Κόκκινος Δράκος» μπορεί ν’ αρχίσει να βρυχάται. Σε αυτή την περίπτωση θα συμβούν ευρύτατες ανακατατάξεις στην περιοχή της Άπω Ανατολής, που ήδη συγκεντρώνει πολύ μεγάλο μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου (35%) και οι οικονομολόγοι προβλέπουν πως θα είναι το νέο οικονομικό κέντρο του πλανήτη τον 21ο αιώνα.
Η Ιαπωνία, αν και η τρίτη σε μέγεθος οικονομία στον κόσμο, είναι απλώς μια «σημαδούρα» απέναντι από τη γιγαντιαία Κίνα. Οι Σινο-ιαπωνικές σχέσεις ποτέ δεν ήταν ρόδινες. Οι Κινέζοι δεν ξεχνούν την ιαπωνική εισβολή στην Μαντζουρία και στην περιοχή της Σαγκάης στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και δεν συγχωρούν τα εγκλήματα του ιαπωνικού στρατού σε βάρος του κινεζικού λαού. Η Κίνα αντιμετωπίζει την Ιαπωνία ως ιστορικό αντίπαλο και ως προέκταση της αμερικανικής δύναμης στην περιοχή. Οι Κινέζοι θεωρούν ότι απειλούνται από την ανάδυση της Ιαπωνίας ως στρατιωτικής δύναμης, γεγονός που αναμοχλεύει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των Κινέζων. Στα μάτια της Κίνας οι σχέσεις που αναπτύσσει η Ιαπωνία με την Ταϊβάν αποσκοπούν στη δημιουργία ενός «Μαντζουκούο» (το προτεκτοράτο που ίδρυσαν το 1933 οι Ιάπωνες στη Μαντζουρία), δηλαδή ενός προγεφυρώματος, ενός κράτους-μαριονέτα, που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Τόκιο.Αρκετοί ιστορικοί βλέπουν αρκετά κοινά στοιχεία ανάμεσα στη σημερινή κατάσταση της Κίνας και την αυτοκρατορική Γερμανία της δεκαετίας του 1890. Η Κίνα είναι μια ανερχόμενη δύναμη που θυμίζει αρκετά την αυτοκρατορική Γερμανία επί Κάιζερ, που ζήλευε τη Μεγάλη Βρετανία, εχθρεύονταν τη Γαλλία και περιφρονούσε τη Ρωσία. Η σημερινή Κίνα ζηλοφθονεί τις ΗΠΑ, απορρίπτει τη Ρωσία και πονοκεφαλιάζει με την Ιαπωνία, ενώ κλείνει πονηρά το μάτι της στην Ινδία. Όπως το 1890 κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως 24 χρόνια αργότερα θα ξεσπούσε, εξ αιτίας της Γερμανίας, ο πολύνεκρος Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, έτσι και σήμερα κανείς δεν μπορεί να προδικάσει αν η Κίνα του 2030 ξεκινήσει κάτι παρόμοιο με αφορμή π.χ. την «απελευθέρωση» της Ταϊβάν. Η Κίνα το 2030 μπορεί κάλλιστα ν’ αποτελέσει την ισχυρότερη αντιαμερικανική δύναμη στον κόσμο ή να μεταμορφωθεί από τους Δυτικούς επενδυτές σ’ ένα άκακο «γιγαντιαίο Χονγκ Κονγκ».
Η Κίνα θα ήθελε πολύ να εκμεταλλευτεί και να εποικίσει τις απέραντες εκτάσεις της Σιβηρίας, που αντιπροσωπεύει ότι αντιπροσώπευε κάποτε για τους Αμερικανούς η Καλιφόρνια και η Αλάσκα μαζί: μια πηγή πρώτων υλών, μια ευκαιρία για κερδοφόρες επενδύσεις, ένα Ελντοράντο εύκολο πλουτισμό και ταυτόχρονα μια περιοχή εποίκισης για τα εκατομμύρια των Κινέζων που ασφυκτιούν. Κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που η Ρωσία, αν και ισχυρή πυρηνική δύναμη, αισθάνεται ανασφάλεια και συσφίγγει τις σχέσεις της με την Αμερική και την Ευρώπη. Η Κίνα αναδύεται χωρίς τυμπανοκρουσίες και φανφάρες, αλλά αργά, σιωπηλά και μεγαλεπήβολα, όπως ταιριάζει στην πολιτιστική της ιδιαιτερότητα. Κινείται αργά προς μια μετα-κομουνιστική φάση, με κύριο χαρακτηριστικό την έντονη οικονομική ανάπτυξη και τη διαμόρφωση μιας νέας αυτοπεποίθησης και μιας νέας εθνικιστικής δύναμης. Τη δεκαετία του 1950 οι Σοβιετικοί ηγέτες καυχιόνταν ότι σε λίγα χρόνια θα «θάψουν» την Αμερική στην οικονομική πρόοδο. Οι Κινέζοι είναι πιο προσεκτικοί και δεν επιδίδονται σε μεγαλοστομίες. Αυτό όμως δεν καθησυχάζει τους γείτονες της, καθώς και την Αμερικανική Αυτοκρατορία. Όλοι αντιμετωπίζουν πλέον με καχυποψία τις ηγεμονικές τάσεις της Κίνας, που με τον αέρα της ανερχόμενης υπερδύναμης εισβάλει δυναμικά στην παγκόσμια σκηνή. Δεν ανησυχούν μονάχα οι μικροί και οι μεγάλοι γείτονες της αλλά ακόμη και οι ίδιες οι ΗΠΑ, που διαβλέπουν την πρωτοκαθεδρία τους, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, να υποσκελίζεται από τη δυναμική άνοδο του «Κόκκινου Δράκου». Αν οι σημερινές τάσεις της κινεζικής οικονομίας διατηρηθούν τότε προβλέπεται πως μέχρι το έτος 2050 η Κίνα θα καταστεί υπ’ αριθμόν ένα παγκόσμια υπερδύναμη, τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα, ενώ οι ΗΠΑ θα έχουν περάσει σε «δεύτερο πλάνο» ως συνηθισμένη πλέον δύναμη.η σύγκρουση ανάμεσα στον κινεζικό και τον αμερικανικό πολιτισμό είναι σε βαθύτερο επίπεδο μια σύγκρουση ανάμεσα σ’ έναν πνευματικό και σ’ έναν κοσμικό τρόπο ζωής… Ο κινέζικος πολιτισμός υπογράμμιζε ανέκαθεν την ένωση του επουράνιου με το ανθρώπινο στοιχείο… Αντίθετα με την καταναλωτική και ηδονιστική συμπεριφορά που αναδύθηκε από τον αμερικανικό πολιτισμό».Παρά τα προβλήματα και τις προκλήσεις η Κίνα θα καταφέρει τελικά να ισχυροποιήσει τη θέση της και να γίνει η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο πριν από τα μέσα του 21ου αιώνα. Ωστόσο, τουλάχιστον μέχρι το 2025μ.Χ., η Αμερική θα συνεχίσει να είναι η κυρίαρχη δύναμη στον πλανήτη μας, αλλά η πρωτοκαθεδρία της θ’ αρχίσει να αμφισβητείται. Ακόμη πάντως κι αν η Αμερική επιχειρήσει να ανασχέσει τη γεωπολιτική άνοδο της Κίνας δεν είναι σίγουρο πως θα τα καταφέρει, καθώς η κεκτημένη ταχύτητα είναι ήδη μεγάλη. Θα πρέπει να συνυπάρξουν πολλοί λόγοι για ν’ ανακοπεί η δυναμική ανατολή του άστρου της Κίνας στο γεωπολιτικό στερέωμα του 21ου αιώνα.
Πολύ ισχυρή η Κίνα, υπερδύναμη οι ΗΠΑ
Ενα διαφορετικό παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό, όπου οι ΗΠΑ θα έχουν απολέσει τη σημερινή παντοδυναμία τους και η Κίνα θα έχει εξελιχθεί στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, σκιαγραφεί έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών των ΗΠΑ για την πορεία της ανθρωπότητας έως το 2030. Η έκθεση 140 σελίδων, προϊόν αναλύσεων των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, όπως και εμπειρογνωμόνων από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, επισημαίνει ότι η οικονομική ισχύς θα μετατοπισθεί από το ευρωατλαντικό πεδίο στην Ασία, ωστόσο ως απόρροια της ενεργειακής ανεξαρτησίας της η Αμερική θα διατηρήσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο ως «πρώτη μεταξύ ίσων». Αντίθετα, καταγράφεται αβεβαιότητα γύρω από το μέλλον της Ευρώπης, ενώ προβλέπεται σταδιακή υποχώρηση της Ρωσίας, η οικονομία της οποίας δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγική και η ισχύς της χώρας είναι απόρροια των πηγών ενέργειας που διαθέτει. Στην έκθεση, που τιτλοφορείται «Παγκόσμιες τάσεις 2030», προβλέπεται ότι στις επόμενες δύο δεκαετίες το ποσοστό της παγκόσμιας οικονομίας που έχουν οι ΗΠΑ, η Ε.Ε. και η Ιαπωνία θα μειωθεί από 56% που είναι σήμερα σε λιγότερο από το 50%. Παράλληλα, προβλέπεται οικονομική άνοδος και αυξημένη επιρροή για χώρες όπως η Βραζιλία, η Ινδονησία, η Κολομβία, το Μεξικό, η Ν. Κορέα, η Νιγηρία και η Τουρκία. Για την τελευταία καταγράφεται πάντως και η απειλή διαμελισμού από ενδεχόμενη δημιουργία κουρδικού κράτους. Ενα από τα συνολικά έξι σενάρια που παρουσιάζονται στην έκθεση αναφέρεται στη σύσταση κράτους του πλούσιου σε πετρελαϊκά κοιτάσματα Κουρδιστάν, το οποίο θα περιλαμβάνει και μέρος της ανατολικής Τουρκίας.Παρά την ενίσχυση της Κίνας και την αποδυνάμωση της Δύσης, στον νέο πολυπολικό κόσμο που θα δημιουργηθεί, οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά της υπερδύναμης, καθώς «παραμένουν η μόνη χώρα ικανή να οικοδομήσει διεθνείς συμμαχίες και να κινητοποιήσει τις αναγκαίες δυνάμεις για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων». Ο σύμβουλος σύνταξης της έκθεσης, Μάθιου Μπάροους, τονίζει πάντως ότι «η Κίνα δεν θα αντικαταστήσει τις ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο», αφού αδυνατεί να διαδραματίσει τον ιδιότυπο ρόλο της γέφυρας μεταξύ περιοχών, χωρών και θεσμών: «Το να είναι μια χώρα η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη είναι σημαντικό, αλλά η μεγαλύτερη οικονομία δεν είναι απαραιτήτως και υπερδύναμη». Σε αντίθεση με την πλήρη ανεξαρτησία των ΗΠΑ από τη Σοβιετική Ενωση και την απόλυτα συγκρουσιακή σχέση που είχαν κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ο ανταγωνισμός Αμερικής - Κίνας θα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, αφού οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις θα είναι αναγκασμένες να συνεργάζονται για την προώθηση των συμφερόντων τους, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις θα είναι κοινά. Στην έκθεση προβάλλεται και το «θετικό σενάριο» μιας πιθανής μελλοντικής συνεργασίας ΗΠΑ - Κίνας. Για να προκύψει αυτή θα χρειαζόταν μια μείζων κρίση, όπως, για παράδειγμα, να βρεθούν η Ινδία και το Πακιστάν στα πρόθυρα πυρηνικού πολέμου και αυτός να αποφευχθεί με κοινή παρέμβαση Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Επισημαίνεται, επίσης, ότι μέχρι το 2030 η Κίνα θα προηγείται της Ινδίας, αλλά στη συνέχεια η μεταξύ τους διαφορά θα αρχίσει να μειώνεται καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης της τελευταίας θα είναι αισθητά μεγαλύτεροι. Από κοινού οι δύο ασιατικοί γίγαντες θα έχουν διπλάσια συνεισφορά στην παγκόσμια ανάπτυξη σε σχέση με αυτή που έχουν σήμερα η Αμερική και η Ευρωζώνη μαζί. Πάντως, Κίνα και Ινδία περιγράφονται ως ευάλωτες στην έλλειψη πόρων. Επίσης, η διαφαινόμενη διασπορά επικίνδυνων τεχνολογιών, που σε συνδυασμό με την ευρεία χρήση του κυβερνοχώρου θα προσφέρει τη δυνατότητα όχι μόνο σε χώρες και οργανώσεις, αλλά ακόμη και σε μεμονωμένα άτομα, να προκαλούν τεράστιες καταστροφές. «Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι στην ιστορία της ανθρωπότητας, που μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικές εκδοχές του αύριο», καταλήγει η έκθεση.
Ενα διαφορετικό παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό, όπου οι ΗΠΑ θα έχουν απολέσει τη σημερινή παντοδυναμία τους και η Κίνα θα έχει εξελιχθεί στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, σκιαγραφεί έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών των ΗΠΑ για την πορεία της ανθρωπότητας έως το 2030. Η έκθεση 140 σελίδων, προϊόν αναλύσεων των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, όπως και εμπειρογνωμόνων από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, επισημαίνει ότι η οικονομική ισχύς θα μετατοπισθεί από το ευρωατλαντικό πεδίο στην Ασία, ωστόσο ως απόρροια της ενεργειακής ανεξαρτησίας της η Αμερική θα διατηρήσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο ως «πρώτη μεταξύ ίσων». Αντίθετα, καταγράφεται αβεβαιότητα γύρω από το μέλλον της Ευρώπης, ενώ προβλέπεται σταδιακή υποχώρηση της Ρωσίας, η οικονομία της οποίας δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγική και η ισχύς της χώρας είναι απόρροια των πηγών ενέργειας που διαθέτει. Στην έκθεση, που τιτλοφορείται «Παγκόσμιες τάσεις 2030», προβλέπεται ότι στις επόμενες δύο δεκαετίες το ποσοστό της παγκόσμιας οικονομίας που έχουν οι ΗΠΑ, η Ε.Ε. και η Ιαπωνία θα μειωθεί από 56% που είναι σήμερα σε λιγότερο από το 50%. Παράλληλα, προβλέπεται οικονομική άνοδος και αυξημένη επιρροή για χώρες όπως η Βραζιλία, η Ινδονησία, η Κολομβία, το Μεξικό, η Ν. Κορέα, η Νιγηρία και η Τουρκία. Για την τελευταία καταγράφεται πάντως και η απειλή διαμελισμού από ενδεχόμενη δημιουργία κουρδικού κράτους. Ενα από τα συνολικά έξι σενάρια που παρουσιάζονται στην έκθεση αναφέρεται στη σύσταση κράτους του πλούσιου σε πετρελαϊκά κοιτάσματα Κουρδιστάν, το οποίο θα περιλαμβάνει και μέρος της ανατολικής Τουρκίας.Παρά την ενίσχυση της Κίνας και την αποδυνάμωση της Δύσης, στον νέο πολυπολικό κόσμο που θα δημιουργηθεί, οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά της υπερδύναμης, καθώς «παραμένουν η μόνη χώρα ικανή να οικοδομήσει διεθνείς συμμαχίες και να κινητοποιήσει τις αναγκαίες δυνάμεις για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων». Ο σύμβουλος σύνταξης της έκθεσης, Μάθιου Μπάροους, τονίζει πάντως ότι «η Κίνα δεν θα αντικαταστήσει τις ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο», αφού αδυνατεί να διαδραματίσει τον ιδιότυπο ρόλο της γέφυρας μεταξύ περιοχών, χωρών και θεσμών: «Το να είναι μια χώρα η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη είναι σημαντικό, αλλά η μεγαλύτερη οικονομία δεν είναι απαραιτήτως και υπερδύναμη». Σε αντίθεση με την πλήρη ανεξαρτησία των ΗΠΑ από τη Σοβιετική Ενωση και την απόλυτα συγκρουσιακή σχέση που είχαν κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ο ανταγωνισμός Αμερικής - Κίνας θα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, αφού οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις θα είναι αναγκασμένες να συνεργάζονται για την προώθηση των συμφερόντων τους, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις θα είναι κοινά. Στην έκθεση προβάλλεται και το «θετικό σενάριο» μιας πιθανής μελλοντικής συνεργασίας ΗΠΑ - Κίνας. Για να προκύψει αυτή θα χρειαζόταν μια μείζων κρίση, όπως, για παράδειγμα, να βρεθούν η Ινδία και το Πακιστάν στα πρόθυρα πυρηνικού πολέμου και αυτός να αποφευχθεί με κοινή παρέμβαση Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Επισημαίνεται, επίσης, ότι μέχρι το 2030 η Κίνα θα προηγείται της Ινδίας, αλλά στη συνέχεια η μεταξύ τους διαφορά θα αρχίσει να μειώνεται καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης της τελευταίας θα είναι αισθητά μεγαλύτεροι. Από κοινού οι δύο ασιατικοί γίγαντες θα έχουν διπλάσια συνεισφορά στην παγκόσμια ανάπτυξη σε σχέση με αυτή που έχουν σήμερα η Αμερική και η Ευρωζώνη μαζί. Πάντως, Κίνα και Ινδία περιγράφονται ως ευάλωτες στην έλλειψη πόρων. Επίσης, η διαφαινόμενη διασπορά επικίνδυνων τεχνολογιών, που σε συνδυασμό με την ευρεία χρήση του κυβερνοχώρου θα προσφέρει τη δυνατότητα όχι μόνο σε χώρες και οργανώσεις, αλλά ακόμη και σε μεμονωμένα άτομα, να προκαλούν τεράστιες καταστροφές. «Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι στην ιστορία της ανθρωπότητας, που μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικές εκδοχές του αύριο», καταλήγει η έκθεση.