Το τάνγκο και οι πρώιμες μορφές του αναπτύσσονται στις όχθες του Ρίο ντε λα Πλάτα –όπως αναπτύχθηκε η τζαζ στο δέλτα του Μισισιπή– από μετανάστες, Ισπανούς, Ιταλούς (κυρίως), Γάλλους, Νέγρους, που φθάνουν γεμάτοι όνειρα σε μια χώρα πολλά υποσχόμενη, που ωστόσο διατηρεί μια σχεδόν φεουδαρχική δομή. Οι διαφορές των προελεύσεων των μεταναστών εξηγούν και τη νεφελώδη καταγωγή του τάνγκο, που μεταφέρει μουσικά θέματα από την Ισπανία (φλαμένκο), την Κούβα (χαμπανέρα), την Καραϊβική και την Ιταλία.
Από περιβάλλον περιθωρίου το τάνγκο θα μετατραπεί, ακολουθώντας τις κοινωνικές μεταλλαγές της αργεντίνικης ιστορίας, σε πολιτιστική θρησκεία ευρύτερων στρωμάτων –όπως και η τζαζ και το ρεμπέτικο– με νέους ήρωες και νέους θρύλους, με δικά του τεμένη και δικούς του τόπους λατρείας, εκπέμποντας ένα νέο μυστικισμό, ισχυρό ακόμη και σήμερα, αν τουλάχιστον ακούσουμε τις ερμηνείες του Αστορ Πιατσόλα. Η αρχική του ερμητική γλώσσα θα γίνει εκ των πραγμάτων πιο κατανοητή, αφού θα ξεπεράσει τα όρια του μυημένου περιθωρίου για να εκφράσει ευρύτερα και πιο συντηρητικά κοινωνικά στρώματα, χωρίς ωστόσο να χάσει τη νοσταλγία, που είναι και η ουσία του.
Το ταγκό αποτελεί μια ολοκληρωτική τέχνη, μια βαθιά φιλοσοφία, έναν τρόπο να σκέφτεσαι και να ζεις. Δεν περιορίζεται μόνο στις φιγούρες των χορευτών αλλά εσωκλείει μέσα του τη μουσική, τους στίχους των τραγουδιών, την έκφραση, το πάθος, τη μελαγχολία, την αέναη αναζήτηση του εαυτού, την ελευθερία του αυτοσχεδιασμού, τη δύσκολη αποδοχή του ότι χρόνος είναι το τώρα. Το σώμα κινείται σαν ένα σύνολο ενωμένο με το συναίσθημα της στιγμής. Σ' αυτή τη βάση ενώνονται το αρσενικό με το θηλυκό σ' ένα χορευτικό σύνολο, σ' έναν κοινό σκοπό. Παρόλα αυτά η ένωση κρατά σε ακεραιότητα την ταυτότητα των χορευτών και την υπογραμμίζει. Έτσι, δημιουργείται ένα πρότυπο αντιθέσεων. Ο καβαλιέρος θα αναζητήσει τη ντάμα που θέλει να προσκαλέσει για χορό με τα μάτια.
Στην περίπτωση που η ντάμα στρέψει το βλέμμα της αλλού δείχνει προφανώς ότι δεν ενδιαφέρεται... Στην Αργεντινή αυτή η προσέγγιση θεωρείται βασική και ονομάζεται "cabeceo".Το cabeceo λοιπόν βγάζει αμφότερους τους χορευτές από τη δύσκολη θέση και είναι καλό να γίνεται σε οποιαδήποτε milonga (σάλα χορού) ανά τον κόσμο. Στην περίπτωση όμως που η ντάμα ανταποκριθεί στα μάτια ή στο νεύμα του καβαλιέρου; Αν τον κοιτάξει κι αυτή και του χαμογελάσει; Εκεί ξεκινά ο χορός. Ο αδιάψευστος διάλογος που μαρτυρά παράφορα τι ποιοι είμαστε, πως αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας, τους άλλους, τη ζωή, τον έρωτα, το άγνωστο, πως διαχειριζόμαστε τις ανασφάλειές μας. Το τάνγκο γίνεται ένας διάλογος δίχως λέξεις που όμως μπορούν να ειπωθούν τα πάντα. Ποτέ δύο τάνγκο που χορεύονται δεν μπορούν να είναι ίδια...και εδώ έγκειται ένα μεγάλο κομμάτι της μαγείας αυτού του χορού. Αφενός, ο καβαλιέρος πρέπει να εμπνέει εμπιστοσύνη, χωρίς όμως η εμπιστοσύνη να παραπέμπει σε βαρεμάρα ή ότι είναι προβλέψιμος στις κινήσεις του. Aφετέρου, η ντάμα πρέπει να εμπνέει και να ακολουθεί ενεργητικά τον καβαλιέρο της. Το τάνγκο είναι ένας χορός με άπειρες οπτικές. Μπορούμε να ανακαλύπτουμε συνεχώς καινούρια πράγματα σ' αυτό.
Στην περίπτωση που η ντάμα στρέψει το βλέμμα της αλλού δείχνει προφανώς ότι δεν ενδιαφέρεται... Στην Αργεντινή αυτή η προσέγγιση θεωρείται βασική και ονομάζεται "cabeceo".Το cabeceo λοιπόν βγάζει αμφότερους τους χορευτές από τη δύσκολη θέση και είναι καλό να γίνεται σε οποιαδήποτε milonga (σάλα χορού) ανά τον κόσμο. Στην περίπτωση όμως που η ντάμα ανταποκριθεί στα μάτια ή στο νεύμα του καβαλιέρου; Αν τον κοιτάξει κι αυτή και του χαμογελάσει; Εκεί ξεκινά ο χορός. Ο αδιάψευστος διάλογος που μαρτυρά παράφορα τι ποιοι είμαστε, πως αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας, τους άλλους, τη ζωή, τον έρωτα, το άγνωστο, πως διαχειριζόμαστε τις ανασφάλειές μας. Το τάνγκο γίνεται ένας διάλογος δίχως λέξεις που όμως μπορούν να ειπωθούν τα πάντα. Ποτέ δύο τάνγκο που χορεύονται δεν μπορούν να είναι ίδια...και εδώ έγκειται ένα μεγάλο κομμάτι της μαγείας αυτού του χορού. Αφενός, ο καβαλιέρος πρέπει να εμπνέει εμπιστοσύνη, χωρίς όμως η εμπιστοσύνη να παραπέμπει σε βαρεμάρα ή ότι είναι προβλέψιμος στις κινήσεις του. Aφετέρου, η ντάμα πρέπει να εμπνέει και να ακολουθεί ενεργητικά τον καβαλιέρο της. Το τάνγκο είναι ένας χορός με άπειρες οπτικές. Μπορούμε να ανακαλύπτουμε συνεχώς καινούρια πράγματα σ' αυτό.
Δεν είναι ένας απλός χορός που διδάσκεται μέσω συγκεκριμένων βημάτων ή χορογραφίας. Δεν είναι καν εύκολος. Για να μάθεις να χορεύεις τάνγκο, δεν χρειάζεται να αποστηθίσεις βήματα και φιγούρες. Χρειάζεται να καταλάβεις τη φιλοσοφία αυτού του χορού, να μπεις στο πνεύμα της έκφρασης και της ιδιαιτερότητας των κινήσεών του, να ακούσεις τη μουσική και απλά να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο. Είναι στάση ζωής. Αν είσαι γυναίκα, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αφεθείς στην αισθησιακή μελωδία του, να ανταποκριθείς στο κάλεσμα του άντρα, να γίνετε μια αγκαλιά και να σε πάει όπου του λέει το μυαλό του και η καρδιά του… Δεν ξέρεις την επόμενη κίνηση. Κάθε στιγμή είναι μια έκπληξη. Αυτή είναι η όλη του η ομορφιά.
Ταγκό: η συνεισφορά της Αργεντινής στον παγκόσμιο πολιτισμό
Το ταγκό, όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα, είναι μουσική και χορός, που αποτελεί τη συνεισφορά της Αργεντινής στον παγκόσμιο πολιτισμό, μαζί βεβαίως με τους αστέρες της μπάλας, που αφθονούν στη χώρα των πάμπας και των γκάουτσος. Το ταγκό το γνωρίζουμε στην αστική του εκδοχή, αφυδατωμένο από τις κοινωνικές του αναφορές, έτσι όπως το διέδωσαν στον υπόλοιπο κόσμο οι Παριζιάνοι στη δεκαετία του '20. Κυρίες με ολόσωμες τουαλέτες και κύριοι με φράκα να χορεύουν βαριεστημένα στη δεξίωση του κυρίου πρέσβη είναι μία εικόνα, που έχουμε στο μυαλό μας, κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο. Στη μικροαστική του εκδοχή το ταγκό θα το συναντήσουμε στη χώρα μας όλο και σε κάποια γαμήλια δεξίωση, με την ετικέτα του «Ευρωπαϊκού», λίγο προτού ηχήσουν τα κλαρίνα. Όμως, το ταγκό είχε άλλες κοινωνικές αναφορές στην αρχή της ιστορίας του. Γεννήθηκε κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες, κάτω στο λιμάνι της πόλης με τα μπαρ και τα πορνεία, εκεί που εδρεύει η θρυλική Μπόκα Τζούνιορς και έμαθε μπάλα ο Μαραντόνα. Στην περιοχή αυτή κατοικούσαν μαστροποί και πόρνες, αλλά και άνθρωποι της εργατικής τάξης, μετανάστες, τόσο από τα ενδότερα της Αργεντινής, όσο και από την Ευρώπη. Αρχικά ήταν καθαρά αρσενικός χορός... για άνδρες με τα όλα τους. Το ταγκό, σύμφωνα με τον μεγάλο αργεντινό συγγραφέα Ερνέστο Σάμπατο, είναι προϊόν επιμειξίας μουσικών και χορών, που έφερναν οι μετανάστες από τις πατρίδες τους, με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Είναι το τραγούδι του μοναχικού άνδρα, του «πορτένιο», που εκφράζει την επιθυμία και τη νοσταλγία του για μία γυναίκα και σε πολλές περιπτώσεις το ανικανοποίητο του έρωτά του: «Στη ζωή μου είχα γκόμενες και γκόμενες, μα ποτέ μου μια γυναίκα» λέει το δίστιχο ενός τάνγκο τραγουδιού.Είναι ένας χορός ενδοστρεφής και ενδοσκοπικός, αντίθετα με άλλους χορούς που είναι εξωστρεφείς και χαρωποί. «Ο γερμανός πίνει μπίρα, μεθοκοπάει και χορεύει αφελώς, ο «πορτένιο» χορεύει ένα τάνγκο για να σκεφθεί την τύχη του, που δεν του φέρθηκε ευνοϊκά» συμπληρώνει ο Ερνέστο Σάμπατο. Μεγάλη ώθηση στο ταγκό έδωσε το μπαντονεόν, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του. Είναι ένα είδος ακορντεόν που έφτασε από τη Γερμανία, με ήχο συναισθηματικό, βαθύ και δραματικό, που εκφράζει τέλεια τους καημούς του «πορτένιο». Ο συνθέτης και βιρτουόζος του μπαντονεόν Άστορ Πιατσόλα (1921-1992) ήταν ο αυτός, που έβαλε το ταγκό στις αίθουσες συναυλιών, ενώ μεγάλη ήταν και η συνεισφορά του κορυφαίου τραγουδιστή του είδους Κάρλος Γκαρντέλ (1890-1935).
Το ταγκό, όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα, είναι μουσική και χορός, που αποτελεί τη συνεισφορά της Αργεντινής στον παγκόσμιο πολιτισμό, μαζί βεβαίως με τους αστέρες της μπάλας, που αφθονούν στη χώρα των πάμπας και των γκάουτσος. Το ταγκό το γνωρίζουμε στην αστική του εκδοχή, αφυδατωμένο από τις κοινωνικές του αναφορές, έτσι όπως το διέδωσαν στον υπόλοιπο κόσμο οι Παριζιάνοι στη δεκαετία του '20. Κυρίες με ολόσωμες τουαλέτες και κύριοι με φράκα να χορεύουν βαριεστημένα στη δεξίωση του κυρίου πρέσβη είναι μία εικόνα, που έχουμε στο μυαλό μας, κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο. Στη μικροαστική του εκδοχή το ταγκό θα το συναντήσουμε στη χώρα μας όλο και σε κάποια γαμήλια δεξίωση, με την ετικέτα του «Ευρωπαϊκού», λίγο προτού ηχήσουν τα κλαρίνα. Όμως, το ταγκό είχε άλλες κοινωνικές αναφορές στην αρχή της ιστορίας του. Γεννήθηκε κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες, κάτω στο λιμάνι της πόλης με τα μπαρ και τα πορνεία, εκεί που εδρεύει η θρυλική Μπόκα Τζούνιορς και έμαθε μπάλα ο Μαραντόνα. Στην περιοχή αυτή κατοικούσαν μαστροποί και πόρνες, αλλά και άνθρωποι της εργατικής τάξης, μετανάστες, τόσο από τα ενδότερα της Αργεντινής, όσο και από την Ευρώπη. Αρχικά ήταν καθαρά αρσενικός χορός... για άνδρες με τα όλα τους. Το ταγκό, σύμφωνα με τον μεγάλο αργεντινό συγγραφέα Ερνέστο Σάμπατο, είναι προϊόν επιμειξίας μουσικών και χορών, που έφερναν οι μετανάστες από τις πατρίδες τους, με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Είναι το τραγούδι του μοναχικού άνδρα, του «πορτένιο», που εκφράζει την επιθυμία και τη νοσταλγία του για μία γυναίκα και σε πολλές περιπτώσεις το ανικανοποίητο του έρωτά του: «Στη ζωή μου είχα γκόμενες και γκόμενες, μα ποτέ μου μια γυναίκα» λέει το δίστιχο ενός τάνγκο τραγουδιού.Είναι ένας χορός ενδοστρεφής και ενδοσκοπικός, αντίθετα με άλλους χορούς που είναι εξωστρεφείς και χαρωποί. «Ο γερμανός πίνει μπίρα, μεθοκοπάει και χορεύει αφελώς, ο «πορτένιο» χορεύει ένα τάνγκο για να σκεφθεί την τύχη του, που δεν του φέρθηκε ευνοϊκά» συμπληρώνει ο Ερνέστο Σάμπατο. Μεγάλη ώθηση στο ταγκό έδωσε το μπαντονεόν, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του. Είναι ένα είδος ακορντεόν που έφτασε από τη Γερμανία, με ήχο συναισθηματικό, βαθύ και δραματικό, που εκφράζει τέλεια τους καημούς του «πορτένιο». Ο συνθέτης και βιρτουόζος του μπαντονεόν Άστορ Πιατσόλα (1921-1992) ήταν ο αυτός, που έβαλε το ταγκό στις αίθουσες συναυλιών, ενώ μεγάλη ήταν και η συνεισφορά του κορυφαίου τραγουδιστή του είδους Κάρλος Γκαρντέλ (1890-1935).
Άνδρες ...χορευτές
Το αργεντίνικο τανγκό, αρχικά χορευόταν από ζευγάρια ανδρών. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, οι κοινωνικές συνθήκες και ο συντηρητισμός της εποχής, εμπόδιζαν τις γυναίκες να βρεθούν στην αγκαλιά των ανδρών. Ίσως η εικόνα δυο ανδρών χορευτών να δείχνει αφύσικη, αλλά η «έλλειψη» θηλυκού παρτενέρ οδήγησε τους Αργεντίνους σε αυτήν τη λύση. Έτσι, ο χορός απέκτησε μεγαλύτερη δυναμική και ένταση, αφού παρέβλεπαν το ερωτικό στοιχείο. Το τανγκό ξεκίνησε απ’ τις φτωχογειτονιές και τους οίκους ανοχής του Μπουένος Άιρες στα τέλη του 19ου αιώνα. Ήταν χορός του δρόμου, των φτωχών και των μεταναστών. Τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκε, θεωρούνταν ένας υπερβολικά προκλητικός χορός. Το ζευγάρι χόρευε αγκαλιασμένο σφιχτά και ο ερωτισμός ήταν διάχυτος. Όπως ήταν φυσικό, όσες γυναίκες δεν εργάζονταν σε οίκους ανοχής, απαγορευόταν να έχουν τόσο «στενή επαφή» με κάποιο άνδρα, που δεν είχαν παντρευτεί. Όσοι άνδρες, λοιπόν, επιθυμούσαν να χορέψουν, έπρεπε να βρουν εναλλακτικές λύσεις. Έτσι, ξεκίνησαν να χορεύουν μεταξύ τους. Φυσικά, αυτός ο χορός δεν είχε ερωτικό στοιχείο. Το ζευγάρι έμοιαζε να είναι «πιασμένο στα χέρια», να μάχεται.
Με το πέρασμα των χρόνων, το τανγκό άρχισε σιγά σιγά να απενοχοποιείται και να χορεύεται ακόμα και σε πιο «ευυπόληπτα» μαγαζιά. Αλλά τότε εμφανίστηκαν άλλα προβλήματα. Τις πρώτες δεκαετίες του 1900, υπήρχαν πολλοί περισσότεροι άνδρες απ’ ότι γυναίκες στην Αργεντινή. Αν κάποιος άνδρας ήθελε να βρει σύζυγο, έπρεπε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την διεκδικήσει από πολλούς άλλους ενδιαφερόμενους. Το τανγκό ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος να γοητεύσει ο άνδρας την «καλή» του, με την χορευτική του δεινότητα. Όσο καλύτερος χορευτής ήταν, τόσο περισσότερες πιθανότητες είχε να την κατακτήσει. Οι άνδρες, λοιπόν, «προπονούνταν» με άλλους άνδρες και όταν έκριναν ότι είχαν φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, αναζητούσαν την «ντάμα» τους. Η εκμάθηση του χορού ξεκινούσε, με τον μαθητή να παρακολουθεί τους υπόλοιπους χορευτές . Στη συνέχεια, έπαιρνε τον ρόλο της γυναίκας και ακολουθούσε τα βήματα του «καβαλιέρου» του. Όταν πια αποκτούσε κάποια εμπειρία, μάθαινε τον χορό σε κάποιον άλλο νεαρό άνδρα. Η διαδικασία αυτή, μπορούσε να πάρει ακόμα και ένα χρόνο για να ολοκληρωθεί.
Το αργεντίνικο τανγκό, αρχικά χορευόταν από ζευγάρια ανδρών. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, οι κοινωνικές συνθήκες και ο συντηρητισμός της εποχής, εμπόδιζαν τις γυναίκες να βρεθούν στην αγκαλιά των ανδρών. Ίσως η εικόνα δυο ανδρών χορευτών να δείχνει αφύσικη, αλλά η «έλλειψη» θηλυκού παρτενέρ οδήγησε τους Αργεντίνους σε αυτήν τη λύση. Έτσι, ο χορός απέκτησε μεγαλύτερη δυναμική και ένταση, αφού παρέβλεπαν το ερωτικό στοιχείο. Το τανγκό ξεκίνησε απ’ τις φτωχογειτονιές και τους οίκους ανοχής του Μπουένος Άιρες στα τέλη του 19ου αιώνα. Ήταν χορός του δρόμου, των φτωχών και των μεταναστών. Τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκε, θεωρούνταν ένας υπερβολικά προκλητικός χορός. Το ζευγάρι χόρευε αγκαλιασμένο σφιχτά και ο ερωτισμός ήταν διάχυτος. Όπως ήταν φυσικό, όσες γυναίκες δεν εργάζονταν σε οίκους ανοχής, απαγορευόταν να έχουν τόσο «στενή επαφή» με κάποιο άνδρα, που δεν είχαν παντρευτεί. Όσοι άνδρες, λοιπόν, επιθυμούσαν να χορέψουν, έπρεπε να βρουν εναλλακτικές λύσεις. Έτσι, ξεκίνησαν να χορεύουν μεταξύ τους. Φυσικά, αυτός ο χορός δεν είχε ερωτικό στοιχείο. Το ζευγάρι έμοιαζε να είναι «πιασμένο στα χέρια», να μάχεται.
Με το πέρασμα των χρόνων, το τανγκό άρχισε σιγά σιγά να απενοχοποιείται και να χορεύεται ακόμα και σε πιο «ευυπόληπτα» μαγαζιά. Αλλά τότε εμφανίστηκαν άλλα προβλήματα. Τις πρώτες δεκαετίες του 1900, υπήρχαν πολλοί περισσότεροι άνδρες απ’ ότι γυναίκες στην Αργεντινή. Αν κάποιος άνδρας ήθελε να βρει σύζυγο, έπρεπε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την διεκδικήσει από πολλούς άλλους ενδιαφερόμενους. Το τανγκό ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος να γοητεύσει ο άνδρας την «καλή» του, με την χορευτική του δεινότητα. Όσο καλύτερος χορευτής ήταν, τόσο περισσότερες πιθανότητες είχε να την κατακτήσει. Οι άνδρες, λοιπόν, «προπονούνταν» με άλλους άνδρες και όταν έκριναν ότι είχαν φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, αναζητούσαν την «ντάμα» τους. Η εκμάθηση του χορού ξεκινούσε, με τον μαθητή να παρακολουθεί τους υπόλοιπους χορευτές . Στη συνέχεια, έπαιρνε τον ρόλο της γυναίκας και ακολουθούσε τα βήματα του «καβαλιέρου» του. Όταν πια αποκτούσε κάποια εμπειρία, μάθαινε τον χορό σε κάποιον άλλο νεαρό άνδρα. Η διαδικασία αυτή, μπορούσε να πάρει ακόμα και ένα χρόνο για να ολοκληρωθεί.
Από το βιβλίο της Christine Denniston,
«H ιστορία του αργεντίνικου χορού», εκδ. Αλεξάνδρεια, διαβάζουμε:
Η συγγραφέας πιάνει το νήμα της αφήγησης από εκεί που το άφησαν οι χαμηλόφωνες εκμυστηρεύσεις των μιλονγκέρων των τελευταίων ένδοξων χρόνων: «Για ένα νεαρό που μόλις άρχιζε να καταλαβαίνει τη γοητεία των γυναικών, ο μόνος τρόπος για να έρθει κοντά τους ήταν να μάθει να χορεύει και μάλιστα με έναν τρόπο που να τις ευχαριστεί... Δηλαδή, να χορεύει καλά. Αλλιώς, η πιθανότητα να βρει κορίτσι ήταν σχεδόν ανύπαρκτη». Έτσι έπαιρνε μέρος σε μια αντρική διαδικασία, μαθητεύοντας για 3 χρόνια κοντά σε έμπειρους χορευτές. Τους πρώτους 9 μήνες μάθαινε το ρόλο της ντάμας και μόνο μετά ασκούνταν στο ρόλο του καβαλιέρου, πάντα χορεύοντας με άλλους άνδρες. Μέχρι να έρθει η μέρα που θα φορούσε το καλό του κουστούμι για να μυηθεί στον πραγματικό κόσμο, αυτό των γυναικών, σε μια μιλόνγκα. Οι άντρες εκεί ήταν πάντα πολύ περισσότεροι, κι έτσι για να βρεθεί με μια γυναίκα στην αγκαλιά του ο νεαρός μας έπρεπε να ξέρει να χορεύει, μάλιστα για να προσεγγίσει τις πιο ελκυστικές ή τις πιο επιδέξιες χορεύτριες έπρεπε να είναι πολύ καλός χορευτής, δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Κάπως έτσι προέκυψαν οι κώδικες του χορού, που περιγράφονται με ακρίβεια στο βιβλίο. «Ο καβαλιέρος έπρεπε να προστατεύει την ισορροπία της ντάμας του, να τη μεταχειρίζεται με φροντίδα, να μην την εκθέτει σε τραυματισμούς ή σε συγκρούσεις στην πίστα. Χρειαζόταν μεγάλη αυτοσυγκέντρωση». Η ντάμα, από την πλευρά της, έπρεπε να αφεθεί στα χέρια του, να του έχει εμπιστοσύνη.
«Η καλή ντάμα είχε ακρίβεια στις κινήσεις, ισορροπία, γαλήνη και ηρεμία, χωρίς να μένει παθητική τον άφηνε να της προσφέρει την ικανοποίηση του χορού». Κάθε κοινό τους βήμα ήταν μια ανταπόκριση στη στιγμή, στη μουσική, στο διαθέσιμο χώρο στην πίστα, αυθόρμητα, χωρίς προμελέτη. Δεν επρόκειτο για μια ακολουθία βημάτων, αλλά περισσότερο για μια γλώσσα επικοινωνίας με δικό της λεξιλόγιο, που θα επέτρεπε σε κάποιον να χορεύει αγκαλιασμένος μαζί με κάποιον άλλο: να περπατά μέσα στα πόδια του, να γυρίζει γύρω του, με σεβασμό και αίσθηση ευθύνης, χωρίς να σπάει η αγκαλιά. Το νόημα του χορού συμπυκνώνονταν στη στενή σωματική επαφή. Η ίδια του η πρακτική, που αναλύεται λεπτομερώς στο βιβλίο βεβαιώνοντας τη βαθιά γνώση της Denniston ως δασκάλας και χορεύτριας, καθρεφτίζει την καταγωγή του. Καθώς όλα είχαν αρχίσει σε μια κοινωνία που οι άνθρωποι ένιωθαν μόνοι, οι πρώτοι χορευτές διάλεξαν την πιο οικεία, την πιο προσωπική στάση. «Χόρευαν καρδιά με καρδιά... Κάθε τους κίνηση συντελούνταν σε ένα φυσικό, ερωτικό αγκάλιασμα, αφιερώνοντας ο ένας στον άλλο την αδιάσπαστη προσοχή του. O καβαλιέρος έκανε την ντάμα επίκεντρο του κόσμου του, κι έτσι μόνο μπορούσε να ευχαριστηθεί και ο ίδιος ένα χορό υψηλού επιπέδου, υπό την έννοια ότι προσφέροντας απόλαυση στο άλλο πρόσωπο ακολουθείς το σοφότερο δρόμο για να προσφέρεις απόλαυση στον εαυτό σου». Κι αυτό για τον καβαλιέρο σήμαινε μεγαλύτερη ευελιξία στο να επινοεί χορευτικές φιγούρες και να αυτοσχεδιάζει στην πίστα. Για τους χορευτές της Χρυσής Εποχής, τη στιγμή που χόρευαν, τίποτε δεν μετρούσε περισσότερο από τον άνθρωπο που κρατούσαν στην αγκαλιά τους. Οι κώδικες του χορού θυμίζουν αυτούς του φλερτ ή της ευγένειας, ή και κάτι παραπάνω, την ίδια την ερωτική πράξη. Εγκαθιδρύουν μια σχέση οικειότητας, υπενθυμίζοντας τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε έναν κόσμο που ορίζεται από την απομόνωση και τη μοναξιά. Ένας καλός χορός; Είναι αυτός που δύο καρδιές και δύο σώματα κινούνται συντονισμένα μεταξύ τους (και με τη μουσική), προσφέροντας συναισθηματική και σωματική ικανοποίηση.
«H ιστορία του αργεντίνικου χορού», εκδ. Αλεξάνδρεια, διαβάζουμε:
Η συγγραφέας πιάνει το νήμα της αφήγησης από εκεί που το άφησαν οι χαμηλόφωνες εκμυστηρεύσεις των μιλονγκέρων των τελευταίων ένδοξων χρόνων: «Για ένα νεαρό που μόλις άρχιζε να καταλαβαίνει τη γοητεία των γυναικών, ο μόνος τρόπος για να έρθει κοντά τους ήταν να μάθει να χορεύει και μάλιστα με έναν τρόπο που να τις ευχαριστεί... Δηλαδή, να χορεύει καλά. Αλλιώς, η πιθανότητα να βρει κορίτσι ήταν σχεδόν ανύπαρκτη». Έτσι έπαιρνε μέρος σε μια αντρική διαδικασία, μαθητεύοντας για 3 χρόνια κοντά σε έμπειρους χορευτές. Τους πρώτους 9 μήνες μάθαινε το ρόλο της ντάμας και μόνο μετά ασκούνταν στο ρόλο του καβαλιέρου, πάντα χορεύοντας με άλλους άνδρες. Μέχρι να έρθει η μέρα που θα φορούσε το καλό του κουστούμι για να μυηθεί στον πραγματικό κόσμο, αυτό των γυναικών, σε μια μιλόνγκα. Οι άντρες εκεί ήταν πάντα πολύ περισσότεροι, κι έτσι για να βρεθεί με μια γυναίκα στην αγκαλιά του ο νεαρός μας έπρεπε να ξέρει να χορεύει, μάλιστα για να προσεγγίσει τις πιο ελκυστικές ή τις πιο επιδέξιες χορεύτριες έπρεπε να είναι πολύ καλός χορευτής, δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Κάπως έτσι προέκυψαν οι κώδικες του χορού, που περιγράφονται με ακρίβεια στο βιβλίο. «Ο καβαλιέρος έπρεπε να προστατεύει την ισορροπία της ντάμας του, να τη μεταχειρίζεται με φροντίδα, να μην την εκθέτει σε τραυματισμούς ή σε συγκρούσεις στην πίστα. Χρειαζόταν μεγάλη αυτοσυγκέντρωση». Η ντάμα, από την πλευρά της, έπρεπε να αφεθεί στα χέρια του, να του έχει εμπιστοσύνη.
«Η καλή ντάμα είχε ακρίβεια στις κινήσεις, ισορροπία, γαλήνη και ηρεμία, χωρίς να μένει παθητική τον άφηνε να της προσφέρει την ικανοποίηση του χορού». Κάθε κοινό τους βήμα ήταν μια ανταπόκριση στη στιγμή, στη μουσική, στο διαθέσιμο χώρο στην πίστα, αυθόρμητα, χωρίς προμελέτη. Δεν επρόκειτο για μια ακολουθία βημάτων, αλλά περισσότερο για μια γλώσσα επικοινωνίας με δικό της λεξιλόγιο, που θα επέτρεπε σε κάποιον να χορεύει αγκαλιασμένος μαζί με κάποιον άλλο: να περπατά μέσα στα πόδια του, να γυρίζει γύρω του, με σεβασμό και αίσθηση ευθύνης, χωρίς να σπάει η αγκαλιά. Το νόημα του χορού συμπυκνώνονταν στη στενή σωματική επαφή. Η ίδια του η πρακτική, που αναλύεται λεπτομερώς στο βιβλίο βεβαιώνοντας τη βαθιά γνώση της Denniston ως δασκάλας και χορεύτριας, καθρεφτίζει την καταγωγή του. Καθώς όλα είχαν αρχίσει σε μια κοινωνία που οι άνθρωποι ένιωθαν μόνοι, οι πρώτοι χορευτές διάλεξαν την πιο οικεία, την πιο προσωπική στάση. «Χόρευαν καρδιά με καρδιά... Κάθε τους κίνηση συντελούνταν σε ένα φυσικό, ερωτικό αγκάλιασμα, αφιερώνοντας ο ένας στον άλλο την αδιάσπαστη προσοχή του. O καβαλιέρος έκανε την ντάμα επίκεντρο του κόσμου του, κι έτσι μόνο μπορούσε να ευχαριστηθεί και ο ίδιος ένα χορό υψηλού επιπέδου, υπό την έννοια ότι προσφέροντας απόλαυση στο άλλο πρόσωπο ακολουθείς το σοφότερο δρόμο για να προσφέρεις απόλαυση στον εαυτό σου». Κι αυτό για τον καβαλιέρο σήμαινε μεγαλύτερη ευελιξία στο να επινοεί χορευτικές φιγούρες και να αυτοσχεδιάζει στην πίστα. Για τους χορευτές της Χρυσής Εποχής, τη στιγμή που χόρευαν, τίποτε δεν μετρούσε περισσότερο από τον άνθρωπο που κρατούσαν στην αγκαλιά τους. Οι κώδικες του χορού θυμίζουν αυτούς του φλερτ ή της ευγένειας, ή και κάτι παραπάνω, την ίδια την ερωτική πράξη. Εγκαθιδρύουν μια σχέση οικειότητας, υπενθυμίζοντας τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε έναν κόσμο που ορίζεται από την απομόνωση και τη μοναξιά. Ένας καλός χορός; Είναι αυτός που δύο καρδιές και δύο σώματα κινούνται συντονισμένα μεταξύ τους (και με τη μουσική), προσφέροντας συναισθηματική και σωματική ικανοποίηση.