Το φλαμένκο δημιουργήθηκε από καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα. Οι στίχοι του είναι γεμάτοι βία και θάνατο, ενώ διηγείται λυπητερές ιστορίες και ιστορίες καταπίεσης. Η πιο αγνή και αυθεντική μορφή του φλαμένκο είναι η φωνή, η οποία δεν συνοδεύεται από όργανα. Οι άλλες μορφές έκφρασης του φλαμένκο όπως η κιθάρα, ο χορός και τα κρουστά προέρχονται από το τραγούδι (cante). Παρόλο που πολλοί μη τριγγάνοι διαπρέπουν σε πολλές μορφές του φλαμένκο, το cante ήταν πάντα ‘προνόμιο’ των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Οι ανατολίτικες αποχρώσεις του cante jondo (βαθύ τραγούδι) έχουν περάσει από γενιά σε γενιά και μόνο η έντονη και από νεαρή ηλικία επαφή με αυτό το στυλ μπορεί να δώσει στον καλλιτέχνη το ηχόχρωμα και την ικανότητα να αυτοσχεδιάσει μέσα στα όρια της παραδοσιακής φόρμας.
Φλαμένκο - Ένα ταξίδι στην Ιστορία ενός χορού.
Χαρακτηριστικό κομμάτι του πολιτισμού ολόκληρης της Ισπανίας. Αναζητώντας της ρίζες του φλαμένκο, ο χρόνος μας γυρίζει 12 αιώνες πίσω και μας ταξιδεύει σε τέσσερις διαφορετικές κουλτούρες. Στην Ανδαλουσία της Ισπανίας βρήκε το έδαφος να ανθίσει, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα. Μπορεί, όπως είπαμε και παραπάνω να ανήκει σε τέσσερις πηγές, μέσα από τις οποίες εξελίχθηκε, ωρίμασε και υπάρχει μέχρι σήμερα όπως το ξέρουμε. Η Ανδαλουσία, όμως, ήταν και θα είναι πάντα η «μητέρα» του φλαμένκο. Το γιατί μπορεί να μας το πει καλύτερα, η Ιστορία. Ας γυρίσουμε πίσω, τότε που η Νότια Ισπανία βρισκόταν σε καθεστώς κατοχής. Την περίοδο εκείνη υπήρχε μια αξιοσημείωτη και παράλληλα ασυνήθιστη ανοχή απέναντι στην διαφορετικότητα των πολιτισμών από τους Μωαμεθανούς. Οι Χριστιανοί, οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι ζούσαν μαζί υπό των Μωαμεθανών, για επτά αιώνες. Η συνύπαρξή τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, αν όχι από απόλυτη αρμονία, σίγουρα από ελάχιστες συγκρούσεις στις αρχές. Σταδιακά, όμως, το σχετικά ήρεμο κλίμα ανατράπηκε. Ξεκίνησαν να χάνονται πόλεις από τους Μουσουλμάνους και οι ανεπιθύμητοι πληθυσμοί καταδιώκονταν όλο και πιο Νότια. Κόρδοβα και Σεβίλλη «έπεσαν» στης αρχές του 13ου αιώνα, ενώ η Γρανάδα άντεξε μέχρι και το 1492.
Τον τελευταίο αιώνα της επανάκτησης των εδαφών από τους Χριστιανούς, τα εναπομείναντα Μουσουλμανικά Βασίλεια δεν ήταν πλέον και τόσο ανεκτικά απέναντι στον Χριστιανικό πληθυσμό. Να σημειωθεί, ότι κάθε φορά που Καστιγιάνοι βασιλείς νικούσαν τους Μουσουλμάνους εισβολείς, υπήρχαν εκρήξεις βίας και ξενοφοβίας που ξεθώριαζαν, σχεδόν έθαβαν, τη χαρά της νίκης. Περιοχές της Ν. Ισπανίας έμειναν κάτω από Μουσουλμανική κατοχή μέχρι και 800 χρόνια! Μέσα σε αυτό το ταραχώδες σκηνικό, σε αυτά τα «πέτρινα» χρόνια, έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες νομαδικές τσιγγάνικες φυλές της Ισπανίας. Μιλούσαν μια αλλιώτικη γλώσσα, μια διάλεκτο που δεν έμοιαζε με καμιά από τις γνωστές λατινικές. Οι τρόποι τους, το ντύσιμό τους διέφεραν πολύ από την εικόνα των ανθρώπων του Δυτικοευρωπαϊκού κόσμου. Είναι πολύ πιθανό, ότι προήλθαν από την Ινδία, με αφετηρία την περιοχή Punjab, γύρω στο 850 μ.Χ. Οι καθολικοί βασιλείς δημιούργησαν την Ιερά Εξέταση, ώστε να μπορέσουν να ελέγξουν τις ξένες επιρροές, Όσοι δεν υπάκουαν τους αυστηρούς κοινωνικούς, φυλετικούς και θρησκευτικούς όρους εξορίζονταν, φυλακίζονταν, βασανίζονταν ή δολοφονούνταν. Αυτοί που συγκρούονταν ή πίστευαν ότι θα διωχθούν από την Ιερά Εξέταση, έφευγαν από τη χώρα. Κάποιοι κατέφευγαν στις ορεινές απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές της Σιέρα Μορένα και της Σιέρα Νεβάδα. Αυτοί οι πρόσφυγες έγιναν γνωστοί με τον όρο "felag mengu" που σημαίνει «φυγάδες χωρικοί». Στις μικρές νέες κοινότητες των "felag mengu", οι τσιγγάνοι (gitanos), η τέταρτη ισπανική κουλτούρα, βρήκαν «αδελφές ψυχές». Η συγχώνευση που έγινε από τους Gitano, τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους και τους Ανδαλουσιανούς σε αυτά τα απομακρυσμένα χωριά, οδήγησε στην πρώιμη έκφραση του φλαμένκο σχεδόν 350 χρόνια αργότερα.
Χαρακτηριστικό κομμάτι του πολιτισμού ολόκληρης της Ισπανίας. Αναζητώντας της ρίζες του φλαμένκο, ο χρόνος μας γυρίζει 12 αιώνες πίσω και μας ταξιδεύει σε τέσσερις διαφορετικές κουλτούρες. Στην Ανδαλουσία της Ισπανίας βρήκε το έδαφος να ανθίσει, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα. Μπορεί, όπως είπαμε και παραπάνω να ανήκει σε τέσσερις πηγές, μέσα από τις οποίες εξελίχθηκε, ωρίμασε και υπάρχει μέχρι σήμερα όπως το ξέρουμε. Η Ανδαλουσία, όμως, ήταν και θα είναι πάντα η «μητέρα» του φλαμένκο. Το γιατί μπορεί να μας το πει καλύτερα, η Ιστορία. Ας γυρίσουμε πίσω, τότε που η Νότια Ισπανία βρισκόταν σε καθεστώς κατοχής. Την περίοδο εκείνη υπήρχε μια αξιοσημείωτη και παράλληλα ασυνήθιστη ανοχή απέναντι στην διαφορετικότητα των πολιτισμών από τους Μωαμεθανούς. Οι Χριστιανοί, οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι ζούσαν μαζί υπό των Μωαμεθανών, για επτά αιώνες. Η συνύπαρξή τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, αν όχι από απόλυτη αρμονία, σίγουρα από ελάχιστες συγκρούσεις στις αρχές. Σταδιακά, όμως, το σχετικά ήρεμο κλίμα ανατράπηκε. Ξεκίνησαν να χάνονται πόλεις από τους Μουσουλμάνους και οι ανεπιθύμητοι πληθυσμοί καταδιώκονταν όλο και πιο Νότια. Κόρδοβα και Σεβίλλη «έπεσαν» στης αρχές του 13ου αιώνα, ενώ η Γρανάδα άντεξε μέχρι και το 1492.
Τον τελευταίο αιώνα της επανάκτησης των εδαφών από τους Χριστιανούς, τα εναπομείναντα Μουσουλμανικά Βασίλεια δεν ήταν πλέον και τόσο ανεκτικά απέναντι στον Χριστιανικό πληθυσμό. Να σημειωθεί, ότι κάθε φορά που Καστιγιάνοι βασιλείς νικούσαν τους Μουσουλμάνους εισβολείς, υπήρχαν εκρήξεις βίας και ξενοφοβίας που ξεθώριαζαν, σχεδόν έθαβαν, τη χαρά της νίκης. Περιοχές της Ν. Ισπανίας έμειναν κάτω από Μουσουλμανική κατοχή μέχρι και 800 χρόνια! Μέσα σε αυτό το ταραχώδες σκηνικό, σε αυτά τα «πέτρινα» χρόνια, έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες νομαδικές τσιγγάνικες φυλές της Ισπανίας. Μιλούσαν μια αλλιώτικη γλώσσα, μια διάλεκτο που δεν έμοιαζε με καμιά από τις γνωστές λατινικές. Οι τρόποι τους, το ντύσιμό τους διέφεραν πολύ από την εικόνα των ανθρώπων του Δυτικοευρωπαϊκού κόσμου. Είναι πολύ πιθανό, ότι προήλθαν από την Ινδία, με αφετηρία την περιοχή Punjab, γύρω στο 850 μ.Χ. Οι καθολικοί βασιλείς δημιούργησαν την Ιερά Εξέταση, ώστε να μπορέσουν να ελέγξουν τις ξένες επιρροές, Όσοι δεν υπάκουαν τους αυστηρούς κοινωνικούς, φυλετικούς και θρησκευτικούς όρους εξορίζονταν, φυλακίζονταν, βασανίζονταν ή δολοφονούνταν. Αυτοί που συγκρούονταν ή πίστευαν ότι θα διωχθούν από την Ιερά Εξέταση, έφευγαν από τη χώρα. Κάποιοι κατέφευγαν στις ορεινές απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές της Σιέρα Μορένα και της Σιέρα Νεβάδα. Αυτοί οι πρόσφυγες έγιναν γνωστοί με τον όρο "felag mengu" που σημαίνει «φυγάδες χωρικοί». Στις μικρές νέες κοινότητες των "felag mengu", οι τσιγγάνοι (gitanos), η τέταρτη ισπανική κουλτούρα, βρήκαν «αδελφές ψυχές». Η συγχώνευση που έγινε από τους Gitano, τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους και τους Ανδαλουσιανούς σε αυτά τα απομακρυσμένα χωριά, οδήγησε στην πρώιμη έκφραση του φλαμένκο σχεδόν 350 χρόνια αργότερα.
Οι ανατολίτικες αποχρώσεις του cante jondo
Η διαδικασία της διασκευής και προσαρμογής συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Η πιο αγνή και αυθεντική μορφή του φλαμένκο είναι η φωνή. Η φωνή που δεν συνοδεύεται από όργανα. Οι άλλες μορφές έκφρασης του φλαμένκο, όπως η κιθάρα, ο χορός και τα κρουστά προέρχονται από το τραγούδι (cante). Παρόλο που έχουμε δει κατά καιρούς αρκετούς μη τσιγγάνους να διαπρέπουν σε πολλές μορφές του φλαμένκο, το cante ήταν πάντα προνόμιο των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Μέσα από αυτούς ξεδιπλώνει τη μαγεία του αναντικατάστατα.Οι ανατολίτικες αποχρώσεις του cante jondo (βαθύ τραγούδι) έχουν περάσει από γενιά σε γενιά. Μόνο η έντονη και από νεαρή ηλικία επαφή με αυτό το στυλ μπορεί να δώσει στον καλλιτέχνη το ηχόχρωμα και την ικανότητα να αυτοσχεδιάσει με τον αυθεντικό, παραδοσιακό τρόπο.
Αρχικά το φλαμένκο, ήταν το τραγούδι των φτωχών, των εξόριστων. Το κοινό στο οποίο παρουσιαζόταν, δεν πλήρωνε. Περίπου στα τέλη του 18ου αιώνα, άρχισε να παρουσιάζεται στις ντόπιες ταβέρνες με τη συνοδεία κιθάρας. Γύρω στο 1850 το φλαμένκο είχε μπει σε πολλές νέες ταβέρνες-καφέ (cafe cantante). Περισσότερος κόσμος το γνώρισε και έτσι το ίδιο έχασε την κακή του φήμη, όμως οι καλλιτέχνες που το εξέφραζαν εξακολουθούσαν να είναι χαμηλής κοινωνικής τάξης. Το φλαμένκο κέρδισε θαυμαστές ανάμεσα στους μορφωμένους και τους πλούσιους. Η συνοδεία κιθάρας και χορού το έκανε πλέον αποδεκτό και πιο προσιτό και οι καλλιτέχνες του είδους ήταν επαγγελματίες. Ο τραγουδιστής (cantaor) έπρεπε πλέον να γνωρίζει περισσότερα κομμάτια και τεχνοτροπίες, ώστε να ευχαριστεί το αυξανόμενο και απαιτητικότερο κοινό. Σύντομα προστέθηκε και ο χορευτής ή η χορεύτρια (ballaor/ballaora), ενώ υπήρχαν και άτομα που έδιναν το ρυθμό είτε με παλαμάκια είτε με χτύπημα των δαχτύλων. Βασικό συστατικό του χορού φλαμένκο αποτελεί ο ήχος από τα πόδια των χορευτών (soniquete) και ο κοφτός βηματισμός τους (zapateado). Ο γυναικείος χορός αναδεικνύει με ξεχωριστό τρόπο τη χάρη του σώματος και των χεριών. Την εποχή των cafe cantante η χρησιμοποίηση της κιθάρας ήταν περιορισμένη. Όταν, όμως, οι καλλιτέχνες του φλαμένκο άρχισαν να έχουν ακούσματα κλασικής μουσικής, «δανείζονταν» τεχνικές και τις χρησιμοποιούσαν στη δική τους μουσική. Οι τεχνικές του σπουδαίου κιθαρίστα Ramon Montoya έγιναν δεκτές με αρκετό σκεπτικισμό στην αρχή. Για μια γενιά, όμως, έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι του μοντέρνου φλαμένκο. Ακόμα και τα νέα στοιχεία που έφεραν οι γίγαντες της κιθάρας φλαμένκο Sabicas και Paco De Lucia ήταν απορριπτέα στις αρχές από τους φανατικούς που είχαν πολύ παραδοσιακές αντιλήψεις. Σύντομα όμως, όπως έγινε και με την περίπτωση του Montoya, και οι δύο έδωσαν το δικό τους στίγμα στην ανάπτυξη του φλαμένκο.
Η δικτατορίας του Φράνκο, κράτησε την Ισπανία μακριά από τις επιδράσεις του εξωτερικού. Το τέλος της δικτατορίας συνέπεσε με την ανάπτυξη του φορητού κασετοφώνου, η χαμηλή τιμή του οποίου, έδωσε σε πολύ κόσμο τη δυνατότητα να το αποκτήσει. Έτσι, όλοι πια μπορούσαν να έρθουν εύκολα σε επαφή με πολλά ακούσματα, όχι μόνο του cante, αλλά και τζαζ, ροκ, ρέγκε, μποσανόβα και σάλσα. Έτσι προέκυψαν και όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί του φλαμένκο με άλλα είδη. Η επίδραση της τζαζ έφερε και την προσθήκη μη παραδοσιακών οργάνων από δημιουργούς όπως τον Paco De Lucia που άρχισαν να χρησιμοποιούν φλάουτο, κρουστά, μπάσο και σαξόφωνο.
Η διαδικασία της διασκευής και προσαρμογής συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Η πιο αγνή και αυθεντική μορφή του φλαμένκο είναι η φωνή. Η φωνή που δεν συνοδεύεται από όργανα. Οι άλλες μορφές έκφρασης του φλαμένκο, όπως η κιθάρα, ο χορός και τα κρουστά προέρχονται από το τραγούδι (cante). Παρόλο που έχουμε δει κατά καιρούς αρκετούς μη τσιγγάνους να διαπρέπουν σε πολλές μορφές του φλαμένκο, το cante ήταν πάντα προνόμιο των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Μέσα από αυτούς ξεδιπλώνει τη μαγεία του αναντικατάστατα.Οι ανατολίτικες αποχρώσεις του cante jondo (βαθύ τραγούδι) έχουν περάσει από γενιά σε γενιά. Μόνο η έντονη και από νεαρή ηλικία επαφή με αυτό το στυλ μπορεί να δώσει στον καλλιτέχνη το ηχόχρωμα και την ικανότητα να αυτοσχεδιάσει με τον αυθεντικό, παραδοσιακό τρόπο.
Αρχικά το φλαμένκο, ήταν το τραγούδι των φτωχών, των εξόριστων. Το κοινό στο οποίο παρουσιαζόταν, δεν πλήρωνε. Περίπου στα τέλη του 18ου αιώνα, άρχισε να παρουσιάζεται στις ντόπιες ταβέρνες με τη συνοδεία κιθάρας. Γύρω στο 1850 το φλαμένκο είχε μπει σε πολλές νέες ταβέρνες-καφέ (cafe cantante). Περισσότερος κόσμος το γνώρισε και έτσι το ίδιο έχασε την κακή του φήμη, όμως οι καλλιτέχνες που το εξέφραζαν εξακολουθούσαν να είναι χαμηλής κοινωνικής τάξης. Το φλαμένκο κέρδισε θαυμαστές ανάμεσα στους μορφωμένους και τους πλούσιους. Η συνοδεία κιθάρας και χορού το έκανε πλέον αποδεκτό και πιο προσιτό και οι καλλιτέχνες του είδους ήταν επαγγελματίες. Ο τραγουδιστής (cantaor) έπρεπε πλέον να γνωρίζει περισσότερα κομμάτια και τεχνοτροπίες, ώστε να ευχαριστεί το αυξανόμενο και απαιτητικότερο κοινό. Σύντομα προστέθηκε και ο χορευτής ή η χορεύτρια (ballaor/ballaora), ενώ υπήρχαν και άτομα που έδιναν το ρυθμό είτε με παλαμάκια είτε με χτύπημα των δαχτύλων. Βασικό συστατικό του χορού φλαμένκο αποτελεί ο ήχος από τα πόδια των χορευτών (soniquete) και ο κοφτός βηματισμός τους (zapateado). Ο γυναικείος χορός αναδεικνύει με ξεχωριστό τρόπο τη χάρη του σώματος και των χεριών. Την εποχή των cafe cantante η χρησιμοποίηση της κιθάρας ήταν περιορισμένη. Όταν, όμως, οι καλλιτέχνες του φλαμένκο άρχισαν να έχουν ακούσματα κλασικής μουσικής, «δανείζονταν» τεχνικές και τις χρησιμοποιούσαν στη δική τους μουσική. Οι τεχνικές του σπουδαίου κιθαρίστα Ramon Montoya έγιναν δεκτές με αρκετό σκεπτικισμό στην αρχή. Για μια γενιά, όμως, έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι του μοντέρνου φλαμένκο. Ακόμα και τα νέα στοιχεία που έφεραν οι γίγαντες της κιθάρας φλαμένκο Sabicas και Paco De Lucia ήταν απορριπτέα στις αρχές από τους φανατικούς που είχαν πολύ παραδοσιακές αντιλήψεις. Σύντομα όμως, όπως έγινε και με την περίπτωση του Montoya, και οι δύο έδωσαν το δικό τους στίγμα στην ανάπτυξη του φλαμένκο.
Η δικτατορίας του Φράνκο, κράτησε την Ισπανία μακριά από τις επιδράσεις του εξωτερικού. Το τέλος της δικτατορίας συνέπεσε με την ανάπτυξη του φορητού κασετοφώνου, η χαμηλή τιμή του οποίου, έδωσε σε πολύ κόσμο τη δυνατότητα να το αποκτήσει. Έτσι, όλοι πια μπορούσαν να έρθουν εύκολα σε επαφή με πολλά ακούσματα, όχι μόνο του cante, αλλά και τζαζ, ροκ, ρέγκε, μποσανόβα και σάλσα. Έτσι προέκυψαν και όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί του φλαμένκο με άλλα είδη. Η επίδραση της τζαζ έφερε και την προσθήκη μη παραδοσιακών οργάνων από δημιουργούς όπως τον Paco De Lucia που άρχισαν να χρησιμοποιούν φλάουτο, κρουστά, μπάσο και σαξόφωνο.
Η κιθάρα φλαμένκο (toque), το τραγούδι (cante) και ο χορός (baile)
Τα βασικά στοιχεία του φλαμένκο είναι το παίξιμο της κιθάρας φλαμένκο (toque), το τραγούδι (cante) και ο χορός (baile). Η κιθάρα φλαμένκο και η, σχεδόν όμοιά της, κλασική κιθάρα, αποτελούν απογόνους του λαούτου. Οι πρώτες κιθάρες λέγεται πως δημιουργήθηκαν στην Ισπανία το 15ο αιώνα. Η παραδοσιακή κιθάρα φλαμένκο είναι φτιαγμένη από ξύλο κυπαρισσιού. Είναι πιο ελαφριά σε βάρος και πιο μικρή σε μέγεθος από την κλασική κιθάρα, προκαλώντας έναν πιο οξύ ήχο. Οι τεχνικές παιξίματος είναι διαφορετικές και υπάρχουν ακόμα, πρόσθετα μουσικά εξαρτήματα. Τα τραγούδια του φλαμένκο ακολουθούν αυστηρούς μουσικούς και ποιητικούς κανόνες. Οι στίχοι τους (coplas) μπορούν να υπάρξουν, χωρίς τραγούδι, ως ξεχωριστά ποιήματα, το στυλ των οποίων πολλές φορές μιμήθηκαν Ανδαλουσιανοί ποιητές, όπως ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Όσον αφορά τον χορό (baile) του φλαμένκο, είναι ιδιαίτερα εκφραστικός για τον χορευτή, με τις ιδιαίτερα χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών και το ρυθμικό χτύπο των ποδιών. Παραδοσιακά, χορογραφία δεν υπάρχει, όλα στηρίζονται στον αυτοσχεδιασμό βάσει του ρυθμού (palo). Συχνά χρησιμοποιούνται καστανιέτες ή βεντάλιες. Σήμερα η κυβέρνηση της Ισπανίας, υποστηρίζει το φλαμένκο ως βασικό στοιχείο της τουριστικής ανάπτυξης της χώρας. Αυτή η τάση έχει βρει τόσο υποστηρικτές όσο και επικριτές, κυρίως τους μη-Ανδαλουσιανούς ισπανούς, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το παραδοσιακό φλαμένκο σαν καλλιτεχνική έκφραση πρέπει να αναπτύσσεται και να εντοπίζεται τις ρίζες του, την ισπανική επαρχία, και όχι να καταλήξει «μουσειακό είδος». Οι υπερασπιστές του «γνήσιου φλαμένκο» θεωρούν ότι δεν έχουν όλοι επαρκή γνώση και τεχνική, με αποτέλεσμα να έχουν οδηγήσει στη θεώρηση που πολλοί έχουν για το φλαμένκο ως «φολκλορικό» θέαμα. Το φλαμένκο έχει συνδυαστεί αρμονικά μέχρι και με τη δική μας κρητική λύρα. Όλα αυτά τα δείγματα, λοιπόν, αποδεικνύουν πως το φλαμένκο, μπορεί να γεννήθηκε μέσα σε δυσκολίες, μπορεί να εξέφρασε την φτώχεια, όμως κατάφερε να ελευθερωθεί, να αναπτυχθεί και να ξεφύγει από πάθη και σύνορα. Δυνατό για να αντέξει τους πειραματισμούς και ισχυρό τόσο, ώστε να μην χάνει ποτέ την ταυτότητά του και να μπορεί να επαναπροσδιοριστεί οποιαδήποτε στιγμή. Η ιστορία του καθώς και οι τόσοι συνδυασμοί του, καθιστούν σίγουρα άγνωστη τη μελλοντική του πορεία. Μια πορεία που θα είναι ενδιαφέρουσα και μυστηριώδης. Όπως ακριβώς είναι και το ίδιο το φλαμένκο.
Τα βασικά στοιχεία του φλαμένκο είναι το παίξιμο της κιθάρας φλαμένκο (toque), το τραγούδι (cante) και ο χορός (baile). Η κιθάρα φλαμένκο και η, σχεδόν όμοιά της, κλασική κιθάρα, αποτελούν απογόνους του λαούτου. Οι πρώτες κιθάρες λέγεται πως δημιουργήθηκαν στην Ισπανία το 15ο αιώνα. Η παραδοσιακή κιθάρα φλαμένκο είναι φτιαγμένη από ξύλο κυπαρισσιού. Είναι πιο ελαφριά σε βάρος και πιο μικρή σε μέγεθος από την κλασική κιθάρα, προκαλώντας έναν πιο οξύ ήχο. Οι τεχνικές παιξίματος είναι διαφορετικές και υπάρχουν ακόμα, πρόσθετα μουσικά εξαρτήματα. Τα τραγούδια του φλαμένκο ακολουθούν αυστηρούς μουσικούς και ποιητικούς κανόνες. Οι στίχοι τους (coplas) μπορούν να υπάρξουν, χωρίς τραγούδι, ως ξεχωριστά ποιήματα, το στυλ των οποίων πολλές φορές μιμήθηκαν Ανδαλουσιανοί ποιητές, όπως ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Όσον αφορά τον χορό (baile) του φλαμένκο, είναι ιδιαίτερα εκφραστικός για τον χορευτή, με τις ιδιαίτερα χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών και το ρυθμικό χτύπο των ποδιών. Παραδοσιακά, χορογραφία δεν υπάρχει, όλα στηρίζονται στον αυτοσχεδιασμό βάσει του ρυθμού (palo). Συχνά χρησιμοποιούνται καστανιέτες ή βεντάλιες. Σήμερα η κυβέρνηση της Ισπανίας, υποστηρίζει το φλαμένκο ως βασικό στοιχείο της τουριστικής ανάπτυξης της χώρας. Αυτή η τάση έχει βρει τόσο υποστηρικτές όσο και επικριτές, κυρίως τους μη-Ανδαλουσιανούς ισπανούς, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το παραδοσιακό φλαμένκο σαν καλλιτεχνική έκφραση πρέπει να αναπτύσσεται και να εντοπίζεται τις ρίζες του, την ισπανική επαρχία, και όχι να καταλήξει «μουσειακό είδος». Οι υπερασπιστές του «γνήσιου φλαμένκο» θεωρούν ότι δεν έχουν όλοι επαρκή γνώση και τεχνική, με αποτέλεσμα να έχουν οδηγήσει στη θεώρηση που πολλοί έχουν για το φλαμένκο ως «φολκλορικό» θέαμα. Το φλαμένκο έχει συνδυαστεί αρμονικά μέχρι και με τη δική μας κρητική λύρα. Όλα αυτά τα δείγματα, λοιπόν, αποδεικνύουν πως το φλαμένκο, μπορεί να γεννήθηκε μέσα σε δυσκολίες, μπορεί να εξέφρασε την φτώχεια, όμως κατάφερε να ελευθερωθεί, να αναπτυχθεί και να ξεφύγει από πάθη και σύνορα. Δυνατό για να αντέξει τους πειραματισμούς και ισχυρό τόσο, ώστε να μην χάνει ποτέ την ταυτότητά του και να μπορεί να επαναπροσδιοριστεί οποιαδήποτε στιγμή. Η ιστορία του καθώς και οι τόσοι συνδυασμοί του, καθιστούν σίγουρα άγνωστη τη μελλοντική του πορεία. Μια πορεία που θα είναι ενδιαφέρουσα και μυστηριώδης. Όπως ακριβώς είναι και το ίδιο το φλαμένκο.
Οι σπουδαιότερες προσωπικότητες του flamenco
Gypsies
Οι αθίγγανοι της Ισπανίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην δημιουργία και την ανάπτυξη του flamenco. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι ήταν νομάδες από τη Βόρεια Ινδία και το Πακιστάν και ότι έφτασαν στην Ανδαλουσία μέσω Αιγύπτου, αφού πρώτα ταξίδεψαν κατά μήκος της αφρικανικής ακτής, δια θαλάσσης. Στην Ανδαλουσία εργάζονταν ως σιδηρουργοί, έμποροι αλόγων, μουσικοί, χορευτές και μελλοντολόγοι. Τα τραγούδια του flamenco αντανακλούν κακουχίες και δυσκολίες αιώνων, και γι' αυτό και πολλά στιλ τραγουδιών θυμίζουν περισσότερο κραυγές πόνου και θρήνους παρά τραγούδι.
Paco de Lucía
Ο Paco de Lucía γεννήθηκε στην Algeciras, ένα λιμάνι του Cádiz, το 1947. Μεγάλωσε περιτριγυρισμένος από τα τραγούδια και τον χορό flamenco. Μαζί με τον αδερφό του, έκανε περιοδείες στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1962 μέχρι το 1964. Εκεί γνώρισε τον διάσημο κιθαρίστα, Sabicas, ο οποίος τον ενθάρρυνε να αναπτύξει τις δικές του ιδέες. Περισσότερο όμως επηρεάστηκε από τον Niño Ricardo, του οποίου το στιλ υιοθέτησε από νεαρή ηλικία. Μετά την πρώτη του ηχογράφηση το 1960, ηχογράφησε πολλά ριζοσπαστικά άλμπουμ, κάνοντας καινοτομίες, τις οποίες σύντομα πολλοί άρχισαν να μιμούνται. Η εκπληκτική του δεξιότητα και μεγάλη δημοτικότητα που απέκτησε τον ανέδειξαν από διεθνή καλλιτέχνη σε είδωλο για όλους τους επίδοξους κιθαρίστες.
Sabicas
Ο Sabicas ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους κιθαρίστες όλων των εποχών και υπήρξε θρύλος όσο ζούσε. Γεννήθηκε στην Pamplona το 1912 και ξεκίνησε να παίζει κιθάρα σε παιδική ηλικία και ήταν αυτοδίδακτος. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα με το ψευδώνυμο «Las habicas», που σημαίνει «Μικρά φασόλια». Από το 1925 και για μια δεκαετία έδινε συναυλίες σε όλη την Ισπανία και έπειτα έφυγε μαζί με την οικογένειά του για το Buenos Aires, όπου ήρθε σε επαφή με την Carmen Amaya (αν και γνωρίζονταν από μικρή ηλικία), και έδιναν μαζί συναυλίες για τα επόμενα δέκα χρόνια. Η ιλιγγιώδης ταχύτητα, η ξεκάθαρη τεχνική και η μουσική δημιουργικότητα που χαρακτήριζαν το παίξιμό του τον ανέδειξαν ως ένα από του καλύτερους μουσικούς του είδους του. Ως το 1982 είχε ηχογραφήσει πάνω από πενήντα δίσκους. Πέθανε το 1990, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά αδιαμφισβήτητης τελειότητας και καλλιτεχνικής έμπνευσης.
Carmen Amaya
Η Carmen Amaya ήταν μία από τις διασημότερες χορεύτριες flamenco. Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, αυτή η εξωτική ρομάν κατάφερε να κερδίσει διεθνή αναγνώριση, χορεύοντας για εξέχουσες προσωπικότητες όπως τον Roosevelt και τον Churchill (πρόεδροι της Αμερικής). Ήδη από τα εφηβικά της χρόνια ήταν δημοφιλής σε ένα ευρύ κοινό στην Μαδρίτη και στην Γαλλία. Η Carmen Amaya χαρακτηρίστηκε ως η ενσάρκωση της ισπανικής υπερηφάνειας και του ισπανικού ταμπεραμέντου, και αγαπήθηκε πραγματικά από τους κατοίκους της Νότιας Αμερικής. Έπαιξε σε ταινίες του Hollywood και εμφανίστηκε στο Broadway, συνήθως με τη συνοδεία του βιρτουόζου κιθαρίστα, Sabicas. Πέθανε το 1963 σε ηλικία 50 ετών.
Ramon Montoya
Ο Ramon Montoya ήταν αθίγγανος που γεννήθηκε στην Μαδρίτη το 1880 και έγινε γνωστός για τη δημιουργικότητα και τη δεξιοτεχνία του. Θεωρείται πρωτοπόρος στον τομέα της κιθάρας flamenco. Ήταν ο πρώτος που δημιούργησε ρεπερτόριο για σόλο κιθάρα flamenco, καθιερώνοντας την κιθάρα ως κυρίαρχο μουσικό όργανο για την μουσική flamenco, και όχι ως συνοδεία στον τραγουδιστή. Ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την δεξιοτεχνία στην μουσική του flamenco, και νέες τεχνικές παιξίματος. Ο Ramon Montoya εξακολουθεί να εμπνέει χιλιάδες κιθαρίστες flamenco, και οι ρυθμικές παραλλαγές (falsetas) που δημιούργησε παίζονται μέχρι και σήμερα. Πέθανε το 1949.
Carlos Montoya
Ο Carlos Montoya ήταν αθίγγανος που γεννήθηκε στην Μαδρίτη το 1903. Το 1940 απέκτησε αμερικανική υπηκοότητα και ηχογράφησε πολλούς δίσκους, κερδίζοντας μεγάλη δημοτικότητα. Καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του δέχτηκε αρνητική κριτική για την σκληρότητα που χαρακτήριζε το παίξιμό του και για την προφανή ελευθερία με την οποία χειριζόταν τον ρυθμό (compás) και τις παραλλαγές στην ταχύτητα. Ο ίδιος φυσικά, είχε επίγνωση ότι οι οπαδοί του flamenco (aficionados) σπάνια εκτιμούσαν την μουσική του. Τα πιο συνηθισμένα «παράπονα» ήταν ότι έκανε παρατεταμένο απαλό παίξιμο (legato) με το αριστερό χέρι, ότι η μουσική του ακουγόταν «κυματώδης», και ότι χρησιμοποιούσε υπερβολικό tremolo (τεχνική στην κιθάρα).
Gypsies
Οι αθίγγανοι της Ισπανίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην δημιουργία και την ανάπτυξη του flamenco. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι ήταν νομάδες από τη Βόρεια Ινδία και το Πακιστάν και ότι έφτασαν στην Ανδαλουσία μέσω Αιγύπτου, αφού πρώτα ταξίδεψαν κατά μήκος της αφρικανικής ακτής, δια θαλάσσης. Στην Ανδαλουσία εργάζονταν ως σιδηρουργοί, έμποροι αλόγων, μουσικοί, χορευτές και μελλοντολόγοι. Τα τραγούδια του flamenco αντανακλούν κακουχίες και δυσκολίες αιώνων, και γι' αυτό και πολλά στιλ τραγουδιών θυμίζουν περισσότερο κραυγές πόνου και θρήνους παρά τραγούδι.
Paco de Lucía
Ο Paco de Lucía γεννήθηκε στην Algeciras, ένα λιμάνι του Cádiz, το 1947. Μεγάλωσε περιτριγυρισμένος από τα τραγούδια και τον χορό flamenco. Μαζί με τον αδερφό του, έκανε περιοδείες στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1962 μέχρι το 1964. Εκεί γνώρισε τον διάσημο κιθαρίστα, Sabicas, ο οποίος τον ενθάρρυνε να αναπτύξει τις δικές του ιδέες. Περισσότερο όμως επηρεάστηκε από τον Niño Ricardo, του οποίου το στιλ υιοθέτησε από νεαρή ηλικία. Μετά την πρώτη του ηχογράφηση το 1960, ηχογράφησε πολλά ριζοσπαστικά άλμπουμ, κάνοντας καινοτομίες, τις οποίες σύντομα πολλοί άρχισαν να μιμούνται. Η εκπληκτική του δεξιότητα και μεγάλη δημοτικότητα που απέκτησε τον ανέδειξαν από διεθνή καλλιτέχνη σε είδωλο για όλους τους επίδοξους κιθαρίστες.
Sabicas
Ο Sabicas ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους κιθαρίστες όλων των εποχών και υπήρξε θρύλος όσο ζούσε. Γεννήθηκε στην Pamplona το 1912 και ξεκίνησε να παίζει κιθάρα σε παιδική ηλικία και ήταν αυτοδίδακτος. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα με το ψευδώνυμο «Las habicas», που σημαίνει «Μικρά φασόλια». Από το 1925 και για μια δεκαετία έδινε συναυλίες σε όλη την Ισπανία και έπειτα έφυγε μαζί με την οικογένειά του για το Buenos Aires, όπου ήρθε σε επαφή με την Carmen Amaya (αν και γνωρίζονταν από μικρή ηλικία), και έδιναν μαζί συναυλίες για τα επόμενα δέκα χρόνια. Η ιλιγγιώδης ταχύτητα, η ξεκάθαρη τεχνική και η μουσική δημιουργικότητα που χαρακτήριζαν το παίξιμό του τον ανέδειξαν ως ένα από του καλύτερους μουσικούς του είδους του. Ως το 1982 είχε ηχογραφήσει πάνω από πενήντα δίσκους. Πέθανε το 1990, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά αδιαμφισβήτητης τελειότητας και καλλιτεχνικής έμπνευσης.
Carmen Amaya
Η Carmen Amaya ήταν μία από τις διασημότερες χορεύτριες flamenco. Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, αυτή η εξωτική ρομάν κατάφερε να κερδίσει διεθνή αναγνώριση, χορεύοντας για εξέχουσες προσωπικότητες όπως τον Roosevelt και τον Churchill (πρόεδροι της Αμερικής). Ήδη από τα εφηβικά της χρόνια ήταν δημοφιλής σε ένα ευρύ κοινό στην Μαδρίτη και στην Γαλλία. Η Carmen Amaya χαρακτηρίστηκε ως η ενσάρκωση της ισπανικής υπερηφάνειας και του ισπανικού ταμπεραμέντου, και αγαπήθηκε πραγματικά από τους κατοίκους της Νότιας Αμερικής. Έπαιξε σε ταινίες του Hollywood και εμφανίστηκε στο Broadway, συνήθως με τη συνοδεία του βιρτουόζου κιθαρίστα, Sabicas. Πέθανε το 1963 σε ηλικία 50 ετών.
Ramon Montoya
Ο Ramon Montoya ήταν αθίγγανος που γεννήθηκε στην Μαδρίτη το 1880 και έγινε γνωστός για τη δημιουργικότητα και τη δεξιοτεχνία του. Θεωρείται πρωτοπόρος στον τομέα της κιθάρας flamenco. Ήταν ο πρώτος που δημιούργησε ρεπερτόριο για σόλο κιθάρα flamenco, καθιερώνοντας την κιθάρα ως κυρίαρχο μουσικό όργανο για την μουσική flamenco, και όχι ως συνοδεία στον τραγουδιστή. Ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την δεξιοτεχνία στην μουσική του flamenco, και νέες τεχνικές παιξίματος. Ο Ramon Montoya εξακολουθεί να εμπνέει χιλιάδες κιθαρίστες flamenco, και οι ρυθμικές παραλλαγές (falsetas) που δημιούργησε παίζονται μέχρι και σήμερα. Πέθανε το 1949.
Carlos Montoya
Ο Carlos Montoya ήταν αθίγγανος που γεννήθηκε στην Μαδρίτη το 1903. Το 1940 απέκτησε αμερικανική υπηκοότητα και ηχογράφησε πολλούς δίσκους, κερδίζοντας μεγάλη δημοτικότητα. Καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του δέχτηκε αρνητική κριτική για την σκληρότητα που χαρακτήριζε το παίξιμό του και για την προφανή ελευθερία με την οποία χειριζόταν τον ρυθμό (compás) και τις παραλλαγές στην ταχύτητα. Ο ίδιος φυσικά, είχε επίγνωση ότι οι οπαδοί του flamenco (aficionados) σπάνια εκτιμούσαν την μουσική του. Τα πιο συνηθισμένα «παράπονα» ήταν ότι έκανε παρατεταμένο απαλό παίξιμο (legato) με το αριστερό χέρι, ότι η μουσική του ακουγόταν «κυματώδης», και ότι χρησιμοποιούσε υπερβολικό tremolo (τεχνική στην κιθάρα).
Τα ρούχα, τα παπούτσια και τα αξεσουάρ του flamenco.
Η σωστή ενδυμασία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για έναν χορευτή flamenco, αφού βελτιώνει την εικόνα του, τονίζει τις κινήσεις και την τεχνική του, προσδίδει μοναδικότητα στην έκφρασή του, και τον συνδέει οπτικά και αισθητικά με την μουσική του flamenco και τις ρίζες της. Ουσιαστικά, το κοστούμι, μαζί με τα αξεσουάρ που το συνοδεύουν, αποτελούν προέκταση του σώματος του χορευτή. Παρ' όλο που με τα χρόνια έγιναν διάφορες προσθήκες και παραλλαγές στην ενδυμασία του flamenco, τα βασικά στοιχεία της παραμένουν ίδια: τα παπούτσια, τα ρούχα (φορέματα και φούστες με μπλουζάκια για τις γυναίκες, παντελόνια και ανοιχτά πουκάμισα για τους άντρες), σάλι και κοσμήματα. Ο οδηγός που ακολουθεί αφορά στις γυναίκες.
Παπούτσια Flamenco
Τα παπούτσια flamenco είναι το πιο βασικό κομμάτι της στολής. Είναι ειδικά κατασκευασμένα παπούτσια που αγκαλιάζουν σφιχτά το πόδι, έχουν ένα λουρί, το οποίο περνά από το πάνω μέρος του πέλματος και κουμπώνει στο πλάι, και ανθεκτικά προστατευτικά στα τακούνια, που προλαμβάνουν την διάβρωσή τους και τον τραυματισμό των πελμάτων του χορευτή από τα δυνατά χτυπήματα των ποδιών στο πάτωμα, ενώ επίσης συνεισφέρουν ηχητικά στην μουσική του τραγουδιού. Τα ιδανικότερα παπούτσια για έναν αρχάριο χορευτή είναι αυτά με χαμηλό και πλατύ τακούνι, όπως είναι το κουβανέζικο τακούνι με ύψος πέντε εκατοστών.
Φορέματα και Φούστες Flamenco
Οι χορεύτριες Flamenco διακρίνονται από τις πολύ μακριές φούστες (faldas) και τα φορέματα που φορούν. Τα ενδύματα Flamenco κατασκευάζονται από ελαφριά και άνετα υφάσματα που κολακεύουν τον χορευτή και δεν εμποδίζουν τις ελεύθερες κινήσεις του σώματος. Όλα τα ρούχα (φούστες, μπλούζες, φουστάνια) διατίθενται σε διάφορα χρώματα, αλλά όπως και στα παπούτσια, κυρίαρχα χρώματα είναι το κόκκινο και το μαύρο. Παρ' όλο που σήμερα υπάρχει μεγάλη ποικιλία στα σχέδια που κοσμούν τις φούστες και τα φορέματα flamenco, τα βασικά στοιχεία που διακρίνουν τον ρουχισμό flamenco είναι οι βούλες και τα βολάν. Τα πιο χαρακτηριστικά στιλ ένδυσης flamenco είναι τα εξής: Οι φούστες με τριγωνικά φύλλα (Godet Skirts): Όλες οι φούστες flamenco είναι στενές στην μέση και φαρδιές στις άκρες, έτσι γίνονται πολύ αέρινες. Για να γίνει πιο έντονο αυτό το χαρακτηριστικό, ράβονται πάνω στις φούστες τριγωνικά κομμάτια ύφασμα τα οποία ονομάζονται «godets», και μπορεί είτε να έχουν ίδιο χρώμα με την υπόλοιπη φούστα, είτε να κάνουν αντίθεση με το χρώμα της φούστας.
Οι φούστες Rociera: Αυτές οι φούστες είναι λιγότερο εφαρμοστές στην μέση και στους γοφούς και έχουν πολύ έντονα βολάν στις απολήξεις τους, συνήθως με βούλες, με αποτέλεσμα να είναι πολύ φουσκωτές.
Τα φορέματα Flamenco: Όλα τα φορέματα είναι εφαρμοστά στην μέση και στους γοφούς και αέρινα στα πόδια με βολάν που ξεκινούν από οποιοδήποτε σημείο από τους γοφούς και κάτω. Τα φορέματα flamenco δεν γίνεται να έχουν πολύ μακριά ή πολύ κοντά μανίκια, ενώ είναι ανοιχτά στον λαιμό. Τα πιο συνηθισμένα σχέδια είναι οι βούλες και τα λουλούδια.
Τα αξεσουάρ του Flamenco
Τα αξεσουάρ Flamenco αναδεικνύουν την χορεύτρια και προσδίδουν μοναδικότητα στο στιλ της. Τα πιο χαρακτηριστικά αξεσουάρ που χρησιμοποιούνται από χορευτές flamenco είναι τα ακόλουθα:
Το σάλι (shawl): Το σάλι φοριέται γύρω από τους ώμους ή γύρω από τη μέση και συμπληρώνει την εικόνα της χορεύτριας. Σήμερα κατασκευάζονται τρία είδη: Τα Mantones ή αλλιώς Manila shawls, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος και συνήθως διπλώνονται σε τριγωνικό σχήμα. Φοριούνται γύρω από τη μέση ή γύρω από τους ώμους. Τα Mantoncillos, τα οποία έχουν τριγωνικό σχήμα με κρόσσια και στις δύο ισοσκελείς πλευρές. Είναι μικρότερα από τα Mantones και φοριούνται επίσης γύρω από τους ώμους και τη μέση. Τα Pañoletas που είναι μικρότερα από τα άλλα δύο είδη, με τριγωνικό σχήμα και κρόσσια. Φοριούνται ριχτά στους ώμους ή σταυρωτά. Το λουλούδι (maravilla): Παραδοσιακά χρησιμοποιούταν για το στόλισμα της αλογοουράς, ώστε να τονίζεται ο λαιμός της χορεύτριας. Σήμερα, υιοθετείται από τις χορεύτριες ως στοιχείο της παράδοσης, με το οποίο στολίζουν πιασμένα σε κότσο ή ακόμα και λιτά μαλλιά και φοριέται πίσω από το αυτί. Οι βεντάλιες (pericon): Οι βεντάλιες του Flamenco είναι μεγάλες (όχι υπερβολικά) με ξύλινη λαβή. Θα πρέπει να ανοιγοκλείνουν εύκολα. Διατίθενται σε διάφορα χρώματα και μπορεί να έχουν και σχέδια. Προσδίδουν έντονη θεατρικότητα στον χορό καθώς κάθε κίνηση με την βεντάλια εσωκλείει πολλά μηνύματα. Επειδή κάποτε οι δημόσιες συζητήσεις ανάμεσα σε άτομα διαφορετικού φύλου ήταν κατακριτέες και «επικίνδυνες», είχε δημιουργηθεί ένας γλωσσικός κώδικας με μέσο την βεντάλια, ο οποίος αποτελούνταν από 55 μηνύματα!
Τα κοσμήματα: Εμπλουτίζουν την εμφάνιση της χορεύτριας.
Οι καστανιέτες: Είναι κρουστό μουσικό όργανο με το οποίο η χορεύτρια συνοδεύει την μουσική.
Η σωστή ενδυμασία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για έναν χορευτή flamenco, αφού βελτιώνει την εικόνα του, τονίζει τις κινήσεις και την τεχνική του, προσδίδει μοναδικότητα στην έκφρασή του, και τον συνδέει οπτικά και αισθητικά με την μουσική του flamenco και τις ρίζες της. Ουσιαστικά, το κοστούμι, μαζί με τα αξεσουάρ που το συνοδεύουν, αποτελούν προέκταση του σώματος του χορευτή. Παρ' όλο που με τα χρόνια έγιναν διάφορες προσθήκες και παραλλαγές στην ενδυμασία του flamenco, τα βασικά στοιχεία της παραμένουν ίδια: τα παπούτσια, τα ρούχα (φορέματα και φούστες με μπλουζάκια για τις γυναίκες, παντελόνια και ανοιχτά πουκάμισα για τους άντρες), σάλι και κοσμήματα. Ο οδηγός που ακολουθεί αφορά στις γυναίκες.
Παπούτσια Flamenco
Τα παπούτσια flamenco είναι το πιο βασικό κομμάτι της στολής. Είναι ειδικά κατασκευασμένα παπούτσια που αγκαλιάζουν σφιχτά το πόδι, έχουν ένα λουρί, το οποίο περνά από το πάνω μέρος του πέλματος και κουμπώνει στο πλάι, και ανθεκτικά προστατευτικά στα τακούνια, που προλαμβάνουν την διάβρωσή τους και τον τραυματισμό των πελμάτων του χορευτή από τα δυνατά χτυπήματα των ποδιών στο πάτωμα, ενώ επίσης συνεισφέρουν ηχητικά στην μουσική του τραγουδιού. Τα ιδανικότερα παπούτσια για έναν αρχάριο χορευτή είναι αυτά με χαμηλό και πλατύ τακούνι, όπως είναι το κουβανέζικο τακούνι με ύψος πέντε εκατοστών.
Φορέματα και Φούστες Flamenco
Οι χορεύτριες Flamenco διακρίνονται από τις πολύ μακριές φούστες (faldas) και τα φορέματα που φορούν. Τα ενδύματα Flamenco κατασκευάζονται από ελαφριά και άνετα υφάσματα που κολακεύουν τον χορευτή και δεν εμποδίζουν τις ελεύθερες κινήσεις του σώματος. Όλα τα ρούχα (φούστες, μπλούζες, φουστάνια) διατίθενται σε διάφορα χρώματα, αλλά όπως και στα παπούτσια, κυρίαρχα χρώματα είναι το κόκκινο και το μαύρο. Παρ' όλο που σήμερα υπάρχει μεγάλη ποικιλία στα σχέδια που κοσμούν τις φούστες και τα φορέματα flamenco, τα βασικά στοιχεία που διακρίνουν τον ρουχισμό flamenco είναι οι βούλες και τα βολάν. Τα πιο χαρακτηριστικά στιλ ένδυσης flamenco είναι τα εξής: Οι φούστες με τριγωνικά φύλλα (Godet Skirts): Όλες οι φούστες flamenco είναι στενές στην μέση και φαρδιές στις άκρες, έτσι γίνονται πολύ αέρινες. Για να γίνει πιο έντονο αυτό το χαρακτηριστικό, ράβονται πάνω στις φούστες τριγωνικά κομμάτια ύφασμα τα οποία ονομάζονται «godets», και μπορεί είτε να έχουν ίδιο χρώμα με την υπόλοιπη φούστα, είτε να κάνουν αντίθεση με το χρώμα της φούστας.
Οι φούστες Rociera: Αυτές οι φούστες είναι λιγότερο εφαρμοστές στην μέση και στους γοφούς και έχουν πολύ έντονα βολάν στις απολήξεις τους, συνήθως με βούλες, με αποτέλεσμα να είναι πολύ φουσκωτές.
Τα φορέματα Flamenco: Όλα τα φορέματα είναι εφαρμοστά στην μέση και στους γοφούς και αέρινα στα πόδια με βολάν που ξεκινούν από οποιοδήποτε σημείο από τους γοφούς και κάτω. Τα φορέματα flamenco δεν γίνεται να έχουν πολύ μακριά ή πολύ κοντά μανίκια, ενώ είναι ανοιχτά στον λαιμό. Τα πιο συνηθισμένα σχέδια είναι οι βούλες και τα λουλούδια.
Τα αξεσουάρ του Flamenco
Τα αξεσουάρ Flamenco αναδεικνύουν την χορεύτρια και προσδίδουν μοναδικότητα στο στιλ της. Τα πιο χαρακτηριστικά αξεσουάρ που χρησιμοποιούνται από χορευτές flamenco είναι τα ακόλουθα:
Το σάλι (shawl): Το σάλι φοριέται γύρω από τους ώμους ή γύρω από τη μέση και συμπληρώνει την εικόνα της χορεύτριας. Σήμερα κατασκευάζονται τρία είδη: Τα Mantones ή αλλιώς Manila shawls, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος και συνήθως διπλώνονται σε τριγωνικό σχήμα. Φοριούνται γύρω από τη μέση ή γύρω από τους ώμους. Τα Mantoncillos, τα οποία έχουν τριγωνικό σχήμα με κρόσσια και στις δύο ισοσκελείς πλευρές. Είναι μικρότερα από τα Mantones και φοριούνται επίσης γύρω από τους ώμους και τη μέση. Τα Pañoletas που είναι μικρότερα από τα άλλα δύο είδη, με τριγωνικό σχήμα και κρόσσια. Φοριούνται ριχτά στους ώμους ή σταυρωτά. Το λουλούδι (maravilla): Παραδοσιακά χρησιμοποιούταν για το στόλισμα της αλογοουράς, ώστε να τονίζεται ο λαιμός της χορεύτριας. Σήμερα, υιοθετείται από τις χορεύτριες ως στοιχείο της παράδοσης, με το οποίο στολίζουν πιασμένα σε κότσο ή ακόμα και λιτά μαλλιά και φοριέται πίσω από το αυτί. Οι βεντάλιες (pericon): Οι βεντάλιες του Flamenco είναι μεγάλες (όχι υπερβολικά) με ξύλινη λαβή. Θα πρέπει να ανοιγοκλείνουν εύκολα. Διατίθενται σε διάφορα χρώματα και μπορεί να έχουν και σχέδια. Προσδίδουν έντονη θεατρικότητα στον χορό καθώς κάθε κίνηση με την βεντάλια εσωκλείει πολλά μηνύματα. Επειδή κάποτε οι δημόσιες συζητήσεις ανάμεσα σε άτομα διαφορετικού φύλου ήταν κατακριτέες και «επικίνδυνες», είχε δημιουργηθεί ένας γλωσσικός κώδικας με μέσο την βεντάλια, ο οποίος αποτελούνταν από 55 μηνύματα!
Τα κοσμήματα: Εμπλουτίζουν την εμφάνιση της χορεύτριας.
Οι καστανιέτες: Είναι κρουστό μουσικό όργανο με το οποίο η χορεύτρια συνοδεύει την μουσική.