Στις 14 Σεπτεμβρίου 1849 γεννιέται ένας σύγχρονος ερευνητής, από τους πιο σημαντικούς του εικοστού αιώνα, ο Ιβάν Παβλόφ. Ήταν από τους πρώτους, οι οποίοι ξεκίνησαν να μελετούν τη διαδικασία της μάθησης με τρόπο επιστημονικό. Το περίφημο πείραμα του Παβλόφ έχει μείνει στην ιστορία ως το πείραμα που επηρέασε όχι μόνο την εκπαίδευση, αλλά ως αυτό που έφερε την επανάσταση στον τομέα της ψυχολογίας. Η θεωρία του Παβλόφ πάνω στην οποία βασίζεται το διάσημο πείραμά του έχει να κάνει με την κλασική εξαρτημένη μάθηση: ο Παβλόφ πίστευε ότι όταν ένα ουδέτερο ερέθισμα συνδέεται επανειλημμένα με ένα ανεξάρτητο ερέθισμα, τότε μπορεί να προκληθεί μια εξαρτημένη αντίδραση. Για να καταλήξει σε αυτή τη διαπίστωση για τη μάθηση προηγήθηκαν ορισμένες μελέτες που διεξήγαγε ο ίδιος μαζί με τους συνεργάτες του.
Στη διάρκεια της έρευνας, ξεκίνησε να μελετά τις συμπεριφορές των σκυλιών και συγκεκριμένα τη διαδικασία της πέψης αυτών. Παρατήρησε ότι η έκκριση σιέλου στους σκύλους εμφάνιζε αλλαγές στο χρόνο και στο βαθμό. Πιο αναλυτικά, όταν ο Παβλόφ και οι συνεργάτες του έβαζαν κρέας σε σκόνη κοντά στο στόμα ενός πεινασμένου σκύλου, τότε ο σκύλος άρχιζε να εκκρίνει σάλιο. Αυτή η αντίδραση του σκυλιού στην εμφάνιση του κρέατος συνέβαινε αυτόματα χωρίς να χρειαστεί κάποια συγκεκριμένη εκπαίδευση. Γι’αυτό αναφέρεται ως ανεξάρτητη αντίδραση και συνεπώς το κρέας ως ανεξάρτητο ερέθισμα. Τότε ο Παβλόφ αποφάσισε να βάλει στη θέση του κρέατος ένα άλλο ουδέτερο ερέθισμα, ένα κουδούνι. Αυτό από μόνο του δε θα μπορούσε να προκαλέσει έκκριση σάλιου στο σκυλί.Όταν όμως συνδύασε το κουδούνισμα με την τροφή (κρέας) του σκυλιού, το σκυλί άρχισε να εκκρίνει σάλιο, νομίζοντας ότι ήρθε η ώρα του να φάει. Αυτό σημαίνει ότι όταν παρουσιαστούν μαζί το κουδούνισμα και η τροφή, ο ήχος του κουδουνιού υποκινεί από μόνος του μια αντίδραση ίδια με εκείνη που προκαλεί από μόνη της η τροφή. Έτσι, το κουδούνισμα, από ουδέτερο γίνεται εξαρτημένο ερέθισμα, επειδή συνδέεται με τη τροφή. Η διαδικασία αυτή ονομάστηκε από τον Παβλόφ ως κλασική εξαρτημένη μάθηση. Για το πείραμα αυτό, ο Παβλόφ χρειάστηκε να δέσει το σκυλί με ένα εξάρτημα πρόσδεσης που θα το συγκρατούσε, καθώς κι έναν σωλήνα προσαρτημένο στο σιελογόνο αδένα του ώστε να μετρά την ποσότητα σάλιου που εκκρίνει.
Ο Παβλόφ εξέλιξε τη μελέτη του και χρησιμοποίησε διάφορα ερεθίσματα για να εξετάσει αν τα σκυλιά πράγματι αντιδρούσαν σε αυτό που προσλάμβαναν ως φορέα του φαγητού κι όχι το ίδιο το φαγητό. Η ιστορία που επικράτησε σχετικά με το πείραμα, αναφέρει ότι ο Παβλόφ χρησιμοποιούσε κουδούνια, τα οποία χτυπούσε κάθε φορά πριν ταΐσει τα σκυλιά. Μετά από λίγο, τα σκυλιά συνέδεσαν τον ήχο με το φαγητό και τα σάλια τους έτρεχαν, ακόμα και αν δεν τους έφερνε τροφή. Σύμφωνα όμως με τη βιογραφία του, που έγραψε ο ιστορικός Ντάνιελ Τόουντς, ο Παφλόβ δεν χρησιμοποίησε ποτέ κουδούνι, αλλά μετρονόμους, αρμόνιο, buzzer και ηλεκτρικά σοκ. Ο Παβλόφ κατέληξε ότι όπως ο σκύλος, έτσι και ο άνθρωπος μπορεί, αν εκπαιδευτεί, να συνδέει τεχνητά ερεθίσματα με ενστικτώδεις λειτουργίες του οργανισμού, όπως η έκκριση σάλιου από τους αδένες τους στόματος. Σύμφωνα με τις μελέτες του, ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορούσε να μελετηθεί μέσω φυσικών αντιδράσεων του σώματος. Ήταν μία ριζοσπαστική έρευνα που έφερε την επανάσταση στον χώρο της ψυχολογίας. Για δεκαετίες, η πλειονότητα των επιστημόνων αντιμετώπιζαν τον άνθρωπο σαν ένα μαύρο κουτί που απλώς επεξεργαζόταν εντολές και αντιδρούσε αυτόματα, χωρίς προσωπική διεργασία. Το πείραμα εκτιμήθηκε από μελετητές της φυσιολογίας, λόγω της έρευνας του Παβλόφ για τη φυσιολογία του πεπτικού συστήματος.Το ενδιαφέρον αυτό πείραμα άνοιξε νέους, ωστόσο, δρόμους στον τομέα της εκπαίδευσης και της συμπεριφοριστικής ψυχολογίας. Εφαρμογές στη διδασκαλία δεν είχε. Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι μπορεί να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς να κατανοήσουν και να διαχειριστούν καταστάσεις άγχους των παιδιών.
Ο ρώσος φυσιολόγος Ιβάν Πέτροβιτς Παβλόφ (Ivan Petrovich Pavlov) γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1849 κι έμεινε στην ιστορία της επιστήμης για την περιγραφή του φαινομένου των εξαρτημένων αντανακλαστικών με τα πειράματα που έκανε σε σκύλους. Για την εργασία του αυτή, το 1904 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής. Σε αντίθεση με άλλους επιστήμονες, ο Παβλόφ παρέμεινε στη χώρα του μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης το 1917, παρότι δεν ήταν κομουνιστής, και συνέχισε τις έρευνές του μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ο βιογράφος του, Ντάνιελ Τόουντς, περιγράφει τη σχέση του με τους μπολσεβίκους. Η επανάσταση του 1917 δεν επηρέασε την καθημερινότητά του, μέχρι που αναγκάστηκε να παραδώσει τα χρήματα του βραβείου Νόμπελ στο κράτος. Αν και του είχαν υποσχεθεί πως τίποτα δεν θα εμπόδιζε τις έρευνές του, οι οποίες θεωρούνταν πολύ σημαντικές για την δημόσια εικόνα της χώρας, ο Παβλόφ έφτασε σε σημείο να μη μπορεί να ταΐσει την οικογένειά του. Πολλοί απ’ τους συνεργάτες τους πέθαναν απ’ την πείνα και το κρύο. Το 1920 ζήτησε άδεια απ’ τον Λένιν να εγκατασταθεί σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού, καθώς η ίδια του χώρα δεν μπορούσε να τον συντηρήσει. Ο Λένιν τότε έδωσε εντολή να αυξηθούν οι μερίδες φαγητού για την οικογένεια Παβλόφ και να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίες του. Ο Παβλόφ έπρεπε πάση θυσία να μείνει στη χώρα. Αν και ο Παβλόφ δεν έκρυψε ποτέ την αντιπάθειά του για την ηγεσία και τους κομμουνιστές, τους οποίους θεωρούσε ονειροπόλους ιδεαλιστές, οι επιστημονικές του επιτυχίες δημιουργούσαν γύρω του ένα προστατευτικό τοίχος. Τόλμησε να γράψει στον Στάλιν ότι “ντρεπόταν που ήταν Ρώσος”, αναφερόμενος στις μαζικές δολοφονίες του ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης και αντί να τιμωρηθεί, απλώς αυξήθηκαν τα κονδύλια που χορηγούνταν για τις έρευνές του. To 1929, όταν γιόρτασε τα 80α του γενέθλια, η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης συζητούσε για το αν θα έπρεπε να τιμήσουν την προσφορά του στην επιστήμη ή όχι. “Ο Παβλόφ περιφρονεί την Ένωση, αποκαλεί τον εαυτό του εχθρό της, αλλά η Ένωση θέλει για κάποιο λόγο να τον τιμήσει. Να τον βοηθήσουμε πρέπει, αλλά όχι και να τον τιμήσουμε,” έγραφε ο πολιτικός Valerian Kuybyshev. Όταν όμως ο Παβλόφ πέθανε το 1936, χιλιάδες παρευρέθηκαν στην κηδεία του, ακόμα και μέλη του κόμματος.