Ένα από τα θέματα που διαχρονικά απασχολούν την ιστορική επιστημονική κοινότητα είναι η αποδιοργάνωση και τελικά η σταδιακή κατάρρευση των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών δομών του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τι αναφέρει η θεωρεία των «εσωτερικών συγκρούσεων»; Ο Πλάτωνας είναι λιτός και σαφής : " Οι νεώτεροι δεν υποδέχτηκαν όπως έπρεπε τους στρατιώτες που επέστρεψαν στον τόπο τους, από την Τρωική εκστρατεία. Ακολούθησαν αμέτρητοι φόνοι, σφαγές και εξορίες." Πόσο πιο συγκεκριμένος μπορούσε να γίνει επάνω στο θέμα των παλαιότερων ηγεμόνων που τώρα επέστρεφαν στα πατρώα εδάφη, στις ηγεμονίες που άφησαν πίσω, βρίσκοντας μια εχθρική προς αυτούς εξουσία να τους περιμένει;
Η κατάρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού – Τα αίτια
Ένα από τα θέματα που διαχρονικά απασχολούν την ιστορική επιστημονική κοινότητα είναι η αποδιοργάνωση και τελικά η σταδιακή κατάρρευση των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών δομών του μυκηναϊκού πολιτισμού. Στο τέλος του 13ου αιώνα και στις αρχές του 12ου προκαλούνται εκτεταμένες καταστροφές σε ανάκτορα, πόλεις και οικισμούς. Οι καταστροφές αυτές δεν συμβαίνουν ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια και ούτε επιφέρουν τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα σε όλα τα διοικητικά κέντρα. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός μέσα από τις καταστροφικές φάσεις που εκδηλώνονται εισέρχεται σε μια περίοδο σταδιακής αποσύνθεσης παρά τις όποιες κατά τόπους προσπάθειες για επαναφορά και επανάκαμψη μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα. Η θεωρία του Rhys Carpenter που προτάθηκε το 1966, ότι η παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου οφείλεται σε βίαιη κλιματολογική αλλαγή (παρατεταμένη ανομβρία) με καταστρεπτικές συνέπειες στον τομέα της γεωργίας τείνει να εγκαταλειφθεί ως ασυμβίβαστη με τις μαρτυρίες της παλαιοβοτανικής. Βασικός λόγος είναι ότι οι αναλύσεις της γύρης που βρέθηκαν στα συγκεκριμένα αρχαιολογικά επίπεδα απέδειξαν ότι ανήκει σε βλάστηση χαρακτηριστική υγρών κλιμάτων. Επιπλέον, για να ισχύει η μεταβολή αυτή θα έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα βίαιη και να καλύπτει μια ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα. Το δε φαινόμενο της σεισμικής δραστηριότητας δεν μπορεί να αποδειχθεί επαρκώς παρότι στην περίπτωση της κεντρικής Αργολίδας σε Μυκήνες και Τίρυνθα οι ανασκαφές έδειξαν ειδικές αλλοιώσεις των τειχών. Όμως κάτι τέτοιο δεν καλύπτει τις περιπτώσεις της Πύλου, της Αττικής και της Βοιωτίας, τριών από τα μεγαλύτερα διοικητικά κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου.
Ένα από τα θέματα που διαχρονικά απασχολούν την ιστορική επιστημονική κοινότητα είναι η αποδιοργάνωση και τελικά η σταδιακή κατάρρευση των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών δομών του μυκηναϊκού πολιτισμού. Στο τέλος του 13ου αιώνα και στις αρχές του 12ου προκαλούνται εκτεταμένες καταστροφές σε ανάκτορα, πόλεις και οικισμούς. Οι καταστροφές αυτές δεν συμβαίνουν ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια και ούτε επιφέρουν τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα σε όλα τα διοικητικά κέντρα. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός μέσα από τις καταστροφικές φάσεις που εκδηλώνονται εισέρχεται σε μια περίοδο σταδιακής αποσύνθεσης παρά τις όποιες κατά τόπους προσπάθειες για επαναφορά και επανάκαμψη μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα. Η θεωρία του Rhys Carpenter που προτάθηκε το 1966, ότι η παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου οφείλεται σε βίαιη κλιματολογική αλλαγή (παρατεταμένη ανομβρία) με καταστρεπτικές συνέπειες στον τομέα της γεωργίας τείνει να εγκαταλειφθεί ως ασυμβίβαστη με τις μαρτυρίες της παλαιοβοτανικής. Βασικός λόγος είναι ότι οι αναλύσεις της γύρης που βρέθηκαν στα συγκεκριμένα αρχαιολογικά επίπεδα απέδειξαν ότι ανήκει σε βλάστηση χαρακτηριστική υγρών κλιμάτων. Επιπλέον, για να ισχύει η μεταβολή αυτή θα έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα βίαιη και να καλύπτει μια ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα. Το δε φαινόμενο της σεισμικής δραστηριότητας δεν μπορεί να αποδειχθεί επαρκώς παρότι στην περίπτωση της κεντρικής Αργολίδας σε Μυκήνες και Τίρυνθα οι ανασκαφές έδειξαν ειδικές αλλοιώσεις των τειχών. Όμως κάτι τέτοιο δεν καλύπτει τις περιπτώσεις της Πύλου, της Αττικής και της Βοιωτίας, τριών από τα μεγαλύτερα διοικητικά κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου.
Η θεωρεία των «εσωτερικών συγκρούσεων»
Αποτελεί το πιο δυναμικό αίτιο, ικανό να περιγράψει τα αρχικά στάδια της κατάρρευσης του μυκηναϊκού κόσμου. Είναι σαφές ότι για να καταρρεύσει ένας τόσο δυναμικός πολιτισμός μέσα στο χρονικό πλαίσιο παραπάνω του ενός αιώνα (μέσα 13ου – τέλη 12ου) πρέπει να συντρέχει ένας συνδυασμός από λόγους και αιτίες που διαμόρφωσαν αυτές τις καταιγιστικές αλλαγές τόσο εντός όσο και εκτός της Μυκηναϊκής επικράτειας.
Στα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. (1870-1890) ο Ερρίκος Σλήμαν έφερε στο φως την θέση της Τροίας (στο σημερινό Χισσαρλίκ) προσπαθώντας να αποδείξει ότι τα Ομηρικά έπη αποτελούν τον απόηχο ιστορικών γεγονότων. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ότι εννέα πόλεις είχαν χτισθεί από το 3.000 π.Χ. και μετά η μία πάνω στην άλλη. Τα ευρήματα στην Τροία VIIa (1300-1260 περ.) αποδεικνύουν ότι σε αυτή την καταληκτική ημερομηνία η πόλη αναγκάστηκε να στεγάσει πολύ περισσότερο κατοίκους από πριν, να υποστεί μακροχρόνια πολιορκία, και τελικά να καταστραφεί από μεγάλη πυρκαγιά. Ο Carl Blegen , μέλος της Αμερικανικής αρχαιολογικής σχολής με τεράστια συμβολή στην ανακάλυψη του ανακτόρου της Πύλου, ο οποίος διεξήγαγε ανασκαφές στην πόλη της Τροίας από το 1932 έως το 1938, υποστήριξε ότι «χωρίς αμφιβολία είχε τελείως λεηλατηθεί, ακριβώς όπως η ελληνική ποίηση και η λαϊκή παράδοση περιέγραψαν την καταστροφή της Τροίας του Πριάμου» . Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι μετά τα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. το ανάκτορο των Μυκηνών γνώρισε την πρώτη μεγάλη καταστροφή λόγω πυρκαγιάς. Εάν δεχθούμε τα λόγια του Θουκυδίδη ότι « Η μακροχρόνια απουσία των Ελλήνων στην Τροία προκάλεσε πολλές αναταραχές και σε πολλές πολιτείες έγιναν επαναστάσεις που ανάγκασαν πολλούς να φύγουν και να πάνε να ιδρύσουν άλλες πολιτείες» αλλά και την αναφορά του Πλάτωνα ότι «στη διάρκεια της δεκαετούς πολιορκίας της Τροίας τα πράγματα χειροτέρεψαν στην πατρίδα του κάθε επιτιθέμενου. Οι νεότεροι επαναστάτησαν και δεν υποδέχθηκαν όπως έπρεπε τους στρατιώτες που επέστρεψαν στον τόπο τους. Ακολούθησαν αμέτρητοι φόνοι, σφαγές και εξορίες.» μπορούμε ίσως να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο γεγονότων έτσι όπως αυτά, πιθανά, εξελίχθηκαν μετά τα μέσα του 13ου αιώνα. Είναι προφανές ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός έφτασε στην ακμή του πριν από τα μέσα τα μέσα του 13ου αιώνα, σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν αδύνατη μια διοργάνωση εκστρατείας τόσο μαζική όπως αυτή περιγράφεται στην Ιλιάδα. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν οι αναγκαίοι πόροι αλλά και το ανθρώπινο υλικό για την δημιουργία απαραίτητου πολεμικού στόλου και αξιόμαχου στρατεύματος. Οι ανασκαφές που διεξάγονται πάνω από έναν αιώνα στην θέση της Τροίας έφεραν στο φώς την μεγαλύτερη ποσότητα μυκηναϊκών αγγείων. Άρα υπήρχαν εμπορικές σχέσεις οι οποίες ορίζονταν κυρίως από την ναυτική ηγεμονία των Μυκηνών, σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον τους ως προς την ίδρυση εμπορικών σταθμών. Το εμπόριο αποτελούσε τον απαραίτητο όρο επιβίωσης και εξάπλωσης του συγκεντρωτικού διοικητικού συστήματος του ανακτορικού μυκηναϊκού πολιτισμού. Και αυτό γιατί ενώ υπήρχε κάποια αυτάρκεια στον αγροτικό τομέα, η οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας εξαρτιόνταν απόλυτα από τις εισαγωγές, κυρίως μετάλλων όπως ο κασσίτερος που σε πρόσμιξη με τον χαλκό μας δίνει τον ορείχαλκο απαραίτητο υλικό για την κατασκευή όπλων. Εισήγαγαν επίσης ελεφαντόδοντο, κεχριμπάρι, ημιπολύτιμες πέτρες, πιθανά και έτοιμα υφάσματα από την Ανατολή τα οποία οι ανώτερες τάξεις χρησιμοποιούσαν ως σύμβολα δύναμης και εξουσίας
Αποτελεί το πιο δυναμικό αίτιο, ικανό να περιγράψει τα αρχικά στάδια της κατάρρευσης του μυκηναϊκού κόσμου. Είναι σαφές ότι για να καταρρεύσει ένας τόσο δυναμικός πολιτισμός μέσα στο χρονικό πλαίσιο παραπάνω του ενός αιώνα (μέσα 13ου – τέλη 12ου) πρέπει να συντρέχει ένας συνδυασμός από λόγους και αιτίες που διαμόρφωσαν αυτές τις καταιγιστικές αλλαγές τόσο εντός όσο και εκτός της Μυκηναϊκής επικράτειας.
Στα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. (1870-1890) ο Ερρίκος Σλήμαν έφερε στο φως την θέση της Τροίας (στο σημερινό Χισσαρλίκ) προσπαθώντας να αποδείξει ότι τα Ομηρικά έπη αποτελούν τον απόηχο ιστορικών γεγονότων. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ότι εννέα πόλεις είχαν χτισθεί από το 3.000 π.Χ. και μετά η μία πάνω στην άλλη. Τα ευρήματα στην Τροία VIIa (1300-1260 περ.) αποδεικνύουν ότι σε αυτή την καταληκτική ημερομηνία η πόλη αναγκάστηκε να στεγάσει πολύ περισσότερο κατοίκους από πριν, να υποστεί μακροχρόνια πολιορκία, και τελικά να καταστραφεί από μεγάλη πυρκαγιά. Ο Carl Blegen , μέλος της Αμερικανικής αρχαιολογικής σχολής με τεράστια συμβολή στην ανακάλυψη του ανακτόρου της Πύλου, ο οποίος διεξήγαγε ανασκαφές στην πόλη της Τροίας από το 1932 έως το 1938, υποστήριξε ότι «χωρίς αμφιβολία είχε τελείως λεηλατηθεί, ακριβώς όπως η ελληνική ποίηση και η λαϊκή παράδοση περιέγραψαν την καταστροφή της Τροίας του Πριάμου» . Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι μετά τα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. το ανάκτορο των Μυκηνών γνώρισε την πρώτη μεγάλη καταστροφή λόγω πυρκαγιάς. Εάν δεχθούμε τα λόγια του Θουκυδίδη ότι « Η μακροχρόνια απουσία των Ελλήνων στην Τροία προκάλεσε πολλές αναταραχές και σε πολλές πολιτείες έγιναν επαναστάσεις που ανάγκασαν πολλούς να φύγουν και να πάνε να ιδρύσουν άλλες πολιτείες» αλλά και την αναφορά του Πλάτωνα ότι «στη διάρκεια της δεκαετούς πολιορκίας της Τροίας τα πράγματα χειροτέρεψαν στην πατρίδα του κάθε επιτιθέμενου. Οι νεότεροι επαναστάτησαν και δεν υποδέχθηκαν όπως έπρεπε τους στρατιώτες που επέστρεψαν στον τόπο τους. Ακολούθησαν αμέτρητοι φόνοι, σφαγές και εξορίες.» μπορούμε ίσως να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο γεγονότων έτσι όπως αυτά, πιθανά, εξελίχθηκαν μετά τα μέσα του 13ου αιώνα. Είναι προφανές ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός έφτασε στην ακμή του πριν από τα μέσα τα μέσα του 13ου αιώνα, σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν αδύνατη μια διοργάνωση εκστρατείας τόσο μαζική όπως αυτή περιγράφεται στην Ιλιάδα. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν οι αναγκαίοι πόροι αλλά και το ανθρώπινο υλικό για την δημιουργία απαραίτητου πολεμικού στόλου και αξιόμαχου στρατεύματος. Οι ανασκαφές που διεξάγονται πάνω από έναν αιώνα στην θέση της Τροίας έφεραν στο φώς την μεγαλύτερη ποσότητα μυκηναϊκών αγγείων. Άρα υπήρχαν εμπορικές σχέσεις οι οποίες ορίζονταν κυρίως από την ναυτική ηγεμονία των Μυκηνών, σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον τους ως προς την ίδρυση εμπορικών σταθμών. Το εμπόριο αποτελούσε τον απαραίτητο όρο επιβίωσης και εξάπλωσης του συγκεντρωτικού διοικητικού συστήματος του ανακτορικού μυκηναϊκού πολιτισμού. Και αυτό γιατί ενώ υπήρχε κάποια αυτάρκεια στον αγροτικό τομέα, η οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας εξαρτιόνταν απόλυτα από τις εισαγωγές, κυρίως μετάλλων όπως ο κασσίτερος που σε πρόσμιξη με τον χαλκό μας δίνει τον ορείχαλκο απαραίτητο υλικό για την κατασκευή όπλων. Εισήγαγαν επίσης ελεφαντόδοντο, κεχριμπάρι, ημιπολύτιμες πέτρες, πιθανά και έτοιμα υφάσματα από την Ανατολή τα οποία οι ανώτερες τάξεις χρησιμοποιούσαν ως σύμβολα δύναμης και εξουσίας
Στην Βόρεια πλευρά των ακτών της Μικράς Ασίας η Τροία δέσποζε ως ένας από τους κυριότερους ανταγωνιστές των Μυκηνών γιατί η γεωγραφική της θέση ήταν τόσο σημαντική που έλεγχε πλήρως την είσοδο και την έξοδο των εμπορικών πλοίων από το Αιγαίο προς την Μαύρη θάλασσα και το αντίθετο. Συνεπώς εάν προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τα αίτια της σύγκρουσης μεταξύ Μυκηνών και Τροίας δεν θα είναι υπερβολή να υποθέσουμε ότι η εκστρατεία αυτή έγινε στα πλαίσια της αποδυνάμωσης ή της εξαφάνισης του εμπορικού – γεωστρατηγικού ρόλου της Τροίας και των συμμάχων της, μια ομοσπονδία πόλεων υπό την κυριαρχία του βασιλείου της Ασσούβα, στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου πελάγους. Μια από τις πιο έγκυρες θεωρίες περί του ιστορικού πλαισίου του Τρωικού πολέμου ανήκει αδιαμφισβήτητα στον Denys Page, καθηγητή Αρχαίων Ελληνικών στο Cambridge . Στο βιβλίο του Η ΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ επικαλείται την ανακάλυψη Χετιτικών πινακίδων οι οποίες αναφέρονται σε κείμενο από τα χρονικά του Τουθαλίγια Δ, πατέρα του τελευταίου αυτοκράτορα των Χετταίων Αρνουβάντα, το οποίο διηγείται τον πόλεμο μεταξύ μιας ομοσπονδίας 22 πόλεων και του αυτοκράτορα Τουθαλίγια Δ, πόλεις οι οποίες γεωγραφικά ανήκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας από το Νότιο άκρο της την Μίλητο έως το Βορειότερο άκρο της την Τροία. Κάποια από τα ονόματα των πόλεων αυτών αναφέρονται στην Ραψωδία Β της Ιλιάδας. Το χρονικό πλαίσιο τοποθετείται μεταξύ 1250 και 1220 π.Χ. και ενώ αρχικά ο Χετταίος αυτοκράτορας καταφέρνει να καταστείλει τις δυνάμεις των επαναστατημένων πόλεων στην συνέχεια αποσύρεται στην πρωτεύουσα Χαττούσα αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο.
Μια νέα συνασπισμένη στρατιωτική δύναμη απειλεί τώρα την δυναμική του Μυκηναϊκού εμπορίου στο Αιγαίο. Η Τροία και η Μίλητος είναι οι πόλεις που διατηρούν εμπορικές σχέσεις με τις Μυκήνες ενώ τα εδάφη στα κεντρικά παράλια της Μικράς Ασίας με κυρίαρχη δύναμη το βασίλειο της Ασσούβα παραμένουν αφιλόξενα για τους Μυκηναίους εμπόρους. Τα νέα δεδομένα δημιουργούν «ευαίσθητες ισορροπίες» και απειλούν με κατάρρευση την παρουσία των εμπορικών πλοίων που φέρνουν στις Μυκήνες τις πρωτογενείς ύλες.
Μια νέα συνασπισμένη στρατιωτική δύναμη απειλεί τώρα την δυναμική του Μυκηναϊκού εμπορίου στο Αιγαίο. Η Τροία και η Μίλητος είναι οι πόλεις που διατηρούν εμπορικές σχέσεις με τις Μυκήνες ενώ τα εδάφη στα κεντρικά παράλια της Μικράς Ασίας με κυρίαρχη δύναμη το βασίλειο της Ασσούβα παραμένουν αφιλόξενα για τους Μυκηναίους εμπόρους. Τα νέα δεδομένα δημιουργούν «ευαίσθητες ισορροπίες» και απειλούν με κατάρρευση την παρουσία των εμπορικών πλοίων που φέρνουν στις Μυκήνες τις πρωτογενείς ύλες.
Ακόμα και εάν υπάρχουν αμφιβολίες για τις αποδείξεις της ιστορικότητας του Τρωικού πολέμου το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν τα αίτια τα οποία οδήγησαν σε πολεμική αναμέτρηση τα μεγαλύτερα διοικητικά κέντρα των απέναντι ακτών του Αιγαίου πελάγους. Η άποψη αυτή δεν στερεώνεται πια μόνο στην αρχαία ελληνική παράδοση ή στις ανασκαφές, αλλά εν μέρει και στις γραπτές πηγές της Χετιτικής Αυτοκρατορίας.
Τα τελευταία χρόνια η επιστημονική κοινότητα, στην πλειοψηφία της, τείνει να δεχθεί ως βασικό λόγο των αρχικών καταστροφών των μυκηναϊκών ανακτόρων κατά το 1240 ή 1230 τις εσωτερικές συγκρούσεις. Αναφέρονται ως πιθανές αιτίες διαμάχες μεταξύ γειτονικών βασιλείων, μεταξύ δυναστειών, ακόμα και εξεγέρσεις των κατώτερων στρωμάτων (γεωργών) λόγω επαναλαμβανόμενων κακών εσοδειών με αποτέλεσμα την σιτοδεία, εσωτερικές μετακινήσεις φτωχότερων πληθυσμών, αλλά και η κατάρρευση της παραγωγικής διαδικασίας λόγω αναστολής της δυναμικής του θαλάσσιου εμπορίου. Το πρόβλημα με τους φτωχότερους πληθυσμούς υπήρχε από τον 14ο αιώνα και συντέλεσε στην αντιπαράθεση μεταξύ δύο μεγάλων κατηγοριών. Των ορεινών και των πεδινών πληθυσμών εκ των οποίων οι πρώτοι συγκεντρώνονταν στις ορεινές παρυφές των διοικητικών κέντρων. Αυτοί οι πληθυσμοί οι οποίοι ζούσαν σε λόφους και οροπέδια αποτελούνταν από πτωχούς και σκληραγωγημένους νομαδικούς πληθυσμούς χωρίς συγκεκριμένη και μόνιμη εστία, ενώ οι δεύτεροι διαθέτοντας μόνιμη κατοικία αλλά και εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις αποτελούσαν τις παραγωγικές τάξεις οι οποίες προωθούσαν στις αποθήκες των ανακτόρων τον αγροτικό πλούτο, μια διαδικασία απαραίτητη για την στοιχειώδη λειτουργία των οργανωμένων διοικητικών κέντρων.Σε κάθε περίπτωση οι λόγοι οι οποίοι επέβαλαν να κτισθούν οι αρχικές οχυρώσεις των σημαντικότερων αχαϊκών πόλεων γύρω στα 1400 – 1350, χωρίς να μαρτυρούνται εισβολές ξένων λαών από στεριά ή θάλασσα την συγκεκριμένη περίοδο, μπορούν να αναζητηθούν στο ότι οι νομαδικοί ορεινοί πληθυσμοί είχαν αρχίσει να στρέφουν τα βλέμματα τους με απειλητικό τρόπο προς τον συσσωρευμένο πλούτο των ανακτόρων. Με το πέρασμα των χρόνων οι αντιθέσεις πρέπει να οξύνθηκαν καθώς συμπληρωματικές οχυρώσεις εμφανίζονται στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στην Αθήνα και στην Βοιωτία περίπου το 1280 με 1270.
Είναι προφανές ότι οι μετακινήσεις των ορεσίβιων πληθυσμών προς πλουσιότερες πεδινές περιοχές δεν ήταν πάντα αναίμακτες. Η κυριότερη όμως αιτία εσωτερικών συγκρούσεων εδράζεται στο γεγονός ότι, η αναχώρηση του εκστρατευτικού σώματος για την Τροία δημιουργεί σταδιακά μεγάλες αλλαγές στο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον των διοικητικών κέντρων που έχουν αναλάβει το κύριο βάρος της εκστρατείας. Εκπατρίζονται τόσο η πλειοψηφία του στρατιωτικού μηχανισμού, όσο και η πλειοψηφία του διοικητικού μηχανισμού μαζί με βασιλείς και ηγεμόνες όπως ο Διομήδης, ο Αμφίλοχος, ο Φιλοκτήτης, ο Νέστορας και ο Αγαμέμνων.
Τα τελευταία χρόνια η επιστημονική κοινότητα, στην πλειοψηφία της, τείνει να δεχθεί ως βασικό λόγο των αρχικών καταστροφών των μυκηναϊκών ανακτόρων κατά το 1240 ή 1230 τις εσωτερικές συγκρούσεις. Αναφέρονται ως πιθανές αιτίες διαμάχες μεταξύ γειτονικών βασιλείων, μεταξύ δυναστειών, ακόμα και εξεγέρσεις των κατώτερων στρωμάτων (γεωργών) λόγω επαναλαμβανόμενων κακών εσοδειών με αποτέλεσμα την σιτοδεία, εσωτερικές μετακινήσεις φτωχότερων πληθυσμών, αλλά και η κατάρρευση της παραγωγικής διαδικασίας λόγω αναστολής της δυναμικής του θαλάσσιου εμπορίου. Το πρόβλημα με τους φτωχότερους πληθυσμούς υπήρχε από τον 14ο αιώνα και συντέλεσε στην αντιπαράθεση μεταξύ δύο μεγάλων κατηγοριών. Των ορεινών και των πεδινών πληθυσμών εκ των οποίων οι πρώτοι συγκεντρώνονταν στις ορεινές παρυφές των διοικητικών κέντρων. Αυτοί οι πληθυσμοί οι οποίοι ζούσαν σε λόφους και οροπέδια αποτελούνταν από πτωχούς και σκληραγωγημένους νομαδικούς πληθυσμούς χωρίς συγκεκριμένη και μόνιμη εστία, ενώ οι δεύτεροι διαθέτοντας μόνιμη κατοικία αλλά και εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις αποτελούσαν τις παραγωγικές τάξεις οι οποίες προωθούσαν στις αποθήκες των ανακτόρων τον αγροτικό πλούτο, μια διαδικασία απαραίτητη για την στοιχειώδη λειτουργία των οργανωμένων διοικητικών κέντρων.Σε κάθε περίπτωση οι λόγοι οι οποίοι επέβαλαν να κτισθούν οι αρχικές οχυρώσεις των σημαντικότερων αχαϊκών πόλεων γύρω στα 1400 – 1350, χωρίς να μαρτυρούνται εισβολές ξένων λαών από στεριά ή θάλασσα την συγκεκριμένη περίοδο, μπορούν να αναζητηθούν στο ότι οι νομαδικοί ορεινοί πληθυσμοί είχαν αρχίσει να στρέφουν τα βλέμματα τους με απειλητικό τρόπο προς τον συσσωρευμένο πλούτο των ανακτόρων. Με το πέρασμα των χρόνων οι αντιθέσεις πρέπει να οξύνθηκαν καθώς συμπληρωματικές οχυρώσεις εμφανίζονται στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στην Αθήνα και στην Βοιωτία περίπου το 1280 με 1270.
Είναι προφανές ότι οι μετακινήσεις των ορεσίβιων πληθυσμών προς πλουσιότερες πεδινές περιοχές δεν ήταν πάντα αναίμακτες. Η κυριότερη όμως αιτία εσωτερικών συγκρούσεων εδράζεται στο γεγονός ότι, η αναχώρηση του εκστρατευτικού σώματος για την Τροία δημιουργεί σταδιακά μεγάλες αλλαγές στο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον των διοικητικών κέντρων που έχουν αναλάβει το κύριο βάρος της εκστρατείας. Εκπατρίζονται τόσο η πλειοψηφία του στρατιωτικού μηχανισμού, όσο και η πλειοψηφία του διοικητικού μηχανισμού μαζί με βασιλείς και ηγεμόνες όπως ο Διομήδης, ο Αμφίλοχος, ο Φιλοκτήτης, ο Νέστορας και ο Αγαμέμνων.
Ως πιο πιθανά αίτια των αλλαγών αυτών μπορούμε να επικαλεστούμε σαν κυρίαρχο την κατάληψη της εξουσίας από νεώτερους φιλόδοξους και πλούσιους χωροδεσπότες. Αυτό σημαίνει ότι σταδιακά επήλθαν ριζικές αλλαγές από τα πρόσωπα τα οποία τώρα αποτελούν τον νέο διοικητικό μηχανισμό, από τον αντικαταστάτη του ανάκτορα, του στρατιωτικού διοικητή, έως τους διοικητές της περιφέρειας αλλά και τους συμβούλους και το γραφειοκρατικό προσωπικό των ανακτόρων. Αποπειράθηκε δηλαδή η πλήρης καθαίρεση του προηγούμενου διοικητικού μηχανισμού. Είναι λογικό ότι θα υπήρξαν αντιστάσεις από όσους θεώρησαν ότι πλήττονται άμεσα τα συμφέροντα τους από την νέα τάξη πραγμάτων η οποία επιβλήθηκε στα μυκηναϊκά διοικητικά κέντρα. Ένας επιπλέον λόγος κοινωνικής αναστάτωσης θα πρέπει να αποτέλεσε η δυσκολία με την οποία διεξάγονταν το εμπόριο κατά την περίοδο του Τρωικού πολέμου, μια «στάση εμπορίου» η οποία πιθανά να οδήγησε σε σοβαρή κρίση την διαδικασία εισαγωγής πρωτογενών υλών, εφόδιο απαραίτητο για την απρόσκοπτη συνέχεια της οικονομικής ζωής. Σε κάθε περίπτωση, οι αναταραχές και οι επαναστάσεις που αναφέρει ο Θουκυδίδης στην εξιστόρηση του, οι οποίες ανάγκασαν πολλούς από τους κατοίκους να φύγουν και να πάνε να ιδρύσουν άλλες πολιτείες κάποιες από αυτές πιθανά ακόμα και εκτός της Μυκηναϊκής επικράτειας, μαρτυρούν οπωσδήποτε την κατάρρευση της παραγωγικής διαδικασίας σε τέτοιο βαθμό ώστε το συγκεντρωτικό, δύσκαμπτο διοικητικό σύστημα των ανακτόρων, βασισμένο σε παρακρατήσεις και αναδιανομές του παραγόμενου πλούτου, απέτυχε στο να ανταπεξέλθει και να αφομοιώσει τους κραδασμούς από αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες κοινωνικής κρίσης. Εν μέσω αυτού του εκρηκτικού τοπίου, με την πλήρη κατάρρευση των προηγούμενων κοινωνικών σταθερών, συντελείται η επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος από την Τροία. Ο Πλάτωνας είναι λιτός και σαφής : Οι νεώτεροι δεν υποδέχτηκαν όπως έπρεπε τους στρατιώτες που επέστρεψαν στον τόπο τους. Ακολούθησαν αμέτρητοι φόνοι, σφαγές και εξορίες. Πόσο πιο συγκεκριμένος μπορούσε να γίνει επάνω στο θέμα των παλαιότερων ηγεμόνων που τώρα επέστρεφαν στα πατρώα εδάφη, στις ηγεμονίες που άφησαν πίσω, βρίσκοντας μια εχθρική προς αυτούς εξουσία να τους περιμένει. Στο βιβλίο οι πολιτισμοί του Αιγαίου κατά την νεολιθική και εποχή του χαλκού, αναφέρεται : «Στην πραγματικότητα, μπορεί ο συνδυασμός πολλών παραγόντων να έπληξε μοιραία αυτή την γραφειοκρατική κοινωνία, η οποία ήταν μάλλον τόσο αδύναμη όσο και άκαμπτη. Μια οικονομία που βασίζονταν στην εξειδίκευση της αγροτικής παραγωγής και εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό για την προμήθεια βασικών πρώτων υλών ήταν ευάλωτη και διάφοροι παράγοντες μπορούσαν να προκαλέσουν την ρήξη. Μια απότομη αύξηση του πληθυσμού, μια συρρίκνωση των ανταλλαγών στην ηπειρωτική Ελλάδα, ή στην μεσογειακή λεκάνη, μια διακοπή ή επιβράδυνση των επικοινωνιών, η βία εσωτερικών συγκρούσεων ή ακόμα και οι πιέσεις στα σύνορα. Πρόκειται για το τέλος ενός συστήματος αλλά όχι και για το τέλος ενός κόσμου.