Τον Ιανουάριο του 1871. Ο Αντριάν φαν Βέικ, ένας αγρότης που αγαπούσε την Αγία Γραφή, ζούσε μαζί με την οικογένειά του σε μια ημιέρημη περιοχή της Νότιας Αφρικής γνωστή ως Δυτική Γκρίκουαλαντ. Αλλά η ειρήνη εξαφανίστηκε από τη ζωή του όταν ένα πλήθος άγνωστων ανθρώπων έφτασαν στο αγρόκτημά του και κατασκήνωσαν εκεί. Ο Φαν Βέικ, καθώς τους παρατηρούσε καθισμένος στη βεράντα του, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε! Μέσα σε λίγες μέρες, η γη του είχε κατακλυστεί από χιλιάδες ανθρώπους—ως εκεί που μπορούσε να δει το μάτι του! Μερικοί μάλιστα βρίσκονταν στον μπροστινό κήπο του σπιτιού του, οριοθετώντας την περιοχή τους χωρίς την άδειά του και χωρίς καν να τον χαιρετήσουν! Τι είχε συμβεί; Γιατί όλη αυτή η αναστάτωση; Ένας νέος πυρετός είχε αρχίσει, καθώς είχε διαδοθεί ότι στο αγρόκτημα του Φαν Βέικ υπήρχαν άφθονα διαμάντια.
Τι Οδήγησε στον Πυρετό των Διαμαντιών;
Περίπου 12 χρόνια νωρίτερα, είχε βρεθεί ένα διαμάντι πέντε καρατίων κοντά στον ποταμό Βάαλ, γύρω στα 70 χιλιόμετρα βόρεια του αγροκτήματος του Φαν Βέικ. Ο άνθρωπος που βρήκε το διαμάντι το πούλησε στον ιερέα που ήταν υπεύθυνος της Ιεραποστολικής Εταιρίας του Βερολίνου αντί πέντε λιρών Αγγλίας. Κανένα άλλο στοιχείο δεν έχει βρεθεί όσον αφορά την ανακάλυψη εκείνου του πρώτου διαμαντιού. Αλλά μόλις διαδόθηκαν τα νέα σχετικά με αυτό, οι άνθρωποι άρχισαν τις έρευνες. Η στορία μας συνεχίζεται εννιά χρόνια αργότερα στο αγρόκτημα του Σκαλκ φαν Νίκερκ, δίπλα στον ποταμό Οράγγη, λίγα χιλιόμετρα νότια του σημείου όπου ο Οράγγης ενώνεται με τον ποταμό Βάαλ. Η οικογένεια Γιάκοπς είχε ένα σπίτι στο αγρόκτημα του Φαν Νίκερκ. Στα παιδιά τους άρεσε να παίζουν ένα παιχνίδι που ονομαζόταν πεντόβολα. Στη συλλογή τους περιλαμβανόταν και μια αστραφτερή πέτρα την οποία είχε βρει ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο Ιράζμους. Μια μέρα στις αρχές του 1867, ο Φαν Νίκερκ επισκέφτηκε τους Γιάκοπς. Η κ. Γιάκοπς ήξερε ότι αυτός ενδιαφερόταν για πολύτιμες πέτρες και έτσι του μίλησε για τη λαμπερή πέτρα με την οποία έπαιζαν τα παιδιά της. «Τη νύχτα, στο φως των κεριών, λαμποκοπάει υπέροχα», του είπε. Όταν ο Φαν Νίκερκ εξέτασε την πέτρα, μια συναρπαστική σκέψη τού πέρασε από το μυαλό. «Έχω ένα προαίσθημα ότι είναι διαμάντι!» αναφώνησε. Θυμήθηκε ότι είχε διαβάσει για έναν τρόπο με τον οποίο μπορούσε να δοκιμάσει μια πέτρα ώστε να καταλάβει αν ήταν διαμάντι.
Έτσι λοιπόν, έσυρε την πέτρα πάνω στο τζάμι του παραθύρου που υπήρχε στο πίσω μέρος του ταπεινού σπιτιού. Έκπληκτος, παρατήρησε το βαθύ αποτύπωμα που είχε μείνει πάνω στο τζάμι και ζήτησε συγνώμη για τη ζημιά που προκάλεσε. Η κ. Γιάκοπς τού έδωσε ευχαρίστως την πέτρα, αρνούμενη να δεχτεί πληρωμή για αυτήν. Στο επόμενο ταξίδι του στο κοντινό Χόουπταουν, ο Φαν Νίκερκ έδειξε την πέτρα σε φίλους του, αλλά κανένας δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι επρόκειτο για διαμάντι. Η πέτρα μεταβιβάστηκε διά χειρός από τον έναν έμπιστο άνθρωπο στον άλλον και κατόπιν ταξίδεψε μέσω ταχυδρομείου, ώσπου τελικά έφτασε σε έναν γιατρό, τον Δρ Άθερστον από το Γκρέιχαμσταουν. Αυτός ζήτησε τη βοήθεια κάποιου διευθυντή σχολείου. Στο εργαστήριο του σχολείου, έγιναν δοκιμές για να ελεγχθεί το ειδικό βάρος της πέτρας και διαπιστώθηκε ότι αντιστοιχούσε με αυτό του διαμαντιού. Στη συνέχεια, η πέτρα παραδόθηκε σε έναν ντόπιο κοσμηματοποιό, ο οποίος μάταια προσπάθησε να τη σημαδέψει με τη λίμα του. Ζητήθηκαν και άλλες γνώμες, και όλοι έφτασαν στο ίδιο θετικό συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο Φαν Νίκερκ. Ο Δρ Άθερστον επιβεβαίωσε τότε μέσω επιστολής ότι η πέτρα ήταν διαμάντι βάρους 21,25 καρατίων. Ο Φαν Νίκερκ έλαβε 350 λίρες για την πολύτιμη πέτρα, και αμέσως μοιράστηκε τα χρήματα με την κ. Γιάκοπς. Στην πέτρα δόθηκε η κατάλληλη ονομασία Εύρηκα, επιφώνηση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει “θρίαμβο για σπουδαία ανακάλυψη”.
Περίπου 12 χρόνια νωρίτερα, είχε βρεθεί ένα διαμάντι πέντε καρατίων κοντά στον ποταμό Βάαλ, γύρω στα 70 χιλιόμετρα βόρεια του αγροκτήματος του Φαν Βέικ. Ο άνθρωπος που βρήκε το διαμάντι το πούλησε στον ιερέα που ήταν υπεύθυνος της Ιεραποστολικής Εταιρίας του Βερολίνου αντί πέντε λιρών Αγγλίας. Κανένα άλλο στοιχείο δεν έχει βρεθεί όσον αφορά την ανακάλυψη εκείνου του πρώτου διαμαντιού. Αλλά μόλις διαδόθηκαν τα νέα σχετικά με αυτό, οι άνθρωποι άρχισαν τις έρευνες. Η στορία μας συνεχίζεται εννιά χρόνια αργότερα στο αγρόκτημα του Σκαλκ φαν Νίκερκ, δίπλα στον ποταμό Οράγγη, λίγα χιλιόμετρα νότια του σημείου όπου ο Οράγγης ενώνεται με τον ποταμό Βάαλ. Η οικογένεια Γιάκοπς είχε ένα σπίτι στο αγρόκτημα του Φαν Νίκερκ. Στα παιδιά τους άρεσε να παίζουν ένα παιχνίδι που ονομαζόταν πεντόβολα. Στη συλλογή τους περιλαμβανόταν και μια αστραφτερή πέτρα την οποία είχε βρει ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο Ιράζμους. Μια μέρα στις αρχές του 1867, ο Φαν Νίκερκ επισκέφτηκε τους Γιάκοπς. Η κ. Γιάκοπς ήξερε ότι αυτός ενδιαφερόταν για πολύτιμες πέτρες και έτσι του μίλησε για τη λαμπερή πέτρα με την οποία έπαιζαν τα παιδιά της. «Τη νύχτα, στο φως των κεριών, λαμποκοπάει υπέροχα», του είπε. Όταν ο Φαν Νίκερκ εξέτασε την πέτρα, μια συναρπαστική σκέψη τού πέρασε από το μυαλό. «Έχω ένα προαίσθημα ότι είναι διαμάντι!» αναφώνησε. Θυμήθηκε ότι είχε διαβάσει για έναν τρόπο με τον οποίο μπορούσε να δοκιμάσει μια πέτρα ώστε να καταλάβει αν ήταν διαμάντι.
Έτσι λοιπόν, έσυρε την πέτρα πάνω στο τζάμι του παραθύρου που υπήρχε στο πίσω μέρος του ταπεινού σπιτιού. Έκπληκτος, παρατήρησε το βαθύ αποτύπωμα που είχε μείνει πάνω στο τζάμι και ζήτησε συγνώμη για τη ζημιά που προκάλεσε. Η κ. Γιάκοπς τού έδωσε ευχαρίστως την πέτρα, αρνούμενη να δεχτεί πληρωμή για αυτήν. Στο επόμενο ταξίδι του στο κοντινό Χόουπταουν, ο Φαν Νίκερκ έδειξε την πέτρα σε φίλους του, αλλά κανένας δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι επρόκειτο για διαμάντι. Η πέτρα μεταβιβάστηκε διά χειρός από τον έναν έμπιστο άνθρωπο στον άλλον και κατόπιν ταξίδεψε μέσω ταχυδρομείου, ώσπου τελικά έφτασε σε έναν γιατρό, τον Δρ Άθερστον από το Γκρέιχαμσταουν. Αυτός ζήτησε τη βοήθεια κάποιου διευθυντή σχολείου. Στο εργαστήριο του σχολείου, έγιναν δοκιμές για να ελεγχθεί το ειδικό βάρος της πέτρας και διαπιστώθηκε ότι αντιστοιχούσε με αυτό του διαμαντιού. Στη συνέχεια, η πέτρα παραδόθηκε σε έναν ντόπιο κοσμηματοποιό, ο οποίος μάταια προσπάθησε να τη σημαδέψει με τη λίμα του. Ζητήθηκαν και άλλες γνώμες, και όλοι έφτασαν στο ίδιο θετικό συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο Φαν Νίκερκ. Ο Δρ Άθερστον επιβεβαίωσε τότε μέσω επιστολής ότι η πέτρα ήταν διαμάντι βάρους 21,25 καρατίων. Ο Φαν Νίκερκ έλαβε 350 λίρες για την πολύτιμη πέτρα, και αμέσως μοιράστηκε τα χρήματα με την κ. Γιάκοπς. Στην πέτρα δόθηκε η κατάλληλη ονομασία Εύρηκα, επιφώνηση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει “θρίαμβο για σπουδαία ανακάλυψη”.
Ένας Βοσκός και ένας Τίμιος Αγρότης
Η ιστορία μας προχωράει άλλα δύο χρόνια σε μια περιοχή κάτω από το σημείο συμβολής των ποταμών Οράγγη και Βάαλ. Εκεί, ένας Αφρικανός βοσκός ονόματι Μπόι ποίμαινε τα πρόβατά του όταν είδε κάτι να αστράφτει στο έδαφος. Έσκυψε και πήρε τη λαμπερή πέτρα που είχε σχήμα καρυδιού και κατόπιν την έβαλε στην τσέπη του. Είχε ακούσει ότι υπήρχε ενδιαφέρον για κάποιες πέτρες στην περιοχή, και έτσι καθώς έψαχνε για εργασία, την πρόσφερε πρώτα σε έναν αγρότη και κατόπιν σε κάποιον έμπορο. Εκείνοι, με τη σειρά τους, τον έστειλαν στο αγρόκτημα του Φαν Νίκερκ. Τελικά, ο Μπόι έφτασε στο αγρόκτημα του Φαν Νίκερκ και του έδειξε την πέτρα. Αμέσως, εκείνος σκέφτηκε ότι αυτό που κοίταζε θα μπορούσε να είναι ένα διαμάντι μεγαλύτερο και πολυτιμότερο από εκείνο που του είχε δώσει η κ. Γιάκοπς. Ρώτησε τον ταπεινό βοσκό τι ήθελε σε αντάλλαγμα για την πέτρα. «Κύριε», απάντησε ο Μπόι με σεβασμό, «μπορείτε να μου δώσετε ό,τι θεωρείτε σωστό». Χωρίς να διστάσει, ο Φαν Νίκερκ του έδωσε σχεδόν όλα όσα είχε—500 πρόβατα με παχιές ουρές, 10 βόδια, το κάρο που χρησιμοποιούσε για να μεταφέρει τα λαχανικά του στην πόλη, ακόμη και το σελωμένο άλογό του! Όσο για τον Μπόι, αναμφίβολα θεωρούσε πλέον τον εαυτό του πλούσιο—και όλα αυτά για μια αστραφτερή πέτρα σε σχήμα καρυδιού! Ο Φαν Νίκερκ πήγε αμέσως στο Χόουπταουν για να πουλήσει το διαμάντι του. Εκεί, μια ομάδα έκπληκτων επιχειρηματιών συμφώνησαν να του δώσουν 11.300 λίρες για την πέτρα, η οποία είχε βάρος 83,5 καράτια. Τελικά, αυτή έγινε γνωστή ως το Αστέρι της Νότιας Αφρικής. Η πέτρα κόπηκε και γυαλίστηκε και κατόπιν έγινε το κύριο μέρος του όμορφου περιδέραιου που φαίνεται σε αυτή τη σελίδα. Όταν διαδόθηκαν τα νέα για αυτό το διαμάντι στον έξω κόσμο, η δυσπιστία εγκαταλείφθηκε, και χιλιάδες άνθρωποι από πολλά και διάφορα μέρη, όπως τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, την Αγγλία, την Ευρώπη και την Αυστραλία, έσπευσαν ολοταχώς στη Νότια Αφρική για να κάνουν την τύχη τους.
Η ιστορία μας προχωράει άλλα δύο χρόνια σε μια περιοχή κάτω από το σημείο συμβολής των ποταμών Οράγγη και Βάαλ. Εκεί, ένας Αφρικανός βοσκός ονόματι Μπόι ποίμαινε τα πρόβατά του όταν είδε κάτι να αστράφτει στο έδαφος. Έσκυψε και πήρε τη λαμπερή πέτρα που είχε σχήμα καρυδιού και κατόπιν την έβαλε στην τσέπη του. Είχε ακούσει ότι υπήρχε ενδιαφέρον για κάποιες πέτρες στην περιοχή, και έτσι καθώς έψαχνε για εργασία, την πρόσφερε πρώτα σε έναν αγρότη και κατόπιν σε κάποιον έμπορο. Εκείνοι, με τη σειρά τους, τον έστειλαν στο αγρόκτημα του Φαν Νίκερκ. Τελικά, ο Μπόι έφτασε στο αγρόκτημα του Φαν Νίκερκ και του έδειξε την πέτρα. Αμέσως, εκείνος σκέφτηκε ότι αυτό που κοίταζε θα μπορούσε να είναι ένα διαμάντι μεγαλύτερο και πολυτιμότερο από εκείνο που του είχε δώσει η κ. Γιάκοπς. Ρώτησε τον ταπεινό βοσκό τι ήθελε σε αντάλλαγμα για την πέτρα. «Κύριε», απάντησε ο Μπόι με σεβασμό, «μπορείτε να μου δώσετε ό,τι θεωρείτε σωστό». Χωρίς να διστάσει, ο Φαν Νίκερκ του έδωσε σχεδόν όλα όσα είχε—500 πρόβατα με παχιές ουρές, 10 βόδια, το κάρο που χρησιμοποιούσε για να μεταφέρει τα λαχανικά του στην πόλη, ακόμη και το σελωμένο άλογό του! Όσο για τον Μπόι, αναμφίβολα θεωρούσε πλέον τον εαυτό του πλούσιο—και όλα αυτά για μια αστραφτερή πέτρα σε σχήμα καρυδιού! Ο Φαν Νίκερκ πήγε αμέσως στο Χόουπταουν για να πουλήσει το διαμάντι του. Εκεί, μια ομάδα έκπληκτων επιχειρηματιών συμφώνησαν να του δώσουν 11.300 λίρες για την πέτρα, η οποία είχε βάρος 83,5 καράτια. Τελικά, αυτή έγινε γνωστή ως το Αστέρι της Νότιας Αφρικής. Η πέτρα κόπηκε και γυαλίστηκε και κατόπιν έγινε το κύριο μέρος του όμορφου περιδέραιου που φαίνεται σε αυτή τη σελίδα. Όταν διαδόθηκαν τα νέα για αυτό το διαμάντι στον έξω κόσμο, η δυσπιστία εγκαταλείφθηκε, και χιλιάδες άνθρωποι από πολλά και διάφορα μέρη, όπως τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, την Αγγλία, την Ευρώπη και την Αυστραλία, έσπευσαν ολοταχώς στη Νότια Αφρική για να κάνουν την τύχη τους.
Ο Πυρετός Ξεκινάει
Αρχικά, η εξόρυξη διαμαντιών λάβαινε χώρα κατά μήκος των ποταμών Οράγγη και Βάαλ. Κατόπιν, το 1870, ακούστηκε ότι ανακαλύπτονταν εντυπωσιακές πέτρες σε αγροκτήματα που βρίσκονταν ακόμη πιο βαθιά στην ενδοχώρα ανάμεσα στους δύο ποταμούς. Έτσι λοιπόν, οι αδαμαντοθήρες των ποταμών άρχισαν να ψάχνουν εντατικά στην περιοχή όπου βρισκόταν το αγρόκτημα του Αντριάν φαν Βέικ. Χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος και οι γείτονές του, τα αγροκτήματά τους βρίσκονταν πάνω από σβησμένα ηφαίστεια. Τα διαμάντια ανακαλύπτονταν στο λεγόμενο κυανούν έδαφος μέσα σε παλαιούς ηφαιστειακούς σωλήνες. Στο μεταξύ, ξεφύτρωναν προχειροφτιαγμένα χωριά από σκηνές, τις οποίες σύντομα αντικατέστησαν κατασκευές από αυλακωτή λαμαρίνα. Αυτά τα χωριά τα οποία δεν είχαν επαρκές απόθεμα νερού και στερούνταν υποδομής ήταν, το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς, πρωτόγονα. Οι νέοι κάτοικοι υπέμεναν σύννεφα σκόνης, σμήνη από μύγες, καλοκαιρινές μέρες με θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν τους 40 βαθμούς Κελσίου και χειμωνιάτικες νύχτες με θερμοκρασίες κάτω του μηδενός. Εγκαρτερούσαν κάτω από όλες αυτές τις δυσχέρειες με την ελπίδα ότι θα γίνονταν πλούσιοι.
Τι απέγινε με τον Αντριάν φαν Βέικ όταν το αγρόκτημά του «καταλήφθηκε» από τους αδαμαντοθήρες; Στην αρχή, τους επέτρεψε να εργαστούν σε κάποιο τμήμα του αγροκτήματός του αντί μικρού ποσού που του κατέβαλλαν κάθε μήνα. Αλλά καθώς ολοένα και περισσότεροι αδαμαντοθήρες εισέβαλλαν στο αγρόκτημά του, η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο του Φαν Βέικ. Όταν μια εταιρία εξόρυξης του πρόσφερε 2.000 λίρες για το αγρόκτημά του, εκείνος δέχτηκε ευχαρίστως, υπέγραψε τα έγγραφα και έφυγε αναζητώντας πιο ήρεμη ζωή. Κοντά στο αγρόκτημα του Φαν Βέικ υπήρχε ένα άλλο αγρόκτημα που ανήκε σε δύο αδέλφια με το επώνυμο Ντε Μπίαρ. Από αυτό προήλθε η επίσημη ονομασία του Ομίλου Ορυχείων Ντε Μπίαρς, ο οποίος εξακολουθεί να λειτουργεί ως ο μεγαλύτερος παραγωγός διαμαντιών του κόσμου. Η πόλη Κίμπερλι βρίσκεται στην περιοχή όπου υπήρχαν κάποτε εκείνα τα ταπεινά αγροκτήματα. Η δραστηριότητα στο αγρόκτημα των αδελφών Ντε Μπίαρ ήταν πολύ έντονη και οι άντρες έσκαψαν έναν τόσο βαθύ και πλατύ λάκκο ώστε το ορυχείο έγινε γνωστό ως η Μεγάλη Τρύπα. Πριν από τις πρώτες ανακαλύψεις διαμαντιών στη Νότια Αφρική, αυτά τα πολύτιμα πετράδια εξορύσσονταν στην Ινδία και στη Βραζιλία. Αλλά η ποσότητα των ευρημάτων δεν επαρκούσε για να ικανοποιήσει την παγκόσμια αγορά. Με την ανακάλυψη μεγάλων ποσοτήτων διαμαντιών στη Νότια Αφρική, γεννήθηκε η σύγχρονη βιομηχανία διαμαντιών.
Αρχικά, η εξόρυξη διαμαντιών λάβαινε χώρα κατά μήκος των ποταμών Οράγγη και Βάαλ. Κατόπιν, το 1870, ακούστηκε ότι ανακαλύπτονταν εντυπωσιακές πέτρες σε αγροκτήματα που βρίσκονταν ακόμη πιο βαθιά στην ενδοχώρα ανάμεσα στους δύο ποταμούς. Έτσι λοιπόν, οι αδαμαντοθήρες των ποταμών άρχισαν να ψάχνουν εντατικά στην περιοχή όπου βρισκόταν το αγρόκτημα του Αντριάν φαν Βέικ. Χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος και οι γείτονές του, τα αγροκτήματά τους βρίσκονταν πάνω από σβησμένα ηφαίστεια. Τα διαμάντια ανακαλύπτονταν στο λεγόμενο κυανούν έδαφος μέσα σε παλαιούς ηφαιστειακούς σωλήνες. Στο μεταξύ, ξεφύτρωναν προχειροφτιαγμένα χωριά από σκηνές, τις οποίες σύντομα αντικατέστησαν κατασκευές από αυλακωτή λαμαρίνα. Αυτά τα χωριά τα οποία δεν είχαν επαρκές απόθεμα νερού και στερούνταν υποδομής ήταν, το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς, πρωτόγονα. Οι νέοι κάτοικοι υπέμεναν σύννεφα σκόνης, σμήνη από μύγες, καλοκαιρινές μέρες με θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν τους 40 βαθμούς Κελσίου και χειμωνιάτικες νύχτες με θερμοκρασίες κάτω του μηδενός. Εγκαρτερούσαν κάτω από όλες αυτές τις δυσχέρειες με την ελπίδα ότι θα γίνονταν πλούσιοι.
Τι απέγινε με τον Αντριάν φαν Βέικ όταν το αγρόκτημά του «καταλήφθηκε» από τους αδαμαντοθήρες; Στην αρχή, τους επέτρεψε να εργαστούν σε κάποιο τμήμα του αγροκτήματός του αντί μικρού ποσού που του κατέβαλλαν κάθε μήνα. Αλλά καθώς ολοένα και περισσότεροι αδαμαντοθήρες εισέβαλλαν στο αγρόκτημά του, η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο του Φαν Βέικ. Όταν μια εταιρία εξόρυξης του πρόσφερε 2.000 λίρες για το αγρόκτημά του, εκείνος δέχτηκε ευχαρίστως, υπέγραψε τα έγγραφα και έφυγε αναζητώντας πιο ήρεμη ζωή. Κοντά στο αγρόκτημα του Φαν Βέικ υπήρχε ένα άλλο αγρόκτημα που ανήκε σε δύο αδέλφια με το επώνυμο Ντε Μπίαρ. Από αυτό προήλθε η επίσημη ονομασία του Ομίλου Ορυχείων Ντε Μπίαρς, ο οποίος εξακολουθεί να λειτουργεί ως ο μεγαλύτερος παραγωγός διαμαντιών του κόσμου. Η πόλη Κίμπερλι βρίσκεται στην περιοχή όπου υπήρχαν κάποτε εκείνα τα ταπεινά αγροκτήματα. Η δραστηριότητα στο αγρόκτημα των αδελφών Ντε Μπίαρ ήταν πολύ έντονη και οι άντρες έσκαψαν έναν τόσο βαθύ και πλατύ λάκκο ώστε το ορυχείο έγινε γνωστό ως η Μεγάλη Τρύπα. Πριν από τις πρώτες ανακαλύψεις διαμαντιών στη Νότια Αφρική, αυτά τα πολύτιμα πετράδια εξορύσσονταν στην Ινδία και στη Βραζιλία. Αλλά η ποσότητα των ευρημάτων δεν επαρκούσε για να ικανοποιήσει την παγκόσμια αγορά. Με την ανακάλυψη μεγάλων ποσοτήτων διαμαντιών στη Νότια Αφρική, γεννήθηκε η σύγχρονη βιομηχανία διαμαντιών.