Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας ξεκινά να γράψει για μια μοιχαλίδα, τοποθετούμενος πέρα από την αμαρτία και την ενοχή και καταλήγει να αναζητεί το νόημα της ζωής και του θανάτου. Η ρωσική αριστοκρατία, οι νέες μαρξιστικές ιδέες, οι αλλαγές στην ύπαιθρο με την κατάργηση της δουλοπαροικίας, η έννοια της ρωσικότητας στίζουν την αφήγηση των παθών, δημιουργώντας ένα φρέσκο της ρωσικής κοινωνίας στο β΄ μισό του 19ου αιώνα και μαζί περιγράφουν την αίσθηση και την ατμόσφαιρα μιας μεταιχμιακής εποχής. Ο Τολστόι, σαν την Καρένινα, δεν ελέγχει το πάθος του για τις λέξεις, και οι λέξεις του ανταποδίδουν την αφοσίωση
Η Άννα Καρένινα, το ευαγγέλιο του ρωσικού ρεαλισμού, που αποτελεί μια βαθιά μελέτη στην ανθρώπινη ηθική, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό «Ρούσκιι Βέστνικ» μεταξύ 1873 και 1877, ενώ εκδόθηκε ως βιβλίο το 1878. Μαζί με το «Πόλεμος και Ειρήνη» θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα του συγγραφέα, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το εξαίσιο ψυχογράφημα της ρώσικης κοινωνίας φιλοξενείται στη θεατρική σκηνή του Εθνικού μας θεάτρου για πρώτη φορά υπό την σκηνοθετική μπαγκέτα του Πέτρου Ζούλια. Ο Τολστόι στο έργο του, μέσα από τον παθιασμένο έρωτα της Άννας Καρένινας για τον όμορφο λοχαγό Βρόνσκι, αναπαριστά μια τοιχογραφία της τσαρικής Ρωσίας παρουσιάζοντας από τη μια της ζωή της μεγαλοαστικής τάξης και από την άλλη την αγροτική ζωή των κολίγων. Ασκεί παράλληλα μια δριμύτατη κριτική στα δήθεν και τα πρέπει της υποκριτικής κοινωνίας του, που αν και βαθιά διεφθαρμένη, αναγάγει ως πρωτεύον τα θέματα ηθικής και τήρησης κανόνων δίνοντάς μας μια βαθιά μελέτη πάνω στην ανθρώπινη ηθική.
Το βιβλίο μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες και κυκλοφόρησε στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Με βάση το μυθιστόρημα έχουν ανεβεί σε πολλές χώρες διάφορες θεατρικές παραστάσεις, ενώ στη σκηνή παίχτηκε ακόμα με τη μορφή μπαλέτου, όπερας, ακόμη και μιούζικαλ. Επίσης έχουν γυριστεί από διάφορους σκηνοθέτες και αρκετές κινηματογραφικές ταινίες, με πιο διάσημη την ομώνυμη χολιγουντιανή παραγωγή του 1935, στην οποία τον ρόλο της τραγικής ηρωίδας υποδύεται η Γκρέτα Γκάρμπο. Η Άννα Καρένινα είναι παντρεμένη με ισχυρό κυβερνητικό παράγοντα όταν ερωτεύεται παράφορα τον πλούσιο αξιωματικό του στρατού, τον κομψευόμενο κόμη Βρόνσκι. Ο έρωτας αυτός θα την κάνει να αψηφήσει όλες τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής της; να παρατήσει σύζυγο και γιο, προσπαθώντας να βιώσει όλο το μεγαλείο του έρωτα και με τη σαρκική του υπόσταση. Μαζί της συμπαρασύρει και τον κοινωνικό της περίγυρο, έναν περίγυρο που όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει και να υπερπηδήσει τις κοινωνικές συμβάσεις και τα αποδεκτά όρια. Αποτέλεσμα είναι να διωχθεί βίαια από τον κόσμο αυτό, τον κόσμο της, με σκληρό και τραγικό τρόπο και να αναγκαστεί να ζει περιφρονημένη και στιγματισμένη.Τα ξεσπάσματα ζήλιας της δημιουργούν προβλήματα στη σχέση της και την οδηγούν σε απόγνωση. Το ανεξέλεγκτο πάθος που έχει φέρει την προσωρινή χειραφέτηση, θα ακολουθήσει η ταπείνωση και η αυτοκαταστροφή.με συνέπεια το τραγικό τέλος. Γραμμένο με τη μέθοδο του παραλληλισμού και με έντονες συμβολικές διαστάσεις, το μυθιστόρημα είχε αρχικά τον τίτλο «Δυο γάμοι, δυο ζευγάρια». Ο πρώτος γάμος είναι αυτός της Αννας με τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της Καρένιν και ο δεύτερος είναι αυτός του αγροτοευγενή Λέβιν (Λεβ είναι το όνομα του Τολστόι και η συσχέτιση προφανής) με την Κίτι, ένας γάμος που πέρα από τις δυσκολίες της καθημερινότητας λειτουργεί με τρόπο σωτήριο. Γιατί ο Τολστόι άλλαξε τον τίτλο; Επειδή ακριβώς η φιλοδοξία του ήταν πολύ μεγαλύτερη από το να περιγράψει τον καλό και τον κακό γάμο, επειδή τον ενδιέφερε το πάθος και ο σπαραγμός και όχι μόνο η ηθική ούτε ο κοινωνικός επικαθορισμός, επειδή στο πρόσωπο της Καρένινα έβλεπε τον ίδιο τον εαυτό του και μαζί την εποχή του, μια εποχή που τελείωνε ανεπιστρεπτί αφήνοντας τους Ρώσους μετέωρους ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή.
Η Αννα, αυτή η όμορφη, γλυκιά και ηθική γυναίκα, που δεν μπορεί να ελέγξει το πάθος της, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που αντιπαλεύει το δικό του πάθος, την ίδια τη δημιουργική του φλέβα, στο όνομα μιας κοσμοθεωρίας ασκητισμού και αφοσίωσης στη θρησκεία και στον λαό. Πλάι στην ιστορία της Αννας, που παραμένει στο βάθρο της ακόμα και στις στιγμές της μεγαλύτερης ταπείνωσης της, η ιστορία του Λέβιν και του μεγάλου έρωτά του αλλά και της εναγώνιας αναζήτησης νοήματος στον βίο του ολοκληρώνει το πρόσωπο, τελικά, του συγγραφέα. Εκφράζουν, δε την ψυχική διάθεση του Τολστόι που πριν από το 1880, την πνευματική κρίση που θα τον οδηγούσε ν' αλλάξει ριζικά τις ιδέες του για το νόημα της ζωής, να στρέψει την πλάτη του στην τέχνη της μυθοπλασίας και να βυθιστεί για τα καλά στις θρησκευτικές του αναζητήσεις, να έρθει σε ρήξη με την οικογένειά του, τον τρόπο ζωής του, τις αντιλήψεις του, με τη λογοτεχνία την ίδια. Μια περίοδο έντονων οικονομικών μεταρρυθμίσεων και ιδεολογικών μαχών στο εσωτερικό της χώρας του, όπου αυτός, ο ευγενής της υπαίθρου, ανάμεσα στα στρατόπεδα των συντηρητικών και των ριζοσπαστών, υποστήριζε ότι καμιά αλλαγή δεν είναι εφικτή αν δεν αλλάξουν πρώτα οι ψυχές και οι σχέσεις των ανθρώπων.
Τα επικά λογοτεχνικά μυθιστορήματα, δύσκολα «χωρούν» σε θεατρικές σκηνές και τούτο εδώ το μεγαλειώδες έργο-ποταμός, που έχει "εχθρό" του την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και τον βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό για την ίδια την ανθρώπινη φύση εκφράζεται άνισα και ρηχά, στη σκηνή, χωρίς να επιτυγχάνει να σκιαγραφήσει τόσο τα πρωτεύοντα, όσο και τα δευτερεύοντα πρόσωπα, φανερώνοντας τις απόκρυφες πτυχές της ψυχοσύνθεσης τους. Η ρεαλιστική και σοφά ζυγισμένη σύνθεση της «Αννας Καρένινα», με την αυτοκρατορική Ρωσία στο φόντο της, κι έναν παράφορο, παράνομο έρωτα στον πυρήνα της ν' αντιδιαστέλλεται με τη συντροφικότητα του γάμου, δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί από τον σκηνοθέτη Πέτρο Ζούλια, που προσπάθησε να παρουσιάζει μία πλούσια και καλαίσθητη παραγωγή, χωρίς να καταφέρει να ισορροπήσει τον έρωτα με την ουσία και τους προβληματισμούς του κειμένου. Έτσι το αποτέλεσμα κινείται στα πλαίσια μιας απλής ηθογραφικής προσέγγισης. Η μετάφραση και η διασκευή ανήκει στους Αντώνη και Κωνσταντίνο Κούφαλη και η οποία ενώ διατηρεί τον εκφραστικό και συναισθηματικό πλούτο του μυθιστορήματος, υποβαθμίζει τραγικά τον ρόλο του Λέβιν, του alter ego του συγγραφέα: ενός επίσης αντισυμβατικού γαιοκτήμονα, όλο ενοχές για τις προσωπικές του ανέσεις και ταλανιζόμενου από αυτοκαταστροφικές τάσεις, ο οποίος θ' αναζητήσει τη γαλήνη και την ψυχική πληρότητα μακριά από τους κοσμικούς κύκλους και τις εύκολες ηδονές, στη σκληρή δουλειά στο κτήμα του πλάι στους χωρικούς, και στη ζεστασιά της οικογενειακής ζωής, πλάι στην αγαπημένη και πολύ νεότερή του Κίτι. Επί εκατοντάδες σελίδες, ο Τολστόι ζωντανεύει την εσωτερική πάλη που δίνουν η Αννα και ο Λέβιν χωριστά, στήνοντας γύρω τους ένα ψηφιδωτό ανθρώπινων χαρακτήρων, κάτι που δυστυχώς ο θεατής αδυνατεί να το καταλάβει, ενώ είναι υποχρεωμένος να παρακολουθήσει άλλες περιττές σκηνές, στις οποίες ο λόγος πλατιάζει και γίνεται κουραστικός, εις βάρος της ουσίας. Η Μαρία Ναυπλιώτου ενδύεται την Άννα Καρένινα σε μία ερμηνεία καλή, όπως, άλλωστε, μας έχει συνηθίσει. Η πονεμένη τραγική φύση της ηρωίδας της είναι εξαιρετική και μας κάνει να συμπάσχουμε μαζί της, μεταφέροντας μας τις λεπτές ψυχολογικές διακυμάνσεις της, αλλά δεν καταφέρνει να μας μεταγγίσει την φλόγα της παθιασμένης και ερωτευμένης γυναίκας.Ο Ορφέας Αυγουστίδης αδυνατεί να μας πείσει ότι εμπνέει την επικινδυνότητα και τον ερωτισμό του Κόμη Βρόνσκι. Δεν δένει σαν ερωτευμένο δίδυμο με την συμπρωταγωνίστρια του, του λείπει η ένταση και το πάθος, η ερμηνεία του είναι σωστή, αλλά υποτονική. Εξαιρετικός ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος στο ρόλο του Καρένιν, χειρίζεται με μέτρο τα πλούσια εκφραστικά του μέσα, δείχνει ότι έχει κατανοήσει το ρόλο του, τον οποίον αποδίδει με συναισθηματική ενάργεια και παρουσία ισορροπημένης σχέσης λόγου και κίνησης. Ωριμη και ισορροπημένη η ερμηνεία του Μελέτη Ηλία στο ρόλο του μπερμπάντη ανέμελου αριστοκράτη Ομπλόνσκι, ζεστή και πειστική η Ευδοκία Ρουμελιώτη, ωραία εύθραυστη παρουσία, με δυναμική παρουσία στο δεύτερο μέρος η πριγκίπισσα Κίττυ της Ευγενίας Δημητροπούλου, σωστός και μετρημένος, όπως πρέπει ο Λέβιν του Μάξιμου Μουμούρη ( και τα δύο ζευγάρια δένουν αρμονικά μεταξύ τους σε αντίθεση με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι). Υπερβολικός στις εξάρσεις του με καλές στιγμές ο Νικολάι του Γεράσιμου Γεννατά, νευρική και αμήχανη η ερμηνεία της Κωνσταντίνας Τάκαλου, καλά τοποθετημένη η κόμισσα Λύντια της Μυρτώς Αλικάκη. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί λειτουργούν σαν μια δεμένη και καλοδουλεμένη ομάδα, που συμβάλλει στην ροή του δράματος. Τα σκηνικά της Αναστασίας Αρσένη, δεν έχουν φαντασία, με κυρίαρχη την παρουσία του "μοιραίου" τραίνου, μια εντυπωσιακή και έξυπνη λύση, που κατά την διάρκεια της παράστασης η συνεχής περιστροφή του γίνεται κουραστική και αποβαίνει δυσλειτουργική και μονότονη αφού δυστυχώς δεν αξιοποιείται επαρκώς ο άνετος σκηνικός χώρος και δυσχεραίνεται η κίνηση των ηθοποιών. Τα κοστούμια της ιδίας είναι πραγματικά υπέροχα, εκφράζουν την συγκεκριμένη εποχή και μας ταξιδεύουν με την καλαισθησία και την πολυτέλεια των χυτών υφασμάτων. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου είναι απλά διεκπεραιωτικοί, αφού δεν βοηθούν να δημιουργηθεί η μαγική, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, μεταξύ των δύο εραστών. Ατμοσφαιρική η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου συμβάλλει στην ροή και την κλιμακούμενη ένταση του δράματος. Σωστή και φροντισμένη, μέχρι και την κάθε λεπτομέρεια της η κίνηση των ηθοποιών - η επιμέλεια της οποίας ανήκε στο Φώτη Διαμαντόπουλο - βοηθά αισθητά τον λόγο τους. Μία όμορφη και καλαίσθητη παράσταση, με πολλές φιλοδοξίες, οι οποίες δεν βρήκαν ανταπόκριση ως προς την υλοποίηση τους πάνω στη σκηνή. Η ισορροπία του δίπτυχου - ερωτική ιστορία / υπαρξιακές αναζητήσεις - χάνεται, ενώ το δυνατό ατού της παράστασης, η συγκίνηση δεν καταφέρνει να μας παρασύρει.
Μετάφραση / Διασκευή: Αντώνης και Κωνσταντίνος Κούφαλης
Σκηνοθεσία / Δραματουργική επεξεργασία: Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά / Κουστούμια: Αναστασία Αρσένη
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Διανομή: Μαρία Ναυπλιώτου, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Δημήτρης Καραμπέτσης, Μαριάννα Τουντασάκη, Μελέτης Ηλίας, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Ευγενία Δημητροπούλου, Μάξιμος Μουμούρης, Ντίνα Αβαγιανού, Δήμητρα Σιγάλα, Μαρίνος Δεσσύλας, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ορφέας Αυγουστίδης, Γεράσιμος Γεννατάς, Θοδωρής Φραντζέσκος, Γιάννης Αθητάκης, Σταύρος Μερμήγκης, Μυρτώ Αλικάκη, Αντώνης Χατζής, Γεωργία Μητροπούλου, Σπύρος Μπιμπίλας
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΝΕΟ REX-ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ», Διεύθυνση: Πανεπιστημίου 48
Tηλέφωνο: 210.3305074, 210.7234567
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 8.30 μ.μ. Κυριακή στις 7 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων: 20€, 15€, 10€ (φοιτητικό), Πέμπτη ενιαία τιμή 13€, Νέοι έως 28 ετών 10 ευρώ.
Το βιβλίο μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες και κυκλοφόρησε στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Με βάση το μυθιστόρημα έχουν ανεβεί σε πολλές χώρες διάφορες θεατρικές παραστάσεις, ενώ στη σκηνή παίχτηκε ακόμα με τη μορφή μπαλέτου, όπερας, ακόμη και μιούζικαλ. Επίσης έχουν γυριστεί από διάφορους σκηνοθέτες και αρκετές κινηματογραφικές ταινίες, με πιο διάσημη την ομώνυμη χολιγουντιανή παραγωγή του 1935, στην οποία τον ρόλο της τραγικής ηρωίδας υποδύεται η Γκρέτα Γκάρμπο. Η Άννα Καρένινα είναι παντρεμένη με ισχυρό κυβερνητικό παράγοντα όταν ερωτεύεται παράφορα τον πλούσιο αξιωματικό του στρατού, τον κομψευόμενο κόμη Βρόνσκι. Ο έρωτας αυτός θα την κάνει να αψηφήσει όλες τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής της; να παρατήσει σύζυγο και γιο, προσπαθώντας να βιώσει όλο το μεγαλείο του έρωτα και με τη σαρκική του υπόσταση. Μαζί της συμπαρασύρει και τον κοινωνικό της περίγυρο, έναν περίγυρο που όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει και να υπερπηδήσει τις κοινωνικές συμβάσεις και τα αποδεκτά όρια. Αποτέλεσμα είναι να διωχθεί βίαια από τον κόσμο αυτό, τον κόσμο της, με σκληρό και τραγικό τρόπο και να αναγκαστεί να ζει περιφρονημένη και στιγματισμένη.Τα ξεσπάσματα ζήλιας της δημιουργούν προβλήματα στη σχέση της και την οδηγούν σε απόγνωση. Το ανεξέλεγκτο πάθος που έχει φέρει την προσωρινή χειραφέτηση, θα ακολουθήσει η ταπείνωση και η αυτοκαταστροφή.με συνέπεια το τραγικό τέλος. Γραμμένο με τη μέθοδο του παραλληλισμού και με έντονες συμβολικές διαστάσεις, το μυθιστόρημα είχε αρχικά τον τίτλο «Δυο γάμοι, δυο ζευγάρια». Ο πρώτος γάμος είναι αυτός της Αννας με τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της Καρένιν και ο δεύτερος είναι αυτός του αγροτοευγενή Λέβιν (Λεβ είναι το όνομα του Τολστόι και η συσχέτιση προφανής) με την Κίτι, ένας γάμος που πέρα από τις δυσκολίες της καθημερινότητας λειτουργεί με τρόπο σωτήριο. Γιατί ο Τολστόι άλλαξε τον τίτλο; Επειδή ακριβώς η φιλοδοξία του ήταν πολύ μεγαλύτερη από το να περιγράψει τον καλό και τον κακό γάμο, επειδή τον ενδιέφερε το πάθος και ο σπαραγμός και όχι μόνο η ηθική ούτε ο κοινωνικός επικαθορισμός, επειδή στο πρόσωπο της Καρένινα έβλεπε τον ίδιο τον εαυτό του και μαζί την εποχή του, μια εποχή που τελείωνε ανεπιστρεπτί αφήνοντας τους Ρώσους μετέωρους ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή.
Η Αννα, αυτή η όμορφη, γλυκιά και ηθική γυναίκα, που δεν μπορεί να ελέγξει το πάθος της, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που αντιπαλεύει το δικό του πάθος, την ίδια τη δημιουργική του φλέβα, στο όνομα μιας κοσμοθεωρίας ασκητισμού και αφοσίωσης στη θρησκεία και στον λαό. Πλάι στην ιστορία της Αννας, που παραμένει στο βάθρο της ακόμα και στις στιγμές της μεγαλύτερης ταπείνωσης της, η ιστορία του Λέβιν και του μεγάλου έρωτά του αλλά και της εναγώνιας αναζήτησης νοήματος στον βίο του ολοκληρώνει το πρόσωπο, τελικά, του συγγραφέα. Εκφράζουν, δε την ψυχική διάθεση του Τολστόι που πριν από το 1880, την πνευματική κρίση που θα τον οδηγούσε ν' αλλάξει ριζικά τις ιδέες του για το νόημα της ζωής, να στρέψει την πλάτη του στην τέχνη της μυθοπλασίας και να βυθιστεί για τα καλά στις θρησκευτικές του αναζητήσεις, να έρθει σε ρήξη με την οικογένειά του, τον τρόπο ζωής του, τις αντιλήψεις του, με τη λογοτεχνία την ίδια. Μια περίοδο έντονων οικονομικών μεταρρυθμίσεων και ιδεολογικών μαχών στο εσωτερικό της χώρας του, όπου αυτός, ο ευγενής της υπαίθρου, ανάμεσα στα στρατόπεδα των συντηρητικών και των ριζοσπαστών, υποστήριζε ότι καμιά αλλαγή δεν είναι εφικτή αν δεν αλλάξουν πρώτα οι ψυχές και οι σχέσεις των ανθρώπων.
Τα επικά λογοτεχνικά μυθιστορήματα, δύσκολα «χωρούν» σε θεατρικές σκηνές και τούτο εδώ το μεγαλειώδες έργο-ποταμός, που έχει "εχθρό" του την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και τον βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό για την ίδια την ανθρώπινη φύση εκφράζεται άνισα και ρηχά, στη σκηνή, χωρίς να επιτυγχάνει να σκιαγραφήσει τόσο τα πρωτεύοντα, όσο και τα δευτερεύοντα πρόσωπα, φανερώνοντας τις απόκρυφες πτυχές της ψυχοσύνθεσης τους. Η ρεαλιστική και σοφά ζυγισμένη σύνθεση της «Αννας Καρένινα», με την αυτοκρατορική Ρωσία στο φόντο της, κι έναν παράφορο, παράνομο έρωτα στον πυρήνα της ν' αντιδιαστέλλεται με τη συντροφικότητα του γάμου, δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί από τον σκηνοθέτη Πέτρο Ζούλια, που προσπάθησε να παρουσιάζει μία πλούσια και καλαίσθητη παραγωγή, χωρίς να καταφέρει να ισορροπήσει τον έρωτα με την ουσία και τους προβληματισμούς του κειμένου. Έτσι το αποτέλεσμα κινείται στα πλαίσια μιας απλής ηθογραφικής προσέγγισης. Η μετάφραση και η διασκευή ανήκει στους Αντώνη και Κωνσταντίνο Κούφαλη και η οποία ενώ διατηρεί τον εκφραστικό και συναισθηματικό πλούτο του μυθιστορήματος, υποβαθμίζει τραγικά τον ρόλο του Λέβιν, του alter ego του συγγραφέα: ενός επίσης αντισυμβατικού γαιοκτήμονα, όλο ενοχές για τις προσωπικές του ανέσεις και ταλανιζόμενου από αυτοκαταστροφικές τάσεις, ο οποίος θ' αναζητήσει τη γαλήνη και την ψυχική πληρότητα μακριά από τους κοσμικούς κύκλους και τις εύκολες ηδονές, στη σκληρή δουλειά στο κτήμα του πλάι στους χωρικούς, και στη ζεστασιά της οικογενειακής ζωής, πλάι στην αγαπημένη και πολύ νεότερή του Κίτι. Επί εκατοντάδες σελίδες, ο Τολστόι ζωντανεύει την εσωτερική πάλη που δίνουν η Αννα και ο Λέβιν χωριστά, στήνοντας γύρω τους ένα ψηφιδωτό ανθρώπινων χαρακτήρων, κάτι που δυστυχώς ο θεατής αδυνατεί να το καταλάβει, ενώ είναι υποχρεωμένος να παρακολουθήσει άλλες περιττές σκηνές, στις οποίες ο λόγος πλατιάζει και γίνεται κουραστικός, εις βάρος της ουσίας. Η Μαρία Ναυπλιώτου ενδύεται την Άννα Καρένινα σε μία ερμηνεία καλή, όπως, άλλωστε, μας έχει συνηθίσει. Η πονεμένη τραγική φύση της ηρωίδας της είναι εξαιρετική και μας κάνει να συμπάσχουμε μαζί της, μεταφέροντας μας τις λεπτές ψυχολογικές διακυμάνσεις της, αλλά δεν καταφέρνει να μας μεταγγίσει την φλόγα της παθιασμένης και ερωτευμένης γυναίκας.Ο Ορφέας Αυγουστίδης αδυνατεί να μας πείσει ότι εμπνέει την επικινδυνότητα και τον ερωτισμό του Κόμη Βρόνσκι. Δεν δένει σαν ερωτευμένο δίδυμο με την συμπρωταγωνίστρια του, του λείπει η ένταση και το πάθος, η ερμηνεία του είναι σωστή, αλλά υποτονική. Εξαιρετικός ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος στο ρόλο του Καρένιν, χειρίζεται με μέτρο τα πλούσια εκφραστικά του μέσα, δείχνει ότι έχει κατανοήσει το ρόλο του, τον οποίον αποδίδει με συναισθηματική ενάργεια και παρουσία ισορροπημένης σχέσης λόγου και κίνησης. Ωριμη και ισορροπημένη η ερμηνεία του Μελέτη Ηλία στο ρόλο του μπερμπάντη ανέμελου αριστοκράτη Ομπλόνσκι, ζεστή και πειστική η Ευδοκία Ρουμελιώτη, ωραία εύθραυστη παρουσία, με δυναμική παρουσία στο δεύτερο μέρος η πριγκίπισσα Κίττυ της Ευγενίας Δημητροπούλου, σωστός και μετρημένος, όπως πρέπει ο Λέβιν του Μάξιμου Μουμούρη ( και τα δύο ζευγάρια δένουν αρμονικά μεταξύ τους σε αντίθεση με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι). Υπερβολικός στις εξάρσεις του με καλές στιγμές ο Νικολάι του Γεράσιμου Γεννατά, νευρική και αμήχανη η ερμηνεία της Κωνσταντίνας Τάκαλου, καλά τοποθετημένη η κόμισσα Λύντια της Μυρτώς Αλικάκη. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί λειτουργούν σαν μια δεμένη και καλοδουλεμένη ομάδα, που συμβάλλει στην ροή του δράματος. Τα σκηνικά της Αναστασίας Αρσένη, δεν έχουν φαντασία, με κυρίαρχη την παρουσία του "μοιραίου" τραίνου, μια εντυπωσιακή και έξυπνη λύση, που κατά την διάρκεια της παράστασης η συνεχής περιστροφή του γίνεται κουραστική και αποβαίνει δυσλειτουργική και μονότονη αφού δυστυχώς δεν αξιοποιείται επαρκώς ο άνετος σκηνικός χώρος και δυσχεραίνεται η κίνηση των ηθοποιών. Τα κοστούμια της ιδίας είναι πραγματικά υπέροχα, εκφράζουν την συγκεκριμένη εποχή και μας ταξιδεύουν με την καλαισθησία και την πολυτέλεια των χυτών υφασμάτων. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου είναι απλά διεκπεραιωτικοί, αφού δεν βοηθούν να δημιουργηθεί η μαγική, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, μεταξύ των δύο εραστών. Ατμοσφαιρική η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου συμβάλλει στην ροή και την κλιμακούμενη ένταση του δράματος. Σωστή και φροντισμένη, μέχρι και την κάθε λεπτομέρεια της η κίνηση των ηθοποιών - η επιμέλεια της οποίας ανήκε στο Φώτη Διαμαντόπουλο - βοηθά αισθητά τον λόγο τους. Μία όμορφη και καλαίσθητη παράσταση, με πολλές φιλοδοξίες, οι οποίες δεν βρήκαν ανταπόκριση ως προς την υλοποίηση τους πάνω στη σκηνή. Η ισορροπία του δίπτυχου - ερωτική ιστορία / υπαρξιακές αναζητήσεις - χάνεται, ενώ το δυνατό ατού της παράστασης, η συγκίνηση δεν καταφέρνει να μας παρασύρει.
Μετάφραση / Διασκευή: Αντώνης και Κωνσταντίνος Κούφαλης
Σκηνοθεσία / Δραματουργική επεξεργασία: Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά / Κουστούμια: Αναστασία Αρσένη
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Διανομή: Μαρία Ναυπλιώτου, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Δημήτρης Καραμπέτσης, Μαριάννα Τουντασάκη, Μελέτης Ηλίας, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Ευγενία Δημητροπούλου, Μάξιμος Μουμούρης, Ντίνα Αβαγιανού, Δήμητρα Σιγάλα, Μαρίνος Δεσσύλας, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ορφέας Αυγουστίδης, Γεράσιμος Γεννατάς, Θοδωρής Φραντζέσκος, Γιάννης Αθητάκης, Σταύρος Μερμήγκης, Μυρτώ Αλικάκη, Αντώνης Χατζής, Γεωργία Μητροπούλου, Σπύρος Μπιμπίλας
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΝΕΟ REX-ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ», Διεύθυνση: Πανεπιστημίου 48
Tηλέφωνο: 210.3305074, 210.7234567
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 8.30 μ.μ. Κυριακή στις 7 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων: 20€, 15€, 10€ (φοιτητικό), Πέμπτη ενιαία τιμή 13€, Νέοι έως 28 ετών 10 ευρώ.