Κάθε φορά που τα τελευταία χρόνια ο Κέιτζ πρωταγωνιστεί σε ακόμη ένα blockbuster, περισσότερο ασχολούμαστε με το μαλλί που θα προβάρει, παρά με την ίδια την ταινία. Με το ένα blockbuster να διαδέχεται το άλλο και τα πιο – να τα πούμε - «σοβαρά» project να σπανίζουν όλο κι περισσότερο, εύκολα οδηγούμαστε στην τυποποίηση του Κέιτζ σαν διεκπεραιωτή φασαριόζικων και πανάκριβων παραγωγών είτε πρόκειται για καρτποσταλικά ρομάντζα, είτε για θορυβώδεις περιπέτειες. Κι αν δεν υπήρχε το ένδοξο παρελθόν του, με δυνατές ερμηνείες και συμμετοχή σε σημαντικά φιλμ ικανότατων σκηνοθέτων, το παραπάνω γεγονός δεν θα μας προκαλούσε καμιά εντύπωση. Ωστόσο, η συγκεκριμένη εξέλιξη του ανιψιού του Φράνσις Φορντ Κόπολα, «γέννησε» και κάποια φιλμ, που χρήζουν ιδιαίτερης μνείας.Όλα πάντως φαίνεται να άρχισαν χρόνια πριν, όταν ο Κέιτζ κέρδισε το πολυπόθητο αγαλματάκι, για την ερμηνεία του στο «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» . Τότε είναι που θα γνωρίσει τον μεγαλοκαρχαρία παραγωγό, Τζέρι Μπρουκχάιμερ, ο οποίος θα του κάνει μια ιδιαίτερα δελεαστική προσφορά: «Το χρυσό αγαλματίδιο που μόλις κέρδισες, μπορώ να το μεταμορφώσω σε άπειρα εκατομμύρια δολάρια, αρκεί να πεις το ναι και να παίξεις σε μια ταινία σχετικά με τον βράχο του Αλκατράζ;»
Ο Νίκολας Κέιτζ γεννήθηκε στην Καλιφόρνια στις 7 Ιανουαρίου 1946 και έχει γερμανικές και ιταλικές ρίζες. Ο πατέρας του Όγκαστ Κόπολα, αδελφός του διάσημου σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα, ήταν καθηγητής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο, ενώ η μητέρα του, η Τζόι Βόγκελσανγκ, χορεύτρια και χορογράφος. Ο Κέιτζ ακολούθησε τα καλλιτεχνικά γονίδια της οικογένειας, όμως από τα πρώτα βήματα της καριέρας του αποφάσισε να αλλάξει το επίθετο του διάσημου θείου του προκειμένου να μην κατηγορηθεί για νεποτισμό. Το όνομα Κέιτζ αντανακλά δύο μεγάλες του αδυναμίες, τον αβάντ γκαρντ μουσικό Τζον Κέιτζ αλλά και τον ήρωα κόμικ Λουκ Κέιτζ. Σπούδασε θέατρο στο πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες UCLA και πήρες τον πρώτο του μικρό ρόλο στην ταινία «Fast times at Ridgemont High» (1982). Σε πρωταγωνιστικό ρόλο εμφανίστηκε στην καλτ κωμωδία «Valley girl» (1983). Ο θείος του Φράνσις Φορντ Κόπολα τον βοήθησε στα πρώτα του βήματα δίνοντάς του ρόλους στις ταινίες του «Rumble fish» (1983) και στην πετυχημένη εμπορικά κομεντί «Η Πέγκυ Σου παντρεύτηκε» (1986). Στη συνέχεια ο Νίκολας Κέιτζ άρχισε να παίζει ιδιόρρυθμους, αντισυμβατικούς χαρακτήρες σε μια σειρά ταινιών: από το «Raising Arizona» (1987) ως το «Moonstruck» που του χάρισε μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα.
Ο πρώτος γάμος του ηθοποιού ήταν το 1995 με την συνάδελφό του Πατρίσια Αρκέτ και κράτησε μέχρι το 2001. Την επόμενη χρονιά παντρεύτηκε την κόρη του Έλβις Πρίσλεϊ, Λίζα Μαρί, αλλά ο γάμος τους διήρκεσε μόλις τέσσερις μήνες, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως ο ηθοποιός έχει έναν ακόμη γιο -σήμερα είναι 25 ετών- τον οποίο απέκτησε με το μοντέλο Κριστίνα Φούλτον.
Τη δεκαετία του ’90 ο Κέιτζ παρουσίασε μια σειρά διαφορετικών κινηματογραφικών προσώπων: βίαιος στο «Wild at hurt» του Ντέιβιντ Λιντς (1990), γοητευτικός στη ρομαντική κωμωδία «Honeymoon in Vegas» (1992), κατόρθωσε τελικά να κερδίσει την εκτίμηση των κριτικών και το Όσκαρ καλύτερου ανδρικού ρόλου, με την ερμηνεία του στο εξαιρετικό δράμα του Μάικ Φίγκις «Leaving Las Vegas»: υποδυόμενος έναν αλκοολικό με τάσεις αυτοκτονίας ο Νίκολας Κέιτζ πήρε επιτέλους το χρυσό εισιτήριο για την βιομηχανία του Χόλιγουντ. Με ένα Όσκαρ στο ενεργητικό του ο Νίκολας Κέιτζ στράφηκε στις ταινίες δράσης: στον «Βράχο» (1996) εμφανίστηκε δίπλα στον Σον Κόνερι, στο «Face/off» του Τζον Γου που σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, στο «Con Air», «Νational treasure» κ.τ.λ.Σε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους του στο, αμφιλεγόμενο «Ghost Rider» (2007), που ταρακούνησε το αμερικάνικο box office τον βλέπουμε σε μια γρήγορη μοτοσυκλέτα να κλείνει συμφωνία με τον διάβολο, ζωντανεύοντας το κόμικς του Μαρκ Στίβεν Τζόνσον. H επόμενη ταινία επιστημονικής φαντασίας «Next» του Λι Ταμαχόρι πέρασε σχετικά απαρατήρητη. Το 1998 ο Κέιτζ αποφάσισε να φρεσκάρει το ρομαντικό προφίλ του πρωταγωνιστώντας ως άγγελος στο φιλμ «City of angels», ένα ριμέικ της γνωστής ταινίας του Βιμ Βέντερς «Wings of desire». Στο θρίλερ «8ΜΜ» (1999) ενσαρκώνει έναν επιθεωρητή που διερευνά το φόνο μιας κοπέλας που εργαζόταν στη βιομηχανία του πορνό. Την ίδια χρονιά τον βλέπουμε ως τραυματιοφορέα στο θρίλερ του Μάρτιν Σκορσέζε «Bringing out the dead». Σε αυτή την ταινία γνώρισε και την πρώτη σύζυγό του Πατρίσια Αρκέτ (αργότερα ακολούθησαν οι γάμοι του με την Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ, την κόρη του Έλβις Πρίσλεϊ αλλά και την Άλις Κιμ). Στην ταινία δράσης «Gone in 60 seconds» συμπρωταγωνιστεί με την Αντζελίνα Τζολί. Εκείνη την περίοδο δοκιμάζει και τις δυνάμεις του ως παραγωγός στις ταινίες «Shadow of the vampire» (2000), «Τhe life of David Gale» (2003), «Sony» (2002). Στην τελευταία μάλιστα υπογράφει και την πρώτη του σκηνοθεσία, έχοντας στο πρωταγωνιστικό καστ τον Τζέιμς Φράνκο.
Κερδίζει τις καρδιές του γυναικείου κοινού με το ρομαντικό, πολεμικό δράμα «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» (2001): υποδύεται έναν ιταλό στρατιώτη στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο που διεκδικεί την καρδιά της… ελληνίδας Πενέλοπε Κρουζ. Ήταν μια υπερ-παραγωγή με πολλούς Έλληνες ηθοποιούς που γυρίστηκε στην Κεφαλονιά και είχε άμεση θετική αντανάκλαση και στην τουριστική κίνηση της χώρας μας. Με το «Αdaptation» (2002) ο Νίκολας Κέιτζ βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν ρόλο διπλών απαιτήσεων, ενσαρκώνοντας τον σεναριογράφο Τσάρλι Κάουφμαν αλλά και τον μυθιστορηματικό δίδυμο αδελφό του Ντόναλντ (μια ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ).Στο αστυνομικό θρίλερ του Βέρνερ Χέρτσογκ «Διαφθορά στη Νέα Υόρκη» (2009), ο διάσημος ηθοποιός ενσαρκώνει τον εθισμένο στα ναρκωτικά και τα τυχερά παιχνίδια, ντετέκτιβ Τέρενς Μακ Ντόνα, σε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις του στη μεγάλη οθόνη. Την επόμενη χρονιά κάνει μια συμπαθητική εμφάνιση ως παρανοϊκός πατέρας στην μαύρη κωμωδία του Μάθιου Βον «Kick –Ass» (2010) που σατιρίζει τα κλισέ των περιπετειών με υπερ-ήρωες, ακολουθώντας τα ίχνη του Ταραντίνο. Ο Νίκολας Κέιτζ ως «Βig Daddy» εκπαιδεύει την «κόρη» του Κλόι Μόρετζ (το νέο παιδί-θαύμα του Χόλιγουντ) για να εξολοθρέψει τους κακούς. Όμως τα τελευταία χρόνια ο Νίκολας Κέιτζ μοιάζει να έχει τυποποιηθεί σε κλασικές, χολιγουντιανές περιπέτειες, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις ή ανατροπές. Οφείλουμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι του αρέσουν οι περιπέτειες με μεταφυσικό περιτύλιγμα: από το «Κυνήγι των μαγισσών» του Ντονιμινίκ Σένα, ως τον «Υποψήφιο μάγο» του Τζον Τερτελτάουμπ και το «Drive angry 3 D» του Πατρίκ Λισιέ. Ο 25χρονος γιος του, Ουέστον Κέιτζ έγινε πριν δυο χρόνια πατέρας ενός αγοριού και τον ονόμασε Λούσιαν Όγκουστους Κόπολα Κέιτζ. Ετσι ο διάσημος ηθοποιός έγινε παππόυς. Ο Νίκολας Κέιτζ έχει επίσης ακόμα έναν γιο, τον 10χρονο Καλ-Ελ, από τη πρώην σύζυγο του Αλίς Κιμ.
Οι χρυσές στιγμές
«Ατίθαση Καρδιά» του Ντέιβιντ Λιντς. Ο πιο εικοκλαστικός σκηνοθέτης του ανθρώπινου υποσυνείδητου οπτικοποιεί το μυθιστόρημα του Μπάρι Γκίφορντ και μας δίνει ένα φιλμ που έχει εξέχουσα θέση στην καρδιά κάθε υποψιασμένου σινεφίλ. Στην φιγούρα του Νίκολας Κέιτζ βρίσκει τον ιδανικό ηθοποιό για να ντουμπλάρει την sexy as hell Λόρα Ντερν και έτσι γεννιέται ένα από τα πιο εικονικά ζευγάρια του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά. Το «αλλόκοτο» και διαστρεβλωμένο love story του κυνηγημένου ζευγαριού θυμίζει ένα εφιαλτικό παραμύθι που αποδομεί κάθε κανόνα του mainstream χολιγουντιανού σινεμά. Ο Κέιτζ αρπάζει την ευκαιρία, γίνεται η επιτομή του cool στον χαρακτήρα του ατίθασου Σέιλορ Ρίπλεϊ φορώντας το αξέχαστο φιδίσιο τζάκετ, κάνοντας ατέλειωτο headbanging σε μέταλ ρυθμούς και τραγουδώντας σπαρακτικά το «Love Me Tender» του Βασιλιά Έλβις... Απλά ατίθασος και συνάμα αξέχαστος...
«Αφήνοντας το Λας Βέγκας» του Μάικ Φίγκις. Πριν ο Φίγκις ενδώσει σε αντισυμβατικά μονοπάτια και δύσβατους πειραματισμούς, υπογράφει την καλύτερη mainstream δημιουργία του και βάζει στο επίκεντρο την καταδικασμένη σχέση ενός απογοητευμένου αλκοολικού και μιας πόρνης με χρυσή καρδιά. Ο Κέιτζ κερδίζει δίκαια το Όσκαρ Α’ Ανδρικού, με μια σπαρακτική ερμηνεία και μένει στην κινηματογραφική ιστορία ως ο πιο μελαγχολικός πότης που βαδίζει προς το θάνατο. Μια βότκα πορτοκάλι για τον κύριο, παρακαλώ...
«Σταυροδρόμια της Ψυχής» του Μάρτιν Σκορσέζε. Διόλου τυχαία, ο κορυφαίος (μαζί με τον Ίστγουντ) Αμερικανός σκηνοθέτης της εποχής μας, διάλεξε τον Κέιτζ για να υποδυθεί τον σύγχρονο «Ταξιτζή» του, βάζοντας τον πίσω από το τιμόνι ενός ασθενοφόρου στους πάντα βρώμικους δρόμους της Νέας Υόρκης . Το υπνωτιστικό και γεματό ενοχές βλέμμα του ηθοποιού, αποτυπώνει με τον ιδανικό τρόπο την προσπάθεια ενός βασανισμένου ατόμου να ανταπεξέλθει στη ψυχοφθόρο δουλειά του και να βρει την πολυπόθητη λύτρωση. Κι αυτή τη φορά, η λύτρωση δεν θα έρθει με μια μετωπική σύγκρουση αλλά με μια σχεδόν καθαρτική αποδοχή του αναπόφευκτου που μπορεί να μην λυτρώνει απόλυτα, αλλά τουλαχιστόν προσφέρει μια πρόσκαιρη ψυχική ηρεμία σε ένα βασανιστικό περιβάλλον.
«Adaptation» του Σπάι Τζόνζι. Ο Τσάρλι Κάουφμαν γράφει για τους προσωπικούς καλλιτεχνικούς περιορισμούς που υφίσταται οδηγώντας τον σε ένα απελπιστικό writer’s block, ο Σπάικ Τζόνζι σκηνοθετεί με έντονη σουρεαλιστική χροιά και ο Νίκολας Κέιτζ σε διπλό ταμπλό υποδύεται τις δύο αντιφατικές προσωπικότητες του διάσημου σεναριγράφου. Παρά την ορατή αποστασιόποιηση του «άντε γεια» σεναρίου του Κάουφμαν, ο Κέιτζ, στον πιο απαιτητικό ρόλο της καριέρας του, καταφέρνει να εμφυσήσει ανθρώπινα χαρακτηριστικά και γνήσια συναισθήματα στους χαρακτήρες-σύμβολα που ενσαρκώνει. Απόδειξη ότι το ταλέντό του είναι ζωντανό (σε μια περίοδο με πολλές άστοχες επιλογές), δίκαια προτάθηκε για ένα δεύτερο Όσκαρ, αλλά το έχασε από τον Άντριαν Μπρόντι («Πιανίστας»)
Όταν ο Κέιτζ κάνει το ποπ κορν νοστιμότερο.
«Ο Βράχος» του Μάικλ Μπέι. Turning point στην καριέρα του 44χρονου ηθοποιού, το φασαριόζικο blockbuster του πρώην βιντεοκλιπά Μάικλ Μπέι εισάγει τον Κέιτζ σαν έναν action hero τύπου Τομ Κρουζ. Έχοντας στο πλάι του τον πανέμπειρο Σον Κόνερι, ο Κέιτζ οδηγά στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο, κάνει απόβαση στο βράχο και κατατροπώνει κάθε αντίπαλο. Ο Μπέι κάνει τα πάντα για να εντυπωσιάσει τον αμφιβληστροειδή και από τούτο το φιλμ και έπειτα ένα νέο τύπου blockbuster γεννιέται: θορυβώδες, επιδεικτικό, δραματουργικά κενό, κάτι σαν ένα βίαιο rollercoaster που περνάς καλά αλλά το ξεχνάς με το που κατέβεις από αυτό.
«Con Air» του Σάιμον Γουέστ. Η απόλυτη ένοχη απόλαυση, η καλύτερη μπλοκμπαστερική στιγμή του Νικ, η πιο «επική» χαίτη που πρόβαρε ο αγαπημένος σταρ. Στα καπάκια μετά την επιτυχία του «Βράχου», έρχεται το «Con Air», εξοπλισμένο με ένα λαμπρό καστ ( Κέιτζ, Κιούζακ, Μάλκοβιτς, Μπουσέμι), το οποίο χρησιμοποιεί ο Μπρουκχάιμερ για να φτιάξει μια ταινία- παιδική χαρά με κάθε κλισέ του είδους υπερβολικά τονισμένο στο μάξιμουμ. Το καστ το καταδιασκεδάζει, με πρώτο από όλους τον Κέιτζ, που με την «βλάχικη» αμερικανική προφορά και την καλή καρδιά του, κάνει τα πάντα για να προστατέψει τους αθώους και να επιστρέψει στην οικογένειά του. Στα highlight και ο Στιβ Μπουσέμι στον ρόλο ενός «καλόκαρδου» Χάνιμπαλ Λέκτερ.
«Αδίστακτα Πρόσωπα» του Τζον Γου. Τζον Τραβόλτα εναντίον Νίκολας Κέιτζ δια χειρός του υπερστυλίστα Ασιάτη Τζον Γου, ο οποίος αποδεικνύει στα χολιγουντιανά στούντιο την αδιαφιλονίκητη ικανότητά του, ως ο πιο ικανός σύγχρονος χορογράφος της βίας. Μολονότι το σενάριο (με την κυριολεκτική ανταλλαγή προσώπων) είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά, ο Γου κατορθώνει να δώσει το κάτι παραπάνω σε αυτή την εξωφρενική περιπέτεια διπλοπροσωπιών με μπόλικα slow motion, απίστευτες κασκάντες και –για να μην ξεχνιόμαστε- μπόλικα περιστέρια. Λειτουργικός ο Νίκολας Κέιτζ, με τον Τραβόλτα να κλέβει την παράσταση στον πιο αβανταδόρικο ρόλο του «κακού».
«Snake Eyes» του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Ο Κέιτζ είναι ο ολίγον τι διεφθαρμένος μπάτσος που προσπαθεί να δώσει φως στην μυστηριώδη δολοφονία σημαντικού προσώπου κατά την διάρκεια πυγμαχικού αγώνα. Ο Ντε Πάλμα κάνει ότι μπορεί με τη γνωστή σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του, για να προσδώσει ενδιαφέρον σε ένα προβλέψιμο σενάριο και «στα σημεία» τα καταφέρνει. Περισσότερο διακοσμητικό στοιχείο, ο Κέιτζ χρησιμοποιείται για το εμπορικό όνομά του, σε ένα ακόμη διασκεδαστικό αλλά «επαγγελματικό» θρίλερ του πιο φανατικού οπαδού του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
«Ατίθαση Καρδιά» του Ντέιβιντ Λιντς. Ο πιο εικοκλαστικός σκηνοθέτης του ανθρώπινου υποσυνείδητου οπτικοποιεί το μυθιστόρημα του Μπάρι Γκίφορντ και μας δίνει ένα φιλμ που έχει εξέχουσα θέση στην καρδιά κάθε υποψιασμένου σινεφίλ. Στην φιγούρα του Νίκολας Κέιτζ βρίσκει τον ιδανικό ηθοποιό για να ντουμπλάρει την sexy as hell Λόρα Ντερν και έτσι γεννιέται ένα από τα πιο εικονικά ζευγάρια του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά. Το «αλλόκοτο» και διαστρεβλωμένο love story του κυνηγημένου ζευγαριού θυμίζει ένα εφιαλτικό παραμύθι που αποδομεί κάθε κανόνα του mainstream χολιγουντιανού σινεμά. Ο Κέιτζ αρπάζει την ευκαιρία, γίνεται η επιτομή του cool στον χαρακτήρα του ατίθασου Σέιλορ Ρίπλεϊ φορώντας το αξέχαστο φιδίσιο τζάκετ, κάνοντας ατέλειωτο headbanging σε μέταλ ρυθμούς και τραγουδώντας σπαρακτικά το «Love Me Tender» του Βασιλιά Έλβις... Απλά ατίθασος και συνάμα αξέχαστος...
«Αφήνοντας το Λας Βέγκας» του Μάικ Φίγκις. Πριν ο Φίγκις ενδώσει σε αντισυμβατικά μονοπάτια και δύσβατους πειραματισμούς, υπογράφει την καλύτερη mainstream δημιουργία του και βάζει στο επίκεντρο την καταδικασμένη σχέση ενός απογοητευμένου αλκοολικού και μιας πόρνης με χρυσή καρδιά. Ο Κέιτζ κερδίζει δίκαια το Όσκαρ Α’ Ανδρικού, με μια σπαρακτική ερμηνεία και μένει στην κινηματογραφική ιστορία ως ο πιο μελαγχολικός πότης που βαδίζει προς το θάνατο. Μια βότκα πορτοκάλι για τον κύριο, παρακαλώ...
«Σταυροδρόμια της Ψυχής» του Μάρτιν Σκορσέζε. Διόλου τυχαία, ο κορυφαίος (μαζί με τον Ίστγουντ) Αμερικανός σκηνοθέτης της εποχής μας, διάλεξε τον Κέιτζ για να υποδυθεί τον σύγχρονο «Ταξιτζή» του, βάζοντας τον πίσω από το τιμόνι ενός ασθενοφόρου στους πάντα βρώμικους δρόμους της Νέας Υόρκης . Το υπνωτιστικό και γεματό ενοχές βλέμμα του ηθοποιού, αποτυπώνει με τον ιδανικό τρόπο την προσπάθεια ενός βασανισμένου ατόμου να ανταπεξέλθει στη ψυχοφθόρο δουλειά του και να βρει την πολυπόθητη λύτρωση. Κι αυτή τη φορά, η λύτρωση δεν θα έρθει με μια μετωπική σύγκρουση αλλά με μια σχεδόν καθαρτική αποδοχή του αναπόφευκτου που μπορεί να μην λυτρώνει απόλυτα, αλλά τουλαχιστόν προσφέρει μια πρόσκαιρη ψυχική ηρεμία σε ένα βασανιστικό περιβάλλον.
«Adaptation» του Σπάι Τζόνζι. Ο Τσάρλι Κάουφμαν γράφει για τους προσωπικούς καλλιτεχνικούς περιορισμούς που υφίσταται οδηγώντας τον σε ένα απελπιστικό writer’s block, ο Σπάικ Τζόνζι σκηνοθετεί με έντονη σουρεαλιστική χροιά και ο Νίκολας Κέιτζ σε διπλό ταμπλό υποδύεται τις δύο αντιφατικές προσωπικότητες του διάσημου σεναριγράφου. Παρά την ορατή αποστασιόποιηση του «άντε γεια» σεναρίου του Κάουφμαν, ο Κέιτζ, στον πιο απαιτητικό ρόλο της καριέρας του, καταφέρνει να εμφυσήσει ανθρώπινα χαρακτηριστικά και γνήσια συναισθήματα στους χαρακτήρες-σύμβολα που ενσαρκώνει. Απόδειξη ότι το ταλέντό του είναι ζωντανό (σε μια περίοδο με πολλές άστοχες επιλογές), δίκαια προτάθηκε για ένα δεύτερο Όσκαρ, αλλά το έχασε από τον Άντριαν Μπρόντι («Πιανίστας»)
Όταν ο Κέιτζ κάνει το ποπ κορν νοστιμότερο.
«Ο Βράχος» του Μάικλ Μπέι. Turning point στην καριέρα του 44χρονου ηθοποιού, το φασαριόζικο blockbuster του πρώην βιντεοκλιπά Μάικλ Μπέι εισάγει τον Κέιτζ σαν έναν action hero τύπου Τομ Κρουζ. Έχοντας στο πλάι του τον πανέμπειρο Σον Κόνερι, ο Κέιτζ οδηγά στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο, κάνει απόβαση στο βράχο και κατατροπώνει κάθε αντίπαλο. Ο Μπέι κάνει τα πάντα για να εντυπωσιάσει τον αμφιβληστροειδή και από τούτο το φιλμ και έπειτα ένα νέο τύπου blockbuster γεννιέται: θορυβώδες, επιδεικτικό, δραματουργικά κενό, κάτι σαν ένα βίαιο rollercoaster που περνάς καλά αλλά το ξεχνάς με το που κατέβεις από αυτό.
«Con Air» του Σάιμον Γουέστ. Η απόλυτη ένοχη απόλαυση, η καλύτερη μπλοκμπαστερική στιγμή του Νικ, η πιο «επική» χαίτη που πρόβαρε ο αγαπημένος σταρ. Στα καπάκια μετά την επιτυχία του «Βράχου», έρχεται το «Con Air», εξοπλισμένο με ένα λαμπρό καστ ( Κέιτζ, Κιούζακ, Μάλκοβιτς, Μπουσέμι), το οποίο χρησιμοποιεί ο Μπρουκχάιμερ για να φτιάξει μια ταινία- παιδική χαρά με κάθε κλισέ του είδους υπερβολικά τονισμένο στο μάξιμουμ. Το καστ το καταδιασκεδάζει, με πρώτο από όλους τον Κέιτζ, που με την «βλάχικη» αμερικανική προφορά και την καλή καρδιά του, κάνει τα πάντα για να προστατέψει τους αθώους και να επιστρέψει στην οικογένειά του. Στα highlight και ο Στιβ Μπουσέμι στον ρόλο ενός «καλόκαρδου» Χάνιμπαλ Λέκτερ.
«Αδίστακτα Πρόσωπα» του Τζον Γου. Τζον Τραβόλτα εναντίον Νίκολας Κέιτζ δια χειρός του υπερστυλίστα Ασιάτη Τζον Γου, ο οποίος αποδεικνύει στα χολιγουντιανά στούντιο την αδιαφιλονίκητη ικανότητά του, ως ο πιο ικανός σύγχρονος χορογράφος της βίας. Μολονότι το σενάριο (με την κυριολεκτική ανταλλαγή προσώπων) είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά, ο Γου κατορθώνει να δώσει το κάτι παραπάνω σε αυτή την εξωφρενική περιπέτεια διπλοπροσωπιών με μπόλικα slow motion, απίστευτες κασκάντες και –για να μην ξεχνιόμαστε- μπόλικα περιστέρια. Λειτουργικός ο Νίκολας Κέιτζ, με τον Τραβόλτα να κλέβει την παράσταση στον πιο αβανταδόρικο ρόλο του «κακού».
«Snake Eyes» του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Ο Κέιτζ είναι ο ολίγον τι διεφθαρμένος μπάτσος που προσπαθεί να δώσει φως στην μυστηριώδη δολοφονία σημαντικού προσώπου κατά την διάρκεια πυγμαχικού αγώνα. Ο Ντε Πάλμα κάνει ότι μπορεί με τη γνωστή σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του, για να προσδώσει ενδιαφέρον σε ένα προβλέψιμο σενάριο και «στα σημεία» τα καταφέρνει. Περισσότερο διακοσμητικό στοιχείο, ο Κέιτζ χρησιμοποιείται για το εμπορικό όνομά του, σε ένα ακόμη διασκεδαστικό αλλά «επαγγελματικό» θρίλερ του πιο φανατικού οπαδού του Άλφρεντ Χίτσκοκ.