Μοιάζει ευάλωτη και ανασφαλής, ειλικρινής και αυθόρμητη, είναι απίστευτα όμορφη, τότε και τώρα, από τις γυναίκες που όσο μεγαλώνουν γίνονται ολοένα και πιο γοητευτικές. Με διαφορετικό τρόπο. Η Τζέιν Μπίρκιν όμως το έχει πληρώσει το τίμημα της ομορφιάς. Το καλλίγραμμο κορίτσι με τα μακριά, ίσια μαλλιά και το χαριτωμένο χώρισμα στα δόντια, που μιλούσε αστεία, γαλλικά με αγγλική προφορά, ντυνόταν σαν αγοροκόριτσο, παντρεύτηκε (τον Τζον Μπάρι) και χώρισε (μέσα σε τρία χρόνια), έγινε η μούσα και σύντροφος της ζωής του Σερζ Γκενσμπούρ για 13 χρόνια, τραγούδησε με τόσο ερωτισμό που δεν θα άντεχε και ο πιο έμπειρος ηχολήπτης
. Το τζιν της δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Οπως και το χαμόγελό της. Και το κλάμα της. Είναι πάντα σέξι όταν τραγουδάει, η Κάρλα Μπρούνι πριν ακόμη γνωρίσει τον πρόεδρο Σαρκοζί, θα ήθελε πολύ να γίνει Τζέιν Μπίρκιν στη θέση της Τζέιν Μπίρκιν. Οσοι αγοράζουν τα άλμπουμ της, και τότε με τον Σερζ και τώρα με τις δικές της παραλλαγές στο ίδιο θέμα, ενδέχεται και να μη γνωρίζουν ότι μετά την Γκρέις Κέλι ο οίκος Ερμές «βάφτισε» μια κλασική τσάντα Μπίρκιν -την οποία σχεδίασε η ίδια- ως φόρο τιμής σε μια γυναίκα που εμπνέει με κάθε της κίνηση, Δεν είναι και λίγο να έχεις παίξει στο «Blow up» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Το 1966. Να σε έχουν «κλείσει» ο ένας σκηνοθέτης και παραγωγός μετά τον άλλον για περισσότερες από 80 ταινίες. Να παίζεις με την ίδια φινέτσα από Αγκαθα Κρίστι μέχρι Ευριπίδη
Να έχεις γνωρίσει τον Πατρίς Σερό και να τον έχεις πείσει ότι δεν είσαι «γλάστρα», να έχεις συνυπάρξει με την Μπριζίτ Μπαρντό στο ίδιο στούντιο, να τραγουδάς «Je t'aime
Moi non plus» με τόσο πάθος και να μη γίνεσαι χυδαία.
«Στο τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ μου με τίτλο «Fictions» εμφανίζεται κάτι σαν μια στοιχειωμένη φωτογραφία που πέφτει από μια καμινάδα. Μέσα από τους στίχους καλείσαι να σκεφτείς όποιο φάντασμα θέλεις
Στην περίπτωση μου, όμως, μάλλον το φάντασμα που με στοιχειώνει είναι ακόμη ο Σερζ Γκενσμπούρ».
Μπαμπάς στρατιωτικός και ήρωας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μαμά ηθοποιός. Ο αδερφός της είναι σεναριογράφος. Είναι και
γαλαζοαίματη· από εκλεκτική συγγένεια. Στη δεκαετία του '60 έγινε το απόλυτο μοντέλο της μεγάλης οθόνης. Δύο χρόνια μετά το «Blow up» πήγε σε οντισιόν στη Γαλλία για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Slogan». Χωρίς να μιλάει γαλλικά, πήρε τον ρόλο και γνώρισε και τον Σερζ Γκενσμπούρ Να λοιπόν που αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στο σινεμά. Εχει υπάρξει αρκετές φορές υποψήφια για βραβείο Σεζάρ. Αν και έχει ζήσει χρόνια στη Γαλλία και μιλάει με άνεση γαλλικά, διατηρεί ακόμη την αγγλική της προφορά και κάνει αρκετά λάθη όταν μιλάει, πολλοί λένε ηθελημένα, για στυλ. Η ευαισθησία της την οδήγησε στην εθελοντική εργασία για τη Διεθνή Αμνηστία, έχει ταξιδέψει στη Βοσνία και τη Ρουάντα, έχει δουλέψει με παιδιά, έχει τιμηθεί από τη γαλλική κυβέρνηση με το French Ordre National de Μerite.Το 1988 παρακολουθήσαμε τη ζωή της σε ντοκιμαντέρ. Τίτλος του «Jane B. par Agnes V». Η κόρη της (με τον Τζον Μπάρι) Κέιτ Μπάρι είναι φωτογράφος. Εχει ιδρύσει και κέντρο αποτοξίνωσης. Η Σαρλότ Γκενσμπούρ είναι η δεύτερή της κόρη από τον γάμο της με τον Σερζ. Και είναι ηθοποιός. Το 1982 γέννησε την τρίτη της κόρη, Λου Ντουαγιόν, από τη σχέση της με τον σκηνοθέτη Ζακ Ντουιγιόν.
| |
«Παλιότερα στενοχωριόμουνα που δεν είχα έναν γιο αλλά τώρα καταλαβαίνω από αυτή την κοριτσίστικη παρέα, τη μαμά μου, τις αδερφές μου και τις κόρες μου, ότι όταν έρθουν τα σκούρα, οι γυναίκες ξέρουν πάντα πώς να αντιδράσουν», λέει η Τζέιν Μπίρκιν σήμερα. «Οταν πέθανε η μητέρα μου, τα τρία μου κορίτσια ήξεραν ακριβώς τι να κάνουν. Εχουν ένστικτο. Δεν χρειάζεται να τους πεις να έρθουν, είναι στο πλευρό σου χωρίς να το ζητήσεις. Ηταν τότε που η μεγάλη μου κόρη μού είπε να αφήσω τη μητέρα μου να φύγει. Και τώρα πήρα εγώ τον ρόλο της μητέρας μου. Προσπαθώ να είμαι όσο θαρραλέα και δυνατή ήταν κι εκείνη για εμάς, Συνήθιζε να λέει «χαμογέλα και όλος ο κόσμος χαμογελά μαζί σου. Κλάψε και θα κλαις μόνος». Και τώρα καταλαβαίνω ότι είχε δίκιο».
Τζέιν Μπίρκιν-Σερζ Γκενσμπούργκ: Σίγουρα δεν ήταν κεραυνοβόλος έρωτας
Η ερωτική σχέση της Τζέιν Μπίρκιν και του Σερζ Γκενσμπούργκ είναι τόσο καλά καταγεγραμμένη όλα αυτά τα χρόνια που όταν την σκέφτεσαι είναι σαν να βλέπεις σκηνές από φωτογραφίες που τρεμοπαίζουν στο μυαλό σου. Αγαπούσαν, κάπνιζαν και τσακώνονταν με πάθος, η δεκάχρονη σχέση τους ένα αρχέτυπο της σχέσης μεταξύ ενός μουσικού και μίας μούσας στο μποέμικο Παρίσι, και 40 χρόνια μετά τη διάλυσή της, ακόμα δεν μπορούμε να την χορτάσουμε. Όταν η Μπίρκιν και ο Γκενσμπούργκ συναντήθηκαν στο σετ της ταινίας Slogan, το 1968, η Μπίρκιν ακόμα υπέφερε λόγω της εξαφάνισης του τότε συζύγου της, του συνθέτη Τζον Μπάρι, ο οποίος είχε μετακομίσει στο Λος Άντζελες. Έφτασε στο Παρίσι, μη μπορώντας να πει ούτε μία λέξη στα γαλλικά, με τη νεογέννητη κόρη της Κέιτ στην αγκαλιά της, και της προσφέρθηκε ο ρόλος της συμπρωταγωνίστριας δίπλα στον Γκαίνμπουργκ. Και καθώς έκλαιγε καθ’ όλη τη διάρκεια του κάστινγκ είναι λογικό να μην είδε την γοητεία του διάσημου μουσικοσυνθέτη. «Είναι απαίσιος!» είναι τα λόγια που θυμάται ο μεγαλύτερός της αδελφός, Άντριου Μπίρκιν, να του λέει η Τζέιν αναφερόμενη στον μουσικό ως «εκείνος ο φοβερός άνθρωπος Σερζ Μπουργκινιόν». «Εννοείται πως είναι ο εραστής μου, αλλά είναι τόσο αλαζόνας και σνομπ και με περιφρονεί τελείως». Μόνο το πρώτο βράδυ που πέρασαν μαζί, όταν ο Γκενσμπούργκ της πάτησε τα πόδια όταν χόρευαν, κατάλαβε η Μπίρκιν πως αυτή η αλαζονεία στην πραγματικότητα ήταν συστολή. Ακολούθησε και άλλος χορός και το βράδυ τελείωσε με τον Γκενσμπούργκ να πέφτει λιπόθυμος από το ποτό στο κρεβάτι του στο ξενοδοχείο. Παρ’ όλ’ αυτά, η Μπίρκιν το θυμάται ως ένα τέλεια ρομαντικό ραντεβού που έδωσε τη θέση του σε μία απόλυτη ιστορία αγάπης.
Το περίφημο καλάθι της Μπίρκιν έκρυβε πλήθος αμαρτιών
Πριν η Μπίρκιν αρχίσει να κουβαλά την επώνυμη τσάντα σχεδιασμένη για την ίδια από τον οίκο Hermes, αυτό που είχε επιλέξει ως καθημερινή της τσάντα ήταν ένα… καλάθι στο οποίο συνέλεγε μπιχλιμπίδια από τα ταξίδια της στο Παρίσι. Το μεγάλο μέγεθος της «τσάντας» της, της έδινε το δώρο της απόκρυψης, έτσι όταν κατά τη διάρκεια ενός πολυτελούς Χριστουγεννιάτικου βραδιού στο παρισινό μπιστρό Maxim’s η νεαρή ηθοποιός έριξε μέσα σε αυτή μερικά κομμάτια από το σερβίτσιο με το μονόγραμμα του μπιστρό, κανείς δεν αντέδρασε. Ήταν λίγο αργότερα, όταν το καλάθι γλίστρησε από τον καρπό της καθώς υπέγραφε ένα αυτόγραφο, που ο… πορσελάνινος σωρός που είχε μαζέψει μέσα, έπεσε στο πάτωμα, και το ανακάλυψαν όλοι. Σε μία τέλεια πράξη παρισινής διακριτικότητας ένας ευγενικός σερβιτόρος τα μάζεψε και τα αντικατέστησε στο καλάθι. «Ένα δώρο από το Maxim’s» λέγεται πως της είπε ψιθυριστά. «Αν χρειάζεστε περισσότερα, δεν έχετε παρά να τα ζητήσετε»
Η ερωτική σχέση της Τζέιν Μπίρκιν και του Σερζ Γκενσμπούργκ είναι τόσο καλά καταγεγραμμένη όλα αυτά τα χρόνια που όταν την σκέφτεσαι είναι σαν να βλέπεις σκηνές από φωτογραφίες που τρεμοπαίζουν στο μυαλό σου. Αγαπούσαν, κάπνιζαν και τσακώνονταν με πάθος, η δεκάχρονη σχέση τους ένα αρχέτυπο της σχέσης μεταξύ ενός μουσικού και μίας μούσας στο μποέμικο Παρίσι, και 40 χρόνια μετά τη διάλυσή της, ακόμα δεν μπορούμε να την χορτάσουμε. Όταν η Μπίρκιν και ο Γκενσμπούργκ συναντήθηκαν στο σετ της ταινίας Slogan, το 1968, η Μπίρκιν ακόμα υπέφερε λόγω της εξαφάνισης του τότε συζύγου της, του συνθέτη Τζον Μπάρι, ο οποίος είχε μετακομίσει στο Λος Άντζελες. Έφτασε στο Παρίσι, μη μπορώντας να πει ούτε μία λέξη στα γαλλικά, με τη νεογέννητη κόρη της Κέιτ στην αγκαλιά της, και της προσφέρθηκε ο ρόλος της συμπρωταγωνίστριας δίπλα στον Γκαίνμπουργκ. Και καθώς έκλαιγε καθ’ όλη τη διάρκεια του κάστινγκ είναι λογικό να μην είδε την γοητεία του διάσημου μουσικοσυνθέτη. «Είναι απαίσιος!» είναι τα λόγια που θυμάται ο μεγαλύτερός της αδελφός, Άντριου Μπίρκιν, να του λέει η Τζέιν αναφερόμενη στον μουσικό ως «εκείνος ο φοβερός άνθρωπος Σερζ Μπουργκινιόν». «Εννοείται πως είναι ο εραστής μου, αλλά είναι τόσο αλαζόνας και σνομπ και με περιφρονεί τελείως». Μόνο το πρώτο βράδυ που πέρασαν μαζί, όταν ο Γκενσμπούργκ της πάτησε τα πόδια όταν χόρευαν, κατάλαβε η Μπίρκιν πως αυτή η αλαζονεία στην πραγματικότητα ήταν συστολή. Ακολούθησε και άλλος χορός και το βράδυ τελείωσε με τον Γκενσμπούργκ να πέφτει λιπόθυμος από το ποτό στο κρεβάτι του στο ξενοδοχείο. Παρ’ όλ’ αυτά, η Μπίρκιν το θυμάται ως ένα τέλεια ρομαντικό ραντεβού που έδωσε τη θέση του σε μία απόλυτη ιστορία αγάπης.
Το περίφημο καλάθι της Μπίρκιν έκρυβε πλήθος αμαρτιών
Πριν η Μπίρκιν αρχίσει να κουβαλά την επώνυμη τσάντα σχεδιασμένη για την ίδια από τον οίκο Hermes, αυτό που είχε επιλέξει ως καθημερινή της τσάντα ήταν ένα… καλάθι στο οποίο συνέλεγε μπιχλιμπίδια από τα ταξίδια της στο Παρίσι. Το μεγάλο μέγεθος της «τσάντας» της, της έδινε το δώρο της απόκρυψης, έτσι όταν κατά τη διάρκεια ενός πολυτελούς Χριστουγεννιάτικου βραδιού στο παρισινό μπιστρό Maxim’s η νεαρή ηθοποιός έριξε μέσα σε αυτή μερικά κομμάτια από το σερβίτσιο με το μονόγραμμα του μπιστρό, κανείς δεν αντέδρασε. Ήταν λίγο αργότερα, όταν το καλάθι γλίστρησε από τον καρπό της καθώς υπέγραφε ένα αυτόγραφο, που ο… πορσελάνινος σωρός που είχε μαζέψει μέσα, έπεσε στο πάτωμα, και το ανακάλυψαν όλοι. Σε μία τέλεια πράξη παρισινής διακριτικότητας ένας ευγενικός σερβιτόρος τα μάζεψε και τα αντικατέστησε στο καλάθι. «Ένα δώρο από το Maxim’s» λέγεται πως της είπε ψιθυριστά. «Αν χρειάζεστε περισσότερα, δεν έχετε παρά να τα ζητήσετε»
Η ρομαντική τους θέρμη διατηρείτο με συχνούς δημόσιους τσακωμούς
Τόσο η Μπίρκιν όσο και ο Γκενσμπούργκ είχαν φλογερά ταπεραμέντα. Όταν τσακώνονταν, τσακώνονταν με σθένος και δημοσίως. Σε μία τέτοια περίπτωση στο παρισινό μπαρ Castel, εξοργισμένη από το γεγονός ότι ο Γκενσμπούργκ έψαχνε το καλάθι της για να… αποκαλύψει όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία που περιείχε στον πάτο του, ο Μπίρκιν πήρε μία τάρτα με κρέμα και εξαγριωμένη την πέταξε στο πρόσωπό του πριν αρχίσει να τον κυνηγά στην λεωφόρο Σεν Ζερμέν. Ο Γκενσμπούργκ, έγινε έξαλλος και η Μπίρκιν αισθανόμενη πως ήταν έτοιμο να κάνει κάποια… χειρονομία πάνω της, έπεσε μέσα στον Σηκουάνα, μία κίνηση που έκανε το Υβ Σεν Λωράν τοπ της να συρρικνωθεί κατά πολύ δίνοντας μέγιστη ευχαρίστηση στον Γκενσμπούργκ. Παρ’ όλ’ αυτά το τέλος ήταν γλυκό. «Βγήκα έξω και περπατήσαμε εύθυμα πιασμένοι χέρι-χέρι μέχρι το σπίτι», ανέφερε σε μια συνέντευξή της η Μπίρκιν. «Ο Σερζ ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, λάτρης των μεγάλων χειρονομιών». Ο Γκενσμπούργκ και η Μπίρκιν λάτρευαν να χορεύουν, και όσο ήταν αρκετά μικρή ώστε να χωρά στο καλάθι, η κόρη τους Σαρλότ τους συνόδευε στις βραδινές τους εξόδους. Καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, όμως, το ζευγάρι προσάρμοζε το πρόγραμμά τους για να διευκολύνουν την βραδινή τους ζωή. Ξυπνούσαν στις 3 το μεσημέρι, όταν η Μπίρκιν πήγαινε να πάρει τα παιδιά από το σχολείο, τα πήγαινε στο πάρκο και μετά στο σπίτι για δείπνο. Η οικιακή βοηθός τα έκανε μπάνιο, και ο Γκενσμπούργκ και η Μπίρκιν τα έβαζαν για ύπνο πριν βγουν έξω. Γύρναγαν στο σπίτι το επόμενο πρωί και περίμεναν να ξυπνήσουν τα παιδιά στις 7.30, πριν πάνε για ύπνο και ξεκινήσουν πάλι τη ρουτίνα τους.
Τα τραγούδια τους δεν ήταν για τους… εύθικτους
Το 1969 η Μπίρκιν και ο Γκενσμπούργκ έγιναν πρωτοσέλιδο με το σούπερ ερωτικό τραγούδι Je t’aime… Moi Non Plus, ένα ερωτικό τραγούδι που ο Γκενσμπούργκ είχε γράψει αρκετά χρόνια πριν για την τότε αγαπημένη του Μπριζίτ Μπαρντό, αλλά εκείνη είχε αρνηθεί να επιτρέψει τη δική της εκδοχή να κυκλοφορήσει καθώς τότε ήταν παντρεμένη. Μία κατά δική της ομολογία ζηλιάρα, η Μπίρκιν ανέφερε πως δεν μπορούσε να βλέπει τον Γκενσμπούργκ να ηχογραφεί το τραγούδι με καμία άλλη. Η συμμετοχή της έκανε το τραγούδι μία τόσο αισθησιακή υπόθεση – οι στίχοι συνοδεύονταν από ένα σάουντρακ απαλών αναστεναγμών και βογκητών, που κορυφώνονταν σε μία χορταστική έκρηξη στο τέλος του – που αμέσως απαγορεύτηκε στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, προωθώντας το τόσο στην κακοφημία όσο και στο νούμερο ένα της Μεγάλης Βρετανίας, σχεδόν ακαριαία. Το ζευγάρι διέψευσε τις φήμες που ήθελαν το τραγούδι να έχει ηχογραφηθεί εν μέρει τοποθετώντας μικρόφωνα κάτω από το κρεβάτι τους, με τον Γκενσμπούργκ να αναφέρει: «Δόξα τω Θεώ δεν ήταν, αλλιώς ελπίζω να ήταν ένας δίσκος μεγάλης διάρκειας». Διασκέδαζαν με τις αντιδράσεις που προκάλεσε το τραγούδι: παίχτηκε για πρώτη φορά για φίλους και συναδέλφους που γευμάτιζαν μαζί σε ένα παρισινό εστιατόριο στο οποίο το ζευγάρι είχε επιλέξει να φάει μετά την ηχογράφηση. «Καθώς άρχισε να παίζει το μόνο που ακούγαμε είναι να ακουμπάνε κάτω τα μαχαίρια και τα πιρούνια» λέγεται πως είχε πει η Μπίρκιν ευχαριστημένη. Ο Γκενσμπούργκ απάντησε: «Νομίζω πως έχουμε ένα δίσκο επιτυχία». Η Μπίρκιν επέμενε ότι ο δίσκος ήταν τελείως αθώος, παρά τη φήμη του. «Δεν ήταν ένα αγενές τραγούδι» δήλωσε το 2004. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όλη αυτή η φασαρία. Οι Άγγλοι απλά δεν το κατάλαβαν. Είμαι σίγουρη πως ακόμα και σήμερα δεν ξέρουν τι σημαίνει».
Τόσο η Μπίρκιν όσο και ο Γκενσμπούργκ είχαν φλογερά ταπεραμέντα. Όταν τσακώνονταν, τσακώνονταν με σθένος και δημοσίως. Σε μία τέτοια περίπτωση στο παρισινό μπαρ Castel, εξοργισμένη από το γεγονός ότι ο Γκενσμπούργκ έψαχνε το καλάθι της για να… αποκαλύψει όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία που περιείχε στον πάτο του, ο Μπίρκιν πήρε μία τάρτα με κρέμα και εξαγριωμένη την πέταξε στο πρόσωπό του πριν αρχίσει να τον κυνηγά στην λεωφόρο Σεν Ζερμέν. Ο Γκενσμπούργκ, έγινε έξαλλος και η Μπίρκιν αισθανόμενη πως ήταν έτοιμο να κάνει κάποια… χειρονομία πάνω της, έπεσε μέσα στον Σηκουάνα, μία κίνηση που έκανε το Υβ Σεν Λωράν τοπ της να συρρικνωθεί κατά πολύ δίνοντας μέγιστη ευχαρίστηση στον Γκενσμπούργκ. Παρ’ όλ’ αυτά το τέλος ήταν γλυκό. «Βγήκα έξω και περπατήσαμε εύθυμα πιασμένοι χέρι-χέρι μέχρι το σπίτι», ανέφερε σε μια συνέντευξή της η Μπίρκιν. «Ο Σερζ ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, λάτρης των μεγάλων χειρονομιών». Ο Γκενσμπούργκ και η Μπίρκιν λάτρευαν να χορεύουν, και όσο ήταν αρκετά μικρή ώστε να χωρά στο καλάθι, η κόρη τους Σαρλότ τους συνόδευε στις βραδινές τους εξόδους. Καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, όμως, το ζευγάρι προσάρμοζε το πρόγραμμά τους για να διευκολύνουν την βραδινή τους ζωή. Ξυπνούσαν στις 3 το μεσημέρι, όταν η Μπίρκιν πήγαινε να πάρει τα παιδιά από το σχολείο, τα πήγαινε στο πάρκο και μετά στο σπίτι για δείπνο. Η οικιακή βοηθός τα έκανε μπάνιο, και ο Γκενσμπούργκ και η Μπίρκιν τα έβαζαν για ύπνο πριν βγουν έξω. Γύρναγαν στο σπίτι το επόμενο πρωί και περίμεναν να ξυπνήσουν τα παιδιά στις 7.30, πριν πάνε για ύπνο και ξεκινήσουν πάλι τη ρουτίνα τους.
Τα τραγούδια τους δεν ήταν για τους… εύθικτους
Το 1969 η Μπίρκιν και ο Γκενσμπούργκ έγιναν πρωτοσέλιδο με το σούπερ ερωτικό τραγούδι Je t’aime… Moi Non Plus, ένα ερωτικό τραγούδι που ο Γκενσμπούργκ είχε γράψει αρκετά χρόνια πριν για την τότε αγαπημένη του Μπριζίτ Μπαρντό, αλλά εκείνη είχε αρνηθεί να επιτρέψει τη δική της εκδοχή να κυκλοφορήσει καθώς τότε ήταν παντρεμένη. Μία κατά δική της ομολογία ζηλιάρα, η Μπίρκιν ανέφερε πως δεν μπορούσε να βλέπει τον Γκενσμπούργκ να ηχογραφεί το τραγούδι με καμία άλλη. Η συμμετοχή της έκανε το τραγούδι μία τόσο αισθησιακή υπόθεση – οι στίχοι συνοδεύονταν από ένα σάουντρακ απαλών αναστεναγμών και βογκητών, που κορυφώνονταν σε μία χορταστική έκρηξη στο τέλος του – που αμέσως απαγορεύτηκε στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, προωθώντας το τόσο στην κακοφημία όσο και στο νούμερο ένα της Μεγάλης Βρετανίας, σχεδόν ακαριαία. Το ζευγάρι διέψευσε τις φήμες που ήθελαν το τραγούδι να έχει ηχογραφηθεί εν μέρει τοποθετώντας μικρόφωνα κάτω από το κρεβάτι τους, με τον Γκενσμπούργκ να αναφέρει: «Δόξα τω Θεώ δεν ήταν, αλλιώς ελπίζω να ήταν ένας δίσκος μεγάλης διάρκειας». Διασκέδαζαν με τις αντιδράσεις που προκάλεσε το τραγούδι: παίχτηκε για πρώτη φορά για φίλους και συναδέλφους που γευμάτιζαν μαζί σε ένα παρισινό εστιατόριο στο οποίο το ζευγάρι είχε επιλέξει να φάει μετά την ηχογράφηση. «Καθώς άρχισε να παίζει το μόνο που ακούγαμε είναι να ακουμπάνε κάτω τα μαχαίρια και τα πιρούνια» λέγεται πως είχε πει η Μπίρκιν ευχαριστημένη. Ο Γκενσμπούργκ απάντησε: «Νομίζω πως έχουμε ένα δίσκο επιτυχία». Η Μπίρκιν επέμενε ότι ο δίσκος ήταν τελείως αθώος, παρά τη φήμη του. «Δεν ήταν ένα αγενές τραγούδι» δήλωσε το 2004. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όλη αυτή η φασαρία. Οι Άγγλοι απλά δεν το κατάλαβαν. Είμαι σίγουρη πως ακόμα και σήμερα δεν ξέρουν τι σημαίνει».
| |
| |
Η αγάπη τους διήρκησε περισσότερο από τη σχέση τους
Αν και η σχέση τους έληξε μετά από δέκα χρόνια που ήταν μαζί, όταν η Μπίρκιν κουράστηκε από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ του Γκενσμπούργκ και την επιθετικότητα που ακολουθούσε, η αγάπη του ενός για τον άλλο παρέμεινε ζωντανή μέχρι το τέλος. Όταν η τρίτη κόρη της Μπίρκιν, που απέκτησε με τον Ζακ Ντουαγιόν, γεννήθηκε όχι πολύ αργότερα από τον χωρισμό της με τον μουσικό, ο Γκενσμπούργκ της έστειλε ένα κουτί γεμάτο μωρουδιακά ρούχα και μία κάρτα που έγραφε Papa Deux, ενώ αργότερα έγινε ο νονός του παιδιού. Ήταν ο καλύτερός της φίλος και παρέμειναν κοντά μέχρι το τέλος της ζωής του. Κατά συνέπεια, ο θάνατος του Γκενσμπούργκ το 1991 συγκλόνισε συθέμελα την Μπίρκιν και τις τρεις κόρες της. Πέρασαν τρεις μέρες με το πτώμα του, μη θέλοντας να τον εγκαταλείψουν και όταν θάφτηκε η Μπίρκιν έβαλε το Munckey, ένα αγαπημένο λούτρινο παιχνίδι που είχε από την παιδική της ηλικία, στο φέρετρό του. Μη μπορώντας να ανταγωνιστεί το μέγεθος της θλίψης της, ο Ντουαγιόν άφησε την Μπίρκιν, και από τότε μένει μόνη της στο Παρίσι, περιτριγυρισμένη από ενθύμια της κοινής τους ζωής.
Η ολική κατάρρευση μετά την αυτοκτονία της κόρης της
Μετά την αυτοκτονία της 46χρονης κόρης της Kate Barry,το 2013, η οποία πήδηξε από το παράθυρο του σπιτιού της στο Λονδίνο, η Τζέιν Μπίρκιν εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Για πρώτη φορά μίλησε στο περιοδικό Telerama και αφηγήθηκε πώς έζησε τους τελευταίους μήνες: «Κλείστηκα στο σπίτι μου, κοίταζα την ταπετσαρία στον τοίχο». Στην ερώτηση για το κατά πόσο η επιστροφή της στη σκηνή μπορεί να την παρηγορήσει για τον απροσδόκητο θάνατο της μεγάλης της κόρης, η Μπίρκιν απαντά: «Τίποτα δεν μπορεί να με παρηγορήσει». Η τραγουδίστρια και ηθοποιός, 70 ετών σήμερα, μητέρα της Kate Barry που αυτοκτόνησε και της ηθοποιού Σαρλότ Γκενσμπούρ, προσθέτει: «Σαν μητέρα δεν έχω πια εμπιστοσύνη στη ζωή. Πριν, πίστευα ότι τίποτα δεν θα συμβεί στους δικούς μου αν ήμουν κοντά τους. Είχα την τρομερή αίσθηση ότι όλα πήγαιναν καλά». Αποκαλύπτει ότι στο εξής νιώθει πανικό για τα άλλα παιδιά της: «Αλλάζει τη ζωή. Εντελώς. Το πρώτο διάστημα δεν ήξερα πια ούτε να κάνω κάτι να φάω, δεν ήξερα να κάνω τα πράγματα που κάνουμε συνήθως με κλειστά μάτια. Σχεδόν γεννήθηκα μαζί με την Kate. Ηρθα στη Γαλλία μαζί της. Κάθε ανάμνησή μου είναι βαμμένη με το χρώμα της. Βαμμένη με όσα μου έφερε αργότερα, σαν ενήλικη: την τρομερή φαντασία της, το χιούμορ της, τη γεναιοδωρία της».
Αν και η σχέση τους έληξε μετά από δέκα χρόνια που ήταν μαζί, όταν η Μπίρκιν κουράστηκε από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ του Γκενσμπούργκ και την επιθετικότητα που ακολουθούσε, η αγάπη του ενός για τον άλλο παρέμεινε ζωντανή μέχρι το τέλος. Όταν η τρίτη κόρη της Μπίρκιν, που απέκτησε με τον Ζακ Ντουαγιόν, γεννήθηκε όχι πολύ αργότερα από τον χωρισμό της με τον μουσικό, ο Γκενσμπούργκ της έστειλε ένα κουτί γεμάτο μωρουδιακά ρούχα και μία κάρτα που έγραφε Papa Deux, ενώ αργότερα έγινε ο νονός του παιδιού. Ήταν ο καλύτερός της φίλος και παρέμειναν κοντά μέχρι το τέλος της ζωής του. Κατά συνέπεια, ο θάνατος του Γκενσμπούργκ το 1991 συγκλόνισε συθέμελα την Μπίρκιν και τις τρεις κόρες της. Πέρασαν τρεις μέρες με το πτώμα του, μη θέλοντας να τον εγκαταλείψουν και όταν θάφτηκε η Μπίρκιν έβαλε το Munckey, ένα αγαπημένο λούτρινο παιχνίδι που είχε από την παιδική της ηλικία, στο φέρετρό του. Μη μπορώντας να ανταγωνιστεί το μέγεθος της θλίψης της, ο Ντουαγιόν άφησε την Μπίρκιν, και από τότε μένει μόνη της στο Παρίσι, περιτριγυρισμένη από ενθύμια της κοινής τους ζωής.
Η ολική κατάρρευση μετά την αυτοκτονία της κόρης της
Μετά την αυτοκτονία της 46χρονης κόρης της Kate Barry,το 2013, η οποία πήδηξε από το παράθυρο του σπιτιού της στο Λονδίνο, η Τζέιν Μπίρκιν εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Για πρώτη φορά μίλησε στο περιοδικό Telerama και αφηγήθηκε πώς έζησε τους τελευταίους μήνες: «Κλείστηκα στο σπίτι μου, κοίταζα την ταπετσαρία στον τοίχο». Στην ερώτηση για το κατά πόσο η επιστροφή της στη σκηνή μπορεί να την παρηγορήσει για τον απροσδόκητο θάνατο της μεγάλης της κόρης, η Μπίρκιν απαντά: «Τίποτα δεν μπορεί να με παρηγορήσει». Η τραγουδίστρια και ηθοποιός, 70 ετών σήμερα, μητέρα της Kate Barry που αυτοκτόνησε και της ηθοποιού Σαρλότ Γκενσμπούρ, προσθέτει: «Σαν μητέρα δεν έχω πια εμπιστοσύνη στη ζωή. Πριν, πίστευα ότι τίποτα δεν θα συμβεί στους δικούς μου αν ήμουν κοντά τους. Είχα την τρομερή αίσθηση ότι όλα πήγαιναν καλά». Αποκαλύπτει ότι στο εξής νιώθει πανικό για τα άλλα παιδιά της: «Αλλάζει τη ζωή. Εντελώς. Το πρώτο διάστημα δεν ήξερα πια ούτε να κάνω κάτι να φάω, δεν ήξερα να κάνω τα πράγματα που κάνουμε συνήθως με κλειστά μάτια. Σχεδόν γεννήθηκα μαζί με την Kate. Ηρθα στη Γαλλία μαζί της. Κάθε ανάμνησή μου είναι βαμμένη με το χρώμα της. Βαμμένη με όσα μου έφερε αργότερα, σαν ενήλικη: την τρομερή φαντασία της, το χιούμορ της, τη γεναιοδωρία της».