Ρώσος γιατρός, δραματουργός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1860 στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ, στη νότια Ρωσία. Πέθανε στις 15 Ιουλίου 1904 στη γερμανική πόλη Μπαντενβέιλερ και τάφηκε στη Μόσχα στις 22 Ιουλίου 1904. Θεωρείται από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του και μεγάλωσε σε πολύ αυστηρό και θρησκευτικό περιβάλλον. Ο παππούς του Τσέχωφ ήταν δουλοπάροικος, που εξαγόρασε τη ελευθερία του. Ο πατέρας του δούλευε ως λογιστής και διατηρούσε τυροκομείο. Από την 6η τάξη του γυμνασίου αναγκάστηκε μόνος του να βγάζει το ψωμί του παραδίδοντας μαθήματα κατ' οίκον. Το 1879 ο Τσέχωφ μπαίνει στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Μόσχας, από όπου αποφοίτησε το 1884. Από τα χρόνια του γυμνασίου έγραφε χιουμοριστικές σκηνές, αφηγήσεις, μονόπρακτα και ως φοιτητής δημοσίευσε τα πρώτα του ευθυμογραφήματα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ξυπνητήρι, Θεατής, Μόσχα, Φως και σκιά, Θραύσματα, με το ψευδώνυμο «Αντόσια Τσεχοντέ».
Το 1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν. Το 1891 ταξιδεύει στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στη Ρωσία εργάζεται εντατικά ως γιατρός για την καταπολέμηση της χολέρας. Εγκαθίσταται στο Μελίχοβο της Ουκρανίας, όπου ως γιατρός εξυπηρετεί 26 χωριά και 7 εργοστάσια. Το 1896 ανεβαίνει ανεπιτυχώς στην Πετρούπολη, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι, το έργο του Ο Γλάρος. Τη χρονιά εκείνη αντιμετωπίζει την πρώτη σοβαρή εκδήλωση της φυματίωσης. Νέα κρίση της αρρώστιας του την επομένη χρονιά, τον αναγκάζει να πάει στη Ριβιέρα της Νότιας Γαλλίας, ενώ ανεβαίνει στην ρωσική επαρχία Ο Θείος Βάνιας. Το 1898 και 1899 παρουσιάζονται στο κοινό της Μόσχας από το Θέατρο Τέχνης, με πολύ μεγάλη επιτυχία, τα έργα του Ο Γλάρος και Ο θείος Βάνιας. Η συνεργασία του Τσέχοφ με το Θέατρο Τέχνης και τον Στανισλάφσκι στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωση της δραματουργίας τους. Την εποχή αυτή εγκαθίσταται μόνιμα στη Γιάλτα της Κριμαίας, λόγω της υγείας του. Γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και το 1901 παντρεύεται την ηθοποιό Όλγα Κνίππερ. Την ίδια χρονιά ανεβαίνουν στη Μόσχα Οι τρεις αδελφές, πάλι από το Θέατρο Τέχνης. Το 1902 παραιτείται από τη Ρωσική Ακαδημία, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη αποδοχή ως μέλους της του Γκόρκι. Το 1904, λίγο πριν τον θάνατό του, το Θέατρο Τέχνης παρουσιάζει το έργο του Ο βυσσινόκηπος.
Ο Τσεχωφ διαβαζει τον Γλαρο στο θεατρο της Μοσχας. (Αριστερα του ο Στανισλαφσκι)
Ο Άντον Παύλοβιτς Τσέχωφ ενσαρκώνει μια μεγάλη μορφή στην ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας. Τραγικός μαζί και σατιρικός αποκάλυψε, άλλοτε με συγκινητική τρυφερότητα κι άλλοτε με χιουμοριστική διάθεση, τις πιο σκοτεινές και τις πιο ευαίσθητες γωνιές της ανθρώπινης ψυχής, ξεγύμνωσε πότε με απαλά δάχτυλα, πότε με νυστέρι τις φρικαλέες πλευρές της ζωής, τις κοινωνικές πληγές και τη μασκαρεμένη αθλιότητα. Στο έργο του προβάλλει η προεπαναστατική Ρωσία, όχι σε μεγαλειώδεις συνθέσεις όπως στον Τολστόι, μα σε αναρίθμητες μικρές εικόνες, αποκαλυπτικά ντοκουμέντα μιας σκληρής εποχής. Στον Τολστόι ξεχωρίζουμε μια ευρύτατη θεώρηση της ζωής˙ είναι το μάτι που αγναντεύει από μακριά. Στον Τσέχωφ αντίθετα διακρίνουμε τον ανατόμο της καθημερινής ζωής, το γυρολόγο που τρυπώνει σε σοκάκια και σε αυλές, το δημιουργό που κρατάει στη χούφτα του την καρδιά του ανθρώπου.
Στα έργα του Τσέχωφ, και στα πεζά και στα θεατρικά, η δράση είναι ανεπαίσθητη, ο διάλογος καθημερινός, χωρίς εξάρσεις. Οι χαρακτήρες κυκλοφορούν, ζούνε και μιλάνε, μα σπάνια εκφράζουν με λόγια εκείνα που διαδραματίζονται στα βάθη της ψυχής. Αυτά μόνο από κάποιες νύξεις, κάποιες εκλάμψεις στο λόγο και στη συμπεριφορά τους, μπορεί κανείς να τα μαντέψει. Η καθημερινή αυτή «κουβέντα», με τις ποικίλες αποχρώσεις, τη λεπτή σάτιρα και τη χαμηλόφωνη προβολή των εσωτερικών συγκρούσεων, μας αποκαλύπτει στην εξέλιξη του κάθε έργο του. Τα έργα του Τσέχωφ είναι όλα γραμμένα σε πρόζα. Όμως κάθε φορά που διαβάζουμε κανένα απ’ αυτά ή το βλέπουμε στη σκηνή, πόσο έντονα μας έρχεται στο νου η λέξη «Ποίηση!»
«Μόνο όταν διαβάσεις και ξαναδιαβάσεις ένα έργο του Τσέχωφ», γράφει ο Στανισλάφσκι, «μπορείς ν’ ανακαλύψεις τα βάθη που ήτανε κρυμμένα κάτω από τη φαινομενικά ασήμαντη επιφάνεια». Ο Τσέχωφ, με το φανταστικό ρεαλισμό του, μεταλλάζει το μερικό σε καθολικό και το πραγματικό σε ιδεατό. Μέσα στα έργα του διαφαίνεται μα και διακηρύσσεται η βαθιά πίστη του για το Αύριο, το όραμά του για τον Κόσμο που έρχεται, η απέραντη αισιοδοξία του. Ο Τσέχωφ, γνήσιος καλλιτέχνης, δε βλέπει τη ζωή από ορισμένη γωνία προοπτικής, ανάμεσα από ορισμένο πρίσμα.. Παρουσιάζει τη ζωή όπως τη βλέπει με γυμνό αντικειμενικό μάτι, αποδείχνοντάς μας έτσι πως δεν του χρειάζεται διασκευή στην παρουσίασή της. «Κοιτάξετε, μας λέει, πόσο για το τίποτε υποφέρουμε και κάνουμε και τους συνανθρώπους μας να υποφέρουν. Με το χοντρό μας τρόπο, με την ψευτοφιλοτιμία μας, την αδιαφορία μας, την αμάθειά μας και τις γελοίες παρεξηγήσεις μας, επειδή όλοι μας δεν ξέρουμε να μεταχειριστούμε ο ένας τον άλλο. Πόσο διαφορετικά θα ήσαν όλα με λίγη περισσότερη καλοσύνη, λίγη καλύτερη κατανόηση, λίγη λιγότερη συμφεροντολογία, λίγη ανθρωπιά. Αυτά γιατί ο Τσέχωφ ανήκει στην κατηγορία των αληθινών λογοτεχνών, που αποβλέπουν στο κήρυγμα της ανθρωπιάς. Κι όλα τα έργα του είναι τόσο αληθινά που λες και κατάφερε τη ζωή να μας μιλάει μόνη της..
Τσεχωφ - Γκορκι
Μαξίμ Γκόρκι: "Ο Τσέχωφ παίρνει εχθρική στάση απέναντι σε κάθε μικρότητα. Την τσάκιζε με τον πικρό χλευασμό του, την απογύμνωνε χωρίς οίκτο. Την ξεσκέπαζε δείχνοντάς σου τη μούχλα εκεί όπου έβλεπες πρω- τύτερα τάξη, άνεση, καθωσπρεπισμό… Διαβάζοντας τα διηγήματα του Τσέχωφ νομίζεις πως ζεις εκείνες τις θλιβερές μέρες στο τέλος του φθινόπωρου με τη διάφανη ατμόσφαιρα, τα γυμνά δέντρα, τα στριμωγμένα σπίτια, τις άχαρες φιγούρες των περαστικών. Όλα προβάλλουν στα μάτια σου αλλόκοτα, ξεκομμένα, ξεστρατισμέ να, μοναχικά, χωρίς κίνηση, ξεπνοϊσμένα. Η βαθυγάλαζη γραμμή στον ορίζοντα έχει γίνει ένα με τη χλωμάδα του ουρανού, φυσάει ένας παγωμένος αέρας όλο μελαγχολία πάνω στη λασπουριά της γης. Και το πνεύμα του συγγραφέα, έτσι σα χινοπωριάτικος ήλιος, φωτίζει με μια σκληρή λάμψη τη δημοσιά, τα στενορύμια, τη μπόχα που αναδίνουν οι χαμοκέλες και οι χαμένοι, αξιοθρήνητοι άνθρωποι που πνίγονται από πλήξη και τεμπελιά."
Λέων Τολστόι: "Η γλώσσα του Τσέχωφ είναι καταπληκτική. Θυμάμαι πως την πρώτη φορά που διάβασα Τσέχωφ, η γλώσσα του μου φάνηκε αλλόκοτη. Μα μόλις βυθίστηκα στις σελίδες των διηγημάτων του με αιχμαλώτισε. Ναι, ναι αυτό το αλλόκοτο, δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω, σε συγκλονίζει και έτσι χωρίς να το καταλάβεις πώς, σου πλημμυρίζει την ψυχή με κείνες τις ανεκτίμητες εικόνες του. Ο Τσέχωφ είναι καλλιτέχνης ασύγκριτος. Μάλιστα! Αυτό! Ασύγκριτος… Ένας καλλιτέχνης της ζωής. Και η μεγάλη αρετή του έργου του είναι πως το καταλαβαίνει, το χαίρεται, όχι μονάχα ο Ρώσος, μα ο κάθε άνθρωπος σε όποια γωνιά της γης."
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι: "Ο Τουργκένιεφ τα άγγιζε όλα, εκτός από τα τριαντάφυλλα, με τα γάντια. Ο Τολστόι πήγαινε στο λαό βουλώνοντας τη μύτη του Εκατό ολόκληρα χρόνια οι συγγραφείς, δεμένοι ο ένας κοντά στον άλλο με την ομοιομορφία της ζωής τους, μιλούσαν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Η ιδέα της ομορφιάς απόμεινε σιδερωμένη, ξεκομμένη από τη ζωή, σαν κάτι αιώνιο και αθάνατο. Και να ο Τσέχωφ που φέρνει στη Λογοτεχνία τα ακατέργαστα ονόματα των ακατέργαστων πραγμάτων… Η «αναμαλλιασμένη» ζωή των πόλεων που βρίσκονται στην ανάπτυξή τους, δημιούργησε καινούργιους και σβέλτους ανθρώπους, ζητούσε από την ταχύτητα να προσαρμόσει το ρυθμό της στις λέξεις για να τις ζωντανέψει.
Και να που, αντί για φράσεις με μια ντουζίνα «προτάσεις», κάνουν την εμφάνισή τους φράσεις με ελάχιστες λέξεις. Πλάι στις σφεντονιστές φράσεις του Τσέχωφ ο πλούσιος λόγος των παλιότερων, του Γκόγκολ λόγου χάρη, μοιάζει με τη γλώσσα σπουδαστή ιερατικής σχολής. Ο τρόπος που εκφράζει τις σκέψεις του σε ένα ασφυκτικά συμπιεσμένο διηγηματάκι θυμίζει τη βιαστική κραυγή «Οικονομία!». Αυτοί οι καινούργιοι τρόποι για την έκφραση των σκέψεων, αυτή η σωστή θεώρηση των αληθινών προβλημάτων της τέχνης μας δίνουν το δικαίωμα να χαρακτηρίζουμε τον Τσέχωφ «δάσκαλο του λόγου».".
Και να που, αντί για φράσεις με μια ντουζίνα «προτάσεις», κάνουν την εμφάνισή τους φράσεις με ελάχιστες λέξεις. Πλάι στις σφεντονιστές φράσεις του Τσέχωφ ο πλούσιος λόγος των παλιότερων, του Γκόγκολ λόγου χάρη, μοιάζει με τη γλώσσα σπουδαστή ιερατικής σχολής. Ο τρόπος που εκφράζει τις σκέψεις του σε ένα ασφυκτικά συμπιεσμένο διηγηματάκι θυμίζει τη βιαστική κραυγή «Οικονομία!». Αυτοί οι καινούργιοι τρόποι για την έκφραση των σκέψεων, αυτή η σωστή θεώρηση των αληθινών προβλημάτων της τέχνης μας δίνουν το δικαίωμα να χαρακτηρίζουμε τον Τσέχωφ «δάσκαλο του λόγου».".
Έλσα Τριολέ: "Τα διηγήματά του διαπερνούν το δέρμα, αναζητούν τα νευραλγικά σημεία, σας διδάσκουν να αισθάνεστε. Αν δεν είχα διαβάσει Τσέχωφ, ο κόσμος μου δεν θα ήταν ο ίδιος. Οι σελίδες του γλιστρούν στην πραγματικότητα, η πραγματικότητα εμφυλλοχωρεί στις σελίδες του, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη φαντασία και τη ζωή μπερδεύεται και μέσα στις αναμνήσεις μου είμαι έτοιμη να μπερδέψω τις πραγματικές μορφές με κείνες που ζουν στις σελίδες του."
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Θειος Βανιας
Sydney theatre / Cate Blanchette Θείος Βάνιας
Εδώ αποδίδεται με υπέροχο τρόπο η αίσθηση της χωρίς νόημα ζωής σε ένα αγρόκτημα. Ο Ιβάν, γνωστός και ως θείος Βάνιας, αγωνίζεται απελπισμένα να διαχειριστεί το οικογενειακό κτήμα μαζί με την ανύπαντρη ανιψιά του, τη Σόνια. Και οι δύο δουλεύουν σκληρά και ζουν φτωχικά και στερημένα για να στείλουν όλες τις οικονομίες στον πατέρα της Σόνια, που τον θεωρούν άνθρωπο με εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες. Όταν ο πατέρας της Σόνια έρχεται να περάσει μαζί με τη νέα και όμορφη δεύτερη γυναίκα του στην εξοχή, ο Βάνιας, επιτέλους, συνειδητοποιεί ότι ο άνδρας της πεθαμένης αδελφής του είναι ένας βαρετός, εγωιστής, αχάριστος και ματαιόδοξος ηλικιωμένος άνδρας και τίποτε περισσότερο. Ένας κενός άνθρωπος, που δεν ενδιαφέρεται παρά για τον εαυτό του. Η πίκρα πλημμυρίζει τον Βάνια και αποχαιρετάει με θλίψη όλα αυτά τα χρόνια που πήγαν χαμένα σε μια αυταπάτη, σε μια λαθεμένη εκτίμηση.
Ο Γλαρος
Ο χαρακτηρισμός του ως «κωμωδία» είναι παραπλανητικός. Είναι το πλέον λυρικό και ποιητικό έργο του Tσέχωφ. Το έργο, που είναι εμπνευσμένο εν μέρει από συμβάντα της ζωής φίλων του Ρώσου συγγραφέα, αναφέρεται στη σύγκρουση της παλαιότερης με τη νεότερη γενιά και την επίδρασή της σε δύο συγγραφείς, έναν καταξιωμένο και έναν νέο, και σε δύο γυναίκες ηθοποιούς, μια επιτυχημένη και μια επίδοξη, τα οποία αποτελούν αντιστοίχως ερωτικά ζευγάρια. H μορφή της Nίνας Zαρέτσναγια, η μορφή του γλάρου στη ρωσική λογοτεχνία, έγινε σύμβολο της νίκης του ανθρώπινου πνεύματος πάνω σε όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες της ζωής. H έκκληση του Tσέχωφ «να μη φοβάστε τη ζωή» στρεφόταν κατά της αστικής τέχνης, η οποία πάντοτε απομάκρυνε από την αντικειμενική πραγματικότητα. Η πρώτη παράσταση του «Γλάρου» στην Αγία Πετρούπολη θα έχει παταγώδη αποτυχία – το κοινό θα φύγει πριν από τη δεύτερη πράξη. Ύστερα από δύο χρόνια θα ανέβει στο νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας και ο Τσέχωφ θα καθιερωθεί πλέον ως δραματουργός.
Οι τρεις αδελφες
Είναι το ένα από τα αριστουργήματά του. Ο Τσέχωφ αποδίδει με υπέροχη ευαισθησία τους ανικανοποίητους πόθους τριών γυναικών. Η Ειρήνα, η Μάσα και η Όλγα Πραζόρωφ ζουν μαζί με τον αδελφό τους Αντρέι σε μια επαρχιακή πόλη. Οι γονείς τους έχουν πεθάνει, και οι τρεις αδελφές νοσταλγούν την εποχή που ζούσαν μαζί με τον στρατηγό πατέρα τους στη Μόσχα, σε ένα μεγάλο σπίτι γεμάτο κόσμο και διασκεδάσεις. Τώρα πια η μοναδική τους διέξοδος είναι να δέχονται στο σπίτι τους αξιωματικούς της φρουράς της περιοχής, προσπαθώντας να προσαρμοστούν σε μια κατάσταση που απέχει πολύ από τις πραγματικές τους επιθυμίες.Έρωτες και φιλοδοξίες, ελπίδες και όνειρα φυτρώνουν σαν τα λουλούδια σε αυτό το περιβάλλον, για να μαραθούν γρήγορα, χωρίς να βγάλουν ποτέ άνθη.
Ο Βυσσινοκηπος
Το κύκνειο θεατρικό άσμα του Αντόν Τσέχωφ
Γράφηκε το 1903 και αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα έργα της παγκόσμιας θεατρικής σκηνής. Το στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίζει και να αγγίζει το θεατρόφιλο κοινό όλου του πλανήτη είναι ότι σε αυτό, περισσότερο από κάθε άλλο έργο του δημιουργού, φαίνεται η δυσκολία, η αδυναμία πολλές φορές των ανθρώπων να συνειδητοποιήσουν τις αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον και τον καταλυτικό ρόλο που παίζουν στην προσωπική τους ζωή. Ο Τσέχωφ επέμενε ότι ήταν κωμωδία, σε ορισμένες στιγμές ακόμη και φάρσα, ζωγραφίζοντας μια οδυνηρή εικόνα της παρακμής της τάξης των γαιοκτημόνων. Και όντως τα πρόσωπα του έργου είναι κωμικά – ή μάλλον θα ήταν αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο «τραγικά» μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Το στοιχείο της φάρσας και οι κωμικοί χαρακτήρες έρχονται σε αντιπαράθεση με τη δραματική αίσθηση της απώλειας και του ανικανοποίητου. Εκείνος όμως ενοχλείτο γιατί η σκηνοθεσία τα αντιμετώπιζε ως βαριά έργα. Η πρώτη παράσταση,, που παίχθηκε στη Μόσχα στις 17 Ιανουαρίου 1904 από το Θέατρο Τέχνης, δεν ικανοποίησε τον Τσέχωφ .Ο πραγματικός τίτλος του «Βυσσινόκηπου» είναι «Ο κήπος με τις κερασιές». Ένα σπίτι στην εξοχή με τον ωραιότερο κήπο με κερασιές της περιοχής βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της κατάρρευσης. Οι σχεδόν αδιάφοροι μικροαστοί ιδιοκτήτες του δεν κάνουν τίποτα για να το σώσουν από την πώληση. Χάνουν το αγαπημένο τους πατρικό σπίτι και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να το κοιτούν και να αναπολούν... Να αναβιώνουν τις παιδικές τους αναμνήσεις, να νοσταλγούν τις παλιές ευχάριστες στιγμές, να χορεύουν, να γελούν, να φλερτάρουν... Τίποτα δεν τους κάνει να μετανιώνουν για την απόφασή τους, ακόμη και όταν ακούν τα τσεκούρια να χτυπούν δυνατά και να κόβουν τις αγαπημένες τους κερασιές.
Γράφηκε το 1903 και αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα έργα της παγκόσμιας θεατρικής σκηνής. Το στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίζει και να αγγίζει το θεατρόφιλο κοινό όλου του πλανήτη είναι ότι σε αυτό, περισσότερο από κάθε άλλο έργο του δημιουργού, φαίνεται η δυσκολία, η αδυναμία πολλές φορές των ανθρώπων να συνειδητοποιήσουν τις αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον και τον καταλυτικό ρόλο που παίζουν στην προσωπική τους ζωή. Ο Τσέχωφ επέμενε ότι ήταν κωμωδία, σε ορισμένες στιγμές ακόμη και φάρσα, ζωγραφίζοντας μια οδυνηρή εικόνα της παρακμής της τάξης των γαιοκτημόνων. Και όντως τα πρόσωπα του έργου είναι κωμικά – ή μάλλον θα ήταν αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο «τραγικά» μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Το στοιχείο της φάρσας και οι κωμικοί χαρακτήρες έρχονται σε αντιπαράθεση με τη δραματική αίσθηση της απώλειας και του ανικανοποίητου. Εκείνος όμως ενοχλείτο γιατί η σκηνοθεσία τα αντιμετώπιζε ως βαριά έργα. Η πρώτη παράσταση,, που παίχθηκε στη Μόσχα στις 17 Ιανουαρίου 1904 από το Θέατρο Τέχνης, δεν ικανοποίησε τον Τσέχωφ .Ο πραγματικός τίτλος του «Βυσσινόκηπου» είναι «Ο κήπος με τις κερασιές». Ένα σπίτι στην εξοχή με τον ωραιότερο κήπο με κερασιές της περιοχής βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της κατάρρευσης. Οι σχεδόν αδιάφοροι μικροαστοί ιδιοκτήτες του δεν κάνουν τίποτα για να το σώσουν από την πώληση. Χάνουν το αγαπημένο τους πατρικό σπίτι και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να το κοιτούν και να αναπολούν... Να αναβιώνουν τις παιδικές τους αναμνήσεις, να νοσταλγούν τις παλιές ευχάριστες στιγμές, να χορεύουν, να γελούν, να φλερτάρουν... Τίποτα δεν τους κάνει να μετανιώνουν για την απόφασή τους, ακόμη και όταν ακούν τα τσεκούρια να χτυπούν δυνατά και να κόβουν τις αγαπημένες τους κερασιές.