Η τελευταία Ελληνίδα θεά
Τη χαρακτήρισαν "τελευταία ελληνίδα θεά" και "γυναίκα - φλόγα". Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη όνειρα, ελπίδες, αγωνίες και αγώνες. Η Μελίνα Μερκούρη ήταν μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Ήταν η αγαπημένη εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη και κόρη του βουλευτή της ΕΔΑ και υπουργού Σταμάτη Μερκούρη. Την πρώτη θεατρική της πρόβα η Μελίνα Μερκούρη την έκανε μπροστά στον καθρέφτη, προσπαθώντας να καταφέρει να κυλήσουν κάποια δάκρυα σε κατάλληλη στιγμή, προκειμένου να πειστούν οι δικοί της να της αγοράσουν κάτι που επιθυμούσε. Ήταν μόλις πέντε ετών. Σε ηλικία δέκα ετών, "ντεμπουτάρισε" στις Σπέτσες, στο τραπέζι ενός καφενείου, όπου τη χειροκρότησαν θερμά. Η μητέρα της όμως, που φτάνει τρέχοντας μόλις πληροφορείται ότι η κόρη της δίνει αυτοσχέδια παράσταση, τη "φιλοδωρεί" με ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι.
"Το μεγαλύτερο κοπλιμέντο για εμένα είναι να με σταματούν στον δρόμο και να με αποκαλούν 'Μελίνα μας'. Είναι ό,τι πιο τρυφερό υπάρχει, να είμαι κτήμα όλων''
Παιδί ανήσυχο, και με το μυαλό προσηλωμένο σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τα μαθήματα, ήταν από τις χειρότερες μαθήτριες. Το χειμώνα του 1939 παντρεύεται τον Παναγή Χαροκόπο. Η γυναίκα του που δεν ήθελε να του δώσει διαζύγιο, θα εξαγοραστεί με μία πολυκατοικία στη Διδότου για να λυθούν τα δεσμά. .Όταν έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου, απήγγειλε ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη. Ανάμεσα στους εξεταστές της, και ο Αιμίλιος Βεάκης. "Δεν πέρασα" σκέφτηκε. Έγινε δεκτή πανηγυρικά και την ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης. Διέγνωσε μέσα της την τραγωδό και την έβαλε να δουλεύει σκληρά. Πρωτοεμφανίζεται στη θεατρική σκηνή το 1944 στο Θέατρο Βρετάνια με το θίασο του Γιώργου Παππά , με το έργο του Αλέξη Σολομού "Το μονοπάτι της Λευτεριάς"
"Θα ήθελα να ήµουν η Γκάρµπο και η Πασιονάρια. Βέβαια, δεν είµαι καµιά από τις δύο."
Εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού θεάτρου, όπου ερμηνεύει μικρούς ρόλους στην κεντρική σκηνή και στη σκηνή του Πειραιά. Το 1945 ερμηνεύει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, το ρόλο της Λαβίνια στο έργο του Ευγένιου Ο' Νηλ "Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα" (θίασος Κατερίνας, θέατρο "Κεντρικόν"). Η πρώτη της όμως μεγάλη επιτυχία έρχεται με το "Λεωφορείον ο πόθος" του Τενεσί Ουίλιαμς, παράσταση του "θεάτρου τέχνης", όπου ερμηνεύει το ρόλο της Μπλάνς Ντυμπουά. Συνεχίζει τη συνεργασία της με τον Κάρολο Κουν και το "Θέατρο Τέχνης" και εμφανίζεται σε έργα των Άλντους Χάξλεϊ, Άρθουρ Μίλλερ, Φίλιπ Τζόρνταν και Αντρέ Ρουσέν. Από το 1951 αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στην Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς, του Μαρσέλ Ασάρ. Συνεχίζει την παράλληλη πορεία της και στις δύο σκηνές, την αθηναϊκή και την παριζιάνικη. Εκεί θα γνωρίσει τον Ζαν Κοκτώ, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, την Κολέτ, τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Το 1960 παίζει με το θέατρο Τέχνης το "Γλυκό Πουλί της Νιότης" με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιάννη Φέρτη. Επόμενος σημαντικός σταθμός στην θεατρική της καριέρα είναι το "Illya Darling" που ανεβάζει, με προπωλημένα όλα τα εισιτήρια των παραστάσεων και με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στο Μπρόντγουέι στις ΗΠΑ, ενώ είχε ήδη κάνει περιοδεία σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ. Το έργο είναι η θεατρική διασκευή του κινηματογραφικού έργου "Never on Sunday" (Ποτέ την Κυριακή), που της είχε χαρίσει παγκόσμια αναγνώριση.Η ταινία ήταν υποψήφια για πέντε Όσκαρ (σκηνοθεσίας, σεναρίου - Ζύλ Ντασσέν, πρώτου γυναικείου ρόλου - Μελίνα Μερκούρη, κοστουμιών για ασπρόμαυρη ταινία - Ντένη Βαχλιώτη, τραγουδιού - Μάνος Χατζιδάκις, που παίρνει το βραβείο).
" Εξουσία ένιωσα δυο στιγµές µόνο. Η µία ήταν σαν ηθοποιός, όταν ανάγκασα τον παραγωγό να φέρει πίσω τον Τζούλη που είχε πάει να τραβήξει τον πόλεµο στο Ισραήλ, απειλώντας τον ότι θα σταµατήσω να παίζω. Ο Τζούλη γύρισε σε 24 ώρες και του είπα ότι, αν ξαναφύγει, θα πηδήξω από το παράθυρο και αυτός µου είπε «πήδα» κι έφυγε. Η δεύτερη φορά ήταν όταν πήγαινα στην Επίδαυρο εξοντωµένη και ο δρόµος ήταν γεµάτος κίνηση. Τότε ο οδηγός µου είπε «κυρία Μερκούρη, να φωνάξουµε το 100 να µπει µπροστά;» και µπήκε ένας µοτοσικλετιστής και έφτασα στην ώρα µου. Για να πω την αλήθεια, µια σταρ έχει περισσότερη εξουσία από έναν πολιτικό στην καθηµερινή ζωή."
Η Μ. Μερκούρη θυμάται μια επίσκεψή της, μαζί με τον Ζ. Ντασέν, στο σπίτι του Καζαντζάκη στην Αντίμπ: Το ταξί σταμάτησε στο ταπεινό σπιτάκι του Νίκου Καζαντζάκη. Καθώς βγαίναμε έξω, ένας γιατρός έφευγε απ’ το σπίτι. Ο Τζούλυ έτυχε να τον γνωρίζει«Τι κάνετε στην Αντίμπ, γιατρέ» «Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ. Επισκέπτεσθε ένα νεκρό. Ποτέ δεν έχω δει κανέναν σε τόσο προχωρημένη κατάσταση λευχαιμίας να μένει όρθιος. Μου λέει πως δεν έχει καιρό να πεθάνει. Έχει πολλή δουλειά να τελειώσει και ορκίζεται πως δεν θα φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο πριν δει την Κίνα».
Το 1964, η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασέν ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να δεσμευτούν. Η Παρί Ζουρ δημοσίευσε την είδηση για τη Μελίνα και τον Ντασέν, από τη Λωζάνη όπου αναπαύονταν μετά τα γυρίσματα του Τοπ Καπί το 1964), ως εξής: "Η Μελίνα Μερκούρη, 38 ετών, είναι η χαρά της ζωής, η ελευθερία, το απρόοπτο. Ο Ντασσέν 52 ετών είναι η διακριτική διάνοια, το ταλέντο, ο μη κραυγαλέος αντικομφορμισμός. "Αν στην ηλικία μου δεν γνωρίζω τι είναι σημαντικό εις την ζωήν δεν θα το μάθω ποτέ", ομολογεί η Μελίνα. "Ζω με τον Ντασσέν, τον αγαπώ, είναι καλύτερός μου. Και θα ήθελα αυτό να μην τελειώσει ποτέ"Τα χρόνια της δικτατορίας, από τη στιγμή που τελείωσε τις παραστάσεις του "Illya Darling", η Μελίνα Μερκούρη έπαιξε μόνο την Λυσιστράτη το1972 στο Μπρόντγουεϊ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1975 και ενώ έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, ανεβάζει στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο την "Όπερα της πεντάρας", το 1976 την "Μήδεια" με το Κ.Θ.Β.Ε., ενώ το 1978 το "Συντροφιά με το Μπρεχτ" από το Ελληνικό θέατρο του Μάνου Κατράκη, παράσταση για την οποία γράφτηκε από το Θάνο Μικρούτσικο το "Άννα μην κλαις" για να τραγουδηθεί από τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Κούτρα. Το 1980 ανέβασε ξανά το "Γλυκό πουλί της Νιότης" με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά την θεατρική της καριέρα με το "Ορέστεια" στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης. Το 1992 κάνει μια τελευταία, έκτακτη εμφάνιση στην όπερα Πυλάδης, σε βιντεοσκοπημένη σκηνή, στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Αρκετά σημαντική ήταν και η πορεία της στον διεθνή και ελληνικό κινηματογράφο. Της χάρισε αρκετά βραβεία με κορυφαίο το βραβείο πρώτης γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και μία υποψηφιότητα για Όσκαρ γιά το Ποτέ την Κυριακή (Never on Sunday) το οποίο έχασε απ'την Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1960. Η "Στέλλα με τα κόκκινα γάντια", που είχε γραφτεί από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ειδικά για τη Μελίνα Μερκούρη και στον κινηματογράφο είχε τον τίτλο "Στέλλα" (1955), ήταν η μόνη ταινία που έκανε η Μελίνα Μερκούρη με ελληνική παραγωγή.
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε ερωτευθεί τη Μελίνα από την πρώτη στιγμή που την είδε να περπατά στη μεταπολεμική Αθήνα. Αλλά και εκείνη ήταν «σκλάβα της γοητείας του». Πολλές φορές τού θύμωνε. Ομως... «Οταν βρεθώ αντιμέτωπη με τη ζεστασιά και τη γοητεία του, θα πέσω στην αγκαλιά του. Θα με πει “αγοράκι” και θα τον αγαπάω σαν τρελή ώς την επόμενη απογοήτευση»
"Μια θεατρίνα ζει τη νύχτα, γιατί εµείς δουλεύαµε 15 ώρες την ηµέρα και περιµέναµε να ξεσκάσουµε το βράδυ. Πηγαίναµε και χορεύαµε στην Αρτζεντίνα µε ζωντανές ορχήστρες, µετά πηγαίναµε τα χαράµατα και τρώγαµε πατσά. Τρελαινόµουν για τη νύχτα.Η ζωή είναι να δουλεύεις την ηµέρα και να γλεντάς τη νύχτα."
Έχει τραγουδήσει μεγάλους Έλληνες συνθέτες, Μάνο Χατζιδάκι (με τον οποίο τους συνέδεε προσωπική φιλία), Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Βασίλη Τσιτσάνη, Κουρτ Βάιλ. Επίσης έγραψε και ένα βιογραφικό βιβλίο με τίτλο "Γεννήθηκα Ελληνίδα", του οποίου τα έσοδα από τις πωλήσεις διατέθηκαν για τον αντιδικτατορικό αγώνα. Ο τίτλος του βιβλίου της είναι η απάντηση που έδωσε στους δημοσιογράφους όταν της ζήτησαν να κάνει μία δήλωση για την αφαίρεση της υπηκοότητάς της από τους συνταγματάρχες: "Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα". Κατά τη διάρκεια της επταετίας πολέμησε σφοδρά τη Χούντα, χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη που είχε αποκτήσει, με συνέπεια να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα. Η Μελίνα έκανε δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. "Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου" έλεγε κλαίγοντας. Έδωσε αρκετές συναυλίες και διοργάνωσε μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα.. Στις 7 Μαρτίου του 1969, στο θέατρο της Γένοβας γίνεται βομβιστική επίθεση εναντίον της με βόμβα πέντε κιλών η οποία και εκρήγνυται, χωρίς ευτυχώς θύματα. Στο πλαίσιο της ίδιας περιοδείας, γίνεται επίθεση εναντίον της από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο.Ο θάνατος του πατέρα της (7 Ιουλίου 1968) τη βρίσκει στην ξενιτιά. Δεν έχει ιθαγένεια, ούτε διαβατήριο. Όταν πεθαίνει η μητέρα της (Ιούλιος 1972) της επιτρέπουν την είσοδο στη χώρα για λίγες ώρες. Με την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα όπου συνεργάζεται με στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης Π.Α.Κ. και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ιδρύουν το ΠΑ.ΣΟ.Κ..και κατεβαίνει υποψήφια στη Β` Πειραιά το 1974.Εκλέγεται βουλευτής το 1977. Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού κατά τα χρονικά διαστήματα 1981-1989 και 1993-1994, θέση η οποία της έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν, τα οποία βρίσκονται στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου. "Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας", έλεγε. "Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας". Και " Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λεω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ". Δημιούργησε το θεσμό των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων (γνωστά ως ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) με σκοπό την πολιτιστική ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας αλλά και τον θεσμό των πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης, με πρώτη την Αθήνα το 1985. Το 1990 διεκδίκησε την δημαρχία της Αθήνας, χωρίς όμως επιτυχία.
"Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένα. Ο παππούς με προστάτευε. Μ' έπαιρνε μαζί του όπου κι αν πήγαινε. Όλα μάς διασκέδαζαν κι όλοι μάς ζήλευαν. Ήμουν η αγαπημένη του και ήταν παράδεισος να' σαι η αγαπημένη του αγαπημένου τέκνου της Αθήνας. Ιδιαίτερα τις απόκριες. Τις Κυριακές της απόκριας, διασχίζαμε την Αθήνα μέσα σ' ανοιχτό αμάξι κι ο άρχοντας της πόλης συναντούσε το λαό του. Κι εγώ ήμουν εκείνη που καθόταν δίπλα του. Αλλά πρώτα, μια μικρή πρόβα. Κάθισε ίσια, με αξιοπρέπεια, με σιγουριά. Υποκλίσου με χάρη, δεξιά, αριστερά.
Το τσιγάρο που τόσο αγάπησε θα είναι κι αυτό που θα την οδηγήσει στον θάνατο. Η διάγνωση αναφέρει καρκίνο στον πνεύμονα. Είναι δυνατή γιατί όλοι είναι στο πλευρό της. ''Νόμιζα πως φοβόμουν την αρρώστια αλλά τελικά φοβάμαι τη στιγμή που δε θα με αγαπούν πια''.Η προγραμματισμένη εγχείρηση για την αφαίρεση ενός ακόμα όγκου στους πνεύμονες έδειξε να πηγαίνει καλά. Η Μελίνα, που δεν δέχτηκε να μεταφερθεί στο χειρουργείο με φορείο αλλά μόνο με καροτσάκι και δεν σταμάτησε να καπνίζει παρά μόνο λίγο πριν μπει στο νοσοκομείο, ήταν αισιόδοξη ότι νίκησε μια ακόμα μάχη.'Από τη ζωή μέχρι το θάνατο ένα τσιγάρο δρόμος'' θα πει αποστομωτικά στους γιατρούς που δυσανασχετούν. Τη νύχτα της ίδιας μέρας το τραύμα άρχισε να αιμορραγεί. Μετά από 12 μέρες σε καταστολή άφησε την τελευταία της πνοή. Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος. Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994 ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως μετά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους. Ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο. Η τελευταία Ελληνίδα θεά, όπως την αποκαλεί η ιταλική Corriere della Sera, περνά για πάντα στο συλλογικό ασυνείδητο. Η Μελίνα γίνεται μέρος της ιστορίας. Η Μελίνα είναι πια ιστορία.
Η τελευταία φορά που συναντήθηκαν η Μελίνα και ο Μάνος Χατζιδάκης ήταν την παραμονή της εγχείρησής της στη Νέα Υόρκη. Ήρθε με τον γιο του, τον Γιώργο, αργά στο δωμάτιο του Memorial. Το δωμάτιο ήταν πολύ μικρό.. Η Μελίνα πληροφόρησε τη νοσοκόμα που μπήκε κάποια στιγμή ότι ο κύριος που καθόταν πλάι της ήταν ο συνθέτης του “Never on Sunday”. “Συγνώμη, Μάνο”, του είπε σκανδαλιάρικα. Ο Μάνος εκνευριζόταν πάντα όταν τον ταύτιζαν με αυτό το τραγούδι. Και λίγο πριν φύγει, με τα χέρια τους πλεγμένα, τραγούδησαν το “Χάρτινο το φεγγαράκι” και ήταν η τελευταία φορά που τραγούδησε η Μελίνα.