ΣΑΡΑ ΜΠΕΡΝΑΡ Η χρυσή φωνή του θεάτρου
22 ή 23 Οκτωβρίου 1844 – 26 Μαρτίου 1923
Θρυλική Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του πρώιμου κινηματογράφου, για την οποία έχει ειπωθεί ότι ήταν "η πιο φημισμένη ηθοποιός που γνώρισε ποτέ ο κόσμος". Η Μπερνάρ απόκτησε τη φήμη της στις θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, τη δεκαετία του 1870, και έγινε γρήγορα περιζήτητη σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Κέρδισε την αναγνώριση ως σοβαρή δραματική ηθοποιός, γεγονός για το οποίο της αποδόθηκε το προσωνύμιο "η θεϊκή Σάρα" Η Μπερνάρ γεννήθηκε στο Παρίσι ως Σάρα Μαρία Εριέτα Ροζέν Μπερνάρ (Sara-Marie-Henriette Rosine Bernard), νόθο τέκνο της Ιουλίας Μπερνάρ, πόρνης πολυτελείας και άγνωστου πατέρα. Η Σάρα συνήθιζε να προσθέτει το γράμμα "h" στο όνομα και στο επώνυμό της. Τα μητρώα γέννησής της χάθηκαν, όμως για να αποδείξει τη γαλλική υπηκοότητά της, δημιούργησε πλαστά μητρώα γέννησης, στα οποία παρουσιαζόταν ως κόρη της Ιουδίθ βαν Χαρντ και του Εδουάρδου Μπερνάρ από τη Χάβρη, φοιτητή νομικής . Μεγάλωσε σε οικοτροφείο και αργότερα σε μοναστήρι. Ήταν παιδί ασθενικής κράσης και σκεφτόταν να γίνει μοναχή, αλλά ένας από τους φερόμενους ως εραστές της μητέρας της, ο μελλοντικός Δούκας του Μορνύ, ετεροθαλής αδελφός του Ναπολέοντα Γ’, αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνει ηθοποιός. Όταν ήταν 13 ετών, αυτός κανόνισε να μπει στο Ωδείο της δραματικής τέχνης του Παρισιου. Δεν θεωρήθηκε ιδιαιτέρως πολλά υποσχόμενη μαθήτρια, ενώ η ίδια, εκτός κάποιων καθηγητών της, δεν υποληπτόταν τις μεθόδους διδασκαλίας του Ωδείου θεωρώντας τες απαρχαιωμένες και πολύ βαθιά προσκολλημένες στην παράδοση. Πολλές από τις αμφιβολίες σχετικά με τη ζωή της οφείλονται στο γεγονός ότι συνήθιζε να μεγαλοποιεί και να παραποιεί τα γεγονότα.
Θρυλική Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του πρώιμου κινηματογράφου, για την οποία έχει ειπωθεί ότι ήταν "η πιο φημισμένη ηθοποιός που γνώρισε ποτέ ο κόσμος". Η Μπερνάρ απόκτησε τη φήμη της στις θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, τη δεκαετία του 1870, και έγινε γρήγορα περιζήτητη σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Κέρδισε την αναγνώριση ως σοβαρή δραματική ηθοποιός, γεγονός για το οποίο της αποδόθηκε το προσωνύμιο "η θεϊκή Σάρα" Η Μπερνάρ γεννήθηκε στο Παρίσι ως Σάρα Μαρία Εριέτα Ροζέν Μπερνάρ (Sara-Marie-Henriette Rosine Bernard), νόθο τέκνο της Ιουλίας Μπερνάρ, πόρνης πολυτελείας και άγνωστου πατέρα. Η Σάρα συνήθιζε να προσθέτει το γράμμα "h" στο όνομα και στο επώνυμό της. Τα μητρώα γέννησής της χάθηκαν, όμως για να αποδείξει τη γαλλική υπηκοότητά της, δημιούργησε πλαστά μητρώα γέννησης, στα οποία παρουσιαζόταν ως κόρη της Ιουδίθ βαν Χαρντ και του Εδουάρδου Μπερνάρ από τη Χάβρη, φοιτητή νομικής . Μεγάλωσε σε οικοτροφείο και αργότερα σε μοναστήρι. Ήταν παιδί ασθενικής κράσης και σκεφτόταν να γίνει μοναχή, αλλά ένας από τους φερόμενους ως εραστές της μητέρας της, ο μελλοντικός Δούκας του Μορνύ, ετεροθαλής αδελφός του Ναπολέοντα Γ’, αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνει ηθοποιός. Όταν ήταν 13 ετών, αυτός κανόνισε να μπει στο Ωδείο της δραματικής τέχνης του Παρισιου. Δεν θεωρήθηκε ιδιαιτέρως πολλά υποσχόμενη μαθήτρια, ενώ η ίδια, εκτός κάποιων καθηγητών της, δεν υποληπτόταν τις μεθόδους διδασκαλίας του Ωδείου θεωρώντας τες απαρχαιωμένες και πολύ βαθιά προσκολλημένες στην παράδοση. Πολλές από τις αμφιβολίες σχετικά με τη ζωή της οφείλονται στο γεγονός ότι συνήθιζε να μεγαλοποιεί και να παραποιεί τα γεγονότα.
Ο Αλέξανδρος Δουμάς (υιός) την περιγράφει ως διαβόητη ψεύτρα Η Σάρα Μπερνάρ άφησε το Ωδείο το 1862 και, χάρη στην επιρροή του Δούκα του Μορνύ, έγινε δεκτή από τη Comédie Francaise , ως αρχάρια υπό δοκιμή. Κατά τη διάρκεια των υποχρεωτικών τριών πρώτων δημόσιων εμφανίσεών της, η δύναμη, η ομορφιά και η καθαρή δεξιοτεχνία της ερμηνείας της ελάχιστα έγιναν αντιληπτά από τους κριτικούς. Το συμβόλαιό της με την Comédie Francaise ακυρώθηκε το 1863, αφού χαστούκισε στο πρόσωπο μια μεγαλύτερη ηθοποιό η οποία είχε φερθεί σκληρά στη νεότερη αδελφή της.Για λίγο καιρό βρήκε εργασία στο Θέατρο του Δραματικού Γυμνασίου. Μετά την ερμηνεία του ρόλου μιας ανόητης Ρωσίδας πριγκίπισσας, άρχισε γι' αυτήν μια περίοδος ψυχικής αναζήτησης, καθώς αμφέβαλλε για την ικανότητά της στην υποκριτική. Κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσιμων μηνών, έγινε εταίρα μέχρι το 1865. Τότε ήταν που απόκτησε το φημισμένο φέρετρο, μέσα στο οποίο συχνά κοιμόταν, ισχυριζόμενη ότι την βοηθούσε να κατανοεί τους τραγικούς ρόλους. Έγινε ερωμένη του Ερρίκου, πρίγκιπα του Λιν, φέρνοντας στον κόσμο το μοναδικό παιδί της τον Μορίς.Το 1866 υπόγραψε συμβόλαιο με το Θέατρο Οντεόν και σε χρονικό διάστημα έξι ετών εντατικής δουλειάς, προοδευτικά δημιούργησε τη φήμη της. Η πρώτη της σημαντική επιτυχία ήταν στον ρόλο της Αν Ντάμπι το 1868, στην αναπαράσταση του θεατρικού έργου Kean, του μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Αλέξανδρου Δουμά. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος, όμως, της Σάρας στο Οντεόν ήρθε το 1869, όταν απέδωσε τον ρόλο του νέγρου Ζανέτο στο μονόπρακτο "Ο διαβάτης" (Le Passant) του νεαρού δραματουργού Φρανσουά Κοπέ, ρόλο τον οποίο επανέλαβε μπροστά στον Ναπολέοντα Γ'. Η Μπερνάρ απόκτησε τη φήμη της στις θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, τη δεκαετία του 1870, και έγινε γρήγορα περιζήτητη σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Κέρδισε την αναγνώριση ως σοβαρή δραματική ηθοποιός, γεγονός για το οποίο της αποδόθηκε το προσωνύμιο "η θεϊκή Σάρα"., Ήταν η πιο φημισμένη ηθοποιός του 19ου αιώνα. Στον ρόλο της βασίλισσας Μαρίας, στο έργο του Βίκτωρος Ουγκώ Ruy Blas γοήτευσε τους θεατές με τη λυρική ποιότητα της φωνής της. Ήταν τότε που ο Ουγκώ έπλασε τη φράση "η χρυσή φωνή", αν και οι κριτικοί συνήθως ονόμαζαν τη φωνή της "αργυρόηχη", επειδή έμοιαζε με τον ήχο του φλάουτου. . Δίδαξε την τέχνη της υποκριτικής σε πολλές νέες γυναίκες, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η ηθοποιός και εταίρα Λιάν ντε Πουζύ.
Η Μπερνάρ είχε σχέση με τον Βέλγο ευγενή Ερρίκο πρίγκιπα του Λιν, με τον οποίο απόκτησε το μοναδικό της παιδί, τον Μορίς Μπερνάρ, το 1864. Στους στενότερους φίλους της περιλαμβάνονταν οι καλλιτέχνες Γκουστάβ Ντορέ και Ζωρζ Κλαρέν και οι ηθοποιοί Μουνέ-Συγί και Λου Τέλεγκεν, όπως επίσης και ο διάσημος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ. Ο ζωγράφος Άλφονς Μούχα την είχε ως μοντέλο σε πολλά αρ νουβό έργα του. Η φιλία της με τη Λουίζ Αμπεμά ), Γαλλίδα ιμπρεσιονίστρια ζωγράφο, περίπου εννέα χρόνια νεότερή της, ήταν τόσο στενή και φλογερή ώστε σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούσαν οι δύο γυναίκες ήταν ερωτικό ζευγάρι. Το 1990, ένας πίνακας της Αμπεμά, ο οποίος απεικόνιζε τις δύο γυναίκες σε βαρκάδα μέσα στη λίμνη του δάσους της Βουλώνης, δωρήθηκε στην Comédie Francaise. Η συνοδευτική επιστολή δήλωνε ότι ο πίνακας ζωγραφίστηκε από τη Λουίζ Αμπεμά, την επέτειο μέρα του ερωτικού δεσμού τους. Το 1879, λέγεται ότι η Μπερνάρ ήταν μία από τις πολυπληθείς ερωμένες του διαδόχου του βρετανικού θρόνου Πρίγκιπα της Ουαλίας, ο οποίος αργότερα έγινε ο βασιλιάς Εδουάρδος Ζ' του Ηνωμένου Βασιλείου. Το 1882 παντρεύτηκε στο Λονδίνο τον Έλληνα ηθοποιό Αριστείδη Δαμαλά, γνωστό στη Γαλλία με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Jacques Damala. Η Σάρα παρουσίασε στους δημοσιογράφους τον άνδρα της με τη φράση «αυτός ο Θεός αρχαίος Έλληνας είναι το άτομο των ονείρων μου». Ο γάμος του Δαμαλά με τη Μπερνάρ τον έκανε πολύ απαιτητικό. Τρεις εβδομάδες μετά από το γάμο, μάλωσε με τη Σάρα όταν επέμεινε ότι πρέπει να αλλάξει το θεατρικό όνομά της σε Σάρα Δαμαλά για να τον τιμήσει. Μετά από την άρνησή της, αυτός έφυγε από το σπίτι. Έλειψε για μερικές ημέρες, ενώ ανησυχία είχε καταλάβει την Μπερνάρ. Τότε έμαθε ότι είχε σχετιστεί με μια Νορβηγή. Κατά την επιστροφή του, η Σάρα δέχτηκε τις δικαιολογίες του. Πήγαν στην Οστάνδη. Ο Δαμαλάς πάλι εξαφανίστηκε, επέστρεψε μετά δύο ημέρες συνοδευόμενος από Βελγίδα. Τον συγχώρησε πάλι όταν επέστρεψε. Παρά τις ταπεινώσεις υπόμεινε, δίνοντας τα χρήματα στο Δαμαλά για να πληρώνει τα χρέη του στις πόρνες.
Το γεγονός της απιστίας του συζύγου της ήταν ένα κοινό θέμα για το κουτσομπολιό, αλλά η ερωτοχτυπημένη Σάρα τα ανέχτηκε όλα αυτά. Μετά από την επιστροφή τους στο Παρίσι, ο Δαμαλάς που αναγκάστηκε από τα πράγματα να γίνει ένα αστέρι του θεάτρου, αποφάσισε να ακολουθήσει αυτή τη σταδιοδρομία. Λίγο καιρό αργότερα, η Μπερνάρ αγόρασε ένα θέατρο, το del'Ambigu Théâtre, και έλαβε την ατυχή απόφαση να διορίσει το γιο της Μωρίς ως διευθυντή και το Δαμαλά ως πρωταγωνιστή,Η Σάρα ήταν τυφλωμένη από τον έρωτα και δεν έβλεπε ότι ο Δαμαλάς δεν είχε ταλέντο. Το ζεύγος έπαιξε την «Κυρία με τας Καμελίας». Η απόδοση της Σάρας ήταν υψηλή, του Δαμαλά πολύ χαμηλή. Τότε ο Δαμαλάς κατηγόρησε τη Σάρα ότι αυτή έφταιγε. Οι προστριβές συνεχίζονται για διάφορους λόγους και ο Δαμαλάς καταφεύγει όλο και πιο πολύ στη μορφίνη. Η συμπεριφορά του επηρεασμένη από τα φάρμακα συχνά γίνεται σκανδαλώδης. Σε μια περίπτωση, ενώ η Σάρα ήταν στη σκηνή, κι αυτός βρισκόταν υπό την επήρεια της μορφίνης, της έσκισε το φόρεμά της και εξέθεσε τους γυμνούς γλουτούς της στους θεατές. Στις 12 Δεκεμβρίου 1882, η Μπερνάρ τον χαστούκισε και αρνήθηκε να καλύψει τις δαπάνες του στις γυναίκες και τα φάρμακα. Το επόμενο πρωί ο Δαμαλάς έφυγε, χωρίς ειδοποίηση, για τη Βόρεια Αφρική για να καταταγεί στο στρατό. Η Σάρα έμεινε πίσω για να πληρώσει τα χρέη του, καθώς επίσης και τα χρέη χαρτοπαιξίας του γιου της. Το 1883, πήγε μια τουρνέ στη Σκανδιναβία μαζί με τον εραστή της, θεατρικό συγγραφέα Jean Richepin. Κατά την επιστροφή της στο Παρίσι, διαπίστωσε ότι ο Δαμαλάς ζούσε πάλι στο σπίτι της. Η Μπερνάρ άφησε τον Richepin και το ζεύγος που επανασυνδέθηκε, εντούτοις, ο γάμος επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο, λόγω του ακραίου εθισμού του Δαμαλά στα ναρκωτικά και ο τελικός χωρισμός δεν άργησε να έρθει. Παρ όλα αυτά η Σάρα προσπάθησε να αποτρέψει τους φαρμακοποιούς να δίνουν στο Δαμαλά ναρκωτικά φάρμακα και να τον βάλει πάλι σε μια κλινική και αργότερα σε ένα ξενοδοχείο, στα περίχωρα του Παρισιού.Ο Δαμαλάς πέθανε σε ηλικία 34 ετών το 1889.
Η Μπερνάρ ήταν μία από τις πρωτοπόρους ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου, κάνοντας την πρώτη της εμφάνιση ως Άμλετ στη διάρκειας δύο λεπτών ταινία Η μονομαχία του Άμλετ το 1900. Στην πραγματικότητα η ταινία δεν στερούνταν ήχου, καθώς ο ήχος των σπαθιών είχε προεγγραφεί σε φωνογραφικό κύλινδρο (που έχει πλέον χαθεί), ο οποίος παιζόταν ταυτόχρονα με την προβολή της ταινίας. Η Σάρα Μπερνάρ πρωταγωνίστησε σε δέκα ακόμη ταινίες, δύο από τις οποίες ήταν βιογραφικού περεχομένου. Το 1905, κατά τη διάρκεια της παράστασης της Τόσκα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, η Μπερνάρ τραυματίστηκε στο δεξιό γόνατο όταν έπεσε κάτω από το παραπέτο της σκηνής στην τελευταία σκηνή του έργου. Το πόδι της ποτέ δεν θεραπεύτηκε πλήρως. Ως το 1915 η γάγγραινα είχε προχωρήσει τόσο που χρειάστηκε να ακρωτηριαστεί ολόκληρο το δεξί της πόδι, καθηλώνοντάς την για αρκετούς μήνες σε αναπηρική πολυθρόνα. Σύμφωνα με φήμες αρνήθηκε προσφορά 10.000 δολαρίων ΗΠΑ που της έκανε ένας άνθρωπος του θεάματος, για να εκθέτει το ακρωτηριασμένο της πόδι ως ιατρικό αξιοπερίεργο. Παρ' όλα αυτά, συνέχισε την καριέρα της, και αντίθετα απ' ότι πιστεύεται, χωρίς τη χρήση ξύλινου τεχνητού μέλους (δοκίμασε να χρησιμοποιήσει μία φορά, αλλά δεν της άρεσε). Πραγματοποίησε μια επιτυχημένη περιοδεία στην Αμερική το 1915, και με την επάνοδό της στη Γαλλία έπαιξε σχεδόν χωρίς διακοπή σε δικές της παραγωγές μέχρι τον θάνατό της. Στις τελευταίες της επιτυχίες συγκαταλέγονται οι Δανιήλ(Daniel, 1920), Η Δόξα (La Gloire, 1921) και Régine Armand (1922). Η σωματική της κατάσταση την υποχρέωνε σε σχεδόν πλήρη ακινησία πάνω στη σκηνή, όμως η γοητεία της φωνής της, η οποία είχε αλλάξει λίγο λόγω ηλικίας, εξασφάλισε τους θριάμβους της. Η Σάρα Μπερνάρ έχει ένα αστέρι στη λεωφόρο Walk of Fame του Χόλυγουντ.