Από τον «Άγγλο ασθενή» στις «Επικίνδυνες αποστολές», η Κριστίν Σκοτ Τόμας φαίνεται όχι μόνο να μην φοβάται, αλλά και να προκαλείται από τις ετερόκλητες επιλογές στην καριέρα της, κερδίζοντας τα βλέμματα του κόσμου τόσο με το ταλέντο της, όσο και με τη φινέτσα της. Γεννημένη στην Μεγάλη Βρετανία, αλλά διατηρώντας και γαλλική υπηκοότητα, η Κριστίν Σκοτ Τόμας έχει αυτό που λέμε γαλλικό αέρα και αριστοκρατική παρουσία.
«Στη Γαλλία μου προτείνουν ακόμα πρωταγωνιστικούς ρόλους, ενώ στην Αγγλία όχι. Οι άνθρωποι με ρωτούν γιατί, αλλά πραγματικά δεν ξέρω. Μάλλον στη Γαλλία, οι άνθρωποι φοβούνται λιγότερο τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας ή την ίδια τη γήρανση».
Ήρθε στον κόσμο στις 24 Μαΐου 1960 στο Ρέντρουθ της Κορνουάλης και στα τέσσερά της χρόνια δυστυχώς έζησε το θάνατο του πατέρα της σε αεροπορικό δυστύχημα, ο οποίος ήταν πιλότος του Βασιλικού Ναυτικού. Η μητέρα της, η οποία είχε ασχοληθεί με την υποκριτική πριν παντρευτεί τον πατέρα της, ξαναπαντρεύτηκε, αλλά μοιραία ο πατριός της μικρής Κριστίν κατέληξε όπως και ο πατέρας της, όντας κι εκείνος πιλότος. Η ίδια μπορεί να έζησε δύσκολα, αλλά πλέον θυμώνει όταν βλέπει τον Τύπο να αναφέρεται στη ζωή της σαν να πρόκειται για δραματική ταινία με αυτήν πρωταγωνίστρια. Μεγάλωσε με καθολική ανατροφή στο Ντόρσετ της Αγγλίας, πήγε σε σχολεία θηλέων και αργότερα μετακόμισε στο Λονδίνο όπου δούλεψε σε ένα πολυκατάστημα, ενώ ξεκίνησε και μαθήματα υποκριτικής, προκειμένου να γίνει καθηγήτρια. Στην ηλικία των 19 και μετά από κάποια αρνητικά σχόλια για το ταλέντο της στην υποκριτική, έφυγε για το Παρίσι, μιας και τα γαλλικά της ήταν πολύ καλά, όπου και συνέχισε τα μαθήματα υποκριτικής, στην Ανώτερη Εθνική Σχολή Τεχνών και Τεχνικών του Θεάτρου. Μέχρι σήμερα, στο Παρίσι έχει ζήσει περισσότερα χρόνια απ’ ό,τι στην πατρίδα της, αναφέροντας ότι αισθάνεται και Γαλλίδα. Το ξεκίνημά της στο χώρο ήρθε το 1984 με κάποιες τηλεοπτικές σειρές, ενώ μόλις αποφοίτησε από τη σχολή, το 1986, έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο μαζί με τον αστέρα της ποπ, Prince, ο οποίος είχε και σκηνοθετικό και πρωταγωνιστικό ρόλο, στο «Under the cherry moon». Δυστυχώς, ο πρώτος της ρόλος την έφερε υποψήφια για Χρυσό Βατόμουρο, όμως η ίδια δεν πτοήθηκε και η συνεργασία φαίνεται ότι πήγε καλά, αφού ο Prince έχει αφιερώσει στην Κριστίν και το τραγούδι «Better with time», το οποίο βρίσκεται στο άλμπουμ του, MPLSound.
«Νομίζω ότι οι Γαλλίδες είναι πιο φυσικές. Ενδιαφέρονται περισσότερο για τη φροντίδα του εαυτού τους. Οι Αγγλίδες από την άλλη ενδιαφέρονται περισσότερο για τη μόδα. Ακολουθούν όλες τις τελευταίες τάσεις της, ακόμα κι αν όλα φαίνονται το ίδιο. Αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, τα κορίτσια στην Αγγλία φορούν ψωμάκια στο κεφάλι τους! Και αγαπούν το μαύρισμα, ειδικά το ψεύτικο μαύρισμα, το οποίο σημαίνει ότι, μέχρι το καλοκαίρι, όλες είναι πορτοκαλί».
Συνεχίζοντας με τηλεταινίες, η Κριστίν το 1987, ένα μόλις χρόνο μετά το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο, βρίσκεται στο ίδιο καστ με την Κατρίν Ντενέβ, στο γαλλικό θρίλερ «Agent trouble» και την επόμενη χρονιά πρωταγωνιστεί σε ταινία υποψήφια για Όσκαρ, το «Handful of dust» κερδίζοντας το πρώτο της βραβείο ως πολλά υποσχόμενη νέα ηθοποιός στα Evening Standard British Film Awards. Το 1987, η Σκοτ Τόμας παντρεύεται με τον Δρ. Φρανσουά Ολιβιέν, τον οποίο γνώρισε στα μαθήματα υποκριτικής στο Παρίσι. Ο ίδιος είχε σπουδάσει και γυναικολόγος και απ’ ό,τι φαίνεται η ηθοποιία δεν τον τράβηξε τόσο ώστε να ασχοληθεί με τέτοιου είδους καριέρα. Με την Κριστίν Σκοτ Τόμας έκαναν 3 παιδιά, το 2005, όμως, ο γάμος τους τελειώνει. Η διάσημη ηθοποιός συνεχίζει με κυρίως γαλλικό κινηματογράφο, αλλά και με κάποιες αμερικάνικες τηλεταινίες και το 1992, συναντιέται με τον Ρομάν Πολάνσκι, έναν από τους ζωντανούς μύθους του σύγχρονου κινηματογράφου, στα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» και βρίσκεται πλάι στον Χιού Γκραντ, τον Πίτερ Κογιότ και την Εμμανουέλ Σενιέ. Αν και πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι ο Κογιότ με τη Σενιέ σε μια... παράδοξη ιστορία αγάπης, η Σκοτ Τόμας καταφέρνει να κάνει το «κομμάτι» της ως Φιόνα, παρ’ όλο που η ταινία δεν αποτέλεσε εμπορική επιτυχία. To 1994 συναντά και πάλι τον Χιου Γκραντ στο «Τέσσερις γάμοι και μία κηδεία» του Μάικ Νιούελ, σε μια ταινία η οποία πήγε ανέλπιστα καλά και μάλιστα έγινε η πρώτη βρετανική ταινία μέχρι τότε με τόσο υψηλό box office, που ξεπέρασε τα 245,7 εκατομμύρια δολάρια. Η ταινία ήταν επίσης υποψήφια για 2 Όσκαρ και η Σκοτ Τόμας πήρε το βραβείο BAFTA β’ γυναικείου ρόλου, μεταξύ άλλων.
Την ίδια χρονιά την σκηνοθετεί ο Ρουμάνος σκηνοθέτης Λουσιάν Πιντιλιέ στην ταινία εποχής «An unforgettable summer» («Un été inoubliable») και το 1995 παίρνει ρόλο... λαίδης στο «Ριχάρδο ΙΙΙ», το πασίγνωστο έργο του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Ρίτσαρντ Λονκρέιν. Το 1996, η Κριστίν Σκοτ Τόμας θα ζήσει μια λίγο «σουρεαλιστική» χρονιά όσον αφορά την καριέρα της, αφού από τη μία βρίσκεται σε ταινία υπέρτατης δράσης, τις «Επικίνδυνες αποστολές» του Μπράιαν Ντε Πάλμα με τον Τομ Κρουζ και από την άλλη βρίσκεται υποψήφια α’ γυναικείου ρόλου στο πλευρό του Ρέιφ Φάινς στον «Άγγλο ασθενή», με τον οποίο εμπλέκεται σε μια μοιραία ιστορία αγάπης. Μιλώντας για την εμπειρία της από την ταινία, η Σκοτ Τόμας αναφέρει ότι λόγω του ότι ήταν όλα τόσο έντονα και συναισθηματικά, δεν κατάφερε να περάσει τόσο καλά, αλλά το συναίσθημα συνεργασίας με τον Ρέιφ Φάινς και τον σκηνοθέτη Άντονι Μινγκέλα την είχε συνεπάρει. Η ερμηνεία της εκτός από υποψηφιότητα για Όσκαρ, της φέρνει και υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα και η Σκοτ Τόμας βρίσκεται επιτέλους στην περίοδο της καριέρας της που οι κόποι και το ταλέντο της αρχίζουν να αναγνωρίζονται και επίσημα. Δύο χρόνια αργότερα εμφανίζεται ως μητέρα της μικρής τότε Σκάρλετ Γιόχανσον στον «Γητευτή των αλόγων», όπου ο περίφημος γητευτής ήταν ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ – ο οποίος βρισκόταν και στη θέση του σκηνοθέτη εν προκειμένω. Παρά τις ανάμεικτες κριτικές, η ταινία πήγε εμπορικά καλά και το κινηματογραφικό ειδύλλιο Ρέντφορντ-Σκοτ Τόμας φαίνεται ότι κέντρισε το ενδιαφέρον του κοινού. Στα τέλη της δεκαετίας η Κριστίν βρίσκεται μαζί με τον Σαμ Νιλ και την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ στην κομεντί «The revengers’ comedies» κι αμέσως μετά περνάει στα «Παιχνίδια της τύχης» μαζί με τον Χάρισον Φορντ, ψάχνοντας να λύσει το μυστήριο της σχέσης του άντρα της με τη σύζυγο του Φορντ, μετά από το θανατηφόρο αεροπορικό ατύχημα που σκοτώνει το παράνομο ζευγάρι.
| |
Μετά την υποψηφιότητα για Όσκαρ, αλλά και τις σημαντικές συνεργασίες που είχε μέσα στο ’90, η Βρετανίδα ηθοποιός συνεχίζει την επιτυχημένη πορεία της στον κινηματογράφο με σταθερά βήματα. Το 2001 βρίσκεται υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ρόμπερτ Άλτμαν στο βραβευμένο με Όσκαρ «Gosford park», όπου συναντά τη Μάγκι Σμιθ, τον Ράιν Φελίπε και τον Μάικλ Γκαμπόν και μετά από ένα κινηματογραφικό διάλειμμα το 2002, επανέρχεται το 2003 με το «Petites coupures» του Πασκάλ Μπονιτζέρ. Την ίδια χρονιά η βασίλισσα Ελισάβετ της απονείμει τον τιμητικό τίτλο OBE για την προσφορά της στις δραματικές τέχνες. Η διάσημη ηθοποιός συναντά ξανά τον Ρέιφ Φάινς το 2005 στο «Chromophobia» της Μάρθα Φάινς, αδερφής του διάσημου ηθοποιού. Στο καστ συναντάμε πολλά ονόματα, όπως αυτό της Πενέλοπε Κρουζ, του Μπεν Τσάπλιν κ.ά., η ταινία όμως δεν καταφέρνει να καταπλήξει τον κόσμο. Την ίδια χρονιά συνεργάζεται ξανά με την Μάγκι Σμιθ, ενώ πρωταγωνιστικό ρόλο έχει και ο Ρόουαν Άτκινσον, ο γνωστός σε όλους μας Mr. Bean, ο οποίος ερμηνεύει τον... απατημένο σύζυγό της στην κομεντί «Keeping mum». Το διάστημα αυτό η Σκοτ Τόμας, μετά από 18 χρόνια γάμου με τον Ολιβιέν χωρίζει και εμπλέκεται σε σχέση με τον Άγγλο ηθοποιό Τομπάιας Μένζις, τον οποίο γνώρισε ενώ εμφανιζόταν στη θεατρική παράσταση «Οι τρεις αδερφές» του Τσέχωφ. Αναπόφευκτα, η περίοδος αυτή αποτελεί περίοδο ανακατατάξεων και ριζικών αλλαγών για την ταλαντούχα ηθοποιό. Ακολουθεί μια γερή δόση από άρωμα Γαλλίας με τη δραματική ταινία «I’ve loved you so long» («Il y a longtemps que je t’aime»), όπου η Σκοτ Τόμας υποδύεται την πρώην φυλακισμένη που προσπαθεί να βρει και πάλι τη θέση της στην κοινωνία και την οικογένειά της. Η ερμηνεία της, της χαρίζει υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ, αλλά και Χρυσή Σφαίρα και οι κριτικές τόσο για την ταινία όσο και για την ίδια ήταν θετικές. Λίγο αργότερα, μέσα στο 2008, την βλέπουμε και πάλι ως μητέρα της Σκάρλετ Γιόχανσον στο «The other Boleyn girl», ενώ το 2009 ενσαρκώνει την αυστηρή θεία Μίμι του Τζον Λένον στο «Όλοι θέλουν λίγη αγάπη», μια ταινία για τα εφηβικά χρόνια του διάσημου καλλιτέχνη. Στην ταινία «Η αντίζηλος» του Αλέν Κορνό, η Κριστίν Σκοτ Τόμας έχει το ρόλο της «κακιάς» που στο τέλος όμως τιμωρείται, κάτι που την ενθουσίασε όταν πήρε το ρόλο. Στα 56 της χρόνια πάντως, η Βρετανίδα ηθοποιός παραμένει ελκυστική, αν και η ίδια δηλώνει ότι δεν ενοχλείται από τις ρυτίδες, αλλά από τη νοοτροπία που υπάρχει ότι όσο μεγαλώνεις δεν έχεις πολλά να προσφέρεις κι ότι η ζωή μετά τα 45 τελειώνει. Ακολουθούν οι ταινίες η δραματική ταινία Η Αόρατη γυναίκα, το θρίλερ Μόνο ο Θεός Συγχωρεί και η Γαλλική Σουίτα .
Η γεννημένη στην Κορνουάλη σταρ η οποία μετακόμισε στη Γαλλία στα 19 της, όπου και μεγαλώνει τα τρία παιδιά της από τον Γάλλο πρώην σύζυγό της Francois Olivennes - Hannah, άφησε πρόσφατα να εννοηθεί ότι μπορεί μια μέρα να επιστρέψει στην πατρίδα της. Η Scott Thomas, χώρισε το 2008 μετά από 17 χρόνια γάμου και φοβάται ότι θα είναι μόνη της από δω και πέρα: «Είναι απίστευτα δύσκολο να κρατάς ζωντανή τη σχέση σου όταν ζεις όπως εγώ. Δεν μένω ποτέ πάνω από 2-3 εβδομάδες στο ίδιο μέρος». Έχει τρία παιδιά, την Hannah, 27, τον Joseph, 24 και τον George, 16 που όπως λέει ευτυχώς μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους: «Όταν παίζω πρέπει να το κάνω καλά, οπότε αφήνω την οικογενειακή ζωή στην άκρη. Μπορεί να πάρω στα κλεφτά κάποιο τηλέφωνο, αλλά μέχρι εκεί. Το βλέπω και σαν μια ευκαιρία απόδρασης, είναι δύσκολα τα πράγματα στο σπίτι; Το ρίχνω στη δουλειά, όπου μπορώ να προσποιηθώ ότι είμαι κάποια άλλη».
Η Σκοτ Τόμας παραδέχτηκε στην «Guardian» ότι δεν αντέχει άλλο να γυρίζει ταινίες. Και για αυτό σταματά το σινεμά. «Συνειδητοποίησα, εντελώς ξαφνικά, ότι δεν αντέχω να γυρίσω ούτε μία ακόμα ταινία. Εκανα πολύ σινεμά, πολύ διαφορετικό σινεμά, σε πολλές διαφορετικές γλώσσες και τώρα δε θέλω άλλο. Το βαριέμαι. Το σταματώ. Βαρέθηκα να παίζω τη θλιμμένη 50άρα. Να μου ζητούν να κάνω τα ίδια που έχω κάνει σε τόσες ταινίες, τόσες φορές. Οπως θα έλεγαν οι Γάλλοι: "είμαι κολλημένη ανάμεσα σε δύο θέσεις". Δεν είμαι πλέον 40 ώστε να μπορώ να παίξω την γοητευτική, ούτε όμως είμαι γιαγιά...» Βέβαια η Σκοτ Τόμας δεν έχει σκοπό να παρατήσει εντελώς την υποκριτική. Απλά, θα στραφεί στην μεγάλη της αγάπη: το θέατρο. «Οταν παίζεις σε μία ταινία, δίνεις απλά όλο σου το υλικό στον σκηνοθέτη για να κλειστεί στο μοντάζ και να συνθέσει ό,τι νομίζει. Οταν παίζεις στο θέατρο, είσαι εσύ απέναντι στον εαυτό σου. Μόνο στο θέατρο ένας ηθοποιός ανακαλύπτει αν μπορεί πραγματικά να παίξει. Δεν υπάρχει πουθενά να κρυφτείς, δεν μπορείς "να το κλέψεις". Αν δεν σε αντέχει το σανίδι, θα σε πετάξει. Εκεί ανήκω...»
Η Σκοτ Τόμας παραδέχτηκε στην «Guardian» ότι δεν αντέχει άλλο να γυρίζει ταινίες. Και για αυτό σταματά το σινεμά. «Συνειδητοποίησα, εντελώς ξαφνικά, ότι δεν αντέχω να γυρίσω ούτε μία ακόμα ταινία. Εκανα πολύ σινεμά, πολύ διαφορετικό σινεμά, σε πολλές διαφορετικές γλώσσες και τώρα δε θέλω άλλο. Το βαριέμαι. Το σταματώ. Βαρέθηκα να παίζω τη θλιμμένη 50άρα. Να μου ζητούν να κάνω τα ίδια που έχω κάνει σε τόσες ταινίες, τόσες φορές. Οπως θα έλεγαν οι Γάλλοι: "είμαι κολλημένη ανάμεσα σε δύο θέσεις". Δεν είμαι πλέον 40 ώστε να μπορώ να παίξω την γοητευτική, ούτε όμως είμαι γιαγιά...» Βέβαια η Σκοτ Τόμας δεν έχει σκοπό να παρατήσει εντελώς την υποκριτική. Απλά, θα στραφεί στην μεγάλη της αγάπη: το θέατρο. «Οταν παίζεις σε μία ταινία, δίνεις απλά όλο σου το υλικό στον σκηνοθέτη για να κλειστεί στο μοντάζ και να συνθέσει ό,τι νομίζει. Οταν παίζεις στο θέατρο, είσαι εσύ απέναντι στον εαυτό σου. Μόνο στο θέατρο ένας ηθοποιός ανακαλύπτει αν μπορεί πραγματικά να παίξει. Δεν υπάρχει πουθενά να κρυφτείς, δεν μπορείς "να το κλέψεις". Αν δεν σε αντέχει το σανίδι, θα σε πετάξει. Εκεί ανήκω...»