Η υπέροχη και ξεχωριστή Φέι Νταναγουέι, έλαμψε στις δεκαετίες του '60 και του '70, ενώ έγινε style icon, για χιλιάδες γυναίκες. Το 1976 έλαβε το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της ψυχρής αριβίστριας δημοσιογράφου Νταϊάνα Κρίστενσεν στην ταινία του Σίντνεϊ Λουμέτ Το Δίκτυο .Η καριέρα της άρχισε να φθίνει κατά τη δεκαετία του '80, καθώς η ηθοποιός δε συνέχισε να λαμβάνει ενδιαφέροντες ρόλους.
Η Ντόροθι Φέι Ντάναγουεϊ γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1941 σε μια φάρμα στη Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών και ήταν η κόρη μιας νοικοκυράς κι ενός αξιωματούχου του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών, έχοντας ρίζες σκοτσέζικες, ιρλανδικές, αγγλικές και γερμανικές. Από το σχολείο αποφοίτησε το 1958 και στη συνέχεια ο αρχικός της σκοπός ήταν να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, τελικά, όμως, την κέρδισε η υποκριτική, την οποία και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, αλλά και της Φλόριντα, παίρνοντας τελικά το πτυχίο της το 1962. Τότε μπήκε και στο American National Theater and Academy, ενώ εκείνο το διάστημα βρέθηκε μπροστά σε ένα πολύ δύσκολο δίλημμα: να συνεχίσει με υποτροφία τις σπουδές της στην Ακαδημία Μουσικής και Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου ή να βρεθεί στο Μπρόντγουεϊ στην παράσταση «A man for all seasons» σαν μέλος του American National Theater and Academy. Τελικά επέλεξε το δεύτερο ξεκινώντας την καριέρα της στην υποκριτική, η οποία μέχρι το 1964 υπήρξε μόνο θεατρική. Το ντεμπούτο της στη μικρή οθόνη ήρθε το 1965 σε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «Seaway» και δύο χρόνια αργότερα κάνει το πρώτο της βήμα και στον κινηματογράφο με την κομεντί «The happening» με τον Άντονι Κουίν, η οποία ακολουθήθηκε από τη δραματική ταινία «Hurry Sundown».
Η Μπόνι και ο Κλάιντ της «ανοίγουν» το δρόμο
Δυο από τους πιο διάσημους κακοποιούς παίρνουν σάρκα και οστά στη μεγάλη οθόνη το 1967, με τη Ντάναγουεϊ στο ρόλο της Μπόνι και τον Γουόρεν Μπίτι στο ρόλο του Κλάιντ, σε σκηνοθεσία Άρθουρ Πεν. Ο ρόλος της Μπόνι φαίνεται πως ταιριάζει… γάντι στη νεαρή τότε ηθοποιό και βρίσκεται από τα πρώτα της κι όλας βήματα υποψήφια για Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα και άλλα βραβεία, ενώ η ταινία σημείωσε επιτυχία, την οποία φαίνεται πως κανένας δεν περίμενε. Από αυτό της το ρόλο κι έπειτα, η Ντάναγουεϊ ξεκινά να γίνεται περιζήτητη, ενώ η ερμηνεία της ως Μπόνι (όπως και αυτή του Μπίτι ως Κλάιντ) έχει μπει στη θέση 32 της λίστας με τους «κακούς» του σινεμά, του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρόλος που της άνοιξε πολλές πόρτες, αρχικά είχε προταθεί στη Νάταλι Γουντ, η οποία τον αρνήθηκε.
Η Μπόνι και ο Κλάιντ της «ανοίγουν» το δρόμο
Δυο από τους πιο διάσημους κακοποιούς παίρνουν σάρκα και οστά στη μεγάλη οθόνη το 1967, με τη Ντάναγουεϊ στο ρόλο της Μπόνι και τον Γουόρεν Μπίτι στο ρόλο του Κλάιντ, σε σκηνοθεσία Άρθουρ Πεν. Ο ρόλος της Μπόνι φαίνεται πως ταιριάζει… γάντι στη νεαρή τότε ηθοποιό και βρίσκεται από τα πρώτα της κι όλας βήματα υποψήφια για Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα και άλλα βραβεία, ενώ η ταινία σημείωσε επιτυχία, την οποία φαίνεται πως κανένας δεν περίμενε. Από αυτό της το ρόλο κι έπειτα, η Ντάναγουεϊ ξεκινά να γίνεται περιζήτητη, ενώ η ερμηνεία της ως Μπόνι (όπως και αυτή του Μπίτι ως Κλάιντ) έχει μπει στη θέση 32 της λίστας με τους «κακούς» του σινεμά, του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρόλος που της άνοιξε πολλές πόρτες, αρχικά είχε προταθεί στη Νάταλι Γουντ, η οποία τον αρνήθηκε.
Πρωταγωνιστικό ρόλο έχει και το 1968 στην «Υπόθεση Τόμας Κράουν» σκηνοθεσίας Νόρμαν Τζιούισον, όπου συμπρωταγωνιστεί με τον Στιβ Μακ Κουίν (ενώ στο ριμέικ της ταινίας το 1999 με πρωταγωνιστή τον Πιρς Μπρόσναν, βρίσκεται και πάλι στο καστ, σε ένα μικρότερο ρόλο αυτή τη φορά) και την ίδια χρονιά συναντά τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι στο αισθηματικό δράμα του Βιτόριο Ντε Σίκα «Amanti», με αυτή σε ρόλο Αμερικανίδας σχεδιάστριας μόδας που πρόκειται να πεθάνει κι αυτόν σε ρόλο οδηγού αγώνων ταχύτητας. Κερκ Ντάγκλας, Ντέμπορα Κερ και η ίδια είναι το πρωταγωνιστικό καστ της δραματικής ταινίας «The arrangement» του Ελία Καζάν το 1969 και στη συνέχεια συναντά διάφορους μεγάλους ηθοποιούς στις ταινίες της. Στο «Little big man» (1970) του Άρθουρ Πεν και πάλι, συμπρωταγωνιστεί με τον Ντάστιν Χόφμαν, λαμβάνοντας καλές κριτικές και στη συνέχεια, περνώντας από διάφορες ταινίες βρίσκεται στους «3 σωματοφύλακες» σκηνοθεσίας Ρίτσαρντ Λέστερ το 1974, μαζί με τον Όλιβερ Ριντ, τον Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν και τη Ρακέλ Γουέλς (την ίδια χρονιά βγήκαν μάλιστα και οι «4 σωματοφύλακες» με τη Ντάναγουεϊ και πάλι στο καστ και τον Λέστερ στο πόστο του σκηνοθέτη).Σειρά έχει το κλασσικό «Chinatown» (1974) του Ρομάν Πολάνσκι, με τον Τζακ Νίκολσον και τον Τζον Χιούστον, όπου, μάλιστα, ο Πολάνσκι αρχικά είχε τις ενστάσεις του για τη Ντάναγουεϊ λόγω του έντονου ταμπεραμέντου της. Τελικά, όμως, η ταλαντούχα ηθοποιός όχι μόνο στήριξε το ρόλο, αλλά βρέθηκε ξανά υποψήφια για Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα, βραβείο BAFTA κ.ά. Τη χρονιά αυτή, η 33χρονη τότε ηθοποιός παντρεύεται τον τραγουδιστή του ροκ συγκροτήματος The J. Geils Band, Πίτερ Γουλφ, με τον οποίο χωρίζει 5 χρόνια αργότερα, το 1979.
Στο μεταξύ, περνά και από άλλες σημαντικές ταινίες και συνεργασίες της καριέρας της, όπως την αστυνομική «Οι 3 ημέρες του Κόνδορα» (1975) σκηνοθεσίας Σίντνεϊ Πόλακ με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, την πολυβραβευμένη –πιο επίκαιρη σήμερα από ποτέ- ταινία «Network» (1976), η οποία της χαρίζει το Όσκαρ και τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ηθοποιού, το θρίλερ «Τα μάτια της Λόρα Μαρς» με τον Τόμι Λι Tζόουνς, όπου η ίδια βλέπει μέσα από τα μάτια ενός serial-killer, κ.ά. Στην τηλεόραση συνεργάζεται το 1976 και με την Μπέτι Ντέιβις, τα πράγματα, όμως, μεταξύ τους φαίνεται πως δεν πήγαν ιδιαίτερα καλά, αφού η Ντέιβις δηλώνει ότι δεν θα ήθελε να ξανασυνεργαστεί μαζί της.
Χάνοντας την… πρωτιά
Μέσα στη δεκαετία του ’80, η Ντάναγουεϊ δεν μείωσε τη δουλειά, αλλά οι περισσότεροι ρόλοι της δεν είχαν τη λάμψη της προηγούμενης δεκαετίας. Η ίδια κατηγορεί την ταινία «Αποκαλύψεις για μια γυναίκα» (1981) για την αμφιβολία που δημιουργήθηκε σε κοινό και κριτικούς, πιστεύοντας ότι της κατέστρεψε την καριέρα. Στην ταινία αυτή υποδύθηκε την ηθοποιό Τζόαν Κρόφορντ, η υιοθετημένη κόρη της οποίας έγραψε το βιβλίο στο οποία βασίστηκε το «Αποκαλύψεις για μια γυναίκα», οι κριτικοί, όμως, δεν την είδαν με καθόλου καλό μάτι και η Ντάναγουεϊ κέρδισε το Χρυσό Βατόμουρο χειρότερης ηθοποιού για την ερμηνεία της. Η ίδια, ακόμη και σήμερα, δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτή τη δουλειά. Υποψήφια για Χρυσό Βατόμουρο ήταν και την προηγούμενη χρονιά, με την ταινία «The towering inferno», όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Φρανκ Σινάτρα.
Χάνοντας την… πρωτιά
Μέσα στη δεκαετία του ’80, η Ντάναγουεϊ δεν μείωσε τη δουλειά, αλλά οι περισσότεροι ρόλοι της δεν είχαν τη λάμψη της προηγούμενης δεκαετίας. Η ίδια κατηγορεί την ταινία «Αποκαλύψεις για μια γυναίκα» (1981) για την αμφιβολία που δημιουργήθηκε σε κοινό και κριτικούς, πιστεύοντας ότι της κατέστρεψε την καριέρα. Στην ταινία αυτή υποδύθηκε την ηθοποιό Τζόαν Κρόφορντ, η υιοθετημένη κόρη της οποίας έγραψε το βιβλίο στο οποία βασίστηκε το «Αποκαλύψεις για μια γυναίκα», οι κριτικοί, όμως, δεν την είδαν με καθόλου καλό μάτι και η Ντάναγουεϊ κέρδισε το Χρυσό Βατόμουρο χειρότερης ηθοποιού για την ερμηνεία της. Η ίδια, ακόμη και σήμερα, δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτή τη δουλειά. Υποψήφια για Χρυσό Βατόμουρο ήταν και την προηγούμενη χρονιά, με την ταινία «The towering inferno», όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Φρανκ Σινάτρα.
Το 1982 κάνει το δεύτερο γάμο της με το Βρετανό φωτογράφο Τέρι Ο’ Νιλ, με τον οποίο 2 χρόνια νωρίτερα είχε αποκτήσει ένα γιο, ο γάμος τους όμως έχει ημερομηνία λήξεως το 1987. Και παρ’ όλο που η Ντάναγουεϊ ισχυριζόταν ότι ο γιος τους, Λίαμ, είναι το βιολογικό τους παιδί, ο πρώην σύζυγός της ανέφερε πως ήταν υιοθετημένος. Η ζωή της στον κινηματογράφο συνεχίζεται, χωρίς πολλούς σημαντικούς σταθμούς αυτή τη δεκαετία και η ίδια περνάει από διάφορες κινηματογραφικές ταινίες («Η διεφθαρμένη ζωή της λαίδης Μπάρμπαρα» (1983) με τον Άλαν Μπέιτς, «Ordeal by innocence» με τον Ντόναλντ Σάδερλαντ και τον Κρίστοφερ Πλάμερ, «Barfly»(1987) με τον Μίκι Ρουρκ και τον Τσαρλς Μπουκόφσκι στο σενάριο –ταινία που της χάρισε υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα- κ.ά), όπως και από τηλεοπτικές. Το 1993 σκηνοθετείται από τον Εμίρ Κουστουρίτσα στη σουρεαλιστική ταινία «Arizona dream», όπου συναντά τον Τζόνι Ντεπ και τον Τζέρι Λιούις, με θετικούς σχολιασμούς από τους κριτικούς, στο ρόλο μιας μάλλον… αλλοπρόσαλλης γυναίκας και την ίδια χρονιά, δυστυχώς, κερδίζει άλλο ένα Χρυσό Βατόμουρο για την ερμηνεία της στο θρίλερ «The temp» σκηνοθεσίας Τομ Χόλαντ. Στο «Don Juan de Marco» το 1995 συναντά ξανά τον Τζόνι Ντεπ, με τον οποίο έχουν μια πολύ καλή σχέση, ενώ συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Μάρλον Μπράντο και το 1996 κάνει περιοδείες με την παράσταση «Master class» του Τέρενς Μακ Νάλι, η οποία δέχεται καλές κριτικές.
Την ίδια χρονιά βγαίνει στη μεγάλη οθόνη και η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Κέβιν Σπέισι, στην οποία συναντάμε και τη Ντάναγουεϊ μαζί με τον Ματ Ντίλον, αλλά παρ’ όλο που τα σχόλια είναι θετικά για τη σκηνοθεσία, η ταλαντούχα ηθοποιός δεν καταφέρνει να εντυπωσιάσει τους κριτικούς και γενικότερα η ίδια φαίνεται να μην περνάει και την καλύτερη φάση της καριέρας της, αφού οι τελευταίες της ταινίες τη φέρνουν συνεχώς υποψήφια για Χρυσό Βατόμουρο. Παρ’ όλ’ αυτά, τότε είναι που κερδίζει και το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας στην περίφημη Hollywood Boulevard. Το 1999 μπαίνει σε… «Επικίνδυνη τροχιά» με τον Μαρκ Γουόλμπεργκ, τον Χοακίν Φοίνιξ και τη Σαρλίζ Θερόν, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται και στη βιογραφική ταινία «Ιωάννα της Λωραίνης» σκηνοθεσίας Λικ Μπεσόνμ με τη Μίλα Γιόβοβιτς στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το 2000, απορρίπτει το «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο» του Ντάρεν Αρονόφσκι και το 2001 βρίσκεται ξανά υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα, για την ερμηνεία της στην τηλεταινία «Όλες οι γυναίκες του προέδρου» με τον Τομ Σέλεκ στο ρόλο του… προέδρου. Στη συνέχεια περνάει από διάφορους δευτερεύοντες ρόλους στην κομεντί «The rules of attraction» (2002), στο θρίλερ «Blind horizon» (2003), στην περιπέτεια «El padrino» (2004) κ.ά.Στη συνέχεια ασχολείται και με άλλες δραστηριότητες εκτός του κινηματογράφου και μπαίνει σε θέση κριτή στο αμερικάνικο ριάλιτι ανάδειξης ταλέντων «The starlet», ενώ βρίσκεται και σε ένα επεισόδιο της διάσημης και επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς «CSI». Μέχρι το τέλος της δεκαετίας δεν καταφέρνει να λάβει κάποια άλλη διάκριση από τις νέες κινηματογραφικές της δουλειές, παρ’ όλ’ αυτά συνεχίζει τη δουλειά και η εκτίμηση από τους ανθρώπους του χώρου προς το πρόσωπό της δεν χάνεται, έχοντας αφήσει πίσω της ένδοξες κινηματογραφικές ερμηνείες.