Μάστορας στον αφηγηματικό κινηματογράφο, ο Ντασέν, τον χρησιμοποίησε για να διερευνήσει τους κοινωνικούς του προβληματισμούς. Σκηνοθέτης των καταραμένων ανθρώπων, των ανθρώπων του περιθωρίου και του μόχθου πάντρεψε αισθητικά τον εξπρεσιονισμό με το νεορεαλισμό. Ταυτόχρονα, όμως, άγγιξε με την κάμερά του τα μεγάλα ανθρώπινα πάθη με μια βαθειά εξερεύνηση των χαρακτήρων. Πάνω απ’ όλα όμως, υπήρξε ένας συνεπής άνθρωπος, ένας αγνός ιδεαλιστής ο οποίος δεν υποχώρησε ποτέ, ένας αγωνιστής, όχι άτεγκτος, αλλά βαθύτατα τρυφερός.
«Πρωτομπήκα στον κινηματογράφο μέσω της θεατρικής σκηνοθεσίας. Είχα ανεβάσει ένα θεατρικό έργο στη Νέα Υόρκη, όταν με προσέλαβε η RKO για να μελετήσω την κινηματογραφική τεχνική επί έξι μήνες. Δέχτηκα, επειδή με ενδιέφερε. Ήμουν κατά κάποιο τρόπο μαθητευόμενος. Πήγα λοιπό, το 1940, στο Χόλιγουντ και παρακολούθησα τα γυρίσματα μιας ταινίας του Χίτσκοκ: ‘Ο κ. και η κα Σμιθ’. Ο Χίτσκοκ ήταν πολύ ευγενικός, πραγματικός Δάσκαλος. Γευματίζαμε μαζί σχεδόν κάθε μέρα στη διάρκεια των γυρισμάτων αυτής της ταινίας, και σε όλα τα εστιατόρια έκανε σκίτσα πάνω στα τραπεζομάντιλα». Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτηση του Ζιλ Ντασέν με τους γάλλους συναδέλφους του Φρανσουά Τριφό και Κλοντ Σαμπρόλ, η οποία δημοσιεύτηκε στο τεύχος 46-47 του περιοδικού «Καγιέ ντε Σινεμά» (Cahiers du Cinema – Κινηματογραφικά Τετράδια), το 1955.
Από το Μίντλταουν του Κονέκτικατ
Στην ίδια συνέντευξη, ο Ντασέν, μιλάει για την αρχή της καριέρας του στον κινηματογράφο. Αφού μαθήτευσε επί έξι μήνες κοντά στο μεγάλο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο δάσκαλός του φρόντισε γι’ αυτόν. «Ο Χίτσκοκ μίλησε στα αφεντικά του στούντιο: ‘Θα έπρεπε να κρατήσετε αυτόν το νεαρό’. Εκείνοι είπαν: ‘Εντάξει θα τον κρατήσουμε’. Με κράτησαν ακόμη ένα μήνα, κι ύστερα… ήταν αρκετά δύσκολα… Μετά η Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ μου πρότεινε να κάνω μια ταινία μικρού μήκους, βασισμένη σε ένα διήγημα του Πόε, τη ‘Μαρτυριάρα καρδιά’, που το στούντιο δεν την είδε με καλό μάτι, ούτε εγώ άλλωστε. Ήταν πολύ φτιαχτή, πολύ εξεζητημένη, πολύ ‘αβάν-γκαρντ’ και, κυρίως, πολύ κακή». Πολύ κακή κατά τον ίδιο, εν τούτοις η ταινία εκείνη αποτέλεσε το διαβατήριό του για τον μαγικό κόσμο του κινηματογράφου. Ο Ζιλ Ντασέν, ένα από τα 8 παιδιά των γονιών του, γεννήθηκε το 1911, στο Μίντλταουν του Κονέκτικατ, στις ΗΠΑ. Εβραϊκής καταγωγής, με ρίζες εβραίων εμιγκρέδων που έφτασαν στην Αμερική από τη Ρωσία, εγκατέλειψε τη χώρα που γεννήθηκε το 1950, σε ηλικία 39 ετών. Βαθιά ουμανιστής και ανυπότακτος, ασπάστηκε τις μαρξιστικές ιδέες με αποτέλεσμα να πέσει θύμα της μακαρθικής αντικομουνιστικής παράνοιας κι έτσι, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στην Ευρώπη. Τα χρόνια εκείνα χάλασε και η φιλία που είχε με το μεγάλο ελληνοαμερικανικό σκηνοθέτη Ηλία Καζάν, ο οποίος συνεργάστηκε με τα τσιράκια του γερουσιαστή Μακάρθι. Το γεγονός αυτό τον σημάδεψε μέχρι το τέλος της ζωής του, αφού από τότε ποτέ δεν ξαναμίλησε με τον Καζάν, παρά τις προσπάθειες που είχε κάνει ο τελευταίος. Ήταν μια πληγή μέσα του αφού έχει πει παλιότερα, πως του κόστισε πολύ η πράξη του Καζάν, επειδή τον αγαπούσε. Ο συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Μπράμος, μέσα σε μία πρόταση έδωσε με λίγα λόγια την προσωπικότητα του Ντασέν, όταν έγραψε το 1993: «… έχει τη δύναμη να επιλέγει στάση ζωής: κινηματογράφος, θέατρο, κομουνιστικό κόμμα, φυγή, αντίσταση, αλληλεγγύη… Μπορεί επίσης να δέχεται και να ανταποδίδει τον απόλυτο έρωτα μιας απόλυτης γυναίκας. Της Μελίνας Μερκούρη».
Από το Μίντλταουν του Κονέκτικατ
Στην ίδια συνέντευξη, ο Ντασέν, μιλάει για την αρχή της καριέρας του στον κινηματογράφο. Αφού μαθήτευσε επί έξι μήνες κοντά στο μεγάλο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο δάσκαλός του φρόντισε γι’ αυτόν. «Ο Χίτσκοκ μίλησε στα αφεντικά του στούντιο: ‘Θα έπρεπε να κρατήσετε αυτόν το νεαρό’. Εκείνοι είπαν: ‘Εντάξει θα τον κρατήσουμε’. Με κράτησαν ακόμη ένα μήνα, κι ύστερα… ήταν αρκετά δύσκολα… Μετά η Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ μου πρότεινε να κάνω μια ταινία μικρού μήκους, βασισμένη σε ένα διήγημα του Πόε, τη ‘Μαρτυριάρα καρδιά’, που το στούντιο δεν την είδε με καλό μάτι, ούτε εγώ άλλωστε. Ήταν πολύ φτιαχτή, πολύ εξεζητημένη, πολύ ‘αβάν-γκαρντ’ και, κυρίως, πολύ κακή». Πολύ κακή κατά τον ίδιο, εν τούτοις η ταινία εκείνη αποτέλεσε το διαβατήριό του για τον μαγικό κόσμο του κινηματογράφου. Ο Ζιλ Ντασέν, ένα από τα 8 παιδιά των γονιών του, γεννήθηκε το 1911, στο Μίντλταουν του Κονέκτικατ, στις ΗΠΑ. Εβραϊκής καταγωγής, με ρίζες εβραίων εμιγκρέδων που έφτασαν στην Αμερική από τη Ρωσία, εγκατέλειψε τη χώρα που γεννήθηκε το 1950, σε ηλικία 39 ετών. Βαθιά ουμανιστής και ανυπότακτος, ασπάστηκε τις μαρξιστικές ιδέες με αποτέλεσμα να πέσει θύμα της μακαρθικής αντικομουνιστικής παράνοιας κι έτσι, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στην Ευρώπη. Τα χρόνια εκείνα χάλασε και η φιλία που είχε με το μεγάλο ελληνοαμερικανικό σκηνοθέτη Ηλία Καζάν, ο οποίος συνεργάστηκε με τα τσιράκια του γερουσιαστή Μακάρθι. Το γεγονός αυτό τον σημάδεψε μέχρι το τέλος της ζωής του, αφού από τότε ποτέ δεν ξαναμίλησε με τον Καζάν, παρά τις προσπάθειες που είχε κάνει ο τελευταίος. Ήταν μια πληγή μέσα του αφού έχει πει παλιότερα, πως του κόστισε πολύ η πράξη του Καζάν, επειδή τον αγαπούσε. Ο συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Μπράμος, μέσα σε μία πρόταση έδωσε με λίγα λόγια την προσωπικότητα του Ντασέν, όταν έγραψε το 1993: «… έχει τη δύναμη να επιλέγει στάση ζωής: κινηματογράφος, θέατρο, κομουνιστικό κόμμα, φυγή, αντίσταση, αλληλεγγύη… Μπορεί επίσης να δέχεται και να ανταποδίδει τον απόλυτο έρωτα μιας απόλυτης γυναίκας. Της Μελίνας Μερκούρη».
«Ο Ντασέν με γνώρισε στην οθόνη», θα αποκαλύψει η Μελίνα σε μια συνέντευξη στο ΚΛΙΚ και στον Πέτρο Κωστόπουλο. «Ο Κακογιάννης τον παρακάλεσε να έρθει στην προβολή της «Στέλλας». Ο Τζούλης, εκείνη την εποχή ήταν το πιο φανταχτερό πλάσμα του φεστιβάλ λόγω μακαρθισμού. Ήρθε, είδε το φιλμ. Εγώ, με την φίλη μου τη Ρένα και τον Φούντα καθόμασταν πίσω. Όταν τέλειωσε η ταινία, είδα έναν άνθρωπο με πολύ γαλάζια μάτια να πηδάει σαν αθλητής τα καθίσματα και να έρχεται να μας παίρνει αγκαλιά, τον Φούντα κι εμένα. Τα μάτια του ήταν πολύ γαλανά. Ο Μιχάλης είπε : «Να σας συστήσω : « Η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιώργος Φούντας. Ο Ζιλ Ντασέν». «Τι ωραία που περπατάτε», μου είπε, «τι ωραία που γελάτε». Ήταν ο άνθρωπος που θα με μάθαινε πώς να κλαίω…»
Μια μεγάλη καριέρα
Ένα χρόνο μετά τη «Μαρτυριάρα καρδιά» (The tell–tale story – 1940), ο Ντασέν γύρισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Ο πράκτορα των Ναζί» (Nazi agent), στο πλαίσιο της αντιναζιστικής προπαγάνδας που γινόταν την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις ΗΠΑ. Μέσα στην ίδια λογική γυρίζει το 1942 την «Επανένωση στη Γαλλία» (Reunion in France) και τον ίδιο χρόνο συνεχίζει με το ρομαντικό μελόδραμα «Οι υποθέσεις της Μάρθας» (The affairs of Martha). Ακολουθώντας τα χνάρια της προηγούμενης ταινίας γυρίζει το 1943 τις «Νεαρές ιδέες» (Young ideas) για να περάσει το 1944 σε μια διασκεδαστική ταινία με φαντάσματα, «Το Φάντασμα του Κάντερβιλ» (The Canterville ghost). Το 1945, μεταφέρει στην οθόνη το διήγημα της Μπλανς Μπρέις «Ένα γράμμα για την Ίβι» (A letter for Evie)και τον επόμενο χρόνο έχει σειρά το ρομαντικό μελόδραμα «Δυο έξυπνοι άνθρωποι» (Twosmart people). Εδώ τελειώνει και η πρώτη, αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, δημιουργική περίοδος του Ζιλ Ντασέν, με ταινίες οι οποίες κινούνται μέσα σε ένα ηθικοπλαστικό πλαίσιο, που προωθούν τα μεγάλα στούντιο την εποχή εκείνη στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά ο μεγάλος δημιουργός αφήνει το στίγμα του στις ταινίες αυτής της περιόδου, ακολουθώντας μια αυστηρή και σκληρή κινηματογραφική γραμμή, η οποία προαναγγέλλει τη μετέπειτα μεγαλειώδη πορεία του.Έχοντας «σπάσει» τα δεσμά της Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ, ο Ντασέν «μετακομίζει» στην Γιουνιβέρσαλ και το 1947 κάνει το μεγάλο άλμα. Βλέποντας κανείς το «Δήμιο των κολασμένων» (Brute force), αντιλαμβάνεται πως ο σκηνοθέτης αναζητά το δικό του δρόμο, περνώντας στον κοινωνικό νατουραλισμό. Μια ταινία φυλακής, για μια ομάδα κρατουμένων που σχεδιάζει την απόδρασή της, ένα φιλμ νουάρ πικρό κι αβάσταχτο, με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάνγκαστερ. Η συνέχεια είναι το ίδιο εντυπωσιακή, όταν το 1948 γυρίζει τη «Γυμνή πόλη» (Naked city), ακόμη ένα φιλμ νουάρ, στο οποίο εικονογραφεί τους σκληρούς δρόμους της Νέας Υόρκης και τους καταραμένους χαρακτήρες του μέσα από την κλιμακούμενη ένταση της δράσης. Τον ίδιο χρόνο, έχει σειρά άλλη μια σημαντική ταινία, οι «Άνθρωποι του αίματος» (Thieves’ highway). Μια καθαρή κοινωνική ματιά, μέσα από τον αγώνα των φορτηγατζήδων που μεταφέρουν οπωροκηπευτικά και των έμπορων που προσπαθούν να κερδοσκοπήσουν σε βάρος τους. Σχετικά με αυτές τις τρεις τελευταίες ταινίες του, ο Μάρτιν Σκορσέζε, έχει γράψει: «Προσωπικά θαυμάζω τα φιλμ νουάρ που γύρισε στα τέλη της δεκαετίας του ’40. ‘Ο δήμιος των κολασμένων’, ‘Η γυμνή πόλη’ και ‘Οι άνθρωποι του αίματος’. Τα μοτίβα του –η απόγνωση και η διαφθορά της μεταπολεμικής κοινωνίας, οι ψυχολογικές μεταπτώσεις των χαρακτήρων του, η οργή και η βαρβαρότητα ενός εχθρικού περιβάλλοντος- εντάσσουν αυτές τις ταινίες, υπό μυθική κλίμακα, στη μάχη του Καλού με το Κακό. Το ντοκιμαντερίστικο ύφος του, η χρήση φυσικών χώρων και η εμμονή του στα αστικά τοπία, άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή σ’ ένα σημαντικό αριθμό κινηματογραφικών δημιουργών». Και συνεχίζει, οι Σκορσέζε: «Όμως το φιλμ που με επηρέασε εμένα περισσότερο από κάθε άλλο. Ήταν ‘η νύχτα και η πόλη’ ιδίως σε ό,τι αφορά το φόντο των ‘Κακόφημων δρόμων’».«Η νύχτα και η πόλη» (Night and the city), γυρίστηκε το 1950, ενώ ο Ζιλ Ντασέν είχε ήδη εγκαταλείψει τις ΗΠΑ, εξαιτίας της αντικομουνιστικής υστερίας που ξέσπασε από την μακαρθική Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Η ταινία μας μεταφέρει στις κακόφημες γειτονιές του Λονδίνου και στον υπόκοσμο της βρετανικής πρωτεύουσας. Μια μαύρη, σκληρή ματιά, πάνω στους παρανόμους, ένα εξαιρετικό φιλμ νουάρ στο οποίο ο σκηνοθέτης για μια ακόμη φορά δίνει μεγάλη σημασία στους χαρακτήρες του. Και φτάνουμε στο 1955, τη χρονιά του περίφημου «Ριφιφί» (Du Rififi chez leshommes), την ιστορία της ληστείας ενός μεγάλου κοσμηματοπωλείου στο Παρίσι, ταινία σταθμό, όχι μόνο στην καριέρα του Ντασέν αλλά και στην Ιστορία του σινεμά.
Ένα χρόνο μετά τη «Μαρτυριάρα καρδιά» (The tell–tale story – 1940), ο Ντασέν γύρισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Ο πράκτορα των Ναζί» (Nazi agent), στο πλαίσιο της αντιναζιστικής προπαγάνδας που γινόταν την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις ΗΠΑ. Μέσα στην ίδια λογική γυρίζει το 1942 την «Επανένωση στη Γαλλία» (Reunion in France) και τον ίδιο χρόνο συνεχίζει με το ρομαντικό μελόδραμα «Οι υποθέσεις της Μάρθας» (The affairs of Martha). Ακολουθώντας τα χνάρια της προηγούμενης ταινίας γυρίζει το 1943 τις «Νεαρές ιδέες» (Young ideas) για να περάσει το 1944 σε μια διασκεδαστική ταινία με φαντάσματα, «Το Φάντασμα του Κάντερβιλ» (The Canterville ghost). Το 1945, μεταφέρει στην οθόνη το διήγημα της Μπλανς Μπρέις «Ένα γράμμα για την Ίβι» (A letter for Evie)και τον επόμενο χρόνο έχει σειρά το ρομαντικό μελόδραμα «Δυο έξυπνοι άνθρωποι» (Twosmart people). Εδώ τελειώνει και η πρώτη, αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, δημιουργική περίοδος του Ζιλ Ντασέν, με ταινίες οι οποίες κινούνται μέσα σε ένα ηθικοπλαστικό πλαίσιο, που προωθούν τα μεγάλα στούντιο την εποχή εκείνη στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά ο μεγάλος δημιουργός αφήνει το στίγμα του στις ταινίες αυτής της περιόδου, ακολουθώντας μια αυστηρή και σκληρή κινηματογραφική γραμμή, η οποία προαναγγέλλει τη μετέπειτα μεγαλειώδη πορεία του.Έχοντας «σπάσει» τα δεσμά της Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ, ο Ντασέν «μετακομίζει» στην Γιουνιβέρσαλ και το 1947 κάνει το μεγάλο άλμα. Βλέποντας κανείς το «Δήμιο των κολασμένων» (Brute force), αντιλαμβάνεται πως ο σκηνοθέτης αναζητά το δικό του δρόμο, περνώντας στον κοινωνικό νατουραλισμό. Μια ταινία φυλακής, για μια ομάδα κρατουμένων που σχεδιάζει την απόδρασή της, ένα φιλμ νουάρ πικρό κι αβάσταχτο, με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάνγκαστερ. Η συνέχεια είναι το ίδιο εντυπωσιακή, όταν το 1948 γυρίζει τη «Γυμνή πόλη» (Naked city), ακόμη ένα φιλμ νουάρ, στο οποίο εικονογραφεί τους σκληρούς δρόμους της Νέας Υόρκης και τους καταραμένους χαρακτήρες του μέσα από την κλιμακούμενη ένταση της δράσης. Τον ίδιο χρόνο, έχει σειρά άλλη μια σημαντική ταινία, οι «Άνθρωποι του αίματος» (Thieves’ highway). Μια καθαρή κοινωνική ματιά, μέσα από τον αγώνα των φορτηγατζήδων που μεταφέρουν οπωροκηπευτικά και των έμπορων που προσπαθούν να κερδοσκοπήσουν σε βάρος τους. Σχετικά με αυτές τις τρεις τελευταίες ταινίες του, ο Μάρτιν Σκορσέζε, έχει γράψει: «Προσωπικά θαυμάζω τα φιλμ νουάρ που γύρισε στα τέλη της δεκαετίας του ’40. ‘Ο δήμιος των κολασμένων’, ‘Η γυμνή πόλη’ και ‘Οι άνθρωποι του αίματος’. Τα μοτίβα του –η απόγνωση και η διαφθορά της μεταπολεμικής κοινωνίας, οι ψυχολογικές μεταπτώσεις των χαρακτήρων του, η οργή και η βαρβαρότητα ενός εχθρικού περιβάλλοντος- εντάσσουν αυτές τις ταινίες, υπό μυθική κλίμακα, στη μάχη του Καλού με το Κακό. Το ντοκιμαντερίστικο ύφος του, η χρήση φυσικών χώρων και η εμμονή του στα αστικά τοπία, άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή σ’ ένα σημαντικό αριθμό κινηματογραφικών δημιουργών». Και συνεχίζει, οι Σκορσέζε: «Όμως το φιλμ που με επηρέασε εμένα περισσότερο από κάθε άλλο. Ήταν ‘η νύχτα και η πόλη’ ιδίως σε ό,τι αφορά το φόντο των ‘Κακόφημων δρόμων’».«Η νύχτα και η πόλη» (Night and the city), γυρίστηκε το 1950, ενώ ο Ζιλ Ντασέν είχε ήδη εγκαταλείψει τις ΗΠΑ, εξαιτίας της αντικομουνιστικής υστερίας που ξέσπασε από την μακαρθική Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Η ταινία μας μεταφέρει στις κακόφημες γειτονιές του Λονδίνου και στον υπόκοσμο της βρετανικής πρωτεύουσας. Μια μαύρη, σκληρή ματιά, πάνω στους παρανόμους, ένα εξαιρετικό φιλμ νουάρ στο οποίο ο σκηνοθέτης για μια ακόμη φορά δίνει μεγάλη σημασία στους χαρακτήρες του. Και φτάνουμε στο 1955, τη χρονιά του περίφημου «Ριφιφί» (Du Rififi chez leshommes), την ιστορία της ληστείας ενός μεγάλου κοσμηματοπωλείου στο Παρίσι, ταινία σταθμό, όχι μόνο στην καριέρα του Ντασέν αλλά και στην Ιστορία του σινεμά.
| |
Η ελληνική «περιπέτεια»
Από τους σκοτεινούς δρόμους των πόλεων και το φιλμ νουάρ, ο Ζιλ Ντασέν φτάνει στην ανακάλυψη του φωτός. Η Μελίνα Μερκούρη φωτίζει τη ζωή του και στην Ελλάδα ο εξόριστος αμερικανός σκηνοθέτης βρίσκει τον ήλιο. Γοητευμένος από όλα αυτά, αλλά και από τον Καζαντζάκη, αποφασίζει να μεταφέρει στην οθόνη το θρυλικό μυθιστόρημα του συγγραφέα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (Celui qui doit mourir, όπερ μεταφραζόμενο σημαίνει Εκείνος που πρέπει να πεθάνει). Έτσι το 1956 η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους με τη Μελίνα, ως πόρνη του χωριού, να ενσαρκώνει τη Μαρία Μαγδαληνή. Το 1958, γυρίζει στη Νότια Ιταλία, την ταινία «Θηλυκός δαίμων» (La loi), μια αλληγορία πάνω στη βία των ανθρώπινων σχέσεων με πρωταγωνιστές τη Τζίνα Λολομπριτζίτα, το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, τον Ιβ Μοντάν και τη Μελίνα Μερκούρη. Και φτάνει η στιγμή του «Ποτέ την Κυριακή», το 1959, μια ταινία κομμένη και ραμμένη για την αγαπημένη του Μελίνα. «Πως ήθελα να είχα ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιά…», Όσκαρ τραγουδιού για το Μάνο Χατζιδάκι σε μια ελληνικότατη ταινία για την ομορφιά, το πάθος, τον έρωτα, την ελευθερία, το όνειρο. Ξανά η Μελίνα, σχεδόν πάντα η Μελίνα πρωταγωνίστρια πλέον, η οποία στη «Φαίδρα» (1961), ερμηνεύει τη σύζυγο ενός εφοπλιστή η οποία ερωτεύεται παράφορα ο γιο του άνδρα της από τον προηγούμενο γάμο του. Το 1964 σειρά έχει η Κωνσταντινούπολη, φόντο μιας αστυνομικής κομεντί, στην οποία μιαν συμμορία προσπαθεί να κλέψει ένα πολύτιμο ξίφος από το μουσείο της Πόλης. Είναι το «Τόπκαπι» (Topkapi) με τη Μερκούρη στο ρόλο της αρχηγού της σπείρας. Επόμενος κινηματογραφικός σταθμός η Ισπανία το 1966 με την ταινία «Στις 10.30 ένα καλοκαιρινό βράδυ» (10:30 p.m. summer), η τραγική ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου με ένα γοητευτικό δίδυμο να πρωταγωνιστεί: Μελίνα Μερκούρη και Ρόμι Σνάιντερ. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου έχει επιβάλλει στη χώρα ένα καταπιεστικό στρατιωτικό καθεστώς. Η Μελίνα, κάνει ό,τι και ο άνδρας της πολλά χρόνια πριν. Αυτοεξορίζεται και από το εξωτερικό αγωνίζεται κατά της χούντας. Το 1968, ο Ζιλ Ντασέν ‘επιστρέφει’ στις ΗΠΑ και γυρίζει την «Εκτέλεση εν ψυχρώ» (Up tight), μια ταινία για την καταπίεση των μαύρων, φόρος τιμής στο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο οποίος είχε δολοφονηθεί λίγο καιρό πριν. Η «Υπόσχεση την αυγή» (Promise at dawn), είναι μια ταινία βασισμένη στην αυτοβιογραφία του γάλλου συγγραφέα Ρομέν Γκαρί (πραγματικό όνομα Ρομέν Κάτσεφ), ο οποίος γεννήθηκε στη Ρωσία το 1914. Κυρίαρχο πρόσωπο είναι η μητέρα του Γκαρί, Νίνα (Μελίνα Μερκούρη), η οποία βρίσκεται πάντα στο κατόπι του, δείχνοντας έτσι την ανιδιοτέλεια της μητρικής αγάπης. Φτάνοντας στο 1974, και λίγο καιρό πριν από τη μεταπολίτευση, ο Ντασέν γυρίζει το στρατευμένο αντιδικτατορικό φιλμ «Δοκιμή», για την εξέγερση στο Πολυτεχνείο, υπό τη μορφή μιας αναπαράστασης. Στην ταινία μιλούν πολλές προσωπικότητες της εποχής: Μελίνα Μερκούρη, Μίκης Θεοδωράκης, Στάθης Γιαλελής, Γιάννης Μαρκόπουλος, Λόρενς Ολιβιέ, Λίλιαν Χέλμαν, Μαξιμίλιαν Σελ, Άρθουρ Μίλερ κ.α.
Από τους σκοτεινούς δρόμους των πόλεων και το φιλμ νουάρ, ο Ζιλ Ντασέν φτάνει στην ανακάλυψη του φωτός. Η Μελίνα Μερκούρη φωτίζει τη ζωή του και στην Ελλάδα ο εξόριστος αμερικανός σκηνοθέτης βρίσκει τον ήλιο. Γοητευμένος από όλα αυτά, αλλά και από τον Καζαντζάκη, αποφασίζει να μεταφέρει στην οθόνη το θρυλικό μυθιστόρημα του συγγραφέα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (Celui qui doit mourir, όπερ μεταφραζόμενο σημαίνει Εκείνος που πρέπει να πεθάνει). Έτσι το 1956 η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους με τη Μελίνα, ως πόρνη του χωριού, να ενσαρκώνει τη Μαρία Μαγδαληνή. Το 1958, γυρίζει στη Νότια Ιταλία, την ταινία «Θηλυκός δαίμων» (La loi), μια αλληγορία πάνω στη βία των ανθρώπινων σχέσεων με πρωταγωνιστές τη Τζίνα Λολομπριτζίτα, το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, τον Ιβ Μοντάν και τη Μελίνα Μερκούρη. Και φτάνει η στιγμή του «Ποτέ την Κυριακή», το 1959, μια ταινία κομμένη και ραμμένη για την αγαπημένη του Μελίνα. «Πως ήθελα να είχα ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιά…», Όσκαρ τραγουδιού για το Μάνο Χατζιδάκι σε μια ελληνικότατη ταινία για την ομορφιά, το πάθος, τον έρωτα, την ελευθερία, το όνειρο. Ξανά η Μελίνα, σχεδόν πάντα η Μελίνα πρωταγωνίστρια πλέον, η οποία στη «Φαίδρα» (1961), ερμηνεύει τη σύζυγο ενός εφοπλιστή η οποία ερωτεύεται παράφορα ο γιο του άνδρα της από τον προηγούμενο γάμο του. Το 1964 σειρά έχει η Κωνσταντινούπολη, φόντο μιας αστυνομικής κομεντί, στην οποία μιαν συμμορία προσπαθεί να κλέψει ένα πολύτιμο ξίφος από το μουσείο της Πόλης. Είναι το «Τόπκαπι» (Topkapi) με τη Μερκούρη στο ρόλο της αρχηγού της σπείρας. Επόμενος κινηματογραφικός σταθμός η Ισπανία το 1966 με την ταινία «Στις 10.30 ένα καλοκαιρινό βράδυ» (10:30 p.m. summer), η τραγική ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου με ένα γοητευτικό δίδυμο να πρωταγωνιστεί: Μελίνα Μερκούρη και Ρόμι Σνάιντερ. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου έχει επιβάλλει στη χώρα ένα καταπιεστικό στρατιωτικό καθεστώς. Η Μελίνα, κάνει ό,τι και ο άνδρας της πολλά χρόνια πριν. Αυτοεξορίζεται και από το εξωτερικό αγωνίζεται κατά της χούντας. Το 1968, ο Ζιλ Ντασέν ‘επιστρέφει’ στις ΗΠΑ και γυρίζει την «Εκτέλεση εν ψυχρώ» (Up tight), μια ταινία για την καταπίεση των μαύρων, φόρος τιμής στο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο οποίος είχε δολοφονηθεί λίγο καιρό πριν. Η «Υπόσχεση την αυγή» (Promise at dawn), είναι μια ταινία βασισμένη στην αυτοβιογραφία του γάλλου συγγραφέα Ρομέν Γκαρί (πραγματικό όνομα Ρομέν Κάτσεφ), ο οποίος γεννήθηκε στη Ρωσία το 1914. Κυρίαρχο πρόσωπο είναι η μητέρα του Γκαρί, Νίνα (Μελίνα Μερκούρη), η οποία βρίσκεται πάντα στο κατόπι του, δείχνοντας έτσι την ανιδιοτέλεια της μητρικής αγάπης. Φτάνοντας στο 1974, και λίγο καιρό πριν από τη μεταπολίτευση, ο Ντασέν γυρίζει το στρατευμένο αντιδικτατορικό φιλμ «Δοκιμή», για την εξέγερση στο Πολυτεχνείο, υπό τη μορφή μιας αναπαράστασης. Στην ταινία μιλούν πολλές προσωπικότητες της εποχής: Μελίνα Μερκούρη, Μίκης Θεοδωράκης, Στάθης Γιαλελής, Γιάννης Μαρκόπουλος, Λόρενς Ολιβιέ, Λίλιαν Χέλμαν, Μαξιμίλιαν Σελ, Άρθουρ Μίλερ κ.α.
Στο πρώτο τους, πραγματικό «ραντεβού», εκείνος φοράει ένα φθαρμένο καμηλό σακκάκι και στραβοπατημένα παπούτσια. Αλλά το γαλάζιο στα μάτια του αστράφτει. Μιλάνε με τις ώρες, αχόρταγα,χωρίς να παίρνουν ανάσα. Ξεχνάνε ακόμα και να φάνε. Δεν υπάρχει χρόνος γι’αυτό, για αβρότητες, για παιχνίδια και για ευγενικά προκαταρκτικά. Υπάρχει απλώς το επιτακτικό γεγονός πως πρέπει να γνωριστούν.Το ίδιο βράδυ, η Μελίνα εξομολογείται στη φίλη της που τη συνοδεύει στο Παρίσι : «Βρίσκομαι σε φοβερά δύσκολη θέση. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο άντρας της ζωής μου».
Η τελευταία ταινία με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, γυρισμένη το 1978, είναι η «Κραυγή γυναικών» (A dream of passion). Η γνωριμία μιας ηθοποιού η οπιοία πρόκειται να ερμηνεύσει τη Μήδεια, με μια κρατούμενη στις φυλακές η οποία σκότωσε τα τρία της παιδιά για να εκδικηθεί τον άνδρα της που την παράτησε.
Το 1980, με την ταινία «Στα 16 γνώρισα τον έρωτα» (Circle of two), ο Ζθιλ Ντασέν υπογράφει την τελευταία σκηνοθετική δουλειά του. Θέμα της το ανέφικτο της ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε έναν 60χρονο ζωγράφο και μία μαθήτρια λυκείου, με πρωταγωνιστές τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Τατούμ Ο΄Νιλ. Πάντως ο Ντασέν δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την ταινία. Μάλιστα, σε συνέντευξή του έχει πει «ήμασταν και οι δυο (σημ. Ντασέν και Μπάρτον) γι’ αυτήν την ‘τραγωδία’ που μας είχαν μπλέξει, ώστε πίναμε απ’ το πρωί ως το βράδυ για να ξεχάσουμε!». Μάστορας στον αφηγηματικό κινηματογράφο, ο Ντασέν, τον χρησιμοποίησε για να διερευνήσει τους κοινωνικούς του προβληματισμούς. Σκηνοθέτης των καταραμένων ανθρώπων, των ανθρώπων του περιθωρίου και του μόχθου πάντρεψε αισθητικά τον εξπρεσιονισμό με το νεορεαλισμό. Ταυτόχρονα, όμως, άγγιξε με την κάμερά του τα μεγάλα ανθρώπινα πάθη με μια βαθειά εξερεύνηση των χαρακτήρων. Πάνω απ’ όλα όμως, υπήρξε ένας συνεπής άνθρωπος, ένας αγνός ιδεαλιστής ο οποίος δεν υποχώρησε ποτέ, ένας αγωνιστής, όχι άτεγκτος, αλλά βαθύτατα τρυφερός.
Το 1980, με την ταινία «Στα 16 γνώρισα τον έρωτα» (Circle of two), ο Ζθιλ Ντασέν υπογράφει την τελευταία σκηνοθετική δουλειά του. Θέμα της το ανέφικτο της ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε έναν 60χρονο ζωγράφο και μία μαθήτρια λυκείου, με πρωταγωνιστές τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Τατούμ Ο΄Νιλ. Πάντως ο Ντασέν δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την ταινία. Μάλιστα, σε συνέντευξή του έχει πει «ήμασταν και οι δυο (σημ. Ντασέν και Μπάρτον) γι’ αυτήν την ‘τραγωδία’ που μας είχαν μπλέξει, ώστε πίναμε απ’ το πρωί ως το βράδυ για να ξεχάσουμε!». Μάστορας στον αφηγηματικό κινηματογράφο, ο Ντασέν, τον χρησιμοποίησε για να διερευνήσει τους κοινωνικούς του προβληματισμούς. Σκηνοθέτης των καταραμένων ανθρώπων, των ανθρώπων του περιθωρίου και του μόχθου πάντρεψε αισθητικά τον εξπρεσιονισμό με το νεορεαλισμό. Ταυτόχρονα, όμως, άγγιξε με την κάμερά του τα μεγάλα ανθρώπινα πάθη με μια βαθειά εξερεύνηση των χαρακτήρων. Πάνω απ’ όλα όμως, υπήρξε ένας συνεπής άνθρωπος, ένας αγνός ιδεαλιστής ο οποίος δεν υποχώρησε ποτέ, ένας αγωνιστής, όχι άτεγκτος, αλλά βαθύτατα τρυφερός.