Ο ταπεινός γίγαντας με τα γαλάζια μάτια
Ο Πωλ Νιούμαν γεννήθηκε στο Σέικερ Χάιτς, στην πολιτεία Οχάιο. Ήταν γιος της Τερέζα και του Άρθουρ Σ. Νιούμαν, που διατηρούσε ένα επιτυχημένο κατάστημα αθλητικών ειδών.Ο πατέρας του ήταν Εβραίος και η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια Σλοβάκων Καθολικών.Έδειξε ένα πρώιμο ενδιαφέρον για το θέατρο, το οποίο ενθάρρυνε η μητέρα του. Σε ηλικία επτά ετών, πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην υποκριτική, σε μια σχολική παράσταση. Όταν αποφοίτησε από το λύκειο το 1943, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο οικονομικά.Μετά τον πόλεμο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Κολλέγιο Κένυον, αποφοιτώντας το 1949. Αργότερα σπούδασε υποκριτική στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και υπό την εποπτεία του Λη Στράσμπεργκ στο Actors' Studio της Νέας Υόρκης. Έκανε το ντεμπούτο του σε θέατρο του Μπρόντγουεϊ, στην αυθεντική παραγωγή του έργου του Γουίλιαμ Ιντζ με τίτλο «Picnic». Κατόπιν συμμετείχε στο ανέβασμα των παραστάσεων «The Desperate Hours» και «Γλυκό Πουλί της Νιότης» με την Τζεραλντίν Πέιτζ. Αργότερα πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική εκδοχή του τελευταίου και πάλι με την Πέιτζ. Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν στο «Ασημένιο Δισκοπότηρο» (1954) Ακολούθησαν οι αναγνωρισμένοι ρόλοι στις ταινίες «Εμείς οι Ζωντανοί» (1956), ως μποξέρ Ρόκι Γκρατσιάνο,«Λυσσασμένη Γάτα» (1958) πλάι στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ, και «The Young Philadelphians» (1959), με την Μπάρμπαρα Ρας και τον Ρόμπερτ Βων. Συμμετείχε σε ένα δοκιμαστικό με τον Τζέιμς Ντην για την ταινία «Ανατολικά της Ε δέμ» (1955). Ο Ντην κέρδισε το ρόλο του Καλ, αλλά ο ρόλοςι του Νιούμαν δόθηκε στον Ρίτσαρντ Ντάβαλος. Την ίδια χρονιά ο Νιούμαν συμπρωταγωνίστησε με την Εύα Μαρί Σαίντ και το Φρανκ Σινάτρα σε μια ζωντανή και έγχρωμη μετάδοση του θεατρικού έργου του Θόρντον Γουάιλντερ με τίτλο «Η πόλη μας».
Ο Νιούμαν ήταν ένας από τους λίγους ηθοποιούς που έκαναν με επιτυχία τη μετάβαση από το σινεμά της δεκαετίας του ’50 σε αυτό των δεκαετιών ’60 και ’70. Η επαναστατική του περσόνα είχε πέραση στην επόμενη γενιά. Πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Έξοδος» (1960), «Ο κόσμος είναι δικός μου» (1961), «Άγριος Σαν Θύελλα» (1963), «Ο Μεγάλος Δραπέτης» (1967), «Ο Πύργος της Κολάσεως» (1974), «Άγριο Παιχνίδι» (1977) και «Η Ετυμηγορία» (1982). Με τον ηθοποιό Ρόμπερτ Ρέντφορντ και το σκηνοθέτη Τζωρτζ Ρόι Χιλ συμμάχησε δύο φορές, για τις δυο υπερεπιτυχημένες ταινίες «Οι Δύο Ληστές» (1969) και «Το Κεντρί» (1973). Πραγματοποίησε κοινές εμφανίσεις με τη σύζυγό του, Τζοάν Γούντγουορντ, την οποία σκηνοθέτησε σε τέσσερις ταινίες. Εικοσιπέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας «Ο κόσμος είναι δικός μου!», ο Νιούμαν εμφανίστηκε και πάλι στο ρόλο του «Γρήγορου» Έντυ Φέλσον στην ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, «Το χρώμα του χρήματος» (1986) για την οποία έλαβε το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου..Έλαβε, επίσης 2 τιμητικά όσκαρ, 9 υποψηφιότητες, 6 Χρυσές Σφαίρες, ένα Βραβείο SAG, ένα BAFTA και ένα Έμμυ.Το 2003, εμφανίστηκε σε μια θεατρική παράσταση του Μπρόντγουεϊ, την επανέκδοση του έργου του Θόρντον Γουάιλντερ, «Η πόλη μας». Έλαβε την πρώτη του υποψηφιότητα για Τόνυ για την ερμηνεία του. Το PBS και το κανάλι της καλωδιακής τηλεόρασης Showtime μετέδωσαν μια μαγνητοσκόπηση της παράστασης, οπότε ο Νιούμαν έλαβε επίσης υποψηφιότητα για Έμμυ. Η τελευταία του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν στο ρόλο του αφεντικού μιας οργάνωσης παρανόμων στην ταινία «Ο Δρόμος της Απώλειας», στο πλευρό του Τομ Χανκς, ενώ δάνειζε τη φωνή του για ταινίες. Ο Νιούμαν ανακοίνωσε πως θα αποσυρθεί πλήρως από την ηθοποιία στις 25 Μαΐου 2007. Υποστήριξε πως αισθάνεται ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να ασκεί την υποκριτική στο επίπεδο που θα επιθυμούσε. «Αρχίζεις να χάνεις τη μνήμη σου, αρχίζεις να χάνεις την αυτοπεποίθησή σου, αρχίζεις να χάνεις την εφευρετικότητά σου. Οπότε νομίζω πως αυτό είναι πια ένα κλεισμένο βιβλίο για μένα."
Είχε παντρευτεί δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την Τζάκι Γουίτε, από το 1949 έως το 1958. Μαζί απέκτησαν ένα γιο, το Σκοτ (1950), και δύο κόρες, τη Σούζαν Κένταλ και τη Στέφανι. Ο Σκοτ Νιούμαν απεβίωσε το Νοέμβρη του 1978 από υπερβολική χρήση ναρκωτικών . Ο πατέρας του ίδρυσε ένα κέντρο πρόληψης που φέρει το όνομα του γιου του. Παντρεύτηκε την δεύτερη σύζυγο του, ηθοποιό Τζοάν Γούντγουορντ στις 29 Ιανουαρίου 1958. Μακριά από το Χόλυγουντ διατηρούσαν το σπίτι τους στο Γουέστπορτ, Κονέκτικατ Απέκτησαν τρεις κόρες: την Έλινορ “Νελ” Τερέζα (1959), τη Μελίσα “Λίσυ” Στούαρτ (1961) και την Κλαιρ “Κλέα” Ολίβια (1965). Οι δύο ηθοποιοί υπήρξαν από τα μακροβιότερα ζευγάρια του Χόλιγουντ. Το περιοδικό Playboy τον είχε ρωτήσει εάν είχε μπει ποτέ στον πειρασμό να απατήσει τη γυναίκα του και ο Πολ Νιούμαν είχε απαντήσει:" όταν έχω μπριζόλα στο σπίτι γιατί να φάω έξω χάμπουργκερ; "Παρά το γεγονός ότι έγινε ίνδαλμα πολύ σύντομα ο Νιούμαν ήταν γνωστός για την απέχθεια του σχετικά με τη ζωή στο Χόλιγουντ. Τα πρώτα βήματά του συγκρίνονταν με αυτά του συγχρόνου του, Μάρλον Μπράντο, τον οποίο και δεν συμπαθούσε. Επιπλέον, ο Νιούμαν είχε την αξιοσημείωτη για αστέρα του κινηματογράφου μονογαμική στάση και έδειξε αφοσίωση στη σύζυγο και τα παιδιά του .Την ημέρα του γάμου τους ο διάσημος ηθοποιός έγραψε ένα γράμμα προς την αγαπημένη του, στο οποίο αναδεικνύει τα μυστικά ενός επιτυχημένου γάμου.
«Η ευτυχία στο γάμο δεν είναι κάτι το οποίο απλώς τυχαίνει. Ένας καλός γάμος πρέπει να οικοδομηθεί, να δημιουργηθεί. Στα πλαίσια του έγγαμου βίου τα μικρά πράγματα γίνονται μεγάλα. Ποτέ δεν είναι αργά να κρατιόμαστε χέρι – χέρι. Να λέμε ‘σ’ αγαπώ’ τουλάχιστον μία φορά την ημέρα. Να μην πηγαίνουμε για ύπνο μαλωμένοι. Σε καμία περίπτωση να μην λαμβάνουμε τις πράξεις του άλλου ως δεδομένες. Το φλέρτ και η φροντίδα δεν πρέπει να τελειώνουν αμέσως μετά τον μήνα του μέλιτος. Πρέπει να διαρκούν μια ζωή.Ίδιοι σκοποί και στόχοι. Δίπλα δίπλα να περπατάμε στη ζωή. Να σχηματίζουμε έναν κύκλο αγάπης που θα κρατήσει όλη την οικογένεια. Να κάνουμε κάτι ο ένας για τον άλλον, όχι ως καθήκον ή θυσία, αλλά για λόγους αγάπης. Με πάθος να προφέρουμε λόγια ευγνωμοσύνης και χαράς. Δεν χρειάζεται να ‘βλέπουμε’ φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι του συζύγου ή να φανταζόμαστε τη σύζυγο ως άγγελο με φτερά. Δεν χρειάζεται να εξιδανικεύουμε ο ένας τον άλλον. Είναι όμως απαραίτητο να αναπτύξουμε την ευελιξία, την υπομονή, την κατανόηση και την αίσθηση του χιούμορ. Να μάθουμε να συγχωρούμε και να ξεχνάμε. Να δημιουργούμε ο ένας στον άλλον μία ατμόσφαιρα όπου ο καθένας θα μπορεί να αναπτύσσεται. Να βρίσκουμε χρόνο για πνευματική ανάπτυξη (συζητήσεις για πνευματικά θέματα). Είναι αναγκαία η εξερεύνηση από κοινού, για το καλό και για το όμορφο. Σχέση στην οποία η ανεξαρτησία είναι κοινή και για τους δύο, η εξάρτηση είναι αμοιβαία, αμοιβαίες και οι υποχρεώσεις. Η ουσία δεν είναι απλώς να παντρευτούμε το σωστό άτομο. Η ουσία είναι να είμαστε τα σωστά άτομα και απαραίτητα ο ένας για τον άλλον.»!
Έδειξε για πρώτη φορά ενδιαφέρον για τους αγώνες αυτοκινήτων («το πρώτο πράγμα στο οποίο ανακάλυψα ποτέ ότι είχα κάποια χάρη») ενώ έκανε προπόνηση και πραγματοποιούσε γυρίσματα για την ταινία το 1969, «Ο Νικητής». Ο πρώτος επαγγελματικός αγώνας στον οποίο συμμετείχε ήταν το 1972, στο Τόμσον του Κονέκτικατ. Το 1979 έκανε τις 24 ώρες του Λε Μαν, όπου τερμάτισε δεύτερος με μια Πόρσε 935 του Ντικ Μπαρμπούρ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδηγούσε για την ομάδα Bob Sharp, κυρίως με αυτοκίνητα της Nissan. Το όνομά του συνδέθηκε ιδιαίτερα με την εταιρία κατά τη δεκαετία του 80, και εμφανίστηκε και διαφημίσεις αυτοκινήτων της. Στην ηλικία των 70, έγινε ο γηραιότερος οδηγός που αποτέλεσε μέλος νικηφόρας ομάδας σε σημαντικό γεγονός, και συγκεκριμένα στις 24 ώρες της Ντειτόνα, το 1995. Ο Νιούμαν είπε σε δημοσιογράφο του Associated Press το Μάρτιο του 2005, ότι πιθανώς θα συνέχιζε για ένα χρόνο ακόμη.
Ήταν δηλωμένος οπαδός των Δημοκρατικών και αυτό τον είχε κάνει έναν από τους «εχθρούς» του Πρόεδρου Νίξον. «Είναι ένα από τα επιτεύγματα μου για το οποίο αισθάνομαι ιδιαίτερα περήφανος», θα έλεγε αργότερα στον Τύπο. Με το συγγραφέα Α.Ε. Χότσνερ, ο Νιούμαν ίδρυσε την Newman's Own, μια σειρά τροφίμων, τα κέρδη της οποίας το 1982 δώρισε σε φιλανθρωπίες. Συνέγραψαν ένα βιβλίο για το σκοπό αυτό με τίτλο «Shameless Exploitation in Pursuit of the Common Good» («Αναίσχυντη Εκμετάλλευση σε Αναζήτηση του Κοινού Καλού»). Ο ίδιος επινόησε διάφορες συνταγές για σάλτσες και ποπ-κορν οι οποίες είχαν μεγάλη επιτυχία. «Μη με λες ηθοποιό, πες ότι είμαι ένας άνθρωπος που πουλάει σάλτσες για σαλάτες», είχε πει σε έναν δημοσιογράφο. Ανάμεσά σε άλλους, από τη φιλανθρωπία του Νιούμαν επωφελείται και μια καλοκαιρινή κατασκήνωση για παιδιά με σοβαρά προβλήματα υγείας στο Κονέκτικατ. Συνιδρυτής της είναι ο ίδιος ο Νιούμαν και της έδωσε το όνομά της από τη συμμορία που είχαν με το Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην ταινία «Οι Δυο Ληστές» (1969). Η ιδέα εξελίχθηκε σε μια αλυσίδα κατασκηνώσεων στις Η.Π.Α., την Ιρλανδία, τη Γαλλία και το Ισραήλ. Τον Ιούνιο του 1999 ο Νιούμαν προσέφερε $250.000 για την ανακούφιση των προσφύγων του Κοσόβου.
Ο Νιούμαν επρόκειτο να αναλάβει την πρώτη του δουλειά ως σκηνοθέτης θεατρικού έργου στο Westport Country Playhouse, και συγκεκριμένα στο ανέβασμα του έργου του Τζον Στάινμπεκ, «Άνθρωποι και Ποντίκια». Ωστόσο αποσύρθηκε στις 23 Μαΐου 2008, επικαλούμενος προβλήματα υγείας Τον Ιούνιο του 2008 διαδόθηκε πως ο ηθοποιός, πρώην μανιώδης καπνιστής, διαγνώστηκε με καρκίνο των πνευμόνων . Οι φωτογραφίες του της εποχής τον εμφανίζουν αποδυναμωμένο Ο εκπρόσωπος του Νιούμαν μετέφερε στους δημοσιογράφους πως ο δημοφιλής ηθοποιός ήταν καλά, αλλά απέφυγε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις φήμες. Απεβίωσε στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. «Κάποιες φορές ο Θεός δημιουργεί τέλειους ανθρώπους και ο Πολ Νιούμαν ήταν ένας από αυτούς», δήλωσε η ηθοποιός Σάλι Φιλντ. «Πιστεύω ότι όλοι γνώριζαν το εκπληκτικό φιλανθρωπικό του έργο και τον τρόπο που κατάφερνε να μεταμορφώνεται από θρυλικός κινηματογραφικός αστέρας σε ανθρωπιστή και εργάτη της φιλανθρωπίας», είπε ο σκηνοθέτης Σαμ Μέντες. «Ο Πολ Νιούμαν ήταν ένας σπουδαίος, ταπεινός γίγαντας. Ελεγε ότι όλα οφείλονται στην τύχη, αλλά εμείς οι υπόλοιποι γνωρίζουμε ότι ήταν το ταλέντο του, το πνεύμα και η γενναιόδωρη καρδιά του που τον έκαναν τον σταρ που ήταν», σημείωσε ο Κέβιν Σπέισι.
Ο ίδιος είχε πει: «Θα ήθελα να με θυμούνται σαν έναν άντρα που προσπάθησε να βοηθήσει τους ανθρώπους να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, που προσπάθησε να είναι ευπρεπής στη ζωή του, που προσπάθησε να επεκτείνει τον εαυτό του ως ανθρώπινο ον. Σαν κάποιον που δεν εφησυχάζει και δεν κωλώνει». Κι έτσι θα τον θυμούνται όλοι όσοι τον γνώρισαν εντός και εκτός οθόνης.