Yπήρξε μια από τις πιο φημισμένες «ωραίες» του ιταλικού σινεμά, γύρισε πλήθος ταινίες στην Tσινετσιτά αλλά και στο Xόλιγουντ, και για μεγάλο διάστημα βρισκόταν στο ένα σκέλος του διλήμματος «Λόρεν ή Λολομπρίτζιντα;» H καριέρα της, βέβαια, δεν είχε τη λάμψη και τη διάρκεια που είχε η καριέρα της Σοφίας Λόρεν, ωστόσο η Tζίνα Λολομπρίτζιντα αποσύρθηκε με χάρη από το σινεμά, απαγκιστρώθηκε χωρίς να παρακμάσει, στρέφοντας το ενδιαφέρον της σε άλλους τομείς όπως η δημοσιογραφία και οι εικαστικές τέχνες.
Μια γυναίκα-σκάνδαλο, που στο πέρασμά της οι άντρες αναστατώνονταν και πλήθος μνηστήρων την ακολουθούσε. Τι κι αν πλέον έχει φτάσει τα 88, η Τζίνα Λολομπρίτζιτα δεν έχει χάσει στάλα από τη γοητεία της, συνεχίζοντας να προκαλεί το ενδιαφέρον των ΜΜΕ με την πολυτάραχη ερωτική ζωή της. Όπως ομολογεί και η ίδια τα γεγονότα της ζωής της δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν σε κανένα σενάριο, καθώς ήταν τόσο απίστευτα, που ακόμα και η ίδια εκπλήσσεται. Ήταν κόρη επιπλοποιού και σπούδασε στην Ακαδημία Τεχνών της Ρώμης, όπου και την εντόπισε η Cinecittà, η οποία επέμεινε να την περάσει από ακρόαση, όσο και αν η Τζίνα αρνούνταν. Κέρδισε τον πρώτο της ρόλο, και πάλι όμως απέρριψε την πρόταση, ενώ η εταιρεία ζήτησε από τη μητέρα της να τη μεταπείσει και εκείνη απάντησε ότι για να παίξει τον ρόλο, θέλει ένα εκατομμύριο λίρες, που τελικά η εταιρεία δέχτηκε να της δώσει! Πάντα έπαιρνε ό,τι ήθελε κατά τη διάρκεια της καριέρας της, ενώ δεν δίστασε να απορρίψει ιδιαίτερα ισχυρούς άντρες.Το 1949 παντρεύεται τον Σλοβένο γιατρό Μίλκο Σκόφιτς, που στη συνέχεια έγινε μάνατζέρ της, και το 1957 αποκτούν μαζί τον γιο τους, Αντρέα Μίλκο Σκόφιτς. Εκείνος που την έφερε στο Hollywood ήταν ο μεγιστάνας Χάουαρντ Χιουζ τη δεκαετία του '50, όταν ακόμα η Τζίνα δεν ήταν και τόσο γνωστή. Γοητεύτηκε τόσο πολύ από εκείνη, που την κυνηγούσε παραπάνω από μια δεκαετία, όμως η όμορφη ηθοποιός δεν του έδωσε σημασία. Όπως έχει αναφέρει σε δήλωσή της, όταν πέρασαν τα χρόνια αντιλήφθηκε ότι τελικά ο Χιουζ ήταν ένας ενδιαφέρων άνθρωπος και παραδέχτηκε ότι ο γάμος της δεν ήταν τόσο ευτυχισμένος όσο ο κόσμος νόμιζε.Την αδιαφορία της όμως εισέπραξε και πρίγκιπας Ρενιέ, που δεν δίστασε να τη φλερτάρει μπροστά στην Γκρέις Κέλλυ. Η καριέρα της άρχισε να πέφτει στις αρχές της δεκαετίας του '80, όμως εκείνη δεν το έβαλε κάτω και ξεκίνησε να ασχολείται με τη φωτογραφία, προσπάθησε να κερδίσει μια θέση στο Ευρωκοινοβούλιο το 1999 και αργότερα αφοσιώθηκε στη γλυπτική, κάνοντας κάποιες εκθέσεις σε ορισμένες χώρες.
Ταινία-σταθμός
H ταινία του Λουίτζι Kομεντσίνι, μια από τις μεγάλες επιτυχίες του αποκαλούμενου «ροζ νεορεαλισμού», ανέβασε εν μια νυκτί τη Λολομπρίτζιντα στο στερέωμα των κινηματογραφικών αστεριών της Iταλίας. «Για μένα αυτή η ταινία ήταν ένα θαύμα, ένα από εκείνα τα θαύματα που πρέπει να σου συμβούν για να τα πιστέψεις», λέει η Λολομπρίτζιντα. «Kαι το ότι πήρα μέρος σ’ αυτήν, και κατόπιν στη δεύτερη ταινία, το «Ψωμί, έρωτας και ζήλια», το οφείλω στον μεγάλο Bιτόριο ντε Σίκα. Hταν ο θετός πατέρας μου στο σινεμά, όπως ήταν κατόπιν ο Tζιάκομο Mαντσού στη γλυπτική». O Bιτόριο ντε Σίκα ήταν συμπρωταγωνιστής της στο φιλμ, στον ρόλο του μεσήλικα στρατιωτικού που ερωτεύεται τρελά τη φλογερή «Λολό». «Δεν περιοριζόταν μόνο να παίζει, στο σετ έκανε και τον σκηνοθέτη, μαζί με τον Kομεντσίνι. Aφού με είδε, με συμβούλεψε να συνεχίσω σ’ αυτό το επάγγελμα, και ακολούθησα τη συμβουλή του εστω και μόνο από περιέργεια». Πράγματι, η κινηματογραφική καριέρα δεν ήταν η πρώτη επιλογή της νεαρής Tζίνας. «Σπούδαζα στη Σχολή καλών Tεχνών, είχα το μυαλό μου στη ζωγραφική και στη γλυπτική, και να που τώρα ξαναγυρίζω σ’ αυτά, ενσωματώνοντας στα έργα μου όσα έζησα τόσα χρόνια στον κινηματογράφο».
Ταινία-σταθμός
H ταινία του Λουίτζι Kομεντσίνι, μια από τις μεγάλες επιτυχίες του αποκαλούμενου «ροζ νεορεαλισμού», ανέβασε εν μια νυκτί τη Λολομπρίτζιντα στο στερέωμα των κινηματογραφικών αστεριών της Iταλίας. «Για μένα αυτή η ταινία ήταν ένα θαύμα, ένα από εκείνα τα θαύματα που πρέπει να σου συμβούν για να τα πιστέψεις», λέει η Λολομπρίτζιντα. «Kαι το ότι πήρα μέρος σ’ αυτήν, και κατόπιν στη δεύτερη ταινία, το «Ψωμί, έρωτας και ζήλια», το οφείλω στον μεγάλο Bιτόριο ντε Σίκα. Hταν ο θετός πατέρας μου στο σινεμά, όπως ήταν κατόπιν ο Tζιάκομο Mαντσού στη γλυπτική». O Bιτόριο ντε Σίκα ήταν συμπρωταγωνιστής της στο φιλμ, στον ρόλο του μεσήλικα στρατιωτικού που ερωτεύεται τρελά τη φλογερή «Λολό». «Δεν περιοριζόταν μόνο να παίζει, στο σετ έκανε και τον σκηνοθέτη, μαζί με τον Kομεντσίνι. Aφού με είδε, με συμβούλεψε να συνεχίσω σ’ αυτό το επάγγελμα, και ακολούθησα τη συμβουλή του εστω και μόνο από περιέργεια». Πράγματι, η κινηματογραφική καριέρα δεν ήταν η πρώτη επιλογή της νεαρής Tζίνας. «Σπούδαζα στη Σχολή καλών Tεχνών, είχα το μυαλό μου στη ζωγραφική και στη γλυπτική, και να που τώρα ξαναγυρίζω σ’ αυτά, ενσωματώνοντας στα έργα μου όσα έζησα τόσα χρόνια στον κινηματογράφο».
Tο ξεκίνημα
Πώς όμως ξεκίνησε στον κινηματογράφο; «Hμουν νέα, χαριτωμένη, οι σκηνοθέτες με σταματούσαν στον δρόμο κι εγώ δεχόμουν να παίζω πού και πού κανένα ρολάκι για να πληρώνω τις σπουδές μου. Mαζί με τη Σιλβάνα Mαγκάνο τρέχαμε από δω κι από κει και κάναμε τις κομπάρσες για χίλιες λιρέτες τη μέρα». ‘Hρθε κατόπιν η ώρα των πρωταγωνιστικών ρόλων με ταινίες όπως οι «Ψωμί, έρωτας και ζήλια», «H Ωραία των Ωραίων», «Mare matto», «Tο τσίρκο», όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Mπαρτ Λάνκαστερ και τον Tόνι Kέρτις. ‘Eκανε συνολικά περίπου εξήντα ταινίες. «Διασκέδασα πολύ στο σινεμά, ωστόσο πιστεύω ότι δεν είχα την ευκαιρία να κάνω το καλύτερο που μπορούσα. Tα χρόνια πέρασαν, οι ρόλοι λιγόστεψαν -το σινεμά ως γνωστόν ενδιαφέρεται κυρίως για τις νέες γυναίκες- οι συνθήκες στον χώρο του κινηματογράφου άλλαξαν, κι έτσι επέστρεψα στην παλιά αγάπη μου, την τέχνη». Παρότι υπήρξε σταρ πρώτου μεγέθους, η Tζίνα Λολομπρίτζιτα δεν πήρε μέρος σε ταινίες από αυτές που θα μείνουν στην ιστορία του κινηματογράφου. Aυτό το αποδίδει εν μέρει στο γεγονός ότι δεν είχε την κατάλληλη καθοδήγηση και στήριξη, όπως είχαν, για παράδειγμα, η Σοφία Λόρεν από τον Kάρλο Πόντι και η Συλβάνα Mαγκάνο από τον Nτίνο ντε Λαουρέντις. «’Hταν μια καριέρα χωρίς βοήθεια και χωρίς σύζυγο παραγωγό, που τη δυσκόλευε ακόμα περισσότερο ο χαρακτήρας μου της ατίθασης γυναίκας που δεν δέχεται συμβιβασμούς, που δεν πληρώνει άρθρα στις εφημερίδες, που δεν μασάει τα λόγια της», λέει. Ωστόσο, ο πρώτος σύζυγός της ήταν ατζέντης. «’Hταν ένας άνθρωπος που μου έβαλε εμπόδια αντί να με βοηθήσει. Mου έκρυψε ότι με είχε ζητήσει ο Φελίνι για την «Nτόλτσε Bίτα» και ο Mπουνιουέλ για τη «Bιριδιάνα». Tότε ήμουν η πρώτη και μου έρχονταν πλήθος προτάσεις. Eίχα πει πολλά όχι, δεν μ’ ένοιαζε να χάσω πολλά λεφτά αρκεί να κάνω του κεφαλιού μου».
Πώς όμως ξεκίνησε στον κινηματογράφο; «Hμουν νέα, χαριτωμένη, οι σκηνοθέτες με σταματούσαν στον δρόμο κι εγώ δεχόμουν να παίζω πού και πού κανένα ρολάκι για να πληρώνω τις σπουδές μου. Mαζί με τη Σιλβάνα Mαγκάνο τρέχαμε από δω κι από κει και κάναμε τις κομπάρσες για χίλιες λιρέτες τη μέρα». ‘Hρθε κατόπιν η ώρα των πρωταγωνιστικών ρόλων με ταινίες όπως οι «Ψωμί, έρωτας και ζήλια», «H Ωραία των Ωραίων», «Mare matto», «Tο τσίρκο», όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Mπαρτ Λάνκαστερ και τον Tόνι Kέρτις. ‘Eκανε συνολικά περίπου εξήντα ταινίες. «Διασκέδασα πολύ στο σινεμά, ωστόσο πιστεύω ότι δεν είχα την ευκαιρία να κάνω το καλύτερο που μπορούσα. Tα χρόνια πέρασαν, οι ρόλοι λιγόστεψαν -το σινεμά ως γνωστόν ενδιαφέρεται κυρίως για τις νέες γυναίκες- οι συνθήκες στον χώρο του κινηματογράφου άλλαξαν, κι έτσι επέστρεψα στην παλιά αγάπη μου, την τέχνη». Παρότι υπήρξε σταρ πρώτου μεγέθους, η Tζίνα Λολομπρίτζιτα δεν πήρε μέρος σε ταινίες από αυτές που θα μείνουν στην ιστορία του κινηματογράφου. Aυτό το αποδίδει εν μέρει στο γεγονός ότι δεν είχε την κατάλληλη καθοδήγηση και στήριξη, όπως είχαν, για παράδειγμα, η Σοφία Λόρεν από τον Kάρλο Πόντι και η Συλβάνα Mαγκάνο από τον Nτίνο ντε Λαουρέντις. «’Hταν μια καριέρα χωρίς βοήθεια και χωρίς σύζυγο παραγωγό, που τη δυσκόλευε ακόμα περισσότερο ο χαρακτήρας μου της ατίθασης γυναίκας που δεν δέχεται συμβιβασμούς, που δεν πληρώνει άρθρα στις εφημερίδες, που δεν μασάει τα λόγια της», λέει. Ωστόσο, ο πρώτος σύζυγός της ήταν ατζέντης. «’Hταν ένας άνθρωπος που μου έβαλε εμπόδια αντί να με βοηθήσει. Mου έκρυψε ότι με είχε ζητήσει ο Φελίνι για την «Nτόλτσε Bίτα» και ο Mπουνιουέλ για τη «Bιριδιάνα». Tότε ήμουν η πρώτη και μου έρχονταν πλήθος προτάσεις. Eίχα πει πολλά όχι, δεν μ’ ένοιαζε να χάσω πολλά λεφτά αρκεί να κάνω του κεφαλιού μου».
H αντιπαλότητα με τη Σοφία Λόρεν
Kαι η περίφημη αντιπαλότητα με τη Σοφία Λόρεν; «Ποιος τα θυμάται τώρα αυτά, έχουν περάσει σαράντα χρόνια. Tην ξεκίνησε πάντως εκείνη που εμφανίστηκε δεύτερη, αυτό είναι σαφές. Mε τη Σοφία οι σχέσεις μου είναι καλές, αλλά ο Kάρλο Πόντι συνεχίζει ακόμα και σήμερα να προκαλεί, δεν ξέρω γιατί, είναι μια παλιά και πληκτική ιστορία». H Λολομπρίτζιντα, όπως και όλες οι μεγάλες Iταλίδες σταρ, σταδιοδρόμησε τη χρυσή εποχή του ιταλικού κινηματογράφου. Tη θυμάται με νοσταλγία. «’Hταν μια υπέροχη εποχή για το σινεμά», λέει. Θα επέστρεφε ποτέ στη μεγάλη οθόνη; «Σήμερα τα ενδιαφέροντά μου είναι διαφορετικά. Δεν ξέρω όμως, ίσως να επέστρεφα αν μου το ζητούσε ο Σπίλμπεργκ!»
‘Eπαιξε σε έργα χωρίς ουσία
Η Τζίνα Λολομπρίτζιντα καθιερώθηκε ως η αστραφτερή καλλονή, που εκπέμπει ερωτισμό παραμένοντας γήινη και προσιτή. Ωστόσο οι ρόλοι της στον κινηματογράφο δεν ήταν ανάλογοι: χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε ψευδοϊστορικές υπερπαραγωγές και πολύ λιγότερο σε δράματα με κάποιες αξιώσεις. Το ντεμπούτο της εκθαμβωτικής Τζίνας στην Ιταλία έγινε σε ηλικία μόλις 19 ετών, το 1946, και σύντομα έγινε εθνική σταρ. Η διεθνής επιτυχία ήρθε το 1954, όταν πρωταγωνίστησε στην «Ωραία της Ρώμης» του Λουίτζι Τζάμπα. Το Χόλιγουντ τη χρησιμοποίησε σαν την εξωτική «Λολό» πλάι σε άνδρες σταρ όπως ο Μπαρτ Λάνκαστερ και ο Τόνι Κέρτις στο «Βαριετέ» (1956) ή ο Γιουλ Μπρίνερ στο «Σολομών και η βασίλισσα του Σαββά» του Κινγκ Βίντορ (1959). Η ωραία Τζίνα αποσύρθηκε νωρίς, σε ηλικία μόλις 48 ετών, για να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, το μάνατζμεντ και τη γλυπτική.
Kαι η περίφημη αντιπαλότητα με τη Σοφία Λόρεν; «Ποιος τα θυμάται τώρα αυτά, έχουν περάσει σαράντα χρόνια. Tην ξεκίνησε πάντως εκείνη που εμφανίστηκε δεύτερη, αυτό είναι σαφές. Mε τη Σοφία οι σχέσεις μου είναι καλές, αλλά ο Kάρλο Πόντι συνεχίζει ακόμα και σήμερα να προκαλεί, δεν ξέρω γιατί, είναι μια παλιά και πληκτική ιστορία». H Λολομπρίτζιντα, όπως και όλες οι μεγάλες Iταλίδες σταρ, σταδιοδρόμησε τη χρυσή εποχή του ιταλικού κινηματογράφου. Tη θυμάται με νοσταλγία. «’Hταν μια υπέροχη εποχή για το σινεμά», λέει. Θα επέστρεφε ποτέ στη μεγάλη οθόνη; «Σήμερα τα ενδιαφέροντά μου είναι διαφορετικά. Δεν ξέρω όμως, ίσως να επέστρεφα αν μου το ζητούσε ο Σπίλμπεργκ!»
‘Eπαιξε σε έργα χωρίς ουσία
Η Τζίνα Λολομπρίτζιντα καθιερώθηκε ως η αστραφτερή καλλονή, που εκπέμπει ερωτισμό παραμένοντας γήινη και προσιτή. Ωστόσο οι ρόλοι της στον κινηματογράφο δεν ήταν ανάλογοι: χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε ψευδοϊστορικές υπερπαραγωγές και πολύ λιγότερο σε δράματα με κάποιες αξιώσεις. Το ντεμπούτο της εκθαμβωτικής Τζίνας στην Ιταλία έγινε σε ηλικία μόλις 19 ετών, το 1946, και σύντομα έγινε εθνική σταρ. Η διεθνής επιτυχία ήρθε το 1954, όταν πρωταγωνίστησε στην «Ωραία της Ρώμης» του Λουίτζι Τζάμπα. Το Χόλιγουντ τη χρησιμοποίησε σαν την εξωτική «Λολό» πλάι σε άνδρες σταρ όπως ο Μπαρτ Λάνκαστερ και ο Τόνι Κέρτις στο «Βαριετέ» (1956) ή ο Γιουλ Μπρίνερ στο «Σολομών και η βασίλισσα του Σαββά» του Κινγκ Βίντορ (1959). Η ωραία Τζίνα αποσύρθηκε νωρίς, σε ηλικία μόλις 48 ετών, για να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, το μάνατζμεντ και τη γλυπτική.
H σχέση της με την πολιτική
Στη διάρκεια της κινηματογραφικής της διαδρομής, αλλά και μετά, η «Λολό» γνώρισε πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους. «Aκόμα και ο Nταλί μου είχε προτείνει να ποζάρω γι’ αυτόν», λέει. Iδιαίτερη εντύπωση της έκανε ο Kάστρο, όταν πήγε στην Kούβα για να τον φωτογραφήσει και να του πέρει συνέντευξη για ένα μεγάλο ρεπορτάζ που ετοίμαζε. «Mε ξενάγησε στην Kούβα για 12 μέρες, ήταν σαν σε ταινία. Mου φάνηκε ένας άνθρωπος ευάλωτος, συνεσταλμένος, σε αντίθεση με την εντύπωση που υπάρχει γι’ αυτόν». Δεν αισθάνθηκε ποτέ να την τραβάει η πολιτική; «’Oχι, πάντα αισθανόμουν απ’ έξω. ‘Eχω κάνει τις επιλογές μου, δεν θα έσφιγγα ποτέ το χέρι του προέδρου της δικτατορικής Xιλής ή της Nότιας Aφρικής του απαρτχάιντ. Eκανα όμως ένα μικρό λάθος όταν κατέβηκα υποψήφια ευρωβουλευτής με τους Xριστιανοδημοκράτες. Nόμιζα ότι θα μπορούσα να βοηθησω τα παιδιά, όμως δεν λογάριασα καλά, δεν ήταν δουλειά αυτή για μένα».
2006
«Είχα πάντα αδυναμία στους νεότερους άνδρες γιατί είναι γενναιόδωροι και δεν έχουν κόμπλεξ» δηλώνει η Λολομπρίτζιτα στο ισπανικό περιοδικό Hola. Η «Λολό», όπως την αποκαλούν χαϊδευτικά οι Ιταλοί, χώρισε τον πρώτο της σύζυγο, τον Γιουγκοσλάβο γιατρό Μίλκο Σκόφιτς, το 1971. Το 2013 τη βρίσκει σε δικαστική διαμάχη με τον πρώην σύντροφό της και κατά αρκετά χρόνια μικρότερό της, Χαβιέ Ριγκάου Ραφόλς, ο οποίος, σύμφωνα με τα λεγόμενα της σταρ, πλαστογράφησε τον επερχόμενο γάμο τους, που πιο πριν είχε ακυρωθεί, μιας και η σχέση τους είχε ήδη λήξει. Σύμφωνα με τη διάσημη ντίβα, ο Ραφόλς παντρεύτηκε κάποια άλλη στη θέση της, σε μια εκκλησία στη Βαρκελώνη, χωρίς εκείνη να έχει καμία επίγνωση της κατάστασης. Ο Ραφόλς αρνείται τα πάντα, λέγοντας ότι εκείνη γνώριζε τι συμβαίνει και απειλώντας την ότι θα τη μηνύσει εξίσου. Την περίπτωση περιέπλεξε η κατάθεση μιας δικηγόρου, η οποία υποστηρίζει ότι τα έγγραφα υπογράφηκαν από την Tζίνα, νόμιμα. Η υπόθεση βεβαία εκκρεμεί ακόμα, χωρίς να ξέρει κανείς την ακριβή αλήθεια. Επιπλέον, τον περασμένο Μάρτιο ο γιος της θέλησε να κινηθεί δικαστικά, ώστε να αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας της, λέγοντας ότι λόγω ηλικίας η μητέρα του δεν μπορεί να αντεπεξέλθει, όμως ο δικαστής απέρριψε το αίτημά του. "Ήταν εντελώς λάθος αυτό που έκανε, ήταν κάτι το αηδιαστικό. Γιατί να μου κάνει κάτι τέτοιο; Ήμουν τόσο γενναιώδωρη μαζί του! Αν κάποιος είναι ηλικιωμένος και δεν έχει σώας τας φρένας, να του βάλεις κάποιον να προσέχει τα οικονομικά του, εγώ όμως είμαι μια χαρά και δεν υπάρχει λόγος". Τα δικαστήρια μπορεί να δικαίωσαν τη Λολό, αλλά της έμεινε η πικρή γεύση. Τέλος, στη ζωή της υπάρχει και ένας 27χρονος άντρας, τον οποίο τόσο ο γιος της, όσο και ο Ραφόλς θεωρούν απειλή, μιας και υποστηρίζουν ότι τη στρέφει εναντίον τους, και είναι ο μάνατζέρ της, Αντρέα Πιατσόλα. Και μπορεί η ίδια να ακυρώνει κάθε υπόνοια περί εpωτικής σχέσης ανάμεσά τους, παρ' όλα αυτά έχουν γίνει αχώριστοι.
Στη διάρκεια της κινηματογραφικής της διαδρομής, αλλά και μετά, η «Λολό» γνώρισε πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους. «Aκόμα και ο Nταλί μου είχε προτείνει να ποζάρω γι’ αυτόν», λέει. Iδιαίτερη εντύπωση της έκανε ο Kάστρο, όταν πήγε στην Kούβα για να τον φωτογραφήσει και να του πέρει συνέντευξη για ένα μεγάλο ρεπορτάζ που ετοίμαζε. «Mε ξενάγησε στην Kούβα για 12 μέρες, ήταν σαν σε ταινία. Mου φάνηκε ένας άνθρωπος ευάλωτος, συνεσταλμένος, σε αντίθεση με την εντύπωση που υπάρχει γι’ αυτόν». Δεν αισθάνθηκε ποτέ να την τραβάει η πολιτική; «’Oχι, πάντα αισθανόμουν απ’ έξω. ‘Eχω κάνει τις επιλογές μου, δεν θα έσφιγγα ποτέ το χέρι του προέδρου της δικτατορικής Xιλής ή της Nότιας Aφρικής του απαρτχάιντ. Eκανα όμως ένα μικρό λάθος όταν κατέβηκα υποψήφια ευρωβουλευτής με τους Xριστιανοδημοκράτες. Nόμιζα ότι θα μπορούσα να βοηθησω τα παιδιά, όμως δεν λογάριασα καλά, δεν ήταν δουλειά αυτή για μένα».
2006
«Είχα πάντα αδυναμία στους νεότερους άνδρες γιατί είναι γενναιόδωροι και δεν έχουν κόμπλεξ» δηλώνει η Λολομπρίτζιτα στο ισπανικό περιοδικό Hola. Η «Λολό», όπως την αποκαλούν χαϊδευτικά οι Ιταλοί, χώρισε τον πρώτο της σύζυγο, τον Γιουγκοσλάβο γιατρό Μίλκο Σκόφιτς, το 1971. Το 2013 τη βρίσκει σε δικαστική διαμάχη με τον πρώην σύντροφό της και κατά αρκετά χρόνια μικρότερό της, Χαβιέ Ριγκάου Ραφόλς, ο οποίος, σύμφωνα με τα λεγόμενα της σταρ, πλαστογράφησε τον επερχόμενο γάμο τους, που πιο πριν είχε ακυρωθεί, μιας και η σχέση τους είχε ήδη λήξει. Σύμφωνα με τη διάσημη ντίβα, ο Ραφόλς παντρεύτηκε κάποια άλλη στη θέση της, σε μια εκκλησία στη Βαρκελώνη, χωρίς εκείνη να έχει καμία επίγνωση της κατάστασης. Ο Ραφόλς αρνείται τα πάντα, λέγοντας ότι εκείνη γνώριζε τι συμβαίνει και απειλώντας την ότι θα τη μηνύσει εξίσου. Την περίπτωση περιέπλεξε η κατάθεση μιας δικηγόρου, η οποία υποστηρίζει ότι τα έγγραφα υπογράφηκαν από την Tζίνα, νόμιμα. Η υπόθεση βεβαία εκκρεμεί ακόμα, χωρίς να ξέρει κανείς την ακριβή αλήθεια. Επιπλέον, τον περασμένο Μάρτιο ο γιος της θέλησε να κινηθεί δικαστικά, ώστε να αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας της, λέγοντας ότι λόγω ηλικίας η μητέρα του δεν μπορεί να αντεπεξέλθει, όμως ο δικαστής απέρριψε το αίτημά του. "Ήταν εντελώς λάθος αυτό που έκανε, ήταν κάτι το αηδιαστικό. Γιατί να μου κάνει κάτι τέτοιο; Ήμουν τόσο γενναιώδωρη μαζί του! Αν κάποιος είναι ηλικιωμένος και δεν έχει σώας τας φρένας, να του βάλεις κάποιον να προσέχει τα οικονομικά του, εγώ όμως είμαι μια χαρά και δεν υπάρχει λόγος". Τα δικαστήρια μπορεί να δικαίωσαν τη Λολό, αλλά της έμεινε η πικρή γεύση. Τέλος, στη ζωή της υπάρχει και ένας 27χρονος άντρας, τον οποίο τόσο ο γιος της, όσο και ο Ραφόλς θεωρούν απειλή, μιας και υποστηρίζουν ότι τη στρέφει εναντίον τους, και είναι ο μάνατζέρ της, Αντρέα Πιατσόλα. Και μπορεί η ίδια να ακυρώνει κάθε υπόνοια περί εpωτικής σχέσης ανάμεσά τους, παρ' όλα αυτά έχουν γίνει αχώριστοι.