ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ
Η μεγάλη ιέρεια της τέχνης
Η μεγάλη ιέρεια της τέχνης
Η Κατίνα Κωνσταντοπούλου - Παξινού (15 Δεκεμβρίου 1900 - 22 Φεβρουαρίου 1973) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, παγκόσμιας φήμης. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1900 στον Πειραιά. Κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας, και συγκεκριμένα του αλευροβιομήχανου Βασίλη Κωνσταντόπουλου. Θα φοιτήσει αρχικά στη Σχολή Χιλλ. Ακολουθεί η Σχολή Καλογραιών της Τήνου. Λόγω του ζωηρού της χαρακτήρα θα φοιτήσει εσώκλειστη σε σχολείο της Ελβετίας. Σπούδασε μουσική και τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης καθώς και σε άλλες αντίστοιχες σχολές στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Παντρεύεται τον βιομήχανο Παξινό, και αποκτά μαζί του δύο κόρες (αργότερα η πρώτη θα πεθάνει). Άρχισε από πολύ νωρίς την καλλιτεχνική σταδιοδρομία της και γρήγορα διακρίθηκε για το αληθινό ταλέντο της και την αγάπη στην τέχνη της. Ο πρώτος της σημαντικός ρόλος ήταν της Βεατρίκης, στην ομώνυμη όπερα Αδελφή Βεατρίκη, που την έγραψε ειδικά γι' αυτήν ο Μητρόπουλος και η οποία ανέβηκε το 1920 στο Δημοτικό θέατρο Πειραιώς. Ο πρώτος θεατρικός ρόλος της στην πρόζα ήταν το 1929, στο θέατρο Κοτοπούλη, στο «Γυμνή γυναίκα» (La femme nue) του Μπατάιγ, που την καθιέρωσε και ως πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων.
Το 1931 συνεργάστηκε με τον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη με τον οποίο εισχωρεί στον συνεταιρικό θίασο του Αλέξη Μινωτή, τον οποίο παντρεύτηκε και μαζί του συνεργάστηκε αποδοτικά από το 1932 μέχρι το 1940, χρονιά που έγινε μόνιμο μέλος του Εθνικού Θεάτρου. Με την Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου εμφανίσθηκε στο Λονδίνο στη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο. Κατά την περίοδο του πολέμου εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ όπου και εμφανίσθηκε στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Όμως το έργο που την επέβαλε σε διεθνή κλίμακα και που της χάρισε το 1943 το Όσκαρ ηθοποιίας, από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, ήταν το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», όπου υποδυόταν το ρόλο της φλογερής πατριώτισσας της Ισπανίας, Πιλάρ.
Όταν της πρότειναν το ρόλο, της έστειλαν να διαβάσει το σενάριο. "Είμαι ίδια" είπε. "Αλλά δοκιμαστικό δεν κάνω". Οι άνθρωποι της παραγωγής συμφώνησαν. Της πήγαν τα ρούχα, αλλά δεν δέχτηκε να τα φορέσει. Θεωρούσε ότι δεν ταίριαζαν στο ρόλο. Το αποδέχτηκαν και αυτό. Ωστόσο η Κατίνα Παξινού είχε και άλλες αντιρρήσεις. "Είμαι ηθοποιός του θεάτρου, παίζω το ρόλο εξελικτικά και σε συνέχεια χρόνου.Το σπάσιμο σε μικρά, ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα με αποδιοργανώνει." Οι άνθρωποι της Paramount αναγκάστηκαν να γυρίσουν ολοκληρωμένες τις σκηνές, χρησιμοποιώντας τρεις διαφορετικές κάμερες για τα κοντινά, τα γενικά και τα υπόλοιπα πλάνα της.Το γύρισμα ήταν συγκλονιστικό και το αποτέλεσμα ξεσήκωσε ηθοποιούς και τεχνικούς που άφησαν ό,τι έκαναν εκείνη τη στιγμή για να τη χειροκροτήσουν. Εξηγώντας στους παραγωγούς της Paramount στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», γιατί ήταν η κατάλληλη για το ρόλο, είπε: "Κατάγομαι από γενιές ανταρτών. Η γιαγιά μου έμαθε το αλφάβητο από έναν οπλαρχηγό των ανταρτών σε μια σπηλιά. Την ξέρω την Πιλάρ. Την ξέρω καλά." Για το κινηματογραφικό έργο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα(1947)», βραβεύτηκε με το βραβείο Κοκτώ.
Το 1944 θα πάρει το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου για την συγκλονιστική Πιλάρ στο «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα». Μόλις το παρέλαβε είπε: "Το δέχομαι για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου, του Εθνικού θεάτρου, ζωντανών ή νεκρών (εκείνη την εποχή κανείς δε γνώριζε ποιοι είχαν παραμείνει ζωντανοί από τον πόλεμο).
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1952 όπου και άρχισε ξανά τις εμφανίσεις της στο Εθνικό Θέατρο με τον Αλέξη Μινωτή όπου ανεβάζει Ίψεν και Λόρκα αποδίδοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα έργα: "Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα" του Λόρκα, "Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας" του Ντύρενματ, "Η τρελή του Σαγιώ" του Ζιρωντού, "Το μακρύ ταξίδι" του Ο΄ Νηλ. Επίσης έλαβε μέρος στα διάφορα Φεστιβάλ της δεκαετίας του "50 στις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο. Ενώ εμφανίσθηκε και στις ταινίες "Ο κύριος Αρκάντιν" του Όρσον Γουέλς και "Ο Ρόκο και τ΄ αδέλφια του" του Λουκίνο Βισκόντι (1960). Κατά την διάρκεια της δικτατορίας η Παξινού και ο Μινωτής συγκρότησαν δικό τους θίασο όπου και ανέβασαν μεταξύ άλλων τα έργα: "Ματωμένος γάμος" του Λόρκα, "Η Ήρα και το παγώνι" του Ο΄ Κέισυ, "Οι παλαιστές" του Στρατή Καρά κ.ά. Η τελευταία της παράσταση στο θέατρο ήταν στο ρόλο της μάνας στο έργο του Μπρεχτ "Μάνα κουράγιο" και στον κινηματογράφο "Το νησί της Αφροδίτης" (1969).
Γενικά η Κατίνα Παξινού είχε πολύ πλούσιες εκφραστικές δυνατότητες που της επέτρεπαν να ερμηνεύει δραματικούς ρόλους κάθε θεατρικού ύφους, από την αρχαία ελληνική τραγωδία μέχρι το "μπρεχτικό" θέατρο. Επίσης η μουσική της καλλιέργεια της επέτρεπε να χρωματίζει τη φωνή της ώστε ν΄ αναδεικνύεται η εκφραστικότητα και η ευαισθησία έντονα καθώς και ο μελωδικός ρυθμός του ποιητικού λόγου.Έγραψε επίσης και μουσική για την τραγωδία «Οιδίπους τύραννος». Χτυπημένη από καρκίνο καλπάζουσας μορφής, ήδη από το 1969, γνώριζε για την ασθένειά της. Η συμμετοχή της στην ταινία "Το νησί της Αφροδίτης" ήταν, ουσιαστικά, μία αναμέτρηση με τα όριά της. Έπαιξε στην ταινία υπομένοντας φρικτούς πόνους. Αργότερα, για την παράσταση "Μάνα κουράγιο", έβγαινε κάθε βράδυ στη σκηνή σέρνοντας ένα ολόκληρο και βαρύ κάρο.Το έσερνε, όχι με την ελάχιστη μυική δύναμη που της είχε απομείνει, αλλά με την τεράστια ψυχική αντοχή, που της έδινε η αγάπη της για το θέατρο και η άρνησή της να παραιτηθεί. Η ασθένεια την είχε καταβάλει, αλλά κανείς από τους θεατές δεν καταλάβαινε ότι υπέφερε. Πάνω στη σκηνή ήταν μια λαμπερή πρωταγωνίστρια. Στα παρασκήνια όμως ήταν μια άρρωστη ηλικιωμένη γυναίκα, που για να τα βγάλει πέρα χρειαζόταν βοήθεια και φροντίδα από δύο νοσοκόμες. Το καλοκαίρι του 1972, η Kατίνα Παξινού εμφανίζεται, για τελευταία φορά, στο θέατρο της Επιδαύρου, όχι ως ηθοποιός, πράγμα που δεν εμπόδισε το κοινό να υποκλιθεί χειροκροτώντας όρθιο την μεγάλη ιέρεια της Τέχνης, η οποία «έφυγε», μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο, στις 22 Φεβρουαρίου 1973.