Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
Μέσα από τα κείμενά της ξεδιπλώνεται ένας άνθρωπος με βαθιά μόρφωση, κοφτερό και ψύχραιμο νου, ουσιαστική αίσθηση προσωπικού χρέους απέναντι στον άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα και μία ευάλωτη γυναίκα που δεν δίσταζε να ομολογήσει τον φόβο της ή να αφήσει τα δάκρυά της να ποτίσουν το χαρτί. Παρόλο που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στη Δύση, θεωρούσε χρέος της να συνεχίζει να πηγαίνει μόνη της σε αποστολές στον Βόρειο Καύκασο (είχε ταξιδέψει πάνω από 40 φορές σε εμπολεμες ζώνες στην Τσετσενία, την Ιγκουσετία, το Νταγκεστάν) και να καταγράφει τις ιστορίες των ανθώπων που για την κοινή γνώμη ήταν οι “παράπλευρες απώλειες”.
"Δε γράφω ούτε σχόλια, ούτε γνώμες, ούτε προσωπικές απόψεις. Πάντα πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω ότι ο ρόλος μας δεν είναι να κρίνουμε. Είμαι δημοσιογράφος, όχι δικαστής. Αρκούμαι στο να διηγούμαι τα γεγονότα. Τα γεγονότα όπως συμβαίνουν, όπως είναι." -- Άννα Πολιτκόφσκαγια
Η Άννα Στεπάνοβνα Πολιτκόφσκαγια 1958 - 2006 ήταν Ρωσίδα δημοσιογράφος πολύ γνωστή για την αντίθεσή της στην διακυβέρνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν. Η Πολιτκόφσκαγια γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 30 Αυγούστου 1958 ως Άννα Μαζέπα, από γονείς καταγόμενους από την Σοβιετική Ουκρανία, οι οποίοι δούλευαν ως διπλωμάτες στον ΟΗΕ. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, απ' όπου αποφοίτησε το 1980, και ξεκίνησε την καριέρα της στην εφημερίδα Ιζβέστια. Από τον Ιούνιο του 1999 έγραφε στήλες για τις διαδικτυακές ενημερωτικές εκδόσεις Novaya Gazeta. Εξέδωσε πολλά βραβευμένα βιβλία για την Τσετσενία και το καθεστώς του Πούτιν, το πιο πρόσφατο από τα οποία ήταν το Putin's Russia. Αναμείχθηκε, σε πολλές περιπτώσεις, σε διαπραγματεύσεις για απελευθέρωση ομήρων, συμπεριλαμβανομένης της κρίσης του Οκτωβρίου του 2002 στο Νορντ-Οστ, όπου Τσετσένοι αντάρτες είχαν καταλάβει ένα θέατρο στην Μόσχα. Η Πολιτκόβσκαγια αναμείχθηκε επίσης στην υποστήριξη των νομίμων δικαιωμάτων των οικογενειών των θυμάτων. Κατά τη διάρκεια της κρίσης στο Μπεσλάν το 2004, η Πολιτκόφσκαγια έπεσε θύμα δηλητηρίασης, αφότου ήπιε τσάι σε μια πτήση της γραμμής, καθώς πήγαινε στο Μπεσλάν για να βοηθήσει στις διαπραγματεύσεις. Αρρώστησε βαριά, έχασε της αισθήσεις της και δεν κατάφερε να πάει στην περιοχή. Η αιτία της αρρώστιας δεν έχει προσδιοριστεί, σύμφωνα με την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων.
«Το μόνο που μπορεί να με προστατέψει είναι η πένα μου και ο Θεός»
Η Πολιτκόφσκαγια βρέθηκε νεκρή από πυροβολισμό το Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2006 στον ανελκυστήρα της πολυκατοικίας της στην κεντρική Μόσχα. Η εκτιμώμενη ώρα θανάτου είναι 15:30 τοπική ώρα Ελλάδος (13:30. Το γεγονός ανέφεραν το Interfax και άλλες ρωσικές υπηρεσίες ενημέρωσης. Η αστυνομία είπε ότι ένα πιστόλι Makarov και τέσσερις σφαίρες βρέθηκαν δίπλα της.
Πρώιμες αναφορές υποδεικνύουν φόνο κατόπιν συμβολαίου, αλλά δεν είναι γνωστό ποιος τον διέπραξε.
Ο συντάκτης της Novaya Gazeta, Dmitry Muratov, είπε ότι την ημέρα της δολοφονίας της, η Πολιτκόφσκαγια σχεδίαζε να καταθέσει μια εκτεταμένη ιστορία για τις πρακτικές βασανισμού που πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνταν από τις Τσετσενικές αρχές. Ο Muratov επίσης ανέφερε ότι αυτοί που κατηγορούνταν στην ιστορία για την πρακτική βασανιστηρίων ανήκουν σε σώματα ασφαλείας πιστά στον φιλομοσχοβίτη πρωθυπουργό της Τσετσενίας Ramzan Kadyrov.. Η κηδεία της έγινε Τρίτη 10 Οκτωβρίου, 2006 στο Νεκροταφείο Τρογιεκουρόφσκι. Είναι άραγε τυχαίο, ότι η Ρωσίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας δολοφονήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 2006, ημέρα γενεθλίων του Βλαντιμίρ Πούτιν; Είναι τυχαίο, ότι η συγκεκριμένη δημοσιογράφος είχε σφόδρα κατακρίνει τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Τσετσενίας, αλλά και το ίδιο το Κρεμλίνο; Ή μήπως είναι τυχαίο, ότι είκοσι ένας συνολικά δημοσιογράφοι δολοφονήθηκαν στη Ρωσία επί προεδρίας Πούτιν και ούτε ένας φόνος δεν έχει εξιχνιαστεί; Δικαστήριο της Μόσχας έκρινε ένοχους το 2014, τους 5 άνδρες που κατηγορούνταν για τη δολοφονία της δημοσιογράφου, συμπεριλαμβανομένων και των 3 που σε προηγούμενη δίκη είχαν αθωωθεί. Οι 4 από τους κατηγορούμενους κρίθηκαν ένοχοι για την οργάνωση της δολοφονίας της δημοσιογράφου στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου διέμενε, ενώ ο πέμπτος καταδικάστηκε ως αυτουργός του φόνου, σύμφωνα με το πρακτορείο Ιντερφάξ. Το 2012 ο πρώην αστυνομικός Ντμίτρι Παβλιουτσένκοφ, ο οποίος είχε εντοπίσει την Πολιτκόφσκαγια και παρέδωσε στους δράστες το όπλο με το οποίο τη δολοφόνησαν, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών. Ωστόσο, από τις έρευνες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατόν να διευκρινιστεί ποιος ή ποιοι ήταν αυτοί που έδωσαν την εντολή για την εκτέλεσή της.
Πρώιμες αναφορές υποδεικνύουν φόνο κατόπιν συμβολαίου, αλλά δεν είναι γνωστό ποιος τον διέπραξε.
Ο συντάκτης της Novaya Gazeta, Dmitry Muratov, είπε ότι την ημέρα της δολοφονίας της, η Πολιτκόφσκαγια σχεδίαζε να καταθέσει μια εκτεταμένη ιστορία για τις πρακτικές βασανισμού που πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνταν από τις Τσετσενικές αρχές. Ο Muratov επίσης ανέφερε ότι αυτοί που κατηγορούνταν στην ιστορία για την πρακτική βασανιστηρίων ανήκουν σε σώματα ασφαλείας πιστά στον φιλομοσχοβίτη πρωθυπουργό της Τσετσενίας Ramzan Kadyrov.. Η κηδεία της έγινε Τρίτη 10 Οκτωβρίου, 2006 στο Νεκροταφείο Τρογιεκουρόφσκι. Είναι άραγε τυχαίο, ότι η Ρωσίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας δολοφονήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 2006, ημέρα γενεθλίων του Βλαντιμίρ Πούτιν; Είναι τυχαίο, ότι η συγκεκριμένη δημοσιογράφος είχε σφόδρα κατακρίνει τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Τσετσενίας, αλλά και το ίδιο το Κρεμλίνο; Ή μήπως είναι τυχαίο, ότι είκοσι ένας συνολικά δημοσιογράφοι δολοφονήθηκαν στη Ρωσία επί προεδρίας Πούτιν και ούτε ένας φόνος δεν έχει εξιχνιαστεί; Δικαστήριο της Μόσχας έκρινε ένοχους το 2014, τους 5 άνδρες που κατηγορούνταν για τη δολοφονία της δημοσιογράφου, συμπεριλαμβανομένων και των 3 που σε προηγούμενη δίκη είχαν αθωωθεί. Οι 4 από τους κατηγορούμενους κρίθηκαν ένοχοι για την οργάνωση της δολοφονίας της δημοσιογράφου στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου διέμενε, ενώ ο πέμπτος καταδικάστηκε ως αυτουργός του φόνου, σύμφωνα με το πρακτορείο Ιντερφάξ. Το 2012 ο πρώην αστυνομικός Ντμίτρι Παβλιουτσένκοφ, ο οποίος είχε εντοπίσει την Πολιτκόφσκαγια και παρέδωσε στους δράστες το όπλο με το οποίο τη δολοφόνησαν, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών. Ωστόσο, από τις έρευνες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατόν να διευκρινιστεί ποιος ή ποιοι ήταν αυτοί που έδωσαν την εντολή για την εκτέλεσή της.
«Μερικές φορές οι άνθρωποι πληρώνουν με τη ζωή τους την εκφορά της γνώμης τους δημόσια», είχε πει η Άννα Πολιτκόφσκαγια σε ένα συνέδριο για την ελευθερία του Τύπου. Και εκείνη δεν δίσταζε να εκφέρει τη γνώμη της. Ερευνήτρια δημοσιογράφος, σφοδρή επικρίτρια της πολιτικής του Πούτιν, επέμεινε να αποκαλύπτει τη βαρβαρότητα του ρώσικου στρατού στην Τσετσενία. Μόνο οι σφαίρες από ένα πιστόλι Μακάροφ το Σάββατο στις 7 Οκτώβρη στο ασανσέρ έξω από το διαμέρισμα της στο κέντρο της Μόσχας μπορούσαν να σταματήσουν αυτή τη γενναία γυναίκα με την αδάμαστη θέληση στην αναζήτηση της αλήθειας. Και αυτό ακριβώς έκανε το καθεστώς Πούτιν. Τόσο επιδειχτικά και τόσο απλά.
Παρακάτω ένα κείμενο από την προσωπική της εμπειρία που δημοσιεύτηκε στα Νέα, 28/4/2001:
«Όλα άρχισαν, όταν 90 οικογένειες που ζουν σε χωριά της περιοχής Βέντενο, στη Νότια Τσετσενία, εξέφρασαν από κοινού τη διαμαρτυρία τους στην εφημερίδα μας. Το κείμενο που διαβάσαμε δεν είχε προηγούμενο. Εκατοντάδες άνθρωποι ζητούσαν βοήθεια για να φύγουν από την Τσετσενία και να μεταφερθούν οπουδήποτε στη Ρωσία, το συντομότερο δυνατόν. Αιτίες: πείνα, αφόρητο κρύο, απόλυτη απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο, ελλιπής ιατρική περίθαλψη και μια ειδική αναφορά για επιδρομές των ομοσπονδιακών δυνάμεων (που στάθμευαν στα περίχωρα του χωριού Χοτούνι) στις περιοχές τους. Τα γεγονότα που περιγράφονταν θεωρήθηκαν απίστευτα όσο και προκλητικά. Έτσι έπρεπε να διασταυρωθούν. Η επίσκεψη ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου. Είχα ακούσει δεκάδες τρομακτικές ιστορίες από ανθρώπους που είχαν εκτεθεί σε βασανιστήρια και κακομεταχείριση από Ρώσους στρατιώτες. Ιστορίες τόσο φοβερές που το χέρι αρνιόταν να καταγράψει... Ύστερα, έγινα μάρτυρας γεγονότων, κατά τα οποία θύμα ήμουν εγώ η ίδια. Ήταν λες και ζωντάνεψαν εικόνες για να επιβεβαιώσουν ό,τι είχα ακούσει μέχρι τότε. Τώρα το άτομο στο οποίο φώναζαν: «Στοπ! Μην κουνηθείς», ήμουν εγώ. Και ένας αξιωματικός της FSB διαδόχου της KGB ένας νεαρός υπολοχαγός, ψιθύριζε βρώμικα λόγια στο αυτί μου: «Είσαι μία από αυτούς... θα ‘πρεπε να σε πυροβολήσουμε...». Από τους πρώτους που μου περιέγραψαν σκηνές βασανισμού ήταν η Ροζίτα, από το χωριό Τοβζενί. Με δυσκολία κινεί τα χείλη της και τα πόδια της, ενώ τα μάτια της είναι ανέκφραστα. Πονά στα πόδια και τους πνεύμονες. Πριν από ένα μήνα την μετέφεραν σε ένα πραγματικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, στα περίχωρα του Χοτούνι, στην περιοχή Βέντενο, εκεί όπου σταθμεύουν η 45η βάση αεροπορίας και το 145ο σύνταγμα αλεξιπτωτιστών.
Η Ροζίτα δεν είναι πια νέα. Έχει πολλά παιδιά και πολλά εγγόνια. Το πιο μικρό από αυτά είναι τριών ετών και αν και δεν μιλούσε καθόλου ρωσικά, από τότε που είδε τη σύλληψη της γιαγιάς του φωνάζει: «Πέσε κάτω στο έδαφος». Η Ροζίτα συνελήφθη στο σπίτι της ξημερώματα, όταν όλοι βρίσκονταν στα κρεβάτια τους. Την αιφνιδίασαν. Την πέταξαν σε μια λακκούβα, στο στρατόπεδο έξω από το Χοτούνι. «Σε έσπρωξαν; Σε κλώτσησαν;». «Ναι, αυτό είναι σύνηθες». Δώδεκα ημέρες έμεινε έτσι, εκεί. Μια νύχτα ο φρουρός την λυπήθηκε και της πέταξε ένα χαλάκι. «Κουλουριάστηκα γύρω του. Πάνω απ’ όλα, τελικά, ο στρατιώτης είναι άνθρωπος», λέει. Καμία κατηγορία δεν της απαγγέλθηκε, αν και την ανέκριναν τρεις φορές. Οι αξιωματικοί, τόσο νέοι που θα μπορούσαν να είναι παιδιά της, της συστήθηκαν ως μέλη της FSB. Πήραν ένα καλώδιο, έβαλαν τη μια άκρη του στα δάχτυλα του ενός χεριού της, και την άλλη στα δάχτυλα του άλλου, με το κεφάλι της ανάμεσα, έτσι ώστε το καλώδιο να εφάπτεται στο πίσω μέρος το λαιμού της. «Ναι, είπα κάτι τρομερό, ούρλιαξα», θυμάται. «Πόνεσα πολύ όταν άνοιξαν το ρεύμα. Όμως φοβήθηκα ότι θα τους προκαλούσα. Γι’ αυτό και δεν ξαναφώναξα. Ύστερα είπαν: “Δεν χορεύεις αρκετά καλά. Ας ενισχύσουμε το ρεύμα”. Και το έκαναν». Και η Ροζίτα φώναζε όλο και πιο δυνατά.
«Γιατί σας βασάνισαν; Ξέρατε;». «Όχι, δεν ρώτησαν τίποτα συγκεκριμένο». Στο μεταξύ, οι αξιωματικοί διεμήνυσαν σε συγγενείς της να συγκεντρώσουν χρήματα, προκειμένου να την απελευθερώσουν. Τους είπαν να βιαστούν, γιατί η Ροζίτα δεν θα άντεχε πολύ. Τα χρήματα δεν άργησαν να φτάσουν και η Ροζίτα, βρώμικη και αξιολύπητη, έφτασε σερνάμενη στο φυλάκιο και βγήκε έξω. Ποια είναι λοιπόν η Ροζίτα από το Τοβζενί; Μια αντάρτισσα; Αν όχι, γιατί την συνέλαβαν; Αν ναι, γιατί την άφησαν;
Ο διοικητής του 45ου συντάγματος είναι ελκυστικός στην εμφάνιση και με ξεναγεί εκεί ακριβώς όπου κρατήθηκε η Ροζίτα. Μου δείχνει τους λάκκους λέγοντας: «Μόνο τους αντάρτες βάζουμε εκεί. Όχι απλούς ανθρώπους». Ύστερα, η αφήγηση του Ίσα, που ζει στο Σελμεντάουζεν, επίσης στο Βέντενο. Τον έφεραν στο στρατόπεδο τον Φεβρουάριο. Έσβηναν τσιγάρα πάνω του, του έβγαλαν τα νύχια, τον χτύπησαν στους πνεύμονες με μπουκάλια Πέπσι Κόλα που περιείχαν νερό. Μετά τον πέταξαν στον λάκκο που ονόμαζαν «μπανιέρα». Ήταν γεμάτος νερό. Εκεί πετούσαν καυτά ραβδιά. Ο Ίσα επιβίωσε. Άλλοι όχι. Στον ίδιο λάκκο βρίσκονταν άλλοι πέντε. Οι νεαροί αξιωματικοί που τους ανέκριναν, τους είπαν ότι είχαν ωραία οπίσθια και τους βίασαν. Προσθέτοντας ως δικαιολογία: «Οι γυναίκες σας δεν θα μας άφηναν...». Οι εμπειρίες σαν κι αυτές της Ροζίτα και του Ίσα δείχνουν ότι στον πόλεμο στην Τσετσενία οι ρόλοι βασανιστών και θυμάτων έχουν αντιστραφεί. Δύο λεπτά αφότου αποχαιρέτησα τον διοικητή με συνέλαβαν. «Είσαι μία από αυτούς. Τα έγγραφά σου είναι ψευδή», μου είπαν. Με ανέκριναν σε μία σκηνή επί ώρες. Νεαροί αξιωματικοί μου θύμισαν επιτιμητικά ότι ενεργούσαν μόνο κατ’ εντολήν του προέδρου Πούτιν. Παραλείπω τις πιο αηδιαστικές λεπτομέρειες των ανακρίσεων, γιατί είναι απόλυτα αισχρές. Ήταν όμως αυτές οι λεπτομέρειες που οι βασανιστές μου δεν μπορούσαν να φανταστούν που παρείχαν τη βασική απόδειξη ότι όλα όσα μου είχαν πει νωρίτερα οι Τσετσένοι ήταν αληθινά...». «Αν δούλευες για μας, θα ‘χες τα πάντα. Αλλά ήρθες για να δεις τους λάκκους»
«...Κάποιες φορές έμπαινε μέσα ένας ανώτερος αξιωματικός, ένας αντισυνταγματάρχης με σκούρα, βλακώδη μάτια, που μου έλεγε ότι αν φερόμουν καλά θα είχα “ευνοϊκή μεταχείριση”. Στο μεταξύ, οι “νεώτεροι” ασχολούνταν με το να αγγίζουν τα πιο ευαίσθητα σημεία: κοιτούσαν τις φωτογραφίες των παιδιών μου και δεν παρέλειπαν να μου λένε τι θα τους συνέβαινε. Τελικά, ο αντισυνταγματάρχης που προσπάθησε να με συγκινήσει, λέγοντας ότι ξοδεύει αδίκως τον χρόνο του, κοίταξε το ρολόι του και είπε: “Πάμε. Θα σε πυροβολήσω”. Με έβγαλε έξω, στο σκοτάδι. “Έτοιμη ή όχι, έρχομαι”, μου είπε. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, στριγγλιές, και είδα φλόγες. Φάνηκε να του αρέσει που με είδε να τρέμω από φόβο. Με είχε οδηγήσει σε κοντινή απόσταση από τη ζώνη πυρός. “Έλα”, μου είπε. “Εδώ είναι το μπάνιο. Βγάλε τα ρούχα σου”. Όταν αντιλήφθηκε ότι δεν θα το έκανα, θύμωσε πολύ. “Ένας αντισυνταγματάρχης σε θέλει με όλη του την καρδιά, πανάθλια σκύλα”, επαναλάμβανε... Ένας άλλος αξιωματικός, που μου είπε ότι ανήκε στην FSB, μπήκε στο μπάνιο. “Δεν θέλει να κάνει μπάνιο”, του είπε ο αντισυνταγματάρχης. Ο άλλος, της FSB, ακούμπησε κάποια μπουκάλια στο τραπέζι και είπε: “Τότε θα την πάρω”. Κάναμε βόλτες στο σκοτάδι. Τελικά, με διέταξε να κατεβώ τις σκάλες. Ήταν η αποθήκη όπου θα έμενα μέχρι να με απελευθερώσουν, στις 22 Φεβρουαρίου. Στον τοίχο ένα πόστερ έγραφε “119ο Παραστρατιωτικό Σύνταγμα”. Ζήτησα να μου απαγγελθούν κατηγορίες. Ή να με στείλουν φυλακή, όπου θα με επισκέπτονταν συγγενείς μου. “Αποκλείεται. Είσαι μία από τους ληστοσυμμορίτες. Αν δούλευες για μας, θα ‘χες τα πάντα. Αλλά ήρθες για να δεις τους λάκκους. Είσαι μια σκύλα...”.
Ο εφιάλτης τελείωσε με μια πτήση στο Μοζντόκ και από εκεί στη Μόσχα. Όλα αυτά συμβαίνουν στη χώρα μας, εδώ, τώρα. Υπό το υπάρχον Σύνταγμα. Υπό έναν “θεληματικό” πρόεδρο, εγγυητή. Ενώ το γραφείο του γενικού εισαγγελέα λειτουργεί ακόμη. Ενώ υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυβερνητικών και ανεξάρτητων οργανώσεων, εργάζονται για να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των πολιτών. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν λάκκοι, ηλεκτροφόρα καλώδια, “χοροί”, “έτοιμη ή όχι, έρχομαι”. Και κανείς δεν θα τολμήσει να πει ότι δεν τα είδα, δεν τα άκουσα, δεν τα άγγιξα. Τα έζησα η ίδια...».
«Όλα άρχισαν, όταν 90 οικογένειες που ζουν σε χωριά της περιοχής Βέντενο, στη Νότια Τσετσενία, εξέφρασαν από κοινού τη διαμαρτυρία τους στην εφημερίδα μας. Το κείμενο που διαβάσαμε δεν είχε προηγούμενο. Εκατοντάδες άνθρωποι ζητούσαν βοήθεια για να φύγουν από την Τσετσενία και να μεταφερθούν οπουδήποτε στη Ρωσία, το συντομότερο δυνατόν. Αιτίες: πείνα, αφόρητο κρύο, απόλυτη απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο, ελλιπής ιατρική περίθαλψη και μια ειδική αναφορά για επιδρομές των ομοσπονδιακών δυνάμεων (που στάθμευαν στα περίχωρα του χωριού Χοτούνι) στις περιοχές τους. Τα γεγονότα που περιγράφονταν θεωρήθηκαν απίστευτα όσο και προκλητικά. Έτσι έπρεπε να διασταυρωθούν. Η επίσκεψη ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου. Είχα ακούσει δεκάδες τρομακτικές ιστορίες από ανθρώπους που είχαν εκτεθεί σε βασανιστήρια και κακομεταχείριση από Ρώσους στρατιώτες. Ιστορίες τόσο φοβερές που το χέρι αρνιόταν να καταγράψει... Ύστερα, έγινα μάρτυρας γεγονότων, κατά τα οποία θύμα ήμουν εγώ η ίδια. Ήταν λες και ζωντάνεψαν εικόνες για να επιβεβαιώσουν ό,τι είχα ακούσει μέχρι τότε. Τώρα το άτομο στο οποίο φώναζαν: «Στοπ! Μην κουνηθείς», ήμουν εγώ. Και ένας αξιωματικός της FSB διαδόχου της KGB ένας νεαρός υπολοχαγός, ψιθύριζε βρώμικα λόγια στο αυτί μου: «Είσαι μία από αυτούς... θα ‘πρεπε να σε πυροβολήσουμε...». Από τους πρώτους που μου περιέγραψαν σκηνές βασανισμού ήταν η Ροζίτα, από το χωριό Τοβζενί. Με δυσκολία κινεί τα χείλη της και τα πόδια της, ενώ τα μάτια της είναι ανέκφραστα. Πονά στα πόδια και τους πνεύμονες. Πριν από ένα μήνα την μετέφεραν σε ένα πραγματικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, στα περίχωρα του Χοτούνι, στην περιοχή Βέντενο, εκεί όπου σταθμεύουν η 45η βάση αεροπορίας και το 145ο σύνταγμα αλεξιπτωτιστών.
Η Ροζίτα δεν είναι πια νέα. Έχει πολλά παιδιά και πολλά εγγόνια. Το πιο μικρό από αυτά είναι τριών ετών και αν και δεν μιλούσε καθόλου ρωσικά, από τότε που είδε τη σύλληψη της γιαγιάς του φωνάζει: «Πέσε κάτω στο έδαφος». Η Ροζίτα συνελήφθη στο σπίτι της ξημερώματα, όταν όλοι βρίσκονταν στα κρεβάτια τους. Την αιφνιδίασαν. Την πέταξαν σε μια λακκούβα, στο στρατόπεδο έξω από το Χοτούνι. «Σε έσπρωξαν; Σε κλώτσησαν;». «Ναι, αυτό είναι σύνηθες». Δώδεκα ημέρες έμεινε έτσι, εκεί. Μια νύχτα ο φρουρός την λυπήθηκε και της πέταξε ένα χαλάκι. «Κουλουριάστηκα γύρω του. Πάνω απ’ όλα, τελικά, ο στρατιώτης είναι άνθρωπος», λέει. Καμία κατηγορία δεν της απαγγέλθηκε, αν και την ανέκριναν τρεις φορές. Οι αξιωματικοί, τόσο νέοι που θα μπορούσαν να είναι παιδιά της, της συστήθηκαν ως μέλη της FSB. Πήραν ένα καλώδιο, έβαλαν τη μια άκρη του στα δάχτυλα του ενός χεριού της, και την άλλη στα δάχτυλα του άλλου, με το κεφάλι της ανάμεσα, έτσι ώστε το καλώδιο να εφάπτεται στο πίσω μέρος το λαιμού της. «Ναι, είπα κάτι τρομερό, ούρλιαξα», θυμάται. «Πόνεσα πολύ όταν άνοιξαν το ρεύμα. Όμως φοβήθηκα ότι θα τους προκαλούσα. Γι’ αυτό και δεν ξαναφώναξα. Ύστερα είπαν: “Δεν χορεύεις αρκετά καλά. Ας ενισχύσουμε το ρεύμα”. Και το έκαναν». Και η Ροζίτα φώναζε όλο και πιο δυνατά.
«Γιατί σας βασάνισαν; Ξέρατε;». «Όχι, δεν ρώτησαν τίποτα συγκεκριμένο». Στο μεταξύ, οι αξιωματικοί διεμήνυσαν σε συγγενείς της να συγκεντρώσουν χρήματα, προκειμένου να την απελευθερώσουν. Τους είπαν να βιαστούν, γιατί η Ροζίτα δεν θα άντεχε πολύ. Τα χρήματα δεν άργησαν να φτάσουν και η Ροζίτα, βρώμικη και αξιολύπητη, έφτασε σερνάμενη στο φυλάκιο και βγήκε έξω. Ποια είναι λοιπόν η Ροζίτα από το Τοβζενί; Μια αντάρτισσα; Αν όχι, γιατί την συνέλαβαν; Αν ναι, γιατί την άφησαν;
Ο διοικητής του 45ου συντάγματος είναι ελκυστικός στην εμφάνιση και με ξεναγεί εκεί ακριβώς όπου κρατήθηκε η Ροζίτα. Μου δείχνει τους λάκκους λέγοντας: «Μόνο τους αντάρτες βάζουμε εκεί. Όχι απλούς ανθρώπους». Ύστερα, η αφήγηση του Ίσα, που ζει στο Σελμεντάουζεν, επίσης στο Βέντενο. Τον έφεραν στο στρατόπεδο τον Φεβρουάριο. Έσβηναν τσιγάρα πάνω του, του έβγαλαν τα νύχια, τον χτύπησαν στους πνεύμονες με μπουκάλια Πέπσι Κόλα που περιείχαν νερό. Μετά τον πέταξαν στον λάκκο που ονόμαζαν «μπανιέρα». Ήταν γεμάτος νερό. Εκεί πετούσαν καυτά ραβδιά. Ο Ίσα επιβίωσε. Άλλοι όχι. Στον ίδιο λάκκο βρίσκονταν άλλοι πέντε. Οι νεαροί αξιωματικοί που τους ανέκριναν, τους είπαν ότι είχαν ωραία οπίσθια και τους βίασαν. Προσθέτοντας ως δικαιολογία: «Οι γυναίκες σας δεν θα μας άφηναν...». Οι εμπειρίες σαν κι αυτές της Ροζίτα και του Ίσα δείχνουν ότι στον πόλεμο στην Τσετσενία οι ρόλοι βασανιστών και θυμάτων έχουν αντιστραφεί. Δύο λεπτά αφότου αποχαιρέτησα τον διοικητή με συνέλαβαν. «Είσαι μία από αυτούς. Τα έγγραφά σου είναι ψευδή», μου είπαν. Με ανέκριναν σε μία σκηνή επί ώρες. Νεαροί αξιωματικοί μου θύμισαν επιτιμητικά ότι ενεργούσαν μόνο κατ’ εντολήν του προέδρου Πούτιν. Παραλείπω τις πιο αηδιαστικές λεπτομέρειες των ανακρίσεων, γιατί είναι απόλυτα αισχρές. Ήταν όμως αυτές οι λεπτομέρειες που οι βασανιστές μου δεν μπορούσαν να φανταστούν που παρείχαν τη βασική απόδειξη ότι όλα όσα μου είχαν πει νωρίτερα οι Τσετσένοι ήταν αληθινά...». «Αν δούλευες για μας, θα ‘χες τα πάντα. Αλλά ήρθες για να δεις τους λάκκους»
«...Κάποιες φορές έμπαινε μέσα ένας ανώτερος αξιωματικός, ένας αντισυνταγματάρχης με σκούρα, βλακώδη μάτια, που μου έλεγε ότι αν φερόμουν καλά θα είχα “ευνοϊκή μεταχείριση”. Στο μεταξύ, οι “νεώτεροι” ασχολούνταν με το να αγγίζουν τα πιο ευαίσθητα σημεία: κοιτούσαν τις φωτογραφίες των παιδιών μου και δεν παρέλειπαν να μου λένε τι θα τους συνέβαινε. Τελικά, ο αντισυνταγματάρχης που προσπάθησε να με συγκινήσει, λέγοντας ότι ξοδεύει αδίκως τον χρόνο του, κοίταξε το ρολόι του και είπε: “Πάμε. Θα σε πυροβολήσω”. Με έβγαλε έξω, στο σκοτάδι. “Έτοιμη ή όχι, έρχομαι”, μου είπε. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, στριγγλιές, και είδα φλόγες. Φάνηκε να του αρέσει που με είδε να τρέμω από φόβο. Με είχε οδηγήσει σε κοντινή απόσταση από τη ζώνη πυρός. “Έλα”, μου είπε. “Εδώ είναι το μπάνιο. Βγάλε τα ρούχα σου”. Όταν αντιλήφθηκε ότι δεν θα το έκανα, θύμωσε πολύ. “Ένας αντισυνταγματάρχης σε θέλει με όλη του την καρδιά, πανάθλια σκύλα”, επαναλάμβανε... Ένας άλλος αξιωματικός, που μου είπε ότι ανήκε στην FSB, μπήκε στο μπάνιο. “Δεν θέλει να κάνει μπάνιο”, του είπε ο αντισυνταγματάρχης. Ο άλλος, της FSB, ακούμπησε κάποια μπουκάλια στο τραπέζι και είπε: “Τότε θα την πάρω”. Κάναμε βόλτες στο σκοτάδι. Τελικά, με διέταξε να κατεβώ τις σκάλες. Ήταν η αποθήκη όπου θα έμενα μέχρι να με απελευθερώσουν, στις 22 Φεβρουαρίου. Στον τοίχο ένα πόστερ έγραφε “119ο Παραστρατιωτικό Σύνταγμα”. Ζήτησα να μου απαγγελθούν κατηγορίες. Ή να με στείλουν φυλακή, όπου θα με επισκέπτονταν συγγενείς μου. “Αποκλείεται. Είσαι μία από τους ληστοσυμμορίτες. Αν δούλευες για μας, θα ‘χες τα πάντα. Αλλά ήρθες για να δεις τους λάκκους. Είσαι μια σκύλα...”.
Ο εφιάλτης τελείωσε με μια πτήση στο Μοζντόκ και από εκεί στη Μόσχα. Όλα αυτά συμβαίνουν στη χώρα μας, εδώ, τώρα. Υπό το υπάρχον Σύνταγμα. Υπό έναν “θεληματικό” πρόεδρο, εγγυητή. Ενώ το γραφείο του γενικού εισαγγελέα λειτουργεί ακόμη. Ενώ υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυβερνητικών και ανεξάρτητων οργανώσεων, εργάζονται για να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των πολιτών. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν λάκκοι, ηλεκτροφόρα καλώδια, “χοροί”, “έτοιμη ή όχι, έρχομαι”. Και κανείς δεν θα τολμήσει να πει ότι δεν τα είδα, δεν τα άκουσα, δεν τα άγγιξα. Τα έζησα η ίδια...».
Το Τελευταίο Άρθρο της Άννας Πολιτκόφσκαγια
(αναδημοσίευση από την Ελευθεροτυπία, 20/10)
Ο τίτλος του τελευταίου άρθρου της Άννας Πολιτκόφσκαγια: «Σε βαφτίζουμε τρομοκράτη». Άρχισε να το γράφει μόλις ολοκλήρωσε τη νέα της έρευνα για τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονται οι κρατούμενοι στην Τσετσενία -από τους εκεί εγκαθέτους του Κρεμλίνου- μέχρι να ομολογήσουν ότι είναι «τρομοκράτες». Ακόμη μία έρευνα της Ρωσίδας δημοσιογράφου για τη φρίκη στην Τσετσενία. Ακόμη ένα άρθρο καταπέλτης. Όμως δεν πρόλαβε να το τελειώσει. Σε αυτό το τελευταίο κείμενο, εκτός από τον δικό της σχολιασμό, η Άννα Πολιτκόφσκαγια αναπαράγει τη συγκλονιστική γραπτή μαρτυρία ενός νέου Τσετσένου που υπέστη -όπως και αμέτρητοι άλλοι- στυγνά βασανιστήρια για να ομολογήσει εγκλήματα που δεν διέπραξε. Η «Novaϊa Gazeta» δημοσίευσε (12.10.2006) το τελευταίο κείμενο της Άννας Πολιτκόφσκαγια, από το οποίο παραθέτω αμέσως ένα απόσπασμα: «Δεκάδες φάκελλοι φθάνουν στο γραφείο μου κάθε μέρα. Είναι τα αντίγραφα ποινικών υποθέσεων ατόμων που έχουν φυλακιστεί ως “τρομοκράτες” ή αφορούν ανθρώπους για τους οποίους διεξάγονται ακόμη έρευνες. Γιατί βάζω τη λέξη “τρομοκράτης” εντός εισαγωγικών; Διότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι “κατασκευασμένοι” τρομοκράτες από τις Αρχές. Το 2006, η πρακτική της “κατασκευής” τρομοκρατών έχει πλέον υποκαταστήσει κάθε γνήσια αντιτρομοκρατική πολιτική. (...) Οι εισαγγελείς και οι δικαστές δεν ενεργούν εν ονόματι του νόμου ούτε ενδιαφέρονται να τιμωρήσουν τους ενόχους. Αντιθέτως. Οι εισαγγελείς και οι δικαστές εκτελούν πολιτικές εντολές, με μοναδικό σκοπό να δίνουν στο Κρεμλίνο καλές ειδήσεις. Μια επίσημη μηχανή παράγει “ειλικρινείς και αυθόρμητες” ομολογίες. Ομολογίες που παρέχουν τα σωστά στατιστικά στοιχεία για τη “μάχη κατά της τρομοκρατίας” στο βόρειο Καύκασο, όπου βρίσκεται η Τσετσενία».
(αναδημοσίευση από την Ελευθεροτυπία, 20/10)
Ο τίτλος του τελευταίου άρθρου της Άννας Πολιτκόφσκαγια: «Σε βαφτίζουμε τρομοκράτη». Άρχισε να το γράφει μόλις ολοκλήρωσε τη νέα της έρευνα για τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονται οι κρατούμενοι στην Τσετσενία -από τους εκεί εγκαθέτους του Κρεμλίνου- μέχρι να ομολογήσουν ότι είναι «τρομοκράτες». Ακόμη μία έρευνα της Ρωσίδας δημοσιογράφου για τη φρίκη στην Τσετσενία. Ακόμη ένα άρθρο καταπέλτης. Όμως δεν πρόλαβε να το τελειώσει. Σε αυτό το τελευταίο κείμενο, εκτός από τον δικό της σχολιασμό, η Άννα Πολιτκόφσκαγια αναπαράγει τη συγκλονιστική γραπτή μαρτυρία ενός νέου Τσετσένου που υπέστη -όπως και αμέτρητοι άλλοι- στυγνά βασανιστήρια για να ομολογήσει εγκλήματα που δεν διέπραξε. Η «Novaϊa Gazeta» δημοσίευσε (12.10.2006) το τελευταίο κείμενο της Άννας Πολιτκόφσκαγια, από το οποίο παραθέτω αμέσως ένα απόσπασμα: «Δεκάδες φάκελλοι φθάνουν στο γραφείο μου κάθε μέρα. Είναι τα αντίγραφα ποινικών υποθέσεων ατόμων που έχουν φυλακιστεί ως “τρομοκράτες” ή αφορούν ανθρώπους για τους οποίους διεξάγονται ακόμη έρευνες. Γιατί βάζω τη λέξη “τρομοκράτης” εντός εισαγωγικών; Διότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι “κατασκευασμένοι” τρομοκράτες από τις Αρχές. Το 2006, η πρακτική της “κατασκευής” τρομοκρατών έχει πλέον υποκαταστήσει κάθε γνήσια αντιτρομοκρατική πολιτική. (...) Οι εισαγγελείς και οι δικαστές δεν ενεργούν εν ονόματι του νόμου ούτε ενδιαφέρονται να τιμωρήσουν τους ενόχους. Αντιθέτως. Οι εισαγγελείς και οι δικαστές εκτελούν πολιτικές εντολές, με μοναδικό σκοπό να δίνουν στο Κρεμλίνο καλές ειδήσεις. Μια επίσημη μηχανή παράγει “ειλικρινείς και αυθόρμητες” ομολογίες. Ομολογίες που παρέχουν τα σωστά στατιστικά στοιχεία για τη “μάχη κατά της τρομοκρατίας” στο βόρειο Καύκασο, όπου βρίσκεται η Τσετσενία».