O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης.
Ο Σκιαθίτης δημιουργός «δανείστηκε» το φυσικό περιβάλλον του νησιού του, ανέσυρε από τη μνήμη του τα παιδικά του χρόνια και ψυχογραφώντας την ζωή των απλών, ταλαιπωρημένων ανθρώπων, κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο το ηθογραφικό μυθιστόρημα. Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και η έντονη θρησκευτικότητα καθόρισαν τη συγγραφική του πορεία και την ψυχοσύνθεσή του....
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ηταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Αγιον Ορος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι. Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά. Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους.
Γυρνούσε πάντα απεριποίητος, αξύριστος, με τα ίδια φθαρμένα ρούχα και λιωμένα παπούτσια. Η ζωή του δεν είχε εκπλήξεις. Πέρα από το μπακάλικο, πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Ελισαίου και έψελνε μαζί με τον ξάδερφό του, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Φίλους δεν είχε πολλούς. Ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης ήταν δύο από αυτούς. Ήταν πάντα μοναχικός, σχεδόν αγοραφοβικός και λιγομίλητος. Από το 1906 είχε σαν στέκι το καφενείο στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Καθόταν στο πιο απομακρυσμένο τραπεζάκι, συλλογιζόμενος και έπινε τον καφέ του που κόστιζε μια δεκάρα. Οι λιγοστοί φίλοι που είχε, απηύδησαν από την επιπόλαιη διαχείριση του μισθού του που είχε θέσει σε κίνδυνο ακόμη και την υγεία του. Τον Μάρτιο του 1908 οργάνωσαν μία εκδήλωση στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσό» με σκοπό να τον ενισχύσουν οικονομικά....
Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη. Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα. Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Εζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.
Η διαμάχη για το έργο του
Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί.
Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί.
Ο ψυχογράφος Παπαδιαμάντης
Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τις μεταφράσεις, έγραψε τρία μυθιστορήματα, τρεις νουβέλες και πάνω από 180 διηγήματα. Κανένα έργο του όμως δεν εκδόθηκε ως βιβλίο όσο ήταν εν ζωή. Τα μυθιστορήματα του δημοσιεύονταν τμηματικά σε εφημερίδες, όπως η «Ακρόπολις», η «Εφημερίς» και το «Άστυ». Από το ρομαντικό ιστορικό μυθιστόρημα (Η μετανάστις – 1881, Οι έμποροι των Εθνών-1882), πέρασε στην ηθογραφία (Το χριστόψωμο -1887, Η σταχομαζώχτρα-1889) και από κει εγκαινίασε το διήγημα στην Ελλάδα, καταγράφοντας ρεαλιστικά την καθημερινότητα, (Φόνισσα-1903) που πολλές φορές ήταν εμπλουτισμένη με αυτοβιογραφικά στοιχεία (Όνειρο στο κύμα-1900). Ο μικρόκοσμος του αγαπημένου του νησιού με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, πρωταγωνιστούσε στη θεματογραφία του. Τα βάσανα των κατοίκων της υπαίθρου, ο φθόνος οι δεισιδαιμονίες, τα έθιμα, ο φόβος για τις τιμωρίες του Θεού, είναι βασικά θέματα στα διηγήματά του. Πρωταγωνιστές των βιβλίων του ήταν συνήθως μνησίκακες γυναίκες, με απωθημένα. Βιοπαλαιστές ψαράδες, αγρότες και άνθρωποι της εκκλησίας. Οι παιδικές αναμνήσεις, η νοσταλγία και το θρησκευτικό βίωμα ολοκλήρωναν το σκηνικό της θεματολογίας του. Στα διηγήματα που έγραψε προς το τέλος της ζωής του, ο Παπαδιαμάντης ήταν πιο ώριμος και προσπάθησε να εισχωρήσει στην ψυχή των χαρακτήρων του. Ασχολήθηκε και με την τραγική πραγματικότητα και άσκησε κριτική στην κατάντια της ελληνικής κοινωνίας. Σχολίασε αρνητικά τη χρεωκοπία της Ελλάδας, τα επαχθή δάνεια, την οικονομική πολιτική του Τρικούπη και την αδυναμία του Έλληνα να απαιτήσει και να κερδίσει ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία. Η Ελλάδα «απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους» έγραφε και καυτηρίαζε την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, μετά τον διεθνή έλεγχο που ασκήθηκε στην Ελλάδα για να βγει από τη χρεωκοπία .Είναι ο πρώτος Έλληνας πεζογράφος που έφερε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Μέσα από τα διηγήματά του τελειοποίησε την ηθογραφία και έγινε σημείο αναφοράς και μελέτης για την ελληνική λογοτεχνία και τη διανόηση. Η απουσία της γυναικείας συντροφιάς και η θρησκευτική του συνέπεια σε συνδυασμό με την ασκητική του ζωή, δικαιολογεί το παρατσούκλι «κοσμοκαλόγερος». Μετά τον θάνατο του πεζογράφου, πολλοί μελετητές ασχολήθηκαν με το έργο του, μεταξύ των οποίων ο Γιώργος Βαλέτας, ο Μ. Παπαϊωάννου με την μελέτη «Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη» και ο Μιχάλης Περάνθης με το βιβλίο «Ο Κοσμοκαλόγερος»....
Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τις μεταφράσεις, έγραψε τρία μυθιστορήματα, τρεις νουβέλες και πάνω από 180 διηγήματα. Κανένα έργο του όμως δεν εκδόθηκε ως βιβλίο όσο ήταν εν ζωή. Τα μυθιστορήματα του δημοσιεύονταν τμηματικά σε εφημερίδες, όπως η «Ακρόπολις», η «Εφημερίς» και το «Άστυ». Από το ρομαντικό ιστορικό μυθιστόρημα (Η μετανάστις – 1881, Οι έμποροι των Εθνών-1882), πέρασε στην ηθογραφία (Το χριστόψωμο -1887, Η σταχομαζώχτρα-1889) και από κει εγκαινίασε το διήγημα στην Ελλάδα, καταγράφοντας ρεαλιστικά την καθημερινότητα, (Φόνισσα-1903) που πολλές φορές ήταν εμπλουτισμένη με αυτοβιογραφικά στοιχεία (Όνειρο στο κύμα-1900). Ο μικρόκοσμος του αγαπημένου του νησιού με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, πρωταγωνιστούσε στη θεματογραφία του. Τα βάσανα των κατοίκων της υπαίθρου, ο φθόνος οι δεισιδαιμονίες, τα έθιμα, ο φόβος για τις τιμωρίες του Θεού, είναι βασικά θέματα στα διηγήματά του. Πρωταγωνιστές των βιβλίων του ήταν συνήθως μνησίκακες γυναίκες, με απωθημένα. Βιοπαλαιστές ψαράδες, αγρότες και άνθρωποι της εκκλησίας. Οι παιδικές αναμνήσεις, η νοσταλγία και το θρησκευτικό βίωμα ολοκλήρωναν το σκηνικό της θεματολογίας του. Στα διηγήματα που έγραψε προς το τέλος της ζωής του, ο Παπαδιαμάντης ήταν πιο ώριμος και προσπάθησε να εισχωρήσει στην ψυχή των χαρακτήρων του. Ασχολήθηκε και με την τραγική πραγματικότητα και άσκησε κριτική στην κατάντια της ελληνικής κοινωνίας. Σχολίασε αρνητικά τη χρεωκοπία της Ελλάδας, τα επαχθή δάνεια, την οικονομική πολιτική του Τρικούπη και την αδυναμία του Έλληνα να απαιτήσει και να κερδίσει ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία. Η Ελλάδα «απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους» έγραφε και καυτηρίαζε την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, μετά τον διεθνή έλεγχο που ασκήθηκε στην Ελλάδα για να βγει από τη χρεωκοπία .Είναι ο πρώτος Έλληνας πεζογράφος που έφερε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Μέσα από τα διηγήματά του τελειοποίησε την ηθογραφία και έγινε σημείο αναφοράς και μελέτης για την ελληνική λογοτεχνία και τη διανόηση. Η απουσία της γυναικείας συντροφιάς και η θρησκευτική του συνέπεια σε συνδυασμό με την ασκητική του ζωή, δικαιολογεί το παρατσούκλι «κοσμοκαλόγερος». Μετά τον θάνατο του πεζογράφου, πολλοί μελετητές ασχολήθηκαν με το έργο του, μεταξύ των οποίων ο Γιώργος Βαλέτας, ο Μ. Παπαϊωάννου με την μελέτη «Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη» και ο Μιχάλης Περάνθης με το βιβλίο «Ο Κοσμοκαλόγερος»....