Σήμερα θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους όλων των εποχών και οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο γνωρίζουν τουλάχιστον ένα από τα διάσημα έργα του. Οι πίνακές του συγκαταλέγονται στα ακριβότερα έργα τέχνης παγκοσμίως. Εκτός από τα ίδια τα έργα του άφησε πίσω του και σημαντική επίδραση στα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού και γενικά της αφηρημένης τέχνης.Η ζωή του όμως απείχε πολύ από την αναγνώριση και την καταξίωση που του επεφύλασσε η μοίρα μετά θάνατον. Γιατί στη σύντομη παρουσία του στον κόσμο μας -έζησε μόνο 37 χρόνια- ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ πάλεψε με τη μελαγχολία, με ψυχολογικά προβλήματα, με αλλεπάλληλες αποτυχίες, με την απόλυτη φτώχεια, με τους «δαίμονές» του που τον έκαναν να ξεψυχήσει λέγοντας, σύμφωνα με τον αδελφό του: «Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα».
Γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1853 και μέχρι την τρίτη δεκαετία της ζωής του δεν είχε αντιληφθεί την καλλιτεχνική κλίση του. Έκανε διάφορες δουλειές ενώ συχνά ήταν άνεργος. Η ασυνέχεια στη ζωή του αντανακλάται και στη σύντομη παραμονή του σε διάφορα μέρη, από την Ολλανδία ως το Παρίσι και το Λονδίνο. Είναι το 1880, σε ηλικία 27 ετών, όταν με την παρότρυνση του αδελφού του Theo (που ήταν οικονομικός υποστηρικτής του και γενικά στήριγμά του σε όλη τη ζωή του) αποφασίζει να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, στις Βρυξέλλες, δίπλα στον ζωγράφο Αντόν Μωβ. Το 1886 έγινε δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας, διακόπτει ωστόσο πολύ σύντομα τα μαθήματά του καθώς αποβάλλεται. Έτσι μετακομίζει στο Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του- επιτυχημένο έμπορο έργων τέχνης πια- στη Μονμάρτρη. Εκεί έρχεται σε επαφή με το ιμπρεσιονιστικό κίνημα από το οποίο επηρεάζεται ειδικά σε ό,τι αφορά τη χρήση του χρώματος. Δύο χρόνια αργότερα, κουρασμένος από τη ζωή στην πόλη, φεύγει για την Προβηγκία, όπου τον επισκέπτεται ο Πωλ Γκωγκέν. Ήταν στο διάστημα της παρουσίας του Γκωγκέν εκεί που ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του. Έδεσε στη συνέχεια την πληγή του, τύλιξε το κομμένο αυτί σε χαρτί και το παρέδωσε σε μία πόρνη, σε οίκο ανοχής που επισκέπτονταν συχνά και ο ίδιος και ο Γκωγκέν. Τι ακριβώς προηγήθηκε είναι άγνωστο και ο ίδιος ο Ολλανδός καλλιτέχνης δεν θυμόταν καθόλου τα γεγονότα – εκτιμάται πως είχε υποστεί ψυχωτικό επεισόδιο. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ωστόσο ο Γκωγκέν είπε πως είχε δεχθεί αλλεπάλληλες απειλές εκείνη την ημέρα και δεν είναι απίθανο ο Γκωγκέν να είχε συνειδητοποιήσει πως εκείνος θα έφευγε. Η αλληλογραφία του Βαν Γκογκ εκείνης της εποχής δείχνει πως το επεισόδιο δεν αποτέλεσε έκπληξη. Είχε υποστεί νευρικό κλονισμό και τρία χρόνια πριν, στην Αμβέρσα, και ήδη από το 1880 ο πατέρας του είχε προτείνει την εισαγωγή του σε άσυλο. Στην γαλλική Αρλ ο Βαν Γκογκ εμπνέεται από το τοπίο, το φως και τη ζωή των κατοίκων, θέματα που αποτυπώνονται και στα έργα του. Στη ζωγραφική του χρησιμοποιεί κίτρινο, βαθύ γαλάζιο και μαβί χρώματα ενώ στην καλλιτεχνική δημιουργία του κυριαρχούν σκηνές της αγροτικής ζωής. Στην περίοδο αυτή του ανήκουν πίνακες όπως «Ο παλιός μύλος». Είναι η εποχή που εκφράζεται χρησιμοποιώντας την τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο- με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την «Έναστρη Νύχτα». Στη φάση αυτή της ζωής του, μεταξύ 1888 και 1889 ανήκουν διάσημοι πίνακές του όπως «Το δωμάτιο στην Αρλ», «Το κόκκινο αμπέλι», «Το Cafe Terrace τη νύχτα», «Έναστρη νύχτα πάνω από τον Ροδανό», «Βάζο με δώδεκα ηλιοτρόπια». Το 1889 εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική όπου και παρέμεινε για ένα χρόνο ενώ τον Μάιο του 1890 εγκαταστάθηκε κοντά στο Παρίσι. Εκεί τον παρακολουθεί ο γιατρός Πωλ Γκασέ, ο «πρωταγωνιστής» του ομώνυμου πίνακα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Ιούλιο του 1890 έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του, αυτοπυροβολούμενος στο στήθος. Η σφαίρα φαίνεται να χτύπησε σε κάποιο πλευρό του και να πέρασε χωρίς να προκαλέσει ζημιά στα όργανά του. Είναι χαρακτηριστικό πως πήγε περπατώντας (!) στους γιατρούς που τον εξέτασαν αλλά χωρίς χειρουργό παρόντα, δεν μπορούσαν να του προσφέρουν και πολλά και κυρίως δεν μπορούσαν να αφαιρέσουν τη σφαίρα. Οι γιατροί τον φρόντισαν όσο καλύτερα μπορούσαν και τον άφησαν μόνο του στο δωμάτιό του, να καπνίζει την πίπα του. Το επόμενο πρωί έσπευσε να τον επισκεφθεί ο αδελφός του, που είχε εντωμεταξύ ενημερωθεί, και τον βρήκε σε απροσδόκητα καλή κατάσταση. Καθώς οι ώρες περνούσαν όμως, ο 37χρονος καλλιτέχνης άρχισε να καταρρέει λόγω της λοίμωξης που είχε υποστεί. Πέθανε εκείνο το απόγευμα, 29 ώρες μετά τον αυτοτραυματισμό του…Ο διάσημος δημιουργός με το κινηματογραφικό τέλος γνώρισε ψήγματα αναγνώρισης όσο ζούσε- καταξίωση που σε κάθε περίπτωση απέχει παρασάγγας από την παγκόσμια αποδοχή που θα ακολουθούσε, μετά το θάνατό του. Το 1885 υπήρξε για πρώτη φορά ενδιαφέρον για τα έργα του. Τον Μάιο εκείνου του χρόνου ο Βαν Γκογκ ολοκλήρωσε αυτό που θεωρήθηκε το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του, τους «Παπατοφάγους», και τον Αύγουστο εκτέθηκε στο χώρο του εμπόρου έργων τέχνης Leurs στη Χάγη.
Αποφθέγματα του Βαν Γκογκ
Αυτός που δεν έχει μάθει να λέει «αυτή και καμιά άλλη», δεν ξέρει τι είναι αγάπη.
Η θλίψη θα διαρκέσει για πάντα. (τα τελευταία του λόγια)
Ονειρεύομαι ότι ζωγραφίζω και μετά ζωγραφίζω αυτό που ονειρεύομαι.
Αν ακούς μια φωνή μέσα σου να σου λέει «δεν μπορείς να ζωγραφίσεις», τότε οπωσδήποτε να ζωγραφίζεις, και η φωνή θα σωπάσει.
Αν τελειοποιηθείς σε ένα μόνο πράγμα και το καταλάβεις καλά, αποκτάς και την κατανόηση και τη γνώση πολλών άλλων πραγμάτων.
Η τέχνη είναι πίστη και επιβάλλει το καθήκον να αγνοήσεις την κοινή γνώμη.
Αυτός που δεν έχει μάθει να λέει «αυτή και καμιά άλλη», δεν ξέρει τι είναι αγάπη.
Η θλίψη θα διαρκέσει για πάντα. (τα τελευταία του λόγια)
Ονειρεύομαι ότι ζωγραφίζω και μετά ζωγραφίζω αυτό που ονειρεύομαι.
Αν ακούς μια φωνή μέσα σου να σου λέει «δεν μπορείς να ζωγραφίσεις», τότε οπωσδήποτε να ζωγραφίζεις, και η φωνή θα σωπάσει.
Αν τελειοποιηθείς σε ένα μόνο πράγμα και το καταλάβεις καλά, αποκτάς και την κατανόηση και τη γνώση πολλών άλλων πραγμάτων.
Η τέχνη είναι πίστη και επιβάλλει το καθήκον να αγνοήσεις την κοινή γνώμη.
Ταξιδεύοντας στην ολλανδική επαρχία, επηρεασμένος από τη ζωγραφική του Ζαν-Φρανσουά Μιγέ, ο Βαν Γκογκ άρχισε να σχεδιάζει τα πρώτα του έργα, εμπνεόμενος από τα πολύχρωμα σκηνικά της πατρίδας του. Λόγω της ιδιαιτερότητας του χαρακτήρα του και της ιδιοτροπίας του, ο μεγάλος δημιουργός δεν παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής για μεγάλο διάστημα, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο ώθηση στις κλίσεις του. Ο Βαν Γκογκ κουβαλούσε μαζί του έναν καμβά και όταν το βλέμμα του άρπαζε ένα όμορφο στιγμιότυπο της φύσης, απαθανάτιζε με καλλιτεχνική λαιμαργία και ιμπρεσιονιστικούς χρωματισμούς τη στιγμή. Οι άνθρωποι, τα τοπία και τα αντικείμενα που αντίκριζε φιλτράρονταν με έναν μοναδικό τρόπο από την απόκοσμη ματιά του και μετουσιώνονταν σε κάτι ανώτερο.
Την εποχή εκείνη τα έργα του χαρακτηρίζονταν από γήινα χρώματα, σκούρα καφέ, που σε τίποτα δεν προοιώνιζαν τον πολύχρωμη ολοζώντανη πανδαισία που θα ακολουθούσε. Όταν ο Βίνσεντ παραπονέθηκε στον αδελφό του Theo πως δεν κατέβαλλε αρκετή προσπάθεια για να πουλήσει τους πίνακές του στο Παρίσι, πήρε την απάντηση πως είναι πολύ σκοτεινοί και δεν συμβαδίζουν με το ρεύμα της εποχής, τις λαμπερές δημιουργίες των Ιμπρεσιονιστών. Το 1887 συμμετείχε σε έκθεση στη Μονμάρτρη ενώ το 1890, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, ο Albert Aurierστο «Mercure de France» τον χαρακτήριζε «μεγαλοφυία». Κι όμως, αυτή η «μεγαλοφυία» της ζωγραφικής πούλησε όσο ζούσε μόλις έναν πίνακα. Ήταν το «Κόκκινο Αμπέλι», μια δημιουργία της «φωτεινής» περιόδου του στην Αρλ . Τον αγόρασε το 1890, τη χρονιά του θανάτου του Βαν Γκογκ, η ζωγράφος Anna Boch, αδελφή του Βέλγου ζωγράφου Eugene Boch με τον οποίο ο Βίνσεντ είχε γνωριστεί δύο χρόνια νωρίτερα. Το αντίτιμο ήταν 400 φράγκα…
Πώς πέθανε ο Βίνσεντ βαν Γκογκ; Η ζωή του μεγάλου ζωγράφου ήταν γεμάτη μυστήριο. Το ίδιο και ο θάνατός του. Μια νέα θεωρία ανατρέπει τα δεδομένα και η «βολική» εξήγηση της αυτοκτονίας δείχνει να μην έχει τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα
Για πολλές δεκαετίες, η αυτοκτονία φαινόταν ως η αιτία για τους τίτλους τέλους στη ζωή του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Αυτό το τέλος φάνταζε για πολλούς λογικό για έναν άνθρωπο που δεν είχε σώας τας φρένας, αλλά και ιδανικό ως κορύφωση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας και ολοκλήρωση του κύκλου μιας σειράς ατυχών γεγονότων (ο Βαν Γκογκ αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Πολ Γκογκέν, έκοψε μέρος του αριστερού του αφτιού, και συχνά βρέθηκε στο επίκεντρο συζητήσεων και χλευασμών από τους συγκατοίκους του στο Οβέρ-συρ-Ουάζ, που βρίσκεται λίγο έξω από το Παρίσι, όπου και πέρασε τους τελευταίους μήνες της ζωής του). Το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει το τέλος της ζωής του Βαν Γκογκ έρχονται να διαλευκάνουν με ένα νέο σενάριο οι βραβευμένοι με Πούλιτζερ βιογράφοι Στίβεν Νάιφε και Γκρέγκορι Γουάιτ Σμιθ. Στις 29 Ιουλίου του 1890, ο μεγάλος ζωγράφος βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, με μία σφαίρα φυτεμένη στο στήθος του. Από τις έρευνες που ακολούθησαν, διαπιστώθηκε ότι είχε πυροβοληθεί δύο ημέρες νωρίτερα, στις 27 του μήνα. Αυτό συνέβη διότι η σφαίρα δεν πέτυχε κάποιο ζωτικό όργανο, με αποτέλεσμα να παραμείνει ζωντανός για 29 επιπλέον βασανιστικές ώρες. Ο Βαν Γκογκ, πάντως, δεν είχε αφήσει κάποια γραπτή σημείωση για τις τελευταίες του στιγμές. Μόνο ένα κομμάτι χαρτί βρέθηκε στα ρούχα του, που προοριζόταν για τον αδελφό του, Τεό, και αποτελούσε προσχέδιο του γράμματος που του έστειλε την ημέρα που πυροβολήθηκε, στο οποίο ζητούσε περισσότερες μπογιές για να ζωγραφίσει. Το γράμμα ήταν αισιόδοξο και εκδηλωτικό για το μέλλον, γεγονός που δημιουργεί μια αντίφαση με το περιστατικό που ακολούθησε.Οι πρώτες ανακοινώσεις που έγιναν σχετικά με τον πυροβολισμό δεν έκαναν λόγο για αυτοκτονία, αλλά έλεγαν χαρακτηριστικά πως ο Βαν Γκογκ «τραυμάτισε τον εαυτό του». Περιέργως, η τοπική κοινότητα του Οβέρ τήρησε σιγήν ιχθύος για το περιστατικό και το μόνο που παρείχε στις έρευνες που διεξάγονταν ήταν η βολική σιωπή της. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο, κανείς δεν ισχυρίστηκε πως είχε δει τον Βαν Γκογκ στην τελευταία έξοδο που έκανε στις 27 Ιουλίου, παρά το γεγονός ότι οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή. Κανείς δεν ήξερε από πού μπορεί να είχε προμηθευτεί το όπλο και πού εξαφανίστηκε αυτό εν συνεχεία. Και βλέποντας το πράγμα από λογική σκοπιά, ποιος άνθρωπος θα πήγαινε να αυτοκτονήσει με όπλο, πυροβολώντας το στήθος του; Και μετά, αντί να αποτελειώσει τον εαυτό του με μία δεύτερη σφαίρα, να συρθεί ένα μίλι μέχρι το σπίτι του, υποφέροντας από τον πόνο της πληγής; Την επικρατούσα σύγχυση επί του θέματος και τις ανακριβείς πληροφορίες της αστυνομίας ήρθε να βάλει σε μία σειρά η μαρτυρία-αποκάλυψη της Αντελίν Ραβού, κόρης του ιδιοκτήτη Γκουστάβ του ξενοδοχείου Ravoux Inn, στο οποίο και διέμενε ο Βαν Γκογκ στο Οβέρ. Ο πατέρας της τής μίλησε για την ιστορία περίπου μισό αιώνα μετά το περιστατικό και η ίδια έσπασε τη σιωπή της το 1953.
Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε και άλλος ένας μάρτυρας. Ηταν ο γιος του γιατρού Πολ Γκασέ, το πορτρέτο του οποίου είχε ζωγραφίσει ο καλλιτέχνης. Ο Πολ Τζούνιορ πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του προσπαθώντας μαζί με τον πατέρα του να καταδείξουν τη σπουδαιότητα των έργων του Βαν Γκογκ και ήταν ο πρώτος που υποστήριξε ότι ο μεγάλος ζωγράφος πυροβολήθηκε στα χωράφια με τα σιτηρά, έξω από το Οβέρ. Βέβαια, ακόμη και ο γιος του Τεό, του αδελφού του Βίνσεντ, που δημιούργησε και το μουσείο στη μνήμη του θείου του, χαρακτήρισε τα λεγόμενα του Πολ Τζούνιορ αναξιόπιστα. Το περίεργο, πάντως, είναι πώς μπόρεσε να επιβιώσει ο θρύλος της αυτοκτονίας, με τόσο λίγους υποστηρικτές. Το 1890, ο Ρενέ Σεκρετάν, ένας 16χρονος γιος φαρμακοποιού από το Παρίσι, παραθέριζε με την οικογένειά του στο Οβέρ. Είχε άδεια οπλοφορίας, και θέλοντας να μιμηθεί το πρότυπό του, που ήταν ο Γουάιλντ Μπίλι Κόντι, αγόρασε μια στολή καουμπόη και απέκτησε και ένα πιστόλι μικρού διαμετρήματος. Στο πρόσωπο του Βαν Γκογκ βρήκε έναν εύκολο στόχο. Ο Βαν Γκογκ εκείνη την περίοδο ήταν ο περίγελος της περιοχής, μεθούσε συχνά και διαπληκτιζόταν με όλον τον κόσμο, βρίζοντας άλλοτε στα γερμανικά και άλλοτε στα γαλλικά. Ο Ρενέ προσέγγισε τον μεγάλο καλλιτέχνη, με τη βοήθεια του αδελφού του Γκαστόν, ο οποίος έπιασε την κουβέντα με τον Βαν Γκογκ για τη ζωγραφική και αφού τον κέρασαν έναν ακόμη γύρο ποτών, τον απομάκρυναν από την καφετέρια στην οποία βρίσκονταν, για να διασκεδάσουν με την παρέα του. Και τότε ενδεχομένως να ξεκίνησαν τα βασανιστήρια...Εχοντας την υποστήριξη της παρέας του, ο Ρενέ πρότεινε να κάνουν περίτεχνες φάρσες. Ετσι, έβαλαν πιπέρι στα πινέλα του Βαν Γκογκ, αλάτισαν το τσάι του και τύλιξαν ένα φίδι γύρω από το κουτί με τα εργαλεία ζωγραφικής του. Η στάση αυτή των παιδιών απορρέει από τη γενικότερη αίσθηση που επικρατούσε στη γαλλική πόλη απέναντι στον Βαν Γκογκ. Γιατί ο μεγάλος καλλιτέχνης είχε πέσει και άλλες φορές θύμα εκφοβισμού και γελοιοποίησης στα μέρη όπου σύχναζε για να ζωγραφίσει. Το περιστατικό που εκτυλίχθηκε εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα στο μικρό Οβέρ έρχεται να επιβεβαιώσει και η μαρτυρία μιας κοπέλας από επιφανή οικογένεια, η οποία όμως είπε ότι την ώρα του πυροβολισμού ο Βαν Γκογκ βρισκόταν μακριά από τα χωράφια σιτηρών, και συγκεκριμένα στον δρόμο που οδηγούσε στη βίλα των Σεκρετάν. Οταν κάποια χρόνια αργότερα ο Ρενέ κλήθηκε να απολογηθεί για εκείνο το περιστατικό, που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1890, ο ίδιος γέλασε και αναφέρθηκε στο πονηρό όπλο του, που όποτε ήθελε πυροβολούσε ενώ άλλοτε όχι, και επισήμανε ότι έλειπε από το Οβέρ την ημέρα του πυροβολισμού, κάτι που όπως έδειξαν οι μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής δεν ισχύει. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1930, ο διακεκριμένος μελετητής Τζον Ρίγουολντ επισκέφτηκε το Οβέρ για να μιλήσει με τους ντόπιους για τον θάνατο του Βαν Γκογκ, μιας και ήταν ακόμη νωπός στη μνήμη τους. Μεταξύ των μαρτυριών που άκουσε, υπήρξαν και ορισμένες που έκαναν λόγο για μερικά «νεαρά παιδιά που σκότωσαν τον Βίνσεντ κατά λάθος». Τα αγόρια αυτά, βέβαια, δεν εμφανίστηκαν ποτέ για να παραδεχτούν το λάθος τους, από φόβο ότι θα τους κατηγορούσαν για φόνο, και ο Βαν Γκογκ ίσως να αποφάσισε να τα προστατέψει, σαν μια τελευταία κίνηση του μαρτυρίου του. Γι' αυτό και δεν ομολόγησε σε κανέναν την αλήθεια, παίρνοντας μαζί του στον τάφο το μυστικό του θανάτου του.
Αρκετοί, βέβαια, ήταν οι μελετητές, οι ιστορικοί τέχνης και οι επιμελητές κειμένων οι οποίοι παρέμεναν πιστοί στην παλιά αφήγηση, που ήθελε τον Βαν Γκογκ να αυτοκτονεί. Ανατρέχοντας στη μαρτυρία του Πολ Τζούνιορ, γύρω από την πληγή του Βαν Γκογκ υπήρχαν «ένας καφέ και ένας μοβ κύκλος». Σύμφωνα με δύο ιστορικούς της τέχνης, τον Βαν Τίλμποργκ και τον Μεέντεντορπ, οι οποίοι εν συνεχεία διαψεύστηκαν, ο μοβ κύκλος δήλωνε ότι το όπλο πρέπει να πυροδοτήθηκε από κοντινή απόσταση, και προκλήθηκε από την επίδραση της σφαίρας, ενώ ο καφέ κύκλος υποδηλώνει ότι το στόμιο του όπλου βρισκόταν πολύ κοντά στο στήθος, και προκλήθηκε από τα εγκαύματα της πυρίτιδας. Μάλιστα συμπέραναν ότι η πληγείσα περιοχή ήταν γυμνή, όταν χτυπήθηκε. Επειτα από πολλά χρόνια, όμως, ο διακεκριμένος γιατρός Βίνσεντ Ντι Μάιο έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα και την αντίληψη που επικρατούσε επί του θέματος και ενίσχυε το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας. Ο Ντι Μάιο με ωμό αλλά άμεσο τρόπο εξήγησε τον καφέ και μοβ χρωματισμό γύρω από την πληγή του Βαν Γκογκ. Χαρακτηριστικά είπε: «Η μοβ τρύπα προκλήθηκε από την εσωτερική αιμορραγία που προκάλεσε ο πυροβολισμός, η οποία συνήθως εμφανίζεται σε άτομα που ζουν για λίγο μετά το συμβάν». Και προσέθεσε: «Η απουσία ή παρουσία της δεν σημαίνει απολύτως τίποτα». Οσο για τον καφέ κύκλο, «προκλήθηκε από την τριβή, και παρατηρείται σχεδόν γύρω από όλη την πληγή». Εκτός αυτού, ο διάσημος γιατρός τόνισε ότι θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αυτοπυροβοληθεί κάποιος στην αριστερή πλευρά με το αριστερό του χέρι (σημειωτέον, ο Βαν Γκογκ ήταν δεξιόχειρας). Οπως και να έχει, ωστόσο, ο Ντι Μάιο επεσήμανε ότι αν ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολούνταν, θα είχε έγκαυμα πυρίτιδας στο χέρι με το οποίο κρατούσε το όπλο, γιατί τα φυσίγγια των όπλων το 1890 άφηναν πίσω τους μαύρη σκόνη (πυρίτιδα), ενώ η άκαπνη πυρίτιδα αναπτύχθηκε μόλις το 1884 και χρησιμοποιούνταν μόνο σε ορισμένα στρατιωτικά τουφέκια. Η μαύρη αυτή πυρίτιδα που άφηναν τα περίστροφα ήταν τόσο βρώμικη, έτσι ώστε το 56% αυτής θα παρέμενε ως στερεό υπόλειμμα επάνω στο έγκαυμα. Οι ειδικοί, όμως, που εξέτασαν τον Βαν Γκογκ και τις συνθήκες υπό τις οποίες πέθανε, δεν διαπίστωσαν κάποιο έγκαυμα ή πληγή στα χέρια του μεγάλου ζωγράφου, ούτε καν υπολείμματα πυρίτιδας... «Αν ο Βαν Γκογκ πυροβολούσε τον εαυτό του, θα κρατούσε το περίστροφο μόνο λίγες ίντσες μακριά, και πιθανότατα αυτό να ήταν σε επαφή με το σώμα του. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, θα υπήρχε καπνιά (αιθάλη), σκόνη πυρίτιδας και θα προκαλούνταν τσιγάρισμα του δέρματος γύρω από το τραύμα. Αυτό θα ήταν ολοφάνερο! Ομως τίποτε από αυτά δεν περιγράφηκε από τους ειδικούς που εξέτασαν το πτώμα του καλλιτέχνη. Τα τωρινά δεδομένα υποδεικνύουν ότι το στόμιο του όπλου βρισκόταν τουλάχιστον ένα πόδι, ή δύο, μακριά». Συγκεκριμενοποιώντας τη θέση του, ο Ντι Μάιο κατέληξε στην άποψη ότι «ο Βαν Γκογκ δεν αυτοτραυματίστηκε. Δεν πυροβόλησε τον εαυτό του». Η αλήθεια είναι ότι όσες έρευνες και να πραγματοποιήσουμε, όσες υποθέσεις και να κάνουμε, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε με ακρίβεια τι πραγματικά εκτυλίχθηκε εκείνο το μοιραίο καλοκαιρινό δειλινό στο μικρό Οβέρ. Μονάχα τα μάτια του Βαν Γκογκ αντίκρισαν την αλήθεια και τα πρόσωπα εκείνων που έπαιξαν με την ίδια του τη ζωή. Εκείνος γνωρίζει ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος. Η τοπική κοινότητα στο Οβέρ σε μια συνενοχή άνευ όρων. Ισως θέλησαν να προστατεύσουν κάποιο παιδικό σφάλμα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κατόρθωσαν να θρέψουν τον μύθο της αυτοκτονίας με τέτοιον τρόπο ώστε να εντυπωθεί βαθιά στη συνείδηση όλων μας, φτάνοντας να θεωρηθεί αυταπόδεικτη αλήθεια. Αυτοκτονία, ατύχημα ή συγκεκαλυμμένο έγκλημα; Η απάντηση έσβησε με τον θάνατο του Βαν Γκογκ, όπως και όταν ο μεγάλος ζωγράφος έσβηνε με τα βαμμένα από μπογιές δάχτυλά του τις καταλήξεις στα μεγάλα καλλιτεχνικά του αριστουργήματα. Η αλήθεια σκορπίστηκε μέσα στη σιωπή των ξεραμένων σιτηρών, σπέρνοντας ασάφειες και αναπάντητα ερωτήματα στον κόσμο της περιέργειας.